τι κακῷ νόῳ ἀντιβολήσαις , ἀλλὰ σάω μὲν ταῦτα , σάω δ ' ἐμέ : σοὶ γὰρ ἐγώ γε εὔχομαι | ||
γενναία , μὴ ἀποκάμῃς , ἀλλ ' ἐπάμυνε τάχιστα , σάω δ ' ἐρίηρας ἑταίρους : οὔτοι κακῶς σοι κείσεται |
ἐπεὶ ὠφελήσει ὑμᾶς , εὐνοῶν ὑμῖν κελεύω κατέχειν . ἀλλὰ τίη με : ταῦτά φησιν , ἐπεὶ ἔλαθεν ἑαυτὸν τὰ | ||
ὡς ἔστιν ᾗ ἂν τὸν ἄνδρα ἀμειβοίμην . Οἶδα . τίη μοι ἐπισταμένῳ πάντ ' ἀγορεύεις ; μὴ γὰρ οἴου |
τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ | ||
, ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν |
δαιτὶ θεοὶ ποίησαν ἑταίρην . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ ῥεῖ ' ἔγνως , | ||
σοὶ δὲ φρένας ἄφρονι πεῖθε . Τὸν δ ' ὀλιγοδρανέων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ἤδη νῦν Ἕκτορ μεγάλ ' εὔχεο |
προλαμβάνουσιν . Ἔρις : μάχη . Ἀγρευτόν : κρατητόν . ἐρύσσεται : λάβῃ , ἑλκύσῃ . Ἐών : ὁ ἁλιεύς | ||
Ἄιδα παιδὶ κέλευθον στέλλοιτ ' , εἰ μή τίς μιν ἐρύσσεται ἤπιος ἀστὴρ ἀγλαοφεγγέα δῖαν ἐσαθρήσας κερόεσσαν . πρηΰτατος δὲ |
καὶ οἷον „ καὶ ” ἀλλ ' οἷον τόδ ' ἔρεξεν ” , „ οἷον τὸν Τηλεφίδην „ . οὕτως | ||
Διὸς μένος . Ἀλλὰ τὸ μέν που ἀθανάτων τάχ ' ἔρεξεν ἐὺς νόος ἠὲ καὶ οὐκί : Ἀργεῖοι δ ' |
Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι , καὶ πράξεις καλῶς . Ξένους ξένιζε , καὶ σὺ γὰρ ξένος γ ' ἔσῃ . | ||
πράξεις καλῶς . Ξένον προτιμᾶν μᾶλλον ἀνθρώποις ἔθος . Ξένους ξένιζε , μήποτε ξένος γένῃ . Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον |
ὅπως ἂν ἔχοιμεν ὀϊζύος ἀτρεκὲς ἄλκαρ . Γηθόσυνοι δέχνυσθε βροτοίπινυτοῖσιν ἐνίσπω , οἷς ἀγαθὴ κραδίη καὶ πείθεται ἀθανάτοισι : νηπυτίοισι | ||
ποιεῖ : τέκω , τίκτω : ἔπω , ἴσπω , ἐνίσπω : βλάβω βλάπτω : ἐπεισόδῳ τοῦ τ , καὶ |
ἀγλαὸς υἱός , αἶψα δὲ Τυδεΐδην ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : Τυδεΐδη Διόμηδες ἐμῷ κεχαρισμένε θυμῷ , ἄνδρ ' ὁρόω κρατερὼ | ||
ἱπποδάμοιο . τοῖσι δ ' ἀνιστάμενος μετεφώνεεν ἱππότα Νέστωρ : Τυδεΐδη περὶ μὲν πολέμῳ ἔνι καρτερός ἐσσι , καὶ βουλῇ |
πρῶτον ὑπέστην καὶ κατένευσα : ἀλλ ' ἄλλους ὄτρυνε κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς ὄφρα τάχιστα μαχώμεθ ' , ἐπεὶ σύν γ | ||
οἱ μένος ἐν φρεσὶ θείω , εἰς ἀγορὴν καλέσαντα κάρη κομόωντας Ἀχαιοὺς πᾶσι μνηστήρεσσιν ἀπειπέμεν , οἵ τέ οἱ αἰεὶ |
ἑλισσόμενος . πηλὸς ἐφυράθην , οὐ ψεύσομαι . ἀλλ ' ἐφίλησα , ὦ ξεῖν ' , ὀστρακέων δύσμορον ἐργασίην . | ||
, ὡς ἂν διαδὺς κατεφίλησά σε : καὶ τὴν χεῖρα ἐφίλησα ἄν , εἰ μὴ τὸ στόμα ἤθελες . μήκων |
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου . | ||
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός |
' . . . . αὔδα : ἔστιν † αὐδέω αὐδῶ , ὁ παρατατικὸς ηὔδαον ηὔδων , ηὔδαες ηὔδας , | ||
, τέκνον . εἶἑν : σὲ τὸν θάσσοντα δυστήνους ἕδρας αὐδῶ φίλοισιν ὄμμα δεικνύναι τὸ σόν . οὐδεὶς σκότος γὰρ |
μακρηγορεῖν . ἴστε γάρ με καὶ οἷς ἐκεῖνος ἔπρατ - τεν οὐκ ἀρεσκόμενον , καὶ προκινδυνεύσαντα ὑμῶν ἐν οἷς πολλάκις | ||
