ἐν τῇ τεκτονικῇ ; καὶ γὰρ ἐκεῖ τέκτονα μὲν ἂν πρίαιο πέντε ἢ ἓξ μνῶν , ἄκρον ἀρχιτέκτονα δὲ οὐδ
εἰ νὴ Δί ' ἀντὶ τῆς κακῆς γλώττης ποθὲν πυροὺς πρίαιο , σωφρονεῖν ἄν μοι δοκεῖς . ” καὶ καταγελᾷς
6451660 κἀντραγειν
. σικύδιον δ ' ὑποκοριστικῶς εἴρηκε Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : κἀντραγεῖν σικύδιον . Θεόφραστος δέ φησι σικυῶν τρία εἶναι γένη
δὴ κατακλινῶ : σὺ δὲ τράπεζαν ἔκφερε , καὶ κύλικα κἀντραγεῖν , ἵν ' ἥδιον πίω . ἰδοὺ κύλιξ σοι
6431727 γενοισθην
τὴν ἀρχὴν οὕτω κατασχεῖν . εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην , καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος περιθεῖτο , τὸν
εἰ δὲ δὴ πρίαιο τὸν παῖδα , καὶ ἵππω σοι γενοίσθην ὁ μὲν ἁμιλλητήριος , ὁ δὲ πολεμικός , ἀναθήσῃ
6425168 παχυνθῃ
τὴν μέν : τὴν ἀμφίσβαιναν * ἁδρύνηται : αὔξηται , παχυνθῇ , αὐξηθῇ , παχυνθῇ αὐξάνηται ῥωμαλέος δὲ ἐκβαίνεται ῥωμαλέα
. δεῖ οὖν , ἐὰν μὲν τὰ βλέφαρα ἅμα ἔνδοθεν παχυνθῇ , ἐκϲτρέφυντα παρατρίβειν κατὰ τὸ ἔθοϲ τοῖϲ τραχωματικοῖϲ κολλυρίοιϲ
6405844 εὐξαιο
καὶ τὸν πηλόν , ἐροίμην ἄν σε ποτέρῳ ἂν ὅμοιος εὔξαιο γενέσθαι : οἶδα γὰρ ὡς αὐτίκα ἕλοιο ἂν ἐκ
, οὕτω καὶ τοῦ παθεῖν κακῶς . τοῦτο γὰρ κἂν εὔξαιο τοῖς θεοῖς , λαβεῖν με τιμωρίαν εἰς τὸ σῶμα
6372492 Σκεψαι
τίνα τρόπον καλεῖται ; Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγε . Σκέψαι δὴ ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὶ αὐτοῦ . ἐννοῶ γὰρ
ἀρχὴν καὶ μέσα καὶ τέλος ἔχοντα καὶ τάξιν . ρξζʹ Σκέψαι τοίνυν Ὅτι οὔτε ὡρίσατο περὶ ποίου διαλέγεται ἔρωτος ,
6364639 οἰνωμενοι
τῶν γυναικῶν αὐτίκα οἱ Πέρσαι μαστῶν τε ἅπτοντο οἷα πλεόνως οἰνωμένοι καί κού τις καὶ φιλέειν ἐπειρᾶτο . Ἀμύντης μὲν
λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη πανεύφρονα πολύμιτος πρίονες πρότηθυς πωγωνίας ῥύγχος ῥύδην
6315802 θαυμασαιμι
τὸ φρόνημα ἔχειν . ταῦτα μὰ τὴν Δήμητρα οὐκ ἂν θαυμάσαιμι εἰ μείζων εἰπόντι μοι γένοιτο παρ ' ὑμῶν βλάβη
, οἷς τότ ' οἱ δυναστεύσαντες ἐν ἑκατέροις ἐχρήσαντο . θαυμάσαιμι δ ' ἄν , εἴ τινες τὰς ἐν τοῖς
6310397 τιμηθῃ
' αὐτοῖς αὐτὸ τοῦτο πάλιν . Ἐὰν δ ' ἀργυρίου τιμηθῇ , δεδέσθω τέως ἂν ἐκτείσῃ . Πέπαυσο . ἔστιν
ἐκόψατο . διὰ τοῦτο καὶ ὁ κῆρυξ , ἵνα μὴ τιμηθῇ ὁ Πολυνείκης , ἐντέλλεται μήτε διὰ θυσιῶν μήτε δι
6281202 Ταχ
γέ ἐστι μᾶλλον [ ἢ ] τῆς ἡδονῆς συγγενῆ ; Τάχ ' ἄν . Πέμπτας τοίνυν , ἃς ἡδονὰς ἔθεμεν
ἴσως ἡμέτερον ἂν νομοθετεῖν ἔνιά γ ' αὐτῶν εἴη . Τάχ ' ἂν τὸν ἀριθμόν . Τὸν ἀριθμὸν δὴ λέγωμεν
6263814 διαφοροτητος
, διέφθαρκεν Ἕλληνες . δρεπάνη Ἀττικοί , δρέπανον Ἕλληνες . διαφορότητος Πλάτων Θεαιτήτῳ . παρ ' ἄλλῳ οὐχ εὗρον .
ἐνέργειαι καὶ κινήσεις ὑποστατικαὶ τῶν οὐσιῶν , αὗται καὶ τῆς διαφορότητος ἂν αὐτῶν ὑπῆρχον κύριαι : εἰ δ ' αἱ
6252122 Δινδυμηνη
. καὶ τὴν θεὸν Δινδυμήνην . ὅτι καὶ Δινδυμηνός καὶ Δινδυμηνή καὶ Δινδύμιος καὶ Δινδυμία . ἐκ τόπου Δινδυμόθεν .
ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ τῶν Κυβέλων ἡ Κυβέλη . πλησίον
6243015 πραττοιμεν
μὴν ὑπὲρ καλοῦ χρώμενοι τῇ ῥητορικῇ , καλὸν ἄν τι πράττοιμεν ὑπ ' αὐτῆς . οὐκοῦν καλὸν ἡ ῥητορικὴ μετὰ
συνεργὸν ἡμῖν εἶναιὅτι δ ' ἐπιστημόνως ἂν πράττοντες εὖ ἂν πράττοιμεν καὶ εὐδαιμονοῖμεν , τοῦτο δὲ οὔπω δυνάμεθα μαθεῖν ,
6235972 τυψιν
ὁρμᾷ , ἤτοι φεύγει καὶ ἐκκλίνει τὴν τυπὴν καὶ τὴν τύψιν τῆς τεφρώδους ἐχίδνης . * περκνός : μέλας καὶ
χέας τρύγα φυρήσασθαι ἢ ὄξευς , νεαλεῖ δὲ πάτῳ περὶ τύψιν ἑλίξαις . Ὄφρα δὲ καὶ πάσῃσιν ἀλεξητήριον ἄταις τευξάμενος
6235219 τυχοιμ
μεθύει γὰρ οὐδὲν ἧττον : ὁ δ ' ἕτεροςτί ἄν τύχοιμ ' ὀνομάσας ; βῶλος , ἄροτρον , γηγενής ἅνθρωπος
ὦ πάτερ αἰνόπατερ , τί σοι φάμενος ἢ τί ῥέξας τύχοιμ ' ἂν ἕκαθεν οὐρίσας , ἔνθα ς ' ἔχουσιν
6211144 ἀποψασθαι
ὁ ἱερώτατος . ὠνομάσθησαν δ ' οὕτως διὰ τὸ ῥᾳδίως ἀποψᾶσθαι ἢ οἷόν τις [ οὖσα ] ἐπιψαύουσα σὰρξ καὶ
' ἄν , ἵν ' εἶχες , φής ' , ἀποψᾶσθαι , τάλαν . ὅτι δ ' ἦν καὶ ἀστεία
6206198 ἐμβαλοιϲ
εἰ δὲ ἀντὶ τῆϲ ϲκαμμωνίαϲ κνήκου κόκκων κ τὸ ἐντὸϲ ἐμβάλοιϲ καθαίρει φλέγμα : εἰ δὲ πολυποδίου ⋖ δ τὸν
καθαίρει χολήν . εἰ δὲ κνήκου κόκκων κ τὸ ἐντὸϲ ἐμβάλοιϲ ἀντὶ τῆϲ ϲκαμμωνίαϲ καθαίρει φλέγμα . εἰ δὲ πολυποδίου
6204961 σαργος
κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος καὶ ὁ κέφαλος : κύουσι
τὸν ἐκκρινόμενον θορὸν λάπτουσι καὶ οὕτως συλλαμβάνονται . Ὅτι ὁ σαργὸς καὶ ὁ κόσσυφος πολλὰς γαμετὰς ἔχουσιν , οἱ δὲ
6179985 ἠνοικται
σχῇς , ἕξεις : ἂν μὴ σχῇς , ἐξελεύσῃ : ἤνοικται ἡ θύρα . τί πενθεῖς ; ποῦ ἔτι τόπος
' οὐδεὶς κωλύσει οἰκεῖν : ἐκείνη γὰρ ἡ οἴκησις παντὶ ἤνοικται . καὶ τὸ τελευταῖον χιτωνάριον , τοῦτ ' ἔστι
6174036 μακτρας
, ἀντὶ δὲ θράνου στάμνου κεφαλὴν κατεαγότος , ἀντὶ δὲ μάκτρας πιθάκνης πλευρὰν ἐρρωγυῖαν καὶ ταύτην : ἆρά γε πολλῶν
ἦν ὁ Κλεώνυμος καὶ παράσιτος , διασύρει αὐτὸν ὡς ἀποροῦντα μάκτρας καὶ θυείᾳ χρώμενον . μικρὰ γὰρ ἡ θυεία ,
6169915 διαβαιεν
μὲν ἡθροίσθησαν , ἔπειτα δὲ ἀνέστρεφον διὰ τὸ ἀπορεῖν ὅπῃ διαβαῖεν . οἱ μὲν οὖν πελτασταὶ ὀλίγοι ὄντες οἱ πρῶτοι
ταῦτα Ξενοφῶν μὲν ἔπραττε περὶ πλοίων , ὅπως ὅτι τάχιστα διαβαῖεν . ἐν δὲ τούτῳ ἀφικόμενος Ἀρίσταρχος ὁ ἐκ Βυζαντίου
6160088 μυστιλη
γαστρὸς ἡ ὑδατώδης φορά : μαρίλη ἡ θερμὴ σποδός : μυστίλη ὁ κοῖλος ἄρτος : πραδίλη : βασίλη ἡ βασιλὶς
τὸν ἄρτον τὸν τοῖς κυσὶ παραβαλλόμενον . ΓΘ ἄλλως : μυστίλη ὁ κοῖλος ἄρτος , ᾧ δύναταί τις καὶ ζωμὸν
6153183 φορμος
Λάρκος : Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Καλλιππίδην . λάρκος ἐστὶ φορμὸς εἰς ὃν ἄνθρακας ἐνέβαλλον . κέχρηνται τῷ ὀνόματι ἄλλοι
ὡς ἐν τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται . ἦ που δὲ καὶ φορμὸς τῶν γεωργικῶν , καὶ γαῦλοι καὶ σκαφίδες , καὶ
6151884 κνυζω
ἡ τῇ ὀσφρήσει προΐζουσα . ἀπὸ δὲ τοῦ κνίζω γίνεται κνύζω , ἐξ οὗ καὶ τὸ κνύζα . . .
