ἐθνικὸν ὁμοίως Τάβιοι , διὰ τὴν πρόληψιν τοῦ ἐν τῷ πρωτοτύπῳ ἐθνικοῦ χαρακτῆρος . Τάβις , πόλις Ἀραβίας . Ἑκαταῖος
, πάντοθεν , Ἰλιόθεν , ὁτὲ δὲ ταὐτὸ σημαίνει τῷ πρωτοτύπῳ . τί γὰρ ἂν εἴη τὸ σχεδόθεν δέ οἱ
7460380 κοχλιᾳ
συλλαβῇ , οἷον τῷ Χρύσῃ , τῷ σοφῷ , τῷ κοχλίᾳ . Ἐν οἷς σὺν θεῷ καὶ ἡ πρᾶξις .
ἔλυσεν ἑαυτὸν εἰπὼν συνήθης γεγονυῖα τῇ κοινῇ διαλέκτῳ . Τῷ κοχλίᾳ : πᾶσα γενικὴ ἰσοσυλλάβως καὶ ἑξῆς . Φυλακτέον τὸ
7433424 σημαινομενῳ
πτέρναν „ τῇ μὲν φωνῇ βαρβαρισμός ἐστι , τῷ δὲ σημαινομένῳ κατόρθωμα : τῷ γὰρ ὄφει λέγεται περὶ τῆς γυναικός
τούτοις διάστασις , καθ ' ἣν οἱ μὲν περὶ τῷ σημαινομένῳ τὸ ἀληθές τε καὶ ψεῦδος ὑπεστήσαντο , οἱ δὲ
7396759 αὐλῳδῳ
αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ αὐλῳδῷ , οὐ τῷ ψάλτῃ , οὐδὲ τῷ αὐλητῇ .
δ ' αὐτῷ ἄρρην ἢ θήλεια , ὡς καὶ τῷ αὐλῳδῷ . Δίδοται δὲ ὁ στέφανος τῷ ἱλαρῳδῷ καὶ τῷ
7386761 Οἰδιποδι
ξυνετὸν μέλος ἔγνω : ἀπὸ κοινοῦ τὸ Σφιγγός . τῷ Οἰδίποδι ξυνετόν : ἄλλως : συνετόν τινες τὸ βαθύτατον .
γὰρ πόλεως ὄνειδος , τὸ δι ' οὗ δηλαδὴ τῷ Οἰδίποδι καὶ τῇ πόλει πάσῃ ὄνειδος προσεγένετο , τουτέστι τὴν
7354781 Κυπριῳ
δὲ τὴν Παρθυαίαν , Ἀρίαν δὲ καὶ Δραγγηνὴν Στασάνδρῳ τῷ Κυπρίῳ , τὴν δὲ Βακτριανὴν καὶ Σογδιανὴν Στασάνορι τῷ Σολίῳ
ἡ καρύα μεταφυτευομένη πολλάκις , μάλιστα δέ , ἐάν τις Κυπρίῳ ἥλῳ ἢ πασσάλῳ καθηλώσειε τὸ δένδρον , ἕως διέλθῃ
7348388 Μινῳος
παράγωγα σὺν τῷ ι γράφονται καὶ προπερισπῶνται , οἷον Μίνως Μινῷος , ἥρως ἡρῷος , πάτρως πατρῷος : οὕτως οὖν
ἀπὸ τῆς Κῶ νήσου . Ἡρῷον : ἥρωος ναός . Μινῷος : ὄνομα κύριον . Μεμφίτης : ὁ ἀπὸ τῆς
7331064 παραληγοιτο
εἰς ΓΩ ὑπερδισύλλαβα μὴ παρ ' ὄνομα σύνθετα , εἰ παραλήγοιτο φύσει μακρᾷ , βαρύνεται : [ ἐπείγω ] ἀρήγω
λυῶ λυήσω : εἰ δὲ τῷ ε ἢ τῷ ι παραλήγοιτο , διὰ τοῦ α μακροῦ ποιεῖ τὸν μέλλοντα ,
7323133 ἁλιει
δέ τοι ἔσσεται : ἀγαθὸς γίνεται εἰς τὸ ἀγρεύεσθαι τῷ ἁλιεῖ οὕτω ποιοῦντι κάνθαρος , δύο δ ' εἴδη κανθάρων
μὲν ] πλησίον τῆς θαλάσσης παρὰ ἀνδρὶ Αἰγιαλεῖ πρεσβύτῃ , ἁλιεῖ τὴν τέχνην . Οὗτος ὁ Αἰγιαλεὺς πένης μὲν ἦν
7314165 ἀρθρῳ
Ἀχαιῶν : καὶ σαφὲς ὅτι ἡ ἔλλειψις τοῦ ὀνόματος τῷ ἄρθρῳ παραδώσει τὰ τῆς συντάξεως , καὶ οὐκ ἄλλο τι
καὶ περιμάχητον τὴν φύσιν κατέστησεν . ἀντίκειται γὰρ καὶ ἄρθρον ἄρθρῳ καὶ σύνδεσμος συνδέσμῳ , ὅμοια ὁμοίοις , καὶ τἄλλα
7309652 μογουντι
ἄλλον καὶ ἄλλον ἐπέρχεται . . ἢ στικτέον εἰς τὸ μογοῦντι : τὸ δὲ ταὐτά τῷ ἑξῆς συναπτέον , ἵν
ἢ βλάβη ἄλλοτ ' ἐπ ' ἄλλον προσιζάνει . . μογοῦντι ] κακοπαθοῦντι . ταυτά ] ὅμοια . πλανωμένη ]
7244397 Μαλαβαθρου
, ὁ δὲ καίεται μετ ' εὐωδίαϲ ὡϲ λίβανοϲ . Μαλαβάθρου φύλλον καλόν ἐϲτι τὸ πρόϲφατον καὶ ὑπόλευκον ἐν τῷ
μετ ' εὐωδίας . καίεται δ ' ὡς λιβανωτός . Μαλαβάθρου φύλλον καλόν ἐστι τὸ πρόσφατον καὶ ὑπόλευκον ἐν τῷ
7242514 ταμιᾳ
' ἔν τινι καταγωγῇ περὶ ξενίας ἔριδος αὐτῷ καὶ τῷ ταμίᾳ γενομένης ὁ Φλάκκος διαιτῶν οὐδὲν ἐς τιμὴν ἐπεσήμηνε τοῦ
. Ὄφρα μὴ ταμία ] * ὅς γέ τις οὐ ταμίᾳ χρὴ γράφειν , ἵν ' ᾖ τὸ κῶλον ὅμοιον
7236274 ἐπιγραμματι
σοφία δὲ οὐ ξυγχωρεῖ ταῦτα : πρὸς γὰρ τῷ Πυθικῷ ἐπιγράμματι καὶ τὸ τοῦ Εὐριπίδου ἐπαινεῖ ξύνεσιν ἡγουμένου περὶ τοὺς