τείνουσα [ ] ἐμὴν καὶ τὸ συλ [ ? ] τεν τοῖς λόγοις [ ] κωλυουσ ? [ . . |
τέρας γὰρ ἂν εἴη ὃ λέγεις . Μὴ οὖν ἐγὼ ληρῶ ; σκόπει δέ . ἆρα τὸ ὁρᾶν οὐκ αἰσθάνεσθαι | ||
εὑρίσκομεν καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἐπιδιδόντα . Ἀλλ ' ἐγὼ ληρῶ καὶ παραφρονῶ καὶ γήρᾳ τοῦτό μοι συμβέβηκεν : εἶτ |
ἔοικε . ” τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ εἰ γάρ τοι , βασίλεια , σιωπήσειαν | ||
τε δοκοῖσι . τὸν δ ' ἐπικερτομέων προσέφης , Εὔμαιε συβῶτα : “ νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ , Μελάνθιε |
ἤμβροτες , οὐδ ' ἄρα πώ τι θεοῖς ἐπιείκελ ' Ἀχιλλεῦ ἐκ Διὸς ἠείδης τὸν ἐμὸν μόρον , ἦ τοι | ||
ἀμφιπένονται ἕλκε ' ἀκειόμενοι : σὺ δ ' ἀμήχανος ἔπλευ Ἀχιλλεῦ . μὴ ἐμέ γ ' οὖν οὗτός γε λάβοι |
πᾶσαν δὲ χρὴ γαῖαν βοᾶσθαι μακαρίαις ὑμνωιδίαις , ὑμέναιος Ἑλένης κἀμὸς ὡς ζηλωτὸς ἦι . σὺ δ ' , ὦ | ||
ἔλαβεν Ἀγαμέμνων ἄναξ ; ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ ' ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ ' ἀεί ποτε . ὧδ ' ἔχει : |
ἀκουῶ 〚 〛 , ὥσπερ σύρω † σαρῶ καὶ κύρω κυρῶ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ρ ἀκροῶ . εἴρηται δὲ | ||
Οἰνέως κόρην , δάμαρτά θ ' Ἡρακλέους , εἰ μὴ κυρῶ λεύσσων μάταια , δεσπότιν τε τὴν ἐμήν . Τοῦτ |
ἀπηύρα νῆα μέλαιναν , ἦε ἑκών οἱ δῶκας , ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ . ” τὸν δ ' υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων | ||
δεῖπνον . ἐπιίστορας : μάρτυρας . ὀνοτήν : μεμπτήν . προσπτύξατο : περιέλαβε . παρὲκ νόον Αἰήταο : μὴ βουλομένου |
Ἀλλ ' ἀπ ' Ἀχαιῶν ἔρρε καὶ ἐν φθιμένοισιν ἐπεσβολίας ἀγόρευε . Ὣς ἔφατ ' Αἰακίδαο θρασύφρονος ἄτρομος υἱός . | ||
μῦθον ἄκουσεν , ἀγχοῦ δ ' ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντ ' ἀγόρευε : “ Τηλέμαχός τοι , ξεῖνε , διδοῖ τάδε |
ἐκεῖνο γὰρ γίνεται τοῖς μηδὲν πρᾶγμα εὐλόγως κρίνουσιν . βουκολικαὶ Μῶσαι : ὁ λόγος ἐκ τοῦ νομέως . ἐπιστροφὴ τὸ | ||
Πανί , ὁ δὲ ποιμὴν ταῖς Μούσαις . τὸ δὲ Μῶσαι Δωρικόν . οἴιδα : τὸ μικρὸν πρόβατον λέγουσι . |
ἀΰτει : ἦ δή που μάλ ' ἔολπας ἐνὶ φρεσὶ φαίδιμ ' Ἀχιλλεῦ ἤματι τῷδε πόλιν πέρσειν Τρώων ἀγερώχων νηπύτι | ||
παρ ' Ὁμήρῳ ὁ Τειρεσίας : νόστον δίζηαι μελιηδέα , φαίδιμ ' Ὀδυσσεῦ . . : τῆς Ἰναχείας ] Διὰ |
, ὅπερ κατ ' Αἰολέας γίνεται βλέπω . ὡς ὄπτω ὄσσω : ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν . καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
δύο σσ τρεπόντων . . . . : πόθεν τὸ ὄσσω καὶ πέσσω ; παρὰ τὸ ὄπτω καὶ πέπτω . |
' ἐστὶ φίλα . . καὶ νῦν ἐν Δαναοῖσι θεοπροπέων ἀγορεύεις , ὡς δὴ τοῦδ ' ἕνεκά σφιν ἑκηβόλος ἄλγεα | ||
ἔλπεαι υἷας Ἀχαιῶν ἀπτολέμους τ ' ἔμεναι καὶ ἀνάλκιδας ὡς ἀγορεύεις ; εἰ δέ τοι αὐτῷ θυμὸς ἐπέσσυται ὥς τε |
ἀλλ ' Ὀδυσσεὺς ἐπὶ μάστακα χερσὶ πίεζε νωλεμέως κρατερῇσι , σάωσε δὲ πάντας Ἀχαιούς , τόφρα δ ' ἔχ ' | ||