οὗ καὶ τὸ κνύζα . . . ἐκ δὲ τοῦ κνύζω γίνεται κνυζῶ περισπώμενον , ἀφ ' οὗ ” κνυζώσω
6151412 Γουνεως
Ἀστυδαμείας τῆς Πέλοπος , ὡς δὲ ἔνιοι λέγουσι Λαονόμης τῆς Γουνέως , ὡς δὲ ἄλλοι πάλιν Ἱππονόμης τῆς Μενοικέως ,
καὶ κώμη ὁμώνυμος . οἱ δὲ ἀπὸ τοῦ Αἴνου τοῦ Γουνέως ἀδελφοῦ . βʹ ἔστι καὶ πόλις Θεσσαλίας . γʹ
6148594 κερατωδεις
μᾶλλον δὲ καὶ σκληροτάτους πάντων : ἄμφω δὲ πυκνοὺς καὶ κερατώδεις καὶ τῷ χρώματι ξανθοὺς καὶ δᾳδώδεις . ὅταν δὲ
δύσφθαρτος , οὔτε εὐστόμαχος οὔτε εὔχυλος . βελόναι , ῥάμφος κερατώδεις , οὐκ εὐστόμαχοι , κακόχυλοι , ἄτροφοι , εὔφθαρτοι
6148142 διασμηχθεις
. “ ἁλσὶ ] ἐν ἅλατι , διὰ ἁλῶν . διασμηχθεὶς : σμήχω τὸ καθαίρω , η : σμίχω δὲ
τριώβολον . ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς
6142854 φαγοις
παιδί ' αὑτὸν ἀπογαλακτιεῖ . * * * * Τότε φάγοις , παράσιθ ' , ὅρα ὡς διασέσυρκε τὴν τέχνην
αὐτοὺς ἀθλίους εἶναι λέγω : οὐκ ἂν θανὼν δήπουθεν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . ὁ
6128631 Φαιεν
δέ ; οὐ σοφὰ καὶ περὶ σοφῶν ἥκουσιν ἀκουσόμενοι ; Φαῖεν ἄν , ὥς μοι δοκοῦσιν . Ἀλλὰ μὴ τὸν
, ὅτι ταῦτα ἀγαθὰ μέν ἐστιν , ἀνιαρὰ δέ ; Φαῖεν ἄν ; Συνεδόκει . Πότερον οὖν κατὰ τόδε ἀγαθὰ
6125808 ἀλινδηθρα
κολυμβῶ κολυμβήσω κολυμβήθρα , οὐρήσω οὐρήθρα , τὸ δ ' ἀλινδήθρα σημαίνει τὴν κυλίστραν . . . + + .
τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς τι
6125204 βαινεις
ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται τύχα , λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις , γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις . ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βίοτον
ἵπταμαι , σὺ δὲ ὡς ἀλέκτωρ κάτω μετ ' ὀρνίθων βαίνεις . „ ὅτι κρεῖττον περίβλεπτον εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ
6123177 ὀκτωπουν
. Οὐδ ' ἄρ ' ἀπὸ τῆς τρίποδός πω τὸ ὀκτώπουν χωρίον γίγνεται . Οὐ δῆτα . Ἀλλ ' ἀπὸ
ἤ τις ἔκλεψεν αὐτόν ; τὴν πέρυσι βουλὴν ἐφεστώς . ὀκτώπουν ἀνεγείρεις . ἀπέφρησαν ἀρκυωρός δίλογχον κακόδουλος κύβηβον Ἀκέστορα γὰρ
6120964 πελειαδος
' ὅλου ἔτους ὀχεύεται καὶ τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς ἀναιδοῦς κατὰ τὸν Ὅμηρον εἵνεκ
εἴλει ῥόος : ἄκρα δ ' ἔκοψαν οὐραῖα πτερὰ ταίγε πελειάδος , ἡ δ ' ἀπόρουσεν ἀσκηθής , ἐρέται δὲ
6120312 τεσσερες
δὲ ἑπτὰ καὶ τριήκοντα καὶ ἑκατόν . Ποταμοὶ δὲ νηυσιπέρητοι τέσσερες διὰ ταύτης ῥέουσι , τοὺς πᾶσα ἀνάγκη διαπορθμεῦσαί ἐστι
πέντε μνέαι ἑκάστῳ , κρεῶν βοέων δύο μνέαι , οἴνου τέσσερες ἀρυστῆρες : ταῦτα τοῖσι αἰεὶ δορυφορέουσι ἐδίδοτο . Ἐπείτε
6108674 τριχωσις
δὲ τὰ ἐπισκύνια , τράχωμα , ὑδατίς , ἕλκος , τρίχωσις , γίνεται δʹ . περὶ δὲ τοὺς κανθούς ,
, καὶ αὗται αὖθις ἀναφύονται . ὀχληρὸν δὲ πάθος ἡ τρίχωσις . ἔνιαι γὰρ τῶν βλεφαρίδων τριχῶν , οὐκ ἐκτὸς
6107467 διακριτικη
μονὴν ἐπ ' ἀμφοτέρων τῶν συνδέσμων : αὕτη γὰρ ἦν διακριτικὴ τῆς ἀφαιρέσεως καὶ τῆς ἀποκοπῆς , ἐπεί , εἰ
