ἐμὸς δοῦλος : καθὼς πρόκειται δέ , ἡ τοῦ ὀνόματος πρόταξις καὶ δύο ἄρθρων ἐστὶν δεκτική , ὁ δοῦλος ὁ
παρεμβολὴ καὶ πρόσταξις καὶ ἔνταξις καὶ ὑπόταξις καὶ ἐπίταξις καὶ πρόταξις : ἑκάστου δὲ ὀνόματος τὴν σημασίαν διὰ συντόμων δηλώσομεν
8548856 ὑποταξις
: ὀνομάζεται δὲ τὸ μὲν πρόταξις , τὸ δ ' ὑπόταξις , τὸ δὲ προσένταξις : ἔστι δ ' ὅτε
διαστήματα τῆς φάλαγγος ἐντάσσειν , ἄνδρα παρ ' ἄνδρα . ὑπόταξις δέ ἐστιν , ἐάν τις τοὺς ψιλοὺς ὑπὸ τὰ
6849720 καθεδρα
μέρος μέν τι αὐτοῦ ἵσταται μέρος δὲ κέκλιται καὶ καλεῖται καθέδρα . Ταῦτα , φησίν , οὐκ εἰσὶ θέσεις ,
θωήν ζημίαν . ὅθεν καὶ ἀθῶος ὁ ἀζήμιος . θῶκος καθέδρα καὶ συνέδριον , “ οἱ δὲ θεοὶ θῶκόνδε καθίζανον
6764124 διφαλαγγια
διαστήσῃ , τὸ τοιοῦτον ἔμβολον καλεῖται . ἐπὰν δὲ ἀντίστομος διφαλαγγία τὰ μὲν ἑπόμενα πέρατα συνάψῃ , τὰ δὲ ἡγούμενα
εὐωνύμῳ , τοὺς δὲ οὐραγοὺς ἔσω τεταγμένους : ἀντίστομος δὲ διφαλαγγία , ἣ τοὺς μὲν ἡγεμόνας ἔχει μέσους τεταγμένους ,
6573352 παρενθεσις
δὲ καὶ τοῦτο παρένταξις , δι ' ὅτι ἀνομοίων ἐστὶ παρένθεσις , οἷον ψιλῶν παρ ' ὁπλίτας : τὴν γοῦν
εἰσὶν ὀκτώ , ὄνομα ἀντωνυμία ῥῆμα μετοχὴ ἐπίρρημα πρόθεσις σύνδεσμος παρένθεσις : τισὶν δὲ δοκεῖ καὶ προσηγορία . , .
6518935 ἀμφιστομος
ἐρρωμένως ἐστραμμένον , ὅσον δίστροφον ἢ τρίστροφον . κἂν μὲν ἀμφίστομος ᾖ , καθιέναι διὰ τοῦ ὁρωμένου στόματος τὴν μηλωτρίδα
τετραφαλαγγίᾳ . ἀκόλουθόν ἐστιν εἰπεῖν καὶ περὶ φάλαγγος πῶς λέγεται ἀμφίστομος , καὶ ἐν πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ
6460755 διογκωσις
. φαίνεται οὖν , ὅτι οὐ ταὐτόν ἐστι στέγνωσις καὶ διόγκωσις . ἐὰν δ ' ὁμολογῶσιν , ἕτερόν τι τὴν
, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ στεγνώσει ἐμμήνων ἐπεχομένων . καὶ γὰρ διόγκωσις οὐκ ἐπὶ στεγνώσει μόνον ἐπεχομένων τῶν ἀποκρίσεως δεομένων γίγνεται
6403637 εὐθυμετρικον
διάστασιν προβήσεται ὁ τοιοῦτος . διὰ τοῦτο δὲ αὐτὸν καὶ εὐθυμετρικόν τινες καλοῦσι , Θυμαρίδας δὲ καὶ εὐθυγραμμικόν : ἀπλατὴς
διάστασιν προβήσεται ὁ τοιοῦτος . διὰ τοῦτο δὲ αὐτὸν καὶ εὐθυμετρικόν τινες καλοῦσι , Θυμαρίδας δὲ καὶ εὐθυγραμμικόν : ἀπλατὴς
6339485 καταφορα
ταῦτα ῥιπτέσθω μὲν ἐπ ' ἐμοὶ ἡ ἑλικοειδὴς τοῦ πυρὸς καταφορά : ἀμφήκης δέ ἐστιν ὁ ὀξύς : βόστρυχον δὲ
] Μανδραγόρου δὲ ποθέντος εὐθέως κάρος ἐπακολουθεῖ καὶ ἔκλυσις , καταφορά τε ἰσχυρὰ , κατὰ μηδὲν διαφέρουσα πάθους τοῦ λεγομένου
6328620 βρογχος
Τὰ εἰς ΧΟΣ δισύλλαβα μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ βαρύνεται : κόλχος βρόγχος μόσχος κόχλος τρόχος βρόχος . σεσημείωται τὸ μυχός .