αὐτὸς ὑπέκφυγε κῆρα μέλαιναν , ἀλλ ' Ἥφαιστος ἔρυτο , σάωσε δὲ νυκτὶ καλύψας , ὡς δή οἱ μὴ πάγχυ |
μουσικὰν ἔχουσα πᾶσαν , φιλόλυρος . τῆλ ' ἀπενθὼν ] τεῖδε θωκησῶ τε καὶ λεξοῦμ [ ' ὅπως πιστά κ | ||
κέντρα τεῖδ ' ἔνο , ἐν δὲ καὶ γνῶμαι σοφαὶ τεῖδε , αἷσιν εἰ πείθοιτό τις , δεξιώτερός τέ κ |
ὅτι ἰδίως φίλε τέκνον ἀντὶ τοῦ φίλον τέκνον . καὶ ἄμυνε ἀντὶ τοῦ ἀμύνου . . μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτω | ||
τελαμῶνα περὶ στήθεσσι φαεινὸν ἀσπίδος ἀμφιβρότης : ἀλλὰ Ζεὺς κῆρας ἄμυνε παιδὸς ἑοῦ , μὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι δαμείη : |
' ὅλως ; τοιοῦτόν ἐστι τοῦτο ; πάνυ γε , βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα | ||
ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι . . ἐγώ σε προσκυνήσω , βάρβαρε ; κρείττων Ζώπυρος ἑκατὸν Βαβυλώνων . . . . |
τῷ τύμβῳ ἑωυτόν . Κροῖσος δὲ ἐπὶ δύο ἔτεα ἐν πένθεϊ μεγάλῳ κατῆστο τοῦ παιδὸς ἐστερημένος : μετὰ δὲ ἡ | ||
οὕνεκ ' ἔοικε γυναικὶ πολυστόνῳ ἥ τ ' ἐπὶ λυγρῷ πένθεϊ μυρομένη μάλα μυρία δάκρυα χεύει : καὶ τὸ μὲν |
' ἀνὰ γαῖαν ἔμιμνον . Ἐυπτολέμοισι δ ' Ἀχαιοῖς υἱὸς Λαέρταο πύκα φρονέων φάτο μῦθον : Ὦ νύ μοι Ἀργείων | ||
ἕδραι ἀγρομένων : πολλοὶ δ ' ἄρα θηήσαντο ἰδόντες υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα . τῷ δ ' ἄρ ' Ἀθήνη θεσπεσίην |
. . ἄλλ ' ἀποδάσσεσθαι , ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθεν : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀμφιδάσεσθαι , δίχα | ||
. ἦ φίλος ἀνήρ , φίλος ὄχθος : φίλα γὰρ κέκευθεν ἤθη . Ἀιδωνεὺς δ ' ἀναπομπὸς ἀνίει , Ἀιδωνεύς |
ποτὶ κλόνον αἱματόεντα ἐχθρὸς ἐὼν ὡς εἴ τε φίλα φρονέων ἐρεείνεις εἰπέμεναι γενεήν , ἥν περ μάλα πολλοὶ ἴσασιν ; | ||
φέρτεροί εἰσιν . ἵπποι δ ' οἷδε γεραιὲ νεήλυδες οὓς ἐρεείνεις Θρηΐκιοι : τὸν δέ σφιν ἄνακτ ' ἀγαθὸς Διομήδης |
παραδείγματα βλασφημιῶν τῶν ἀπὸ ἀριθμοῦ : οἷον τριςεξώλης ὁ πάνυ ἐξώλης , καὶ τριπέδων ὁ πολλάκις πεδηθεὶς κακοῦργος δοῦλος , | ||
. καὶ τὰ παρὰ τὸ „ ὀλῶ „ συντεθειμένα : ἐξώλης ἐξῶλες , πανώλης πανῶλες . τὰ δὲ ἄλλα προπαροξύνονται |
: Ἀντίλοχ ' εἰ δ ' ἄγε δεῦρο διοτρεφὲς ὄφρα πύθηαι λυγρῆς ἀγγελίης , ἣ μὴ ὤφελλε γενέσθαι . ἤδη | ||
' ὀΐω ῥιγήσειν πόλεμόν γε καὶ εἴ χ ' ἑτέρωθι πύθηαι . Ὣς ἔφαθ ' , ἣ δ ' ἀλύους |
βασιλέα τὸν αὑτοῦ μεγαλωστὶ μέμφομαι : Ἀλέξανδρον δὲ τῆς συμφορᾶς οἰκτείρω , ὅτι δυοῖν κακοῖν ἐν τῷ τότε ἡττημένον ἐπέδειξεν | ||
ἄκρητον ἀφειδῶς ἔσπασας , ὥστε φρενῶν ἐκτὸς ὄλισθες ἑῶν ; οἰκτείρω δ ' οὐ τόσσον , ἐπεὶ θάνες , ἀλλ |
. εἰ δ ' ἐθέλεις , σὺ κόμισσον ἐνὶ σταθμοῖσιν ἐρύξας : εἵματα δ ' ἐνθάδ ' ἐγὼ πέμψω καὶ | ||
δῖος ἀμύμονα Βελλεροφόντην ξείνις ' ἐνὶ μεγάροισιν ἐείκοσιν ἤματ ' ἐρύξας : οἳ δὲ καὶ ἀλλήλοισι πόρον ξεινήϊα καλά : |
, ἀντὶ τοῦ ἐλωβήσω ἄν . . . . . ἴσχεο , μηδ ' ἔθελ ' οἶος : ὅτι ἔθελε | ||
