, ὁ τεχνικός τε καὶ ἀγαθός , καὶ τοὺς λόγους προσοίσει ταῖς ψυχαῖς οὓς ἂν λέγῃ , καὶ τὰς πράξεις | ||
τοῦτο εἰς διαβολὴν εἴληφε : τὴν γὰρ ἀπουσίαν τὴν ἡμετέραν προσοίσει τοῖς Ὀλυνθίοις . οὐκοῦν εἰ βούλεσθε μὴ δοῦναι καιρὸν |
: Τὸ λέων παρὰ τὸ λάω , τὸ θεωρῶ : ὀξυδερκέστατον γὰρ τὸ θηρίον , ὥς φησι Μανέθων ἐν τῷ | ||
λοιπῶν : οἱ δέ φασιν ὅτι ὁ λυγκεὺς θηρίον ἐστὶ ὀξυδερκέστατον . Λύκειος : Ἀπόλλωνος ἐπίθετον : καὶ τόπος , |
μετὰ δὲ ταῦτα τὸν αὐτοφυᾶ διατροχάζων διαχαλῴη τ ' ἂν ἀλυπότατα τὸ σῶμα καὶ εἰς τὸ ἐπιρραβδοφορεῖν ἥδιστ ' ἂν | ||
νίτρου ἀνὰ δραχ . γ . μέλιτι ἀναλαβὼν προστίθει . ἀλυπότατα δὲ ἐπισπᾶται χωρὶς πόνου τοῦτο : κωνείου σπέρμα μετ |
ἐλάμβανον . , ἔξω ἔμπροσθέν μου ἐκράτουν . ἀπάγχων ] ἀποπνίγων . τὰ εʹ ταῦτα κῶλα δίμετρά εἰσιν ἰαμβικά , | ||
ἐπαχθής , ἄπληστος , ἄμετρος , αἰσχροκερδής , βίαιος , ἀποπνίγων , πιέζων , λωποδυτῶν , ἀποδύων , ἁρπάζων , |
ἐς οὐδὲν ἐχρῆτο διαζωσάμενος τὸ τριβώνιον σπουδῇ μάλα καὶ αὐτὸς ἐκύλιε τὸν πίθον , ἐν ᾧ ἐτύγχανεν οἰκῶν , ἄνω | ||
. ἔφλα ] ἔπληττε . κἀσπόδει ] ἐν τῇ γῇ ἐκύλιε . κἀπέτριβεν ] ⌈ συνέτριβεν , ἠφάνιζεν . ⸎ |
” ἐπισκέψεται ὁ θεὸς ” τὸ ὁρατικὸν γένος καὶ οὐ παραδώσει μέχρι παντὸς αὐτὸ ἀμαθίᾳ , τυφλῇ δεσποίνῃ , τὸ | ||
ἐκκόπτειν , γυμνώσει τὴν μήνιγγα πᾶσαν καὶ σπασμῷ τὸν κάμνοντα παραδώσει . Ὀστώδης ἐπίφυσις ἐν παντὶ μὲν γίνεται μέρει τοῦ |
φαντάζεσθαι , ὀνειρώττειν δὲ τὸ καθ ' ὕπνους συνουσιάζειν . ὀνειροπολεῖ ] ἐν τοῖς ὀνείροις φαντάζεται . ἴσθι , ὅτι | ||
καὶ οὕτως ἱππάζεσθαι Θ ὃ νῦν κελητιᾶν καλοῦμεν . Θ ὀνειροπολεῖ θ ' ἵππους : κἀν τοῖς ὀνείροις ἵππους περινοεῖ |
οἰόμενος δὲ καὶ οὗτος μυστήριά τινα καὶ ἀπόρρητα διδάσκειν : ἀπόδυθι , φησί , τὸ ἱμάτιον : γυμνοὶ γὰρ εἰσίασιν | ||
τήμερον . Ὕφαπτε καὶ κάταιθε : σὺ δὲ τὸ Κρητικὸν ἀπόδυθι ταχέως . Τοῦ θανάτου δ ' , ὦ παιδίον |
: κἂν ἀποθάνῃς , φησὶ , κατὰ τὴν ἐκκλησίαν ἐνδόξως τεθνήξῃ ὡς καὶ πρὸς τὸν θάνατον ἀφόβως ὁρμήσας καὶ μετὰ | ||
ἐμοὶ κεκλαύσεται , τὸ κολάζειν δηλονότι , σὺ δὲ χάνας τεθνήξῃ . τὸν υἱόν ] κολάσεις δηλονότι . σὺ δ |
. ἀπωλόμεσθα πάντες , οὐ κείνη μόνη . ἀλλ ' ἠισθόμην μὲν ὄμμ ' ἰδὼν δακρυρροοῦν κουράν τε καὶ πρόσωπον | ||
ἴσως ἀνθρώπινον . ἔκρυπτε τοῦτ ' , ἠισχύνετ ' : ἠισθόμην ἐγὼ ἄκοντος αὐτοῦ διελογιζόμην θ ' ὅτι ἂν μὴ |
φησί , παραπλήσια Σελευκίς , Ῥοδιάς , Ἀντιγονίς . ΣΚΑΛΛΙΟΝ κυλίκιον μικρόν , ᾧ σπένδουσιν Αἰολεῖς , ὡς Φιλητᾶς φησιν | ||
ἐν Λυδίᾳ κατέχω δεδειπνηκώς : Ἄπολλον , ὡς καλόν ἀλλὰ κυλίκιον ὑδαρὲς ὁ παῖς περιῆγε τοῦ πεντωβόλου , ἀτρέμα παρεξεστηκός |
στύππαξ . Ἐβάδιζέ μοι τὸ μειράκιον ἐξ ἀποτρόχων . Καὶ στρεψίμαλλος τὴν τέχνην Εὐριπίδης . Οὔτε νύκτωρ παύεται οὔθ ' | ||
κατιέναι . ἐβάδιζέ μοι τὸ μειράκιον ἐξ ἀποτρόχων . ὁ στρεψίμαλλος τὴν τέχνην Εὐριπίδης καὶ πρός γε τούτοις ἥκετον πρεσβῆ |
ἐφοβήθησαν ὁ Οὐρανὸς καὶ ἡ Γῆ . Οὐρανὸς δ ' ἔφριξέ νιν : ἤτοι διὰ τὸ σὺν ὅπλοις γεννηθῆναι : | ||
οὖν λέγεται καὶ ἐπὶ τῶν ἐκβακχευμάτων . Οὐρανὸς δ ' ἔφριξέ νιν : διὰ τὸ σὺν ὅπλοις γεννηθῆναι ἐφοβήθησαν ὁ |
