| ῥ ' ἔλπει , καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ , ἀγγελίας προϊεῖσα : νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ . ἡ δὲ | ||
| μέν ῥ ' ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ , ἀγγελίας προϊεῖσα , νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ . ” τὴν |
| ῥέξαιμι ; θεὸς διὰ πάντα τελευτᾷ . πρέσβα Διὸς θυγάτηρ Ἄτη , ἣ πάντας ἀᾶται , οὐλομένη : τῇ μέν | ||
| δυνάμενος αὐτῆς τὰ θήρατρα καὶ ἐκφυγεῖν ταχέως ; ἡ δὲ Ἄτη σθεναρά τε καὶ ἀρτίπους , φθάνει δὲ πᾶσαν ἐπ |
| βλαπτομένων . ἀμφικαλύπτει : περισκέπει , κρύπτει , ἀφανίζει , περιέπει . Διά : ἀνὰ , κατὰ , εἰς τό | ||
| δέ ἐστι , τὴν εὐμενῆ καὶ πραεῖαν καὶ ἵλεων κατάστασιν περιέπει : καθάπερ δὲ | τῆς χυτῆς οὐσίας ἡ κρατίστη |
| ] πονν ? ? ! ! [ [ | ] ησ ? [ [ | ] ! ε ? [ | ||
| [ ] ην ? [ ] ! ου [ ] ησ [ ] ! σ ? α ? [ ] |
| καὶ Νέμεσις λέγεται ἀπὸ τῆς νεμήσεως , ὡς διαιροῦσα καὶ νέμουσα τὸ ἐπιβάλλον ἑκάστῳ . χαριέντων . νῦν τῶν ἐν | ||
| ὃς ἐφορᾷ πάντα καὶ κρατύνει : ᾧ τὸν ὑπεραλγῆ χόλον νέμουσα , μήθ ' οἷς ἐχθαίρεις ὑπεράχθεο μήτ ' ἐπιλάθου |
| Χελιδόνιοι : ἔθνος Ἰλλυρικόν : . . . εἰσὶ καὶ Χελιδόνιαι πέτραι . . . δύο δέ εἰσι κεκλημέναι ἡ | ||
| ἧς ἐμνήσθημεν ἐπάνω . Εἶθ ' Ἱερὰ ἄκρα καὶ αἱ Χελιδόνιαι τρεῖς νῆσοι τραχεῖαι , πάρισοι τὸ μέγεθος , ὅσον |
| Ἄρεος , ἀντιπάλου δυσχείρωμα δράκοντος . Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει , καί σφας ἐσιδὼν πολλῷ ῥεύματι προσνισσομένους , | ||
| φθόνει αὐτῷ ἐν τῷ ἐπαινεῖσθαι καὶ ἀπολαύειν τοὺς ἐξ ἐκείνων κόμπους , ἀνθ ' ὧν ἐπόνησεν . καὶ γὰρ ἡρώων |
| οὕτως , ἀλληγορικῶς δὲ ἡ πάντα ἀνύουσα καὶ τρέφουσα καὶ τελειοῦσα : ἡ αὐτὴ γάρ ἐστι τῷ συμμιγεῖ καὶ εὐκράτῳ | ||
| τὸ κρεῖττον τὸ εὖ εἶναι ἑαυτῇ παρέχουσα καὶ ἀνεγείρουσα καὶ τελειοῦσα ἑαυτὴν , πολλῷ πλέον τὸ ἔλαττον τὸ εἶναι ἑαυτῇ |
| οὖσα ἢ δισώμοις χρηματίζουσα μάλιστα ἐπὶ νυκτὸς πολυγάμους ποιεῖ καὶ πολυκοίνους , καὶ μάλιστα ἐὰν ὁ Ἑρμῆς αὐτῇ ὁμόσε τύχῃ | ||
| ἢ ψώρας , κατωφερεῖς δὲ καὶ ἐπιψόγους , ἀσελγεῖς , πολυκοίνους , ἀπὸ ἐνύγρων παθῶν ὀχλουμένους . κυριεύει δὲ στοιχείων |
| , ἢ λημνίαν σφραγῖδα μετ ' ὄξους . Ἄλλο . Στίμμεως γοη . ῥόδων ξηρῶν , μάννης ἀνὰ γοβ . | ||
| σχιστῆς ἀνὰ ⋖ β , ῥόδων ἄνθους ⋖ α . Στίμμεως κεκαυμένου καὶ πεπλυμένου ⋖ ιβ , καδμείας κεκαυμένης καὶ |
| οὕτωϲ : ζιγγιβέρεωϲ πετροϲελίνου ἐπιθύμου ϲιλφίου ἄμεωϲ ϲελίνου ϲπέρματοϲ κυμίνου λιβυϲτικοῦ πεπέρεωϲ ἀνὰ ⋖ δ ϲκαμμωνίαϲ # γϲ ἁλῶν ἀμμωνιακῶν | ||
| ἀφέψημα δαμαϲώνιον ἀδίαντον ϲελίνου ϲπέρμα μαράθρου δαύκου πετροϲελίνου ἄμεωϲ ἀνίϲου λιβυϲτικοῦ ἀϲάρου ἀφέψημα μήου φοῦ ϲχοίνου ἄνθοϲ ϲεϲέλεωϲ ἀκόρου ῥίζα |
| δὲ τοὺς κλάδους . κατὰ συγκοπὴν δὲ εἶπεν , οἷον ὀροδάμνους παρὰ τὸ ὀρούειν . * ἀμμίγδην : ὁμοῦ ὀδελοῦ | ||
| χύσιν , ἄλλοτε κόψαις οὐρείην ὑπέρεικον , ὅθ ' ὑσσώπου ὀροδάμνους , πολλάκι δ ' ἀγριόεντα κράδην , σπέραδός τε |
| Οἷς μὲν δίδωσιν , οἷς δ ' ἀφαιρεῖται τύχη . Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά . Ὁ μηδὲν εἰδὼς | ||
| αὐτοῦ . καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων , Ὀργὴ μεγάλη καθ ' ὑμῶν , καὶ κατὰ τῶν υἱῶν |
