προφορικῷ φησιν , ἐπεὶ οὐκ ἔσται ὁ ἄγγελος λογικὸς μὴ προφέρων λόγον , τὸν ἐνδιάθετον οὖν λόγον λέγει . Ἰστέον
ἡμῖν τὰς αἰτίας , εἰ καὶ αὐτὸς μετὰ μείζονος ἀξιώματος προφέρων τοὺς λόγους παρῆκε τὰς αἰτίας εἰπεῖν , καὶ τέως
6276444 χαιρων
, ἀνωϊστί , δόλῳ οὐλομένης ἀλόχοιο . ὣς οὔ τοι χαίρων τοῖσδε κτεάτεσσιν ἀνάσσω : καὶ πατέρων τάδε μέλλετ '
μὲν δὴ αὐτοὶ Πυθαγόρειον ἤδη τῷ Ἀπολλωνίῳ ἐφάνη καὶ ἠκολούθει χαίρων . Τὸν δὲ ὄχθον , ἐφ ' οὗ οἱ
6264605 σωτηρ
διὰ τοῦ κύριος καὶ θεός , τοῦ δὲ νοητοῦ ἀγαθοῦ σωτὴρ καὶ εὐεργέτης αὐτὸ μόνον , οὐχὶ δεσπότης ἢ κύριος
δὲ μηδὲ κλέπτης ὁ τοῦ μαινομένου κλέψας τὸ ξίφος , σωτὴρ δέ , οὐδὲ μοιχὸς ὁ τὴν πλουσίαν διαφθείρας ἀλλὰ
6221011 εὐμενης
τινα αἴσθῃ καταγέλαστον καὶ τοῦ παντὸς ἡμαρτηκότα , τούτῳ καὶ εὐμενὴς εἶ καὶ φιλάνθρωπος καὶ ἄγασθαι οὐκ ὀκνεῖς τὴν σοφίαν
προσέβαλλεν ὅσον ἀπὸ βοῆς ἕνεκεν , ὅπως μὴ δῆλος εἴη εὐμενὴς αὐτοῖς ὤν . ἐπεὶ δ ' οὐδὲν ἀπὸ τῆς
6187699 φιλελλην
' ὤκνησεν ἐγκαλέσαι Περσεῖ , ὅτι πολλοῖς ἔθνεσι κεχαρισμένος καὶ φιλέλλην καὶ σωφρόνως ἀντὶ μέθης καὶ τρυφῆς ἄρχει : καὶ
πρόγονος περὶ τούτων κῆρυξ . “ οὗτός ἐστιν ὁ ἐπικαλούμενος φιλέλλην , υἱὸς μὲν Ἀμύντου , πατὴρ δὲ Περδίκκου ,
5999808 διζω
ἄνευ μεγάλου φρονήματος , πρὸς ὃν εἰρηκέναι τὸν Ἀπόλλω φασὶ δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον , ἀλλ '
καὶ ἄνδρα . καὶ μὴ νομίσῃς , ἐπειδὴ εἶπε “ δίζω , ” ὅτι ἠγνόει [ κατὰ τὰς Ἑλλήνων φημὶ
5966290 ἀνοσιων
καὶ τῇ διανοίᾳ καὶ τοῖς πράγμασιν , οὐκ ἔχοντα δὲ ἀνοσίων ἔργων ἐπιδείξεις , γάμους ἀθεμίτους ἢ παίδων ἢ γονέων
ὅλην πυρπολοῦν ψυχὴν δι ' ὤτων : ἡ γὰρ τῶν ἀνοσίων ἑλέπολις τοῦτ ' ἐστίν , ᾧ μόνῳ τοὺς φιλοθέους
5936988 Ῥαδαμανθυς
αὖ σοι κράτος τε ἐν δικαστηρίοις κἀκ τῶν νῦν ὄνομα Ῥαδάμανθυς . τὸν οὖν αὖ τοιοῦτον εἰς διδασκάλους ἐπαινεῖν τε
καίτοι πολλοί γε πονοῦμεν . τὸν ἀσύμβολον εὗρε γέλοια λέγειν Ῥαδάμανθυς καὶ Παλαμήδης . βρέτας ἄγκυρα , λέμβος , σκεῦος
5903101 ἐφυς
. Τουτὶ μὰ Δί ' οὐκ ἐπεπύσμην . Ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων , οὐδ ' Αἴσωπον πεπάτηκας , ὃς
ἐπίστασαι φίλους . ἀμαθής τις εἶ θεὸς ἢ δίκαιος οὐκ ἔφυς . αἴλινον μὲν ἐπ ' εὐτυχεῖ μολπᾶι Φοῖβος ἰαχεῖ
5853799 ἐκωμασεν
καὶ νεφέλην ἤειρε πεπηγότι χεύματι πολλῶι . Καὶ πολὺς ἠερόφοιτος ἐκώμασεν ὕδατι Χειμὼν οἷα νέφος πρὸς Ὄλυμπον , ἔχων ῥόον
, εἰς λατομίας ἦλθε , φαυλότατον χωρίον . Εἰς μελίττας ἐκώμασεν : ἐπὶ τῶν κακουμένων ἀθρόως . Εἴ σοι Μυσὸν
5853329 ἀναφανδον
ἐπ ' ἐμέο τοῦτο τὸ τέρας : γυναικὶ τράγος ἐμίσγετο ἀναφανδόν : τοῦτο ἐς ἐπίδεξιν ἀνθρώπων ἀπίκετο . Ὗν δὲ
, τῷ κρίνω κριδόν καὶ διακριδόν , φαίνω φανδόν καὶ ἀναφανδόν , χαίνω χανδόν . μένει δὲ τὸ ν ἐπὶ
5832037 μουσων
, τοῖς δ ' ἔχθος εἶναι σωτῆρες εὐσέλμων νεῶν κάλλιστα μουσῶν φθέγγεται πλουτῶν ἀνήρ λυπουμένων παρηγόρημα τολμῶ κατειπεῖν , μήποτ
ἀπ ' ἀλσέων ἐμὰς φρένας δονείτω . Καλλιόπεια σοφά , μουσῶν προκαθαγέτι τερπνῶν , καὶ σοφὲ μυστοδότα , Λατοῦς γόνε
5803935 πειθομενος
πάλαι δὲ αὐτὴν ἐμοίχευεν . Ὁ κατάρατος , ὃν ἐγὼ πειθόμενος αὐτῇ ἀφῆκα ἐλεύθερον ; Ἡ θυγάτηρ δέ σοι ταῖς
ἐπιδεικνύουσιν ; ὃς τῇ μὲν πατρίδι οὕτως ἐχρῆτο ὥστε μάλιστα πειθόμενος . . . τοῖς δ ' ἑταίροις πρόθυμος ὢν
5792847 ἀοιδος
Σαπφοῦς φορμίζων ἱμερόεντα πόθον , γινώσκεις . ὁ δ ' ἀοιδὸς ἀηδόνος ἠράσαθ ' ὕμνων Τήιον ἀλγύνων ἄνδρα πολυφραδίῃ .
