ε [ ! ] ! [ ! ! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [
ἐπεὶ δὲ ἦν ὥς τι καὶ δρασείων ἐς τὸ μειράκιον προπετέστερος , καὶ διέρρει λόγος ὑπὲρ ἀμφοῖν ἀτοπώτερος , ὁ
7379698 Σωκλης
ἄλλῳ : ἐξ ἠοῦς εἰς νύκτα καὶ ἐκ νυκτὸς πάλι Σωκλῆς εἰς ἠοῦν πίνει τετραχόοισι κάδοις , εἶτ ' ἐξαίφνης
τὸν Σωκλείδην τὸν ἑαυτοῦ πατέρα . ὁ δὲ Δίδυμος , Σωκλῆς ἐστι τὸ ὄνομα , φησί : παρήγαγε δὲ αὐτὸ
6921419 ἀποφημον
λόγος ὑπὲρ ἀμφοῖν ἀτοπώτερος , ὁ Σωκλῆς οὐκ ἐνεγκὼν τὸ ἀπόφημον , ὡς ἐραστὴν ἀκόλαστον μισήσας ἀπημπόλησε τὸν ἵππον .
σφίσι κακῶν αἰτίους ἢ δράσαντάς τι ἀσεβὲς ἢ εἰπόντας τι ἀπόφημον : ἵππου δὲ ἔλεγε ποία μὲν θεοσυλία , φόνος
6632810 ἀτοπωτερος
εἰς τὸ μειράκιον προπετέστερος , καὶ διέρρει λόγος ὑπὲρ ἀμφοῖν ἀτοπώτερος , ὁ Σωκλῆς οὐκ ἐνεγκὼν τὸ ἀπόφημον , ὡς
ἀνθρώπινα , πάλιν ἠρέμα παραμυθούμενοι καὶ δεικνύντες ὅτι οὐδὲν ἔσται ἀτοπώτερος ἑαυτοῦ , ἀλλ ' ἕξει φαυλοτέραν μέν , γνωριμωτέραν
6426626 Στιλπωνα
Ἀσκληπιάδου δὲ τοῦ Φλιασίου περισπάσαντος αὐτὸν ἐγένετο ἐν Μεγάροις παρὰ Στίλπωνα , οὗπερ ἀμφότεροι διήκουσαν : κἀντεῦθεν πλεύσαντες εἰς Ἦλιν
καὶ Ξενοκράτην , ἔτι τε Παραιβάτην τὸν Κυρηναῖον κατεφρόνει , Στίλπωνα δ ' ἐτεθαυμάκει : καί ποτε ἐρωτηθεὶς περὶ αὐτοῦ
6403471 δρασειων
ὅμως τερπνὰ ἐδόκει : ἐπεὶ δὲ ἦν ὥς τι καὶ δρασείων ἐς τὸ μειράκιον προπετέστερος , καὶ διέρρει λόγος ὑπὲρ
ὅμως τερπνὰ ἐδόκει : ἐπεὶ δὲ ἦν ὥς τι καὶ δρασείων εἰς τὸ μειράκιον προπετέστερος , καὶ διέρρει λόγος ὑπὲρ
6316178 Περτιναξ
οὕτως ἐπιτήδειον εὕρισκον ὡς Περτίνακα . ἦν δ ' ὁ Περτίναξ τὸ μὲν γένος Ἰταλιώτης , ἐν δὲ πολλαῖς στρατιωτικαῖς
ἐχθρὸς καὶ μετὰ τὸν θάνατον ὀνομαζόμενος . Μετὰ τοῦτον ἐβασίλευσε Περτίναξ , ἀνὴρ εἰς γῆρας ἤδη προβεβηκὼς ἑβδομηκοστόν τε ἰὼν
6295857 τρισκαιδεκατος
Ἠλεκτρύων : οὗ Ἀλκμήνη : ἀφ ' ἧς καὶ Ἀμφιτρύωνος τρισκαιδέκατος ὁ Ἡρακλῆς . . * : Τρισκαιδέκατος γόνος εὑρεθείη
: ἑνδέκατος ἀνδριαντοποιὸς Φωκαεύς : δωδέκατος ἐπιγραμμάτων ποιητὴς λιγυρός : τρισκαιδέκατος Μάγνης , Μιθραδατικὰ γεγραφώς : τεσσαρεσκαιδέκατος ἀστρολογούμενα συγγεγραφώς .
6284607 Αἰδεσιος
γὰρ οὐδὲν εἴχομεν ἀναγράφειν , ὅτι τὸ μὲν ἐπέκρυπτεν ἴσως Αἰδέσιος αὐτὸς διὰ τοὺς χρόνους , τὰ δὲ ἴσως καὶ
τοῦ ἐκ Σάρδεων . ἐκεῖνος δὲ ἦν Αἰδεσίου μαθητής , Αἰδέσιος δὲ ἀνὰ τοὺς πρώτους Ἰαμβλίχου , καὶ τῶν ταῦτα
6271221 Γορδιου
ἔδωκας τοῖς οὐδὲν δεομένοις καὶ δεσμὸν χαλεπώτερον εἰς λύσιν τοῦ Γορδίου λέλυκας , μᾶλλον δέ , ἔτεμες κατ ' ἐκεῖνον
τῶν λῃστηρίων ἡγεμών . Οὗτος δ ' ἦν μὲν ἐκ Γορδίου κώμης , ἣν ὕστερον αὐξήσας ἐποίησε πόλιν καὶ προσηγόρευσεν
6264310 ἠραρε
τεχνῶν , ὡς καὶ ὁ ποιητὴς δηλοῖ λέγων ἐπεὶ σοφὸς ἤραρε τέκτων , τὸ σοφός κατὰ τοῦ τέκτονος θείς ,
πῖνε καὶ ἦσθε διάκτορος Ἀργεϊφόντης . αὐτὰρ ἐπεὶ δείπνησε καὶ ἤραρε θυμὸν ἐδωδῇ , καὶ τότε δή μιν ἔπεσσιν ἀμειβόμενος
6260036 Ἀεροπης
ποιμνίοις αὐτοῦ ἄρνα : ἣν ὁ Θυέστης λάθρα παρὰ τῆς Ἀερόπης αἰτήσας ἔλαβεν . ὅθεν Ἀτρεὺς ὡς ἀπατήσας τοὺς Ἕλληνας
ἧς καὶ Πέλοπος Ἀτρεὺς ὃς ἐν Λακωνικῇ κατῴκησεν Ἀτρέως καὶ Ἀερόπης Ἀγαμέμνων καὶ Μενέλαος : ἡ δὲ Ἀερόπη θυγάτηρ ἦν
6231746 Ἰκαριος
ἀενάους ναμάτων καθαρῶν καὶ νηφαλίων γεωργίας . Ταῦτα οὐ πρεσβύτης Ἰκάριος , οὐδὲ Βοιώτιος ἀνήρ , ἢ Θετταλικός : ἀλλ
τε κέλονται Εὐρυμάχῳ γήμασθαι . * ) ὅτι Ἰθακήσιος ὁ Ἰκάριος , οὐ Σπαρτιάτης , ἀδελφὸς Τυνδάρεω . . .