| καὶ χηνός . ποιεῖ δὲ πρὸς τοὺς πνευματουμένους καὶ πολίου δεσμίδιον καθεψώμενον καὶ πινόμενον ἢ καλαμίνθης ἀφέψημα μιγνυμένου μέλιτος ὀλίγου | ||
| καὶ μετὰ μέλιτος . Ἄλλο κάλλιστον . Κισσοῦ τοῦ χρυσίζοντος δεσμίδιον λαβὼν καὶ ξηράνας ἐπ ' ὀλίγον ἐν σκιᾷ , |
| ὑποδεχομένη . πάντα πόνον τῆς παιδικῆς ἡλικίας ὑποδεχομένη . . πανδοκοῦσα παιδίας ὄτλον ] δεχομένη παιδεύσεως κακοπάθειαν , πόνον . | ||
| ἡ ] αὕτη . νέους ] ὑμᾶς ὄντας . . πανδοκοῦσα ] ὑπομείνασα καὶ προσδεχομένη ἅπασαν παιδεύσεως κακοπάθειαν . . |
| τοῦτον κατατοξεύσας χόλῳ τῆς Ἥρας εἰς μανίαν ἐτράπη καὶ τὴν Μεγάραν καὶ τοὺς παῖδας δʹ ὄντας ἀνεῖλεν Ὀνίτην , Θηρίμαχον | ||
| ἤγετο . λιπὼν δὲ Θήβας , οὗ κατωικίσθην ἐγώ , Μεγάραν τε τήνδε πενθερούς τε παῖς ἐμὸς Ἀργεῖα τείχη καὶ |
| καὶ σοφοὺς εἰς ἅπερ ψευδεῖς ; Φημὶ γὰρ οὖν . Ἄλλους δὲ τοὺς ἀληθεῖς τε καὶ ψευδεῖς , καὶ ἐναντιωτάτους | ||
| οὐδὲ φοιβάζει κλύδων οὐδ ' ὀμβρία σμήχουσα δηναιὸν νιφάς . Ἄλλους δὲ θῖνες οἵ τε Ταυχείρων πέλας μύρμηκες αἰάζουσιν ἐκβεβρασμένους |
| τὰ πολλὰ ἐξ ἀποϲτημάτων μὴ καλῶϲ θεραπευθέντων . ὁ δὲ τύλοϲ ναϲτή τίϲ ἐϲτι καὶ λευκὴ καὶ ἄνικμοϲ ϲάρξ : | ||
| ϲτερεοῦν , οἷόν ἐϲτι τὸ τεφρὸν λεγόμενον . εἰ δὲ τύλοϲ εἴη , προερεθίζειν δεῖ διά τινοϲ δριμυτέρου φαρμάκου . |
| φρονήσει μόνον ἁρμοδιώτατον , δεικνύον αὐτὴν ἀναγκαιοτάτην οὖσαν κατὰ τὴν προχείρισιν ἑκάστης τῶν κατ ' ἀρετὴν ἕξεων . τὸ γὰρ | ||
| ἐν ἕξει εἶναι μένουσαν ἀργόν , πῇ δ ' εἰς προχείρισιν τῆς ἕξεως ἔρχεσθαι , ἀλλ ' ἀδιάκοπος αὐτῆς ἡ |
| Ἄλλο . Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ | ||
| ἔχειν λύπην ἢ πένθος σημαίνει : ἰσχνὰς μὲν λύπην , ἡλκωμένας δὲ πένθος : καὶ γὰρ ἐν τοῖς πένθεσι λωβῶνται |
| οἰκείους . ὁ γὰρ Λυκάων φησὶν ἀδελφὸς ὢν Ἕκτορος „ μινυνθάδιον δέ με ” μήτηρ γείνατο Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο | ||
| ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί , ὅς με σοὶ αὖτις δῶκε : μινυνθάδιον δέ με μήτηρ γείνατο Λαοθόη θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος Ἄλτεω |
| νίτρου , ἀφρόνιτρον ἢ ἅλας ὀπόν . Ξ . Ἀντὶ ξυλοβαλσάμου , ῥίζα λευκοΐου . ἀντὶ ξιφίου γλευκίου ῥίζης , | ||
| , σχοίνου ἄνθους , σαμψύχου , κόστου , ἴρεως , ξυλοβαλσάμου , ἀνὰ γο . αʹ . κόψας καὶ σήσας |
| δραχμὰς τέσσαρας , φοινικοβαλάνων τῆς σαρκὸς οὐγκίας τρεῖς , οἴνου μυρτίτου ὅσον ἐξαρκεῖ : τὰ ξηρὰ κόπτε , σῆθε λεπτοτάτῳ | ||
| μιχθεὶς ἴσῳ χυλῷ στρατιώτου , περσείης ῥίζης , ὁμοίως ὀπὸν μυρτίτου , τιθυμάλλου καὶ σκαμωνίας τὸ ἴσον μίξας δὲ ἴσον |
| ' ἵππου ἁρμόζουσά πως τῷ πάθει τούτῳ καὶ ἀναφώνησις . Ἰσχιαδικὸν ἐπίθεμα . Πίσσης ξηρᾶς # δ , θείου ἀπύρου | ||
| καὶ ἐλαίου γο βʹ καὶ τὰ λοιπὰ ὡς προείρηται . Ἰσχιαδικὸν θαυμάσιον . Λιβάνου , εὐφορβίου , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος , |
| ἐστὶ , τρέφεται , ἐγκάθηται , ὑπάρχει , βόσκεται . διεράς : διΰγρους . γονάς : τέκνα , γενεάς . | ||
| , ᾗχί θ ' ἕκαστα ἐννέμεται , διερούς τε γάμους διεράς τε γενέθλας καὶ βίον ἰχθυόεντα καὶ ἔχθεα καὶ φιλότητας |