γράμματα : οἱ μὲν Ἀσσύριοι καὶ μέτρον ἔφασκον ἐπεῖναι τῷ ἐπιγράμματι , ὁ δὲ νοῦς ἦν αὐτῷ ὃν ἔφραζε τὰ
7208059 ἐνεργητικῳ
θύραν ὅδε ἢ ἀνέῳκται ἡ θύρα : τὸ γὰρ ἀνέῳγεν ἐνεργητικῷ ἰσοδυναμεῖ . . . Ἀνακαία : δῆμος τῆς Ἱπποθοωντίδος
ὡς Ἀντιφῶν ἐν τῷ περὶ τῆς μεταστάσεως . τῷ δὲ ἐνεργητικῷ τῷ ἐπέσκηψεν ἀντὶ τοῦ ἐνετείλατο Ἰσαῖος κέχρηται ἐν τῇ
7168314 Γηρᾳ
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ
ἀεὶ πολλὰ διδασκόμενος : ἐπὶ τῶν διὰ γῆρας ἐμπειροτέρων . Γηρᾷ βοῦς , τὰ δ ' ἔργα πολλὰ τῷ βοΐ
7148618 φαλλῳ
ὀρχούμενοι . ” ποιήματά τινα οὕτως ἐλέγετο τὰ ἐπὶ τῷ φαλλῷ ᾀδόμενα , ὡς Λυγκεὺς ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς φησίν :
ἀνὴρ ἑκάστου ἔτεος δὶς ἀνέρχεται οἰκέει τε ἐν ἄκρῳ τῷ φαλλῷ χρόνον ἑπτὰ ἡμερέων . αἰτίη δέ οἱ τῆς ἀνόδου
7141642 φεροντι
καὶ διὰ τὴν ἀσπίδα νοητέον τὴν ὥσπερ πτερὸν προσοῦσαν τῷ φέροντι . θ τὰ προβλήματα τῶν πέτρων . ἤτοι τὴν
γὰρ μέλιτι τὰϲ χεῖραϲ καὶ οὐ προϲεγγιοῦϲί ϲοι τὸν λίθον φέροντι μυῖαι . ὁ δὲ Ἰνδικὸϲ τὴν μὲν χρόαν ἐϲτὶν
7138542 μυκτηρι
ἀνεὶϲ μετ ' ὄξουϲ ἔνϲταζε εἰϲ τὸ ἀντικείμενον τῷ αἱμορραγοῦντι μυκτῆρι οὖϲ , λέγω δὴ εἰ μὲν ὁ δεξιὸϲ μυκτὴρ
συναπόβρεχε ὄξει δριμεῖ καὶ λύχνῳ καύσας ἔμ - βαλε τῷ μυκτῆρι . ἄλλο . ὀνίδος θερμῆς χυλὸν ἴσῳ ὄξει μίξας
7108729 Δεινομενει
εἰρηναίαν κατάστασιν σύμφωνον ἐπιτελλόμενος καὶ ἐντελλόμενος ταύτην τῷ υἱῷ αὐτοῦ Δεινομένει καὶ γεραίρων καὶ τιμῶν τὸν δῆμον ταῖς αὐτοῦ ἀρεταῖς
γένοιτο ὡς καὶ τῷ Φιλοκτήτῃ . Μοῖσα , καὶ πὰρ Δεινομένει : ὦ Μοῦσα , πείθου μοι χορεῦσαι καὶ παρὰ
7077765 ἀρυω
ἀφύσσω μεταγομένου τοῦ χρόνου εἰς ἐνεστῶτα . ἢ ἐκ τοῦ ἀρύω , τὸ ἀπαντλῶ , καὶ τροπῇ τοῦ ρ εἰς
, ὅτι τὸ ἀνύτω καὶ ἀρύτω ἀπὸ τοῦ ἀνύω καὶ ἀρύω γέγονε κατὰ πλεονασμὸν τοῦ τ . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν
7062957 βολβῳ
γευομένῳ δὲ δριμεῖα ἡ πόα . Παγκράτιον : ῥίζα ἐστὶ βολβῷ μεγάλῳ ὁμοία , ὑπόπυρρος , πικρά , πυρώδης πρὸς
αὐτὴ κακόηθεϲ ἕλκοϲ ἐϲτὶν ἐϲχαρῶδεϲ , ποτὲ μὲν ἐν τῷ βολβῷ , ποτὲ δὲ ἐν τῷ βλεφάρῳ , καθάπερ κἀν
7060897 Λοκρῳ
καὶ τὰς χαίτας ἐξηρμένος . καίτοι ποτὲ καὶ συνεμάχει τῷ Λοκρῷ κατὰ τὸ Ἴλιον , σωφρονοῦντι δὲ καὶ φειδομένῳ τῶν
: μιχθεὶς ὁ Ζεὺς Πρωτογενείᾳ καὶ ἔγκυον αὐτὴν ποιήσας δέδωκε Λοκρῷ . ἵνα μὴ καθέλοι μιν αἰών : ἵνα μὴ
7033976 ἡφι
φωνὴ ἡ τοῦ πρωτοτύπου ὁλόκληρος καθεστήκῃ , ὡς ἐν τῷ ἧφι βίηφι : εἰ δὲ μὴ τῇδε ἔχει , τὸ
, μή ποτέ τις εἴπῃσι κακώτερος ἄλλος ἐμεῖο : Ἕκτωρ ἧφι βίηφι πιθήσας ὤλεσε λαόν . ὣς ἐρέουσιν : ἐμοὶ
7030371 παραληγομενου
μὴ ἀπὸ τρισυλλάβου οὐδετέρου γίνεται ἢ ἀπὸ δισυλλάβου τῷ η παραληγομένου , εὐγενής εὐσθενής εὐειδής εὐτελής : ἐντελέχης μέντοι καὶ
ἐστιν οὔτε ἀπὸ τρισυλλάβου οὐδετέρου σύνθετον οὔτε ἀπὸ δισυλλάβου οὐδετέρου παραληγομένου τῷ η ἐπιφερομένου ἀφώνου , δηλονότι ὤφειλεν ὀξύνεσθαι :
7027179 πωλῳ
τῶν ἐκ Φιττέως . ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ . ἐπισμῇ ἰποῦμεν παροψωνεῖν σκάλωψ φέροικος φοβερὸν ἀνθρώποις τόδ
“ εἶπεν εἰς φιλοδικαστήν . πωλίῳ ] ⌈ ἀντὶ τοῦ πώλῳ ὑποκοριστικῶς . κλητῆρες δὲ οἱ καλοῦντες εἰς τὸ .
