, ἡλιόφεγγος . Λίθος ὁ χαλκηδόνιος : τὴν χροιάν ἐστι πυραυγὴς ἄνθρακι ὅμοιος , ἔλαττον δὲ τοῦ σπανίου στιβαρός :
παρὰ τῆς μητρὸς οἶμαι : καλὴ γὰρ καὶ ἁλιπόρφυρος καὶ πυραυγὴς ἐξαλλάττουσα τοῦ κυανῆ εἶναι . κολακεύει δὲ αὐτὸν ὁ
7883920 κρυοεις
' εὐεστὼ φερέμεν καὶ θέσφατον ὄλβον . εἰ δὲ Κρόνος κρυόεις Ἄρης τ ' ὀλοφώιος εἶεν ἀμφὶ Σεληναίῃ , μινύθους
γυναικί : ἔμπαλιν αὖ Παφίην ὁπόταν βροτολοιγὸς ἴδησι ἢ Φαίνων κρυόεις ὀλοὸν τόδε σῆμα δάμαρτι ἔσσεται αἰσχύνη τε καὶ οὐκ
7799792 λυγρος
ἀπερύκων , μηδὲ σύ γε ξείνων καὶ πτωχῶν κοίρανος εἶναι λυγρὸς ἐών , μή πού τι κακὸν καὶ μεῖζον ἐπαύρῃ
γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς , Ἢ μάλα λυγρὸς ὄλεθρος Ἀχαιοῖς , ἠὲ βιῶναι . Ἐπίτρεπε ὧδε τὸν
7526523 Ἑρμειῃ
προπάροιθεν ἀδερκέα δέργματ ' ἔχουσα : νῦν δέ με δορκαλέην Ἑρμείῃ θήκατο τέχνῃ Τζέτζης Ἰσαάκιος ἐύστροφα πείσματα λύσας . *
ταραχήν τε γάμοις μετ ' ἀνίης . Φαίνων δ ' Ἑρμείῃ τε συνὼν βλοσυρῇ τε Κυθήρῃ ἤτοι ἐπ ' οὐτιδαναῖς
7494440 ἐρατος
ἥβης ἀγλαὸν ἄνθος ἔχῃ : ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν , ἐρατὸς δὲ γυναιξὶν ζωὸς ἐών , καλὸς δ ' ἐν
ῥῆμα , πειθώ : φείδω τὸ ῥῆμα , φειδώ : ἐρατὸς , Ἐρατώ : χρεῖα , χρειώ : βασιλεὺς ,
7456675 ἀντελλων
κόλπων ξανθοφαὲς μαίωσε φάος νέον : ἐκ δὲ λοχείης ὄρθριος ἀντέλλων ἀναπάλλεται ὠκὺς ὁδίτης , καὶ πάλιν ἡβήσαντα παλίμπορος ἠθὰς
Αἰγοκερῆος ἀνερχομένοιο μάλιστα Καρκίνον εἰς ἀνιόντα κυλίνδεται . Ὅσσον ἁπάντη ἀντέλλων ἐπέχει , τόσσον γε μὲν ἄλλοθι δύνων . Ὅσσον
7404508 ὑπειροχος
ἕστασαν ἀμφοτέρωθεν : τῶν ἤτοι ἄλλον μέν , ὅτις καὶ ὑπείροχος ἦεν , κρείων Αἰήτης σὺν ἑῇ ναίεσκε δάμαρτι ,
ὑπὸ τὴν Θεμισκύρειον ἄκραν , ἔνθα ᾤκησαν αἱ Ἀμαζόνες . ὑπείροχος : ὑπερέχων , ὑψηλός . Θερμώδοντος : ποταμὸς Παφλαγόνων
7332072 λοιγιον
, πόδες ὅπλα λαγωῶν : πόρδαλις οἶδ ' ὀλοὴ παλαμάων λοίγιον ἰόν , καὶ σθένος αἰνὸς ὄϊς μέγα λαϊνέοιο μετώπου
ἀνήγαγε μάργον ἄκοιτιν , οἷ αὐτῷ καὶ Τρωσὶ καὶ ἄστεϊ λοίγιον ἄλγος , νήπιος : οὐδ ' ἀλόχοιο περίφρονος ἅζετο
7301002 ἀπειρεσιων
τάλας , ἔμελλες χρόνῳ στερεόφρων ἄρ ' ἐξανύσσειν κακὰν μοῖραν ἀπειρεσίων πόνων . Τοῖά μοι πάννυχα καὶ φαέθοντ ' ἀνεστέναζες
δὲ δαίνυται ὅν κ ' ἐθέλῃσι , κρινάμενος τὸν ἄριστον ἀπειρεσίων παρεόντων . Ἀλλ ' ἔμπης καὶ τοῖσιν ἀνάρσιοι ἀντιφέρονται
7298397 Φαινων
κακίων Ἄρης Ἠέλιός τε ἐναντίος ἢ τετράγωνος εἴη , ἀτὰρ Φαίνων ὁπόταν λευκάντυγα Μήνην καὶ δ ' αὔτως συνίδησι .
