ἀκροάσεις διὰ τὸν βασιλέα σιληπορδῶν διὰ τῆς χώρας καὶ πόλεως πομπεύει . ὑπήντησαν δ ' αὐτῷ καὶ οἱ περὶ τὸν | ||
βύσσου : τρόπος δὲ τῆς σκευασίας ἐστὶν ὁ Αἰγύπτιος . πομπεύει τε δὴ πάντα ὅσα ἔθυσαν καὶ οἱ μὲν ἐς |
ἐκπώματα λίθου τῆς ὀνυχίτιδος λεγομένης εὑρέθη χρυσοκόλλητα καὶ φιάλαι καὶ ψυκτῆρες πολλοὶ καὶ ῥυτὰ καὶ κλίναι καὶ θρόνοι κατάκοσμοι καὶ | ||
καὶ τροφαλὶς ἐφ ' ἑτέρου φύλλου νεοπαγὴς καὶ σαλεύουσα καὶ ψυκτῆρες γάλακτος οὐ λευκοῦ μόνον , ἀλλὰ καὶ στιλπνοῦ : |
δέ εἰσιν ἀποδέοντες πλούτῳ , καὶ χῆνας καὶ ὄρνιθας τὰς μελεαγρίδας : οἰσὶ δὲ ἐς τὴν θυσίαν οὐ νομίζουσιν οὐδὲ | ||
ἥπατα ἔχειν Θεόπομπος λέγει . τὰς δ ' ἐν Λέρῳ μελεαγρίδας ὑπὸ μηδενὸς ἀδικεῖσθαι τῶν γαμψωνύχων ὀρνέων λέγει Ἴστρος . |
περὶ θυμὸν ἀπείριτον ἵκετο θάμβος . μέλψαι δὲ μνήσειας ἀειθαλέας πλοκαμῖδας , οἵαις κυδιόωσαν ἀπ ' ὀλβίστων σε λοετρῶν φαιδρὴν | ||
χειμῶνος ἐν γυναικείοις ὑποδήμασι διετέλουν περιπατοῦντες κόμας τε ἔτρεφον καὶ πλοκαμῖδας ἔχειν ἤσκουν , διειλημμένοι τὰς κεφαλὰς διαδήμασι μηλίνοις καὶ |
. . φοινικίδι : Πυρρῷ περιβολαίῳ . . . πέπλῳ κοκκίνῳ . Θ . . . ἐπόππυσεν : Ἐσύρισεν , | ||
. Γ εἰώθασι δύο ὑπηρέται κεχρισμένον σχοινίον μίλτῳ ἤγουν βάμματι κοκκίνῳ ἐκτείνειν διὰ τῆς ἀγορᾶς καὶ τὸν ὄχλον διώκειν εἰς |
Μολοσσικόν : Ῥιανὸς ἐν δ Θεσσαλικῶν . . . . Ἐλινοί : ἔθνος Θεσπρωτικόν : Ῥιανὸς δ Θεσσαλικῶν . καὶ | ||
. Ῥιανὸς τετάρτῳ Θεσσαλικῶν ” Κεστρῖνοι Χαῦνοί τε καὶ αὐχήεντες Ἐλινοί „ . Χαύων , χώρα τῆς Μηδίας . Κτησίας |
μέλεσι τοῦ κολοσσοῦ χοῦν γῆς ἄπλατον περιχέων , κρύπτων τὸ πεπονημένον ἤδη κατάγειον τὴν τῶν ἐχομένων ἐπίπεδον ἐποιεῖτο χωνείαν . | ||
λύειν δὲ διὰ πέμπτης καὶ διαιτᾶν κρέας ὀπτὸν καὶ ἄρτον πεπονημένον , οἶνον δὲ πίνειν σάρκα αὐξῆσαι δυνάμενον καὶ κατακείμενον |
τοῦ μ γράφουσι τὸν ποταμὸν , Βιμβλίνην : καὶ τὸν Νάξιον οἶνον διὰ τοῦ μ , Βίμβλινον . . . | ||
ἐλασίχθων ἀγὼν μνασιστέφανος μναστὴρ στεφάνων Ἀὼς λιτά τόσσαι καλῶν ἀμεύσεσθαι Νάξιον Τείσανδρον ἀμευσιεπῆ φροντίδα πέδοικος πεδὰ στόμα φλέγει πεδασχεῖν Ἰσμηνὸν |