κόπρων δυνάμει . Εἰς τί μάτην νίπτεις δέμας Ἰνδικόν ; ἴσχεο τέχνης : οὐ δύνασαι δνοφερὴν νύκτα καθηλιάσαι . Ἐν |
. ἀπόθεστος : ποθέσω πεπόθεκα πεπόθεμαι πεπόθεσαι πεπόθεσται ποθεστός καὶ ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ | ||
ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς : δὴ τότε κεῖτ ' ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος ἐν πολλῇ κόπρῳ , ἥ οἱ προπάροιθε |
τοὺς ‖ [ ! ! ! ! ! ! ] ιτ [ ! ! ! ! ! ! ] [ | ||
! ουσαν ? [ [ ] ροχ [ [ ] ιτ ? ? [ [ ] ! ! ! αρρ |
. . Ο : . ἀλλ ' ἄγετε , κλητοὺς ὀτρύνομεν : ἡ διπλῆ , ὅτι τοὺς ἀπὸ τοῦ καλεῖσθαι | ||
' ἑτάροισι : “ μή τιν ' ἔτ ' ἀγγελίην ὀτρύνομεν : οἵδε γὰρ ἔνδον . ἤ τίς σφιν τόδ |
πόθεν ἥκεις , Πραξαγόρα ; τί δ ' , ὦ μέλε , σοὶ τοῦθ ' ; ὅ τί μοι τοῦτ | ||
Μὰ Δί ' οὐκ ἔμοιγ ' ἐπέβαλεν οὐδείς , ὦ μέλε . Κἄπειτα δῆθ ' οὕτω σιωπῇ διαπέτει διὰ τῆς |
οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι , ὅ κεν φιλότητα παράσχῃ | ||
τε μέγαν τε ἄλκιμος ἔσς ' ἵνα τίς σε καὶ ὀψιγόνων εὖ εἴπῃ . † ) καὶ παρὰ Ἀριστοφάνει προηθετοῦντο |
φῦλ ' ἀνθρώπων , τὸν δ ' ἔτι μᾶλλον ἀνῆκεν ἀμυνέμεναι Δαναοῖσιν . αὐτίκα δ ' ἐν πρώτοισι μέγα προθορὼν | ||
ἰὸν ἔχει στόμα : τοῖσι δ ' ἄκανθαι τύμμασι λευγαλέοισιν ἀμυνέμεναι πεφύασι , πικραί τ ' ὀξεῖαί τε χόλου πυρόεντος |
ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν ἥρωες Δαναοί : σὺ δὲ κερτομέων ἀγορεύεις . ἀλλ ' ἔκ τοι ἐρέω , τὸ | ||
. . . . . . . . Καί τις κερτομέων ὀλοφώιον ἔκφατο μῦθον : Ὦ κούρη Πριάμοιο , τί |
τῶν κέν τις ἐποιχόμενος καλέσειεν : ἀλλὰ μάλα μεγάλη χρειὼ βεβίηκεν Ἀχαιούς . νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται | ||
μέγα φέρτατ ' Ἀχαιῶν μὴ νεμέσα : τοῖον γὰρ ἄχος βεβίηκεν Ἀχαιούς . οἳ μὲν γὰρ δὴ πάντες , ὅσοι |
κούρης βυσσόθεν ἐστενάχιζεν ἀθέσφατον . ἡ δὲ σιωπῇ οἷά τε χωομένη ῥοδέην ἐξέσπασε χεῖρα . ὡς δ ' ἐρατῆς ἐνόησε | ||
μένος , οἳ μὲν ἔπειτα παυσάσθην , Ἥρη γὰρ ἐρύκακε χωομένη περ : ἐν δ ' ἄλλοισι θεοῖσιν ἔρις πέσε |
δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη παρ ' ἐτήτυμα σήματ ' ἔφαινεν : ὧδε δ ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον | ||
. Ἐνταῦθα δὲ προσθήκη γίνεται συλλαβῆς , ὡς ἐν τῷ ἐτήτυμα καὶ ἑτέροις . . ΑΓΟΡΗΣ . Ἀντὶ τοῦ τῶν |
ἠελίοιο εἰ μὴ Ἀχιλλεὺς αἶψ ' Ἀγαμέμνονι εἶπε παραστάς : Ἀτρεΐδη , σοὶ γάρ τε μάλιστά γε λαὸς Ἀχαιῶν πείσονται | ||
δ ' ἄρ ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : Ἀτρεΐδη ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων ; πῶς δὴ |
. πρὸς ὃν Οὐλπιανὸς ἔφη : ὄρς ' Ἀσκληπιάδη , καλέει κρείων σε Χαρωνεύς . οὐ γὰρ κακῶς τινι τῶν | ||
' ἱσταμένη προσέφη πόδας ὠκέα Ἶρις : ὄρσο Θέτι : καλέει Ζεὺς ἄφθιτα μήδεα εἰδώς . τὴν δ ' ἠμείβετ |
ἐπ ' ἀμφιρύτην . Σῆμα καταφθιμένοιο Μεγακλέος εὖτ ' ἂν ἴδωμαι , οἰκτείρω σε , τάλαν Καλλία , οἷ ' | ||