κατέναντα * * * * * * ὡρονόμου μὲν ὕπερ Φαίνων , Φαέθων δέ τε δύνων ὁπλοτέροισι κασιγνήτοις θάνατον τελέουσιν
7278119 ἐτετυκτο
δέμας φοῖνιξ ἦν , ἐν δὲ μετώπῳ λευκὸν σῆμ ' ἐτέτυκτο : ” καὶ τὸ φοινικὸν ἄνθος , “ ὡς
γείνατ ' ἀρήιον ἐν Δαναοῖσι Τυδέα : τοῦ δ ' ἐτέτυκτο πάις σθεναρὸς Διομήδης . Τοὔνεκα Θερσίταο περὶ κταμένοιο χαλέφθη
7251336 ὀιζυν
ἐσθλὸς συμφέρετ ' ἄλγεσι μᾶλλον , ἔχει δ ' ἄλληκτον ὀιζύν . Τοὔνεκ ' ἄρ ' οὔτε δίκην τις ἔθ
πόνον ἀλγινόεντα Τεῦκρος ἐυμμελίης . Ἄλλῃ δ ' ἔχεν ἄλλος ὀιζύν . Καὶ τότ ' ἄρ ' ἀμφ ' Ὀδυσῆα
7250899 ὑπερτατος
καὶ ὑπείροχός ἐστ ' ἐνὶ πάτρῃ , πλούτῳ καὶ κτεάτεσσιν ὑπέρτατος ἐν μερόπεσσιν : πολλάκι καὶ βασιλῆες ἐν ὥρῃ τῇδ
, νηπίη : οὐδέ τι ᾔδη ἐυμμελίην Ἀχιλῆα , ὅσσον ὑπέρτατος ἦεν ἐνὶ φθισήνορι χάρμῃ . Τῆς δ ' ὡς
7247460 παλλεν
αἰθερίοιο φυὴν ἔχεν οἰωνοῖο , ἶσα δ ' ἐυξέστοις ὠκύπτερα πάλλεν ἐρετμοῖς . δηρὸν δ ' οὐ μετέπειτα πολύστονον ἄιον
ἔνι πηχύνουσα : Λαμπετίη δ ' ἐπὶ βουσὶν ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ πάλλεν ὀπηδεύουσα καλαύροπα . τὰς δὲ καὶ αὐτοί βοσκομένας ποταμοῖο
7244405 εἰναλιοις
εἴδεα νῶϊ φύτευσας , ὅσσα βροτοῖσιν ὄπασσας , ὅς ' εἰναλίοις νεπόδεσσιν . ὃς τόδ ' ἐμήσαο πάγχυ καμήλων αἰόλον
ἐννοσίγαιε , κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης
7242855 ἀργαλεη
δ ' αὐχένος ἶνας ἄντικρυς ἀίξας : τὸν δ ' ἀργαλέη κίχε Μοῖρα . Ἄλλος δ ' ἄλλῳ τεῦχε φόνον
μιν θηρήτορες ἄνδρες ἀμφὶ θύρῃ λοχόωντες ὑπὸ βροχίδεσσιν ἄγωνται : ἀργαλέη γενύεσσι καὶ ἀντία δηρίσασθαι θηρσί τ ' ἀρειοτέροισι καὶ
7218137 πανολβιος
, Κύρνε , δίδου . οὐδεὶς γὰρ πάντ ' ἐστὶ πανόλβιος : ἀλλ ' ὁ μὲν ἐσθλός τολμᾶι ἔχων τὸ
αὐτοῦ ἰδίων οὐδὲν ἐπιστρέφεται . Οὐδεὶς γὰρ πάντ ' ἐστὶ πανόλβιος : ἀλλ ' ὁ μὲν ἐσθλός τολμᾶι ἔχων τὸ
7210526 ἀνευθεν
καὶ ἐν τῷ σύ γε , μὴ σύ γ ' ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι , καὶ μέν τοί γε : οὐ
ἐν μέσσῃ γὰρ ἔκειτο πυρῇ , τοὶ δ ' ἄλλοι ἄνευθεν ἐσχατιῇ καίοντ ' ἐπιμὶξ ἵπποι τε καὶ ἄνδρες .
7210348 Ἠελιου
' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήϊα λεπτὰ ποιοῦσα . δεῦρο καὶ Ἠελίου θύγατερ πολυφάρμακε Κίρκη , ἄγρια φάρμακα βάλλε , κάκου
. Ἀλλ ' ἀπὸ ῥείθρου ὄρθριος Ἠριγένεια δυωδεκάωρος ὁδεύει , Ἠελίου λάμποντος ὁμόδρομος : ἱσταμένη δὲ ἀργυφέη πτερόεσσα χαράσσετο σύνδρομος
7207886 ἑπετ
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου
ἀνθεσίχρως καὶ ὁ δημοτικὸς μελάνουρος , ὃς καὶ θνητὸς ἐὼν ἕπετ ' ἰχθύσιν ἀθανάτοισιν . οἴη δ ' αὖ θύννου
7199674 ὑπεροπλος
αὐτὴν ἀποίσει γραφήν : οἷον , ἔνοπλος : εὔοπλος : ὑπέροπλος . Πτερὸν , παρὰ τὸ πέτω πετέρον , καὶ
ἐπ ' Ἀρχεμόρῳ , τὸν ξανθοδερκὴς πέφν ' ἀωτεύοντα δράκων ὑπέροπλος , σᾶμα μέλλοντος φόνου . Ὦ μοῖρα πολυκρατές :
7195729 Λαερταο
' ἀνὰ γαῖαν ἔμιμνον . Ἐυπτολέμοισι δ ' Ἀχαιοῖς υἱὸς Λαέρταο πύκα φρονέων φάτο μῦθον : Ὦ νύ μοι Ἀργείων
ἕδραι ἀγρομένων : πολλοὶ δ ' ἄρα θηήσαντο ἰδόντες υἱὸν Λαέρταο δαΐφρονα . τῷ δ ' ἄρ ' Ἀθήνη θεσπεσίην
7191941 Ἰσχεο
: καί ῥα Θέτιν προσέειπεν ἔτ ' ἀχνυμένην Ἀχιλῆος : Ἴσχεο νῦν περὶ παιδὸς ἀπειρέσιον γοόωσα . Οὐ γὰρ ὅ
ῥ ' ὅ γε μειλιχίοισι μέγ ' ἀχνύμενον προσέειπεν : Ἴσχεο λευγαλέοιο πόνου καὶ πένθεος αἰνοῦ , ὦ τέκος :
7187424 ὑποδμηθεις
ἀθανάτοις τε θεοῖσι τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι , γείναθ ' ὑποδμηθεῖς ' Ὑπερίονος ἐν φιλότητι . Κρείῳ δ ' Εὐρυβίη
θ ' , ἣ πάντεσσιν ἐπιχθονίοισι φαείνει , γείναθ ' ὑποδμηθεῖς ' Ὑπερίονος ἐν φιλότητι . οἱ δὲ αὐτὸ ἐπιθετικῶς
7186618 δαμημεναι
' Ἄρεϊ δάμναται ἀνήρ : εἰ δέ μοι αἴσιμόν ἐστι δαμήμεναι εἵνεκ ' Ἀχαιῶν , τεθναίην ῥέξας τι καὶ ἄξιον
ἱεροῖο θύγατρες Μοῖραι ἐπεκλώσαντο καὶ ἀθανάτοις περ ἐοῦσι πρῶτα Ποσειδάωνι δαμήμεναι , αὐτὰρ ἔπειτα θαρσαλέῳ Πηλῆι καὶ ἀκαμάτῳ Ἀχιλῆι ,
7181533 θηρεσσι
. ὅσσον γὰρ κούφοισι μετ ' οἰωνοῖσιν ἄνακτες αἰετοὶ ἢ θήρεσσι μετ ' ὠμηστῇσι λέοντες , ὅσσον ἀριστεύουσιν ἐν ἑρπυστῆρσι
κεύθονται δ ' αὐτοὶ πυμάτοις λασίοισί τε θάμνοις , αἰδόμενοι θήρεσσι καρήατα τοῖα φανῆναι , γυμνά , τά τοι προπάροιθε
7169899 γενεθλῃ
δ ' ἄρα καὶ πάτρης γλυκερῆς θῆκεν μετανάστας : ἠματίῃ γενέθλῃ δ ' ὀλοώτατος ἔπλετο πάντων , ἥσσων δ '
, οὐ πέλεν ἄλλος ? ? [ ὁμοίιος ὔμμι ] γενέθλῃ [ , ] τῆς πολυκαλλίστης σοφίης ἐγκύμονι πάσης .
