ἀγαθήν , φίλην . δύσφροσιν ] τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ . σημαντήριον ] σφραγῖδα τῆς πρὸς τὸν ἄνδρα εὐνοίας . μήκει | ||
πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν , καὶ τἄλλ ' ὁμοίαν πάντα , σημαντήριον οὐδὲν διαφθείρασαν ἐν μήκει χρόνου . οὐδ ' οἶδα |
πάθος αὐτοῦ γενομένη , ἡ δὲ ἔξω οὖσα καὶ ἐκείνην ἐνδιδοῦσα : κινεῖται τοίνυν ὑπὸ ταύτης μέν , κατ ' | ||
μεγάλης . λύγξ τε τοῖς πλέοσιν ἐνέπιπτε κενή , σπασμὸν ἐνδιδοῦσα ἰσχυρόν , τοῖς μὲν μετὰ ταῦτα λωφήσαντα , τοῖς |
, ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα , ἕτερος ἀρότρῳ χρυσέῳ ἐργάζεται , οὗ | ||
, ᾧ δὴ πολλὰ περὶ ῥόπαλ ' ἀμφὶς ἐάγῃ , κείρει τ ' εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον : οἳ δέ τε |
αὕτη ἡ ἔμπλαστρος ἐνιεμένη μετὰ ῥοδίνου καὶ μέλιτος τὰ ἐν ῥώθωσιν ἕλκη καὶ ἐν στόματι θεραπεύει καὶ ἐν ὠτίοις . | ||
αἱμοῤῥοΐαν μυκτήρων . ] Ἀκακίαν σὺν ὄξει λειώσας ἔγχεε τοῖς ῥώθωσιν . ἄλλο . λαβὼν ὄξος σὺν ἅλατι βάλλε ἐν |
τῷ συμπεράσματι τῷ ἐξ ἀρχῆς καὶ τοῦτο πρότασιν ποιησαμένη καὶ προσθεῖσα αὐτῇ τῶν ἀληθῶν τινα ἐξ ἀρχῆς κειμένων προτάσεων οὕτω | ||
- ] δὲ τὴν καρδίαν [ τοῖς ] στέρνοις αὐτῆς προσθεῖσα [ ] καὶ λιπαρέστερον καταφιλοῦσα [ - ] τοῖς |
δέος μή τι πρὸς ἐπιβουλὴν ἀφανῶς ἐπικρύπτηται , ὅπερ ἢ ἅλμασιν ἢ μακραῖς διαβάσεσιν ἔμελλε διελέγχεσθαι . πόσων ἄρα κακῶν | ||
ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ καὶ τοῖς εἰς ἀναστόμωσιν βρώμασιν ὡς ταῖς ἅλμασιν ἐλαίαις , ἃς κολυμβάδας καλοῦσιν . Ἀριστοφάνης γοῦν φησιν |
ξείνῳ περικαλλέα χηλὸν ἐξέφερεν θαλάμοιο , τίθει δ ' ἐνὶ κάλλιμα δῶρα , ἐσθῆτα χρυσόν τε , τά οἱ Φαίηκες | ||
ὠκύποδας καὶ ἀρήια τεύχεα φωτῶν φάρεά τ ' εὐποίητα γυναικῶν κάλλιμα ἔργα : τοῖς ἔπι θυμὸν ἴαινε Νεοπτολέμοιο φίλον κῆρ |
τὴν καλιὰν ἐλθὼν ἐπιτίθεται μέν , ἢν τύχῃ , τοῖς ὠοῖς , ἐπιτίθεται δὲ τοῖς νεοττοῖς , πλημμελείας εἶδος ἀφιεὶς | ||
δένδρεα . ” παραπλησία γὰρ τῶν σπερμάτων ἡ φύσις τοῖς ὠοῖς : πλὴν ἔδει περὶ πάντων εἰπεῖν καὶ μὴ μόνον |
ἐπέρχηται , πάντες ἔνδον μενέτω - σαν ἀφανεῖς , καὶ παρελεύσονται τὸ χωρίον . ἐὰν δέ , πρὶν τοῦτο παραφυλαχθῆναι | ||
ζεσθέντων σὺν ἅλμῃ καταῤῥανθῶσι . θανοῦνται γὰρ παραχρῆμα . Ὁμοίως παρελεύσονται τὴν ὑποκειμένην χώραν , ἐὰν θηράσας νυκτερίδας προσδήσῃς ταύτας |
δεῖται στύφεσθαι τὰ μόρια ταῦτα , ὥστε ἀφεψήσαντα ἀψίνθιον ἐλαίῳ αἰονᾶν δεῖ ἢ μηλίνῳ ἢ σχινίνῳ ἢ μαστιχίνῳ . ὡσαύτως | ||
εἰ δὲ καὶ πελιδνὸν γενέσθαι φθάσειεν , ἀποσχάζοντα καταπλάττειν , αἰονᾶν δὲ τὰ μὲν πλεῖστα δι ' ὕδατος θερμοῦ : |
γαμει ? ? ? [ ] ! ! ! ! πιει ! ! [ ! ! ] [ ] ! | ||
καὶ λέγων ἡμᾶς ἐδίδαξεν ? ] [ ] [ ] πιει [ ! ! ] ? . οθ [ ! |
τὰ τῶν Ἀθηναίων ταχὺ ξυναναιρεθήσεσθαι , τὴν ἁμαρτίαν ξυνέγνωσαν . εἰργομένοις οὖν αὐτοῖς τῆς θαλάσσης καὶ κατὰ γῆν πορθουμένοις ἐνεχείρησάν | ||
δὲ σύμφορος . Σελήνη λύουσα τὸν σύνδεσμον ἀγαθὸν δηλοῖ τοῖς εἰργομένοις . Ἀφροδίτη ὕπαυγος οὖσα καὶ τὴν συναφὴν τῆς Σελήνης |
τοῦ η . εὐηγεσίης εὐαρχίας , ἀπὸ τοῦ ἡγεῖσθαι . εὐήνορα τὸν ἄνδρα εὖ διατιθέντα καὶ δύναμιν περιποιοῦντα : “ | ||