περιμείνας . γ πὰρ δ ' ἄρ ' ἔην καὶ ἀοιδὸς ἀνήρ : ὁ δὲ Φαληρεὺς Δημήτριος ἱστορεῖ ὅτι Μενέλαος
5790873 τιμᾳ
ἔχει μακάρων υἱοῦ Ἀρίστωνος , τόν τις καὶ τηλόθι ναίων τιμᾷ ἀνὴρ ἀγαθὸς θεῖον ἰδόντα βίον . . . ,
παρὸ εἰς τὸν θεόν . μᾶλλον ] + ἤγουν ἣν τιμᾷ πλέον τοῦ Ἄρεος . μᾶλλον ] πλέον . Ξ
5760332 μυστοδοκος
τῶν μεγάλων μυστηρίων . ἱερῶν ] θυσιῶν , ἑορτῶν . μυστοδόκος ⌈ δῆμος [ δόμος ] ⌈ γρ . δόμος
⌈ Δημήτερος [ Δήμητρος ] καὶ τῆς Κόρης ἐτελοῦντο . μυστοδόκος ⌈ δόμος [ δῆμος ] ] ὁ δεχόμενος τοὺς
5714680 ζηλωτος
σοι εἶναι καὶ ἐλεινός ; Οὐκ ἔμοιγε , οὐδὲ μέντοι ζηλωτός . Οὐκ ἄρτι ἄθλιον ἔφησθα εἶναι ; Τὸν ἀδίκως
: καὶ ζηλῶσαι μὲν τὸ μακαρίσαι , ἀφ ' οὗ ζηλωτός , ζηλῆσαι δὲ τὸ ζηλοτυπῆσαι , ἀφ ' οὗ
5713572 σεμνος
αὐτὴν τιθεμένην , χωρὶς τῶν προοιμίων . σεμνὸς ] τὸ σεμνός διττῶς λέγεται , καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἐπὶ
: καὶ γὰρ ἐκ τοῦ ἐναντίου σώφρων μὲν λόγος ὁ σεμνός , ὁ δὲ τὸ ἐκπρεπὲς κάλλος ἐπιτηδεύων ἐπίβουλος .
5709629 Ἐρωτι
στεφανοῦσιν αὐτῶν ] , ἢ οὐ τοῖς ἐρωμένοις ἀλλὰ τῷ Ἔρωτι ποιούμενοι τὴν τῶν στεφάνων ἀνάθεσιν τοῦ μὲν Ἔρωτος τὸν
στεφανοῦσιν αὐτῶν ] , ἢ οὐ τοῖς ἐρωμένοις ἀλλὰ τῷ Ἔρωτι ποιούμενοι τὴν τῶν στεφάνων ἀνάθεσιν τοῦ μὲν Ἔρωτος τὸν
5705574 θεωρος
οὕνεκα ἀντὶ τοῦ διότι . Θεατὴς ἀγώνων καὶ θεάτρων : θεωρὸς δὲ ὁ εἰς θεῶν ἑορτὰς πεμπόμενος . ὅθεν καὶ
διὰ τὸ κυκλοτερῆς [ ] εἶναι . Ἄμυρις μαίνεται : θεωρὸς γὰρ ὀνόματι Ἄμυρις ὑπὸ Συβαριτῶν πεμφθεὶς εἰς Δελφοὺς περὶ
5695031 Δικη
ἐπιφέρει γραμμάτων ἡ γυνὴ αὕτη λέγει : ἐγώ εἰμι ἡ Δίκη , ἤτοι ἡ δικαιοσύνη , καὶ κατάγω καὶ εἰσάξω
νιν : ἀλλά νιν καὶ αὐτὸν τὸν Πολυνείκην οὐχὶ ἡ Δίκη λόγου ἄξιον ἔκρινεν οὔτε φυγόντα μητρόθεν σκότον , ἤγουν
5684810 θυσιαισι
λιστοὶ δέ τε καὶ θεοὶ αὐτοί , καὶ τοὺς μὲν θυσίαισι καὶ εὐχωλαῖς ἀγαναῖσιν λοιβῇ τε κνίσῃ τε παρατρωπῶς '
λέγω ] ἐνιαυσίαις σφας μὴ λελησμένους [ ] χρόνωι ? θυσίαισι ? τιμᾶν ? ? ? ? καὶ σφαγαῖσι [
5682782 σοβαρος
τὸν Ἱέρωνα . διὰ Ἀναξίλαος . ὤν . ὑπέρφρων καὶ σοβαρός . διὰ κολακείας ὑπελθὼν ἐποίησε φίλον . . Οἱ
οὐδενὶ πρόσωπον . . . τὰ χρήματα ] τὰ πράγματα σοβαρός ] ἐπηρμένος ὦ Δάματερ ] παίζει τοὺς Δωριεῖς ἀντὶ
5676845 ὁδ
, [ φησὶ ] Τρύφων , ὁμοίως τῷ τίς γὰρ ὅδ ' ἄλλος Ἀχαιὸς ἀνὴρ ἠύς τε μέγας τε καὶ
, ἔγχελυν , σπάρον : ὅταν ἐγγὺς ᾖ δ ' ὅδ ' ὕστερος , ἀρτύω φακῆν καὶ τὸ περίδειπνον τοῦ
5673473 θεατης
τὸν χορόν , ἀλλ ' αὐτὸς πολὺ τούτων ἀτακτότερός ἐστιν θεατής . καὶ κατὰ τὸν παρῳδὸν Μάτρωνα : οἳ μὲν
κατόπτης ] θεωρός . κατόπτης ] κατάσκοπος . κατόπτης ] θεατής . θ τῶν πραγμάτων ] ἃ καθ ' ἡμῶν
5670118 εὐχομενος
μέν , ὅτι μὴ νῦν δύναται διαλῦσαι τὸ χρέος , εὐχόμενος δὲ τοῖς θεοῖς ὡς τάχιστα δυνηθῆναι , μικρὰν δὲ
. Σχέτλιε , τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες , πάντων εὐχόμενος πολὺ φέρτατος ἔμμεναι ἀνδρῶν μητρός τ ' ἀθανάτης Νηρηίδος
5665961 Ἀγαμεμνων
Ὑμέναιός τις ἢ τί πράσσεται ; ἢ πόθον ἔχων θυγατρὸς Ἀγαμέμνων ἄναξ ἐκόμισε παῖδα ; τῶν δ ' ἂν ἤκουσας