7167789 νηλειης
σε πύργου ἠθάδα σημαίνουσα φαεσφορίην ὑμεναίων μαινομένης ὤτρυνεν ἀφειδήσαντα θαλάσσης νηλειὴς καὶ ἄπιστος . ὄφελλε δὲ δύσμορος Ἡρὼ χείματος ἱσταμένοιο
' ἐκόμισσαν . Ἔνθα καὶ Ἀμπυκίδην αὐτῷ ἐνὶ ἤματι Μόψον νηλειὴς ἕλε πότμος , ἀδευκέα δ ' οὐ φύγεν αἶσαν
7155133 Βρομιου
κότταβον ἐνθάδε σοι τρίτον ἑστάναι οἱ δυσέρωτες ἡμεῖς προστίθεμεν γυμνασίῳ Βρομίου κώρυκον . οἱ δὲ παρόντες ἐνείρετε χεῖρας ἅπαντες ἐς
? , σάτυρον ὑπὸ πίτυν , Ἄττιν ? ἡμιγύνην λυθέντα Βρομίου Θῆβαι / εἶδον ἀπολλύμενον [ γάμον ] ἔναιμον ?
7148446 ἀφνειου
κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες , οἵ ῥά τ ' ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ
μὲν τὸ κρύος , παγετὸς δὲ ὁ χειμών . πλούσιος ἀφνειοῦ καὶ ὀλβίου διαφέρει . πλούσιος μὲν γὰρ ὁ πολλὴν
7143403 ποτμῳ
εἰ δὲ θέλεις γνῶναι πῶς ἔπλευσα , γίνωσκε ὅτι θεομανεῖ πότμῳ . κρύπτει δὲ τὴν μοιχείαν καὶ ὑπὸ δαίμονός τινος
ἀναπˈνέομεν δ ' οὐχ ἅπαντες ἐπὶ ἴσα : εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ ' ἕτερον ἕτερα . σὺν δὲ τίν καὶ
7142398 κνισοκολαξ
: χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτῃ ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος
. χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτηι ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος
7139196 καλεειν
δῶκε , σιδηρίτην νημερτέα : τόν ῥα βροτοῖσιν ἥνδανεν ἄλλοισιν καλέειν ἔμψυχον ὀρείτην , γυρόν , ὑπότρηχυν , στιβαρόν ,
φορῆναι . [ σπεύδεο ] νῦν , στρατίαρχε , σέθεν καλέειν ναετῆρας . [ ! ! ! ! ! ]
7126771 κεινοισιν
Ἦ ῥα λιλαιομένη χθόνα δύμεναι : οὐ γὰρ ἔοικε ζωέμεναι κείνοισιν ὅσων μέγα κῦδος ὄνειδος ἀμφιχάνῃ : δεινὸν γὰρ ὑπόψιον
ὁκόσοι ἐκ γενετῆς πολιόν τι ἔχουσιν ἐν τῇ κεφαλῇ , κείνοισιν ἡ ἐπιδερμὶς , ὅκου αἱ πολιαί εἰσι , λευκοτέρη
7123956 φορευμενος
ὁπλῆς ὠκὺν ἀερσιπόδην ἀνεσείρασε πῶλον ὀρούσας . Ἀλλὰ Νότος μόχθησε φορεύμενος αἴθοπι κέντρωι : καὶ γὰρ ἀγηνορέων τροχαλὸν σκίρτημα τινάξας
βρόμον ἠχήεντα περιπτώσσοιμι θαλάσσης . ἀλλ ' αἰεὶ κατὰ νύκτα φορεύμενος ὑγρὸς ἀκοίτης νήξομαι Ἑλλήσποντον ἀγάρροον . οὐχ ἕκαθεν γὰρ
7120262 θηρητηρ
εὖτε λέοντος ἀγρόται ἐν ξυλόχοισι τεθηπότες , ὅν τε βάλῃσι θηρητήρ , ὃ δ ' ἄρ ' οὔ τι πεπαρμένος
αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις , εὔσκοπε , θηρητήρ , Ἠχοῦς φίλε , σύγχορε νυμφῶν , παντοφυής ,
7104604 ὀλβιος
τῇ Γελώων πόλει τεύξας . Πῶς δ ' εἰ Κύψελος ὄλβιος , ὦ κακόδαιμον , οὐ καὶ Φάλαρις ὄλβιος ,
αὐτοῦ τῷ ναῷ ἔνθεον γενομένην τὴν προφῆτίν φασιν εἰπεῖν : ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον ἀμφιπολεύει , Ἡσίοδος Μούσῃσι
7104133 ἀδινῳ
ποθ ' ἁμαδρυάδος νύμφης ἀθέριξε λιτάων , ἥ μιν ὀδυρομένη ἀδινῷ μειλίσσετο μύθῳ μὴ ταμέειν πρέμνον δρυὸς ἥλικος , ᾗ
, αὐτῆς κατεστοχασμένος τὸν ἔρωτα . καταψήχων : καταμαλάττων . ἀδινῷ : νῦν οἰκτρῷ , λυπηρῷ . συνημοσύνας : συγγενείας
7100032 ὀλοῃσιν
: ἐνταῦθα δὲ ἴσως τὸ ἐπίπονον . ἦ ῥα θεοὺς ὀλοῇσιν : ἆρα εἰς τοὺς θεοὺς ἠσέβησας καὶ ἥμαρτες κακοτροπίᾳ