οἱ δ ' ἦγον μὲν μῆλα , φέρον δ ' εὐήνορα οἶνον . ἄρρωστος ἀρρωστοῦντος διαφέρει . ἄρρωστος μὲν γάρ |
οὐγγίας στ , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος οὐγγίας β καὶ χρῶ . Κυνείαν λευκὴν κόπρον λεάνας καὶ ἀναλαβὼν τερεβινθίνῃ ἀρκούσῃ ἐπιτίθει . | ||
ξηρὰ λειότατα καὶ ἑνώσας , ψύξας , μαλάξας χρῶ . Κυνείαν λευκὴν λειοτάτην ἀναλαβὼν τερεβινθίνῃ χρῶ . Μαλακτικὸν κάλλιστον , |
εἴ τί που πάθῃ : χάρις χάριν γάρ ἐστιν ἡ τίκτους ' ἀεί : ὅτου δ ' ἀπορρεῖ μνῆστις εὖ | ||
αἰκῶς ; Πολὺ γάρ τι κακῶν ὑπερεκτήσω , σᾷ δυσθύμῳ τίκτους ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους : τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς |
Δερβήτῃ καὶ οἱ Ὁμοναδεῖς καὶ ἄλλοι πλείους οἱ συνάπτοντες τοῖς Πισίδαις , ” οἳ οὐκ ἴσασι θάλατταν ἀνέρες , οὐδέ | ||
πρὸς τοὺς Λάκωνας ἐχρησάμην Λακωνικῷ στρατηγήματι . Ὅτι Αὐτοφραδάτης ἐμβαλεῖν Πισίδαις βουλόμενος τὴν εἰσβολὴν στενόπορον καὶ φυλαττομένην ὁρῶν προσήγαγε μὲν |
βοηθεῖν . εἰσὶ δὲ οἳ καὶ κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τοῖς δωματίοις ἔμενον ἀπρόϊτοι , καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν αὐτοῦ θνῄσκοντες | ||
εἰ γνήσιος . . ἐκαλεῖτο δέ τις ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ κλίνη παράβυϲτοϲ , ἧς μέμνηται Ὑπ . ἐν |
δὲ τοῖς ἔμφροσιν διὰ τὴν τῆς θείας ἁρμονίας μίμησιν ἐν θνηταῖς γενομένην φοραῖς παρέσχον . καὶ δὴ καὶ τὰ τῶν | ||
εὐαγῶς προσάπτειν ταῖς μακαρίαις καὶ θείαις δυνάμεσιν , εἰ γυναιξὶ θνηταῖς ἐπιμανέντες ὡμίλησαν οἱ παντὸς πάθους ἀμέτοχοι καὶ τρισευδαίμονες . |
τὴν συνεχῆ φορὰν πάλιν εἰς τὸν κάτω χωρήσαντα τόπον τοῖς γεώδεσι συνάπτει . μεταβάλλει δὲ καὶ τὸ ὕδωρ εἰς ἀέρα | ||
ἑαυτὸ βαστάζειν . γεννᾶται δὲ μάλιστα ἐν τοῖς καλαμοκοπίοις καὶ γεώδεσι τόποις . Κύπειρον , ἥν τινες ζέρναν καλοῦσι , |
. μὴ ' πίπλησσέ μοι ] ὀνειδιστικῶς πρόφερε . . στείχωμεν ] ἀποχωρῶμεν . ὡς ] ἐπεί . κώλοισιν ] | ||
] Τὰ ἐκ φύσεως προσόντα μὴ ὀνείδιζέ μοι . : στείχωμεν : Βαδίζωμεν , ὑποχωρῶμεν : συμβουλευτικόν . ἐπεὶ ποσὶ |
. οὕτω μὲν δεῖ καθαίρειν : μετὰ δὲ τὴν κάθαρσιν παραλάμβανε λουτρὰ γλυκέων ὑδάτων καὶ τὴν εἰρημένην ὑγρὰν δίαιταν καὶ | ||
, οὕτω καὶ τὸ ποσὸν τῆς ἐμψύξεως καὶ τὸν τρόπον παραλάμβανε τῆς τοῦ διεφθαρμένου κενώσεως . Τοῖς δὲ καυσουμένοις τὸν |
τὸ πρᾶγμα ; Ἀλλ ' ἦ Διὸς Κόρινθος ἐν τοῖς στρώμασιν ; Χωρεῖτέ νυν ἱερὸν ἀνὰ κύκλον θεᾶς , ἀνθοφόρον | ||
ἐκ τῶν στρωμάτων . ] οἱ γὰρ κόρεις ἐν τοῖς στρώμασιν ὄντες τοὺς ὑπνοῦντας δάκνουσιν . ὁ δὲ μεμνημένος , |
. οἷος ] ὁποῖος . τρικυμία ] ἦχος . . ἔπεις ' ] ἐπεισέρχεται . ὀκρίδα ] τραχεῖαν καὶ χαλεπήν | ||
ἐμοῖς πεισθῇς λόγοις , οἷός σε χειμὼν καὶ κακῶν τρικυμία ἔπεις ' ἄφυκτος : πρῶτα μὲν γὰρ ὀκρίδα φάραγγα βροντῇ |
σκήπτρου τύπον ἀροτροειδῆ καθεστῶτα , ὃν ἔχοντας τοὺς βασιλεῖς χρῆσθαι πίλοις μακροῖς ἐπὶ τοῦ πέρατος ὀμφαλὸν ἔχουσι καὶ περιεσπειραμένοις ὄφεσιν | ||
καὶ πνεύμασι καὶ νιφετοῖς καὶ ἐνειλημένον χεῖράς τε καὶ πόδας πίλοις τε καὶ ἀρνακίσιν , οὐδ ' ὑφ ' ἑνὸς |
καὶ τοὺς τούτοις ἑπομένους τιμᾶν δεῖν λέγων δευτέραν , ὀρθῶς παρακελεύομαι . τιμᾷ δ ' ὡς ἔπος εἰπεῖν ἡμῶν οὐδεὶς | ||