, ὃν ἐδέοντο αὐτῶν ὑπομεῖναι . τὸν δὲ μάντιν τούτων Ἀγαμέμνων ἐν τοῖς ἄνω ἔπεσί φησι μηδὲν πώποτε ἀληθὲς μαντεύεσθαι
5648211 φορτικος
ποιήσω σύμμετρα ἐκλεξάμενος . . Δηρίομαι , ἤγουν μάχομαι , φορτικὸς γίνομαι πολλοῖς ἀνθρώποις δηλονότι περὶ τοῦ πλήθους τῶν ἀνδραγαθημάτων
. . Μόθων : Φλύαρος , αἰσχρὸς , ἄτιμος , φορτικὸς , δουλοπρεπὴς , ἀπὸ Μόθωνος τινὸς αἰσχροποιοῦ . .
5646992 ὀλοφυρεται
Βρισηίδος ἐρωτικὸς γὰρ ἁνήρ , εἰς οἶκτον δὲ κάμπτων οἷς ὀλοφύρεται τῶν Ἑλλήνων τὰ πάθη , ἐρυθριᾶν δὲ ποιῶν οἷς
ἔπειτα Γερήνιος ἱππότα Νέστωρ : τίπτε τὰρ ὧδ ' Ἀχιλεὺς ὀλοφύρεται υἷας Ἀχαιῶν , ὅσσοι δὴ βέλεσιν βεβλήαται ; οὐδέ
5638232 ὁσιος
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ]
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] ,
5627344 ἡρως
. ἴθι δὴ λαβὼν τὸν ῥόμβον ἀνακωδώνισον . οἱ γὰρ ἥρως ἐγγύς εἰσιν . μὴ γεύεσθε δ ' ἅττ '
δ ' ἀπάνευθε καθήατο : τὼ δὲ δύ ' οἴω ἥρως Αὐτομέδων τε καὶ Ἄλκιμος ὄζος Ἄρηος ποίπνυον παρεόντε :
5615587 παιδειης
, ἀλλ ' ἄνοδον ζητῶν ἐς Διὸς ἥτις ἄγοι , παιδείης παρ ' ἑῆς Ἑλληνικὰ πράγματα δείξας , ὡς καλὸν
τε γραπτῶν πρῆξιν ἔδωκ ' , ἢ παισὶν ὑφηγητῆρας ἔφηνεν παιδείης , τοὺς δ ' αὖτε τραπέζης ἀργυραμοιβοῦ εἷσεν ὕπερ
5606441 βοηθων
φεύγων , ἀλλὰ πάσης τῆς ἀγέλης προμαχόμενος καὶ τοῖς ἀσθενέσι βοηθῶν , προθυμούμενος σῴζειν τὸ πλῆθος ἀπὸ τῶν χαλεπῶν καὶ
Νεοπτόλεμος , Πριάμου πόλιν ἐπεὶ πράθε : τεθνηκότων δὴ τῶν βοηθῶν ἐν Πυθίοις δαπέδοις κεῖται . ποίων δὲ βοηθῶν ;
5603343 βαζεις
διό “ τοῖο γὰρ καὶ πατρός , ὃ καὶ πεπνυμένα βάζεις : ” ἀντὶ δὲ τοῦ ὅτι “ λεύσεται γὰρ
διὲκ μεγάροιο ὀΐω ἂψ ἀναχωρήσειν , ὅτε δὴ καὶ ὀνείδεα βάζεις . ” ὣς ἄρ ' ἔφη , καὶ θρῆνυν
5597574 θεραπων
γενναῖός που κἀναφέρων ἐς τὴν ὑφ ' Ἡρακλεῖ τροφήν , θεράπων δὴ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου ,
' ἴσως . Ἀλλ ' ἐκποδὼν πτήξωμεν , ὡς ἐξέρχεται θεράπων τις αὐτοῦ πῦρ ἔχων καὶ μυρρίνας , προθυσόμενος ,
5595798 ἐκτινων
τῆς ἐκείνων λήξεως ἤδη . τῇ μητρὶ γῇ τὸ χρέος ἐκτίνων τὸν ναυηγὸν θάπτει . ἰδὼν ναυηγοῦ σῶμα ἐρριμμένον ἀκηδῶς
; οὐκ ἀμοιβάς , ὡς ἄν τις ὑπολάβοι , μόνον ἐκτίνων τῆς παιδείας , ἀλλὰ καὶ τὴν πανταχοῦ νεότητα ,
5580558 ἑκατι
τούσδ ' ἐν πύλαις ὁρῶ ξένους ; τίνος δ ' ἕκατι τάσδ ' ἐπ ' ἀγραύλους πύλας προσῆλθον ; ἦ
? ? ? ! ? [ × – ] ξίας ἕκατι ⋮ πρωτὸδ ? ! ! ! [ μηδ '
5570855 αἰχμητης
δραχμή , τὸ λεπτὸν νόμισμα . . . + . αἰχμητής : παρὰ τὴν αἰχμήν αἰχμητής , ὁ πολεμικός ,
' ἀγαθὸς κρατερός τ ' αἰχμητής ; ἆρά γε ὅτι αἰχμητής τε κρατερὸς ἂν εἴη , οὐκ εἰ μόνος αὐτὸς
5569677 φανεις
, νικηφόρος τροπαιοῦχος ὀνομαζόμενος , ὡς ἀπ ' Ὀλυμπίων αὐτῶν φανεὶς τοῖς κινδυνεύουσι σύμμαχος , καὶ τὰ τοιαῦτα . Εἶτα
τοίης τιμῆς δὲ * * * στίλβων δ ' Ἑρμείαο φανεὶς ἐπὶ τὴν δύσιν ἀστὴρ * * * * *
5553257 πανουργος
ἀφαρὶ λέγουσι τὸ ἐσπουδασμένως καὶ ἀπερισκέπτως . Αἱμύλος , ὁ πανοῦργος . παρὰ τὸ δαίω , δαίσω , δαίμων ὁ
ἔφυσας , διὰ ταῦτα καὶ βρέφος ἀξιοῖς νομίζεσθαι γέρων καὶ πανοῦργος ὤν ; Τί δαί σε μέγα ἠδίκησα ὁ γέρων