| λεγόμενοι ταριχευθέντες εἰσὶ μέσοι . ξανθίας δ ' ἐπὶ ποσὸν βρωμώδης ἐστὶν καὶ ἁπαλώτερος τοῦ ὀρκύνου . ταῦτα μὲν οὖν | ||
| πολύχυλος , εὔτροφος . τράγος οὐκ εὔχυλος , ἄπεπτος , βρωμώδης . ψῆττα , βούγλωσσοι εὔτροφοι καὶ ἡδεῖαι . τούτοις |
| πρός . . . . . σπουδῇ παρπεπιθόντες , ἑταίρου χωόμενον κῆρ : ἡ διπλῆ ὅτι σπουδῇ μετὰ πολλῆς κακοπαθείας | ||
| ὅπως τέ μιν υἷες Ἀχαιῶν ἤμελλον μάρψαντες ἐν ὑψηλοῖσιν ὄρεσσι χωόμενον Τρώεσσι θοὰς ἐπὶ νῆας ἄγεσθαι , ὥς τέ οἱ |
| τοῦ βαλανείου ἱδρώσειν ἐμβίβασον καὶ ἐξελθὼν ἀποθήσει . ἄλλο . κυνείας λευκῆς τῆς καλουμένης γενούβεως κοχλιάριον αʹ . μετ ' | ||
| οἰσυπηρῶν κεκαυμένων # α , ἀριστολοχίας στρογγύλης , κισήρεως , κυνείας κόπρου , ἰοῦ ξυστοῦ , λεπίδος χαλκοῦ , μίσυος |
| ὄρνιθας ἐκδιῶξαι . ἦν δὲ ἐν Στυμφάλῳ πόλει τῆς Ἀρκαδίας Στυμφαλὶς λεγομένη λίμνη , πολλῇ συνηρεφὴς ὕλῃ : εἰς ταύτην | ||
| ' οὗ καὶ θηλυκῶς οὕτω ποταμὸς ἐν Ἀρκαδίᾳ Μετώπη . Στυμφαλὶς εὐανθὴς Μετώπα : Μετώπη Ἀσωποῦ μὲν ἦν γυνὴ , |
| μόνον . οὕτως ἔσθ ' ἅγιον παντελῶς τὸ θηρίον . Ἔρχεται , μετέρχεθ ' αὕτη , προσέρχετ ' , οὐ | ||
| μὲν διὰ τύχην γίγνεται , τὸ δ ' αἱρέσει . Ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' οὐ ζητούμενον . Ἆρ |
| ποδῶν . καὶ οἶνος δὲ λεπτὸς καὶ ἄγαν λευκὸς καὶ εὔοσμος καὶ ὑδατώδης προσενεκτέος αὐτοῖς , παρακμῆς αὐτοῖς ἐπὶ τῆς | ||
| οἱ κλῶνες καὶ τὰ φύλλα καὶ ὅλως ἡ πᾶσα φύσις εὔοσμος , οἷον ἑρπύλλου ἑλενίου σισυμβρίου τῶν ἄλλων . ἄμφω |
| . [ Περὶ τῶν ἐν τοῖς ὠσὶ ἑλκῶν . ] Γλαύκιον μετ ' ὄξους ἀποτρίψας ἔγχει . εἰ δὲ ὑγρὰ | ||
| ταῖς μελλούσαις εἰρῆσθαι δυνάμεσι χρηστέον . ἔχουσι δὲ οὕτω . Γλαύκιον , λύκιον καὶ μηκώνιον τρίψας μετὰ μέλιτος ἐπίβαλε : |
| . νῦν δὲ τοὐναντίον οἱ νέοι τοὺς ὑπὲρ ἑξήκοντα ἔτη σωφρονίζουσιν ? . διόπερ ὦ ἄνδρες δικασταὶ [ ] δικαίως | ||
| „ ὅτι τοὺς φρονίμους τῶν ἀνθρώπων αἱ τῶν πέλας συμφοραὶ σωφρονίζουσιν . τῶν ἀλόγων ζῴων βουλομένων βασιλέα ἑαυτῶν ἑλέσθαι κάμηλος |
| ϲτύραξ χαλβάνη βδέλλιον ἔλαιον Ϲικυώνιον ἔλαιον κρίνινον ἔλαιον τὸ γλυκύτατον ἀνθεμὶϲ ἀλθαίαϲ ἡ ῥίζα ϲικύου ἀγρίου ἡ ῥίζα ἀγρίαϲ μαλάχηϲ | ||
| τὰ φύλλα ἄκορον ἄμωμον ἀϲάρου ἡ ῥίζα βρυωνίαϲ ἡ ῥίζα ἀνθεμὶϲ ἀπαρίνη ἀριϲτολοχία ἀρνόγλωϲϲον ξηρὸν ἀϲφοδέλου ἡ ῥίζα καὶ μᾶλλον |
| βʹ ἰαμβικὰ δίμετρα , τὸ δὲ ἓν μονόμετρον . Γ καταγιγαρτίσαι : ἀντὶ τοῦ κατὰ τῶν γεωργικῶν γιγάρτων βαλεῖν καὶ | ||
| τοῦ φελλέως , μέσην λαβόντ ' , ἄραντα , καταβαλόντα καταγιγαρτίσαι . Φαλῆς Φαλῆς , ἐὰν μεθ ' ἡμῶν ξυμπίῃς |
| δυνάμεις αὐτοῖς ἐμπεριποιησάντων τοῦ ζῳδιακοῦ διαστημάτων . Αἱ μὲν οὖν συνοικειώσεις τῶν τε ἀστέρων καὶ τῶν δωδεκατημορίων σχεδὸν ἂν εἶεν | ||
| καὶ μάλιστα διότι τὰς φύσεις καὶ τὰς δυνάμεις καὶ τὰς συνοικειώσεις αὐτῶν ὁρῶμεν ἐκ τῶν προαποδεδειγμένων ἀπὸ τῶν τροπικῶν καὶ |
| ταὐτὸν ἦλθον , ᾠκειώθησαν : τὸ γὰρ ἐφιλιώθησαν ἰδιωτῶν . Δυνάμεις ἐρρωμέναι , ἀκμάζουσαι , ἀκραιφνεῖς , ἀκέραιοι , ἐπιστήμονες | ||
| μιᾶς ἑκάστης ιϚ ιϚʹ . Κοιναὶ προσκείσθωσαν αἱ λείψεις . Δυνάμεις ἄρα κε Ϟ η ἴσαι δυ μιᾷ μονάσι μα |
| [ , πρόσπολον ] οἰκτρᾶς μετὰ παρθενικῶν ? [ παίδων ἰαχῆς ] μέλος οἰμώξασα , ἵετ ' ἐπ [ ' | ||
| σφι κιχήμεναι αἴσιμον ἦεν : τῶν δέ θ ' ὑπὸ ἰαχῆς ἐφάνη λὶς ἠϋγένειος εἰς ὁδόν , αἶψα δὲ πάντας |