ταῖς ἐπιφοραῖς εὐθὺς οἰκείως πλέκω . ἐνίοτε δ ' ἐφεστὼς παρακελεύομαι πόθεν ἅπτει ; τί τούτῳ μιγνύειν μέλλεις ; ὅρα |
γὰρ οἷόν τε ἦν τοῖς τοὺς ἐν τῷ πολέμῳ κινδύνους διαφυγοῦσιν ἀθανάτους εἶναι τὸν λοιπὸν χρόνον , ἄξιον ἦν τοῖς | ||
θήσουσιν . τὰ μὲν δὴ γέρα ταῦτα τοῖς τὰς εὐθύνας διαφυγοῦσιν : ἂν δέ τις τούτων , πιστεύων τῷ κεκρίσθαι |
καὶ ὤκιμον ἐμφλοιοσπέρματα , θριδακίνη δὲ παπποσπέρματον . Πάντα δὲ πολύκαρπα καὶ πολυβλαστῆ , πολυκαρπότατον δὲ τὸ κύμινον . ἴδιον | ||
συμβαίνειν καὶ περὶ τὰ φυτά : τὰ γὰρ πολύφορα καὶ πολύκαρπα καὶ αὐτὰ θᾶττον καταγηρῶσιν , τὰ δὲ στεριφὰ καὶ |
εἰπόντος πρὸς αὐτὸν ἐν τοῖς Πυθικοῖς μαντείοις σώζειν τὴν πόλιν θνήσκοντα γέννας ἄτερ , ἤγουν χωρὶς παιδοποιΐας , μὴ τεκνοποιήσαντα | ||
αὐτοῦ τὸν αὐχένα καὶ ὀδυνηθεῖσα , ἐξελθοῦσα ἔδακεν αὐτόν . θνήσκοντα οὖν ὑπ ' αὐτῆς τὸν κυβερνήτην θεωρήσασα ἡ Ἑλένη |
, καὶ γὰρ τὸν ὄρνιν ἐγνώρισε , τοιαύτας ἀποδίδως τοῖς σωτῆρσι τὰς χάριτας ; ἀλλὰ πῶς ἂν καὶ ἄλλος σπουδὴν | ||
. ἐκ δὲ τούτου θύοντες καὶ τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ τοῖς σωτῆρσι , καὶ μόλις καλλιερήσαντες , ἐπαύσαντο . ληγούσης δὲ |
παρὰ τὸ σχέθω κατὰ σύνθεσιν καὶ ἔκτασιν , καὶ τροπῇ ἀσκηθής , ὁ ὑγιής . . . . ἀσκαλαβώτης : | ||
δὲ τῆς παιδιᾶς “ ἀμφ ' ἀστραγάλοισι χολωθείς . ” ἀσκηθής ὑγιής , ἀσινής . ἀσύφηλος ἀμαθής , οὐδενός , |
. θυηπολίαι ἀφρόνων πυρὸς τροφή : τὰ δ ' ἀναθήματα ἱεροσύλοις χορηγία . θέλε τοὺς συνόντας σοι αἰδεῖσθαί σε μᾶλλον | ||
ὑβρισταῖς , βιαίοις , φθορεῦσιν , ἀνδροφόνοις , μοιχοῖς , ἱεροσύλοις , ὧν ἀφ ' ἑκάστου σπῶνταί τι μοχθηρίας καὶ |
γε ἡμᾶς ὅτι ὕονται δεῖ , ἀλλὰ πάρεσμεν αὐτοὶ τοῖς ὄμβροις καὶ προσοικοῦμεν ὡς ἔπος εἰπεῖν τὰς ὄχθας . καὶ | ||
τοιαῦτ ' ἐστὶν ἃ λέγουσιν οἱ προστιθέντες τὴν αἰτίαν τοῖς ὄμβροις . Βούλομαι δέ σοί τι καὶ περὶ τῶν νεφῶν |
δὲ ταύτης δίς : τὶν δ ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοις ' ἀρετὰ , Φυλακίδα , κεῖται . διηπατῆσθαι δὲ | ||
σώφρονα δημοτελῆ πανυπείροχον ἐγγὺς ἀνάκτων . θάλλε μοι , εἰσέτι θάλλοις , ἕως ὅτε κέδρον ἱκάνῃς : ἀντ ' εὐεργεσίης |
ταῦτα κόψαι καὶ κατασῆσαι λεῖα , καὶ ἐπ ' οἶνον εὔοδμον ἐπιπάσσειν , καὶ ἐπιχέαι ῥόδινον ἔλαιον . Ὅταν δὲ | ||
' οὐ λανθάνει , φοινικοεάνων ὁπότ ' οἰχθέντος Ὡρᾶν θαλάμου εὔοδμον ἐπάγῃσιν ἔαρ φυτὰ νεκτάρεα : τότε βάλλεται , τότ |
προμηνῦσαι τῆς Ἀπόλλωνος ὀργῆς τὴν αἰτίαν καὶ τῷ δεκάτῳ ἔτει ἁλώσεσθαι τὸ Ἴλιον . ταῦτα γὰρ ἡ μαντική . ἐπεὶ | ||
ἀνωφελεῖς ἱκετεῦσαι καὶ ὀλεθρίου ἅψασθαι φυγῆς : ἀκμητὶ γὰρ ἔμελλον ἁλώσεσθαι Ἀθηναίοις πρὸς τοὺς διώκοντας ὁ φεύγων ἐληλυθώς . ἀλλ |
αἶσα , θεὸς ἔκρανε συμφοράν . ὦ φίλος , δόμον ἔλιπες ἔρημον , [ ὤμοι μοι , ταλαίπωρον ἐμὲ ] | ||
. τε ] καὶ . τ ' ] καὶ . ἔλιπες κατέλιπες ἐκεῖ . ὤ ] φεῦ . δαΐων ] |
μέγεθος αὐτῶν οὐ παντί τῳ δῆλον , ἀλλὰ μόνον τοῖς γευσαμένοις ἀρετῆς , οἳ τὰ θαυμαζόμενα παρὰ τοῖς πολλοῖς εἰώθασι | ||
, καὶ τὰ κρέα τῶν ὀστῶν ἀφελόντες ἐπηράσαντο τοῖς μὴ γευσαμένοις αὐτῶν : εἰ δέ τι περιελείφθη ἐξ αὐτῶν , |
, παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις . ἴθι : | ||