τροφὴν καταπιόντες πνιγόμεθα ; ὅτι ἔμπροσθεν τοῦ στομάχου ἐστὶν ὁ βρόγχος κατὰ μῆκος αὐτῷ παρακείμενος . πληρωθεὶς οὖν οὗτος ,
6321028 ἀρθριτις
τριταῖος , στραγγουρίη , ὀφθαλμίη , λέπρη , λειχὴν , ἀρθρῖτις : ἔμπηροι δὲ πολλάκις ἀπὸ τῶνδε γίνονται πουλλοὶ ,
φεύξεται γὰρ ποδάγρα , χειράγρα , γονάγρα , ἱσχιάδα , ἀρθρῖτις , ὀπισθότονος καὶ ὅσα νευρικὰ πάθη . Ἡ δὲ
6314403 τυλωδης
, ἀφ ' ὧν καὶ ὁ ἰξός . ἀγκύλη σκληρότης τυλώδης ἐν ἄρθροις , μάλιστα ἐν δακτύλοις χειρῶν κατὰ τὸ
κεχωρισμένος τῶν κατὰ φύσιν ὡς ἀλλόκοτος οὐσία , ὁ δὲ τυλώδης προσφυὴς συνημμένος . δεῖ δὲ τὰ ἐπικείμενα τῷ ὄγκῳ
6294184 προυχον
' αὐτῇ δέρμα , ὡς ἀκροποσθία καὶ ἀκροπόσθιον τὸ πόσθης προῦχον . ᾧ δὲ τὴν πόσθην ἀπέδουν , τοῦτον τὸν
κουφότεραί τε οὖσαι καὶ ναυτικωτέρων ἀνδρῶν , ταχυτῆτι καὶ ἐμπειρίᾳ προῦχον , αἱ δὲ Ῥωμαίων ἅτε βαρύτεραι καὶ μείζους ἐμόχθουν
6285761 γαργαρεων
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης
6220335 λιθινη
γὰρ ἄνθρωπος λέγεται μέν , ἄνθρωπος δὲ οὔ , καὶ λιθίνη ναῦς , ναῦς δὲ οὔ , καὶ κίβδηλος χρυσός
: ᾠκοδόμητο δὲ πλίνθοις κεραμεαῖς : κρηπὶς δ ' ὑπῆν λιθίνη τὸ ὕψος εἴκοσι ποδῶν . ταύτην βασιλεὺς Περσῶν ὅτε
6218746 χηλῃ
χηλῇ λαμπρός , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν μέσῃ τῇ βορείᾳ χηλῇ . Μεσουρανοῦσι δὲ τῶν ἄλλων ἀστέρων ἐν μὲν τῇ
ἱστορεῖν ὡς λάβοι παρὰ Νυμφῶν ἔδεσμά τι καὶ φυλάττοι ἐν χηλῇ βοός : προσφερόμενός τε κατ ' ὀλίγον μηδεμιᾷ κενοῦσθαι
6215113 ἀντιστροφῃ
ποιήσας τὸ κῶλον ἐννεασύλλαβον . Ἐφ ' ἑκάστῃ στροφῇ καὶ ἀντιστροφῇ παράγραφος . Αἱ ἐπῳδοὶ κώλων θʹ . Τὸ αʹ
πολλοὶ δὲ καὶ τετράσιν , ἤγουν στροφῇ , ἐπῳδῷ , ἀντιστροφῇ καὶ πάλιν ἀνομοίῳ ἐπῳδῷ . πεντάσι δέ , ἤγουν
6212823 στροφῃ
ὁμωνύμως καὶ ταῦτα λεγόμενα τοῖς ἑαυτῶν πρακτικοῖς , τῇ τε στροφῇ καὶ ἀντιστρόφῳ καὶ ἐπῳδῷ ἤτοι ἐξόδῳ καὶ ἐξελεύσει καὶ
καὶ ὁ ἐμπρόσθιος ἄξων : τῇ δὲ τῶν τριῶν ἀξόνων στροφῇ εἰσάγονται αἱ ἔκθετοι τῶν κάλων ἀρχαί , αἷς ἀποδέδενται
6189213 ἀντιστομος
εὐωνύμῳ , τοὺς δὲ οὐραγοὺς ἔσω τεταγμένους . ἡ δὲ ἀντίστομος διφαλαγγία τοὺς μὲν ἡγεμόνας ἔχει μέσους τεταγμένους , τοὺς
ἀμφίστομος , καὶ ἐν πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ ἀντίστομος καὶ ἑτερόστομος καὶ ὁμοιόστομος . Ἀμφίστομος μὲν οὖν φάλαγξ
6173177 πεπυκνωμενη
ἡλικίας . ὥρας ] πρέποντος καιροῦ . θ ταρφύς : πεπυκνωμένη . ταρφὺς ] δασεῖα . ταρφὺς ] πυκνή .
ῥινὶ καὶ ἐν τοῖς οὔλοις , ἐπειδὴ τούτων ἡ οὐσία πεπυκνωμένη ἐστί : πυκνὴ δὲ οὖσα οὐκ ἐᾷ διαφορηθῆναι τὴν
6160169 ἐπῳδῳ
ἡ τῶν πλανήτων κίνησις ἡ ἀπὸ δύσεως εἰς ἀνατολάς : ἐπῳδῷ δέ , ὅτι ἵσταντο ἐν ἑνὶ τόπῳ καὶ ἔλεγον
[ ὁ ποιητής ] , ἤγουν στροφῇ , ἀντιστρόφῳ καὶ ἐπῳδῷ , ἢ στροφῇ μόνῃ καὶ ἀντιστρόφῳ : οἱ δ
6158103 διατασις
. τοῦ πυθμένος δὲ φλεγμαίνοντος καὶ ὁ πόνος καὶ ἡ διάτασις καὶ ἡ βαρύτης παρ ' ὀμφαλὸν κατ ' ὀσφύν
μετάληψιν , ἵνα μιᾷ τῇ τοῦ μηχανήματος κινήσει ἡ δεδηλωμένη διάτασις γένηται . ἐν ἁπάσαις δὲ ταῖς τάσεσιν ὁ ἄξων
6146033 Ταξις
σημείων τῶν ἐν τῇ συμμίκτῳ τάξει τασσομένων . Γʹ . Τάξις ἡ λεγομένη σύμμικτος . Δʹ . Τάξις πρώτη καβαλλαρίων
ἀναγκαία καὶ χρήσιμος ἐν τοῖς στενοῖς καὶ μονοπατίοις τόποις : Τάξις ὀρθία καὶ διφαλαγγία , ἥτις ἀναγκαία ἐστὶν ἐν δασείαις
6140792 κλειστος
δ ' ἱερὸν Ἀθηνᾶς ἐστ ' ἐν αὐτῇ καὶ λιμήν κλειστός . Καλεῖται Δρυοπὶς ἡ χώρα δ ' ὅλη .