καὶ θεός . Οἳ δέ οἱ υἷας ὑποτρομέοντας ὄλεθρον ἀμφοτέρους ὀλοῇσιν ἀνηρείψαντο γένυσσι πατρὶ φίλῳ ὀρέγοντας ἑὰς χέρας : οὐδ
7096546 βεβαυια
ἀφίκηται . εἰ δ ' ἄρ ' ὑπὲρ κέντροιο Σεληναίη βεβαυῖα τὴν αὐτὴν ἐπέχῃ μοῖραν πολεμοκλόνῳ Ἄρῃ , ἢ ζῶον
: οὐ μὴν πᾶσα διαπρὸ περίδρομος , ἀλλὰ διαμφὶς ὀξυτέρη βεβαυῖα πρὸς ἠελίοιο κελεύθους , σφενδόνῃ εἰοικυῖα . Τί γὰρ
7094946 ὀρινει
πνείοντος ἀέλλαις ἠὲ Νότου κελάδοντος , ὅτ ' εὐρέα πόντον ὀρίνει λαίλαπι καὶ ῥιπῇσι , Θυτήριον εὖτ ' ἀλεγεινὸν ἀντέλλῃ
. Ἐγχρίπτων : ἐμβάλλων , προσπελάζων , κοντῷ τιτρώσκων . ὀρίνει : ἐκείνους τοὺς δύο ἰχθύας ἐγείρει . Θωρήξας :
7088703 ἐναντα
καὶ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἀνυμνεῖσθαι . εἴ τις ἀντάεις : ἔναντα δαείς . τὴν νίκην τοῦ νικηφόρου . ἄλλως :
ἐσάκουσαν ἐριγδούπου Κρονίδαο , τλῆσαν ἐνὶ στέρνοισι καὶ οὐ βασιλῆος ἔναντα μῦθον ἔφαν : μάλα γάρ μιν ἀπειρέσιον τρομέεσκον .
7082717 ἀκορητος
: ἀλλὰ γὰρ ἔοικεν ὁ ἀνὴρ νίκης μὲν οὐκ εἶναι ἀκόρητος , ἀλλὰ καὶ ἑκὼν κατατίθεσθαι , τῶν δὲ φιλοσοφίας
] ! νακου ? ? υἱός [ ] ν ? ἀκόρητος ? ἀϋτᾶς : [ ] ας ! ! !
7080968 κυρει
κρατεῖν : πιστὸν γὰρ οὐδέν ἐστιν : εἰ δέ τις κυρεῖ γυναικὸς ἐσθλῆς , εὐτυχεῖ κακὸν λαβών . γαμεῖτε νῦν
. Οὐκοῦν ἀποστείχοιμ ' ἄν , εἰ τάδ ' εὖ κυρεῖ . Ἥκιστ ' : ἐπείπερ οὔτ ' ἐμοῦ καταξίως
7074558 ποδωκης
δ ' ἐν μακάρων σέ φασιν εἶναι , ἵνα περ ποδώκης Ἀχιλεὺς Τυδεΐδην τέ † φασι τὸν ἐσθλὸν † Διομήδεα
γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος ,
7074072 μινυθουσα
ὅσον ἐγγὺς ἄνασσα παρ ' ἴχνια πατρὸς ὁδεύει , τοσσάτιον μινύθουσα καλύπτεται : ὡς δ ' ἀποβαίνει , δίσκον ἀποστήσασα
ἤγαγεν ἀνέρ ' ἐς ἦμαρ . κρέσσων αὖ τούτοισι Σεληναίη μινύθουσα ἔσσεται , αὐξομένη δὲ χερειότερ ' ἔργα τελέσσει .
7069816 ἀνασσει
ζῶντα ὡς ἱστορεῖ Σοφοκλῆς : καὶ νῦν ὑπὸ γαῖαν πάμψυχος ἀνάσσει . Ξ ἐλπίζω ] θαρρῶ . μόρον ] θάνατον
' Ἀγχιάλοιο δαΐφρονος εὔχεται εἶναι υἱός , ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσει . ” ὣς φάτο Τηλέμαχος , φρεσὶ δ '
7063775 ἐσεδρακεν
κατείχετο δὲ νεφέεσσιν . ἔνθ ' οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , οὔτ ' οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ
. ” Ὧς φάτ ' ἀπηλεγέως . ὁ δ ' ἐσέδρακεν ὄμμαθ ' ἑλίξας , ὥστε λέων ὑπ ' ἄκοντι
7063154 πρηξιν
χῶρόν γε μὲν εἰς ὃν ἄπεισιν ἐκ δυτικοῦ κέντρου , πρῆξιν δέ τοι ἐκ μεσάτοιο ὕψεος εὖ φράσσαιο , τί
; πόθεν πλεῖθ ' ὑγρὰ κέλευθα ; ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα ,
7060647 ἐτυχθη
ἀμυνέμεν , ἔνθεν ἀπῆλθεν Ἀντίλοχος , μεγάλη δὲ ποθὴ Πυλίοισιν ἐτύχθη : ἀλλ ' ὅ γε τοῖσιν μὲν Θρασυμήδεα δῖον
ὕστατον αὖ καὶ κῶας , ἐφ ' ᾧ πλόος ὔμμιν ἐτύχθη , εἷλες ἐμῇ ματίῃ , κατὰ δ ' οὐλοὸν
7054714 λευσσῃ
τῆμος παρθενικῆς . ἶσον δὲ καὶ εἰ Ζεὺς μαρτυρίῃσιν Ἑρμείην λεύσσῃ πλευρὴν ἰσόμοιρον ὁδεύων . Ἀφρογενὴς δὲ μεσουρανίου κλίνας '
πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ τ ' ἀπόστροφον οἶμον ὁδεύῃ .