. Ἰὲ Παιάν , ἴθι σωτήρ , εὔφρων τάνδε πόλιν φύλασς ' εὐαίωνι σὺν ὄλβῳ . Πυθιάσιν δὲ πενθετήροισι [ |
οἷος ἐφάνης λύκῳ ποτέ . θ δαΐῳ ] πολεμικῷ . δαΐῳ ] τῷ τῶν πολεμίων . θ στόνων ἀυτᾶς ] | ||
ἄναξ ] Ἀπόλλων . Λύκιος γενοῦ ] λύκειος γενοῦ τῷ δαΐῳ στρατῷ ἐπὶ τῆς ἀυτῆς τῶν στόνων , ἤγουν ἐπὶ |
ὀδύνῃσιν ἀμφιπαγεῖς ' ἀέκουσα μένει θρασὺν ἀγρευτῆρα : τοίην νηῒ πέδην περιβάλλεται αἰόλος ἰχθὺς ἀντιάσας : τοίων δὲ φερωνυμίην λάχεν | ||
ἢ τὰς ἀμφιδέας ἢ ἁπλῶς τὸ ψέλιον ἢ καὶ τὴν πέδην , ὡς παρ ' Ἐπιχάρμῳ . αἰγὸς τρόπον μάχαιραν |
ἱμείρειν ] ἤγουν ἐπιθυμεῖν μάχεσθαι καὶ νικᾶν . ὡραῖον . ὀλβίοις ] τοῖς εὐδαίμοσι καὶ ἐνδόξοις . νικᾶσθαι ] ὥστε | ||
. οὔτοι γυναικός ἐστιν ἱμείρειν μάχης . τοῖς δ ' ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσθαι πρέπει . ἦ καὶ σὺ |
, ˘ – ⚕ – ˘˘ – ⚓ ] . Πομπίλε , ναύταισιν πέμπων πλόον εὔπλοον , ἰχθύ , πομπεύσαις | ||
ὤπασαν Ὧραι . Πατρὸς ἐμεῖο φίλου συμφράδμονα θυμὸν ἀέξων , Πομπίλε , δυσκελάδου δεδαὼς θοὰ βένθεα πόντου , σῷζέ με |
Δηώ : γῆ : σωματοποιεῖ τὴν γῆν ὡς θεάν . Δηὼ ὁ θεὸς παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω , δηὼ | ||
, ἁρπαγείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος , ἡ μήτηρ αὐτῆς ἡ Δηὼ νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν , καὶ δὴ περιερχομένη καὶ |
ἐείκοσιν ἤματ ' ἐρύξας : οἳ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά : Οἰνεὺς μὲν ζωστῆρα δίδου φοίνικι φαεινόν , | ||
καλλιπλοκάμῳ ζῳάγρια τίνειν . ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά , ὄφρ ' ἂν ἐγὼ φύσας ἀποθείομαι ὅπλά |
κούρης . αὐτὴ δ ' , ὡς συνέηκε πόθον δολόεντα Λεάνδρου , χαῖρεν ἐπ ' ἀγλαΐῃσιν : ἐν ἡσυχίῃ δὲ | ||
λύχνον ἄπιστον ἀπέσβεσε πικρὸς ἀήτης καὶ ψυχὴν καὶ ἔρωτα πολυτλήτοιο Λεάνδρου . Ἡ δ ' ἔτι δηθύνοντος ἐπαγρύπνοισιν ὀπωπαῖς ἵστατο |
μεταξὺ γάρ ἐστιν Εὐρώπης καὶ Ἀσίας . τῇ ἀπουσίᾳ αὐτῶν ἐπιμόνως πενθοῦσαι , ὡς δοκεῖν ἁβρύνεσθαι ἐπὶ τῷ πενθεῖν . | ||
Βοιωτῶν ὡρίζοντο . Ῥανὶς ἐνδελεχοῦσα κοιλαίνει πέτραν : ὅτι οἱ ἐπιμόνως πρός τι σπουδάζοντες αὐτὸ καθορθῶσαι δυνή - σονται . |
Οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . Εἰ μὴ παραμυθεῖ μ ' ὀψαρίοις ἑκάστοτε . Πλὴν ἀλεύρου καὶ ῥόας . Καὶ μὴν | ||
πᾶσαν . . τὴν ἡδονήν . Θερμοτέροις χαίρεις ἀεί τοῖς ὀψαρίοις , ἢ τὸ μέσον ἢ κατωτέρω ; κατωτέρω . |
ἐξοχῇ κλίνας . ὁ δ ' Ἥλιος τὸ πρῶτον ἡδὺς ἐκκύψας ἀνῆκεν αὐτὸν τοῦ δυσηνέμου ψύχους , ἔπειτα δ ' | ||
πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας ψαύειν ἔμελλεν ἰσχάδος Καμειραίης : ἕτερος δ ' ἐπῆλθεν |
τῶν τῆς βασιλείας σκήπτρων γενόμενος ἐγκρατής , καίτοι τοῖς οὐδοῖς προσεγγίσας τοῦ γήραος , μᾶλλον δὲ καὶ τούτων ἔνδον γενόμενος | ||
ὁ ἄνθρωπος οὗτος : προσελεύσομαι πρὸς αὐτόν . ” εἶτα προσεγγίσας λέγει “ πατερίων , χαίροις . ” ὁ ἄγροικος |
τοὺς ἄρχοντας αἰδοῦς . τὸ γὰρ μήτε τοῖς οὕτως ὠμῶς τετολμημένοις ἐν φόνῳ τῷ βασιλικῷ ἐπεξιέναι τινά , μήτε τὴν | ||
. καὶ τῷ βασιλεῖ δυσχεραίνοντες κατὰ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐπὶ τοῖς τετολμημένοις κατὰ τἀδελφοῦ , τήν τε θεραπείαν τὴν βασιλικὴν περιέσπασαν |