πρώτη πόλις πρὸς ἥλιον δυόμενον ἡ προειρημένη Φαλασάρνα καὶ λιμὴν κλειστός : Πολυρρηνία , καὶ διήκει ἀπὸ βορέου πρὸς νότον
6137589 ἀγκων
εἰς ἅλα δίναις . κεῖθεν δὲ προτέρωσε μέγας καὶ ὑπείροχος ἀγκών ἐξανέχει γαίης : ἔπι δὲ στόμα Θερμώδοντος κόλπῳ ἐν
ὑπόκειται ἐρῶν αὐλητρίδος : ὦ χρυσοῦν ἀνάδημα , ὦ γλυκὺς ἀγκών . ὡς εἴ τις εἶποι : ὦ γλυκὺς πῆχυς
6126670 μηρος
τοῦ μηροῦ , ὥστε ἀνέῳκτό μοι κατ ' ἐκεῖνο ὁ μηρὸς τῇ ῥάβδῳ : ὁ δὲ ἀεὶ τὸ τραῦμα ἔπαιεν
τὸ εὐμετάβλητα καὶ δυσέμβλητα εἶναι τὰ ἄρθρα . ἐνίοις γὰρ μηρὸς ἐμπίπτει ἀπ ' οὐδεμιῆς κατασκευῆς , ἀλλ ' ὀλίγης
6122683 ὑποσομφος
καὶ ταχὺς μᾶλλον ἤπερ πυκνός . Βραδύς , ἀραιός , ὑπόσομφος , ἀνώμαλος , ἄτακτος : ἐπιτεινομένου δὲ τοῦ πάθους
βαθεῖα καταφορὰ ᾖ , μέγας ἐστὶ καὶ ἀραιὸς καὶ οἷον ὑπόσομφος , τὴν ἐν τῇ πληγῇ σφοδρότητα οὐκ ἔχωνδοκεῖ μὲν
6117762 συναναφερεται
ἔσχατος ἀνατέλλει , τῇ βʹ καὶ κʹ μοίρᾳ τοῦ Τοξότου συναναφέρεται . Τοῦ δὲ Ὑδροχόου ἀρχομένου ἀνατέλλειν φησὶ συνανατεταλκέναι τῷ
ιθ ιβ : καὶ μόνον ἄρα τὸ τοῦ Ταύρου δωδεκατημόριον συναναφέρεται χρόνοις κβ μϚ . διὰ τὰ αὐτὰ δὲ πάλιν
6117528 Κητει
ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ : ἔσχατος δὲ μεσουρανεῖ τοῦ ἐν τῷ Κήτει τετραπλεύρου ὁ νοτιώτερος τῶν ἑπομένων λαμπρῶν , καὶ ὁ
μέσος τῶν ἐν τῇ κεφαλῇ , καὶ τοῦ ἐν τᾷ Κήτει τετραπλεύρου ὁ νοτιώτερος τῶν ἑπομένων . Δύνει δὲ ὁ
6088216 οἰσοφαγος
καταλεαίνει διαφόροις ὀδοῦσι καὶ παραπέμπει τῷ οἰσοφάγῳ . ὁ δὲ οἰσοφάγος μέσος κεῖται τοῦ τε λάρυγγος καὶ τῶν σπονδύλων ,
εἶτα ἡ ἐπιλεγομένη ἐπιγλωττίς : προσπέφυκε δὲ ταύτῃ ὁ λεγόμενος οἰσοφάγος . εἰλήφει δ ' οὗτος τὴν ὁμωνυμίαν ἀπὸ τοῦ
6077290 μυουρος
πλησίον , ἀπολεπτύνεται δὲ εἰς τὴν οὐράν , καί ἐστιν μύουρος . Ἔστι δὲ αὐτοῦ τὸ μὲν χρῶμα οὐκ ἀεὶ
ἀνασπάσθω , καὶ ἐπεζεύχθω κανόνιον , καὶ κρεμάσθω κάμαξ μακρὸς μύουρος ἐκκεκολαμμένος κοιλάσματι ἡμικυκλίῳ , χολέδρᾳ τὸ σχῆμα ὅμοιος ,
6074722 μελῳδειται
ἀσύνθετον οὔτε πλείω ἑνὸς ἡμιτόνια κατὰ τὸ ἑξῆς ἐν τούτῳ μελῳδεῖται τῷ γένει : οὔτε μὴν κατὰ χρῶμα : πάλιν
δὲ παρυπάτης καὶ λιχανοῦ τῷ λιχανοῦ καὶ μέσης καὶ ἴσον μελῳδεῖται καὶ ἄνισον ἀμφοτέρως : ἴσον μὲν ἐν τῷ συντονωτέρῳ
6058751 παραμηκης
Μέμνονος πατρός , κύκλον ἔχουσα ἑκατὸν καὶ εἴκοσι σταδίων , παραμήκης τῷ σχήματι : ἡ δ ' ἀκρόπολις ἐκαλεῖτο Μεμνόνιον
καὶ γὰρ οἴκοι παρ ' ἡμῖν λόφος ἐστὶν ἐν πεδίῳ παραμήκης , οὗτος δ ' ἐστὶ μεστὸς ψήφων φακοειδῶν λίθου
6045241 ἐμβολη
μέρος ὠλισθήκῃ . ἀγαθὴ μὲν κατὰ φύσιν καὶ δικαίη ἡ ἐμβολὴ καὶ δή τι ἀγωνιστικὸν ἔχουσα , ὅστις γε καὶ
δὲ ἑτέρῃ παρὰ τὸ ἄρθρον ὄπισθεν ἐρείδειν . Αὕτη ἡ ἐμβολὴ , καὶ ἡ πρόσθεν εἰρημένη , οὐ κατὰ φύσιν
6044581 ἐπικινδυνος
τὰς ὠμοπλάτας , καὶ δυσελκέες γίνονται . Ἧσσον δ ' ἐπικίνδυνος τοῦ ἑτέρου οὗτος , καὶ ἐκφυγγάνουσι πλέονες . Τοῦτον
ριζʹ Κρόνου λθʹ , Σελήνης ἔνατος , Διὸς ιγʹ , ἐπικίνδυνος . ριθʹ Ἄρεως ιζʹ , ἐπισφαλής . ρκʹ Κρόνου
6037635 διοδος
ἣ καὶ νῦν ἐστιν ἐπὶ τῶν ὀρῶν ἐντριβὴς καὶ καλεῖται δίοδος Ἀννίβου . τῶν δὲ τροφῶν αὐτὸν ἐπιλειπουσῶν ἠπείγετο μέν
ἄλλα πανδοκεῖα κομψά , πόσοι δὲ λειμῶνες : ἁπλῶς ὡς δίοδος . τὸ δὲ προκείμενον ἐκεῖνο : εἰς τὴν πατρίδα
6034666 κινητος
γινόμενος ἀεί , γένεσις τῶν ποιῶν καὶ τῶν ποσῶν : κινητὸς γάρ : πᾶσα γὰρ ὑλικὴ κίνησις γένεσίς ἐστιν .