7008232 Χρυσῃ
ἢ μετὰ τοῦ ω ἐν μιᾷ συλλαβῇ , οἷον τῷ Χρύσῃ τῷ σοφῷ τῷ Αἰνείᾳ . Οἱ δὲ μουσικοὶ τῆς
⌈ καὶ τὰς θυσίας ποιεῖσθαι . Γ καὶ Σοφοκλῆς ἐν Χρύσῃ ὦ πρῷρα λοιβῆς Ἑστία , κλύεις τάδε ; μῦθον
7004306 ἐκτεταμενῳ
ἀπὸ τοῦ ἴος ἴου . Τὰ εἰς ΩΝ συγκριτικὰ οὐδέποτε ἐκτεταμένῳ διχρόνῳ παραλήγεται : βράσσων ἐλάσσων θάσσων σεσημείωται , ὅτι
βόρβορος . Τὰ εἰς ΡΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Α συνεσταλμένῳ ἢ ἐκτεταμένῳ τριγενῆ ὄντα ὀξύνεται , εἰ μὴ δεδιπλασίασται ἐν τῇ
6989157 Τευθραντι
δὲ ἔδωκε Ναυπλίῳ τῷ Ποσειδῶνος ὑπερόριον ἀπεμπολῆσαι . ὁ δὲ Τεύθραντι τῷ Τευθρανίας ἔδωκεν αὐτὴν δυνάστῃ , κἀκεῖνος γυναῖκα ἐποιήσατο
ἐπέστειλεν , ἄγων αὐτὴν ἀπέδοτο καὶ τὸ παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν
6981599 εἱ
, ὡς ἐκ τῆς κινήσεως λέγουσι τῶν ἀστέρων ἀποτελεῖσθαι τὰ εἱ - μαρμένα . Ἔθηκε γοῦν ταύτην τὴν ἔριν πολλῷ
, ὡς ἐκ τῆς κινήσεως λέγουσι τῶν ἀστέρων ἀποτελεῖσθαι τὰ εἱ - μαρμένα . Ἔθηκε γοῦν ταύτην τὴν ἔριν πολλῷ
6979025 πολυξυλος
πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος πολύυδρος , πολύξυλος , πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής ,
, καὶ ἐπίτασιν , ὡς ἐν τῷ ἄξυλος , ἡ πολύξυλος , καὶ ὁμοῦ , ὡς ἐν τῷ ἄλοχος ,
6955948 μαδαρος
ἔχοντα ἐν τῇ τρίτῃ ἀπὸ τέλους συλλαβῇ α ὀξύνεται : μαδαρός , πλαδαρός , ἀγανός : οὕτως οὖν καὶ ἀγαθός
, διὰ τὸ κάρη ἀκαρός , ὀξύνεται γὰρ ὁμοίως τῷ μαδαρός . προπερισπᾶται δὲ τὸ ἀθῷος διὰ τὸν χαρακτῆρα τοῦτον
6952662 Δημῳ
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ .
ἐσθίων . αἶσαν : πῆμα . Κρυερός : φοβερός . Δημῷ : λίπει , κουνγρασσίσζε . Κρυόεντος : κρατεροῦ .
6943258 ἀρσενι
καὶ πρεσβύτατοι γενεῆς ἢ δημογέροντες . Μὴ μὲν ἐπ ' ἄρσενι παιδὶ τρέφειν πλοκάμους ἐπὶ χαίτης . μὴ κορυφὴν πλέξηις
χρονιωτέρη τούτου εἵνεκεν ἐπὶ τῇ θηλείῃ γίνεται ἢ ἐπὶ τῷ ἄρσενι . Ἀναβήσομαι δὲ αὖθις ὀπίσω ὅθεν ἀπέλιπον . Ὁκόταν
6943225 οἰγω
οὔρουν , αἱ δὲ λοιπαὶ εἰς τὰ οἰκεῖα μεταβάλλονται , οἴγω ᾦγον , αἰσχύνομαι ᾐσχυνόμην . Τὰ μέντοι ἀπὸ προθέσεως
καὶ γνάμπτω γνάμψω ἀνέγναμψαν . . . . ἀνεῳγμένος : οἴγω οἴξω ᾦχα ᾦγμαι καὶ ἀνέῳγμαι , ἡ μετοχὴ ἀνεῳγμένος
6936210 ἀνοιγω
. * . . Ἀνέῳγε : μέσος παρακείμενος ἐνεργητικός : ἀνοίγω ἤνῳγα , προσθέσει τοῦ ε καὶ συστολῇ τοῦ η
ταύτας : τὸ δὲ ἐσχάζοσαν λέγεται ἀπὸ τοῦ σχάζω τὸ ἀνοίγω καὶ τὸ κόπτω τὸ τὴν διέχειαν ποιοῦν . ἔστι
6935791 θως
τοῖς δεομένοις παρασκευάσεται , οἰόμενος δεῖν τὸν ὡς ἀλη - θῶς βασιλέα τῷ τῶν ὅλων ἀπεικάσθαι βασιλεῖ κατά τε τὴν
βάρβαρον ἔθος τὸ ἐπιπαλλακεύεσθαι . ταῦτα δὲ οὐκ ὀρ - θῶς : ἔφη γὰρ ἂν ἡ Ἑρμιόνη : ἀλλ '
6935029 σθ
σε Κιϲϲόϲ σϚ Κνῆκοϲ σζ Κόκκοϲ κνίδιοϲ ση Κόκκοϲ βαφική σθ Κοκκυμηλέαϲ ὁ καρπόϲ Κοκκύμηλον σι Κολοκάϲιον σια Κόλλα σιβ
[ [ ] ! ! ! [ [ ] ! σθ ? [ . . . . . . [
6932569 Ἀσκληπιαδῃ
. Ἦν δέ πως ἠρέμα καὶ δεισιδαιμονέστερος . σὺν γοῦν Ἀσκληπιάδῃ κατ ' ἄγνοιαν ἐν πανδοκείῳ ποτὲ κρεάτων ῥιπτουμένων φαγών
ἐξ ἧς φασὶ γενέσθαι Εὔνηον . Ἡ δὲ ἱστορία παρὰ Ἀσκληπιάδῃ ἐν τοῖς Τραγῳδουμένοις . . . . : Ἀσκληπιάδης
6931655 αἰδῳος
Ι προσγεγραμμένου διφθόγγῳ καταχρηστικῇ παραληγόμενα προπερισπᾶται : πατρῷος ἡρῷος Ἀχελῷος αἰδῷος : τὸ δὲ κολῳός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ κολοιός .