φιλαργυρίᾳ γὰρ πάντ ' ἔνι . κρίνον κύαθον λάβοιμι τοῖς ὑπωπίοις . ἀδελφίζειν πρώτιστα δὲ τῶν μυρρινῶν ἐπὶ τὴν τράπεζαν | ||
εὐφρανεῖ δι ' ἁμέρας . Μυσικάρφης ὑπετέθυπτο Κύαθον λάβοιμι τοῖς ὑπωπίοις . Πρώτιστα δὲ τῶν μυρρινῶν ἐπὶ τὴν τράπεζαν βούλομαι |
' ] † βρέχε τοὺς ὀφθαλμούς . τέγγομαι ] † βρέχομαι τοῖς δάκρυσι . βόα ] θρήνει . νυν ] | ||
βρέχε . * τώ , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμοὺς . * βρέχομαι τοῖς δάκρυσι δηλονότι . * καὶ ἰσόγοα ἤγουν διατόρως |
δέ γε νοῦν ἔχων ἀνὴρ οὔτε τοιοῦτόν φησι κυβερνήτην τῷ θαλαττίῳ προσήκειν θεῷ οὔτε γάμον τοιοῦτον εἰς Ἀφροδίτην ἀνάγει . | ||
, τὴν ληνὸν καὶ τὰ ὑπολήνια σαροῦν , καὶ σπογγίζειν θαλαττίῳ ὕδατι ἢ ἅλμῃ , καὶ θυμιατίζειν . ἐμμένον γὰρ |
κυνὶ καὶ λαφύξαι τοῖς ὄνυξι τοῦ δειλαίου τὴν γαστέρα καὶ διασπάσασθαι αὐτόν . ἀγανακτῆσαι δὲ τῷ συμβάντι ὁ αὐτός φησι | ||
ἐμπεσεῖν τῷ κυνὶ καὶ λαφύξαι τοῦ δειλαίου τὴν γαστέρα καὶ διασπάσασθαι αὐτόν . ἀγανακτῆσαι δὲ τῷ συμβάντι τὸν λέοντα καὶ |
αἶγας ἀνιεμένους ” , ἀντὶ τοῦ ἐκδέροντας . „ μαργαίνειν ἀνέηκεν „ , ἀντὶ τοῦ παρώρμησε . τινὲς δὲ καὶ | ||
' ἀΐδηλον : ἣ νῦν Τυδέος υἱὸν ὑπερφίαλον Διομήδεα μαργαίνειν ἀνέηκεν ἐπ ' ἀθανάτοισι θεοῖσι . Κύπριδα μὲν πρῶτον σχεδὸν |
οὕτως : τρὶς τὰ τρία θ . εἶτα ἀφαιρεθείσης μονάδος ἐναπελείφθη ὁ ὀκτὼ ἀριθμός , καὶ τούτου τὸ ἥμισύ ἐστιν | ||
. προπεμψαμένα ] η . ἐκπέμψασα . λείπεται ] † ἐναπελείφθη ἐν τοῖς οἴκοις . μονόζυξ ] † μεμονωμένη , |
Ἄρηος . . οὕτως . Ζεύς με μέγα Κρονίδης ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ σχέτλιος , ὃς τότε μέν μοι ὑπέσχετο καὶ | ||
τοιαῦτα στρέφοντος , ὃς τὸν μὲν ἔλυσε , τὸν δὲ ἐνέδησε . τοῦ γὰρ κράτος ἐστὶ μέγιστον . ἀλλ ' |
καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης : καί χ ' εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ , ὅς τ ' ἄλκιμος εἴη . ἀλλ | ||
, μηδέ ς ' Ἔρις κακόχαρτος ἀπ ' ἔργου θυμὸν ἐρύκοι νείκε ' ὀπιπεύοντ ' ἀγορῆς ἐπακουὸν ἐόντα . ὤρη |
. πάντα γὰρ ἐξεγείρεται τότε τὰ τέως κοιμώμενα : τοῖς πενθοῦσιν αἱ λῦπαι , τοῖς μεριμνῶσιν αἱ φροντίδες , τοῖς | ||
ὁπόσων ὁμιλητῶν πρὸς ὁπόσην χιόνα παραταξόμενος ἐξῄειν . Περιῄειν οὖν πενθοῦσιν ἐοικώς , τοῖς τε παροῦσιν ἀχθόμενος τά τε ἀπόντα |
ἄτην [ : ἁρπάσας δ ' ἠικασμένην νεφέλην γυναικὶ [ δυσσεβέστατον λόγον ἔσπειρεν ἐς τοὺς Θεσσαλούς [ , ὡς δὴ | ||
ἢ οὐ δύναται ; ἀλλὰ τὸ μὲν λέγειν οὐ δύναται δυσσεβέστατον : δύναται ἄρα . εἰ δὲ δύναται μέν , |
οἰόμενοι στήσειν αὐτοῖς τὸ κακὸν τοὺς θεούς . διὰ τοῦ συγκλείειν τὸν πατέρα . παρατρέχοντες . κεκριμένον δὲ ἦν τοῖς | ||
χρηστὰ ἐνσφραγιζόμενος ἤθη . κελεύει γὰρ τῷ ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν |
μνηστῆρες ἀτιμάζοντες ὄνονται . νῦν δ ' ὥρη καὶ δόρπον Ἀχαιοῖσιν τετυκέσθαι ἐν φάει , αὐτὰρ ἔπειτα καὶ ἄλλως ἑψιάασθαι | ||
φαίνηι κακός : χρῆν ς ' , εἴπερ ἦσθα τοῖς Ἀχαιοῖσιν φίλος , τὸν χρυσὸν ὃν φὴις οὐ σὸν ἀλλὰ |
; εὐτυχοῦντες οὐκ ἐπίστανται φέρειν . ξύμβουλον οὖν μ ' ἐπῆλθες ; ἢ τίνος χάριν ; κομίσαι σε , Θησεῦ | ||