γάρ μοι συνῄει ὁ πατὴρ ὁ σός , τράγῳ ἑαυτὸν ἀπείκασεν , ὡς λάθοι , καὶ διὰ τοῦτο ὅμοιος ἀπέβης | ||
δὲ αἱ μέν εἰσιν ἄρισται τῶν ἡμερῶν ἃς μητράσιν αὐτὸς ἀπείκασεν , αἱ δὲ φυλακτέαι αἷς τὰς μητρυιὰς ἐπεφήμισεν . |
, ἐν τοῖς πολίταις ὑπεροπτικός εἰμι καὶ ὑπέρογκος , οὐ προσβλέπων τοὺς πολίτας ὄμματι λαμπρῷ καὶ ὑπερηφάνῳ , ἀλλὰ προσμειδιῶντι | ||
' ὦ Χάρων , ἦ που σφόδρα θυμοῖ ; καρυκκοποιοὺς προσβλέπων βδελύσσομαι . τοὺς Δελφούς * * τίς ὑποκεκρυμμένος μένει |
ἐμπεριπατήσειεν ; Ἐπεὶ δὲ ἐν τοῖς ἄλλοις καὶ τὸν Ὅμηρον ἐπρίω πολλάκις , ἀναγνώτω σοί τις αὐτοῦ λαβὼν τὴν δευτέραν | ||
σύνοιδ ' αὐτῷ κακά . Τί δαί ; κυνίδιον λεπτὸν ἐπρίω τῇ θεᾷ εἰς τὰς τριόδους ; Ἆισον δή μοι |
δ ' ἑτέρως ἔχοιεν , ἀνάγκη ταύτας διαφθείρεσθαι . καὶ πρόβαινε ἐπὶ τὸ προκείμενον τούτων οὕτως ἐχόντων οὗτος τί ἐτόλμησε | ||
βδέειν , διὰ τὸ τότε τὰς πέψεις γίνεσθαι . Γ πρόβαινε κἀν τῷ ὄχλῳ : ὡς ἐπὶ ὄχλου πομπευόντων αὐτῶν |
οὔρει πίττινον . ἐκκρουσαμένους τοὺς πύνδακας πτίσσω , βράττω , μάττω , δεύω , πέττω , καταλῶ . χωρεῖ ἄκλητος | ||
λαβών τιν ' οὔρει πίττινον . Πτίσσω , βράττω , μάττω , δεύω , πέττω , καταλῶ . Χωρεῖ ἄκλητος |
καὶ κοιλίαν ὑείαν καταβροχθίσας κἆτ ' ἐκπιὼν τὸν ζωμὸν ἀναπόνιπτος λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας καὶ Νικίαν ταράξω . καὶ πάλιν : | ||
Πύλῳ στρατηγούς ” , οὕτω καὶ οὗτος ἐχρήσατο τῷ “ λαρυγγιῶ τοὺς ῥήτορας ” . ΓΘ καὶ Νικίαν ταράξω : |
οὔτε γνωρίζεσθαι , κλέπτει δ ' αὑτὸν πλανῶν τε καὶ παρατρέπων τὴν τῶν ὁρώντων ὄψιν : εἰ γὰρ περιτύχοις μέλαν | ||
συνταράττων , μεθιστάς , παρακινῶν , μεταβάλλων , μετατιθείς , παρατρέπων , νεωτερίζων , ἐκνεωτερίζων , παρανεωτερίζων , νεωτεριστής νεωτεριστικός |
πρὸς ἕνα , τοῦ πάθους μὴ ἐπιμένοντος , ἀλλ ' ἐπιτηρῶν ἀνέσεις , ἐπιτάσεις , πληρώσεις , κενώσεις , αἰτίων | ||
δ ' ἐν ἱστορίᾳ διαμαρτάνουσι , τὰ τοιαῦτα ἂν εὕροις ἐπιτηρῶν , οἷα κἀμοὶ πολλάκις ἀκροωμένῳ ἔδοξεν , καὶ μάλιστα |
πολλοὺς ὑπομείναντας , ἀλλ ' ὡς ἐπῇσαν οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθὺς ἐνδόντας καὶ ἔστιν οὓς καὶ καταπατηθέντας τοῦ μὴ φθῆναι τὴν | ||
ἄρχειν σφῶν τὸν Μεσσάλαν αἱρουμένων οὐκ ἀνασχόμενος , ἔπεισεν αὐτοὺς ἐνδόντας ἐπιβαρούσῃ τῇ τύχῃ μεταστρατεύσασθαι τοῖς ἀμφὶ τὸν Ἀντώνιον . |
ἐκ τῆς κακοπαθίας ἀναλαβεῖν . Εὐμενὴς δὲ τὸν προειρημένον τρόπον καταστρατηγήσας τοὺς πολεμίους μετεπέμπετο πανταχόθεν τοὺς διερριμμένους τῶν στρατιωτῶν καὶ | ||
Καρχηδόνιοι μεγάλαις δυνάμεσιν ἐστράτευσαν εἰς τὴν Σικελίαν . Ὡς Γέλων καταστρατηγήσας τοὺς βαρβάρους τοὺς μὲν αὐτῶν κατέκοψε , τοὺς δ |
ἐνταῦθα εὐμελῶς καὶ εὐτόλμως σε ἐμάστιξεν , ἀκριβῶς οἶδα . Εὐμάρας ἐκάθηρε : περὶ οὗ μοι εἶπας , οὐ μέμνημαι | ||
ποκα τεῖνδέ τυ δήσας Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι |
εἴ τις οὐ πάρεστιν ὃς ξυνώμοσεν φάλανθον Νέστορος κάρα ἐκκεκώπηται ἐπιξενοῦσθαι ἐπισειούσης ξυμβόλους τὸ γὰρ νόσημα τοῦτ ' ἐφίμερον κακόν | ||
τὸ μέντοι ξένον ὄντα εἰς ἄλλην πόλιν ἐλθεῖν ξενοῦσθαι καὶ ἐπιξενοῦσθαι ἔλεγον , ὅθεν καὶ τὴν καταγωγὴν ξενῶνα . θρασυξενία |