6230622 Ναρκισσος
δὲ αὐτὸν ἦσαν Ὑάκινθός τε ὁ Λακεδαιμόνιος καὶ ὁ Θεσπιεὺς Νάρκισσος καὶ Ὕλας καὶ ἄλλοι καλοί . καί μοι ἐδόκει
τε καὶ διαυγοῦς ὕδατος , εἱστήκει δὲ ἐπ ' αὐτῇ Νάρκισσος ἐκ λίθου πεποιημένος . παῖς ἦν , μᾶλλον δὲ
6228384 φωραθεισα
μὲν ἐλθοῦσα ἐς Ἀθήνας συνῴκησεν Αἰγεῖ , χρόνῳ δὲ ὕστερον φωραθεῖσα ἐπιβουλεύειν Θησεῖ καὶ ἐξ Ἀθηνῶν ἔφυγε , παραγενομένη δὲ
τῆς νυκτὸς τυφλοῖ τὸν Βρύαντα ἡ παῖς φυλάξασα ὑπνωμένον : φωραθεῖσα δὲ ὡς ἐπέσχεν ἡμέρα , κατέφυγεν ἱκέτις ἐς τὸν
6218945 ἐχορευεν
ἄμπελον περιπλέκεσθαι πέφυκεν , οὕτως περιπλεκόμενος , ὡς ὅτε νέος ἐχόρευεν . Ὁ κισσὸς ὕδατι χαίρει : φυτεύεται δὲ πρὸ
οἴνου τε καὶ αἵματος μεμιγμένου . περί τε τοὺς βωμοὺς ἐχόρευεν ὑπὸ παντοδαποῖς ἤχοις ὀργάνων , γύναιά τε ἐπιχώρια ἐχόρευε
6204968 Ἀρταιου
μετέστησε τὴν ἡγεμονίαν . τῶν δὲ Μήδων βασιλεῦσαι μετὰ τὴν Ἀρταίου τελευτὴν Ἀρτύνην μὲν ἔτη δύο πρὸς τοῖς εἴκοσι ,
τοὺς σύμπαντας οὐκ ἐλάττους εἴκοσι μυριάδων . τοῦ δὲ βασιλέως Ἀρταίου στρατεύσαντος ἐπ ' αὐτὸν μυριάσιν ὀγδοήκοντα μάχῃ κρατῆσαι καὶ
6203834 Ἑρεννιος
, οὐκ ἀπὸ τοῦ σώματος Κυρτὸς ὀνομαζόμενος , οὗ μέμνηται Ἑρέννιος Φίλων ἐν τῷ Περὶ ἰατρικῶν . Ὁ τόνος τοῦ
τὸ Πόντος καὶ κόντος . . . . Δυρράχιον : Ἑρέννιος Φίλων ἐν τοῖς Ἰατρικοῖς Δυρραχηνὸν ἀναγράφει Φιλωνίδην οὕτως :
6192704 Διωξιππος
ὅπλων μεγάλην ἐπιφέρων κατάπληξιν Ἄρει παρεμφερὴς ὑπελαμβάνετο , ὁ δὲ Διώξιππος ὑπερ - έχων τε τῇ ῥώμῃ καὶ διὰ τὴν
τὰς σατραπῶν καὶ βασιλέων κελεύων με δειπνοῦντα προσφέρεσθαι κεφαλάς . Διώξιππος δὲ ὁ Ἀθηναῖος παγκρατιαστὴς τρωθέντος ποτε τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ
6181644 πεπαιχεν
[ ] οἶδα κλῆσιν καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε [ ] ἀνάλυσιν , φάσιν
συνήθη καὶ φίλον . ἐκ Βοιωτῶν ἔγχελυν : Παρὰ προσδοκίαν πέπαιχεν . ἐν γὰρ τῇ Κωπαΐδι λίμνῃ μέγισται ἐγχέλεις .
6178005 Δαμασκιος
, . , τοῦτον . . . ἐξηγητὴν αὑτῷ γεγενῆσθαι Δαμάσκιος ἀναγράφει καὶ τῆς συντάξεως τῶν ἀστρονομικῶν Πτολεμαίου βιβλίων .
ὡς Πρόκλος πολιτικὴ ψυχή καθαρτικὴ καὶ θεωρητικὴ ψυχή ἄτομον ὡς Δαμάσκιος τί ποτ ' ἐσμὲν αὐτοί . ἐντεῦθεν κατασκευάζει ὅτι
6176868 Κληματιος
τὴν μὲν ἐμὴν εἰς αὐτὸν ὀργὴν οὐκ ἦν ἀγνοῆσαι , Κλημάτιος γὰρ οὐκ οἶδε σιγᾶν : ἀπολογεῖ - σθαι δὲ
, ἐν οἷς ἀπὸ τῆς παρ ' ὑμῖν ἀρχῆς ἥκων Κλημάτιος ἐκεῖνος , ὃς ἐπὶ δικαίῳ βίῳ τελευτὴν οὐ δικαίαν
6171573 σωφρονουσα
οἴκοι τῆς κεκτημένης κομψεύεται , ἄφνω δὲ φανείσης αὐτῆς ἠρεμεῖ σωφρονοῦσα τῷ δέει , οὕτως ἡ πόλις καθαπερεὶ δέσποινά τις
ἁγνός εἰμι τῶι κτανόντι κατθανών : πόλις τ ' ἀφῆκε σωφρονοῦσα , τὸν θεὸν μεῖζον τίουσα τῆς ἐμῆς ἔχθρας πολύ
6150994 Δαρειαιος
, ἐπεὶ ἡ Παρύσατις ἐπεκάμφθη , συνεχώρησε καὶ Ὦχος ὁ Δαρειαῖος , εἰπὼν Παρυσάτιδι πολλὰ μεταμελήσειν αὐτήν . τελευτᾶι ἡ
δὲ Ξέρξης Ὀνόφα θυγατέρα Ἀμῆστριν , καὶ γίνεται αὐτῶι παῖς Δαρειαῖος , καὶ ἕτερος μετὰ δύο ἔτη Ὑστάσπης , καὶ
6146573 Μουσωνιος
ἠκριβωμένος . [ . . . . , . ] Μουσώνιος ἐπὶ Ἰοβιανοῦ ἦν βασιλέως . πάντα ὅσα ἦν ἄριστα
Θρασύβουλος ἢ ἄρχειν ὡς Κριτίας , καὶ φεύγειν | ὡς Μουσώνιος [ ] ἢ βασιλεύειν ὡς Νέρων | ; πολλῷ
6136205 Ἀμαζονιδα
δοτικὰς συνάπτουσιν : οἷον Διονύσιος ὁ Χαλκιδεύς : Μυρρίνην τὴν Ἀμαζονίδα περιβλεψάμενος , ἔδωκεν αὐτῷ τὰς ἄλλας Ἀμαζονίδας μετακαλέσασθαι .