εἰώθασι γὰρ τὴν ω δίφθογγον εἰς οι τρέπειν , οἷον αἰδῷος αἰδοῖος , ἠῷος ἠοῖος , οὕτως Ἀχελῷος Ἀχελοῖος .
6924457 ἀρυστιχος
ὅθεν ἡ ἀρύταινα , πλεονασμῷ δὲ τοῦ σ καὶ ὁ ἀρύστιχος ] . . . , : ὁ δὲ πτόλεμος
ᾧ δὲ δεῖ ἀρύεσθαι τὸν οἶνον , ἔστιν ἀρυστὴρ καὶ ἀρύστιχος καὶ κύαθος καὶ οἰνοχόη καὶ οἰνήρυσις καὶ ἔφηβος καὶ
6918523 ἡρῳος
προιέναι : τὸ γὰρ ἄτοπον οὐχ ἡδύ . Ὅτι ὁ ἡρῷος μετὰ τοῦ λαμπροῦ καὶ τὸ ἡδὺ πρὸς τὴν ἀκοὴν
ι γράφονται καὶ προπερισπῶνται , οἷον Μίνως Μινῷος , ἥρως ἡρῷος , πάτρως πατρῷος : οὕτως οὖν καὶ ἠώς ἠῷος
6918467 Συνδυνετω
συνανατελλέτω : τῶν ἄρα ἡγουμένων τινὶ τῷ δʹ συνδύνει . Συνδυνέτω τῷ ζʹ : ἡ ἄρα δζʹ ζῳδίου ἐστίν .
δύνει : τῶν ἄρα ἑπομένων τινὶ τῷ δʹ συνδύνει . Συνδυνέτω τῷ ηʹ : ἡ ἄρα ηδʹ ἐλάττων ἐστὶν ἡμίσους
6918251 Κρητι
ἄλλο : ἐλέφαντοϲ τοῦ ὀδόντοϲ ῥινήματοϲ ὁλκῆϲ δραχμὴ ξὺν οἴνῳ Κρητὶ κυάθων δύο . ἀτὰρ καὶ τῶν ἔχεων τῶν ἑρπετῶν
τρηχύνηται ἡ ἀρτηρίη καὶ ἐπὶ τῷδε βήϲϲῃ , ϲιραίῳ τῷ Κρητὶ ἐμπάϲϲειν τάδε . ἄριϲτον ἐϲ λείωϲιν ἀρτηρίηϲ καὶ ἄμυλοϲ
6914069 παθητικῳ
πεπληγυῖα : ἡ διπλῆ , ὅτι ἀντὶ τοῦ πλήσσουσα τῷ παθητικῷ . . . . . τὴν δ ' ἀπαμειβόμενος
ἡ φιλία ἔν τε τῷ λόγον ἔχοντι καὶ ἐν τῷ παθητικῷ , ἀφ ' ἧς βούλονται τἀγαθὰ τοῖς φίλοις αὐτῶν
6912216 βακτρῳ
πορεύσομαι προτιθεῖσα , ἤγουν ποιοῦσα , βραδύπουν πορείαν : τῷ βάκτρῳ διὰ τῆς χειρὸς ἐπαιρομένη καὶ ἐπερειδομένη : καὶ ἄλλως
ἕξει , τοῦ μάλιστα πρὸς τελείωσιν συνεργοῦντος , ᾧ καθάπερ βάκτρῳ τινὶ τὴν σπερματικὴν ἀρχὴν ἐφιδρύεσθαι συμβέβηκεν , ἐφθαρμένου .
6909563 τετμημενῳ
λοῖσθον ὀφθαλμὸς τυπεὶς πιθηκομόρφῳ πότμον Αἰτωλῷ φθόρῳ τεύξει τράφηκι φοινίῳ τετμημένῳ . Κροτωνιᾶται δ ' ἄστυ πέρσουσίν ποτε Ἀμαζόνος φθέρσαντες
ἡ πλατεῖα σανίς , ἔνθα τοὺς νεοζύμους ἄρτους τιθέασι . τετμημένῳ καὶ συγκοπέντι αὐτῷ τῷ Θερσίτῃ ἐν τράφηκι καὶ ἀκοντίῳ
6908964 Βρισηϊς
κούρην Βρισῆος : παρὰ τὸ βρίθω βρίσω Βρισεύς καὶ πατρωνυμικὸν Βρισηΐς : Βρισηΐς γὰρ λέγεται παρὰ τὸ βαρεῖν τῷ κάλλει
διὰ τὸ λαβεῖν αὐτὴν τὸν Ἀγαμέμνονα . ἐκ δὲ τοῦ Βρισηΐς καὶ τὸ Βρισηΐδες . . . + . Βριτόμαρτις
6908339 παραληγονται
ἐχθρός . Τὰ εἰς ον λήγοντα συγκριτικὰ δισύλλαβα , διφθόγγῳ παραλήγονται : οἷον πλεῖον , μεῖον , ῥᾷον : εἰ
ὄντα , ἀλλὰ κοινά , τῷ Α μακρῷ κέχρηνται , παραλήγονται δὲ τῷ Ρ : ἄρα φωνῆέν ἐστιν . Πρόσκειται
6904176 Ποιητῃ
ὀστράκινα τὰ κεράμεα ἢ γήινα εἰπεῖν : ἐν γοῦν τῷ Ποιητῇ Πλάτων φησὶ θαυμάζω τὸν τὴν δαπιθάκνην πότερον ὀστρακίνην ἢ
, συνήθως μὲν ἐπὶ τοῦ παραφρονοῦντος , παρὰ δὲ τῷ Ποιητῇ καὶ ἐπὶ τῆς σφοδρᾶς κινήσεως , ὡς ἐπὶ τοῦ
6895460 ἀστεροπῃ
Ποσειδάων ἐνοσίχθων δεινὸν ἄορ τανύηκες ἔχων ἐν χειρὶ παχείῃ εἴκελον ἀστεροπῇ : τῷ δ ' οὐ θέμις ἐστὶ μιγῆναι ἐν
συνωχαδόν , οἱ δὲ κεραυνοὶ ἴκταρ ἅμα βροντῇ τε καὶ ἀστεροπῇ ποτέοντο χειρὸς ἄπο στιβαρῆς , ἱερὴν φλόγα εἰλυφόωντες ,
6890978 ηρα
? [ τῶν ποιημάτων ] καὶ ὅτι οὐχὶ μῆκος ? ηρα ? [ ! ! ! ! ! ! !