Πέρσαις , ἤγουν ὦ χαλεπὴ τύχη , ὡς ἄγαν βαρεῖα ἐπῆλθες τοῖς Πέρσαις . οἲ ἐγὼ τάλαινα : φεῦ ἐγὼ |
καὶ Λυδαί , κατακεχυμέναι τὰς τρίχας καὶ ἐστεφανωμέναι τινὲς μὲν ὄφεσιν , αἳ δὲ μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ : | ||
ὡσαύτως δὲ καὶ ὁ ὄφις : ὅλοις γὰρ ἁρμόττει τοῖς ὄφεσιν : ἐκεῖνα οὔτε εἰς θος οὔτε εἰς δος κλίνονται |
τοῖς δὲ κεραμεῦσιν ἀγαθόν . τὰ δὲ ὑποδήματα κατατρίβεσθαι καὶ διαρρήγνυσθαι τοῖς μὲν ἄλλοις κακόν , τῶι δὲ σκυτῆι ἀγαθόν | ||
δηχθέντι δὲ ὑπ ' αὐτῆς δίψος ἄρρητον ἐγγίνεται ὡς πίνοντι διαρρήγνυσθαι , ὅθεν ὁ ὄφις οὗτος ἐκλήθη διψάς . ἀστέμβακτα |
χαλεπώτεροί εἰσι τοῖς ἑκοῦσι κακὰ ἐργαζομένοις καὶ ψευδομένοις ἢ τοῖς ἄκουσιν . Ὁρᾷς , ὦ Ἱππία , ὅτι ἐγὼ ἀληθῆ | ||
ἑκόντα ἑκοῦσιν ἐπιβάλλοντας οὐδὲν αἰσχυνομένοις , ἀλλὰ ἀνθρώποις αἰσχυνομένοις καὶ ἄκουσιν οἰστρῶντας καὶ ἀκολάστους ἀνθρώπους ἐπ ' ἀτελεῖ καὶ ἀκάρπῳ |
κτίζειν πόλιν , ἔνθα ἂν ἴδῃ μίαν τῶν βοῶν αὐτοῦ πεσοῦσαν . μία οὖν τῶν βοῶν αὐτοῦ ἀποσκιρτήσασα * τῆς | ||
ἀνθρώποις καὶ τοῖς ὑποδεξαμένοις τὴν ἄνωθεν κλαπεῖσαν ψυχὴν καὶ δεῦρο πεσοῦσαν δώσειν κακὸν , τὴν Πανδώραν , ἤτοι τὴν ἄλογον |
εἰϲ τὸν κοιτῶνα πρὸϲ τὸ θερμὸν ἔτι ὑπάρχον τὸ γάλα ποθῆναι . εἰ οὖν καλῶϲ πεφθείη καὶ μὴ διαφθαρείη , | ||
τοῖς παρεμπλάσσουσιν , οὐ μὴν πᾶσιν , ἀλλ ' ὅσα ποθῆναι δύναται καὶ ἀκίνδυνα καθέστηκεν : ψιμύθιον γὰρ καὶ γύψος |
πόλεσιν ἄγεται τὰ ἐπιτήδεια . ῥοθίοις ] ῥεύμασι . Ξ ῥοθίοις ] κύμασι . ῥοθίοις ] κινήμασι . ῥοθίοισι ] | ||
δ ' ἀνάγονται ὑπ ' εἰρεσίας ἀνέμων τ ' εὐαέσσιν ῥοθίοις ἀνὰ δ ' ἱστία . . . . . |
δ ' ὅμως . γραῦ , τὴν θύραν κλείσας ' ἄνοιγε μηδενί , ἕως ἂν ἔλθω δεῦρ ' ἐγὼ πάλιν | ||
τάχιστά μοι τὸν Σωκράτη . μαθητιῶ γάρ . ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . ὦ Ἡράκλεις , ταυτὶ ποδαπὰ τὰ |
ληφθέντος καὶ τὰ λοιπὰ τῆς Λιβύης χωρία τοῖς στρατηγοῖς Σκιπίωνος προσεχώρει ἢ οὐ δυσχερῶς ἐλαμβάνετο . ἥ τε ἀγορὰ τοὺς | ||
' ἐπιστατέον , τί δή ποτε οὐκ ἐν ἄλλῃ πτώσει προσεχώρει τὰ τῆς συντάξεως , καὶ μάλιστά γε τῇ δοτικῇ |
τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην , ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Φιλόξενος δ | ||
. Καλλίας δ ' ἐν Κύκλωψι : καὶ δέξαι τηνδὶ μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον |
τούτοις συζῆν ἄχρι παντὸς καὶ πολλάκις ὑβριζομένην ὕβρεις δεινὰς παραμένειν ἀνδραπόδῳ μηδενὸς ἀξίῳ . παρὰ γὰρ τῶν πλουσίων εἰς μὲν | ||
εὖ χρῆσθαι καὶ κακῶς χρῆσθαι ἀργυρίῳ : ὁμοίως δὲ καὶ ἀνδραπόδῳ οἰκίᾳ ἐπίπλῳ , πᾶσι τοῖς τοιούτοις . τάχα δ |
ψυχῆς , πάτερ , ἱκετεύομεν ξύμπαντες , ἐξαιτούμενοι μῆνιν βαρεῖαν εἰκαθεῖν ὁρμωμένῳ τῷδ ' ἀνδρὶ τοὐμοῦ πρὸς κασιγνήτου τίσιν , | ||
. Ἔγνωκα καὐτὸς καὶ ταράσσομαι φρένας : τό τ ' εἰκαθεῖν γὰρ δεινόν , ἀντιστάντα δὲ ἄτῃ πατάξαι θυμὸν ἐν |
. ” Ἦ , καὶ ἀναΐξας ἑτάρους ἐπὶ μακρὸν ἀύτει αὐσταλέος κονίῃσι , λέων ὣς ὅς ῥά τ ' ἀν | ||
, αὐτοῦ δ ' ἐν προμολῇ τετρυμένα γούνατ ' ἔκαμψεν αὐσταλέος κονίῃσι , περιτριβέας δέ τε χεῖρας εἰσορόων κακὰ πολλὰ |
Ἡ σύνταξις αὕτη . σέ τε , ὦ Ψαῦμι , Ὀλυμπιόνικε καὶ ὁ τὰ Ὀλύμπια νενικηκώς , ἦλθον αἰτήσων τὸν | ||