7043255 ἀμεμφεα
νιν ἀμφέβαλεν ἀϊόνα πορφυρέαν , κόμαισί τ ' ἐπέθηκεν οὔλαις ἀμεμφέα πλόκον , τόν ποτέ οἱ ἐν γάμῳ δῶκε δόλιος
Αἰγίνης ἀκτῇσιν ἐπέσχεθον . αἶψα δὲ τοίγε ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο , ὅς κεν ἀφυσσάμενος φθαίη μετὰ νῆάδ '
7042301 Σκεπτεο
εἴη : μείζονι δ ' ἂν χειμῶνι πυρώτερα φοινίσσοιτο . Σκέπτεο δ ' ἐς πληθύν τε καὶ ἀμφότερον διχόωσαν ἠμὲν
ὑψόθι κύρῃ , ἀλλ ' αὐτοῦ πλαταμῶνι παραθλίβηται ὁμοίη . Σκέπτεο δ ' εὔδιος μὲν ἐὼν ἐπὶ χείματι μᾶλλον ,
7040594 οἰοθι
ἵκηαι τῷδ ' αὐτῷ ἐνὶ χώρῳ , ἀπεσσόμεθ ' : οἰόθι δ ' αὐτός λίσσεό μιν πυκινοῖσι παρατροπέων ἐπέεσσιν .
: τὸν ἔρωτα εἶναι μέγα στύγημα τοῖς ἀνθρώποις λέγει . οἰόθι δ ' ἀντικρύ : μόνος δὲ πρὸς τὴν Μήδειαν
7037586 τριτατης
μνηστὴν ἄλοχον , κοίμιζε δ ' ἑταίρους : δείδια γὰρ τριτάτης μοίρης μελιηδέος οἴνου πινομένης , μή ς ' Ὕβρις
δευτέρας πέλει , τῆς δὲ τετάρτης εἰκοστῆς ἴσα ὡς τῆς τριτάτης , τῇ δὲ πεμπταίᾳ εἰκοστῇ ἄρχεται Λύρα δύνει ,
7037380 κτεατεσσι
ἕξεις , ἄλλοτε παυρότερα , ὥστε σε μήτε λίην ἀφνεὸν κτεάτεσσι γενέσθαι , μήτε σέ γ ' ἐς πολλὴν χρημοσύνην
. ὑγίεντα δ ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει , ἐξαρκέων κτεάτεσσι καὶ εὐλογίαν προστιθείς , μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι .
7037361 δυσωνυμος
ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω : φοβήσω . δυσώνυμος δὲ ὁ Νικίας . ἐμφαίνει δὲ ὅτι καὶ αὐτὸς
ἂψ ἀπονοστήσειν προτὶ Ἴλιον ἠνεμόεσσαν : πρόσθεν γάρ μιν μοῖρα δυσώνυμος ἀμφεκάλυψεν ἔγχεϊ Ἰδομενῆος ἀγαυοῦ Δευκαλίδαο . εἴσατο γὰρ νηῶν
7037103 ὑπογειος
ποιεῖ ἀπάτορας . ἐὰν δὲ Ἀφροδίτη ὡροσκοπῇ , Σελήνη δὲ ὑπόγειος ἢ ἐν Ἄρεως οἴκῳ καὶ ὁ Ζεὺς ἐξ ἰδίου
παρὰ ἐνδόξῳ κεῖται προσώπῳ , ἐὰν δ ' ὁ Ἄρης ὑπόγειος ᾖ ἀπελεύθερός ἐστιν ὁ τὸ κλέμμα φυλάσσων , ἐὰν
7036875 βλημενος
ἀμοιβαδὸν ὑπνώεσκεν : ἐν δὲ βίη Φαέθοντος ἀνὰ ῥόον Ἠριδανοῖο βλήμενος ἐκ δίφροιο : καταιθομένης δ ' ἄρα γαίης ,
δρύα θάμνος : ὣς ὅ γε δουρὶ δαμεὶς περικάππεσε Πηλείωνι βλήμενος . Ἀμφὶ δέ οἱ κρατερὸς πάις Ἀγχίσαο πολλὰ πονησάμενος
7034596 μαχλους
δ ' αὐτοὺς φήμῃσι κακαῖς νεότητος ἐν ὥραις ἀμφέβαλεν , μάχλους τ ' ἐς ἀεικέα θήκατο κύπριν , ἀλλοτρίων τε
ἑτέρως πως διαφόρως . Ἐλέγη καὶ Κελαινὴ Προίτου θυγατέρες . μάχλους δὲ αὐτὰς ἡ τῆς Κύπρου βασιλὶς εἰργάσατο , ἐπὶ
7033309 ἁρμ
τοσσάκι δ ' ἱμερόεντα διδαξάμενος χορὸν ἀνδρῶν εὐδόξου Νίκας ἀγλαὸν ἅρμ ' ἐπέβης . Φημὶ Γέλων ' , Ἱέρωνα ,
ὄφρα μάχωμαι . Ὣς ἔφατ ' , Ἀλκιμέδων δὲ βοηθόον ἅρμ ' ἐπορούσας καρπαλίμως μάστιγα καὶ ἡνία λάζετο χερσίν ,
7032379 ἐναλιγκιος
, ὁ δ ' ἐξ εὐνῆς ἀνορούσας ἔσσυτο χαιτήεντι φυὴν ἐναλίγκιος ἵππῳ : ἡ δ ' αἰδοῖ χῶρόν τε καὶ
δ ' αὕτως ἑτέρωθεν ἐὺς πάις Ἠριγενείης Ἀργείους ἐδάιζε κακῇ ἐναλίγκιος Αἴσῃ , ἥ τε φέρει λαοῖσι κακὸν καὶ ἀεικέα
7031399 πανεικελον
Ἄνθος τόδε σοι βυθίων πετρῶν πολύτρητον ἁλὸς παλάμαις φέρω σμήνεσσι πανείκελον † α δων † ἅτε κηρὸν Ὑμήττιον ἐκ πετρῶν
τῇσι μέλας θολὸς ἀλλ ' ὑπερευθὴς ἐντρέφεται , μῆτιν δὲ πανείκελον ἐντύνονται . Τοίοις μὲν φρονέουσι νοήμασιν : ἀλλὰ καὶ
7029739 κλυτοπωλος
σύγε μοι μνώοιο πολυκτεάνων ὑμεναίων : τεύξει γὰρ φαέθουσα Σεληναίη κλυτόπωλος τῆμος καὶ φιλίην μινυανθέα καὶ ταχύβουλον ἀστασίην , μίσει