. ἀλλ ' ἄγε δὴ τὰ χρήματ ' ἀριθμήσω καὶ ἴδωμαι , μή τί μοι οἴχωνται κοίλης ἐπὶ νηὸς ἄγοντες |
: στείχω ἔστιχον ἔστιχες ἔστιχε , τὸ προστακτικὸν στίχε καὶ ἀπόστιχε . . . . ἀπόερσεν : ἀπέπνιξε , διέφθειρε | ||
τροπῇ τοῦ η εἰς ω ἀποφώλιος . . . . ἀπόστιχε : ἀπαλλάσσου , ἀναχώρει : στείχω ἔστιχον ἔστιχες ἔστιχε |
λέγει . Ἡδὺ μὲν πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ ξεῖνον εὖ πρήσσοντα , ἐμοὶ δὲ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐχ ἀρέσκουσι | ||
ἐπινίσσεται ἄτη . ναὶ μὲν ἐφημοσύνῃσιν ἐμαῖς Ἥφαιστον ὀίω λωφήσειν πρήσσοντα πυρὸς μένος , Ἱπποτάδην δέ Αἴολον ὠκείας ἀνέμων ἄικας |
δ ' , αἴ κ ' ἐθέλω , ποιήσομαι ἠὲ μεθήσω . ἄφρων δ ' , ὅς κ ' ἐθέλῃ | ||
ὦ παῖδε Λήδας καὶ Διός , τὰ μὲν πάρος νείκη μεθήσω σφῶιν κασιγνήτης πέρι : κείνη δ ' ἴτω πρὸς |
τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα | ||
καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν , |
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ | ||
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή |
. . . + * . Ἀμπλάκημα : ἁμάρτημα . δώομεν ἀμπλακίην ὡς καὶ πάρος εὐμενέοντες . Ἀπολλώνιος , . | ||
ἔχουσιν : ἀλλ ' ἵληθ ' , ἵνα τοι κεχαρισμένα δώομεν ἱρὰ ἠδὲ χρύσεα δῶρα , τετυγμένα : φείδεο δ |
δ ' ἄρα πτωχοὺς κακοείμονας ἠγερέθοντο . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ κέκλυτέ μευ , | ||
, ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε . τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ Τηλέμαχ ' , |
] ; καὶ τόνδε φέρεις ἡγήτορα φύτλης [ ] . αὐδήσω [ σε ] Πλάτωνα ; Πλατωνίδος ἐσσὶ γενέθλης [ | ||
η ἔχει , ἡβῶ ἡβήσω , σιγῶ σιγήσω , αὐδῶ αὐδήσω , θῶ θήσω : τὸ μυκῶ μυκήσω , τιμῶ |
οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι , οὐδὲ παρ ' αὐτὸν ἑζομένη μύθοισιν ἀνείρεαι οὐδὲ μεταλλᾷς ; οὐ μέν κ ' ἄλλη γ | ||
“ ξεῖν ' , ἐπεὶ ἂρ δὴ ταῦτά μ ' ἀνείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς , μέλλεν μέν ποτε οἶκος ὅδ ' |
ἵνα γὰρ δέος , ἔνθα καὶ αἰδώς . οὐκ ἐφάμην Ἀχιλῆϊ χολωσέμεν ἄλκιμον ἦτορ ὧδε μάλ ' ἐκπάγλως , ἐπεὶ | ||
ᾕρεε Πηλεΐωνα : Ἥρη δὲ μέγ ' ἄϋσε περιδείσας ' Ἀχιλῆϊ μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμὸς βαθυδίνης , αὐτίκα δ |
υἱόν . Μείλιχα : ἵλεως . μυθεῖσθαι : βουλεῦσαι . λισσομένην : παρακαλοῦσαν : ἀγορεύειν : λέγειν Τρηχύνονται : μελαίνονται | ||
κεν πανάποτμον , ἑὸν πάϊν ἀμφιβεβῶσαν , μείλιχα μυθεῖσθαι καὶ λισσομένην ἀγορεύειν : ἆνερ , ἄνερ , τί νυ σεῖο |
χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν Ξενίου όμονισι καὶ Σχοινίωνος , | ||
πόλις . Βορειγόνων ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ οὕτω καλούμενον . παντὰ τολμητὰ , βατὰ καὶ γραπτὰ τῷ Λυκόφρονι : οἱ Ἰταλοὶ |
ἰδοίατο νοστήσαντα . ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε : “ ὦ Ὀδυσεῦ , τὸ μὲν | ||