πόλιν εὐανορίαισι τάνδε κˈλυταῖς δαιδάλλειν , σέ τ ' , Ὀλυμπιόνικε , Ποσειδανίοισιν ἵπποις ἐπιτερπόμενον φέρειν γῆρας : εὔθυμον ἐς |
προειρημένον . . Τὸ οὖν κατὰ θηλείας λεγόμενον οὗτός με ἔτυψεν οὐχ ἁμάρτημα τοῦ λόγου : τὸ δέον γὰρ τοῦ | ||
ἀίδηλος ἐδύσατο βένθεα πόντου : τὸν δ ' ἄχος αἰνὸν ἔτυψεν , ἐπεὶ πάρος οὐ μετιοῦσαν ἔδρακεν ἐξότε πρῶτα λίπεν |
παχὺν αἰθέρα . ταύτην δὲ τὴν ἀκτῖνα καὶ εἰς τὰ βένθη δύεσθαι καὶ διὰ τοῦτο ζωοποιεῖν πάντα . καὶ ζῆν | ||
καὶ παχέος . ταύτην δὲ τὴν ἀκτῖνα καὶ εἰς τὰ βένθη δύεσθαι καὶ διὰ τοῦτο ζωοποιεῖν πάντα . καὶ ζῆν |
τοῖς ἀτυχοῦσι , τὸ τοῖς πρότερον ἠδικηκόσι κειμένοις ὕστερον μὴ ἐπεμβαίνειν : τὰ δὲ τοιαῦτα καὶ δόξαν ἐπάγοντα τοῖς δρῶσι | ||
δὴ τὸ μὲν ζῶντα τύραννον ἐπικόπτειν ἀνδρός , τὸ δὲ ἐπεμβαίνειν κειμένῳ παντός . Ἔφασκε δὲ ὁ ἀνὴρ οὗτος μηδ |
γὰρ κατέθραυσεν ἐκεῖσε . τίπτε πατὴρ αὐτοῦ Δαρεῖος ἀβλαβὴς ἦν τόξαρχος καὶ ἡγεμὼν , μὴ βλάβην ἐπενεγκὼν τῷ αὑτοῦ στρα | ||
. τίπτε Δαρεῖος μὲν οὕτω τότ ' ἀβλαβὴς ἐπῆν , τόξαρχος πολιήταις , Σουσίδαις φίλος ἄκτωρ ; πεζοὺς γάρ σφε |
Γ Ἡσίοδος κηφήνεσσι κοθούροις ἵκελος ὁρμήν , οἵτε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ ἔσθοντες . ὡσανεὶ ἔφη τὸν γόνον τῶν μελισσῶν | ||
, κηφήνεσσι κοθούροις εἴκελος ὀργήν , οἵ τε μελισσάων κάματον τρύχουσιν ἀεργοὶ ἔσθοντες . σοὶ δ ' ἔργα φίλ ' |
τοῦ σώματος συνταράττεται καὶ διαλύεται : ἢ γὰρ ἐπιθέμενον θηρίον διεσπάραξεν ἢ λίθος ἐμπεσὼν ἐπάταξεν : ἐνίοτε δὲ πολλὰ πεπωκὼς | ||
θανάτου . φασὶ γὰρ ὅτι λύσαντος τοῦ Οἰδίποδος τὸ αἴνιγμα διεσπάραξεν ἑαυτὴν ἡ Σφίγξ : ἐξότε : ἀσαφοῦς : ξυνετὸν |
βακχευθείσης καὶ μανείσης πρὸς ἔρωτα δηλονότι σύφαρ καὶ γεραιὸς κόραξ θανεῖται σὺν ὅπλοις ἤτοι πολεμῶν πέλας τοῦ Νηρίτου τὸ πόντιον | ||
μῦθος ἀέξει . Ὤιμοι φοβοῦμαι τὸ προσέρπον : περίφαντος ἁνὴρ θανεῖται , παραπλήκτῳ χερὶ συγκατακτὰς κελαινοῖς ξίφεσιν βοτὰ καὶ βοτῆρας |
! φολοις ? πων ! [ ! ! ! ] τέλεσον ? [ τελέαν ] ἐπαοιδήν ? [ ] . | ||
τάχος ὀτˈρύνει με τεύχειν ναῒ πομπάν . τοῦτον ἄεθˈλον ἑκὼν τέλεσον : καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι πˈροήσειν . |
δὲ τίθετε τοσοῦτον κακόν , μικρᾶς προθυμίας μέγαν προξενοῦντες τοῖς ὁμοφύλοις τὸν ὄλεθρον ; εἴπατε οὖν ὁποτέρῳ τούτων στοιχεῖτε , | ||
ἀντὶ τοῦ φανερῶς . Δημοσθένης : καὶ ἄντικρυς ἦν τοῖς ὁμοφύλοις ἐχθρός . . . , . . . : |
Διόνυσος πολλοὶ μαρτυροῦσι κωμικοί . ὅ τ ' Ἀδωνιασμός : Ἑορτὴν γὰρ ἐπετέλουν τῷ Ἀδώνιδι αἱ γυναῖκες καὶ κήπους τινὰς | ||
οὕτως ἐς ἀνθρώπους παρῆλθεν , ὡς ὁ Τυρίων λόγος . Ἑορτὴν δὲ ἄγουσιν ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐκείνῳ τῷ θεῷ . |
τείχους ἐκαύθη τι καὶ συνέπεσεν ἐς ἑσπέραν . οὐ μὴν ἔφθασέ τις ἐσαλάμενος ἔτι θερμόν , ἀλλ ' αὐτὸ νυκτὸς | ||
πᾶν ἐκτήθη . Ἐγένετο δὲ τὸ ἔργον ἡμέραις τριάκοντα , ἔφθασέ τε τὴν τῆς συμπλοκῆς ἡ τῆς νίκης ἀκοή . |
χαίρετ ' : ἐγὼ δ ' ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ . πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα , | ||
χιμάρω δὲ καλὸν κρέας , ἔστε κ ' ἀμέλξῃς . ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ |
στίλβουσα καὶ καλύπτεται ἐν τοῖς Νείλου γλυκέσιν οἷα δὴ μέλι ῥείθροις , νικῶσα ἡλίου δὲ φῶς ἅπαν φαίνει ἄνωθεν μηδόλως | ||
, καρτεροῖς εἴγρει πάγοις λίμνην τε τέμνων Τάναϊς ἀκραιφνὴς μέσην ῥείθροις ὁρίζει , προσφιλεστάτην βροτοῖς χίμετλα Μαιώταισι θρηνοῦσιν ποδῶν . |
βοηθεῖν . ἡ δ ' ἐπὶ γάμῳ θυσία ἐν τοῖς φράτορσι γαμηλία , καὶ τὸ ἔργον γαμηλίαν εἰσενεγκεῖν . τὸ | ||
“ παρέστησε ” μεῖον . “ θῦμά ἐστιν ὃ τοῖς φράτορσι παρεῖχον οἱ τοὺς παῖδας εἰσάγοντες εἰς τούτους . Ἐρατοσθένης |
δὲ , καὶ τοῦτο ἔχει ἀγαθόν : ἄριστον δὲ αὐτοῦ φαγέειν μέλλοντι ἐς πόσιν ἰέναι , ἢ μεθύοντι . Τυρὸς | ||
ἔλασσον τοῦ καιροῦ γένηται : τότε ἱμείρεται ὁ ἄνθρωπος ἢ φαγέειν ἢ πιέειν τοιοῦτον , ὅ τι τὴν μοίρην ἐκείνην |
τὸ τρίτον βιβλίον λεχθήϲεται . Πρώτην τροφὴν εἰϲφέρειν δεῖ τῷ νεογενεῖ παιδίῳ τοῦ μέλιτοϲ , μετὰ δὲ τοῦ γάλακτοϲ διδόναι | ||
καμήλων ἀκολούθως τῇ προσηγορίᾳ . τὸ μὲν γὰρ μέγεθος ἔχουσι νεογενεῖ καμήλῳ παραπλήσιον , τὰς δὲ κεφαλὰς πεφρικυίας θριξὶ λεπταῖς |
, ὑγιάζεται : τί οὖν τῇ ὑγιάνσει ταύτῃ ἠρεμίας εἶδος ἀντιτάξομεν ; Εἰ μὲν γὰρ τὸ ἐξ οὗ , νόσος | ||
ἐχθρόν . θ πυλωρὸν ] φύλακα τῶν πυλῶν . θ ἀντιτάξομεν ] ἀντιστήσομεν . θΞ γέροντα ] φρόνιμον . ἡβῶσαν |
ὠδῖνα κόλποις : κυρίῳ δ ' ἐν μηνὶ πέμποις ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος , ὃς ἀνδρῶν | ||
ἀπέδυσέ σφεας πάσας ὁμοίως , τάς τε ἐλευθέρας καὶ τὰς ἀμφιπόλους , συμφορήσας δὲ τὰ ἱμάτια ἐς ὄρυγμα Μελίσσῃ ἐπευχόμενος |
φυτοῦ . θωμὸν ] σωρόν . πυρί ] ἐν . σθένουσα ] ἰσχύουσα . λαμπὰς ] ἤγουν ὁ πυρσός . | ||
τοῦδ ' , εὐγενῶς δ ' ἄλγει κακοῖς , μήτε σθένουσα μηδὲν ἰσχύειν δόκει . ἔχεις γὰρ ἀλκὴν οὐδαμῆι : |
τοῖς ἐντέροις πραῧναι . Ἐγὼ δέ φησιν Ἄντυλλος , τινὸς δακτυλίδιον χρυσοῦν ἐν παιγνίῳ καταπιόντος , καὶ ξύσματα καταφέροντος διὰ | ||
, τοῦ αἰδοίου καὶ τοῦ ψελίου . . . τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸν ζυγόν : Μέρος τοῦ σανδαλίου . ἀντὶ |
εὐκεράοιο πολεύῃ , μὴ σύγε μοι μνώοιο πολυκτεάνων ὑμεναίων : τεύξει γὰρ φαέθουσα Σεληναίη κλυτόπωλος τῆμος καὶ φιλίην μινυανθέα καὶ | ||
ὅταν ἀρνῆται μελεὸν γάμον ἀγλαὸς Ἀνθεύς , δὴ τότε οἱ τεύξει μητιόεντα δόλον μύθοις ἐξαπαφοῦσα , λόγος δέ οἱ ἔσσεται |
φαντάζεσθαι , ὀνειρώττειν δὲ τὸ καθ ' ὕπνους συνουσιάζειν . ὀνειροπολεῖ ] ἐν τοῖς ὀνείροις φαντάζεται . ἴσθι , ὅτι | ||
καὶ οὕτως ἱππάζεσθαι Θ ὃ νῦν κελητιᾶν καλοῦμεν . Θ ὀνειροπολεῖ θ ' ἵππους : κἀν τοῖς ὀνείροις ἵππους περινοεῖ |
. Ἐπαυξέας νόσους λέγει ὁ Ἱπποκράτης τὴν γενομένην ἐν τοῖς αὐξανομένοις παιδίοις ἐπιληψίαν . αὕτη οὖν εἰ μὲν ἀκμάζουσι γένηται | ||
θρέψαντα τὸ σῶμα καλῶς , εἰ δέοι καὶ τοῖς ἔτι αὐξανομένοις τι προστεθῆναι σύμμετρον , οὐδὲν ἐάσει περιττὸν οὐδὲ ἐνδεές |
ἔνδεια θερμοῦ , ἡ ξηρότης μαραίνει . διὸ καὶ τὰ πιλία θᾶττον ποιεῖ πολιούς : ἐκπίνεται γὰρ ἡ οἰκεία τῆς | ||
τοὺς πόδας : ἀσκέραι δὲ κυρίως τὰ ἐν τοῖς ποσὶ πιλία ἤτοι ἀρτάρια λέγονται . ὦ Λύκοφρον , γίνωσκε ὅτι |
πρὸς τὸ ἔξω . Βλέφαρα , ὅτι τὸ βλέπειν ἐστὶ φάρη . ἢ παρὰ τὸ αἴρεσθαι αὐτὰ ἐν τῷ βλέπειν | ||
νοῦ κινήματα . Φωριαμός . ἡ κιβωτός . παρὰ τὰ φάρη . ἡ τῶν φαρῶν δεκτική . Φάτνη . παρὰ |