διακριτικήν τε καὶ τὴν πρὸς ἐξαιμάτωσιν : ἡ μὲν οὖν διακριτικὴ πᾶν ὅσον ἀτέραμνον καὶ δυσκατέργαστον εἰς τὸ παρακείμενον χολῆς
6096845 θεινεται
καὶ πολλῆς ἵππου , ἤτοι ὁ ἔχων ἵππους πολλούς , θείνεται καὶ τύπτεται καὶ σφάττεται παρὰ τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς
καὶ πολλῆς ἵππου , ἤτοι ὁ ἔχων ἵππους πολλοὺς , θείνεται καὶ τύπτεται καὶ σφάττεται παρὰ τὰς ἀκτὰς καὶ τοὺς
6096617 σισυρα
σίσυρνα . σίσυς μὲν γὰρ λέγεται πᾶν εὐτελὲς ἱμάτιον , σισύρα δὲ τὸ ἐκ δέρματος ἐντρίχου ὅπερ καὶ γούνναν καλοῦσιν
σκύτινος ἔντριχος χειριδωτός : Σκυθικὸν τὸ χρῆμα . ἡ δὲ σισύρα περίβλημα ἂν εἴη ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις
6091009 ἐξαμαρτανοι
τὰς νούσους μὴ προσπελάζειν , εἰ μή τις μεγάλα πάνυ ἐξαμαρτάνοι καὶ πολλάκις : ταῦτα δὲ φαρμάκων δέεται ἤδη ,
θ ' ὕβριν δούλην ἔχηι ἐζημιοῦτο δ ' εἴ τις ἐξαμαρτάνοι . ἔπειτ ' ἐπειδὴ τἀμφανῆ μὲν οἱ νόμοι ἀπεῖργον
6082656 ἐνηκεν
ἐν γούνεσσιν ἔθηκε , καί οἱ μυίης θάρσος ἐνὶ στήθεσσιν ἐνῆκεν , ἥ τε καὶ ἐργομένη μάλα περ χροὸς ἀνδρομέοιο
διαθρεῖν ἢ τύχας τὰς οἴκοθεν . δεινόν τι τέκνων φίλτρον ἐνῆκεν θεὸς ἀνθρώποις . ἀμολγὸν νύκτα ὁρῶ μὲν ἀνδρῶν τόνδε
6080828 ἀπαστος
ἔστιν ἀπαρτῶ συμπληρῶ , καὶ ἀπαρτία . . . . ἄπαστος : ὁ ἄγευστος ἡ πρώτη γὰρ τροφὴ ἀπὸ δρυῶν
πολυκμήτῳ ὑπ ' Ἄρηι : νωλεμέως δ ' ἄρ ' ἄπαστος ἐδητύος ἐν κονίῃσι κεῖτο μέγα στενάχων Ποδαλείριος . Οὐδ
6078577 ὀλυραι
μετὰ τοὺς πυρίνους εἰσίν , ὅταν γε εὐγενεῖς ὦσιν αἱ ὄλυραι , δεύτεροι δ ' αὐτῶν οἱ τίφινοι : μοχθηρῶν
ἀπὸ τῆς ὀλύρης εἰσὶ κάλλιστοι , ὅταν εὐγενεῖς ὦσιν αἱ ὄλυραι , δεύτεροι δ ' αὐτῶν εἰσιν οἱ τίφινοι .
6069398 Δωτιας
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
δʹ Μεσσηνιακῶν ” αὐδὴν εἰσάμενος Δωτηίδι Νικοτελείῃ ” . καὶ Δωτιάς , ὡς Ἰλιάς τοῦ Ἰλιεύς . Σοφοκλῆς ἐν Πηλεῖ
6069024 προπεπταται
παρ ' Ἀριστοφάνει μὲν ἐν Γεωργοῖς : ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . ἔστι καὶ παρὰ Ἀναξανδρίδῃ ἐν Μελιλώτῳ . Εὔβουλος
' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ὥσπερ κυλικείου τοὐθόνιον προπέπταται . εἴ γ ' ἐγκιλικίσαιμ ' , ἐξολοίμην ,
6068630 ἱμονια
πολλοῦ ὄντος : ἑλώδης γὰρ ὁ τόπος . ἱμονιοστρόφου : ἱμονιὰ γὰρ καλεῖται τὸ τῶν ἀντλημάτων σχοινίον , καὶ τὸ
λαλιά : καλιά : δεξιά : σποδιά : ῥοδονιά : ἱμονιὰ τὸ ἀντλητήριον : ὁρμιά : σεσημείωται διὰ τῆς ει
6064633 δισση
ὅμοιος : ῥίζα δὲ λεπτοτέρα δακτύλου , ὑπομέλαινα . Ζέα δισσή : ἡ μὲν γὰρ ἁπλῆ , ἡ δὲ δίκοκκος
τὸ ἐκ τῆς Γαλατίας δ ' ἄσπληνον λεγόμενον . Ἀκτῆ δισσή : ἡ μέν ἐστι δενδρώδης , κλάδους καλαμοειδεῖς ἔχουσα
6062313 Ἀττικωτερον
γὰρ μετὰ ταλαιπωρίας γίγνεται ᾔδει : η γραπτέον ἐστίν , Ἀττικώτερον τουτὶ νόει κερδαλέον : ἐπωφελές . ἀνθρώπων νόμος :
πρόθεσις ὁλοκληροτέρα καὶ τὸ ἔσωΤὸ . ἄρα πόρρω ἐκτέταται ὡς Ἀττικώτερον , καθὸ καὶ τὸ προπέρυσι πρωπέρυσίν φασι , καὶ
6057237 ἐδοκιμαζοντο
ἀρχαϊσμοῦ καὶ εὐσεβείας . Ἐθύοντο δὲ τῇ Ἥρᾳ : καὶ ἐδοκιμάζοντο καθάπερ οἱ ζητούμενοι καθαροὶ μόσχοι καὶ συσφραγιζόμενοι : ἐθύοντο