. Μνιαροῖσιν : ἔχουσι βρύα , βρυώδεσι , τοῖς ἔχουσι μνία ἢ βρύα , μνία ἤως βρύα ἔχουσι πλαταμῶσι , | ||
τὸν ποτάμιον ἢ λιμναῖον , αἰγιάλειον τὸν θαλάσσιον εἶπεν * μνία : βρύα * ῥόθον : τὸν ἀφρόν τὸν ἀφρὸν |
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ | ||
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας : |
δάσος τῶν ἴων . * ἤτοι τὰς σκιώδεις διὰ τὸ δάσος ἢ ὅτι τὰ ἴα τοιαύτην ἔχει χροιάν . . | ||
τῶν ἐκεῖσε δρυῶν καὶ δρυμῶν : ἀπὸ τούτου καλεῖται τὸ δάσος . ἀΐουσα : ἀκούουσα . Ἰάνθη : εὐφράνθη , |
ἄγνος ἀνθεῖ χὠ βότρυς πεπαίνεται . Ξάνθηι παλαιῆι γρηὶ πολλῆισιν φίληι Ἄβδηρα , καλὴ Τηίων ἀποικίη , ἐλευθέρα Κόρκυρα : | ||
τελέσαντα . ἐν εὐεστοῖ ] ἐν εὐτυχίαι καὶ εὐθυμίαι . φίληι ] προσφιλεῖ . + εἰ οὕτω , φησί , |
καὶ ἀμύμονας Ὀμφαλιῆας Συλίονες δ ' ἕσποντο ὁμοῦ . Κεστρῖνοι Χαῦνοί τε καὶ αὐχήεντες Ἐλινοί Μένος πνείοντες Ἀμύνται Ἑπτὰ δὲ | ||
. Χαῦνοι : ἔθνος Θεσπρωτικόν : Ῥιανὸς δ Θεσσαλικῶν Κεστρῖνοι Χαῦνοί τε καὶ αὐχήεντες Ἐλινοί . . Κέλαιθοι : ἔθνος |
Περαίᾳ τῇ πρὸς τῷ Τίγρητι ποταμῷ . Φίλων ἐν Φοινικικοῖς Νάσιβις φησὶ διὰ τοῦ α . Οὐράνιος δὲ διὰ τοῦ | ||
περαίαι τῆι πρὸς τῶι Τίγρητι ποταμῶι . Φίλων ἐν Φοινικικοῖς Νάσιβις φησὶ διὰ τοῦ α : Οὐράνιος δὲ διὰ τοῦ |
τε καὶ ὀθονίοις πολυτελέσιν , ὑπὸ δὲ ταῦτα πορφυροῖς καὶ φοινικοῖς χρυσουφέσιν . τοῦ δὲ μένειν τὴν σκηνὴν ὑπέκειντο κίονες | ||
μέλασιν καὶ ποικίλοις . χρῶνταί γε μὴν οἱ ἁλιεῖς καὶ φοινικοῖς ἐρίοις καὶ ἁλουργέσι καὶ φελλοῖς καὶ ξύλοις : καὶ |
φιάλαι , ἐκπώματα , θυμιατήρια , χρυσίδες , ἀργυρίδες , οἰνοχόαι , ἀμφορίσκοι . ἡ δὲ Πυθία καὶ κνισᾶν ἀγυιὰς | ||
τε καὶ δακτυλίους ἐμβιβάζονται διὰ σμικρότητα , παρὰ δὲ Ἰνδοῖς οἰνοχόαι τε ψυκτῆρές τε γίγνονται διὰ μέγεθος καὶ κρατῆρες ἡλίκοι |
οἷον Πριαμὶς , ὁ εἰς ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη , | ||
οἷον Πριαμὶς , ὁ εἰς ας , οἷον Πριαμιὰς , Βυζαντιὰς , καὶ ὁ εἰς ίνη , οἷον Πριαμίνη , |