Ἀμαζόνων : Ἀμαζονίδα λίμνην λέγει τὴν θάλασσαν τὴν παρὰ τὴν Ἀμαζονίδα νῆσον : εἰς γὰρ τὸν Εὔξεινον πόντον οἰκοῦσιν αἱ
6129590 Πρισκιανος
καὶ Πρισκιανός . ὁ μὲν ἀνέγνω Τιτιανοῦ τοὺς λόγους , Πρισκιανὸς δέ , τότε γὰρ ἄσχολος ἦν , νῦν ἀπαιτεῖ
ὑμῖν ἔπραξας , καὶ κατῆλθεν εἰς μικρὸν ἡ χάρις . Πρισκιανὸς γὰρ ἐμοὶ τὰ πάντα καὶ τοσοῦτον ὅσον οἱ πάντες
6101926 ἐκλαεν
ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα καὶ δέσποτα , ἀπείληφά σε πολλὴν γῆν
ἠνιᾶτο ὥσπερ εἰκὸς ἐπὶ τούτοις ἡ Ἀσπασία καὶ ἀπελθοῦσα ἔξω ἔκλαεν : ἔχουσα δ ' ἐν τοῖς γόνασι κάτοπτρον καὶ
6101193 συνηγορος
καλεῖται ἀλλ ' ἔτι μένει σύνθετον , ὡς ἐπὶ τοῦ συνήγορος εὐσυνήγορος , σύμβουλος εὐσύμβουλος , κένταυρος ἱπποκένταυρος : ἔστι
ὑπὲρ τοῦ δὴ ταῦτα καὶ τί τὸ ἀδίκημα ; ὁ συνήγορος , φησίν , οὐκ εἶπεν , ἥτις ἦν ἡ
6098969 Ἀρτοξερξου
. καὶ παραγίνεται Δαρειαῖος ἀγόμενος ὑπὸ Ἀρταπάνου εἰς τὴν οἰκίαν Ἀρτοξέρξου , πολλὰ βοῶν καὶ ἀπαρνούμενος ὡς οὐκ εἴη φονεὺς
καὶ Μιθριδάτης ὁ Δαρείου γαμβρὸς καὶ Ἀρβουπάλης ὁ Δαρείου τοῦ Ἀρτοξέρξου παῖς καὶ Φαρνάκης , ἀδελφὸς οὗτος τῆς Δαρείου γυναικός
6095278 διασημος
Αἴτνη ” . ἀπὸ δὲ τῆς Κατάνης Χαρώνδας , ὁ διάσημος τῶν Ἀθήνησι νομοθετῶν . κέκληται δὲ οὕτως , ἐπειδὴ
Ἀλάβαστρα , πόλις Φρυγίας . Ἡρόδοτος . ἐν ταύτῃ λίθος διάσημος , ὥς φησι Νικάνωρ . τὸ ἐθνικὸν Ἀλαβαστρίτης ὡς
6085112 Κεφαλος
ἠξίωται Ἀντιφῶντι τῆς συνουσίας ἐκείνης μεταδούς , παρ ' οὗ Κέφαλος ὁ Κλαζομένιος μαθὼν διδάσκαλος γέγονεν . Καλλίας δὲ Ἀθηναίων
ὡς Ἀντιφῶντι τῆς συνουσίας ἐκείνης μεταδούς , παρ ' οὗ Κέφαλος ὁ Κλαζομένιος μαθὼν διδάσκαλος γέγονε . . . ,
6082799 Λευκιππον
. . , . . . οἱ περὶ Δημόκριτον καὶ Λεύκιππον ἔλεγον , οὐ μόνον ἐν τῶι κόσμωι κενὸν εἶναί
Στερόπην τὴν Ἡλίου , Πασιφάης δὲ ἀδελφὴν γεννᾷ Λυκάονα καὶ Λεύκιππον ὃς Εὐρύπυλος καὶ βασιλεὺς ἦν Κυρήνης . ὁ δὲ
6081987 κενταυρον
δόρατος καὶ ξιφῶν , καὶ θαυμάσας ἐκάλει καὶ τὸν χείρωνα κένταυρον ἐξελθεῖν καὶ θαυμάσαι : Τοῦ μόχθου , φησί ,
Ἀχιλλεὺς ἄσθματος πλήρης ἑξέτης ὢν κυνηγῶν θῆρας ἐφόρει παρὰ Κρονίδην κένταυρον , ἤτοι τὸν Χείρωνα : ἐκ Κρόνου γὰρ οὗτος
6080947 νησιωτης
χρυσίον εὑρίσκεται τίμιον , ὀφθαλμῶν τε φάρμακόν ἐστιν . ὁ νησιώτης Δημονήσιος . Δῆμος , παρ ' Ἀθηναίοις ἡ κώμη
, Λιβύης , ὡς πολυίστωρ ἐν τρίτῳ Λιβυκῶν . ὁ νησιώτης Δρακοντονήσιος ἢ Δρακοντονησίτης . Δρεπάνη , ἡ Φαιακία .
6078738 ἀπηχθη
. εἰς φυλακὴν ἀπήχθη . τί γέγονεν ; εἰς φυλακὴν ἀπήχθη . τὸ δ ' ὅτι κακῶς πέπραχεν ἐξ αὑτοῦ
αἰτούντων , τῆς αὐτῶν ἐπιβὰς τριήρους συνελήφθη τε καὶ δεθεὶς ἀπήχθη . Δουέλλιος δὲ , ἐπεξελθὼν τῇ μάχῃ , νικᾷ
6074360 Γαλλοις
' ὁμηρίας ὑποσπόν - δους ἐποίησεν . Ἐπέθηκε δὲ καὶ Γάλλοις φόρον . Καὶ μεταβὰς ἐπὶ τοὺς ὑπὲρ Ῥῆνον Γερμανοὺς
, φησί , ξυνὸν ἀγῶνα ἔσεσθαι . Γαλάτῃσιν : τοῖς Γάλλοις . τέων : ὧντινων ἀσπίδων αἱ μὲν ἐμοὶ εἰς
6068658 ἐπιχαρι
γένηται ὅπῃ ἔχει . πρὸς γὰρ τοῖς ἄλλοις καὶ τὸ ἐπίχαρι διαφερόντως ἔχει , καὶ ἄνω ποιεῖ τὴν ψυχὴν βλέπειν
γὰρ φῶς ἐν τῷ λόγῳ καὶ ἁβρὰ σεμνολογία καὶ τὸ ἐπίχαρι σὺν δεινότητι καὶ καθάπαξ ἡ ἰδέα τοῦ λόγου κρείττων
6063670 Ἰμβριος
τὸ χωρίον . Ὅπερ συνέβη : εὐθὺς γὰρ αἰσθόμενος Ἀθηνόδωρος Ἴμβριος , ὢν οὐ πόρρω μετὰ στρατεύματος , ἐπειρᾶτο βοηθεῖν
. Ἰλιὰς κακῶν : ἐπὶ τῶν πολλῶν καὶ σφοδρῶν . Ἴμβριος δίκη : ἐπὶ τῶν προφασιζομένων ἐν ταῖς δίκαις .