5551341 γενναιος
κατακόψας μάλα συχνοὺς ἐδείπνισεν Χάρης Ἀθηναίων τόθ ' : ὡς γενναῖος ἦν . τὰ αὐτὰ ἱστορεῖ καὶ Δοῦρις . Ἰδομενεὺς
οὗτος οὕρνις ἐστίν . Ὡς πτερορρυεῖ . Ἅτε γὰρ ὢν γενναῖος ὑπό τε συκοφαντῶν τίλλεται , αἵ τε θήλειαι πρὸς
5548472 φιλομουσος
. Ἵππαρχος ὁ υἱὸς Πεισιστράτου παιδιώδης ἦν καὶ ἐρωτικὸς καὶ φιλόμουσος , Θεσσαλὸς δὲ νεώτερος καὶ θρασύς . τοῦτον τυραννοῦντα
φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος
5546387 ὑβριστης
μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ
ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς
5545254 εὐτολμος
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος ,
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς
5543229 λοιδορουμενος
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ '
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων ,
5535085 ἀλαζων
τρόπον : ἕως δ ' ἂν ᾖ οὗτος ἄπληστος ἀνελεύθερος ἀλαζὼν δειλός , ἐν ἐνδείᾳ καὶ σπάνει ἔσται . Καὶ
. Γ ὡς ἀλαζὼν Γ : ὡς ἀπὸ τῆς ὄψεως ἀλαζὼν φαίνεται . Γ Ἱεροκλέης Γ : οὗτος μάντις ἦν
5529609 Χαιρε
δι ' ἧς οἱ κατάδικοι τὴν ἐπὶ θανάτου ἐξάγονται . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς θέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα
ῥοδοδάκτυλος οὖσα ; Ποιμὴν καθέστηκ ' αἰπόλος καὶ βουκόλος . Χαῖρε χρυσόκερω βαβάκτα κήλων , Πάν , Πελασγικὸν Ἄργος ἐμβατεύων
5517065 Ὁμηρικος
δὲ τοὺς ἐπιζητοῦντας τὴν αἰτίαν ἔλεγεν πραύνομαι . καὶ ὁ Ὁμηρικὸς δὲ Ἀχιλλεὺς τῇ κιθάρᾳ κατεπραύνετο , ἣν αὐτῷ ἐκ
Θέτις μὴ βουλομένη γαμηθῆναι θνητῷ : μετεβάλλετο οὖν ὥσπερ ὁ Ὁμηρικὸς Πρωτεύς . οὔτε οὖν τὸ πῦρ , εἰς ὃ
5513196 μισων
εὔλογον εἴπῃ σοῦ τὸ ἀπόρημα , πλὴν ἐγὼ τὴν πολυλογίαν μισῶν καὶ τὰ αὐτὰ περὶ τῶν αὐτῶν λέγειν πολλάκις ,
ἀμφοτέροις χαρίζεται χάριν καὶ δοκῶν αἰδεῖσθαι φιλίαν αὑτόν τε κἀκείνους μισῶν οὐκ οἶδε . πολλὴν δὲ ἄρα βραδυτῆτα κατέγνως τῆς
5508435 ὁμηλικα
ἕδρης καὶ γεράων πάντων : γενεῆι δ ' ἀτάλαντον πρέσβυν ὁμήλικα πατρὸς ἴσαις τιμαῖσι γέραιρε . Γαστρὸς ὀφειλόμενον δασμὸν παρέχειν
ἄρ ' αὐτὸν Μέμνων ὀβριμόθυμος ἐπεσσύμενον προσέειπεν αἰδεσθεὶς ἀνὰ θυμὸν ὁμήλικα πατρὸς ἑοῖο : Ὦ γέρον , οὔ μοι ἔοικε
5502931 Παιαν
σεμνὸν ἄγαλμα καὶ Ζηνὸς ὑψίστου μακάρων βουλαῖς , ὢ ἰὲ Παιάν . Ἔνθ ' ἀπὸ τριπόδων θεοκτήτων , χλωρότομον [
ἐοαγεῖ Ὑγιείαι ἰὴ Παιάν , Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν . Παιᾶνα κλυτόμητιν ἀείσατε κοῦροι [ Λητοΐδην Ἕκατον ,
5502332 δημηγορων
τοίνυν οὗτος ὁ πρῶτος Ἀθηναίων αἰσθόμενος Φίλιππον , ὡς τότε δημηγορῶν ἔφη , ἐπιβουλεύοντα τοῖς Ἕλλησι . καὶ ὅλως ,
μὲν οὕτως : ἑτέρωθι δ ' αὖ πολλοῖς πρότερον χρόνοις δημηγορῶν ἐν τοῖς Ἀθηναίοις καὶ παρρησιαζόμενος , πείθων αὐτοὺς τὰ
5501749 Πειθω
ἅμιλλά τις Πειθοῦς καὶ Βίας καὶ ἀνύει τι μᾶλλον ἡ Πειθὼ τῆς Βίας ἐν τῷ μύθῳ καὶ γυμνοῖ πρόσθεν ὁ
Νέμεσις καὶ Ἀφροδίτη ἡ πάνδημος καὶ Ἥφαιστος καὶ Τύχη καὶ Πειθὼ καὶ Χάριτες καὶ Ὧραι καὶ Νύμφαι καὶ Ἑστία .