. . . ἄρχειν . Γ καὶ γὰρ οἱ ὀρφανοὶ ἐδοκιμάζοντο . παίδων τοίνυν δοκιμαζομένων : πρὸς τὸ ἔθος ⌈
6056661 σελαγοιντ
Νίκαρχον . Γ σελαγοῖντ ' ] ἀντὶ τοῦ καίοιντο . σελαγοῖντ ' ] καιόμεναι λάμποιεν . ἐκπληττόμενος ὁ Δικαιόπολις ἐν
ἅψηται , φησί , μόνον , εὐθὺς καίονται . Γ σελαγοῖντ ' ἄν : αἱ ναῦς δηλονότι . ταῦτα δὲ
6052048 σπιθαμης
πρῶτον ἐκ τῆς κεγχραμίδος ὑπεφύετο , μέρος τι διίστησι τῆς σπιθαμῆς : ἀλλ ' ὥσπερ οἱ ἑκατὸν ἅμα καθέλκουσι τὴν
πορφυροειδὲς οἱονεὶ κροκύδιον : ῥίζα δὲ δακτύλου πάχος , ὅσον σπιθαμῆς τὸ μῆκος , εὐώδης , ἐδωδίμη ἑφθή . Στέαρ
6044383 δινου
ἐκτεινομένης καὶ συστελλομένης χειρὸς ἢ ἐπὶ τῶν τῆς περὶ κέντρῳ δινου - μένης σφαίρας μερῶν . ὅλης γὰρ αὐτῆς ἐν
[ ] χαπυ ? [ ! ] ! [ ] δινου ! ! [ ] τοστομι ! [ ] εφη
6034797 ἀραξεν
ξίφεϊ σχεδὸν ἤλασε κόρσην Θρηϊκίῳ μεγάλῳ , ἀπὸ δὲ τρυφάλειαν ἄραξεν . ἣ μὲν ἀποπλαγχθεῖσα χαμαὶ πέσε , καί τις
ἀφωνίαν ἔχουσα . ἄχρις ἕως . καὶ “ ὀστέον ἄχρις ἄραξεν . ” ἀχυρμιαί οἱ τόποι εἰς οὓς τὰ ἄχυρα
6032620 ἀφανιζε
τοὺς αὐτοῦ πατέρας μιμούμενος τοιοῦτός ἐστιν . * ἤγουν μὴ ἀφάνιζε τὴν γένεσιν τοῦ Διαγόρου , τὴν ἔχουσαν κοινωνίαν ἀπὸ
, τὸν ὄροφον , τὴν στέγην . κατάσκαπτ ' ] ἀφάνιζε , κατάβαλλε , χάλα , φθεῖρε . τὸν δεσπότην
6030430 κεφαλους
εἴδη κεστρέων εἶναι κέφαλον καὶ σφηνέα καὶ δακτυλέα . καὶ κεφάλους μὲν λέγεσθαι διὰ τὸ βαρυτέραν τὴν κεφαλὴν ἔχειν ,
λαγωοὺς καὶ συάγρους ἀπέχειν δεῖ . ἐκ δὲ τῶν ἰχθύων κεφάλους καὶ κίχλας καὶ πάντα τὰ ἀλέπιδα ἐσθίειν : ὅσα
6029785 δεξαιτ
οὐδ ' ἀσθενέστερον . τὴν αὐτὴν δὲ ταύτην οἶμαι εἰκόνα δέξαιτ ' ἂν ψυχὴ πρὸς σῶμα , καί τις λέγων
- πίασιν καὶ ἁπάντων ἀγώνων πολεμικῶν τε καὶ εἰρηνικῶν νικᾶν δέξαιτ ' ἂν δόξῃ ὑπηρεσίας τῶν οἴκοι νόμων , ὡς
6029668 τολμ
εὐήθης ξείνων δέκτρια Πασιφίλη . πάμπαν ἀποσχόμενος : ἶσον δὲ τολμ ? ? [ εἰ ? δ ' ὦν ἐπείγεαι
[ . ] . ] φρα ? ? [ ] τολμ ? ? [ ] εμουσα ! [ ] .
6025384 ὀναιτ
⋮ εἶ σὺ δεκτέα ] στρατῶι . καὶ κάρτ ' ὄναιτ ' ἄν , ⋮ εἰ δέχοιτό ] μ '
. ἀπόλοιο τοίνυν ἕνεκ ' ἀναιδείας ἔτι . ἁλσὶν διασμηχθεὶς ὄναιτ ' ἂν οὑτοσί . οἴμ ' ὡς καταγελᾷς .
6021842 ἠνεσχετ
μοι δοκεῖς ἂν καταφυγεῖν . ἀλλ ' οὔτε τότε οὐδεὶς ἠνέσχετ ' ἂν οὔτε νῦν . οὐ γὰρ ὁ ἄρχων
κασιγνήτης πόσιν Μενέλαον ὡς σώσαιμι ; σὸς δὲ πῶς πατὴρ ἠνέσχετ ' ἂν ταῦτ ' ; εἶτα τὸν μὲν οὐ
6020657 θρανιτης
ἀντὶ δὲ θράνους : Θράνος , ὑποπόδιον , ἔνθεν καὶ θρανίτης . 〚 ἐτυμολογεῖται δὲ παρὰ τὸ θορεῖν ἄνω ,
. Τοισδὶ δύο δραχμὰς τοῖς ἀπεψωλημένοις ; Ὑποστένοι μέντἂν ὁ θρανίτης λεώς , ὁ σωσίπολις . Οἴμοι τάλας ἀπόλλυμαι ,
6019296 ἀμβωνες
τοῦ δὲ κώθωνος αἱ ἑκατέρωθεν πλευραὶ ὥσπερ καὶ τῆς χύτρας ἄμβωνες καλοῦνται . . Κ . τε ἐν τῆι Λακεδαιμονίων
. . . ι : ἄκριες λόφοι ὀρῶν οἱ καὶ ἄμβωνες , ὧν πολλὴ ἡ χρῆσις . φησὶ γοῦν Αἴλιος
6017838 Ζεφυρια
' Ἁλικαρνασός , τὸ βασίλειον τῶν τῆς Καρίας δυναστῶν , Ζεφυρία καλουμένη πρότερον . ἐνταῦθα δ ' ἐστὶν ὅ τε
καὶ Βυβλίς ἐκλήθη ἀπὸ τῶν Βυβλίων Φοινίκων : ἀλλὰ καὶ Ζεφυρία . ὁ πολίτης „ Διαγόρας ὁ Μήλιος καὶ .