δὲ ὡς ἀθάνατος : ὁ δὲ ἄνθρωπος , καὶ ὡς κινητὸς , καὶ ὡς θνητός , κακός . ψυχὴ δὲ
6027535 χως
. Ἔστι καὶ ἰδία παραγωγὴ [ περὶ ] τῶν εἰς χως ληγόντων , ἃ μάλιστα παρὰ τὴν τῶν ἀριθμὸν δηλούντων
δηλούντων πάλιν ἐπιρρημάτων ἀντιπαράθεσιν ἀποτελεῖται , τοῦ τελοῦς εἰς τὸ χως τρεπομένου . ἅπερ οὐκέτι ἀναμένει τόνον ἀλλότριον , ἰδίᾳ
6021790 πυκνη
περιπέτασον . Σπόγγος , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ
. καὶ προηγεῖται ἡ μεγάλη ἀναπνοή , ἕπεται δὲ ἡ πυκνή . Τρίτη διαφορὰ δυσπνοίας μεγάλη καὶ ἀραιά , ἥτις
6005763 ποδαγρα
ἵστασθαι , ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖν , καλόπους , ποδοκάκη , ποδάγρα , ποδαγρᾶν . Πλάτων δὲ καὶ τὰ πολύποδα καὶ
γερόντων ὑποψία τίϲ ἐϲτιν ἐν νεφροῖϲ λίθων γενέϲεωϲ ἢ καὶ ποδάγρα τιϲ ἢ ἀρθρῖτιϲ ἐνοχλεῖ : ἐπεμβάλλειν δὲ τῷ οἴνῳ
6005335 φαλαγξ
ἐπὶ γῆς . : φιλία γὰρ ἥδε : Αὕτη ἡ φάλαγξ , ἡ συστοιχία , ἀντὶ τοῦ ἡμεῖς . ταῦτά
καὶ ἀντίστομος καὶ ἑτερόστομος καὶ ὁμοιόστομος . Ἀμφίστομος μὲν οὖν φάλαγξ καλεῖται ἡ τοὺς ἡμίσεις τῶν ἐν τοῖς λόχοις ἀνδρῶν
6004218 τροχαιος
. , ὁ τροχαῖος τροχαλὸν ποιεῖ τὸν λόγον , διὸ τροχαῖος καλεῖται ὁ τῶν τρεχόντων ῥυθμός , ὥς φησιν Λογγῖνος
ποὺς ἁπλοῦς . τὸ βʹ προσοδιακὸν τρίμετρον ἀκατάληκτον : αʹ τροχαῖος τοῦ αʹ ποδὸς λελυμένου : εἶτα ἰωνικὸς ἀπὸ μείζονος
5993401 ὑποπιπτει
ὁ καθόλου τόδε τι σημανεῖ , εἴγε τῇ αἰσθήσει μὴ ὑποπίπτει ἀσώματος ὢν καὶ πλῆθος μᾶλλον πεποιωμένον † δηλοῦν †
συμμέτρων ὑγρῶν ἀποκριθέντων τῷ δακτύλῳ τῆς μαίας συνεχὴς ὑμὴν ἀκμὴν ὑποπίπτει , διαιρεθέντος δὲ τούτου πολλῶν ὑγρῶν ἀποκριθέντων ἀκολουθεῖ καὶ
5990501 ὁμοιοστομος
μέρους , ὅπερ ἐστὶν ἐν δεξιᾷ παραγωγῇ . ἡ δὲ ὁμοιόστομος ἐν τῇ πορείᾳ διφαλαγγία , ἥτις τοὺς ἡγεμόνας ἑκατέρας
πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ ἀντίστομος καὶ ἑτερόστομος καὶ ὁμοιόστομος . Ἀμφίστομος μὲν οὖν φάλαγξ καλεῖται ἡ τοὺς ἡμίσεις
5984908 ἐπιφερεται
ἐμέ κἀμέ , καὶ ἐκεῖνος κἀκεῖνος . ὅτε μέντοι δίφθογγος ἐπιφέρεται , ἐκθλίβεται τὸ α καὶ τὸ ι , καὶ
οὐδενὸς δὲ πέφυκε προτάττεσθαι τῶν ἀφώνων τὰ ἡμίφωνα . τούτοις ἐπιφέρεται τρίτον κῶλον τουτί πολύβατον οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν
5984846 ἀντιστροφῳ
ὡς οὗτος [ ὁ ποιητής ] , ἤγουν στροφῇ , ἀντιστρόφῳ καὶ ἐπῳδῷ , ἢ στροφῇ μόνῃ καὶ ἀντιστρόφῳ :
ὁ Ὅμηρος τὰ ἀνατολικά , ἀριστερὰ δὲ τὰ δυτικά : ἀντιστρόφῳ δὲ , ὅτι ἐκινοῦντο ἀπὸ τῶν ἀριστερῶν ἐπὶ τὰ
5975470 τραχυνεται
. Ταυτὶ μὲν παρὰ πολὺ ὁ ἡμέτερος ἄμεινον καὶ εὐφωνότερον τραχύνεται . εὖ γε , ὦ Τιμόκλεις , ἐπίχει τῶν
πορείᾳ ὑποψοφέων : μεταφορικῶς . ἠρέμα ἕρπει προσπταίων , τουτέστι τραχύνεται τῇ φολίδι ἡ γαστήρ , καὶ παρασύρων προστρίβεται τῇ
5975428 ἀστραγαλος
, ὡς ἐν Κορίνθῳ Γλαῦκος ὁ Ἱππολόχου τοῦ Βελλεροφόντου . ἀστράγαλος : κυρίως τὸ συνήθως λεγόμενον καὶ ὁ σφόνδυλος τοῦ
ἀστραγάλους οἱ πολλοί , τοῦ παντὸς ἁμαρτάνοντες : ὁ γὰρ ἀστράγαλος ὑπὸ τούτων ἑκατέρωθεν περιλαμβάνεται σκεπόμενος πανταχόθεν , ὥστε οὐκ
5962818 εὐθετει
. εὐθετεῖ δὲ καὶ καυϲώδει πυρετῷ ἐν καιρῷ διδόμενον , εὐθετεῖ δὲ καὶ τοῖϲ ὀνειρώττουϲι ϲυνεχῶϲ καὶ γονορροικοῖϲ πινόμενον :
δὲ καὶ κολοκυνθίδοϲ κλύϲματα τοῦ ἐντέρου μετὰ Ϲικυωνίου χρήϲιμα : εὐθετεῖ δὲ καὶ τὰ διουρητικὰ πινόμενα καὶ καϲτόριον ὡϲαύτωϲ .