5500818 ὑμνος
ποιητικόν , εἰ τὴν Ἀφροδίτην ἀφεὶς ὕμνησε τὴν Φρύνην Ἀφροδίτης ὕμνος ἐπιγράψας τοῖς ἔπεσιν ; Ἀριθμείτω δὴ Πραξιτέλης τὸ πλῆθός
, λέγων : ὦ θρασύβουλε , ὁ θησαυρὸς καὶ ὁ ὕμνος ἀπαγγελεῖ καὶ διηγήσεται ἐν τοῖς λόγοις τῶν θνητῶν ,
5497376 Κασανδρας
υἱόν : καὶ διὰ τοῦτο ἕκτον συγγενῆ τοῦτον νομίζουσι τῆς Κασάνδρας , κακῶς . ἐγὼ δὲ ἑνδέκατον γινώσκων ἢ δωδέκατον
εἶναι . τινὲς δὲ νέῳ : ἔλεγον δὲ τὰ τῆς Κασάνδρας λέκτρα οὐκ ὀφείλειν προκριθῆναι τῆς Ἀχιλλέως ἀρετῆς . ὁ
5491181 ποθεινα
, πέπαυσο καὶ παράλειπε λέγων τὰ εὐτυχήματα δυστυχημάτων παρόντων : ποθεινὰ δάκρυα : ποθεινοποιὰ δάκρυα καταλιποῦσα ταῖς παρθένοις ἔξειμι ,
γενομένη καταλίπῃ μὲν αὐτοὺς , πρόσθηται δὲ τῷ ξένῳ . ποθεινὰ δ ' Ἑλλάς : ἡ ποθεινὴ δὲ Ἑλλὰς αὐτὴν
5490791 δικαιοτατος
. Ι Μ Ο Ρ . ὃν Χείρων ἐδίδαξε , δικαιότατος Κενταύρων : ἡ διπλῆ ὅτι Ὅμηρος δεδιδάχθαι μέν φησιν
ἐκ τοῦ Περὶ βασιλείας . Βασιλεύς κ ' εἴη ὁ δικαιότατος , δικαιότατος δὲ ὁ νομιμώτατος . ἄνευ μὲν γὰρ
5484795 Ἀγαμεμνονι
Ὀδυσῆϊ : τὼ γὰρ νεικείεσκε : τότ ' αὖτ ' Ἀγαμέμνονι δίῳ ὀξέα κεκλήγων λέγ ' ὀνείδεα : τῷ δ
Ἕλληνες κληρωσάμενοι περὶ τῶν αἰχμαλώτων γυναικῶν τὰς ἐν ἀξιώμασιν ἔδωκαν Ἀγαμέμνονι μὲν Κασάνδραν , Ἀνδρομάχην δὲ Νεοπτολέμῳ , Πολυξένην δὲ
5482513 συγ
ταῖς ὁμοιομερείαις τὴν ἐναντίωσιν καὶ Ἀναξίμανδρος ἐκκρίσει τὴν γένεσιν κατὰ σύγ - κρισιν , ὥστε καὶ διάκρισιν , καὶ Δημόκριτος
, ἅ κεν † τρέψαιο κασιγνήτῃσι σὺν ἄλλαις : μηδὲ σύγ ' ἠὲ Χάρυβδιν ἀμηχανέοντας ἐάσῃς ἐσβαλέειν , μὴ πάντας
5479897 πιθανος
“ Τίνι οὖν ἔτι πιστεύσομεν λόγῳ ; ὡς γὰρ σφόδρα πιθανὸς ὤν , ὃν ὁ Σωκράτης ἔλεγε λόγον , νῦν
περιττὸς εἴης : ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς ταῦτα ὁ κακοδαίμων πιθανὸς εἶ . τοιγαροῦν ἀνάγκη μειοῦσθαι καὶ σιωπῇ ἀνέχεσθαι ὑποιμώζοντα
5479008 βασκανος
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου
5473371 χαριζομενος
τοὺς ἀνθρώπους ῥᾳδίως πάντα πειθομένους , καταφρονήσας αὐτῶν καὶ ἅμα χαριζόμενος τοῖς Ἕλλησι καὶ τοῖς Ἀτρείδαις πάντα συγχέαι καὶ μεταστῆσαι
, καὶ τοῦτο μὲν γάρ , ἀλλ ' αὐτοῖς τι χαριζόμενος τοῖς ῥόδοις , ἵνα μὴ μαρανθῇ . γʹ .
5471281 ἐχθροισι
, οὐχ ὡς λιποῦς ' ἂν πολεμίας ἐπὶ χθονὸς [ ἐχθροῖσι παῖδας τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι ] , ἀλλ ' ὡς
ἔμπαν πολεμίῳ πυρὶ πλαγεῖσαν . εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει , μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων .
5464207 θρασυς
αὐτοῦ καὶ ἔδειξεν αὐτοῖς . Ὁ δὲ Συμεὼν ἦν ἀνὴρ θρασὺς καὶ τολμηρὸς καὶ εἵλκυσε τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐκ τοῦ
καὶ ἐν βουλῇσιν ἀνὴρ πολύιδρις ἀμείνων . Τοὔνεκ ' ἐυφρονέοντα θρασὺς πάις Οἰνείδαο λέξατό μ ' ἐκ πάντων ἐπιτάρροθον ,
5461950 γεγως
οἶδ ' ἄνδρα Μυσὸν Τήλεφον . . εἴτε δὲ Μυσὸς γεγὼς ἦν εἴτε κἄλλοθέν ποθεν , πῶς . . .
αἴθων εὐνάσῃ βαρὺν κλόνον ἀπ ' Αἰακοῦ τε κἀπὸ Δαρδάνου γεγὼς Θεσπρωτὸς ἄμφω καὶ Χαλαστραῖος λέων πρηνῆ θ ' ὁμαίμων
5461141 ἀτολμος
ὁρισμός . . ἔχει τέλος ] ἔχει πλήρωμα . . ἄτολμος ] δειλὸς , ἀπρόθυμος . . δειλὸς οὐ τολμῶ
ἑαυτοῦ δύναμιν , τῶν προσόντων καλῶν ἀποσφαλῆναι πεποίηκεν ἡ ψυχὴ ἄτολμος οὖσα καὶ τῆς χειρὸς αὐτὸν εἰς τοὐπίσω ἕλκουσα ,
5459933 ποιητα
γραφεῖον ἐξηρτημένον ἔχοντ ' , Ἀπόκριναί , φησιν , ὦ ποιητά μοι , τί βουλόμενος ἔγραψας ἐν τραγῳδίᾳ ἔρρ '
καὶ ἀπὸ τούτων ἐπὶ τὰ νοατά : ταῦτα δὲ σύμφωνα ποιητά , θεωρούμενα δι ' αὐτῶν ἀλάθεα . διωρισμένων δὲ
5458977 μουσαν
συνεόρταζον ἄνθρωποι ταῖς οὐρανίαις δυνάμεσιν . εἰ γάρ τις τὴν μοῦσαν ἐκείνην , τὴν ἐκ παντὸς στόματος ὑφ ' ἓν
? [ δ ' ὀμφὴν ὁ ] λύρᾳ συνετὴν [ μοῦσαν ] ἀείσας ? ? ? θεσμῴδησεν ? [ ]
5457449 πρυτανι
' αὐτοὶ δεηθέντες οὐ τευξόμεθα . Καὶ σύ , ὦ πρύτανι , ταῦτα , εἴπερ ἡγεῖ σοι προσήκειν κήδεσθαί τε
πάτερ , Διόνυσε , φιλοστεφάνοισιν ἀρέσκων ἀνδράσιν , εὐθύμων συμποσίων πρύτανι , χαῖρε . δίδου δ ' αἰῶνα , καλῶν
5456750 ἀμειλικτος
ζῆλος ἀρετῆς εἰσέρχεται , τραχύς ἐστι τὴν ὀργὴν καὶ παντελῶς ἀμείλικτος κατὰ ἀνδραποδιστῶν , οἳ δουλείαν ἕνεκα κέρδους ἀδικωτάτου τοῖς
Τιμαγόρας , ὥς φασιν . ἦν δὲ ἄτεγκτός τε καὶ ἀμείλικτος ὅδε ὁ παῖς , καί οἱ πολλὰ προσέταττε καὶ
5456402 κλεινος
ἤ τι ἄγγος εἰς τὸ ἐπιχεῖν ὕδωρ . Κλείω κλείσω κλεινός . Κῶμα . κοιμῶ κοιμήσω κοίμημα : συγκοπῇ κοῖμα
νιν τέκν ' ἀποκτείνας Ἀτρεύς . ] Ἀτρέως δέ ὁ κλεινός , εἰ δὴ κλεινός , Ἀγαμέμνων ἔφυ Μενέλεώς τε
5452611 διακτορε
[ ] ὅτι ἀγαθὴν ? σημαίνει . Ἑρμῆ Μαιάδος υἱὲ διάκτορε δῶτορ ἐάων ? . δηλοῖ δὲ καὶ ἐν τῶιδε
Τορωναίων εἵλκυσαν ἐς λιμένα . Καλλίστρατός σοι , Ζηνὸς ὦ διάκτορε , ἔθηκε μορφῆς ξυνὸν ἥλικος τύπον : Κηφισιεὺς ὁ
5443975 ἀθανατοις
δ ' ἄρα πολλούς , ἑξείης ἥρωας ὁμιλαδὸν ἑδριόωντας , ἀθανάτοις ἰκέλους : περὶ γάρ ῥά ἑ τεύχεα λάμπε .
, καὶ Ἀγχόηι υἱῶι καὶ δαίμονι ἀγαθῶι Σοκονῶπι [ , ἀθανάτοις ὅρμον εὗρε δικαιότατον . Αἰγύπτου τινά φασι γενέσθαι θεῖον
5443076 Θερσιτης
οἷον , ζευγίτης : στυλίτης : τεμενίτης : ἑρκίτης : Θερσίτης : πολίτης : μεσίτης : στεφανίτης : πυρίτης :
ὕστατα λωβήσαιο : Ὣς φάτο νεικείων Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν , Θερσίτης : τῷ δ ' ὦκα παρίστατο δῖος Ὀδυσσεύς ,
5442245 ὑμνων
σεσήμαγκεν ; πείθομαι , ἀκολουθῶ , ἐπευφημῶν τὸν ἡγεμόνα , ὑμνῶν αὐτοῦ τὰ ἔργα . καὶ γὰρ ἦλθον , ὅτ
. ἱκέτας σέθεν : παρακαλῶ σε , Ζεῦ , Λυδίαις ὑμνῶν εὐρυθμίαις φυλάττειν τὴν Καμάριναν ἐν νίκαις καὶ ἀνδρείαις .