6017191 ἀπλυτους
, φώκης δ ' ὀσμήν , Λαμίας δ ' ὄρχεις ἀπλύτους , πρωκτὸν δὲ καμήλου . Τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὐ
, φώκης δ ' ὀσμήν , Λαμίας δ ' ὄρχεις ἀπλύτους , πρωκτὸν δὲ καμήλου . τοιοῦτον ἰδὼν τέρας οὔ
6013135 ἐξικνηται
δοκεῖ . Ἆρ ' οὖν ἱκανὸν μὲν ἑκάστῳ ὅπερ ἂν ἐξικνῆται πρὸς τὴν ἐκείνου χρείαν , ἢ ἄλλο τι λέγεις
. τοῖς δὲ παρ ' ἑαυτῷ παρήγγειλεν , ἐπειδὰν σφενδόνη ἐξικνῆται καὶ ἀσπὶς ψοφῇ , παιανίσαντας θεῖν εἰς τοὺς πολεμίους
6012083 μοσχειος
παιδὸς ὄντος μου ζωμὸς κατεχύθη . ἣ δέ : δηλαδὴ μόσχειος . Μενάνδρῳ δὲ τῷ ποιητῇ δυσημερήσαντι εἰσελθόντι εἰς τὴν
θερμαινούσαις τὴν γλῶτταν . Μυελῶν κράτιστος ὁ ἐλάφειος , εἶτα μόσχειος καὶ μετὰ τοῦτον ταύρειος , εἶτα αἴγειος καὶ προβάτειος
6009380 δυσφιλες
τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν
Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] ἤγουν μισητόν . δάκος ] θηρίον . σημείωσαι
6005173 ἀνακραγῃ
ἂν ἴδῃ τις ἐνύπνιον σφόδρα φοβούμεθ ' , ἂν γλαὺξ ἀνακράγῃ δεδοίκαμεν . ] ἀγωνίαι , δόξαι , φιλοτιμίαι ,
εὐθὺϲ εἷϲ ὄνοϲ . [ ἂν γάρ ] τιϲ ἀπολειφθέντοϲ ἀνακράγῃ τόπου [ „ ὄνοϲ προϲέρχετ ] ' „ ,
6005020 ἀλινδω
ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ τὸ δινῶ καὶ κατὰ συγκοπὴν ἀλινδῶ . οὕτως Μεθόδιος , . , , . ,
ἀπὸ τοῦ ἀποβαίνω , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ κρεμῶ κρεμάθρα καὶ ἀλινδῶ ἀλινδήθρα . ἀλλογνοεῖν καὶ ἠλλογνόουν : τὸ μὴ σαφῶς
6001218 νομισματιον
ὅτι σημαίνει τὸ [ ὅσον ] ἐλάχιστον : Καλλίστρατος δὲ νομισμάτιόν τι ἐλάχιστον λέγει . ἀλλ ' ὦ πόνηροι :
ὅτι σημαίνει τὸ [ ὅσον ] ἐλάχιστον : Καλλίστρατος δὲ νομισμάτιόν τι ἐλάχιστον λέγει . ἀλλ ' ὦ πόνηροι :
5998296 Φησεις
: ὅταν δὲ χρῆσθαι , ἡ ἀμπελουργική ; Φαίνεται . Φήσεις δὲ καὶ ἀσπίδα καὶ λύραν ὅταν δέῃ φυλάττειν καὶ
τοῦτον ὀκλαδίαν πόει . Μακάριος εἰς τἀρχαῖα δὴ καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι
5997499 παιπαλη
καταπαττόμενος ] ὑπὸ σοῦ ταῖς πληγαῖς διὰ τὰ μαθήματα . παιπάλη γενήσομαι ] ἤγουν ἀφανισθήσομαι καὶ εἰς οὐδὲν ἔλθω .
μονόμετρον βραχυκατάληκτον . τελευταῖος δὲ πάντων τούτων οὗτος καταπαττόμενος γὰρ παιπάλη γενήσομαι . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι τῶν συστημάτων παράγραφος .
5995150 εὐκινητου
ἧς μέμνηται ὁ Θεόκριτος . σκίνακος δὲ τοῦ σκιρτητικοῦ , εὐκινήτου , ταχέως . προκὸς τοῦ τέκνου τῆς δορκάδος .
ὅτε εὐκίνητον , ὡς ἐπὶ τῆς ἴκτιδος [ ἀντὶ τοῦ εὐκινήτου . ] καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί
5994963 πινοις
τῶν ἐγγύθεν συνεφέλκεται . εἰ δὲ τὸ ἀφέψημα κεράσας οἴνῳ πίνοις , τοῦτο ἰσχυρότερον . ἁρμόζει δὲ τῷ τε ἐφ
μελικράτῳ πιεῖν : ἄμεινον δ ' εἰ μετ ' οἴνου πίνοις . ἐπὶ δὲ τῇ πόσει βραχὺ ἐλαίου ἐπιρροφῆσαι ,
5992806 σημαινωσιν
, ὅτι αἱ δεύτεραι οὐσίαι συμβεβηκότα : κἂν γὰρ ποιότητα σημαίνωσιν , ἀλλ ' οὐσιώδη ποιότητα . ἀλλ ' ἐπειδὴ
, μάλιστα παῖδες : καὶ γὰρ ὅ τι ἂν ἄλλο σημαίνωσιν , ἅμα καὶ τὴν γενεὰν δηλοῦσιν . οἷον ἔδοξέ
5992486 φλεγεθει
πῦρ , τό τ ' ἐπεσσύμενον πόλιν ἀνδρῶν ὄρμενον ἐξαίφνης φλεγέθει , μινύθουσι δὲ οἶκοι ἐν σέλαϊ μεγάλῳ : τὸ