καὶ ψιλῶν ἐς ὀκτακισχιλίους κατὰ τὴν νῆσον τὰ Πάταλα ἐκπέμπει ἀντιπαράγειν τῷ στόλῳ , αὐτὸς δὲ τὰς μάλιστα τῶν νεῶν | ||
' οὖν Ἀλέξανδρος τὴν μὲν στρατιὰν προσέταξεν παρὰ τὸν ποταμὸν ἀντιπαράγειν ταῖς ναυσίν , αὐτὸς δὲ τὸν διὰ τοῦ ποταμοῦ |
ὕαινα οὐκ αἴρει . Λύκου δέρμα πρόβατον οὐχ ὑπερβαίνει . Πτερὰ ἴβεως πάντες ὄφεις δεδοίκασι . Λέων οὐ γεύσεται , | ||
λέγει δέξασθαι , ἤγουν πολλοὺς καὶ ἄλλους ἀγῶνας νικῆσαι . Πτερὰ δὲ νίκης περιφραστικῶς ἡ νίκη , ἐπεὶ οἷον ἐπτερωμένους |
ξηρῇ , ἐπαλείφειν τὴν ἕδρην . Τὰ πεπωρωμένα διαχεῖ : σανδαράκην ἐν σταιτί . Θρίδακος τῆς ἐρυθρῆς ὀπὸς ὀδύνην λύει | ||
. Μαλθάσσειν δὲ ἀπὸ τουτέων τὸ στόμα τῆς μήτρης : σανδαράκην , στέαρ αἰγὸς , ὀπὸν συκέης , ὀπὸν σιλφίου |
οὐκ ἄλλο τῶν εἰς κοινωνίαν οὐδὲν διασῴζεται , ἀλλ ' ἀνίδρυτος ὢν σπείρεται , πάντῃ φορούμενος καὶ μετανιστάμενος ἀεὶ καὶ | ||
Μωυσέα ὁ μὲν φαῦλος , ὥσπερ ἄοικος καὶ ἄπολις καὶ ἀνίδρυτος καὶ φυγάς , οὕτως καὶ αὐτόμολος , ὁ δὲ |
εὐτραφεῖς λαρινοὺς καλεῖ : λαρινεύειν γὰρ τὸ σιτεύειν . Λάρος κεχηνώς : ἐπὶ τῶν ἁρπακτικῶν καὶ κλεπτῶν . Λακωνικὰς σελήνας | ||
ῥῆμα προῖκα εἰπών , πρὸς λῆμμα βλέπων , πρὸς ἀργύριον κεχηνώς , μηδὲν μέρος ἔχων ἄπρατον , εὔωνος , ῥᾴδιος |
ἦλθε , δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης , ὃς δὴ πολλὰ κάκ ' ἀνθρώπους ἐεόργει : | ||
: „ δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης „ . ἐκ τοῦ τρῶ σημαίνοντος τὸ βλάπτω παράγωγον |
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ , | ||
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν |
: τῆς κοιλίας τῆς κατωτάτω . κατὰ τὸ ἄκρον καὶ ἄκλειστον στόμα τῆς νειαίρης γαστρὸς ἀειρόμενον τὸ φάρμακον νειαίρης ] | ||
παρειαὶ στεναὶ ἐπιμήκεις , γένειον μακρόν , στόμα ἄθυρον περίμηκες ἄκλειστον , ὡς διεσχισμένα τὰ πρόσωπα φαίνεσθαι , κυρτός , |
ὥστε ἀνελεῖν νύκτωρ τοὺς ἑαυτῶν ἄνδρας πρὸ τῆς μίξεως θάνατον ἐπαπειλήσας ταῖς μὴ τοῦτο ποιούσαις : καὶ λῆμνον . ! | ||
Ἀλέξανδρος δὲ Ἀβισάρην διὰ τάχους ἰέναι παρ ' αὑτὸν κελεύει ἐπαπειλήσας , εἰ μὴ ἔλθοι , ὅτι αὑτὸν ὄψεται ἥκοντα |
. Εὐρύαλος δέ οἱ οἶος ἀνίστατο ἰσόθεος φὼς Μηκιστῆος υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος , ὅς ποτε Θήβας δ ' ἦλθε δεδουπότος | ||
Ἰλιάδι γράφει αὐτὸν ἐν Θήβῃ τετελευτηκέναι : ” Μηκιστέως υἱὸς Ταλαϊονίδαο ἄνακτος , ὅς ποτε Θήβασδε ἦλθε δεδουπότος Οἰδιπόδαο ” |
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ | ||
γράφεται : οἷον , ἰξός : ἴξαλος : ἰξεύω : ἰξευτής : ἰξύς : ἴξω : σχίζω : καὶ τὸ |
τὸ ποτήριον πίνει τὸ λοιπόν , τοὺς λογισμοὺς δ ' ἐξεμεῖ . ταῦτα σκόπει πρὸς σαυτόν . βούλομαι δεῖξαι σαφῶς | ||
καταπιεῖν φάρμακον , ὑφ ' οὗ ἐκεῖνος ἀναγκασθεὶς πρῶτον μὲν ἐξεμεῖ τὸν λίθον , ἔπειτα τοὺς παῖδας οὓς κατέπιε : |
δὲ τὰ κατὰ τὴν οἰκίαν λεκτέον καὶ ἔπιπλα . Οὐχ ἡμίκακον , ἀλλ ' ἡμιμόχθηρον φαθί . Ἔμελλον ποιῆσαι , | ||
ἐνδαές ἐνεκότουν ἔλυτρα ἐνόλμιος ἕξπηχυς ἔπηλις ἐπιστατεῖν ἐπίφατος εὐορνιθίαν εὐτύχεια ἡμίκακον θαλαμιός θήλεια θήλυδος ἐθράχθη ἴδριδα κέκονα καῦρος Κερβέριοι κινάκης |