καὶ διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφεται . Τὰ διὰ τοῦ ηρα δισύλλαβα βαρύτονα μακροκατάληκτα διὰ τοῦ η γράφονται : οἷον
6889853 περιττωματι
ἐπὶ τὴν γαστέρα συρρέουσαν : τὸ τηνικαῦτα γὰρ συνεκκρίνονται τῷ περιττώματι καὶ ἐξυγραίνουσιν αὐτό . ξηρὸν δὲ γίνεται τὸ διαχώρημα
σπέρμα πεσὸν εἰς τὰς ὑστέρας μίγνυται τῷ καθαρωτάτῳ τῆς θηλείας περιττώματι . οὐ γὰρ πᾶσα ἡ αἱματικὴ τῆς θη -
6887929 παραληγομενων
: καὶ ὅσα ἀπὸ τῶν εἰς ος καθαρῶν τὸ ι παραληγομένων κύρια καὶ κτητικά : καὶ ὅσα τῇ αι διφθόγγῳ
δισύλλαβα παραληγόμενα τῷ Ο βαρύνεται , ὁπότε γίνεται ἀπὸ τῶν παραληγομένων τῇ Ε ἢ ΕΙ ἢ ΑΙ διφθόγγῳ ῥημάτων ,
6887081 κηδεστῃ
ἀναδέχου καὶ μηκέτι προσφιλοτιμοῦ . οὐ γὰρ ἐφ ' ἑνὶ κηδεστῇ Φιλοδήμου μεμνῆσθαι ὡμολογήσαμεν , οὐδὲ δωρούμενοι χρήματα χαριούμεθα τὸν
Λίβυες ὅταν πολλοὶ μνηστεύων - ται γυναῖκα , παρὰ τῷ κηδεστῇ δειπνοῦσι παρούσης καὶ τῆς γυναικὸς , πολλὰ δὲ σκωπτόντων
6878201 βηματι
τοῦτο πεποίηκα , ἵνα μαθὼν πρῶτον πῶς δεῖ προςιέναι τῷ βήματι , οὕτω προςέλθῃ τῇ πόλει . ΛΥσεις πρῶτον ἐν
ἄπλετον , θεὰ Σελήνη [ ] , πρὸς ῥυθμὸν ἄνετον βήματι βαρβάρῳ [ προβαίνων ] . Ἰνδῶν δὲ πρόμοι πρὸς
6868993 δισυλλαβως
ἀστοὺς ἐκάλουν . κτλ . ἀθρόους : καὶ ἄθρους λέγουσι δισυλλάβως . αἱμορρυγχία : Δώριόν ἐστι τοὔνομα , πλὴν καὶ
βίου . ὁ μέντοι ποιητὴς τῷ μετὰ τοῦ ν ἀεὶ δισυλλάβως [ ] ἐχρήσατο . ξῆναι ὁ ἀόριστος ἀπὸ τοῦ
6867671 Αἰολῳ
' ὧν ὁ θνητὸς πᾶς κυβερνᾶται βίος . ἐν δὲ Αἰόλῳ διαβάλλων ὅσα δεινὰ πράττουσιν οἱ πλέον πίνοντές φησι :
Ζεὺς ὤπασεν : ἥντινά ποτε βασιλείαν ὁ Ζεὺς ἐχαρίσατο τῷ Αἰόλῳ καὶ τοῖς αὐτοῦ παισίν . ἡ δὲ γενεαλογία οὕτω
6864717 Ἀθῳ
, . . . Ἀθώου Διός : Διὸς ἱερὸν ἄκρῳ Ἄθῳ , τοῦ ὄρους Ἀθώου καλουμένου , . , .
καὶ Γοργιππίας „ . ] Ἄσσα , πόλις πρὸς τῷ Ἄθῳ . Ἡρόδοτος ἑβδόμῃ . ἔστι καὶ κώμη Σκυθίας .
6857698 ἑρσηεις
ἀνέστησεν δέ μιν οὐδ ' ὧς . νῦν δέ μοι ἑρσήεις καὶ πρόσφατος ἐν μεγάροισι κεῖσαι , τῷ ἴκελος ὅν
Πακτωλοῖο κύκνοι † κινήσουσιν ἑὸν μέλος , ἀμφὶ δὲ λειμών ἑρσήεις βρέμεται ποταμοῖό τε καλὰ ῥέεθρα ὧς αἱ , ἐπὶ
6853245 διαπηγματι
ὑπὸ δὲ τὸ κάτω διάπηγμα σανίς ἐστι πλαγία προσπεπηγυῖα τῷ διαπήγματι καὶ τοῖς σκέλεσι τοῦ ὀργάνου . ταύτην τὴν σανίδα
ἀνεστραμμένου ἐκκοπῇ : κατὰ δὲ τὴν τῆς ἐκκοπῆς τάξιν τῷ διαπήγματι προσήλωται σιδηροῦν πῖ . κοινότερον δὲ τοῦτο τὸ πῖ
6847049 τρικλινῳ
Πάτερ , ἤθελα κἀγὼ ἀναπαῆναι μεθ ' ὑμῶν ἐν τῷ τρικλίνῳ τούτῳ , ἵνα ἀκούσω κἀγὼ τὰ διαλεγόμενα ὑμῶν :
Ἁβραὰμ ἔδωκεν δόξαν τῷ θεῷ . καὶ ἀνελθὼν ἐν τῷ τρικλίνῳ αὐτοῦ , ἀνέπεσεν : ἐλθὼν δὲ καὶ ὁ θάνατος
6845035 ἀρυτω
Ἀττικοὺς καὶ Κυπρίους πλεονάζει τὸ τ καὶ γίνεται ἀνύτω καὶ ἀρύτω . οὕτω γὰρ καὶ ἐπὶ τῶν ὀνομάτων πλεονάζουσι τὸ
ἀρύταινα ] . . . : πόθεν τὸ ἀνύτω καὶ ἀρύτω [ δι ' ἑνὸς τ ] ; ἐκ τοῦ
6841192 σωματοφυλακι
πηγὴ πλησίον αὐτῆς ἀνέσχε . καὶ Πτολεμαίῳ τῷ Λάγου τῷ σωματοφύλακι ἐπειδὴ ἐσηγγέλθη τὸ τέρας , Πτολεμαῖος Ἀλεξάνδρῳ ἔφρασεν .