παναληθῶς Διὸς ἵμερος : οὐκ εὐθήρατος ἐτύχθη . παντᾷ τοι φλεγέθει κἀν σκότῳ μελαίνᾳ ξὺν τύχᾳ μερόπεσσι λαοῖς . πίπτει
5991861 σαπραν
δὴ τὴν κεφαλὴν τῆς δέλφακος . Σὲ γὰρ γραῦ συγκατῴκισεν σαπράν ὀρφοῖσι σελαχίοις τε καὶ φάγροις βοράν . Ἵν '
ἕξεις τύχην ἐπισκοπεῦσαι . μὴ ἔλπιζε γ μοιχοῦ γένεσιν ἕξεις σαπράν δ ἀγοράσεις ὃ θέλεις χωρίον ἢ οἰκίαν ε παραμενεῖς
5987715 ἀποθεστος
. ἀπόθεστος : ποθέσω πεπόθεκα πεπόθεμαι πεπόθεσαι πεπόθεσται ποθεστός καὶ ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ
ἀγροτέρας ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς : δὴ τότε κεῖτ ' ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος ἐν πολλῇ κόπρῳ , ἥ οἱ προπάροιθε
5986012 καρπασου
χώρα σίτου καὶ ὀρύζης καὶ ἐλαίου σησαμίνου καὶ βουτύρου καὶ καρπάσου καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς Ἰνδικῶν ὀθονίων τῶν χυδαίων :
. [ Περὶ ὀποῦ καρπάσου . ] Καὶ ὁ τῆς καρπάσου ὀπὸς ποθεὶς κάρον ἐπιφέρει καὶ πνιγμὸν ὀξύν : βοηθοῦνται
5984837 κογχυλιον
ἐξήλλοντο δελφίνων δίκην . Σώφρων δὲ τὸν σωλῆνα γλυκύκρεών φησι κογχύλιον , χηρᾶν γυναικῶν λίχνευμα . τοὺς δὲ στραβήλους Δέρκυλος
φοινικίνας σανίδας καὶ δᾷδας : καὶ τὸ Ἀραβικὸν φάρμακον καὶ κογχύλιον τὸ ἐν τῇ λίμνῃ γιγνόμενον , ἣ ἀπέχει ἀπὸ
5978779 ἀμυξ
ὁ βοηθός : ἐκ τοῦ ἀμύνω . . . . ἀμύξ : ἐπίρρημα : καὶ σημαίνει τὸ ἀμυκτικῶς ἤγουν σπαρακτικῶς
, ὡς ἀπὸ τοῦ δήκω δήξω δάξω δάξ , κλάζω ἀμύξ . . . . ἀμύσσω : παρὰ εἰς υ
5975429 καπηλων
, ἐπαινῶν αὐτὸν ἐπ ' οἰνουργίᾳ . τὸ δὲ τῶν καπήλων ἐργαστήριον καπηλεῖον εἰρήκασιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , καὶ τὸ κωμῳδούμενον
Ἄβυδον ὡς ἀνὴρ γεγένηται ; ἀνερίναστος εἶ ἠριστάναι παρὰ τῶν καπήλων λήψομαι τὸ σύμβολον . τῇδ ' ἐξιόντι δεξιᾷ ,
5970926 καταμαθοιμεν
διέρχεται περιφέρειαν , ὑψηλότερος δέ , μείζονα . Τοῦτο δὲ καταμάθοιμεν ἂν καὶ ἐκ τῶν γινομένων κατὰ τοὺς κώνους τομῶν
ὅλον τι ὑφ ' ἑαυτοῦ ὅλου κινεῖσθαι , πολλαχόθεν ἂν καταμάθοιμεν . πότερον γὰρ τὴν αὐτὴν κινεῖται κίνησιν , ἣν
5970870 Ἡττον
καὶ πᾶσαν μηχανὴν φορμάνων , ὡς οὐκ ὠφελήσουσαν ἀποστρέφεται . Ἧττον δ ' εἰς κακίαν μετὰ τὸν ἐλέφαντα , λέπρα
μᾶλλον ἂν ἀλλοιωθείη καὶ ψυχρότητος καὶ ὠμοχυμίας ὑποδείξειεν οὖρα . Ἧττον δ ' αὖ ὅσα πεπλεονέκτηκεν ἐκείνων τὴν φυσικὴν θερμότητα
5966925 ἐπιβληματα
τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες
ἐσθῆτες μὲν τραγικαὶ ποικίλονοὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος ,
5965723 τριβομενον
κοινὴν τὴν ἔκδοσιν , ὥστε εἶναι τρίβον πάντα τόπον τὸν τριβόμενον , ἢ ἐν περιπάτῳ ἢ ἐν καθέδρᾳ ἢ ἐν
: ἔστι δὲ ἀκανθώδης βοτάνη , ὀπὸν αἱματώδη ἔχουσα : τριβόμενον δὲ αὐτῆς τὸ φύλλον ἡδὺ ὄξει : ταύτην τὴν
5958729 τορυνη
γράφεται : οἷον , δελφύνη : αἰσχύνη : χελύνη : τορύνη : ὀδύνη : Ταμύνη : σιγύνη : κορύνη .
. ἔτνος εἶδος ὀσπρίου , ὅ τινες καλοῦσι πισσάριον . τορύνη δὲ τὸ ταρακτήριον . ►τὸ πρέπον δοκήσει καλὸν ποιεῖ
5957001 γυον
τῆς χειρὸς , παρὰ τὸ γύω , ἀφ ' οὗ γύον καὶ γύϊον . τὸ δὲ γύω , παράγωγον τοῦ
, ἀφ ' οὗ γῆ , ἡ πάντα λαμβάνουσα . γύον οὖν καὶ πλεονασμῷ τοῦ αλ γύαλον . . .