ἤδη τοὺς πολεμίους , τὸ μὲν στράτευμα ἅπαν ἐν κοιλάσι κατέκρυψεν , αὐτὸς δὲ ἐπὶ λόφον ἀνελθὼν κατεσκόπει τὰ ἐκείνων | ||
παρὰ ποταμοὺς βοῶσι καὶ λίμνας . Ἡνίκα Ῥέα φοβουμένη Κρόνον κατέκρυψεν ἐν τῷ κευθμῶνι τῆς Κρήτης τὸν Δία , τότε |
τὸ ἔμπροσθεν ἠρέμα , καθάπερ ἄν τις ἀρτιφαοῦς σελήνης κέρας θεάσαιτο , χῶρον ἱκανὸν ἐν κύκλῳ διαλαμβάνουσι . Τρεῖς δὲ | ||
ἐντεῦθεν μηδενὸς κωλύοντος εἰς τὸ ἰδεῖν , ἆρ ' ἂν θεάσαιτο ὅ τι μὴ συμπαθὲς πρὸς ἐκεῖνο , εἰ τὸ |
Λήναις σύν ποτε καὶ Σατύροις , οἷον ὁ τεχνήεις Πυλάδης ὠρχήσατο κεῖνον ὀρθὰ κατὰ τραγικῶν τέθμια μουσοπόλων , παυσαμένη ζήλου | ||
Πινδάρου μετέβαλες . ἐκείνου μὲν γὰρ ὁ Πὰν τὸν παιᾶνα ὠρχήσατο , ὡς λόγος , ἐγὼ δὲ , εἰ θέμις |
δὲ τὰς προσόδους μεθύων καλὰς ποιῶ . ἔπειθ ' ἕωθεν περιάγεις τὴν λήκυθον , καταμανθάνων τοὔλαιον , ὥστε περιφέρειν ὡρολόγιον | ||
, σὺ δὲ καὶ οὕτως σφόδρ ' ἑτέρως ποικίλλεις καὶ περιάγεις τὸν λόγον ὡς καὶ πείθειν ἔχειν ἐκ τοῦ παραχρῆμα |
πορρωτάτω . Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦν : κακοδαιμονῶν τις ἢ μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶν [ ἐνθαδὶ ] τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν | ||
. καίτοι πόσους ἂν πατάξειεν ἢ ἀποκτείνειε Πολυδάμας ἢ Γλαῦκος μελαγχολῶν ; τῆς δὲ Καμβύσου μανίας φῦλα ὁμοῦ καὶ ἔθνη |
πρώτως ἔξωθεν ἐφάπτεται τοῦ κύκλου τῆς σκιᾶς , καὶ τὸ ἀφανισθὲν αὐτῆς μέρος πρὸς μεσημβρίαν τε καὶ ἀνατολὰς νεύει , | ||
ὁρίζοντος , ἀντὶ τῆς ὑπὸ ΑΡΕ γωνίας . τὸ γὰρ ἀφανισθὲν κατ ' ἀμφοτέρας τὰς ὑποθέσεις ἐπὶ τὰ βόρειά τε |
συμπίπτειν καὶ κρατεῖν τὸ ἐμπεσόν . ὁ δὲ νοῦς , ἀνελκύσας ἐπὶ τοῦ βήματος συνηγόρους ἑαυτῷ καὶ θηρευτὰς λόγων ἐρωτᾷ | ||
τὰς ναῦς , ὅσαι μάλιστα ἐπόνησαν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος , ἀνελκύσας ἐπεσκεύαζεν . ὁ δὲ Νικίας πυθόμενος αὐτὸν προσπλέοντα ὑπερεῖδε |
ᾄδουσι γὰρ αἱ παῖδες , ᾄδουσι , καὶ ἡ διδάσκαλος ὑποβλέπει τὴν ἀπᾴδουσαν κροτοῦσα τὰς χεῖρας καὶ ἐς τὸ μέλος | ||
ἧς κρεμασθήσεσθαι οἶδε ταύτην ἑαυτοῦ καταδικασάμενος δίκην ἀσκὸς δεδάρθαι . ὑποβλέπει δὲ ἐς τὸν βάρβαρον τοῦτον τὴν ἀκμὴν τῆς μαχαίρας |
, οὐκ ἤληθεν : ἀλοῦσα , οὐχὶ δὲ ἀλήθουσα . Μέθυσος ἀνὴρ οὐκ ἐρεῖς , ἀλλὰ μεθυστικός . μέθυσον δὲ | ||
: Οὐκοῦν , πραγματευτά , μέλαινα οἶνόν μοι κέρνα . Μέθυσος ὀνειδιζόμενος ὑπό τινος , ὅτι πολλὰ πίνων οὐ φρονεῖ |
γὰρ παλαιὸς ὡς ὅτι ἀνδρὶ μὲν αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν , ἀλλ ' ἅμα τῷ φυσῆν χὠ νόος ἐκπέταται | ||
λόγος γὰρ παλαιὸς ὡς ὅτι ἀνδρὶ αὐλητῆρι θεοὶ νόον οὐκ ἐνέφυσαν , ἀλλ ' ἅμα τῷ φυσῆν χὡ νόος ἐκπέταται |
ἀναπλαττόντων Πυριφλεγέθοντα καὶ Κωκυτὸν καὶ Ἀχέροντα ποταμοὺς * * : αἴρετέ μου δέμας : ἐφύλαξε τὸ τῶν νοσούντων ἦθος πάντη | ||
τῶν ὑπὸ γαίας , μύθοις δ ' ἄλλως φερόμεσθα . αἴρετέ μου δέμας , ὀρθοῦτε κάρα : λέλυμαι μελέων σύνδεσμα |
Χρεμύλου καὶ τῆς Πενίας ἐστὶ πραγματική . ἔμπορος : ὁ πραγματευτής , κυρίως δὲ ἄνθρωπος ὁ πλέων θάλασσαν , παρὰ | ||
: Ἐλθών . . ἦλθον . . ἔμπορος : Ἤγουν πραγματευτής . . . Πραγματευτὴς , κυρίως ὁ κατὰ θάλατταν |