. ” καὶ “ οἱ δὲ πληγῆς ἀΐοντες . ” κλυτόπωλος . ὁ μὲν Ἀπίων ἵππους ἀγαθούς , ὁ δὲ
7024119 κομισσαι
σχήσει τὸν λιθόλευστον ἔρων , καὶ ἓ καθαψαμένη γούνων ἀτέλεστα κομίσσαι πείσει : ὁ δὲ Ζῆνα Ξείνιον αἰδόμενος σπονδάς τ
' ἠπεροπῆα Πάριν Ποιάντιος ἥρως , κεκλομένου Δαναοῖς Ἑλένου Τροίηνδε κομίσσαι λοιγὸν ἀδελφειοῖο μιαιφόνον ἐκ Λήμνοιο . τῷ γὰρ Ἀπόλλων
7021905 νεογνος
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον . φίλων
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον φίλων γε
7020722 ἡρωεσσιν
προτέρω θέον . ἀλλὰ γὰρ οὔπω αἴσιμον ἦν ἐπιβῆναι Ἀχαιίδος ἡρώεσσιν , ὄφρ ' ἔτι καὶ Λιβύης ἐπὶ πείρασιν ὀτλήσειαν
χρὴ γήραϊ λυγρῷ πείθεσθαι , τότε δ ' αὖτε μετέπρεπον ἡρώεσσιν . ἀλλ ' ἴθι καὶ σὸν ἑταῖρον ἀέθλοισι κτερέϊζε
7018369 ἐχεφρων
μερόπων ἀνθρώπων Ἀτρεΐδαι ; ἐπεὶ ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων τὴν αὐτοῦ φιλέει καὶ κήδεται , ὡς καὶ ἐγὼ
δύστηνον ἐόντα , οὕνεκ ' ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων . ἀσπασίως γάρ κ ' ἄλλος ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν
7013919 ἀειδει
ἀλλήλοισι κάρηνα . ὧδε φάτις προτέροις κλέος ἵπποισιν μέγ ' ἀείδει . ἵππων δ ' ὅσσα γένεθλ ' ἀτιτήλατο μυρίος
' ὀνόματος οὐδὲν ἐπὶ χεῖρας φέρων . καὶ Πολυμνήστει ' ἀείδει μουσικήν τε μανθάνει . ἀφυπνίζεσθαι χρὴ πάντα θεατήν ,
7012756 Θουρος
, δὶς δὲ δύω Φαέθων , Στίλβων τρεῖς , ἐννέα Θοῦρος , τὰς δ ' ὑπολειπομένας δισσὰς Φαίνων λάχε μοίρας
. ὁππότε δ ' οὖν σελάων τοίοις ζώοισιν ἐπόντων καὶ Θοῦρος πυρόεις καὶ καλλίκομος Κυθέρεια ἄρσεσι δεικήλοισιν ἐπεμβεβαῶτες ὁρῷντο ,
7012349 Κρονοιο
' ἄρ ' , ἐπεὶ βουλῇσι θεοῦ μεροπηΐδα μορφὴν ἀμφεβάλοντο Κρόνοιο καὶ ἀμφιέσαντο λέοντας , δώροισιν μετόπισθε Διὸς μέγα κοιρανέουσι
εὖτε γὰρ αἰγλῆεν σφέτερον δέμας εὐρύστερνος Οὐρανὸς ὠμηστῆρος ὑπαὶ παλάμῃσι Κρόνοιο δῃωθεὶς εἵλιξεν ἀπειρεσίην ἐπὶ γαῖαν αἰθέρος ἐκ δίης πεσέειν
7011413 δηϊοτητος
ἄϋσε βοὴν ἀγαθὸς Διομήδης : εἶκε Διὸς θύγατερ πολέμου καὶ δηϊοτῆτος : ἦ οὐχ ἅλις ὅττι γυναῖκας ἀνάλκιδας ἠπεροπεύεις ;
θυμὸν ὀνήσεται αἴ κε φύγῃσι δηΐου ἐκ πολέμοιο καὶ αἰνῆς δηϊοτῆτος . Ὣς ἔφαθ ' , οἳ δὲ κλῆρον ἐσημήναντο
7010136 κρυοεσσα
ἡλίου , ἢ ὅτι ἡ θεὸς τοιαύτῃ κέχρηται ἐσθῆτι . κρυόεσσα φρικτή : κρύος γὰρ τὸ ῥῖγος . κρῖ ὁ
. αἰδῶ : γράφεται ἀνδρῶν . Πᾶσιν : ὅλοις . κρυόεσσα : φρικτὴ , ἡ φοβερὰ , ἡ ἀλγεινὴ ,
7010124 υἱεϊ
, ἡμίσταθμον ὅτου πατρὸς ψευδωνύμου ἔστω , ὃς γῆμαι δμωῆς υἱέϊ δῶκε κόρην . στῆσον δ ' αὖ † ἀλόϊον
νηπίαχον γὰρ Βάκχον Ἀγηνορὶς ἔτραφεν Ἰνώ , μαζὸν ὀρεξαμένη πρωτόρρυτον υἱέϊ Ζηνός : σὺν δ ' ἄρ ' ὁμῶς ἀτίτηλε
7009734 γλυκερης
δίς γε πίοι καὶ ὑπότροπος οἴκαδ ' ἀπέλθοι δαιτὸς ἀπὸ γλυκερῆς , οὐκ ἄν ποτε πήματι κύρσαι : ἀλλ '
καὶ Ἰλλυρίην ἴριδα κατθέμενος κυανέης μίξαιο μελιπτόρθου γλυκυρίζης τόσσον καὶ γλυκερῆς σπέρματα βουνιάδος , σκόρδειον καὶ κλεινὸν ὀπὸν μίσγοιο θυώδη
7000605 στυγνος
ἀγέλαστος : ὁ μὴ πρὸς γέλωτα ἐπιτήδειος , καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη .
ἀγέλαστος : ὁ πρὸς γέλωτα οὐκ ἐπιτήδειος . καὶ ὁ στυγνός . ἔστι δὲ καὶ πέτρα Ἀθήνησιν οὕτω λεγομένη .