5959385 σκιρρουμενων
. κήρυκες κεκαυμένοι καὶ πορφύραι καὶ ὄστρεα ἐπὶ τῶν ἤδη σκιρρουμένων καὶ χρονιζουσῶν παρωτίδων ἐπιτήδεια : γίνεται γὰρ ἄλυπόν τε
ὑγρότης ἐν αὐτοῖς ᾖ παρὰ φύσιν , ὡς ἐπὶ τῶν σκιρρουμένων . Ὁποίαν ἄν σοι τὸ ἀποιότατον ὕδωρ αἴσθησιν γευομένῳ
5958725 πωρος
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν
ὅτι δὲ πῶρος πένθος ἐστὶ , καὶ Ἀντίμαχός φησι , πῶρός τοι ἀλόχοισι καὶ οἷς τεκέεσσιν ἕκαστος . 〛 ἐπερωτῶν
5958198 Δραγγιανη
ἐκτὸς Ἰμάου ὄρους Σηρική : πίναξ θʹ . Ἀρεία Παροπανισάδαι Δραγγιανή Ἀραχωσία Γεδρωσία : πίναξ ιʹ . Ἰνδικὴ ἡ ἐντὸς
Γεδρωσίας , δυτικὴν ἐχούσης τὴν Καρμανίαν , ᾗ ὑπόκειται ἡ Δραγγιανή . Τὴν δὲ λοιπὴν τὴν μέχρι τῶν Θινῶν ἤπειρον
5957639 στενη
, ἀργὴν τὴν ὁμιλίαν καὶ ἄναρθρον ποιεῖ : ἡ δὲ στενὴ καὶ μικρά , ἐπερείδεσθαι πρὸς τοὺς ὀδόντας μὴ σώζουσα
ὑπὲρ τῆς γῆς . κατὰ τοῦτο ἥ τε ὁδὸς μάλιστα στενὴ γίνεται καὶ τὸ μνῆμα Ἀρηιθόου λέγουσιν εἶναι , Κορυνήτου
5951723 ἑτεροστομος
ἔξω ἔχουσα ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν ἐν παραγωγαῖς τεταγμένους . ἑτερόστομος δὲ φάλαγξ καλεῖται , ἥτις , ἂν πορεύηται ,
Καὶ ἐν πορείαις πῶς λέγεται διφαλαγγία ἀμφίστομος καὶ ἀντίστομος καὶ ἑτερόστομος καὶ ὁμοιόστομος . Πῶς ἡ φάλαγξ ἔμβολον γίνεται καὶ
5950188 κλιμαξ
, ὡς εἶναι τὸ μὲν ἑκούσιον . οἱ πύκται , κλίμαξ εἰσεφέρετο , ὥστε διαστάντας καὶ χώραν λαβόντας μένειν ἐν
καὶ λοξὰ τῇ θέσει ἔχουσα κλιμάκια , ἀλλ ' ἔστω κλίμαξ ἰσοπαχὴς ἔχουσα τετράγωνα τὰ κλιμάκια . χάριν δὲ τοῦ
5946709 πνευματωδης
ἔστι γὰρ καὶ ἕτερος μὴ τοιοῦτος , ἀλλὰ κρυώδης καὶ πνευματώδης φ δι ' ὀλίγου : ἀντὶ τοῦ ἐγγύθεν ,
ὕστερον τῆς κρίσιος , καὶ ὅτι πολλά . Τημένεω ἀδελφιδῆ πνευματώδης , ὑποχόνδρια καὶ ἐντεταμένα ἐφάνη διὰ χρόνου : εἰ
5944732 ῥηξις
, τὸ δὲ μεσαίτατον , καθ ' ὃ ἐγένετο ἡ ῥῆξις , ἀναξηρανθὲν ὁδὸς εὐρεῖα καὶ λεωφόρος γίνεται . τοῦτο
βοθρίον , φλυκτὶς , μυιοκέφαλον , σταφύλωμα , ὑπόπυον , ῥῆξις , οὐλὴ , λεύκωμα , κοίλωμα , πρόπτωμα ,
5942879 ὑφαινουσι
δέ φασιν ᾠὸν ἐκεῖνο ὃ τεκεῖν Λήδαν ἔχει λόγος . ὑφαίνουσι δὲ κατὰ ἔτος αἱ γυναῖκες τῷ Ἀπόλλωνι χιτῶνα τῷ
〚 Τοὺς ἱστοὺς , οὓς ἐν τῷ ἀέρι οἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι . λάμβανε δὲ ἀπὸ κοινοῦ εἰς τὰς μελέτας τὸ
5941943 καυληδον
ἐντεριώνην ἔχοντα εὔθρυπτα , οὐ καμπτόμενα διὰ μαλακότητα ἀλλὰ καταγνύμενα καυληδόν , καπνῶδέϲ τι ἐν τῇ θραύϲει ἀνιέντα καὶ τοῦτο
. οἷον ἐὰν γάρ τις λάβῃ εὐθεῖαν καὶ τέμῃ αὐτὴν καυληδόν , ἔσονται δύο στιγμαὶ ἀχρόνως γενόμεναι , ὥστε οὐ
5940021 κνημη
τῇ πτέρνῃ . τῶν δ ' ὀστέων τὸ μὲν ὀπίσω κνήμη , τὸ δ ' ἔμπροσθεν ἀντικνήμιον , τὰ δ
ἀνιόντα πολλάκις αὐτονυχεὶ θηεύμεθα . Τοῦ μὲν ἄρ ' οἴη κνήμη σὺν Χηλῇσι φαείνεται ἀμφοτέρῃσιν : αὐτὸς δ ' ἐς
5939545 φλεβωδης
Τὸ δὲ ὑπόσφαγμα γίνεται τῶν φλεβῶν ἀναρρηγνυμένων τοῦ ῥαγοειδοῦς : φλεβώδης γὰρ ὁ ὑμὴν οὗτος , ὁ δὲ κερατοειδὴς ἥκιστα
διάγνωσις σπληνὸς Γαληνοῦ καὶ Ἀρχιγένους . Ἔστι δὲ ὁ σπλὴν φλεβώδης καὶ ἀρτηριώδης καὶ ἀνισοπλατὴς λεπτὰ ἀγγεῖα ἔχων καὶ πολλὰ
5939171 παρυπατης
, οὗ αἱ διέσεις ἐφ ' ἑκάτερα τοῦ διατόνου ἀπὸ παρυπάτης μέσων ἐπὶ τρίτην συνημμένων , τρίτον δέ , οὗ
μὲν ὑπάτης καὶ παρυπάτης διάστημα ἡμιτονιαῖόν ἐστι , τὸ δὲ παρυπάτης καὶ λιχανοῦ ἐννέα δωδεκατημορίων ἀσύνθετον λαμβανομένων . δεύτερον δὲ
5938520 ἀπευθυσμενου
ἁρμόζειν δυναμένης ἐπὶ τῶν ἐχόντων ἕλκωσιν οὐ μόνον ἐπὶ τοῦ ἀπευθυσμένου ἐντέρου , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πάσης δυσεντερίας . Εἰ
πνεύματι . Ἐντὸς περιτοναίου ἡ μήτρα κεῖται μεταξὺ κύστεως καὶ ἀπευθυσμένου , τῷ μὲν ἐπικειμένη σχεδὸν ὅλῳ , κύστεως δὲ
5936208 Καταντικρυ
χωρίου ἐπὶ Κάραμβιν ἀκρωτήριον ὑψηλὸν καὶ μέγα στάδιοι ρʹ . Καταντικρὺ δὲ τῆς Καράμβιδος ἄκρας ἐν τῇ Εὐρώπῃ κεῖται μέγιστον
, καταφερές . Καταντικρύ , κατ ' ἐναντίον . „ Καταντικρὺ καὶ κατευθὺ τῇ τὰ οἰκεῖα συναγούση ἀποτυπώματα . ”
5912092 παραγωγῃ
, λίθων τε ψόφῳ τῶν κελευστῶν ἀντὶ φωνῆς χρωμένων καὶ παραγωγῇ τῶν κωπῶν . ἐπεὶ δὲ ἦσαν αἱ τοῦ Εὐνόμου
ἀλλὰ μὴν καὶ τὸ ἑκαστάτω καὶ ἑκαστέρω ἦν ἐν συγκριτικῇ παραγωγῇ . τά γ ' οὖν προκατειλεγμένα δέδεικται ὡς εἴη
5911601 τιταινομενος
εἰς φυγὴν ἔτρεψας . . ὅς ῥά τε ῥεῖα θέῃσι τιταινόμενος πεδίοιο : ὁ διπλῆ ὅτι θέῃσιν ἀντὶ τοῦ θέῃ
ἀπὸ τοῦ προπάτορος ὁ Ἀντίλοχος Νηλήιος . . ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος σὺν ὄχεσφιν : ἡ διπλῆ ὅτι διὰ πεδίου .