| . τούτῳ χρηστέον ὡς ἐπιτηδειοτέρῳ καὶ δραστικῷ φαρμάκῳ . γῆς Κιμωλίας , θείου ἀπύρου τὸ ἴσον τρίψας μετ ' ὄξους | ||
| ξηροῦ ἀνὰ # γ . κόψας καὶ σήσας χρῶ . Κιμωλίας ⋖ β , νίτρου , βρυωνίας , σικύου ἀγρίου |
| . καὶ ἐμοὶ μὲν παρεσκεύαστο ἐλεγεῖον τοιονδὶ Ποιητὴς ἀέθλων τε βραβεὺς αὐτός τε χορηγὸς , σοὶ τόδ ' ἔθηκεν ἄναξ | ||
| αὐτὸν τεθνάναι . Ἀρτεμβάρης δὲ : ὁ Ἀρτεμβάρης δὲ ὁ βραβεὺς καὶ ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ διοικητὴς τῆς μυρίας καὶ |
| α , πιτυΐνης οὐγγίας η , ἐλαίου οὐγγίας στ , σκολοπενδρίου οὐγγίας γ , οἴνου παλαιοῦ ξέστας β , γύρεως | ||
| β : ἐν ἄλλῳ δὲ καὶ ταῦτα μίγνυται : κόστου σκολοπενδρίου καππάρεως ῥίζης φλοιοῦ ἀνὰ ⋖ ⊂ ὄξους σκιλλητικοῦ . |
| πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο | ||
| ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι |
| βοηδρομοῦντες : ἁρμάτων δ ' ἄφνω τροχοί οὐκ ἐστρέφοντο , δέσμιοι δ ' ὣς ἥρμοσαν . ἀπ ' οὐρανοῦ δὲ | ||
| χαραχθεὶς κλίμακας ῥάνηι φόνωι , οἱ δ ' ἐν βρόχοισι δέσμιοι λελημμένοι Φρυγῶν ἀρούρας ἐκμάθωσι γαπονεῖν . Ἕκτορ , ταχύνεις |
| κρέας αὐτίκα πέμψον . πεμψῶ , ναὶ τὸν Πᾶνα . φριμάσσεο , πᾶσα τραγίσκων νῦν ἀγέλα : κἠγὼν γὰρ ἴδ | ||
| ἵππων : κατὰ ὀνοματοποιΐαν δὲ τοῦτο ἀπὸ τοῦ ἤχου . φριμάσσεο : ἐπὶ τῶν ἵππων τὸ φριμάσσεσθαι : νῦν δὲ |
| . Χρυϲοκόλληϲ , ταυροκόλληϲ , ϲαρκοκόλληϲ , ἰχθυοκόλληϲ , λίθου γαγάτου , λίθου αἱματίτου , ῥοῦ Ϲυριακοῦ , ῥοῦ βυρϲοδεψικοῦ | ||
| : ἄλλοτε δὲ ὄϲφρηϲιϲ βαρέων ὀϲμῶν κατέβαλε , ὥϲπερ τοῦ γαγάτου λίθου . τοῖϲδε μὲν ὦν ἐν τῇ κεφαλῇ τὸ |
| καὶ ἐμοῦσι χολήν . Σύες νοσοῦντες καρκίνους ποταμίους ἐσθίουσιν . Ἔλαφος νοσοῦσα καρκῖνον ἐσθίει . Λέων νοσῶν πίθηκον ἐσθίει . | ||
| κρεῖττον , ὃς οὐδὲ ποίην ἀναλύειν με γινώσκω ; ” Ἔλαφος ποδώκης εὔκερως ἀχαιΐνης λίμνης ὕδωρ ἔπινεν ἡσυχαζούσης . ἐκεῖ |
| πρωτείου γοε . κρόκου τριχίνου γράμματα β . μόσχου , ἄμβαρος ἀνὰ γράμματα β . Κόστου λιαζʹ . ἤτοι λίτρ | ||
| καρποβαλσάμου , ἀρναβῶ , ἀμώμου , ἀλόης ἀνὰ γοβ . ἄμβαρος γοα . μαστίχης , μόσχου , ἀνὰ γράμματα στ |
| [ ] ! [ ! ] φατ [ [ ] κεδνὰν [ [ ] ! [ . . . . | ||
| [ ] ! [ ! ] φατ [ [ ] κεδνὰν ? [ [ ] ! [ ] του ? |
| ἀσάμινθον δ ' Ὅμηρος , ἔς ῥ ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο : καίτοι ἔν γε τοῖς Κρατίνου Ἥρωσι τὴν | ||
| ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν , ἔς ῥ ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο . τοὺς δ ' ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν |
| , ἐνορμίσασθαι μὲν ἄχρηστος , τῶν ὀστρέων δὲ θήραν ἔχων ἀφθονωτάτην . ἔνιοι δὲ τοῦτον αὐτὸν τὴν λίμνην εἶναι τὴν | ||
| τὴν ἵππον καὶ τὴν τῶν ἄλλων πληθὺν ὑποζυγίων καὶ λείαν ἀφθονωτάτην προσπαραλαβών . ὃν θεασάμενος ὁ μέγας ἱερεὺς τοῦ μεγίστου |
| καὶ πινόμενον σὺν ὕδατι : μελισσόφυλλόν τε σὺν νίτρῳ , πάνακός τε ῥίζα καὶ καρπὸς σὺν οἴνῳ : τρύξ τε | ||
| καὶ πινόμενον σὺν ὕδατι : μελισσόφυλλόν τε σὺν νίτρῳ , πάνακός τε ῥίζα καὶ καρπὸς σὺν οἴνῳ : τρύξ τε |