' ἐγώ . ἀποκεῖσθαι πόρρω ἀφήλικα γέροντα οἰναγωγὸν πλοῖον ἰσχάδα κοπτήν ἐρίων πιναρῶν πόκον ἅγιος ἀγροβόας ἀνήρ ἀγυιεῖς Ἀδώνιον αἴγλη | ||
; ἀπέχεις , ὦ καλέ μου λογιστὰ Οὐλπιανέ , τὴν κοπτήν : ἧς συμβουλεύω σοι ἀπεσθίειν . καὶ ὃς οὐδὲν |
- ταις καὶ χοιρείοις ποσὶ καὶ ἀκροκωλίοις καὶ ὀρνιθίοις πιοτέροις ἐριφείοις τε κρέασι καὶ οἴνῳ γλυκεῖ . εἰ δὲ παχύτερον | ||
. τὰ δὲ δὴ δένδρη τἀν τοῖς ὄρεσιν χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις φυλλοροήσει , καὶ τευθιδίοις ἁπαλοῖσι κίχλαις τ ' ἀναβράστοις |
καὶ εὔυδρος , μῆκος ἑπτακοσίων σταδίων . Μετὰ δὲ Λοκροὺς Σάγρα , ὃν θηλυκῶς ὀνομάζουσιν , ἐφ ' οὗ βωμοὶ | ||
ἀληθῆ , ἡ παροιμία εἴρηται ἐπὶ τῶν πάνυ ἀληθῶν . Σάγρα δ ' ἔστι τόπος , ἐν ᾧ τὴν μάχην |
δὲ ἀρχιτέκτονα ὅστις ἐγένετο οὐ μνημονεύουσι . διὰ πέμπτου δὲ ὑφαίνουσιν ἔτους τῇ Ἥρᾳ πέπλον αἱ ἓξ καὶ δέκα γυναῖκες | ||
σκώληξ , ἐξ οὗ ἀναπηνιζόμεναι αἱ γυναῖκες τὰ βομβύκινα ἐπιβόλαια ὑφαίνουσιν . ἐκ δὲ τῶν ἐν τοῖς ξύλοις καταδεδυκότων σκωλήκων |
Παρωρεῖς . Νικόλαος Παρωρεάτας φησίν . : Μεσημβρία , πόλις Ποντική . Νικόλαος πέμπτῳ . Ἐκλήθη ἀπὸ Μέλσου . Βρίαν | ||
. καὶ Σίφνιον ποτήριον καὶ σιφνιάζειν . Σιωνία , πόλις Ποντική . τὸ ἐθνικὸν Σιωνίτης καὶ Σιωνῖτις τὸ θηλυκόν . |
Ὁμήρῳ τινὲς οὕτως ἐξηγοῦνται , χαλκέῳ δ ' ἐν κεράμῳ δέδετο τρισκαίδεκα μῆνας . περὶ δὲ τὴν ὁμωνυμίαν , ὅταν | ||
τὸ Ὁμηρικὸν ἔπος γραφόμενον : Χαλκέῳ δ ' ἐν κεράμῳ δέδετο τρισκαίδεκα μῆνας . Κατέχει τὸν καρπὸν καὶ λίθος τετρημένος |
οὔτε γὰρ ὀρνίθων σφε δαμάσσατο δήϊος ἰξός , οὔτε διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν . ἀλλ ' ἵπποι σκύλακές τε θοοὶ | ||
μὲν πρός τινων καλούμενοι , πρός τινων δὲ αὐλοὶ καὶ δόνακες καὶ ὄνυχες , πολύχυλοι καὶ κακόχυλοι , κολλώδεις . |
, ἀμφίθυρον δωμάτιον . οὕτως Φρύνιχος . . , . ἀμφίκαυστις : ἡ πρώτη τῶν ἀσταχύων ἔκφυσις . καλεῖται δὲ | ||
περίεισιν οἱ γονεῖς : οὗτοι καὶ τὰς εἰρεσιώνας διεκόσμουν . ἀμφίκαυστις : ἡ ὡρίμη κριθή , ἣν ἡμεῖς εὔστραν καλοῦμεν |