ταύτῃ προσμαχομένους λανθάνει κατὰ τοὺς ἔκρους ξὺν ὀλίγοις ου τῷ σωματοφύλακι ἐπειδὴ ἐσηγγέλθη τὸ τέρας , Πτολεμαῖος Ἀλεξάνδρῳ ἔφρασεν .
6837876 Λακερεια
χιτῶνος ἡ Χιτώνη καὶ ἡγεμόνος Ἡγεμόνη . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Λακέρεια . Ἑρμιών δὲ ἀπὸ τοῦ τὸν Δία καὶ τὴν
ἀκαταμαχήτῳ δυνάμει ὁρμῶσαν , εἰς τὴν Λακέρειαν . ἡ δὲ Λακέρεια πόλις Θεσσαλίας . ξενίαν κοίταν : ἢ τὴν μετὰ
6826572 κοιτωνι
ι ὡς φυλάττον τὸ ω ἐν τῇ γενικῇ . Τῷ κοιτῶνι , τῷ Σαρπηδόνι , τῷ ἀλεκτρυόνι : τὸν κοιτῶνα
οὐκ εἶπεν ἡ μήτηρ μου , πότερον ἢ ἐν τῷ κοιτῶνι ἢ ἐν τῷ τρικλίνῳ . “ ὁ Ξάνθος λέγει
6825583 ἐπηλις
καὶ ἀντήλιος καὶ πάντα τὰ ὅμοια ψιλῶς . καὶ ἡ ἔπηλίς ἐστι παρὰ Ποσειδίππῳ . ἀποδακρύσας : οὐ σημαίνει τὸ
καὶ ἀντήλιος καὶ πάντα τὰ ὅμοια ψιλῶς . καὶ ἡ ἔπηλίς ἐστι παρὰ Ποσειδίππῳ . ἀποδακρύσας : οὐ σημαίνει τὸ
6824185 ὀπισθοδομῳ
, ὅπου ἦν θησαυροφυλάκιον . ἐπεὶ τὰ χρήματα ἐν τῷ ὀπισθοδόμῳ ἀπέκειτο . μέρος δέ ἐστι τῆς ἀκροπόλεως , [
παμμεγέθης Κωνσταντῖνος εἰκόνι ἀπεμειλίσσετο τῇ νῦν ἔτι ἀνακειμένῃ πρὸς τῷ ὀπισθοδόμῳ τοῦ βουλευτηρίου . οὕτω δόξα ἀγαθὴ βασιλεῖ πολλῶν ἀσπίδων
6817595 Νηρηις
μάλα πολλὸν ἀπὸ στιβαρῆς βάλε χειρός . Καὶ τότε οἱ Νηρηὶς ἀγακλυτὰ τεύχεα δῶκε Μέμνονος ἀντιθέοιο , τὰ καὶ μέγα
μὲν πρώτῳ δεκανῷ τὸ ἥμισυ τῆς Ἄρκτου τῆς μεγάλης καὶ Νηρηὶς καὶ Λύρα καὶ ἡ κάρα Ἰχθύος καὶ τὰ ἔμπροσθεν
6804652 δαμνησι
, λάζετο δ ' ἔγχος βριθὺ μέγα στιβαρόν , τῷ δάμνησι στίχας ἀνδρῶν ἡρώων , τοῖσίν τε κοτέσσεται ὀβριμοπάτρη .
οὔτησε κατ ' αἰγίδα θυσσανόεσσαν σμερδαλέην , ἣν οὐδὲ Διὸς δάμνησι κεραυνός : τῇ μιν Ἄρης οὔτησε μιαιφόνος ἔγχεϊ μακρῷ
6798280 δεξαμενῳ
φίλων ἐπιμελεῖ , τὴν ἐκ τοῦ τοὺς θεοὺς ἀτιμάζειν οὐ δεξαμένῳ τιμήν . πόσου ποτ ' ἂν ἐπρίατο Γεώργιος ἐκεῖνος
φοβεῖσθαι Συρακουσίους , μή τί σοι χαλεπὸν ἐξ αὐτῶν ἀνάσχῃ δεξαμένῳ τὰ παρ ' ἡμῶν χρήματα μηνύσεως αὐτοῖς ἀποδοθείσης ,
6790100 πει
ποιήσασθαι [ τὴν ] ? ? ἐκφορὰν ? [ ] πει [ ] [ ! ] αν [ ] πρὸς
ὑπὲρ τοῦ μηδὲν ἐξ ἐπιβουλῆς ὑφ ' ἑαυτῶν πεπρᾶχθαι , πει - σθεὶς ὁ βασιλεὺς συνεχώρησεν αὐτῷ πορευθέντι τὰς παρθένους
6784852 ἀντιστοιχουν
ὑποτακτικὸν τοῦ Υ . Κ σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Χ . Λ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
τῷ Ω μεγάλῳ . Π σύμφωνον ἄφωνον , ψιλόν , ἀντιστοιχοῦν τῷ Φ . Ρ σύμφωνον ἡμίφωνον , ἀμετάβολον ,
6781046 φωναν
τε καὶ βίον ὅπερ ἁρμονία ποτ ' ἀκοάν τε καὶ φωνάν : ὅ τε γὰρ νόμος παιδεύει μὲν τὰν ψυχάν
ὃν λόγον γὰρ ἔχει ῥυθμὸς ποτὶ κίνασιν καὶ ἁρμονία ποτὶ φωνάν , τοῦτον ἔχει τὸν λόγον δικαιότας ποτὶ κοινωνίαν :
6778502 Τυδει
ἀντιστήσεις . ἀντιτάξεις ] ἀντιθήσεις . θΞ τῷδε ] τῷ Τυδεῖ . Προίτου ] ἐντεῦθεν δείκνυσιν ὅτι εἰς ταύτας Τυδεὺς
τοῦ Ἀδράστου βασιλείοις προσεπέλασε νύκτωρ , καὶ προστυχὼν ἐκεῖσε τῷ Τυδεῖ φεύγοντι ἐκ Καλυδῶνος δι ' ὃν εἰργάσατο φόνον ,
6778376 σωρευω
ἄγαν πίνουσα . Νήσαντες σωρεύσαντες : ἐκ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω : ὁ μέλλων νήσω : ἐξ οὗ καὶ νηδὺς
: γαστέρα , ἔλαβον : νηδὺς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ σωρεύω καὶ τὸ ἡδὺ , ἐν ᾗ σωρεύεται πᾶσα ἡδύτης