| , ἀπάτη ὡς φιλόφρων σαίνουσα καὶ ὑποθέλγουσα κατὰ τὴν ἀρχὴν ἐμβιβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς παγίδα , ἤτοι εἰσάγει αὐτὸν εἰς | ||
| . ὁ δὲ οὐ πείθεται , ἀλλ ' εἰς λάρνακα ἐμβιβάζει αὐτὴν μετὰ τοῦ παιδός , καὶ κλείσας καταποντοῖ . |
| πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ | ||
| πετάλοισιν ἀγαυρόν : εὐαυξῆ εὐθαλῆ * ἀγαυρόν : ὑψηλόν . ἀγαυρὸς κυρίως ὑπερήφανος πεδόεσσα ἤτοι χαμαιπετής , χαμηλή : διὸ |
| πρὸς ὑπόχυσιν ποιεῖ . ὡσαύτως καὶ ἡ τέφρα σὺν μέλιτι ἐγχριομένη ὀξυωπίαν παρέχει . διαχριομένη δὲ ὡσαύτως ἕλκη τὰ ἐν | ||
| μέλιτι ἄκρως ἰᾶται . Ἡ δὲ χολὴ σὺν ἀκάπνῳ μέλιτι ἐγχριομένη θεραπεύει ἀχλύν , ἄργεμα καὶ πτερύγια . ὁ δὲ |
| πεποιηκέναι φησὶν Ἕρμιππος . Εὔθυνοι : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου , εἰ γνήσιος . εὔθυνοι ὄνομα ἀρχῆς παρ ' | ||
| ἐνταῦθα κατέμειναν . Πτώματα ἐλαιῶν : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . λέγοι ἂν ἤτοι τὸν καρπὸν τὸν ἀποπεπτωκότα τῶν |
| Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος , „ Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει . „ ταῦτα μὲν οὖν τοιαύτην τινὰ | ||
| ἅτε τοῦ βασιλέως αὐτῶν ἔτι περιόντος „ Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ” ἀνάσσει , „ καὶ τῆς πόλεως οὐ |
| , ἀνὰ γοστ . ῥόδων ξηρῶν , στύρακος , ἀνὰ λια . ῥόδων χλωρῶν λιβ . οἴνου παλαιοῦ εὐώδους καὶ | ||
| καδμίας πεπλυμένης δραχ . ε . οἴνου καὶ μυρσίνης ἐλαίου λια . κατὰ βραχὺ ἐπιβάλλων καὶ λειῶν φιλοπόνως : καὶ |
| καὶ μὴ νήχεσθαι . ] πηγαὶ δὲ καὶ κρῆναι καὶ πίδακες ὕδατι καθαρῷ πλημμυροῦσαι ἀγαθαὶ πᾶσι μὲν ἐπίσης , μάλιστα | ||
| ἐπήτριμα χεύματα πέμπων , ὄφρα μὴ ὀμβρήσαντος ἀπείρονας ἠέρος ὁλκοὺς πίδακες ἀστυφέλικτον ἐπικλίνωσιν ὀχῆα . Καὶ βροντῆς πρηστῆρες ἐμυκήσαντο θορόντες |
| Ἐρινὺν Ἔριν εἶπεν . ὑποκοριστικῶς Ἔριν εἶπε τὴν Ἐρινύν . παιδολέτωρ δ ' ἔρις : ὑποκοριστικῶς τὴν Ἐριννὺν Ἔριν εἶπεν | ||
| φρένας : οὐ γὰρ ἂν ἠράσατο τοῖς παισίν . θ παιδολέτωρ δ ' Ἔρις : ταῦτα παρορμᾷ : δῆλον δὲ |
| δάμαρ . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐν αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς εἶρος | ||
| κεκράαντο . τόν ῥά οἱ ἀμφίπολος Φυλὼ παρέθηκε φέρουσα νήματος ἀσκητοῖο βεβυσμένον : αὐτὰρ ἐπ ' αὐτῷ ἠλακάτη τετάνυστο ἰοδνεφὲς |
| καὶ αἰθερίους καλοῦμεν , τοὺς δὲ οὐρανίους , τοὺς δὲ ἐπιγείους , τοὺς δὲ θαλασσίους καὶ ποταμίους , τοὺς δὲ | ||
| μεταβάλλοντας . . . . , ἄλλους δὲ ἐκ τούτων ἐπιγείους γενέσθαι φασίν , ὑπάρξαντας μὲν θνητούς , διὰ δὲ |
| τινοϲ τῶν προειρημένων . Ἄλλο : γῆϲ ἀϲτέροϲ ἀγηράτου λίθου λημνίαϲ ϲφραγίδοϲ ἴϲα : δίδου κοχλιάριον μετὰ κυάθων β ἀρνογλώϲϲου | ||
| # γ ῥόδων ξηρῶν # δ μύρτων # ϲ κρόκου λημνίαϲ ϲφραγῖδοϲ μάκεροϲ φλοιοῦ ἀνὰ # α ϲ ἀναλάμβανε χυλῷ |
| πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος | ||
| ' ἐλατὴρ Σοσθάνης . ἄλλους δ ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν : Σουσισκάνης , Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής , ὅ |
| θερμίνου ἴσα . Τρυγὸς κεκαυμένης , ἀσβέστου ζώσης , ἰοῦ ξυστοῦ ἴσα . ἀφαιρεῖ παραχρῆμα : ὅταν δ ' ἐκπέσῃ | ||