6998641 ἑοισιν
καὶ μετόπισθεν ἔχει κότον , ὄφρα τελέσσῃ , ἐν στήθεσσιν ἑοῖσιν . καὶ τούτου μαρτύριον Ἰόβας ὁ Μαυρούσιος ὁ τοῦ
Ἑρμῆς κέντροισιν ἐπείη , τοῖσιν ἔλεξα , καὶ γάμου αὐτὸς ἑοῖσιν ἐνὶ ζώοισιν ἀνάσσων , κρυπταδίως δολεροῖσιν ὀπιπευθεῖσαι ἔπεσσιν καὶ
6998085 ἑσπεροθεν
' ἀριστερὰ νειόθεν ἕλκει Κριὸς ἀνελκόμενος . τοῦ καὶ περιτελλομένοιο ἑσπερόθεν κεν ἴδοιο Θυτήριον , αὐτὰρ ἐν ἄλλῃ Περσέος ἀντέλλοντος
' ἀριστερὰ νειόθεν ἕλκει Κριὸς ἀνερχόμενος . Τοῦ καὶ περιτελλομένοιο ἑσπερόθεν κεν ἴδοιο Θυτήριον , αὐτὰρ ἐν ἄλλῃ Περσέος ἀντέλλοντος
6996695 εἰσοροων
, ἀσπίδι γιγνώσκων αὐλώπιδί τε τρυφαλείῃ , ἵππους τ ' εἰσορόων : σάφα δ ' οὐκ οἶδ ' εἰ θεός
, σὺν δὲ στόμα πάμπαν ἐρείδει : φαίης κ ' εἰσορόων ἤ μιν βαθὺν ὕπνον ἰαύειν , ἠὲ καὶ ἀτρεκέως
6994138 περατηθεν
ὑπαὶ παλάμαις τεχθὲν ῥίπτουσι τοκῆες . ἢν δ ' Ἄρης περάτηθεν ἀνέρχητ ' , αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῷ Φαίνων ,
ἑοῦ κλέος ἔρξαι ἐτώσιον ἁζομένοιο . Κεῖνο πολὺ πρώτιστον ἀνερχόμενος περάτηθεν κουράλιον θνητοῖσι φέρων πόρεν Ἀργεϊφόντης . τύνη δ '
6988891 ποντομεδων
φησίν , προσέρχεται : πρὸς τοῦτο γὰρ καὶ τὸ “ ποντομέδων ” . τοῖσι τριόρχαις : ἔπαιξεν Γ διὰ τὸ
ῥῖπτε σκέλος οὐράνιον : βέμβικες ἐγγενέσθων . καὐτὸς γὰρ ὁ ποντομέδων ἄναξ πατὴρ προσέρπει ἡσθεὶς ἐπὶ τοῖσιν ἑαυτοῦ παισί ,
6987340 πραπιδεσσιν
σάκεος πτύχες : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ποίει δαίδαλα πολλὰ ἰδυίῃσι πραπίδεσσιν . Ἐν μὲν γαῖαν ἔτευξ ' , ἐν δ
γὰρ μέτρα μακρῆς χθονὸς ἐξεδάησαν ᾗσιν ἐπιφροσύνῃσιν , ἢ ἀρθέντες πραπίδεσσιν ἀθανάτων ἔργων φύσιος πέρι μητιόωσιν . εἰ δ '
6987010 παλαμῃσιν
, ἐρητύων ἀχέουσαν , σεῖον δ ' ἐγχείας εὐήκεας ἐν παλάμῃσιν φάσγανά τ ' ἐκ κολεῶν , οὐδὲ σχήσεσθαι ἀρωγῆς
τε καὶ αὐτοῦ . Ἄλλῳ δ ' αὖτε γεραιὸς ἐπισταμένῃς παλάμῃσιν ἀμφετίθει μελέεσσι κακῆς ἀλκτήρια χάρμης πολλὰ παρηγορέων φίλον υἱέα
6984233 στελλοιτο
' ἡλικίας γενέσθαι φησίν . Εἰς δὲ τὰς ἀποδημίας ὁπότε στέλλοιτο , τέσσαρσι τῶν συμμαχίδων πόλεων ὥσπερ θεραπαίναις ἐχρῆτο .
τὸ δίκτυον ἄντικρυ τῶν ἰχθύων , ἵν ' ἐμπέσωσιν . στέλλοιτο : στελλέτω , εὐτρεπιζέτω , ἀντὶ τοῦ πλεέτω ,
6983364 ὁσσοις
καὶ ἴδμονα μαντοσυνάων . ὣς δ ' αὕτως σκέψαιο καὶ ὅσσοις ἀστράσι Μήνη συμφέρετ ' , ἢ ὅσσοισι μέχρις φάσιος
, ἄφνω ἀπενόσφισαν ὄλβον . ἐν πενίῃ δὲ μογεῦσι καὶ ὅσσοις φῶτα δύ ' ὥρην μὴ λεύσσῃ , πάμπαν δέ
6980624 ἰδηται
μόχθῳ πυκνὸν ἐπασπαίρουσα , γέλως δ ' ἔχει ὅς κεν ἴδηται , ὣς κείνης ὁμόφυλον ἁλὸς δάκος ὕπτιον ἅλμῃ ἐμφέρεται
τε : “ παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε , μή τις ἴδηται ἐξελθὼν μεγάροιο , ἀτὰρ εἴπῃσι καὶ εἴσω . ἀλλὰ
6975248 ὁροων
αὖ δήμου ἄνδρα ἴδοι βοόωντά τ ' ἐφεύροι , : ὁρόων ἐπὶ οἴνοπα , τὸ δὲ ἀντῶ σημαίνει τὸ ἀπαντῶ
. τὰς δ ' ἄν κε περισκέψαιο μάλιστα εἰς αὐτὰς ὁρόων : ἀτὰρ εἰ νεφέεσσι μέλαιναι γίνοιντ ' ἢ ὄρεος
6968529 βυσαυχην
καὶ ἐν τοῖς κάτω μέρεσι τοῦ Δέλτα * * . βυσαύχην : ὁ τὸν αὐχένα συνέλκων καὶ τοὺς ὤμους ἀνέλκων
ἀλάστωρ τ ' εἰσπέπαικε Πελοπιδῶν . ἄστυτος οἶκος , κοὔτε βυσαύχην θεᾶς Δηοῦς σύνοικος , γηγενὴς βολβός , φίλοις ἑφθὸς