υἷα Ἥρη ἀκηχεμένη . Ὃ δ ' ἄρ ' οὐκ ἀπαμείβετο μύθῳ : ἅζετο γὰρ παράκοιτιν ἑοῦ πατρὸς ἀκαμάτοιο , |
ἢ πλατάνους οἶδε χαμαὶ κατάγειν . Εἰπέ μοι εἰρομένῳ , Κυλλήνιε , πῶς κατέβαινεν Λολλιανοῦ ψυχὴ δῶμα τὸ Φερσεφόνης ; | ||
ἔμπαλιν ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς . ἀλλὰ δός , ὦ Κυλλήνιε , ἐς ἀεὶ μεμνησομένῳ τὴν χάριν . Τοῦτο τὸ |
, σὸν τὸ νικητήριον . Ὦ χαῖρε καλλίνικε : καὶ μέμνης ' ὅτι ἀνὴρ γεγένησαι δι ' ἐμέ : καί | ||
τοῦτο καρπὸν τὸ δάκρυον . χαλκοῦς ὀφείλεις πέντε μοι . μέμνης ' ; ἐγὼ σοὶ πέντε χαλκοῦς , σὺ δέ |
παρ ' ἃ ἂν ἐκεῖνα ἢ ποιῇ ἢ πάσχῃ ; Συνέφη . Οὐκ ἄρα ἡγεῖσθαί γε προσήκει ἁρμονίαν τούτων ἐξ | ||
εἰσὶν οἱ μανθάνοντες , ἀλλ ' οὐ τῶν ἐχόντων ; Συνέφη . Οἱ μὴ ἐπιστάμενοι ἄρα , ἔφη , μανθάνουσιν |
, ὅτε μοι σὺ τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς | ||
Πριάμοιο Διὶ μῆτιν ἀτάλαντε Ζεύς με πατὴρ προέηκε τεῒν τάδε μυθήσασθαι . ὄφρ ' ἂν μέν κεν ὁρᾷς Ἀγαμέμνονα ποιμένα |
Ὣς εἰπὼν ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας , δοιὼ δ ' Ἀτρεΐδα μενέτην καὶ δῖος Ὀδυσσεὺς Νέστωρ Ἰδομενεύς τε γέρων θ | ||
Ἀπόλλωνος χρυσέῳ ἀνὰ σκήπτρῳ , καὶ λίσσετο πάντας Ἀχαιούς , Ἀτρεΐδα δὲ μάλιστα δύω κοσμήτορε λαῶν . ἔνθ ' ἄλλοι |
ἀπόφασθε : φημί , τὸ λέγω , φήσω πέφηκα πέφαμαι ἐφάμην ἔφασο ἔφατο : ἐκ δὲ τοῦ ἔφασο καὶ τὸ | ||
ἦν οὖν ἐθέμην ἐὰν θῶμαι , ἐδόμην ἐὰν δῶμαι , ἐφάμην ἐὰν φῶμαι . Δυϊκά . Ἐὰν θώμεθονθῆσθονθῆσθον . Πληθ |
ὑπείροχον , ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ ' : ἀλλ ' ὑπάκουσον , ἐπεὶ φίλος ἔπλεο Μοίσαις . Σιμιχίδᾳ μὲν Ἔρωτες | ||
μᾶλλον δὲ παῖε . σέ φημι , Θησαυρὲ χρυσοῦ , ὑπάκουσον Τίμωνι τουτῳῒ καὶ παράσχες ἑαυτὸν ἀνελέσθαι . σκάπτε , |
, ὅττί οἱ οὔ τι παίδων ἐν μεγάροισι γονὴ γένετο κρειόντων , ἀλλ ' ἕνα παῖδα τέκεν παναώριον : οὐδέ | ||
ὄντα προφέρεται , καὶ φησὶν ὑπὲρ τὸ καθῆκον . ὕπατε κρειόντων ἡγούμενε θεῶν . ὑπίσχεται ἀναδέχεται καὶ ὑπισχνεῖται . ὑποστάς |
Ἄρηος . . οὕτως . Ζεύς με μέγα Κρονίδης ἄτῃ ἐνέδησε βαρείῃ σχέτλιος , ὃς τότε μέν μοι ὑπέσχετο καὶ | ||
τοιαῦτα στρέφοντος , ὃς τὸν μὲν ἔλυσε , τὸν δὲ ἐνέδησε . τοῦ γὰρ κράτος ἐστὶ μέγιστον . ἀλλ ' |
κἀπιτρέψαι Λαμάχῳ , πότερον ἀκρίδες ἥδιόν ἐστιν ἢ κίχλαι ; Οἴμ ' ὡς ὑβρίζεις . Τὰς ἀκρίδας κρίνει πολύ . | ||
. Τί ὑποτεκμαίρει καὶ κακῶς ἄνδρας λέγεις καλοκαγαθεῖν ἀσκοῦντας ; Οἴμ ' , ὦ Θρασύμαχε , τίς τοῦτο τῶν ξυνηγόρων |
! ] φέλικτος ? ] ? ? ἰχθύβοτος [ ] κτα ? ? ! ! ! ! ! ! ! | ||
ἀστυφέλικτος ? ? [ ] ? ? ἰχθύβοτος [ ] κτα ? ? ! ! ! ! ! ! ! |
, μονή : φένω , φονή : ἐξ οὗ τὸ φονῶ , φονᾶς : γείνω , γονή : πρόσκειται ἁπλᾶ | ||
ἡ ἀπὸ Σκυθῶν λεγομένη ἀπόκρισις αὕτη . ἐγὼ μαίνομαι καὶ φονῶ καὶ μισῶ τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος . ἔνθεν τοι |
δ ' Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε : “ Μέντορ , ἄμυνον ἀρήν , μνῆσαι δ ' ἐτάροιο φίλοιο | ||