6059834 προσωνομασθη
ἐν ἀκρωρείαις ὄρους Ἀμυκλαίου , ὅπερ ἀπ ' αὐτῆς Ταΰγετον προσωνομάσθη . Γεννᾶται δ ' ἐν αὐτῷ βοτάνη , καλουμένη
νεανίσκος καὶ πολλῶν διαφέρων κάλλει τε καὶ ῥώμῃ αὖθις Ἀλέξανδρος προσωνομάσθη , λῃστὰς ἀμυνόμενος καὶ τοῖς ποιμνίοις ἀλεξήσας . καὶ
6055124 ἀκαταγωνιστος
δὲ ὅτι τὴν ἐπιβάλλουσαν ἰσχὺν περιπεποίηται , ἀήττητος ὢν καὶ ἀκαταγώνιστος , παρ ' ὃ καὶ οὔτε ἀναγκάζεται ὑπό τινος
ὀφθαλμὸν ἐμβάλλῃς τοῖς προειρημένοις καὶ φορῇς , ἔσῃ εἰς πάντα ἀκαταγώνιστος , νικῶν εἰς πᾶν πρᾶγμα καὶ ἐπιτυγχάνων . φεύξεται
6048711 ὁμομητριος
ἐπὶ θάτερα Καλλίας ὁ Ἱππονίκου καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ὁ ὁμομήτριος , Πάραλος ὁ Περικλέους , καὶ Χαρμίδης ὁ Γλαύκωνος
ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ ' ὃν
6029816 Τιθωνος
: φυσικῶς δὲ ἤδη λεκτέον : Ἠὼς τὸ πρωινὸν κατάστημα Τιθωνὸς δὲ τὸ τῆς ἡμέρας κατάστημα , ὅτε τιθέασι τὰ
Κινύρου πλουσιώτερος . Δὶς παῖδες οἱ γέροντες : ὁ γὰρ Τιθωνὸς τὸ γῆρας ἀποθέμενος κατ ' εὐχὴν εἰς τέττιγα μετέβαλεν
6025239 ἀνεμαξατο
Τήμενος ἐλθὼν ἀπεμέμφετο τῇ ἀποτυχίᾳ : καὶ ἤκουσεν ὅτι ποινὴν ἀνεμάξατο τοῦ θείου ἀγγέλου , καὶ τὸ ὑπὲρ τῆς εὐχῆς
συγγραφεὺς καὶ διελέχθη πρὸς αὐτόν , καὶ τὴν ψυχήν τε ἀνεμάξατο διὰ τῶν λόγων καὶ συνελόντι γε εἰπεῖν Ἀλεξανδρεὺς ἦν
6023458 Λυσικρατην
. . . . κράστις : Δείναρχος ἐν τῷ πρὸς Λυσικράτην . κράστις ἐστὶν ἡ πόα , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης
ἀπολογία : ᾤμην μὲν ἐγώ , ὦ ἄνδρες . Πρὸς Λυσικράτην ὑπὲρ Νικομάχου βλάβης : ἄνδρες δικασταί , ὅτι μὲν
6022529 Γεσιος
ἔτυχεν ἀξιωμάτων οὐ τῶν τυχόντων . καὶ εἰς κλέος ὁ Γέσιος μέγα ἀνέβη , οὐ μόνον ἰατρικῆς εἵνεκα παρασκευῆς ,
ἀπαίρει ἔτι διακρατούμενον ἐν τῷ σώματι . , . . Γέσιος ὁ δὲ ἀποσταλεὶς βασιλικὸς Ἀγάπιον καὶ τοὺς ἄλλους φιλοσόφους
6019272 ἀδιαφοριαν
φιληδονίαν , ἀντὶ δὲ μεγαλοφροσύνης βλακείαν , ἀντὶ δὲ ἐλευθεριότητος ἀδιαφορίαν , καὶ ὅσα τούτοις παραπλήσια . τῷ δὲ τοῦ
τί δή σοι Ἀρίστωνα καταλέγοιμι ; τέλος οὗτος εἶναι τὴν ἀδιαφορίαν ἔφη : τὸ δὲ ἀδιάφορον ἁπλῶς ἀδιάφορον ἀπολείπει .