5909206 τεναγωδης
τῆς ἠπείρου ὡς ἐπὶ τὴν πόλιν . ἔστι δὲ πορθμὸς τεναγώδης τὸ χωρίον καὶ τὰ μὲν πρὸς τῇ ἠπείρῳ τῆς
Εἶτ ' αἰγιαλός τις Σαλμυδησσὸς λεγόμενος ἐφ ' ἑπτακόσια στάδια τεναγώδης ἄγαν καὶ δυσπρόσορμος ἀλίμενός τε παντελῶς παρατέταται , ταῖς
5908660 κορωνον
διὰ τὸ μῆκος οὐκ εὐπαρείσδυτον , τὸ δ ' αὖ κορωνόν τε καὶ ὑπερέχον ὑπὲρ τοῦ ζυγώματος : ἅμα τε
μέρος τοῦ πήχεος ὡς † ἐκκρεμνῆναι † τὸν [ ] κορωνόν : εἶτα καὶ σκῦτος ὑποτιθεῖν ἐπὶ τὴν ἄκραν χεῖρα
5905067 μεση
τὸ τοῦ ἀστέρος λόγον ἔχειν , ὃν ἡ τοῦ ἡλίου μέση πάροδος , τουτέστιν ἥ τε κατὰ μῆκος καὶ ἡ
Ἶρόν φησι Μερμέρου παῖδα . . . : Χαονία , μέση τῆς Ἠπείρου . Οἱ οἰκήτορες Χάονες . Ἑλλάνικος Ἱερειῶν
5903770 ῥαφανηδον
ἢ κοιλότητος κἀν ταῖς ἐξαρθρήσεσι διακριτέον τὸ πρὸς τοῖς κορωνοῖς ῥαφανηδὸν γινόμενον κάταγμα διὰ τοῦ κινεῖσθαι κατὰ τὴν διὰ τῶν
ταρσοῦ , πάντα μεγαλομερῶς μὲν κατάγνυται , καυληδὸν , ἢ ῥαφανηδὸν , ἢ σχιδακηδόν . ἐπὶ λεπτὸν δὲ καρυηδὸν ἢ
5901006 Παλαιστινη
. . . . . ξζ λγ γʹ . Ἡ Παλαιστίνη , ἥτις καὶ Ἰουδαία καλεῖται , περιορίζεται ἀπὸ μὲν
: ὡς δὲ Διονύσιος Παλαιστίνης : Φοινίκη γὰρ καὶ ἡ Παλαιστίνη . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ Ἰόπης τῆς Αἰόλου θυγατρός ,
5898813 διεξοδος
τῆς γαστρός . ἀλλ ' ἐπὶ τῶν λειεντερικῶν ἥ τε διέξοδος τῶν σιτίων ταχεῖα γίγνεται καὶ τὰ τῆς ἀπεψίας ἐπιτεταμένα
' εἰδῶμεν τί ἐστι καὶ πόστον μέρος αὐτῆς ἡ φυσικὴ διέξοδος . οἱ μὲν οὖν Στωικοὶ ἔφασαν τὴν μὲν σοφίαν
5892069 Μαργιανη
ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι . Παραπλησία δ ' ἐστὶ καὶ ἡ Μαργιανή , ἐρημίαις δὲ περιέχεται τὸ πεδίον . θαυμάσας δὲ
. Ἀραβία Εὐδαίμων Καρμανία : πίναξ ζʹ . Ὑρκανία χώρα Μαργιανή Βακτριανή Σογδιανοί Σάκαι Σκυθία ἡ ἐντὸς Ἰμάου ὄρους :
5890669 καταβαινοντος
τῆς καθ ' ἡμᾶς οἰκήσεως τοῦ ἡλίου , καὶ βορρὰν καταβαίνοντος , αὐχμηρά πως καὶ διατεθερμασμένα ἔτι λείπεται ἡμῶν τὰ
' ἀκριβοῦς αἰθρίας , δι ' ἀνεφέλου τοῦ ἀέρος , καταβαίνοντος ἐκ γῆς τοῦ πνεύματος , κατιόντος τοῦ ἀνέμου ,
5889510 φλεως
ἐσθίειν . ἔτνος δὲ κύαμος ἤ τι ὄσπριον ἄλλο . φλέως : δισυλλάβως , τὸ φυόμενον ἐν τοῖς ἕλεσι φυτόν
τὰς ὑπεραυξήσεις τῶν ὀνύχων ἀφαιρεῖν . Φλέϊνα τὰ ἀπὸ τοῦ φλέως πλεκόμενα . Πεποίθησις οὐκ εἴρηται , ἀλλ ' εἴ
5886818 πηχεος
. ὁ κόρυς τοῦ κόρεος , ὡς ὁ πῆχυς τοῦ πήχεος . τήμερον ] σήμερον . . τὸ παρὸν σύστημα
: τοῦ γὰρ βραχίονος τὸ γιγγλυμοειδὲς , ἐν τῇ τοῦ πήχεος βαθμίδι ἐν τουτέῳ τῷ σχήματι ἐρεῖδον , ἰθυωρίην ποιέει
5885384 Ἰαπυγια
λθʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Τάρας μαʹ ∠ ʹʹ μʹ Σαλεντίνων Ἰαπυγία ἄκρα ἡ καὶ Σαλεντίνη μβʹ γʹʹ ληʹ ∠ ʹʹδʹʹ
Μεταποντίου τὰ συνεχῆ λεκτέον . συνεχὴς δ ' ἐστὶν ἡ Ἰαπυγία : ταύτην δὲ καὶ Μεσσαπίαν καλοῦσιν οἱ Ἕλληνες ,
5882413 ἡμιπηχιον
Ὄρνιθος ὁ βορειότερος τῶν ἐν τῇ δεξιᾷ πτέρυγι , ὡς ἡμιπήχιον προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ὁ Περσεὺς ἐν
ὁ ἐν ἄκρᾳ τῇ ἀριστερᾷ πτέρυγι τῆς Παρθένου , ὡς ἡμιπήχιον ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ . Ἀνατέλλει δὲ ἡ Λύρα ἐν
5881383 κωλικη
, ὅταν προσάδουσαν ἑαυτῇ εὕρῃ διάγνωσιν . ἡ μὲν οὖν κωλικὴ διά - θεσις συνίσταται περὶ ἔντερον τὸ καλούμενον κῶλον
, καρδιακὴ διάθεσις , ἴκτερος , χολέρα , εἰλεὸς , κωλικὴ διάθεσις , ἀποπληξία , τέτανος , ὀπισθότονος ἐμπροσθότονος .