λιμὸν ἐκκαλουμένη . * * * * ὥστε γ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει : δεῖ γὰρ ἠριστηκότας | ||
πᾶν ἀγάλλεται , δείπνου προφήτην λιμὸν ἐκκαλουμένη . ὥστ ' εἴσιθι : μὴ μέλλε , χώρει . δεῖ γὰρ ἠριστηκότας |
τὴν τυπὴν καὶ τὴν τύψιν τῆς τεφρώδους ἐχίδνης . * περκνός : μέλας καὶ στικτός μέλας ὁ κυνηγετικός : ἀπὸ | ||
* δράγμα : δῆγμα . * . περὶ μέλανος ἔχιος περκνός : τοιοῦτος γὰρ ὁ ἄρρην . καὶ τὸ θυίῃσι |
πρόσκυσον : προσκύνησον . ἰδού : πεποίηκεν ὃ προσέταξε : παρεπιγραφὴ δὲ καλεῖται τὰ τοιαῦτα πάντα . ΓΘ ἰδού : | ||
οὐ μαθήσεταί τις . ἀντὶ τοῦ ἐνθουσιαστικῆς . ὀλολύζει . παρεπιγραφὴ τοῦτο : εἰπόντος γὰρ τοῦ Ἀγάθωνος ὁ κηδεστὴς τοῦ |
τούσδε πάντ ' εἰργάσμεθα ; μή νυν τὰ πόρσω τἀγγύθεν μεθεὶς σκόπει . ἀρκεῖν ἔοικέ σοι παθεῖν , δρᾶσαι δὲ | ||
' ἄλλοισι δοὺς οἷς εἰκός , ἔκπλει , τἀμά μοι μεθεὶς ὅπλα . Τί δρῶμεν , ἄνδρες ; Ὦ κάκιστ |
τε λεπτοῖς ἁλσί , δειπνούντων ἅμα ἐπὶ τὸ τάγηνον σίζον ἐπισείων φέρω . Τριωβόλου κρεΐσκον ἀστεῖον πάνυ ὕειον : ὀπτὸν | ||
δ ' οὐκ ἐπαΐει τὸ παράπαν , ἀλλὰ τὴν αἰγίδα ἐπισείων καὶ τὸν κεραυνὸν ἐπανατεινόμενος δριμὺ ἐνορῶν ἐκπλήττει τοὺς ἐνοχλοῦντας |
μύρμηκες , τήγανοι , ῥαχίαι αἱ ὕφαλοι λέγονται πέτραι . κρωσσὸς δὲ καὶ λάρναξ καὶ ἀμφορεὺς καὶ κάλπις καὶ ξέστης | ||
ὑδρία : κρώσιον ἡ στάμνος : κρῶσι , βοῶσι : κρωσσὸς κεράμιον , κρατήρ : Κρῶμνα πόλις Παφλαγονική . Τὰ |
ἀλήθειαν σὺ μετὰ ] λέγεις τοῦτο υυ υυ ] ὡς ὀσφραινόμενος τοῦτό φησι . ὡς ὀσφραινόμενος τοῦτο ποιεῖ . ἐπίρρημα | ||
οὐκ ἀνέχεται οὔτε τὴν ἰδέην αὐτῆς ὁρέων οὔτε τὴν ὀδμὴν ὀσφραινόμενος . Αὐτοῦ δὴ ὦν τούτου εἵνεκεν ἐσεσόφιστο , ἵνα |
δὲ ὁ λευκὸς παραγωγῶς ὡς ἀπὸ τοῦ ὁδὸς ὁδίτης , κορυπτίλος ὁ κεράστης ἢ ὁ τοῖς κέρασι πλήττων . ὁ | ||
κορυπτίλος ὁ κεράστης ἢ ὁ τοῖς κέρασι πλήττων . ὁ κορυπτίλος : ὁ πλήκτης ἀπὸ τοῦ κορύπτω . πρὸς τὸν |
: δειλὸν δ ' ὁ πλοῦτος καὶ φιλόψυχον κακόν . κἆιτα σὺν πολλοῖσιν ἦλθες πρὸς τὸν οὐδὲν ἐς μάχην ; | ||
τότε μὲν ποιησάμενοι τὴν εἰρήνην ἔχοντος ἐμοῦ τὴν πόλιν , κἆιτα συμμαχίαν ἐπὶ ταῖς αὐταῖς ὁμολογίαις . καίτοι πῶς ἂν |
. Τοὺς γείτονας ἐρεῖς ἀστυγείτονας , ὁμόρους , προσχώρους πλησιοχώρους περιχώρους , προσοίκους περιοίκους καὶ περιοικίδας πόλεις , γειτνιῶντας , | ||
πλείους δ ' ὄντες ἢ μύριοι , πάντας δὲ τοὺς περιχώρους ἔχοντες συμμάχους , μυρίοις δὲ ξένοις καὶ τριήρεσι πεντήκονθ |
δʹ δίμετρα ἀκατάληκτα , τὸ δὲ εʹ “ αὐτοῦ ποίησα κακκᾶν ” ἑφθημιμερές , ὃ καλεῖται , ὡς εἴρηται , | ||
οἰκίᾳ . , ἐνταῦθα , ἐν αὐτῷ τῷ τόπῳ . κακκᾶν ] τὸ χέσειν : ἤγουν ἐνταῦθα ἔχεσα . πηδᾶν |
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ | ||
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ ' |
καὶ Ἀγρίππα : καὶ γὰρ οὗτος ἐπὶ ὕλην ἐπεπόρευτο . γαυρούμενος δὲ ὁ Μηνόδωρος ἐξώκειλέ ποτε τὴν ναῦν ἑκὼν ἐς | ||
ἀνακινεῖν , ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες . Βρενθυόμενος . γαυρούμενος καὶ ὀγκυλόμενος μετὰ βάρους . Βρενθυόμενος , ἐπαιρόμενος , |