6015801 ἀρχιερωσυνης
ναʹ ἔτει ἐξενίτευσε καὶ ἐπὶ βασιλέως ἐλθὼν δίκην ὑπὲρ φίλου ἀρχιερωσύνης ἐνίκησεν : ἦν γὰρ ἡ παράδοσις ἀπὸ Σελήνης καὶ
Τῶν δὲ τοῦ Καρκίνου τὸ μὲν πρῶτον περὶ ἀρχῆς καὶ ἀρχιερωσύνης ἢ ἱερουργίας , τὸ βʹ περὶ μεγάλου πράγματος καὶ
6015625 Υἱῳ
ἀνθρώποις κακόν . Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Φίλους ἔχων
γίγνεται κακά . Ὑπερήφανον πρᾶγμ ' ἐστὶν ὡραία γυνή . Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ ' ἔμφρων πατήρ . Ὕπνος πέφυκε
6010482 ἀπηγετο
, ἠλέει δὲ αὐτὴν ὁ Κλυτός . Καὶ ἡ μὲν ἀπήγετο εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι
εἴθ ' ὡς ὁ Φάβιος παραδέδωκε δέσμιος εἰς τὴν Ἄλβαν ἀπήγετο . Ῥωμύλος δ ' ἐπειδὴ τὸ περὶ τὸν ἀδελφὸν
6005633 ἐπαιδοποιησεν
ἐκ γὰρ τῆς Ἀναξιλάου θυγατρὸς καὶ τῆς Θήρωνος ἀνεψιᾶς οὐκ ἐπαιδοποίησεν ὁ Ἱέρων προγαμήσας ταύτην : ὅθεν ἐστὶ καὶ ὁ
τινὸς γέγονε θυγάτηρ . Αὕτη συνευνασθεῖσα τῷ ἰδίῳ πατρί , ἐπαιδοποίησεν ἐξ αὐτοῦ . Ἐγκαλυπτομένη δὲ καὶ τὸ ἄγος οὐ
5996713 ἐστρατευε
τῶν πολεμίων ἔσεσθαι . τούτου γενομένου Κηφεὺς μετὰ τῶν παίδων ἐστράτευε . καὶ κατὰ τὴν μάχην αὐτός τε καὶ οἱ
τοῦ , ” τοὺς φυγάδας τῶν Ὀλυνθίων ὑπεδέξαντο Ἀθηναῖοι , ἐστράτευε Φίλιππος , καὶ μετὰ ταῦτα τοὺς Φωκέων , καὶ
5992961 ἀρασσω
. . Ἀράξης : ποταμὸς καταρρήγνυται . . . . ἀράσσω : τὸ ἀποτέμνω , κυρίως γὰρ ἀράσσω τὸ διὰ
. . . ἀράσσω : τὸ ἀποτέμνω , κυρίως γὰρ ἀράσσω τὸ διὰ σιδήρου τέμνω . . . . ἀράχνια
5991386 μεταπεμπτος
βασιλεύειν ἐκεῖνον . διὰ καὶ τοῦ πατρὸς νοσοῦντος , ἤδη μετάπεμπτος ἀπὸ θαλάσσης γενόμενος , παντάπασιν ἀνέβαινεν εὔελπις ὢν ὡς
' αὐτὸν τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ τοῖς ἐν Ῥηγίῳ ἰατροῖς ἀπιστοῦντα μετάπεμπτος ἀπὸ Μεσσήνης ἐθεράπευε Ῥηγῖνος ἀνήρ , μετῳκηκὼς ἐς Μεσσήνην
5981277 Πρωτευς
βελτίστους ἀποσφάττοντες αὐτῷ ἀθανατίζουσιν , ὡς οἴονται . Καὶ ὁ Πρωτεὺς θεὸς εἷναι τοῖς Αἰγυπτίοις νομίζεται καὶ ἡ Ἑλένη τῶν
μὲν ὀνομάζουσι Κέτηνα , παρὰ δὲ τοῖς Ἕλλησιν εἶναι δοκεῖ Πρωτεὺς ὁ κατὰ τὸν Ἰλιακὸν γεγονὼς πόλεμον . τούτου δὲ
5974512 Ἁρπαλιων
ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη . Ἔνθά οἱ υἱὸς ἐπᾶλτο Πυλαιμένεος βασιλῆος Ἁρπαλίων , ὅ ῥα πατρὶ φίλῳ ἕπετο πτολεμίξων ἐς τροίην
ἵξω ἴξαλος : καὶ ὡς Ἥφαιστος Ἡφαιστίων , οὕτως Ἅρπαλος Ἁρπαλίων . Ἰλιάδος : , . , . * ?
5969441 πεφευγε
, τάχα δὲ καὶ παρὰ Δημοσθένει πολλαχοῦ , Θουκυδίδης μέντοι πέφευγε τὸ εἶδος . Παραδείγματα δὲ αὐτοῦ λάβοι τις ἂν
καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε [ ] ἀνάλυσιν , φάσιν , κἀποκοπη μ ?
5963848 ΕΒΛ
ἔστιν ὀρθὴ ἡ Λ : καὶ λοιπὴ ἄρα ἡ ὑπὸ ΕΒΛ γωνία δοθεῖσά ἐστιν . δέδοται ἄρα τῷ εἴδει τὸ
περιφέρεια τοιούτων ἐστὶν α λβ , οἵων ὁ περὶ τὸ ΕΒΛ ὀρθογώνιον κύκλος τξ , ἡ δὲ ὑπ ' αὐτὴν
5949599 μετῳκησεν
αὐτὸν ἀπέκτεινε , καὶ τὰς μυκήνας ἀφεὶς εἰς θήβας φυγὼν μετῴκησεν : Ἡ ἀλκμήνη , φησί , μιγεῖσα τῷ διῒ
καὶ Ὀρέστης ὁ Ἀγαμέμνονος κατὰ μαντείαν τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος μετῴκησεν ἐς Ἀρκαδίαν ἐκ Μυκηνῶν . Αἰπύτῳ δὲ τῷ Ἱππόθου
5943198 ᾐδειτο
κάτω , κλαίων , παραινῶν καὶ παρορμῶν τὸν στόλον : ᾐδεῖτο καὶ γὰρ τοὺς πόνους τοῦ σοῦ κράτους † κενῶς
γενέσθαι | κατὰ τὰς μάχας ἐκ τῶν μαθημάτων Χείρωνος : ᾐδεῖτο δὲ [ . . . . . . |
5929951 Μερμερον
παραφθορὰν τοῦ ἑνὸς λ καὶ τοῦ ν παλάτιά φασι . Μέρμερον δὲ ἔθνος , ἀντὶ τοῦ πολεμικὸν , οἱονεὶ τὸ
ἣ φαρμάκοις Γλαύκην ἀνελοῦσα καὶ Κρέοντα καὶ τοὺς ἰδίους παῖδας Μέρμερον καὶ Φέρητα ξίφει διαχρησαμένη ἐφ ' ἅρματος δρακόντων πτερωτῶν
5927213 ἀνεφερεν
τὸν Ἀχιλλέως καὶ Ἕλενον τὸν Πριάμου τὸ γένος τὸ ἀνέκαθεν ἀνέφερεν , ὥς φησι Θεόπομπος καὶ Πύρανδρος . ἀναφέρεται δὲ
κλέος εἰς Πλωτῖνον πᾶσα μὲν ἀγορά , πᾶσα δὲ πληθὺς ἀνέφερεν . ὁ μὲν γὰρ Πλωτῖνος τῷ τε τῆς ψυχῆς
5927130 ἐγελα
τὴν ἀποφράδα ὥς τι ξένον καὶ ἀλλότριον τῶν Ἑλλήνων ὄνομα ἐγέλα εὐθὺς καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ πάλαι ἐκείνου γέλωτος ἠμύνετο
δὲ ὑφ ' ἡδονῆς μετέωρος ἑωρᾶτο , καὶ νῦν μὲν ἐγέλα τῷ προσώπῳ πάνυ ἀσελγῶς , πάλιν δὲ εὐθὺς ἐθρήνει
5922095 ἀτασθαλος
καὶ τίνα θυμὸν ἔχων , ὁππότ ' ἀνὴρ ἄδικος καὶ ἀτάσθαλος , οὔτε τευ ἀνδρός οὔτε τευ ἀθανάτων μῆνιν ἀλευόμενος
κλάδος , ἀτάζαλος ἀτάσδαλος , τροπῇ τοῦ δ εἰς σ ἀτάσθαλος ' . . . . . ἀτασθαλία : κυρίως
5919906 Πλουσιος
γνωστέον δὲ ὅτι μικρός ἐστι καὶ ἄπειρος ὁ ἐπίλογος . Πλούσιος ἀριστεύσας ᾔτησε πένητος θυγατέρα πρὸς γάμον : ἔλαβεν :
σαυτὸν φιλῇς . Πονηρόν ἐστι καὶ ἄδικον γένος φθόνος . Πλούσιος ὑπάρχων μὴ φρόνει † ὑπὲρ μέτρον . Πολλοὶ κακῶς
5916795 μαργαινων
εἰς λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ε βλεμεαίνω . οἱ δὲ μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . . . . Βλέμυες : ἔθνος
. Βλεμεαίνων : τῇ ἑαυτοῦ δυνάμει γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ
5914624 Ναυσικααν
δ ' ἐν Ἰθακησίων Πολιτείαι καὶ Ἑλλάνικος δὲ Τηλέμαχόν φασι Ναυσικάαν γῆμαι τὴν Ἀλκινόου καὶ γεννῆσαι τὸν Περσέπτολιν . .