5880695 Ἐνγονασιν
Δράκων ὁ διὰ τῶν Ἄρκτων , Ἀρκτοφύλαξ , Στέφανος , Ἐνγόνασιν , Ὀφιοῦχος , Ὄφις , Λύρα , Ὄρνις ,
οὖν τοῖς λοιποῖς συμφωνοῦσι τοῖς φαινομένοις . τοῦ δ ' Ἐνγόνασιν οὐ μόνον τὸ ἀριστερὸν γόνυ καὶ ὁ ποὺς ἔτι
5880682 συνδειται
Ἄνθρωπος γοῦν καὶ ζῷον καὶ λογικὸν καὶ πολλὰ μέρη καὶ συνδεῖται ἑνὶ τὰ πολλὰ ταῦτα : ἄλλο ἄρα ἄνθρωπος καὶ
διαρθρώσεως ἔργον ἐκτείνειν τε καὶ κάμπτειν ὅλην τὴν χεῖρα . συνδεῖται δὲ καθ ' ἑκάτερον τῶν περάτων ὁ πῆχυς τῇ
5880237 ταρσου
κυκλοτερὴς περιείλησις , ἀφ ' ἧς ἄγεται λοξὴ κατὰ τοῦ ταρσοῦ , εἶθ ' ὑπειλεῖται τῷ πέλματι , ἀπὸ τοῦ
ποδός , ἓν δ ' ἐν τοῖς ἄνω κατὰ τοῦ ταρσοῦ τεταγμένον . εἰσὶ δ ' οὗτοι μὲν οἱ μύες
5879800 Γαλατια
οἱ συνεχεῖς τόποι : ἀριστερά , Προποντίς : πόδες , Γαλατία : κατὰ τὴν κοιλίαν Κελτική : ὤμοις Θρᾴκη :
. ἔστι δὲ ταῦτα καθ ' ὅλα ἔθνη λαμβανόμενα Βρεττανία Γαλατία Γερμανία Βασταρνία Ἰταλία Γαλλία Ἀπουλία Σικελία Τυρρηνία Κελτικὴ Σπανία
5873806 βεβαμμενος
πᾶσι τοῖς λαοῖς , τοῦτο γὰρ σημαίνει τὸ πρυλέεσσι , βεβαμμένος ὢν ὁ Ἄρης ἐν αἵματι , ὥσπερ ζῶντας τινὰς
νεύροις ἐσφιγμένος , ὀξὺς μὲν ὑπερβολῇ , φαρμάκοις δὲ θανασίμοις βεβαμμένος . Ὅτι Πτολεμαῖος , φησίν , εἰς τὸν κατὰ
5873539 ἐκκειται
Τὸ δυτικὸν στόμα τοῦ Τίγριδος ἐν τῇ περιγραφῇ τῆς Βαβυλωνίας ἔκκειται . . . οθ ∠ ʹ λ δʹ :
καὶ κρείττους τοῦ ἀνέμου . καὶ μὴν καὶ ἀγκὼν δεξιὸς ἔκκειται λευκὸν διακλίνων πῆχυν καὶ ἀναπαύων τοὺς δακτύλους πρὸς ἁπαλῷ
5869537 ἀριστερος
ἡ εὐώνυμος : ὡς δὲ φόβος φοβερὸς , οὕτως ἄριστος ἀριστερός . ἀδελφοὶ , παρὰ ἐκ τῆς αὐτῆς δελφύος :
. * ὅγε : ὅτε . * σκαιός : πλάγιος ἀριστερός κατὰ πλευρὰν κείμενος * οἶμον : ὁδόν * οἶμον
5867249 παραλυσις
ἔπασχε τὰ παρὰ τὴν παραπληγίαν ἢ παράλυσιν . ἔστι δὲ παράλυσις μὲν ἡ παντὸς τοῦ σώματος ἀναισθησία καὶ ἀκινησία χωρὶς
προσηγορίαις : ἡ μὲν γὰρ τῶν τὴν ἀναπνοὴν ἐργαζομένων ὀργάνων παράλυσις ἄπνοια , καθάπερ γε καὶ ἡ τῶν τὴν φωνὴν
5866372 συμπιπτει
, ὅτι καὶ ὡς ἐπὶ τὰ Ζ , Β ἐκβαλλομένη συμπίπτει . ἡ ΓΔ ἄρα ἐκβαλλομένη ἐφ ' ἑκάτερα συμπεσεῖται
' ἐκ παθημάτων τὸ στόμα τῆς κοιλίας στενόν ἐστι , συμπίπτει μὲν τὰ ὅμοια , λυομένων δὲ τῶν παθῶν ἀνὰ
5860717 παρυπατη
ὑπερβολαίων . Ἐν δὲ ἁρμονίᾳ οἵδε : προσλαμβανόμενος ὑπάτη ὑπάτων παρυπάτη ὑπάτων λιχανὸς ὑπάτων ἐναρμόνιος ὑπάτη μέσων παρυπάτη μέσων λιχανὸς
ὑπερβολαίων . Ἐν δὲ χρώματι οἵδε : προσλαμβανόμενος ὑπάτη ὑπάτων παρυπάτη ὑπάτων λιχανὸς ὑπάτων χρωματική ὑπάτη μέσων παρυπάτη μέσων λιχανὸς
5859120 θεσις
λήγει , ἀφ ' οὗ καὶ φέρεται : οὗ ἡ θέσις ἐπέχει μοίρας μϚʹ μηʹ ∠ ʹʹ Πόλεις δὲ εἰσὶν
συμφωνιῶν διαφορὰς ἐχούσας οὕτως . εἶδος μὲν τοίνυν ἐστὶ ποιὰ θέσις τῶν καθ ' ἕκαστον γένος ἰδιαζόντων ἐν τοῖς οἰκείοις