6966941 ἐπιταρροθος
γνωτὸν δ ' ἦν , ὅ ῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν : αὐτίκα γὰρ κατὰ δώματ ' ἐπισπόμενοι μένεϊ
καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην . Κλῦτε ,
6964452 Ἐρις
τὴν τῶν χρημάτων ἐπιθυμίαν . ἐνικάτθεο : ἔμβαλε . * Ἔρις κακόχαρτος : ᾗ χαίρουσιν οἱ κακοὶ καὶ φιλοδικοῦντες καὶ
δηριόωντο υἱῆες μακάρων ἐρικυδέες οὐδ ' ἀπέληγον ἀλλήλοις κοτέοντες . Ἔρις δ ' ἴθυνε τάλαντα ὑσμίνης ἀλεγεινά . Τὰ δ
6964306 ἀναιδεας
οἱ μὲν γενύων ὀλοὰς στίχας ἠγάσσαντο , δεινοὺς χαυλιόδοντας , ἀναιδέας , ἠΰτ ' ἄκοντας τριστοιχεὶ πεφυῶτας ἐπασσυτέρῃσιν ἀκωκαῖς :
, παρ ' Ὁμηρείην ἀγλαΐην ἐπέων , πισσύγγους ἢ φῶρας ἀναιδέας ἤ τινα χλούνην , φλύων ἀνθηρῇ σὺν κακοδαιμονίῃ ,
6963319 ποτμου
δὲ σός , κεἰ μὴ σός , ἀλλὰ τοῦ κακοῦ πότμου φυτευθείς , σός γέ τοι καλούμενος , ἄγω τὸν
. ἐν ἡμέραι ; πῶς ; ὦ θεοί , δεινοῦ πότμου [ . ἤκουσα τὴν ναῦν , ἣ παρεῖχ '
6962498 καρποισι
' ἐπὶ ἔργα χέρας φέρον : ἀμφὶ δ ' ἀλωαὶ καρποῖσι βρίθοντο : μέλαινα δὲ γαῖα τεθήλει . Αἰπύτατον δ
δονοῦνται , τὰ βροτῶν δ ' ἔλαμψεν ἔργα , † καρποῖσι γαῖα προκύπτει , καρπὸς ἐλαίας † προκύπτει : †
6962439 προσεννεπεν
ἀντομένην Ἥρην ἕθεν εἰσορόωσα , καί μιν ἔπειτ ' ἀγανοῖσι προσέννεπεν ἥγ ' ἐπέεσσιν : “ Πότνα θεά , οὔ
δὲ θεῶν καὶ νεῖκος ἰδὼν καὶ παῖδα καλέσσας τοῖον ὑφεδρήσσοντα προσέννεπεν Ἑρμάωνα : εἴ τινά που Ξάνθοιο παρ ' Ἰδαίοιο
6956090 παρημενος
' ὕεσσι τρέφει τεθαλυῖαν ἀλοιφήν . ἔνθα μένειν καὶ πάντα παρήμενος ἐξερέεσθαι , ὄφρ ' ἂν ἐγὼν ἔλθω Σπάρτην ἐς
σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ ' ἅλα δοίης , ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι : τὰ
6954452 πολλος
πᾶσαι . Πληιάδες φορέονται . Ὁ δ ' οὐ μάλα πολλὸς ἁπάσας χῶρος ἔχει , καὶ δ ' αὐταὶ ἐπισκέψασθαι
ἐνθυμοίμεθα , εἴ τι φρονοῖμεν , πλεῖον ἡμέρης μιῆς . πολλὸς γὰρ ἥμιν ἐστὶ τεθνάναι χρόνος , ζῶμεν δ '
6953892 χολῳ
. . . . . οὔ τοι ἐγὼ Τρώων τόσσον χόλῳ οὐδὲ νεμέσσι ἥμην ἐν θαλάμῳ . ἡ διπλῆ ,
γὰρ ] καρδιακοὶ καταγματικοί , ἐν βαλανείοις ἢ πυρίκαυστοι , χόλῳ βασιλέως ἢ δυναστῶν ἢ σκολοπισμοῦ θηρίων κακώσεως τετραπόδων ἢ
6953367 χρυσεωι
, μαντείων δ ' ἐπέβας ζαθέων τρίποδί τ ' ἐν χρυσέωι θάσσεις , ἐν ἀψευδεῖ θρόνωι μαντείας βροτοῖς θεσφάτων νέμων
' οὑτωσὶ λέγει : – ˘ ˘ – τότε δὴ χρυσέωι ἐν δέπαϊ Ἠέλιον πόμπευεν ἀγακλυμένη Ἐρύθεια . καὶ Αἰσχύλος
6950580 φερεσκον
: ὣς Δαναοὶ πέρσαντες ὑπαὶ πυρὶ Τρώιον ἄστυ κτήματα πάντα φέρεσκον ἐυσκάρθμους ἐπὶ νῆας . Σὺν δ ' ἄρα Τρωιάδας
ζεύγλῃσι μέγ ' ἔνθορον ἀσχαλόωντες , ἅρματα δ ' ὦκα φέρεσκον ἀπὸ χθονὸς ἀίσσοντα : οὐδ ' ἁρματροχιὰς ἰδέειν πέλεν
6950441 Αἰγοκερηι
. . . . ἡ δ ' ἑτέρη χειμῶνι καὶ Αἰγοκερῆι μέμηλε : τέτρασι γὰρ μοίρῃσι βροτῶν διαμείβεται αἰὼν ἃς
καὶ δμώεσσι δυηπαθέεσσι μιγείη . ἢν δὲ πελάζηται Μήνη κλυτῷ Αἰγοκερῆι , πρωτογάμῳ μὲν ἄγει λύπας καὶ πήματα λυγρά :
6949596 Ἰφιδαμας
μητρὸς ἀδελφὰς ἐγάμησαν , ὁ μὲν Αἰγιάλειαν τὴν Ἀδράστου , Ἰφιδάμας δὲ Κισσέως θυγατέρα , ὢν Θεανοῦς υἱὸς τῆς Κισσέως
Κισσέως θυγατέρα , ὢν Θεανοῦς υἱὸς τῆς Κισσέως . . Ἰφιδάμας δὲ κατὰ ζώνην θώρηκος ἔνερθε νύξ ' , ἐπὶ

Back