ἡ κόρη : τί γὰρ σοφὸν ἢ εἶπε πρὸς τὴν Ναυσικάαν ἢ ἔπραξε ; καλεῖ δὲ αὐτὸν Ὁμήρου παίγνιον καὶ
5913085 περιειδεν
τῆς μεταξὺ πορείας ἐκτεινομένης . τεκοῦσα τοίνυν ἡ πόλις οὐ περιεῖδεν ἀλλοτρίαις ἀγκάλαις ὑποτρεφόμενον , ἀλλὰ βρέφος ἀνελομένη καὶ πρὸς
τοσαύτας ὁρῶν ἐλπίδας ὑποφαινούσας εἰς τὴν Θηβαίων σωτηρίαν , ἀλλὰ περιεῖδεν ἑτέρους δόντας τοῦτο τὸ ἀργύριον , ὥσπερ καὶ Στρατοκλῆς
5908489 Δημαρητος
. Ἁρμοσαμένου Λευτυχίδεω Πέρκαλον τὴν Χίλωνος τοῦ Δημαρμένου θυγατέρα ὁ Δημάρητος ἐπιβουλεύσας ἀποστερέει Λευτυχίδην τοῦ γάμου , φθάσας αὐτὸς τὴν
κακῷ . Ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ τοῦτον τὸν χρόνον ὑπομένων Δημάρητος ὁ Ἀρίστωνος διέβαλλε τὸν Κλεομένεα , ἐὼν βασιλεὺς καὶ
5908408 ὑποβολιμαιον
Πολυνείκης . ἐπακτὸν ] ξένον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον , ὑποβολιμαῖον . ἐπακτὸν ] ἀλλότριον . ἐμβαλὼν ] ἐπαγαγών .
μοι εἰπέ , σὺ ἐκεῖνος εἶ Ἀλέξανδρος , ὃν λέγουσιν ὑποβολιμαῖον ; καὶ ὃς ἀκούσας ἠρυθρίασε μὲν καὶ ὠργίσθη ,
5906581 Βυνη
εἰς ΝΗ δισύλλαβα τῷ Υ μακρῷ παραληγόμενα βαρύνεται : μύνη Βύνη Φρύνη . τὸ δὲ γυνή ὀξύνεται τὸ Υ βραχὺ
δύω Δύνη , ἡ καταδύσασα εἰς θάλασσαν , καὶ τροπῇ Βύνη . . . . βυρσοδέψης : ὁ αὐτὸς †
5905173 τυραννωι
πραγμάτων ἔχειν πόδα , εὐβουλίας τυχόντα τῆς ἀμείνονος . οὔκουν τυράννωι τῆσδε γῆς φράσαντά σε χρῆν ταῦτα τολμᾶν , ἀλλὰ
Ἑλώρου ] περὶ τοῦτον τὸν ποταμὸν συνέστη Ἱπποκράτει τῶι Γελώιων τυράννωι πρὸς Συρακοσίους πόλεμος , ὁ δὲ Γέλων , οὗ
5902899 πεφευγως
θεῶν τινος ἐλεοῦντος αὐτῶν τὴν εὐψυχίαν . Ἀντίγονος γὰρ ὁ πεφευγὼς ἐκ τῆς Ἀσίας συμμίξας τοῖς περὶ τὸν Ἀντίπατρον ἐδίδαξεν
δ ' ὀλίγους . Τῆς δὲ νυκτὸς παρελθούσης Ἀριδαῖος ὁ πεφευγὼς εἰς τὸν σταθμὸν ἀπέστειλέ τινας πρὸς τὸν Κλέαρχον ,
5902299 Ὀμφαλη
: ἡδόμενος δ ' αὐτῇ ἐποίει ὅ τι προστάττει ἡ Ὀμφάλη : οἱ δὲ εὐήθεις ὑπέλαβον λατρεύειν αὐτὸν αὐτῇ .