5956371 γρυλισμος
τοὺς ἵππους ἔφασαν , φρυάττεσθαι δὲ πάντας . συῶν δὲ γρυλισμὸς γρυλίζειν γρυλίζοντες , καὶ γρύζειν γρύζοντες : οἱ δὲ
φησὶ μιμήσομαι . . γρυλλίζοντες : Φωνὴν χοίρων ἀφιέντες : γρυλισμὸς γὰρ ἡ τῶν χοίρων φωνή . . . ὁμοίως
5956032 πλησεν
ὣς οἵ γ ' ὀβριμόγυιον ἐπὶ χθόνα κῆτος ἄγουσι : πλῆσεν δ ' ᾐόνα πᾶσαν ὑπ ' ἀπλάτοις μελέεσσι κεκλιμένοις
κελέβειον ἑλόντες ἔμπλειον μέλιτος , τὸ ῥά οἱ προφερέστερον ἦεν πλῆσεν δ ' ἄρ ' ἐπιστέψασα δέπαστρον ὡς ἐπαπειλήτην ὥσπερ
5955928 πασω
ὄιες πολυπάμμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ . πεπαμένη πῶ τὸ κτῶμαι πάσω πέπακα πέπαμαι πεπαμένη ὅθεν ἓν μ γραπτέον : οἱ
οἷον ζεύξω ζεύγλη , τρώξω τρώγλη . οὕτως οὖν καὶ πάσω πάλη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παπάλη καὶ τροπῇ τοῦ α
5954337 ὀροβιου
ὡς ἀπίωσιν : βολβίτου κεκομμένου καὶ ὄξεος ἥμισυ , καὶ ὀροβίου θαλάσσης ἢ ὕδατος ὁμοίως πυρία τὰς ῥῖνας : πυριῇν
τρίψαϲ ϲμῶ . Ἄλλο . τρυγὸϲ κεκαυμένηϲ ⋖ ι , ὀροβίου ⋖ ι , ἐρεγμοῦ ⋖ ι , ἐλλεβόρου λευκοῦ
5953638 Γραφεται
. Φέρω τὸ ἄγω , καὶ φέρω τὸ ὑπομένω . Γράφεται ἡ αὔξη καὶ ἡ αὔξησις . Τὸ ἐνοχλῶ καὶ
Ὥσπερ εἰς κῦμα κωφὸν λέγων . * : γνώμην ] Γράφεται γνώμη , καὶ συντάσσεται οὕτως : μὴ εἰσελθέτω σε
5952600 Πολλιος
ἔστιν ὅντινα ἂν τούτου προύθεσαν . καί που γλυκὺς καὶ Πόλλιος : ἔστι μὲν ἐκ Συρακουσῶν , Πόλλις δ '
Ζῆνις Ζήνιος , Ὄφις Ὄφιος , Σέντις Σέντιος , Πόλλις Πόλλιος , Ἀνάχαρσις Ἀναχάρσιος , Σύβαρις Συβάριος , Τράλλις Τράλλιος
5951164 Ἀκυτανιας
πόλις . καὶ κώμη . . . Μεδιολάνιον , πόλις Ἀκυτανίας . οἱ οἰκοῦντες Μεδιολάνιοι . Μεδίων , πόλις πρὸς
τὴν μεγίστην γραμμὴν σταδίους ͵αυηʹ . Τὸ δὲ πλάτος τῆς Ἀκυτανίας ἄρχεται μὲν ἀπὸ τοῦ πρὸς τῇ Πυρήνῃ πέρατος ,
5950511 βλω
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ
5949441 ἀατη
υ ὡς ἐπὶ τοῦ ἄως αὔως . ἐπεὶ οὖν ἐστιν ἀάτη , αὐάτη παρ ' αὐτῷ εἴρηται . ἐξαίρετον ἔσχε
λέγοντες . Ἐπεὶ οὖν οὐ μόνον ἄτη , ἀλλὰ καὶ ἀάτη εὑρίσκεται ἀντὶ μεγάλη βλάβη , ἐπιτατικὸν γάρ ἐστι τὸ
5948178 πλυτεον
γὰρ τῶν προειρημένων ἐν τῇ δοκιμασίᾳ ἐπὶ τούτων εὑρίσκεται . πλυτέον δὲ κοινῶς πομφόλυγα τὸν τρόπον τοῦτον : ἐνδήσας αὐτὴν
ἐστι πρῶτον ὡραῖον τοδί . διωβόλου τοῦτ ' ἔστι . πλυτέον εὖ μάλα . εἶτ ' εἰς λοπάδιον ὑποπάσας ἡδύσματα
5947027 πυκνοτατων
καὶ πειρατέον λαβεῖν . ἄνθρακες μὲν οὖν ἄριστοι γίνονται τῶν πυκνοτάτων , οἷον ἀρίας δρυὸς κομάρου : στερεώτατοι γάρ ,
ὄνυχες ἐξωτάτω τοῦ σώματος πυκνότατοί εἰσιν , ἐκ γὰρ τῶν πυκνοτάτων εἰσίν . Ἅμα δὲ τοῖσιν ὄνυξι καὶ αἱ τρίχες
5946690 αὐϊαχοι
ἶσοι ἀολλέες ἠὲ θυέλλῃ Ἕκτορι Πριαμίδῃ ἄμοτον μεμαῶτες ἕποντο ἄβρομοι αὐΐαχοι : ἔλποντο δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν , κτενέειν δὲ
, ἔλπονται δὲ νῆας Ἀχαιῶν αἱρήσειν . ” καὶ τὸ αὐΐαχοι μετὰ ἰαχῆς μεγάλης , ὡς ἀχανὲς πέλαγος τὸ μεγάλως
5941834 ἀκασκα
βάλλων ἕωθεν χλιαρὸς ταγηνίας . ἦ πρεσβῦται πάνυ γηραλέοι σκήπτροισιν ἄκασκα προβῶντες . νῦν γὰρ δή σοι πάρα μὲν θεσμοὶ
βραδέα . Κρατῖνος Νόμοις : ἦ πρεσβῦται πάνυ γηραλέοι σκήπτροισιν ἄκασκα προβῶντες . ἄκατος : φιάλη διὰ τὸ ἐοικέναι στρογγύλῳ
5940722 καταλαμβανοιτο
καὶ ἡ ἀντιτυπία . αὕτη γὰρ εἴπερ καταλαμβάνεται , ἁφῇ καταλαμβάνοιτο ἄν . ἐὰν οὖν δείξωμεν , ὅτι ἀκατάληπτός ἐστιν
πέφυκε καταλαμβάνεσθαι : δῆλον ὅτι οὐδὲ ἡ ῥύσις αὐτόθεν ἂν καταλαμβάνοιτο . ἵνα μὲν γὰρ τὴν ῥύσιν ἐπιγνῶμεν , δεῖ
5939991 Πτελεα
Ποταμογείτων τλα Πολυπόδιον τλβ Πράϲιον τλγ Πράϲα τλδ Πρόπολιϲ τλε Πτελέα τλϚ Πτέριϲ τλζ Πύρεθρον τλη Πυροί τλθ Ῥάμνοϲ τμ
τὴν δευτέραν τάξιν , ξηρὰ δὲ κατὰ τὴν τρίτην . Πτελέα ξηραντικῆϲ ἐϲτι δυνάμεωϲ καὶ ῥυπτικῆϲ , ὥϲτε καὶ τραύματα

Back