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ ' | ||
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις |
μεγάλου κακοῦ : τοὺς δακτύλους [ κατέαξα γὰρ σχεδόν τι προσπταίων ἅπαντας [ ἐλθών ; τί ; πεπαρώινηκε . δεῦρο | ||
δύναται , ἀλλὰ συνταραχθεὶς εἰκῇ φέρεται καὶ οἷον ἐν σκότῳ προσπταίων λοιδορεῖται , οὐδὲν εἰδὼς τῶν ἐν μέσῳ προκειμένων καλῶς |
δυσεντερικοὺς θεραπεύει καὶ χίμετλα ἰᾶται . τὴν δὲ καρδίαν αὐτοῦ ἐνειλήσας βυσσίνῳ ῥάκει καὶ περιάψας τεταρταΐζοντας ἰάσει ἄκρως . Τούτου | ||
κάλλιον δὲ ποιήσεις , ἐὰν ἕκαστον μῆλον εἰς φύλλα καρύας ἐνειλήσας ἀπόθοιο . φυλάξεις τὰ μῆλα , ἐὰν εἰς χύτρας |
ἀπέθανεν . ἡ δὲ Ἰάσονος μητὴρ ἑαυτὴν ἀνήρτησε νήπιον παῖδα Πρόμαχον ἀπολιποῦσα . καὶ τοῦτον Πελίας ἀνεῖλεν . ὁ δὲ | ||
Ἰάσονος ἀναγκάσαι πιεῖν αἷμα ταύρου , τὸν δ ' ἀδελφὸν Πρόμαχον , παῖδα τὴν ἡλικίαν ὄντα , φονεῦσαι . Ἀμφινόμην |
τέρας γὰρ ἂν εἴη ὃ λέγεις . Μὴ οὖν ἐγὼ ληρῶ ; σκόπει δέ . ἆρα τὸ ὁρᾶν οὐκ αἰσθάνεσθαι | ||
εὑρίσκομεν καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἐπιδιδόντα . Ἀλλ ' ἐγὼ ληρῶ καὶ παραφρονῶ καὶ γήρᾳ τοῦτό μοι συμβέβηκεν : εἶτ |
. Μέθυσος καπηλεῖον ἀνοίξας εἰς τὸ πρόθυρον ἄρκτον ἔδησεν . Ὀζόστομος θέλων ἰδίῳ θανάτῳ ἀποθανεῖν περικαλυψάμενος ἐχασμᾶτο . Ὀζόστομος συνεχῶς | ||
ἔδησεν . Ὀζόστομος θέλων ἰδίῳ θανάτῳ ἀποθανεῖν περικαλυψάμενος ἐχασμᾶτο . Ὀζόστομος συνεχῶς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καταφιλῶν ἔλεγεν : Ἡ κυρία |
θύειν τοῖς θεοῖς τοὺς αἰχμαλώτους , τοὺς Γαλάτας μιμούμενος κἀγὼ κατακαύσειν ηὐξάμην τοῖς δαίμοσι διαλεκτικοὺς τρεῖς τῶν παρεγγεγραμμένων . καὶ | ||
θύειν τοῖς θεοῖς τοὺς αἰχμαλώτους : τοὺς Γαλάτας μιμούμενος κἀγὼ κατακαύσειν ηὐξάμην τοῖς δαίμοσι διαλεκτικοὺς τρεῖς τῶν παρεγγεγραμμένων . καὶ |
ἔλεγεν : Ἐκεῖ ὄρυττε καὶ μὴ παρὰ τὰ ἐμά . Εὐτράπελος χοῖρον κλέψας ἔφευγεν . ἐπεὶ δὲ κατελαμβάνετο , θεὶς | ||
ἐνέπω . ἔπω δὲ ἔπος , ὡς τεύχω τεῦχος . Εὐτράπελος . παρὰ τὸ τρέπω ῥῆμα , οὗ βʹ ἀόριστος |
: κεστρεὺς νηστεύει ἐπὶ τῶν δικαιοπραγούντων ἀκούεται , ἐπεὶ οὐ σαρκοφαγεῖ ὁ κεστρεύς . Ἀναξίλας Μάτωνα τὸν σοφιστὴν ἐπὶ γαστριμαργίᾳ | ||
ἐκρίνει . Φήνη ὄρνεόν ἐστιν ὀστοκλάστης , ὅπερ οὐ μόνον σαρκοφαγεῖ , ἀλλὰ καὶ τὰ ὀστᾶ ἐσθίει . τούτου ξηρὰν |
παιδί ' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ . * * * * Τότε φάγοις , παράσιθ ' , ὅρα ὡς διασέσυρκε τὴν τέχνην | ||
αὐτοὺς ἀθλίους εἶναι λέγω : οὐκ ἂν θανὼν δήπουθεν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . ὁ |
τοῖς παρ ' ἐκείνου προσθήσομεν . πῶς ἂν οὖν αὐτὸ διαφύγοις ; εἰ κρείττω ποιοῖς τοῦ θυμοῦ τὸν λογισμόν : | ||
δ ' εὖ κείσεσθαι τὸ ἑαυτοῦ ἔφασκεν , εἰ μὴ διαφύγοις αὐτόνκαίτοι μειράκιον ἱκανῶς ἦσθα καὶ οὔπω οὗτοςἀλλ ' ὅμως |
. συγγνώμην ] συγχώρησιν , συμπάθειαν . , ἄφεσιν . παρανοήσαντος ] γρ . παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα | ||
παρανομήσαντος . ἐμοῦ παρανοήσαντος ] ἐνταῦθα διδασκάλου τοῦ Σωκράτους . παρανοήσαντος ] μωροῦ φανέντος . ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . , |
Φάλαρος : ὄνομα ὄρους εἰς ἀνατολὴν κειμένου . ὡς ὁ φάλαρος : φάλαρον λέγει τὸν λευκὸν κριόν . καὶ Ὅμηρος | ||
καὶ τὸν ἐν τῷ μετώπῳ λευκόν τι ἔχοντα ὁμοίως . φάλαρος : φάλιος , λευκός : ἐξ οὗ καὶ φαλακρὸς |
Τί μήν ; Καὶ γὰρ ἀρχιτέκτων γε πᾶς οὐκ αὐτὸς ἐργατικὸς ἀλλ ' ἐργατῶν ἄρχων . Ναί . Παρεχόμενός γέ | ||
φωνῇ χρῆται ὁ Πλάτων , ἀλλ ' ἐπειδὴ ὁ Δημόδοκος ἐργατικὸς καὶ γεωργικός , φωνὰς ἀφίησι τῆς τέχνης . Ταῦτα |
μορφήν . Γ κατεσκευασμένον εἰς ὄνου μορφήν . κλίνας ] ἀνακλιθείς . Γ οὗτος : ὁ ὄνος κεχηνώς . οὗτος | ||
μορφήν . Γ κατεσκευασμένον εἰς ὄνου μορφήν . κλίνας ] ἀνακλιθείς . Γ οὗτος : ὁ ὄνος κεχηνώς . οὗτος |
σκόπει γ ' αὐτὴν σφόδρα : μόνην γὰρ αὐτήν , ὦνερ , οὐ γιγνώσκομεν . Πολύν γε χρόνον οὐρεῖς σύ | ||
εἶτ ' ἠρόμεθ ' ἄν : Πῶς ταῦτ ' , ὦνερ , διαπράττεσθ ' ὧδ ' ἀνοήτως ; Ὁ δέ |
εἰς τοὺς γείτονας . Γύμναζε παῖδας : ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις . Γονεῖς δὲ τίμα καὶ φίλους εὐεργέτει . Γυνὴ | ||
. τί ληρεῖς ; οὐκ οἴκαδ ' ἐλθὼν τὴν σεαυτοῦ γυμνάσεις δάμαρτα ; Φοροῦσιν ἁρπάζουσιν ἐκ τῆς οἰκίας τὸ χρυσίον |
φύσει Θηραμένους . Οὐ γὰρ ἂν γέλοιον ἦν , εἰ Ξανθίας μὲν δοῦλος ὢν ἐν στρώμασιν Μιλησίοις ἀνατετραμμένος κυνῶν ὀρχηστρίδ | ||
λοιπὸν τὰ πράγματα . ἦ Ξανθίας : Ὄντως ὑπάρχει ὁ Ξανθίας , ὃν ὁρῶ ; . ἰαῦ : 〚 Μίμημά |
εὔφθαρτον , ἐπιπολαστικὸν κοιλίας , ἄτροφον . ἐρυθρῖνος εὔστομος , στατικὸς κοιλίας , σκληροπαγής , τρόφιμος , ἐντατικὸς πρὸς συνουσίας | ||
δὲ τὸ βαρὺ καὶ τὸ κοῦφον σταθμὸς καὶ στατικὴ καὶ στατικὸς διακρίνει , τί ὂν τό τε βαρὺ καὶ τὸ |
οὐκ ἔχω σοι δοῦναι οὐδέν . δαιμόνιε ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε ἢ καὶ εὐτυχέστατε . χρῆμα ] | ||
περισσοτέραν . δίκαιον ] εὔλογον . κακόδαιμον ] δυστυχέστατε , κακότυχε . , ἄθλιε . τὸ ” οὐδὲν “ μετὰ |
δύο συλλαβὰς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , ψύλλα : Σκύλλα : Ἀγύλλα : Ἐρετύλλα : δίφυλλα : | ||
, ἔφη , ἔα : ἀλλ ' εἰπέ μοι πόσους ψύλλα πόδας ἐμοῦ ἀπέχει . ταῦτα γάρ σέ φασι γεωμετρεῖν |
συμβὰν οὕτως , ἐπακολουθήσῃ . Ἔστι γε μὴν ἐχθρὸς τῷ ἀετῷ , καὶ μισεῖται λίαν , ὅτι αὐτοῦ διαφθείρειν οὐκ | ||
. λέγει δὲ τὴν Ἑλένην , ἐπεὶ καὶ τὸν Ἀλέξανδρον ἀετῷ εἴκασεν ἐπὶ τὴν ἁρπαγὴν ἐπειγόμενον . τρήρωνα δὲ αὐτὴν |
ἐπὶ τῆς τοιαύτης χρείας ἐξ ἀνάγκης σωματοειδής , τὰ μὲν ἀποκόπτων τῶν ἐν ἡμῖν περιττευόντων , τὰ δὲ ἀναπληρῶν ὅσα | ||
παρηλλαγμέναις κατ ' αὐτῶν ἐχρήσατο τιμωρίαις . παίδων μὲν γὰρ ἀποκόπτων χεῖρας καὶ πόδας καὶ κεφαλὰς ἐξῆπτε ταῦτα φέρειν τοῖς |
ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν παρεβοήθουν , καὶ ἐπειδὴ πλήρεις ἦσαν , ἀντανῆγον πέντε καὶ ἑβδομήκοντα ναῦς : καὶ τῶν Συρακοσίων ἦσαν | ||
. Τότε ὦν ἐπεὶ ἐπέπλεον οἱ Φοίνικες , οἱ Ἴωνες ἀντανῆγον καὶ αὐτοὶ τὰς νέας ἐπὶ κέρας . Ὡς δὲ |
ἄξια τὰ τοιαῦτα , τρέμω σε , φεύγω σε , φρίσσω σε , τοῦτον φοβοῦμαι , ὡς οὐδεμιᾶς ὄντα ἐνεργείας | ||
καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω , οὗ μέλλων φρίξω , ἀφ ' οὗ φρίκη |