. : Ὕδη , πόλις Λυδίας , ἐν ᾗ ᾤκει Ὀμφάλη . . . Λέανδρος δὲ , ὃν Νικάνωρ παρατίθησι
5894574 ἐσπουδαζε
οἰκείᾳ δυνάμει τε καὶ συνάρσει ἐγκαθιδρῦσαι τῷ τῆς βασιλείας θρόνῳ ἐσπούδαζε , θεὶς αὐτῷ τοῖς ποσὶ καὶ τὰ φοινικοβαφῆ πέδιλα
χρυσίον κατώρυττε ; τί τοῦτο μόνον ἁπάντων ὧν κέκτηται κρύπτειν ἐσπούδαζε , καὶ τὴν Φίλωνος μὲν οὐσίαν τοῦ κηδεστοῦ κατὰ
5893029 εὐπορουσαν
καὶ πρὸς μείζονα νῦν ἀναβάντος ἀξίαν καὶ πλείονα προῖκα τὴν εὐποροῦσαν ἀπαιτῆσαι παρθένον , ὁ γὰρ ἀνόνητον ἑαυτῷ τὴν ἀριστείαν
καὶ σεμνότητα τρόπων . ἐγὼ μὲν οὐδὲ τοσοῦτον οἶμαι τὴν εὐποροῦσαν ἡττᾶσθαι πρὸς ἅμιλλαν εἴδους , ὅσον ἐν πλούτῳ προέχει
5890039 ἀνεστεναξεν
ἀντίθυρον κλισίης Ὀδυσσῆϊ φανεῖσα . ” ἀναβησάμενοι ἀναβιβάσαντες . ἀνενήκατο ἀνεστέναξεν , οἷον ἀνήνεγκε τὸν στεναγμόν : “ μνησάμενος δ
τοῦ ναυάρχου γυνὴ παραγίνεται . “ μέγα δὲ καὶ βύθιον ἀνεστέναξεν ἡ Στάτειρα καὶ κλάουσα εἶπεν ” εἰς ταύτην με
5888575 Ποιοις
σχολῆς φράζουσιν , οὓς ἂν βούλωνται ὁμοίους αὑτοῖς ποιῆσαι . Ποίοις μαθηταῖς , ὦ δαιμόνιε ; οὐδὲ γίγνεται τῶν τοιούτων
. Ταῦτ ' ἐγὼ μαρτύρομαι καὶ τοῖς θεοῖσιν ἐπιτρέπω . Ποίοις θεοῖς ; Τὸ δὲ προσδοκῆσαί ς ' οὐκ ἀνόητον
5887623 Προξενου
Ἀθηναίων θησαυρὸν καὶ ἐπέγραψε τό τε αὑτοῦ ὄνομα καὶ τὸ Προξένου , ὃς σὺν Κλεάρχῳ ἀπέθανεν : ξένος γὰρ ἦν
. βασανίσας : ἀντὶ τοῦ δοκιμάσας Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου . πολὺ δ ' ἐστὶ τοὔνομα ἐπὶ τούτου τοῦ
5885732 ὠνειδιζεν
λύπης πεπλήρωτο καὶ οὐκέτι καθεκτὸς ἦν , ἀλλὰ τὸν στρατοπεδάρχην ὠνείδιζεν ὡς ἄνδρα γενναῖον οὕτω καὶ μεγάλα δυνάμενον τὰ Ῥωμαίων
καθάπερ παῖδας ὡς ἔστιν τις γυμναστικὴ καὶ ἰατρική , κἄπειτα ὠνείδιζεν , λέγων ὡς αἰσχρὸν πυρῶν μὲν καὶ κριθῶν καὶ
5883340 ὠμογερων
καὶ τὴν ἡλικίαν λεαινόμενος καὶ φαλακριῶν . τὸ αὐτὸ καὶ ὠμογέρων , ὁ παρ ' ἡλικίαν γηράσας . ἀωτεύειν :
περικαῶς . . . Ἐμφέρεια , ὁμοιότης . Μεσαιπόλιος , ὠμογέρων , μιξοπόλιος , „ , , , : Ἄνδρα
5882766 Ἀρκεσιλαου
συνέλεγεν . Εὔφημος μὲν οὖν ἐτελεύτα : Κάρρωτος δὲ τῆς Ἀρκεσιλάου γυναικὸς ἀδελφὸς διεδέξατο τὴν τῶν ἐποίκων ἡγεμονίαν . ὁ
ἄλλοις καὶ Μεγαλοφάνει τε καὶ Ἐκδήλῳ λέγουσι : τοὺς δὲ Ἀρκεσιλάου φασὶν εἶναι Πιταναίου μαθητάς . μέγεθος μὲν δὴ καὶ
5881336 συνεμαχησε
ὕπο Παρνησσοῖο . ” γυναίων εἵνεκα δώρων διὰ δωροδοκίαν : συνεμάχησε γὰρ Εὐρύπυλος Πριάμῳ λαβούσης ἄμπελον χρυσῆν τῆς γυναικός .
εἰς Δῖον τῆς Μακεδονίας . ἐκεῖθεν δὲ παρελθὼν εἰς Ἄκανθον συνεμάχησε τοῖς Χαλκιδεῦσι . καὶ πρώτην μὲν τὴν Ἀκανθίων πόλιν
5880717 κοιρανιης
. ἀντὶ μὲν ἠνορέης ἐρατὴν παράκοιτιν ὀπάσσω , ἀντὶ δὲ κοιρανίης Ἑλένης ἐπιβήσεο λέκτρων : νυμφίον ἀθρήσει σε μετὰ Τροίην
παιδός , ὃς οὐ πατρὶ τέρψεται ἦτορ , οὐ σέο κοιρανίης ἐπιβήσεται , ἀλλά μιν ἄλλοι δμῶα λυγρὸν τεύξουσιν ,
5875944 μεμφθεις
καὶ Ἄργεω παῖδας . Κτείνει δὲ αὐτοὺς Ἀπόλλων , Διὶ μεμφθεὶς , ὅτι κτείνει Ζεὺς Ἀσκληπιὸν τὸν παῖδα αὐτοῦ κεραυνῷ
διὰ τὴν ἀμφοτέρων γειτνίασιν : ὁ δὲ Ἀριστόδημος , ὅτι μεμφθεὶς ὑπὸ Αἰγινητῶν ἐπὶ τῷ δοκεῖν ἐν Παιᾶσιν εἰπεῖν τὸν
5875506 Φιλαγρος
, κατεφρονήθη γὰρ ἀπολιπούσης αὐτὸν τῆς τέχνης . ηʹ . Φίλαγρος δὲ ὁ Κίλιξ Λολλιανοῦ μὲν ἀκροατὴς ἐγένετο , σοφιστῶν
τέκτονα τέκτονι τὴν χαλκευτικὴν καὶ τεκτονικὴν τέχνην σημαίνειν . οἷον Φίλαγρος ὁ ῥήτωρ Οὐᾶρον τὸν ῥήτορα νοσοῦντα ἐθεάσατο , καὶ
5874926 γηρωσι
, Λίβιος δὲ “ τοῖς κρατοῦσιν , φησί ? , γηρῶσι μὲν συγγηράσκει ? , ἀσθενοῦσι ? ? δὲ συνασθενεῖ