| Ἄλλο . Ποιεῖ καὶ πρὸς τὸν λεγόμενον βάτραχον . Ἰοῦ ξυστοῦ , κηκῖδος , λεπίδος χαλκοῦ , χαλκίτεως ἴσα παράπτου |
| , ῥόδον εἴαρος μέλημα , ῥόδον ὧι παῖς ὁ Κυθήρης στέφεται καλοὺς ἰούλους Χαρίτεσσι συγχορεύων : στέψον οὖν με , | ||
| γαῖα προκύπτει , καρπὸς ἐλαίας † προκύπτει : † Βρομίου στέφεται † νᾶμα κατὰ φύλλον † κατακλόνον καθελων † ἤνθισε |
| δημοκρατίᾳ τῶν νόμων ἴσον μέτεστιν , οὕτω παρ ' ἡμῖν ἰσομοιρία τις τῶν ζεφύρου καλῶν , καὶ οὐδεὶς πώποτε διψῶν | ||
| ἤτοι τῶν ἄλλων . αἰκία : κάκωσις . καὶ ἡ ἰσομοιρία : καὶ τὸ κοινωνεῖν πάντας ἐπίσης τῶν κακῶν , |
| ἔπειτα . βούλεται γὰρ πρῶτον τὸν Φοίνικα ἀπεληλυθότα εἰς τὸ σκήνωμα , εἶτα τὸν Ὀδυσσέα καὶ τὸν Αἴαντα ὡς πρεσβεύοντας | ||
| ρ , στέφος καὶ στέρφος . Σκῆνος . παρὰ τὸ σκήνωμα καὶ σκηνὴν εἶναι τῆς ψυχῆς , οἷον οἰκητήριον . |
| τῆς διὰ χυλῶν : κεῖται ἐν τοῖς ἑδρικοῖς . Κηρωτὴ ποδαγρική . Χυλοῦ ἀλθαίας , τήλεως , λινοσπέρμου # β | ||
| . τὸ διὰ σκίλλης καὶ ἀγρίου σικύου . ἡ πυξὶς ποδαγρική . ἄλειμμα Καστίνου ἀρθριτικοῖς . τὸ διὰ τοῦ κισσοῦ |
| ε . . . . . , = . : αὐδήεσσα : ὁ Ἀπίων ὀνομαστὴ καὶ ἔνδοξος , οἷον αὐδωμένη | ||
| πλησίστιον , ἐσθλὸν ἑταῖρον , Κίρκη ἐϋπλόκαμος , δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα . ἡμεῖς δ ' ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι κατὰ νῆα |
| τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος | ||
| τῷ . ἐΐσκοι : ὁμοιοῖ . Θῶας : πτώκας , λάγους . ἐχίνοις : ῥοίτζοι . Λάρον : ὄνομα ἰχθύος |
| προβάτων εἶναι τὸ ὕδωρ , Θόη διὰ τὸ ταχύ , Πολυδώρη διὰ τὸ πολλὰ δωρήματα ἔχειν τοὺς ναύτας ἐξ αὐτῆς | ||
| υἱὸς Σπερχειοῖο διιπετέος ποταμοῖο : ὃν τέκε Πηλῆος θυγάτηρ καλὴ Πολυδώρη Σπερχειῷ ἀκάμαντι γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα , αὐτὰρ ἐπίκλησιν Βώρῳ |
| α ἀμαιμάκετος , ὁ μακρὸς καὶ ὑπερφυής . τὸ δὲ πνείουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ παρὰ τὸ μαιμῶ μαίμακα , ὃ καὶ | ||
| ! ! ! ! [ σὺν τῶι πῦρ ? [ πνείουσαν ˘˘˘˘ – – Χίμαιραν . γῆμε δὲ παῖδα ? |
| ξίφος , ἔσχε δ ' ἐρωήν : τοῦ γὰρ ζῆλον ἐρεμνὸν ἀπώσατο καί οἱ ἔνερθεν ἡδὺν ἐφ ' ἵμερον ὦρσε | ||
| , ἐν δ ' ἑλίκεσσι βουσὶ καὶ κλυτοῖς πεσὼν αἰπολίοις ἐρεμνὸν αἷμ ' ἔδευσα . Τί δῆτ ' ἂν ἀλγοίης |
| , ἐλαίου παλαιοῦ ⋖ α . Κατάπλασμα εἰς ἡμικρανίαν . Δαφνίδων λείων ⋖ β , πηγάνου φύλλων ⋖ β , | ||
| χαλκίτεωϲ , ϲχιϲτῆϲ , διφρυγοῦϲ ἴϲα : ξηρῷ χρῶ . Δαφνίδων , νίτρου Ἀλεξανδρινοῦ , ἁλὸϲ πεφρυγμένου , ἁλὸϲ Καππαδοκικοῦ |
| ἐντιθέμενος τοῖς μυκτῆρσι , καὶ μάννα χυλῷ πράσου φυραθεῖσα καὶ ἐντιθεμένη . χρὴ δὲ καὶ ἐλαίας φύλλοις λείοις ἁπαλοῖς ἔξωθεν | ||
| καὶ πᾶσαν συστροφὴν διαφοροῦσιν . Σπονδυλίου ἡ ῥίζα περιξεομένη καὶ ἐντιθεμένη συρίγγων τύλους ἀφαιρεῖ . καὶ ἐλλέβορος μέλας ἐντιθέμενος ἐν |
| ἐκ διαδοχῆς οὖσα . διαβόητος ὁ ἐν ἀρετῇ ἐγνωσμένος , ἐπιβόητος ὁ μοχθηρὰν ἔχων φήμην . δικαστὴς ὁ κατὰ νόμον | ||
| , διέφθορας , διεφθάρης τὰς σαυτοῦ φρένας . διαβόητος καὶ ἐπιβόητος διαφέρει . διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ ' |
| ὀργάνοις μουσικοῖς γίνεται οὗτος ὁ ὕμνος . δέσμιος ] ὁ δεσμεύων αὐτοῦ τὰς φρένας . λάχη ] ἀντὶ τοῦ γέρα | ||