, ἐπὶ τῇ ἰσχύϊ ἡμῶν , ἔμπροσθεν ἡμῶν . . σεμνοπροσωπεῖς ] σεμνὸν καὶ ἔντιμον φαίνη ἔχων τὸ πρόσωπον , | ||
τὠφθαλμὼ παραβάλλεις κἀνυπόδητος κακὰ πόλλ ' ἀνέχει κἀφ ' ἡμῖν σεμνοπροσωπεῖς . ὦ Γῆ , τοῦ φθέγματος , ὡς ἱερὸν |
αὐτοῦ ὁ Ἑρμῆς , “ παῦε παῦε ” φησὶν ὁ Τρυγαῖος . Γ παῦε παῦ ' , ὦ δέσποθ ' | ||
Διὶ φράσαι σπεύδων τὰ κατ ' ἀνθρώπους [ κακὰ ] Τρυγαῖος ἐθέλων ἀναπετέσθ ' ὡς τοὺς θεοὺς ἐξέτρεφεν ὄρνιθ ' |
παρὰ τὴν παιπάλην , τουτέστι τὸ ἄλευρον , εἰπὼν ” καταπαττόμενος “ . ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ ιβʹ . παρακελεύεται τὸν | ||
λατύπης , ἣν ἔφαμεν παιπάλην καλεῖσθαι , γενήσομαι παιπάλη . καταπαττόμενος : τῇ χιόνι παττόμενος , ἐὰν αἱ Νεφέλαι διέλθωσιν |
ὅσα βούλοιτο ἑαυτῷ . „ ἐκ τούτων οὖν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη , καὶ οἱ γραφεῖς γράφοντες τὸν Ἡρακλέα προσγράφουσι τὸ | ||
τοῦ Πηγάσου τὴν Ἀμισωδάρου Χίμαιραν ἀπώλεσε „ . τούτου γενομένου προσανεπλάσθη ὁ μῦθος . Φασὶν ὅτι Πέλοψ ἦλθεν ἔχων ἵππους |
τὰς Προυρίδας καλουμένας πύλας : εἶτ ' ἔξω τοῦ τείχους περίεισι κύκλῳ περικαθαίρων αὐτῷ τὴν πόλιν , καὶ τότε ὑπὸ | ||
οὕτως ἔχει , ἀλλὰ τὸν μὲν κύκλον ἐν ἄλλῳ χρόνῳ περίεισι , τὴν δὲ κατὰ πλάτος παραχώρησιν ἐν ἄλλῳ τῳ |
Τὸ χρῶμα τοῦτό μ ' οὐκ ἀρέσκει τῆς κόρης . Εἶἑν . Γυνή τις ὑποβαλέσθαι βούλεται ἀποροῦσα παίδων , οὐδὲ | ||
Κολλυτεύς , ἐπεψήφισεν τῇ ἐκκλησίᾳ Τίμων ὁ αὐτός . “ Εἶἑν , ταῦτα ἡμῖν δεδόχθω καὶ ἀνδρικῶς ἐμμένωμεν αὐτοῖς . |
τᾶν ὀίων ἕπεται σκοπός : ἃ δὲ βαΰσδει εἰς ἅλα δερκομένα , τὰ δέ νιν καλὰ κύματα φαίνει ἅσυχα καχλάζοντος | ||
τυγχάνῃ δεικτική . τὸ ἑξῆς : τὰν κύνα βάλλειεἰς ἅλα δερκομένα , ὥστε τὰ λοιπὰ διὰ μέσου . τᾶν ὀΐων |
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ | ||
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν |
καὶ Λευίς , διότι ἐφθόνουν οἱ ἐχθραίνοντες , καὶ ἦν Λευὶς ἐκ δεξιῶν Ἀσενὲθ καὶ Συμεὼν ἐξ εὐωνύμων . Καὶ | ||
. Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν Φαραώ , ἔδραμε Λευὶς καὶ ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἶπε : μηδαμῶς |
ὀξόγαρον βάρβαρον , ὀξύγαρον γὰρ * * * : ” ὀξύγαρον οἰνηρὸν ἔτι κεκτήσεται ” . ὀξύβαφον , οὐχὶ ὀξόβαφον | ||
ὅτι νῦν τινες τῶν Ποντικῶν ἰδίᾳ καθ ' αὑτὸ κατασκευάζονται ὀξύγαρον . πρὸς ταῦτα ἀπαντήσας ὁ Ζωίλος ἔφη : Ἀριστοφάνης |
δὲ λέγων οὗτος ἐμιμέετο Μελάμποδα , ὡς εἰκάσαι βασι - ληίην τε καὶ πολιτηίην αἰτεομένους . Καὶ γὰρ δὴ καὶ | ||
πολλοῦ διελθόντος ἀναγκαίη κατέλαβε Ἴωνάς τε καὶ Κᾶρας ἄνδρας κατὰ ληίην ἐκπλώσαντας ἀπενειχθῆναι ἐς Αἴγυπτον , ἐκβάντας δὲ ἐς γῆν |
ἔχεις , ἄνθρωπ ' : ἄνω τε καὶ κάτω τὸ πέος διέλκεις πυκνότερον Κορινθίων . Ὦ μιαρὸς οὗτος . Ταῦτ | ||
, ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως ἂν οἰκουρῇ τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Φέρε δεῦρο τὰς σπονδάς , ἵν |
ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , εὐγένειος , ποικιλογνώμων , ὑπόχλωρος . ἐὰν δὲ Ἥλιος ἢ | ||
ἰσχνότερος καὶ ἐντονώτερος τὸ βλέμμα καὶ λυπηρός , ὕπωχρος , εὐγένειος , πυρσόθριξ , ὠτοκαταξίας . ὁ δ ' ἡγεμὼν |