5436590 Ὀλυμπιος
, αἵ μ ' ἀπώλεσαν : οἷς θεὸς ὁ μέγας Ὀλύμπιος ποίνιμα πάθεα παθεῖν πόροι , μηδέ ποτ ' ἀγλαΐας
χαίρων τῷ διδάσκειν , ἡμεῖς δὲ ἀκούοντες , ἐγὼ καὶ Ὀλύμπιος . οἶμαι δὲ καὶ αὐτόν σε νῦν τὴν ἐκ
5435870 ἀγαλμ
φρενῶν . ὦ τέκνον , ἔβας : οὐκέτι φίλον φίλας ἄγαλμ ' ὄψομαί σε ματρός . Ἄδραστε καὶ γυναῖκες Ἀργεῖαι
χρυσοῦ λακὼν Φοῖβός μ ' ἔπεμψε δεῦρο , διοπετὲς λαβεῖν ἄγαλμ ' Ἀθηνῶν τ ' ἐγκαθιδρῦσαι χθονί . ἀλλ '
5430555 θρηνων
οὐδετέρου μετέχον ἅπασιν ἡττᾶται τοῖς κριταῖς . ἀλλὰ τί ταῦτα θρηνῶν ἀπηχῶ ; βέλτιον ἡσυχάζειν , μὴ καὶ αὐτὸς παραπολαύσω
συμφορᾶς , καὶ τὰ τοιαῦτα : εἶτα ὅτι δυςφορῶν , θρηνῶν , δακρύων , τὸν παῖδα θρηνῶν κατ ' ἐμαυτὸν
5425612 πεποιθως
ὁ μὲν κόλος ἐστίν , ὁ δ ' αὖ κεράεσσι πεποιθώς , ἄλλοτε μὲν πισύρεσσιν , ὅτ ' ἐν δοιοῖσι
τούτῳ δὲ ὅμοιόν ἐστι κἀκεῖνο : ὁ δ ' ἀγλαΐηφι πεποιθώς , ῥίμφα ἑ γοῦνα φέρει . καὶ ταῦτα δὲ
5422980 ἀνανδρος
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος :
5421815 εἰσαγων
μὲν ἐκεῖνον ἐκπολεμῶν , εἰς δὲ τὴν μερίδα τὴν ἡμετέραν εἰσάγων , κἀν τοῖς συλλόγοις οὐκ ἀκινδύνους μέν , ἡδίστους
ἡμᾶς συγκοινωνεῖν ταῖς ματαίαις συμβουλίαις . Μάνδρας ἔσω πρόβατα ποιμὴν εἰσάγων μετ ' αὐτῶν καὶ λύκον ἤμελλε συγκλεῖσαι , εἰ
5421521 γεραιρων
φωνήν . γενάρχην : τὸν τοῦ γένους ἀρχηγὸν Ἀδάμ . γεραίρων : δοξάζων . διαρτίας : διαπλάσεως . δορύκλυτον :
, μελισσορύτων ἀπὸ νασμῶν λοιβαῖς συμπροχέων , καὶ ἐμοῖς ὕμνοισι γεραίρων . Αὐτὸς δ ' Αἰσονίδης προυθήκατο πᾶσιν ἄεθλον ,
5420470 μακαριστος
μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς τελευτῆς ἧς πυνθανόμεθα , ὃς οὐκ
θεοῖς ἐποιεῖτο καὶ συνῆν μετὰ τῶν ὑπάρχων , εὐδαίμων καὶ μακαριστὸς ὢν ἕως εἰς τὴν Ἀθηνᾶν βλασφημεῖν καὶ πλημμελεῖν ἐπεχείρησεν
5418035 κολαστης
τῶν θεοσεβῶν καὶ πατὴρ τῶν δικαίων , κριτὴς δὲ καὶ κολαστὴς τῶν ἀσεβῶν . Ἄναρχος δέ ἐστιν , ὅτι ἀγένητός
τυράννου , μᾶλλον δὲ τύραννος χαλεπώτερος καὶ δεσπότης ἀπαραίτητος καὶ κολαστὴς ὠμότερος καὶ ὑβριστὴς βιαιότερος , τὸ δὲ μέγιστον ,
5414404 Ἐρως
λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ
οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου
5413546 δωμασιν
μέγας Εὔρυτος , αὐτὰρ ὁ παιδὶ κάλλιπ ' ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι . τῷ δ ' Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ
μῆτις ἔην : ἔτι μοι μίτρη μένει ὡς ἐνὶ πατρός δώμασιν ἄχραντος καὶ ἀκήρατος . ἀλλ ' ἐλέαιρε πότνα τεόν
5413468 δολωι
καὶ ἐλθεῖν εἰς Ἰταλίαν πρὸς Δαῦνον βασιλέα , ὅστις αὐτὸν δόλωι ἀνεῖλεν . . . . , : ἐοίκασιν οἱ
– ˘ – × – ˘ × κλίνει ] ? δόλωι ? [ × – ˘ ⋮ – × –
5400467 δουλευων
οὖν τιμὴν κομισθεῖσαν Εὔρυτος οὐ προσεδέξατο , Ἡρακλῆς δὲ Ὀμφάλῃ δουλεύων τοὺς μὲν περὶ τὴν Ἔφεσον Κέρκωπας συλλαβὼν ἔδησε ,
Γ , ὑφ ' ὧν καὶ τὸν μισθὸν ἐλάμβανον . δουλεύων λέληθας ] ὑπείκων αὐτοῖς καὶ ὑπηρετῶν . καρπουμένῳ τὴν
5400272 μυθοις
αὐτὸν ἡλικίας ἤνεγκε χρόνος , τὴν νουθεσίαν διατιθέμενος , ἀλλὰ μύθοις τὰ πάντα παιδοτριβῶν , οὕτω τὰς τῶν ἀκροωμένων ἀγρεύει
νύμφη ] ἤθελεν Ἀδρυάδεσσιν [ ἐριδμαίνειν ] ? ? ἐνὶ μύθοις ? [ , ] [ ἀλλὰ ! ! !