6777039 τολμητα
χαῖρ ' , ἔφασκ ' Ἐκφαντίδης πάντα φορητά , πάντα τολμητὰ τῷδε τῷ χορῷ πλὴν Ξενίου όμονισι καὶ Σχοινίωνος ,
πόλις . Βορειγόνων ἔθνος ἐν Ἰταλίᾳ οὕτω καλούμενον . παντὰ τολμητὰ , βατὰ καὶ γραπτὰ τῷ Λυκόφρονι : οἱ Ἰταλοὶ
6775071 λιος
οἷον κίς κιός , . . ἀκίτατοι ἱστοβοῆες , λίς λιός , Ρ ὥστε λὶς ἠυγένειος : λῖες μέντοι λίεσσι
διὰ καθαροῦ τοῦ ος κλίνεται , κίς κιός , λίς λιός : ἡ Διός δὲ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Δίς
6764813 ἀνεδεδεκτο
τῷ περὶ ἐπιρρημάτων φησίν , ὡς οὐ δεόντως βαρεῖαν τάσιν ἀνεδέδεκτο . τὴν γὰρ ἀποβολήν φησι φυλακτικὴν εἶναι τοῦ τόνου
, ὁ δὲ νικήσας τὴν τῶν ἡττημένων βλάβην καὶ συμφορὰν ἀνεδέδεκτο . Ὅτι Κινέας πρεσβευτὴς ἀποσταλεὶς παρὰ Πύρρου περὶ διαλύσεως
6764632 ὀπασσον
οἰκέτεω σέο κῆρ ' ἀλιτροῖο γράψαντος τάδε : καί μοι ὄπασσον λῦσιν παθέων κηριτρεφέων , τά μοι ἐμφύει ψυχᾷ ῥυπαρᾷ
εὖ θ ' ὑπόθευ καὶ ἅμ ' ἡγεμόν ' ἐσθλὸν ὄπασσον , ὅς κέ με κεῖς ' ἀγάγῃ : κατὰ
6763288 Ἰσον
. δῶρα γὰρ ἀνθρώπων νόον ἤπαφεν ἠδὲ καὶ ἔργα . Ἶσον δ ' Ἑρμιονεὺς ποσὶ καρπαλίμοισι μετασπὼν ψύας ἔγχεϊ νύξε
, παῦρον δέ τ ' ἐπὶ χρόνον ὄλβος ὀπηδεῖ . Ἶσον δ ' ὅς θ ' ἱκέτην ὅς τε ξεῖνον
6760556 παρεδρευεται
ἑνὶ μέρει λόγου καθεστῶτα , καὶ προπαροξύνεται καὶ τῷ α παρεδρεύεται , ὡς ἔχει τὸ οἴκαδε , ἅλαδε . ἐν
, ἀπὸ ὀνόματος εἰς ἐπιρρήματα παρηγμένα , ἢ τῷ η παρεδρεύεται ἢ τῷ α , σκηνηδόν , ἀγεληδόν , ταυρηδόν
6760451 συνευχου
Ἔσται ταῦτα , ἂν αὐτὸς ὁ θεὸς ἡμῖν ὑφηγῆται . συνεύχου μόνον . Λέγοις ἂν τὸ μετὰ τοῦτο . Θεογονίαν
οὖν πολίτης ὢν οὐχ ἧττον ἡμέτερος ἢ οὗπερ ἔφυς καὶ συνεύχου τῷδε καὶ συναγωνίζου : προσέχοντα δὲ τὸν ἄνδρα εὑρήσεις
6758619 παραληγομενα
διὰ τὸ σπλεκῶ . Τὰ εἰς ΚΩ δισύλλαβα τῷ Η παραληγόμενα ἀπὸ συμφώνου ἀρχόμενα βαρύνεται , ἀπὸ δὲ ἡμιφώνου περισπῶνται
προσηγορικὰ ὀξύνονται , κατ ' οὐσίας κείμενα Α ἢ Ο παραληγόμενα : ῥανίς χλανίς σανίς ὀνίς κονίς κόνις δὲ τὸ
6754215 ματροθεν
γὰρ πατˈρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται : τὸ δ ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας . ἀμφὶ δ ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθˈμητοι
αἰὼν δυσαίων τις ἔλαχεν ἔλαχεν , ὅτε ς ' ἐτέκετο ματρόθεν χιονόχρωι κύκνου πτερῶι Ζεὺς πρέπων δι ' αἰθέρος .
6746691 Ἀττικωτερον
γὰρ μετὰ ταλαιπωρίας γίγνεται ᾔδει : η γραπτέον ἐστίν , Ἀττικώτερον τουτὶ νόει κερδαλέον : ἐπωφελές . ἀνθρώπων νόμος :
πρόθεσις ὁλοκληροτέρα καὶ τὸ ἔσωΤὸ . ἄρα πόρρω ἐκτέταται ὡς Ἀττικώτερον , καθὸ καὶ τὸ προπέρυσι πρωπέρυσίν φασι , καὶ
6746141 Στωϊκῳ
παρ ' αὑτῷ ἑκάτερον ἐχρῆν λαβεῖν : Ζηνοθέμιδι δὲ τῷ Στωϊκῷ καὶ Ἕρμωνι τῷ Ἐπικουρείῳ ὁμοίως κοινὸν καὶ τούτοις :
μὴ τέτταρα ξυμβαίνειν λέγων . Τί δὲ , ἐντετύχηκας πώποτε Στωϊκῷ τινι καὶ Ἐπικουρείῳ μὴ διαφερομένοις περὶ ἀρχῆς ἢ τέλους
6746001 Ῥηματικῳ
δὲ τὸ ἀροτριάσω : περὶ τούτου δὲ εὑρήσεις ἐν τῷ Ῥηματικῷ τοῦ Χοιροβοσκοῦ , . . . . Ἄροσιν :
: „ τὴν δὲ γενὴν οὐκ οἶδα „ . Φιλόξενος Ῥηματικῷ . . . . . δέμα : δέμα :
6743324 Ἀδριᾳ
χωρὶς τοῦ ρ λέγεσθαι . Ἄβροι , ἔθνος πρὸς τῷ Ἀδρίᾳ Ταυλαντίνων , προσεχὲς τοῖς Χελιδονίοις , ὡς Ἑκαταῖος .