τὴν δ ' αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα : “ Μέντορ , πῶς τ ' ἄρ ' ἴω , πῶς |
τεθραμμένος , ὃν οἱ πολλοὶ μαμμόθρεπτον λέγουσιν . τήθη : μάμμη , ἡ πατρὸς ἢ μητρὸς μήτηρ . τηθίς : | ||
τοῦ μέμφονται , κατ ' εὐφημισμόν . τήθη . ἡ μάμμη . τίτθη ἡ τροφός . κορυζῶντα . μωραίνοντα , |
καὶ νέῳ καὶ πρεσβυτέρῳ καὶ ἁπλῶς ἀεὶ τῷ ἐντυγχάνοντι προσελθὼν πεύσομαι ταῦτα ἃ καὶ νῦν πυνθάνομαι , πολὺ δὲ μάλιστα | ||
μοι τὸν ἄεθλον , ἐπεὶ καὶ ὄπισθεν , ὀΐω , πεύσομαι , αὐτίκα δ ' ἐστὶ δαήμεναι οὔ τι χέρειον |
γὰρ τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ πραττόμενα ἑτέροις ἀναθήσεται . πράσσε τὰ μὴ λυποῦντά σε , ἐπὶ δὲ τοῖς συμβαίνουσι | ||
γὰρ τὰ ὑπὸ σοῦ λεγόμενα καὶ πραττόμενα ἑτέροις ἀναθήσεται . πράσσε τὰ μὴ λυποῦντά σε , ἐπὶ δὲ τοῖς συμβαίνουσι |
ἐκτίνειν τροφεῖα τοκεῦσιν , ἡ δὲ ἅμα τε ἐγεγόνει καὶ ἠμείβετο τὴν τεκοῦσαν ἐν καιρῷ μάλιστα δὴ δεομένῳ βοηθοῦ . | ||
ἀντιάασθαι . Ὣς φάτο : τὸν δ ' ἑτέρωθε γέρων ἠμείβετο μύθῳ : Ὦ Μέμνον , τὰ μὲν ἄρ που |
ἠρήσαντο παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι . ἡ δ ' αὖ Τηλέμαχον προσεφώνεεν , ὃν φίλον υἱόν : “ Τηλέμαχ ' , | ||
' ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο , αἶψα δ ' ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα : “ ἴσχεο , μηδέ τι τοῦτον |
ἀντὶ τοῦ γάρ . γένος ] τὸ τῶν Λημνιάδων . ἀγείρω . . . σοῦται ] συνάξασα κατηγορῶ : νύσσει | ||
ἀερῶ : οἰκτείρω , οἰκτερῶ : ἐγείρω , ἐγερῶ : ἀγείρω , ἀγερῶ . Τὰ διὰ τοῦ ενω δισύλλαβα βαρύτονα |
χαίρετ ' : ἐγὼ δ ' ὔμμιν καὶ ἐς ὕστερον ἅδιον ᾀσῶ . πλῆρές τοι μέλιτος τὸ καλὸν στόμα , | ||
χιμάρω δὲ καλὸν κρέας , ἔστε κ ' ἀμέλξῃς . ἅδιον , ὦ ποιμήν , τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ |
καὶ χεῖρες ἕπονται . ” ὣς δ ' αὔτως Εὔμαιος ἐπεύξατο πᾶσι θεοῖσι νοστῆσαι Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε . ὣς | ||
κονίῃσι πεσὼν ἕλε γαῖαν ἀγοστῷ . Πουλυδάμας δ ' ἔκπαγλον ἐπεύξατο μακρὸν ἀΰσας : οὐ μὰν αὖτ ' ὀΐω μεγαθύμου |
γενομένης ἔνδον ὁ αὐλητὴς ᾄσῃ . . . Φθιῶτ ' Ἀχιλεῦ : Εὐριπίδης ἐστὶ τὰ Αἰσχύλου λέγων . ἔστι δὲ | ||
. Τὸν δὲ βαρὺ στενάχων προσέφης Πατρόκλεες ἱππεῦ : ὦ Ἀχιλεῦ Πηλῆος υἱὲ μέγα φέρτατ ' Ἀχαιῶν μὴ νεμέσα : |
μεῖνον Ἄδωνι , δύσποτμε μεῖνον Ἄδωνι , πανύστατον ὥς σε κιχείω , ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω . | ||
. . . μή σε γέρον κοίλῃσιν ἐγὼ παρὰ νηυσὶ κιχείω : ὅτι ἀντὶ τοῦ κιχείοιμι . . . . |
δὴ μετέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη : ὦ πάτερ ἡμέτερε Κρονίδη ὕπατε κρειόντων εὖ νυ καὶ ἡμεῖς ἴδμεν ὅ τοι σθένος | ||
καταφρονήσῃς οἰκέτου φλυαρίας . Ναὶ πάτερ ἡμέτερε , Κρονίδη , ὕπατε κρειόντων , γουνοῦμαί σε θεὰ γλαυκῶπις , τριτογένεια , |
μέγα θαῦμα , μέγ ' ἀνθρώποισιν ὄνειαρ , αὐτὸς καὶ προτέρη γενεή . Χαίροιτε δὲ Μοῦσαι μειλίχιαι μάλα πᾶσαι . | ||
ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : τοῦ δὲ πολὺ προτέρη κεφαλὴ στόμα τε ῥῖνές τε οὔδεϊ πλῆντ ' ἤ |
ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τοὺς Κρῆτας . . . . . ὄσσα : ὅτι ὄσσα ἡ θεία κλῃδών , οἱ δὲ | ||
ἔννεκ ' ἐυσφύρω : οὔτως ἀνυσίεργος , φιλέει δ ' ὄσσα σαόφρονες . οὐ γὰρ εἰς ἀκίρας οὐδ ' ἐς |
πεποιθὼς τῷ σεαυτοῦ γένει . Ἑρμαΐσκος εἶπεν : τί αὐθάδως ἀποκρίνομαι , μέγιστε αὐτοκράτωρ ; δίδαξόν με . Καῖσαρ εἶπεν | ||
' , ὦ Σώκρατες , οὐκέτι μὲν ἔγωγε πιστεύω οἷς ἀποκρίνομαι : καὶ γὰρ τὰ πρόσθεν πάντα νῦν ἄλλως ἔχειν |
νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ ' ἀλεείνων οὐκ ἐάᾳς νίζειν : ἐμὲ δ ' οὐκ ἀέκουσαν ἄνωγε κούρη Ἰκαρίοιο | ||
' ἄνεμος χέρσονδε μετὰ γλαυκᾶς ἁλὸς ὠθεῖ , ἢ ὕδατι νίζειν θολερὰν διαειδέι πλίνθον , καὶ φιλοκερδείῃ βεβλαμμένον ἄνδρα παρελθεῖν |
ἀνδροφόνοιο θνήσκοντες πίπτωσι : σὺ δ ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις χωόμενος ὅ τ ' ἄριστον Ἀχαιῶν οὐδὲν ἔτισας . Ὣς | ||
δέ μοι ἀπρήκτους ὀδύνας ἐμβάλλετε θυμῷ . ” ὣς φάτο χωόμενος , ποτὶ δὲ σκῆπτρον βάλε γαίῃ , δάκρυ ' |
ὃ ἐγένετο σφεδανόν , σφεδανὸν Δαναοῖσι κελεύων . Π . μενέαινε δὲ κῦδος ἀρέσθαι . μενέαινε : Π . . | ||
ἔγχεϊ , λύσσα δέ οἱ κῆρ αἰὲν ἔχε κρατερή , μενέαινε δὲ κῦδος ἀρέσθαι . Ἔνθά κεν ὑψίπυλον Τροίην ἕλον |
οὔ νύ τι κέρδιον ἥμιν ἔλπομαι ἐκτελέεσθαι , ἵνα μὴ ῥέξομεν ὧδε : ἀθετεῖται , ὅτι ἀγνοήσας τις , ὅτι | ||
ἄλκιμος υἱός : πῶς τὰρ ἔοι τάδε ἔργα ; τί ῥέξομεν Εὐρύπυλ ' ἥρως ; ἔρχομαι ὄφρ ' Ἀχιλῆϊ δαΐφρονι |
Πατὴρ δέ σοι τίς ἐστιν ; Ἐμοί ; Μιαρώτατος . Οὔτοι μὰ τὴν Γῆν ἔσθ ' ὅπως οὐκ ἀποθανεῖ , | ||
Τί ῥέξοντες ἀλλοκότῳ γνώμᾳ τῶν πάρος , ὧν προὔφαινες ; Οὔτοι νεμεσητὸν ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ καὶ παρὰ νοῦν θροεῖν . |
Εὔρυτος οὐδ ' ἐπὶ γῆρας ἵκετ ' ἐνὶ μεγάροισι : χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων ἔκτανεν , οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι . | ||
' οὐ πάντες ἀκούσαμεν , οἷον ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ |
βασταζόντων κιόνων , εὐμεγέθεις λέγων : Στησίχορος ἐπὶ τοῦ εὐτόνου ῥαδινοὺς δ ' ἐπέπεμπον ἄκοντας . παραβλήδην : ἀντὶ τοῦ | ||
: τρυφερᾶς . Ἀνακρέων δὲ ἐπὶ τάχους ἔταξε τὸ ῥαδινόν ῥαδινοὺς πώλους : Ἴβυκος δὲ ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων |
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα , | ||
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε , |
: καὶ ἰδὼν αὐτὸν ὁ θάνατος προσεκύνησεν αὐτὸν λέγων : Χαίροις , τίμιε Ἁβραὰμ , δικαία ψυχὴ , φίλε γνήσιε | ||
, ὡς μηδὲ ἐκείνου δυνηθέντος τηρῆσαι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην . Χαίροις Ὑψιπύλη φίλη : τοὺς ἐμοὺς κορύμβους πλέκω : οὔ |
κέλευε Δωρι ? ? [ ἀγένειον εἶ παιδάριον [ ὁ Ζεὺϲ ἀπολέϲαι κα [ πέπρακα . Δωρί , χαῖρε [ | ||
! ! ! ! ! ] υϲμα ? [ ὁ Ζεὺϲ ] ὁ ϲωτὴρ α ? ! [ ἐμὲ ] |