| τὸ ἀραιόν , διὸ ὀλίγους περιλαμβάνει . ὁ δὲ ἀντία δεσμεύων τὴν κολοβότητα καὶ σμικρότητα : ἀντιβάλλοντες γὰρ αὐτοὺς καὶ |
| ἀλλ ' οἷον φωτός τε εὖ ἔχειν καί τινας ὑποδεικνύναι κευθμῶνας , πρὸς κολωνόν τινα ὑψηλὸν σκοπὸν ἀναβιβάζουσιν ἐπιστήμονα : | ||
| ἀνημέρους . ἐγὼ γὰρ ὑμῖν πανδίκως ὑπίσχομαι ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονὸς λιπαροθρόνοισιν ἡμένας ἐπ ' ἐσχάραις ἕξειν , |
| τοῦ Καρὸς μετοικήσαντος ἐκεῖ σὺν Μάγνησι τοῖς ἐκ Κρήτης . Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος : ὁ νοῦς : οὐ τραχεῖά | ||
| δ ' εἰναλίη Σκίαθος , φαίνοντο δ ' ἄπωθεν Πειρεσιαὶ Μάγνησσά θ ' ὑπεύδιος ἠπείροιο ἀκτὴ καὶ τύμβος Δολοπήιος . |
| ἐπειδὴ ἐγένετο παρ ' ἡμῶν ἀπὸ τῆς Προνοίας συνετάττετο . Δύναμις δὲ καὶ τοῦτο μεγάλη , καλῶς καὶ τοῖς κακοῖς | ||
| αἷμα καὶ πνεῦμα , καὶ θερμασίη διὰ τούτων φοιτᾷ . Δύναμις μίη καὶ οὐ μίη , ᾗ πάντα ταῦτα καὶ |
| πάνυ πολυτελῶν . ἐπεβέβλητο δ ' αὐτῷ πορφυροῦν ἀμφίταπον ἀμοργίνῳ καλύμματι περιειλημμένον . προσκεφάλαια δ ' εἶχε τρία μὲν ὑπὸ | ||
| ἐλεγκτικήν : ὅλον δὲ τὸ εἶδος τοῦ λόγου σχεδὸν ὑπὸ καλύμματι κεῖται , πολὺ τῆς Δημοσθενικῆς παρρησίας ἀποδέον . παρρησιάζεται |
| ἀλλὰ καὶ εἰς τὰς ἄλλας θεραπείας τοῦ ὅλου σώματος . Χαλκίτεως . . . . δραχ . αʹ κρόκου . | ||
| ποιῆσαι βούλει , χυλῷ ἀρνογλώσσου ἢ οἴνῳ αὐστηρῷ ἀναλάμβανε . Χαλκίτεως , μίσυος , λεπίδος , κηκῖδος ἴσα . Ἀσβέστου |
| τοῦτο ἐπὶ ποδιαῖον ἢ ἐπὶ πηχυαῖον βάθος , καὶ τὴν ὀρυττομένην γῆν ἀφελών , λαβὼν κεραμίδας καὶ ταύτας καταστρώσας κατὰ | ||
| μὲν ὑπνώδης ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἷμα ξηραινομένην , ὀρυττομένην δὲ λευκήν , καὶ καρπὸν ἐρυθρότερον κρόκου , φύλλον |
| τρυγᾷ ἡ συνομιλία κακοῖς . ἐκκαρπίζεται ] ἐκφύει . θ ἐκκαρπίζεται ] ὡς καρπὸν δίδωσι . Ξ ἢ γὰρ ξυνεισβάς | ||
| κομίσασθαί τινα αὐτόν . . ἄτης ] βλάβης . . ἐκκαρπίζεται ] ἐκφύει . . ἢ γὰρ ξυνεισβὰς ] τὰ |
| τῇ τῶν ἀλεκτρυόνων οὐρᾷ . καμινώ : ἡ πολύλαλος . κάπραινα : γυνὴ ἡ ὀργῶσα πρὸς μείξεις . καπρῶντας : | ||
| θυμιάσω τοῦ τέκνου σεσωσμένου . Ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα . Ἐνέβαινε σιγῇ Πείσανδρος μέγας αὐτός ὥσπερ Διονυσίοισιν οὑπὶ |
| ἀνήγειρε , φρόνησιν δὲ καὶ δικαιοσύνην ἐπιστήμην τε καὶ σοφίαν ἐγρηγορυίας εἰς ὕπνον ἔτρεψεν . οὗ χάριν ἁγνεύειν οὐδένα πρὸ | ||
| μοι καὶ παῖς αὐτῷ τρέφεται παρ ' ἐμοὶ φύσεώς τε ἐγρηγορυίας καὶ πονεῖν εἰδώς . τὸν δὲ Ἀχιλλίου τρόπον ἀρκεῖ |
| . ἢ καὶ ὡς ἀλεξίκακον Ἡρακλέα καλεῖ . μ ' ὦνθρωπε : εὐλαβεῖται δὲ καταφανὴς γενέσθαι ὁ Διόνυσος . τοῦτό | ||
| ' , ἀδικεῖς ἐμποδὼν καθήμενος . Οὐδὲν δεόμεθ ' , ὦνθρωπε , τῆς σῆς μορμόνος . Οὐδ ' οἵδε γ |
| , μάλιϲτα εἰ κακοϲτόμαχοϲ εἴη ὁ λαμβάνων . Ἀριϲτολοχίαϲ τῆϲ κληματίτιδοϲ ὁ καρπόϲ . Ξηρὸϲ λεῖοϲ ⋖ α πλῆθοϲ πίνεται | ||
| . Ὀδοῦϲιν ἐψυγμένοιϲ δαφνίδων καὶ ϲχιϲτῆϲ ϲτυπτηρίαϲ , ἀριϲτολοχίαϲ , κληματίτιδοϲ ἴϲα . Ῥόδων ἄνθουϲ ⋖ η , κηκίδων ⋖ |
| δὲ νεκρῶν ἄγγελός τε καὶ κῆρυξ . σίφωνι λεπτῶι τοὐπίθημα τετρήνας . στάζουσιν ὥσπερ ἐκτροπήϊον σάκκος . κἄλειφα ῥόδινον ἡδὺ | ||
| ὅτῳ ἐγεύοντο , Ἱππῶναξ εἴρηκεν , σίφωνι λεπτῷ τὸ ἐπίθημα τετρήνας , σιφωνίζειν δ ' Ἀριστοφάνης . καὶ ἀπὸ μὲν |