5856240 Περινθος
ʹʹ μβʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Σηλυμβρία νεʹ μβʹ ∠ ʹʹ Πέρινθος νδʹ ∠ ʹʹγʹʹ μβʹ γʹʹ Ἄρζου ποτ . ἐκβολαί
πολλὰ πρὸς τὴν ὑπὲρ τῶν ὅλων φιλονεικίαν . ἡ γὰρ Πέρινθος κεῖται μὲν παρὰ θάλατταν ἐπί τινος * αὐχένος ὑψηλοῦ
5855946 νοτιᾳ
θάλατταν καὶ τὴν νοτίαν τῆς Ἀτλαντικῆς . ἐν δὲ τῇ νοτίᾳ ταύτῃ θαλάττῃ πρόκειται τῆς Ἰνδικῆς νῆσος οὐκ ἐλάττων τῆς
προηγούμενος τοῦ μεσημβρινοῦ , καὶ ὁ ἑπόμενος τῶν ἐν τῇ νοτίᾳ σιαγόνι τοῦ Κήτους , μικρὸν ὑπολειπόμενος τοῦ μεσημβρινοῦ ,
5852755 χημωσις
θεραπεύομεν , ὥσπερ εἴρηται ἀνωτέρω τὴν φλεγμονήν . λέγεται δὲ χήμωσις κυρίως , ὅταν τὸ λευκὸν τοῦ ὀφθαλμοῦ φλεγμαῖνον ὑψηλότερον
ἐπιφορὰ , φλεγμονὴ , οἴδημα , ἐμφύσημα , σκίῤῥωσις , χήμωσις , ἄνθραξ , στραβισμὸς , σπασμὸς , παλμὸς ,
5848992 παραγωγη
Τρύφων φησίν , ὡς ἔστι λεῖον λείου , ἐξ οὗ παραγωγὴ διὰ τοῦ διον λείδιον διὰ διφθόγγου , ὡς γραφείδιον
τοῦ ὀρθοῦ καὶ προσήκοντος τίθησιν . ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραγωγὴ ἔξω φρενῶν : * * παρασύρει . οἱ Ῥόδιοι
5848491 πηχυαια
ἐστιν , ἅπτεσθαι δὲ οὐ πρὸς ἅπαντα , οἷον ἡ πηχυαία γραμμὴ πεπέραται μὲν πρὸς ἅπαντα τὰ ἄλλα θεωρουμένη :
δακτύλου . ἔσονται δὲ τῇ προτεθείσῃ ῥητῇ εὐθείᾳ , εἴτε πηχυαία ἐστὶν εἴτε ποδιαία εἴτε παλαιστιαία ἢ δακτυλιαία , ἄπειροι
5848245 φλεψ
, καί τι τῆϲ τοῦ πνεύμονοϲ οὐϲίαϲ ἢ βρόγχιον ἢ φλὲψ ἀνενεχθήϲεται : οἶδα δέ τινα τῶν ἐκ τοῦ πνεύμονοϲ
μονοειδῆ , ἄρτον καὶ ὕδωρ , καὶ ἐκ ταύτης τρέφεται φλὲψ ἀρτηρία σὰρξ νεῦρα ὀστᾶ καὶ τὰ λοιπὰ μόρια .
5846426 διεζευκται
εἰ μὴ κατέλειψεν , ὃν προσεθήκαμεν λόγον , ὡς ὄντως διέζευκται ἡ ἀντωνυμία , ἐκ τοῦ ἀντιδιαζευχθέντος λόγου , εἴγε
ἐπιφέρεται , ἐν τούτῳ δείκνυται , ὡς καὶ ἡ ἀντωνυμία διέζευκται , ἡ μὲν σέ πρὸς τὴν ἐμέ , ἡ
5845522 ἀρτηριη
. ὄργανα δὲ μυρία : ἀρχὴ μὲν ῥῖνεϲ , ὁδὸϲ ἀρτηρίη , χώρη δὲ πνεύμων , θώρηξ δὲ πνεύμονοϲ ἔρυμα
χρήσθω τοῖσιν εἰρημένοισιν . Ἀρτηρίη τρωθεῖσα : ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ
5844367 ἀναρθρα
παρ ' αὐτὰς βυκανισμοὺς καὶ βηχίας , φθέγματα ἄσημα καὶ ἄναρθρα καὶ ἐκμελῆ , ἐπὶ δὲ τὸ ὀξὺ τούς τε
ὀστᾶ καὶ τὰ τῶν πήχεων , καὶ ὅσα ἄλλα ἡμῶν ἄναρθρα , ὅσα τε ἐντὸς ὀστᾶ δι ' ὀλιγότητα ψυχῆς
5842302 σαρκωδεστερον
τὸ μέτωπον αὐτοῦ χθαμαλὸν λεῖον σαρκῶδες καὶ τὸ πᾶν πρόσωπον σαρκωδέστερον , τὸ δὲ εἶδος ὑπνηλόν , ὀφθαλμοὶ ὑγροὶ εὐλαμπεῖς
ἄκρου σκιάδειον πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει .
5840384 συναγχη
βράγχος καὶ βραγχᾶν καὶ ἕλκωσις καὶ φλεγμονὴ καὶ κυνάγχη καὶ συνάγχη . καὶ μὴν καὶ γλῶττα , τὸ κάλλιστον τῶν
κάτω γένυος ἀπὸ τῆς ἄνω . περὶ δὲ τὸν τράχηλον συνάγχη , κυνάγχη , ἀγχόνη , ἔξωσις σπονδύλων , χοιράδες

Back