τὰ δ . Περιορίζεται δὲ ὁ πίναξ ἀπὸ μὲν ἀνατολῶν Ἀδρίᾳ κόλπῳ καὶ Ἰωνίῳ πελάγει , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας Λιγυστικῷ
6740838 βοαω
ο ἐπὶ τῆς δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων κατὰ ποιητάς : βοάω βοόω , κομάω κομῶ κομόω , ἀντιῶ ἀντιόω :
δὲ δευτέρα ἀπὸ τῶν διὰ τοῦ αω ῥημάτων γίνεται , βοάω , ναρκάω , διψάω , καὶ διὰ τοῦτο τὴν
6739709 κυβοειδει
Δωριεῦσιν οὕτως ὁ θώρηξ καλεῖται . κυβίτῳ : Βακχεῖός φησι κυβοειδεῖ ὀσταρίῳ , τῇ πτέρνῃ . οἱ δὲ πλείους τῷ
δὲ ἐπὶ μὲν τὸ δεξιὸν μέρος τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τῷ κυβοειδεῖ ὀσταρίῳ , ἐπὶ δὲ τὸ ἀριστερὸν τῷ σκαφοειδεῖ .
6737777 μεταφρενῳ
πυρετὸς , καὶ ὀδύνη ἐν τοῖσι στήθεσι καὶ ἐν τῷ μεταφρένῳ ἔγκειται , ἐνίοτε δὲ καὶ ἐν τῷ πλευρῷ :
πλείονος φλογὸς τῷ τε στήθει καὶ τῷ στομάχῳ καὶ τῷ μεταφρένῳ κολλώμεναι , καὶ πταρμὸς ἐπιτετηδευμένος ἁρμοδιώτατος τοῖς ἐπὶ πλήθει
6735757 συλω
παραλήγεται , γελῶ γελάσω : τιλῶ τιλάσω καὶ τιλήσω καὶ συλῶ συλήσω : εἰ δὲ πρὸ τοῦ ρ ἢ τοῦ
αἴσυλος προπαροξύνεται ὡς σύνθετον , ἀπὸ τοῦ Α καὶ τοῦ συλῶ , ὁ πολλὰ συλῶν . Τὰ εἰς ΥΛΟΣ τρισύλλαβα
6734849 παραληγομενον
διὰ τοῦ δ κλιθῆναι , οὐ γάρ ἐστι παρώνυμον μακρᾷ παραληγόμενον , ὥστε ἁμάρτημα τὸ παρὰ τῇ Σαπφοῖ πολυΐδριδι καὶ
πρὸ τοῦ Η τὸ Σ , ἢ διπλοῦν σύμφωνον μὴ παραληγόμενον τῇ ΟΥ διφθόγγῳ ὀξύνεσθαι θέλει , εἰ μὴ παρασχηματίζοιτο
6734709 Λιβυκῳ
ἔστι δὲ πλησίον τῶν Ἑσπερίδων . τὸ ἐθνικὸν Μασκωτίτης , Λιβυκῷ καὶ Αἰγυπτίῳ τύπῳ . Μάσπιοι , ἔθνος Περσικόν ,
Μυρτώῳ καὶ Καρπαθίῳ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας Ἀδριατικῷ πελάγει καὶ Λιβυκῷ , ἀπὸ δὲ δύσεως Ἰωνίῳ πελάγει καὶ Ἀδριατικῷ ,
6729269 ἀγυια
παρὰ τὸ μύω μυῖα , οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἄγω ἀγυιά . λέγοι δ ' ἂν οὖν τὸν Ἅιδην ,
. . , : Ἔστιν τὸ μὲν ἀγυιεύς ἀπὸ τοῦ ἀγυιά , ὡς Τρύφων φησὶν ἐν παρωνύμοις πᾶν εἰς α
6728002 γελοιῳ
ἔλαβε καὶ διάγραμμα συνεστήσατο . ἦν δὲ καὶ ἐν τῷ γελοίῳ οὐκ ἀπίθανος . φασὶ δὲ καὶ τελευτῆσαι αὐτὸν διὰ
περιπατητικοῦ . ἦν δὲ καὶ θεατρικὸς καὶ πολὺς ἐν τῷ γελοίῳ διαφορῆσαι , φορτικοῖς ὀνόμασι κατὰ τῶν πραγμάτων χρώμενος .
6725914 ἀντικειμενῳ
, καὶ τὸ ἀντικείμενον τῷ ὄντι τὸ μὴ ὂν τῷ ἀντικειμένῳ τῷ ἑνὶ ταὐτὸν ἔσται : οὐκ ὂν ἄρα τὰ
εἴρηται : εἰ γὰρ τόδε τῷδε ἀκολουθεῖ , καὶ τῷ ἀντικειμένῳ τὸ ἀντικείμενον , οἷον εἰ τὸ πῦρ θερμόν ,
6725029 πρεσβα
ἀλλ ' οὔτε δὲ τοῦ πρέσβεια θηλυκοῦ , τὸ γὰρ πρέσβα κατὰ συγκοπήν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρεσβεία , δηλονότι μονογενές
γλαυκῶπις Ἀθήνη . ἣ μὲν ἐποιχομένη χρυσάμπυκας ἔντυεν ἵππους Ἥρη πρέσβα θεὰ θυγάτηρ μεγάλοιο Κρόνοιο : Ἥβη δ ' ἀμφ
6724561 πειθ
σύ γ ' , ἀλλ ' ἐμοὶ πιθοῦ . Μὴ πεῖθ ' ἃ μὴ δεῖ . Δυστάλαινά τἄρ ' ἐγώ
. πρόσπιπτε δ ' οἰκτρῶς τοῦδ ' Ὀδυσσέως γόνυ καὶ πεῖθ ' τὴν σὴν ὥστ ' ἐποικτῖραι τύχην . ὁρῶ
6718773 Δωρικῃ
ἀπὸ τοῦ λωτόεντα γίνεται καθ ' ὑπερβιβασμὸν λωτέοντα καὶ κράσει Δωρικῇ τοῦ ΕΟ εἰς τὴν ΕΥ δίφθογγον λωτεῦντα . εἰ
τοῦ ι καὶ ἐκτάσει τοῦ ε εἰς η καὶ τροπῇ Δωρικῇ τοῦ δ εἰς τὸ συγγενὲς ζ ἀζηχές . σημαίνει

Back