5396928 ἡσθεις
εἰ γάρ τις τῶν ἀνθρώπων ἐπὶ τῇ δαπάνῃ χαρεὶς καὶ ἡσθεὶς γλυκεῖαν ἔσχε τὴν ἔκβασιν , καὶ τὰς ἐκ θεῶν
ἀκήκοα πάλαισμα , τὸν πρεσβύτην , καὶ ταῖς συνθήκαις ὑμῶν ἡσθεὶς λελυμένων ἠχθέσθην . τοῦτο μὲν οὖν τὸ γῆρας ,
5393978 κυβιστᾳ
ἔχονται αὐτοῦ καὶ μάλα ἐγκρατῶς , ὃ δὲ ἀναπηδᾷ καὶ κυβιστᾷ , καὶ ὡς ὑπὸ τῆς ὀδύνης στρεβλοῦται διελέγχεται :
τέθνηκεν : ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ : ὡς ῥεῖα κυβιστᾷ . τοῦ δὲ πόθεν συνεχέστερον καὶ οὕτως λεγομένου :
5392182 φατιν
τὸ σημεῖον . αὐγὴν πυρὸς ] ἤγουν φρυκτωρίας λάμψιν . φάτιν ] φήμην τῆς νίκης καὶ τῆς ἁλώσεως . ἁλώσιμον
μηχανήν . καὶ μὴν ἄγαν γ ' Ἕλλην ' ἐπίσταμαι φάτιν . καὶ γὰρ τὰ πυθόκραντα : δυσμαθῆ δ '
5388901 σας
τὸ ἰσάς εἶναι : ἀλλ ' ἐπεὶ ἅπαξ αἱ εἰς σας λήγουσαι μετοχαὶ βαρύνονται , τῷ ι παραληγόμεναι , γεμίσας
? [ ! ! ! ! ! ! ! ] σας οὐ κατὰ κόσμον . τωοισαιθρεπτήρια ! ! ? [
5388252 Εὐριπιδης
οὐκ ἔδοξαν ἄθεοι , ἐπιστήσαντες περὶ θεοῦ . ὁ μὲν Εὐριπίδης ἐπὶ μὲν τῶν κατὰ κοινὴν πρόληψιν ἀνεπιστημόνως ὀνομαζομένων θεῶν
τοῦ παρακολουθοῦντος τὸ ὀρρωδεῖν εἴρηται ἐπὶ τοῦ εὐλαβεῖσθαι . καὶ Εὐριπίδης τὸν Περσέα λέγοντα εἰσάγει : τὰς γὰρ συμφορὰς τῶν
5388178 συμβουλος
σύνθετα . σύλλογος , σύνοδος , σύγκλητος , συνεκκλησιαστής , σύμβουλος , σύσσιτος συσσιτία , συμπότης , συλλογεύς , συστρατιώτης
, καὶ εἰς ὁμόνοιαν ἤδη ποτὲ καταστῆσαι τὴν στάσιν ὑμῶν σύμβουλος καὶ διαιτητὴς ἀμφοῖν γενόμενος : κωλύομαι δὲ πράττειν αὐτὰ
5385896 ὁμιλησας
δὲ ὁ Ναρσῆς τῇ Ῥαβέννῃ ἐπιστὰς καὶ τοῖς ἐνταῦθα στρατεύμασιν ὁμιλήσας καὶ πάντα ἐν δέοντι καταστησάμενος ἐς Ἀρίμινον ἐχώρει τὴν
ἱκανώτατος , αὐτῇ μὲν Πανθείᾳ οὐκ ἐντυχών , Ξενοφῶντι δὲ ὁμιλήσας γράφει τὴν Πάνθειαν , ὁποίαν τῇ ψυχῇ ἐτεκμήρατο .
5381784 ναιων
ὁ τοιοῦτος : Ζεῦ κύδιστε μέγιστε , κελαινεφές , αἰθέρι ναίων , μὴ πρὶν ἐπ ' ἠέλιον δῦναι καὶ ἐπὶ
' ἐγὼ κεῖσε παρὰ Σάρδι , παρὰ Σοῦσα , Ἀγβάτανα ναίων : Ἄρτιμις ἐμὸς μέγας θεὸς παρ ' Ἔφεσον φυλάξει
5381095 σεβας
τὴν πάνυ . πολλὰ λίαν ἐπιθυμητήν . , περιμάχητον . σέβας ] τιμή . . . ἀρρήτων ] ἀπορρήτων ,
τὴν παρουσίαν τῶν Αἰγυπτιαδῶν . βουνῖτι ] ὀρεινή . ἔνδικον σέβας ] δικαία σέβεσθαι , ἢ ἣν δικαίως πάντες τιμῶσιν
5378818 ἱλεως
ζῆν εὐμενής , ᾗ καὶ ὁ ἐνεργῶν ἀποθνῄσκει , ἅμα ἵλεως τοῖς ἐνισταμένοις . Μέμνησο ὅτι ἀκαταμάχητον γίνεται τὸ ἡγεμονικόν
κοινωνικός , συνουσιαστικός , ἐξομολογητικός , φαιδρός , σπουδαῖος . ἵλεως , εὐμενής φιλόγελως , φιλοπαίγμων καὶ φιλοπαίσμων , φιλόφρων
5376021 χαιρεις
δοῦναι χάριν ἐμοί . ἀλλὰ δός , ἑταίρων φίλτατε , χαίρεις γὰρ ἀκούων τοῦτο μᾶλλον ἢ τὸ τῆς ἀρχῆς ὄνομα
ἄνδρα τύραννον . Ἀλλ ' εὐπαράγωγος εἶ , θωπευόμενός τε χαίρεις κἀξαπατώμενος , πρὸς τόν τε λέγοντ ' ἀεὶ κέχηνας
5366129 εὐσεβης
ἄρα τὰ περὶ τοὺς θεοὺς νόμιμα εἰδὼς ὀρθῶς ἂν ἡμῖν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη ; Ἐμοὶ γοῦν , ἔφη , δοκεῖ
Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ μὲν ἀνάζευξις εὐσεβὴς , ὀλέθριος δὲ τῷ στρατηγῷ : Τυρρηνοὶ γὰρ ὡς

Back