καὶ ἀξίας τοῖς γε ἀξίοις ζῶσί τε καὶ τελευτήσασι , γηρῶσι τε καὶ τὴν πρέπουσαν ? ? τῆς γηροτροφίας παραψυχήν
5872618 ὀθω
: . . . ἔστι δὲ καὶ ἄλλως : ἔστιν ὄθω , τὸ κινῶ , ὁ μέλλων ὄσω , ὁ
μέντοι σχέθω βαρύτονον , ἔχον τὸ Ε . σεσημείωται τὸ ὄθω βαρυνόμενον . Τὰ εἰς ΘΩ , εἰ ἔχοι τὴν
5869719 τρεχ
τις οὐδ ' ἀκήριος . ἄθηλος ἵππωι πῶλος ὣς ἅμα τρέχ - γυναικὸς οὐδὲν χρῆμ ' ἀνὴρ ληΐζεται ἐσθλῆς ἄμεινον
' οὐδέ γ ' Ἕλλην , ὅσον ἔμοιγε φαίνεται . τρέχ ' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν
5869201 χλουνης
λέγει τὴν ἀκμαίαν ἀποκοπὴν παρὰ τὴν χλόην : ἢ ἐπεὶ χλούνης ὁ σῦς , κάπροι δὲ συνεχῶς εὐνουχίζονται . ἀκρωνία
. . . Ι : ὅτι δὲ καὶ ἐντομίαν ὁ χλούνης δηλοῖ , οὐ μόνον Αἰσχύλος δίδωσι χρῆσιν , ἀλλὰ
5868149 Ψαμμις
Συρίᾳ , οὐ Περίλαος ἐν Κιλικίᾳ , οὐκ ἐν Αἰγύπτῳ Ψάμμις καὶ Πολύιδος , οὐκ Ἀγχίαλος ἐν Αἰθιοπίᾳ , οὐκ
κατὰ χρείαν ἐμπορίας , Ψάμμις τὸ ὄνομα . Οὗτος ὁ Ψάμμις ὁρᾷ τὴν Ἀνθίαν παρὰ τοῖς ἐμπόροις καὶ ἰδὼν ἁλίσκεται
5866379 σκωπτικος
Γ τὸν μισθὸν ] τὸν δικαστικόν . Γ Λυσίστρατος : σκωπτικός . Γ καὶ ἐν Ἀχαρνεῦσι Λυσίστρατός τ ' ἐν
λοπίδας μοι παρέσχηκε κεστρέως “ . ὁ σκωπτόλης ] ὁ σκωπτικός . δραχμὴν μετ ' ἐμοῦ λαβὼν : καθὸ εἰς
5865844 ἠξιωμενος
ἐν τῇ ἱεροπόλει νεών , ὃς λοιπὸς ἦν ἄψαυστος ἀσυλίας ἠξιωμένος τῆς πάσης , μεθηρμόζετο καὶ μετεσχημάτιζεν εἰς οἰκεῖον ἱερόν
μὲν οὖν , διὰ τὴν ἰδίαν ἀρετὴν ὑπὸ πάντων ἀποδοχῆς ἠξιωμένος , ἐχέτω καὶ παρ ' ἡμῶν τὸν διὰ τῆς
5863543 μετελαβεν
τὸν δὲ λόγον ἐρωτῶν εἰς τὸ ἐν τόπῳ τὸ ποῦ μετέλαβεν εἰπών : εἰ γὰρ πᾶν τὸ ὂν ἐν τόπῳ
ἀγαθόν . Μεταλήψει μὲν δὴ αὐτὸ ἀγαθόν : οὗ δὲ μετέλαβεν , οὐδὲν τῶν πάντων . [ Οὐδὲν ἄρα τῶν
5863036 Δομετιανου
ὅρον ἔτη οαʹ : ἃ καὶ ἐβίωσεν . Ἄλλη . Δομετιανοῦ ἔτος εʹ Ἀθὺρ κδʹ ὥρα εʹ ἥμισυ . Ἥλιος
ἐπέστελλε τοῖς ἀνδράσι προσποιῶν αὐτοὺς τοῖς βασιλεῦσιν ὡς χρηστοῖς , Δομετιανοῦ δέ , ἐπεὶ χαλεπὸς ἦν , ἀφίστη τοὺς ἄνδρας
5859671 Ἑνα
τὰ λύτρα τε ἀπωσάμενος , προῖκα τοὺς αἰχμαλώτους ἀπέπεμψεν . Ἕνα δὲ ἐκ τῶν πρέσβεων Φαβρίκιον οὕτως ἠγάσθη καὶ ἐθαύμασεν
, ὥς τινα ἀντίτεχνον καὶ ἀντισοφιστὴν τῆς μαγγανείας αὐτοῦ . Ἕνα γοῦν τινα τῶν Ἐπικουρείων , τολμήσαντα καὶ διελέγχειν αὐτὸν
5853389 χρυσομαλλου
ὅτι ὑπὸ τοῦ Φρίξου φησὶν ἀνατεθῆναι τῷ Ἄρει τὸ τοῦ χρυσομάλλου κριοῦ δέρος . κεῖτο γὰρ λόχμᾳ : τῷ δασεῖ
θεῶν πρόνοιαν ἐκ τῆς Εὐρώπης εἰς τὴν Ἀσίαν ἐπὶ κριοῦ χρυσομάλλου , τὴν μὲν παρθένον ἀποπεσεῖν εἰς τὴν θάλατταν ,
5850281 Στεροπης
καὶ Ἄτλαντος ζʹ θυγατέρες , ὧν μία καὶ ἡ Στερόπη Στερόπης καὶ Ὑπερόχου ἢ Ἁρπίνης τῆς Ἀσωποῦ θυγατρὸς καὶ Ἄρεος
παρατίθεται . ἔνιοι δὲ Μουσαῖον εὑρετὴν λέγουσι τὸν Μητίονος καὶ Στερόπης κατ ' Ὀρφέα γενόμενον : Ἀντικλείδης δ ' ὁ
5848089 ἑδρασμα
ἐπιθυμίας παραγενέσθαι τέλος καὶ ἀπελθεῖν εἰς τὸ τῶν θεῶν ἰσχυρότατον ἕδρασμα . ἢ οὕτως : ἀσθενής ἐστι πᾶς ἄνθρωπος ,
ἐντεῦθεν γέρων . ὀγδοὰς πρῶτος κύβος . ἀσφάλεια καλεῖται καὶ ἕδρασμα . σπέρμα αὐτῆς ὁ πρῶτος ἄρτιος . συντίθεται μονάδι
5846465 φροντιστικος
καὶ ὑγραινούσῃ καὶ μᾶλλον ψυχούσῃ μετρίως : ἦν γὰρ καὶ φροντιστικὸς καὶ λεπτὸς τὴν ἕξιν , ὥστε καὶ ἐοικέναι αὐτὸν
δ ' ἂν μὴ ἔχῃ ταῦτα μηδὲ σκυθρωπὸς ᾖ καὶ φροντιστικὸς τὸ πρόσωπον , ἀποδοκιμαστέος καὶ ἀποβλητέος ; ἀλλ '
5846205 μισθοις
ἀθλητάς τε καὶ τεχνίτας τοὺς ἐπιφανεστάτους ἐπὶ μεγάλοις ἄθλοις καὶ μισθοῖς ἠθροίκει . ὡς δ ' ἤκουσε τὴν Λυσιμάχου διάβασιν
μετὰ νόμων . ἐν δὲ τούτοις πᾶσιν διδασκάλους ἑκάστων πεπεισμένους μισθοῖς οἰκοῦντας ξένους διδάσκειν τε πάντα ὅσα πρὸς τὸν πόλεμόν

Back