| ἠπάτησε τοιούτῳ : “ κόραξ , καλαί σοι πτέρυγες , ὀξέη γλήνη , θεητὸς αὐχήν : στέρνον αἰετοῦ φαίνεις , | ||
| , καὶ ἔγκειται βαρὺ ἐν τῷ πλευρῷ , καὶ ὀδύνη ὀξέη ἐς τὸ αὐτὸ ἀεὶ χωρίον λαμβάνει , καὶ δίψα |
| καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἁλοσύδνη , ὥσπερ καὶ τὸ γηθόσυνος γηθοσύνη . . . . ἀλλοδαπός : ὁ ξένος , | ||
| ποδώκεος Αἰακίδαο φοίτα μακρὰ βιβᾶσα κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα , γηθοσύνη , ὅ οἱ υἱὸν ἔφην ἀριδείκετον εἶναι . αἱ |
| φησιν Ἐρατοσθένης ἐν Ἑρμῇ ἡ χερνῆτις ἔριθος ἐφ ' ὑψηλοῦ πυλεῶνος δανδαῖτις στείχουσα καλὰς ἤειδεν ἰούλους . ἴουλος τὸ πολύπουν | ||
| Ἑρμῇ λέγων οὕτω : ἦν χερνῆτις ἔριθος ἐφ ' ὑψηλοῦ πυλεῶνος δενδαλίδας τεύχουσα , καλοὺς δ ' ἤειδεν ἰούλους . |
| παχέα καὶ γλίσχρα ῥᾳδίως ἀναπτύεσθαι ποιεῖ καὶ καταμήνια προτρέπει . Γλυκυρρίζης ὁ χυλὸς τραχύτητας ἐκλεαίνειν πέφυκεν , οὐκ ἐν ἀρτηρίᾳ | ||
| , νάρδου μύρου ἢ ῥοδίνου . Καυσουμένοις στόμαχον χρονίως . Γλυκυρρίζης ἀφέψημα ἢ τὴν ῥίζαν ἐμπάσσοντα δοτέον ποτῷ , ἢ |
| χιτῶνας τέγγουσι καὶ βρέχουσι τοὺς κόλπους ἐν δάκρυσι μυδαλέοις καὶ διύγροις θλιβόμεναι . οὕτως δὲ ἔμελλεν εἰπεῖν , ὅτι πολλαὶ | ||
| : φοιτῶσιν οἱ θεοὶ πανταχοῦ τοὺς ἀτιμάζοντας τιμωρούμενοι : ταῖς διύγροις : ἢ πόσιν τὸν Ἐρεχθειδᾶν : στοχαστικὸν τὸ ἦθος |
| λέγω : σημαίνει δὲ καὶ τὸ σκέπτομαι . Πλήσσω : κεντῶ . τιτρώσκω . Ἀμείβων : ἀντὶ καταλλάσσων . Διενήνοχε | ||
| : ἀπὸ τῆς ἀνά προθέσεως καὶ τοῦ πείρω , τὸ κεντῶ κατὰ συγκοπήν . . . . ἀμπρεύω : ὁ |
| οὐρήϲεων . τοῦτο δὲ ποιοῦϲι καὶ αἱ προειρημέναι ῥίζαι καὶ ϲκάνδιξ ἐϲθιόμενον καὶ μάραθρον . τὸ δὲ κρῆθμον καὶ τὴν | ||
| τὸ ϲπέρμα μόλυβδοϲ . Ὅϲα λεπτομερῆ . Ἀβρότονον κεκαυμένον ἄγνοϲ ϲκάνδιξ αἰγείρου τὰ ἄνθη ἀκαλήφηϲ ὁ καρπὸϲ καὶ τὰ φύλλα |
| καὶ κατὰ βάθους ὀρύττοντες τὴν γῆν ἐρευνῶσι τὰς πολυαργύρους καὶ πολυχρύσους πλάκας τῆς γῆς : καταβαίνοντές τε οὐ μόνον εἰς | ||
| τἀδικεῖν ἐπαινοῦντα ὡς αἴτιον ἑκάστου τῶν εἰρημένων πολυαργύρους γὰρ καὶ πολυχρύσους καὶ ἐνδόξους τοὺς ἀδικοῦντας μάλιστα γίνεσθαι , μὴ τὴν |
| πότιζε δὲ αὐτὰς καὶ τὰ πρὸς αἱμοπτοϊκοὺς ἀναγεγραμμένα , καὶ ἐγκάθιζε ἀφεψήμασι στύφουσι . Συνίστανται σπανίως λίθοι πωροειδεῖς ἐν τῷ | ||
| , ῥάμνου φύλλων , βάτου ἀκρεμόνων ἴϲα ἑψήϲαϲ ἐν ὕδατι ἐγκάθιζε . Ἄλλο . ῥοιᾶϲ γλυκείαϲ ῥίζηϲ φλοιοῦ , μυρϲίνηϲ |
| ῥοδίνου τὸ ἀρκοῦν : τὸν κρόκον λείου γάλακτι γυναικείῳ . Κρόκου ⋖ α , ὑϲϲώπου ⋖ α , μυελοῦ ἐλαφείου | ||
| χρείας μίγνυε τοῦ φαρμάκου μέρος ἓν καὶ οὕτως ἐπιτίθει . Κρόκου . . . . . . . . οὐγγ |
| μετὰ μέλιτος δὸς πιεῖν . [ Πρὸς καρδιόπονον . ] Πήγανον καὶ λινόσπερμα καὶ μάραθρον κατὰ τὴν καρδίαν θές . | ||
| τὸ δὲ ἀπόζεμα ἐσθιόμενόν τε καὶ πινόμενον ψυαλγίαις βοηθεῖ . Πήγανον βοτάνη ἐστὶ πᾶσι γνωστή . θερμαίνει δὲ καὶ ξηραίνει |
| τοὺς πάντας δέχεσθαι . παννύχιον : ὅλην τὴν νύκτα . πανομφαίῳ : ᾧ πᾶσα φήμη καὶ μαντεία ἀναφαίνεται . πανόπτος | ||
| : πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ περικαλλέϊ κάββαλε νεβρόν , ἔνθα πανομφαίῳ Ζηνὶ ῥέζεσκον Ἀχαιοί . οἳ δ ' ὡς οὖν |