' ἂν τῶν δημοτικῶν ἔζων ἐν πᾶσι λαγῴοις καὶ στεφάνοισιν παντοδαποῖσιν καὶ πυῷ καὶ πυριάτῃ , ἄξια τῆς γῆς ἀπολαύοντες | ||
ὅσα πρὸς θοίνας μερόπων τεύχουσι μάγειροι , κοσμοῦντες χύτρας ἀρτύμασι παντοδαποῖσιν . οὐ τρώγω ῥαφάνους , οὐ κράμβας , οὐ |
“ ἀλλοφρονέων , κακὰ δ ' ὄσσετο θυμός . ” ἀλῆτις : “ χερνῆτις ἀλῆτις ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ | ||
ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἰρίον ἀμφὶς ἀνέλκει . ” ἀλῆτις οἷον δικαία παραλαμβάνειν τὸν σταθμὸν καὶ παραδιδόναι . ἀλίφατι |
τηγάνου πνοῇ . πάλιν : προσγελῶσα τε λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ λαλήματι : πηδῶσι δ ' ἰχθῦς ἐν μέσοισι τηγάνοις : | ||
μύροις τρίψουσι τὸν ἐμόν . προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει βαρβάρῳ λαλήματι , πηδῶσι δ ' ἰχθῦς ἐν μέσοισι τηγάνοις . |
τοῦ Ἀλκιμέδοντος πρόγονοι . ὕμνον . ἐπειδὴ Τιμοσθένης καὶ Ἀλκιμέδων ἕκτοι ἀπὸ Βλεψιαδῶν ἦσαν . τῶν τὰ στεφάνων φύλλα τοῖς | ||
δώριον , οἱ δὲ πέμπτοι τὸν ὑπολύδιον , οἱ δὲ ἕκτοι τὸν ὑποφρύγιον , οἱ δὲ ἔσχατοι τὸν ὑποδώριον . |
τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολήν . ὁ δὲ Σικελίας τύραννος Διονύσιος ξυστίδα καὶ χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ περόνῃ μετελάμβανε τραγικόν . Ἀλέξανδρος | ||
οἱ ἁ μεγάλοιτος ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν |
πατέρα τοῖς ὀρχήμασι . καὶ τῶν πρὸς εἴλην ἰχθύων ὠπτημένων ἴκτινα παντόφθαλμον ἁρπαγαῖς τρέφων [ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ . . | ||
αἰτιατική , φημὶ δὴ ἡ ἴκτινον , κατὰ μεταπλασμὸν γέγονεν ἴκτινα , ὡς παρὰ Ἀριστοφάνει . ἴκτινα παντόφθαλμον ἅρπαγα στρέφων |
μὲν ἄρα Χθονίου ποτιμάστιον ἔσχεθε κοῦρον Αὐτόλυκον , πολέων κτεάνων σίνιν Ἄργεϊ κοίλῳ . Ἐκ γὰρ δώρων πολλὰ κάκ ' | ||
Αἰθίοψ Γυράψιος , ὅς , τὸν πλανήτην ὀρθάγην ὅταν δόμοις σίνιν καταρρακτῆρα δέξωνται πικρὸν οἱ δεινὰ κἀπόθεστα πείσεσθαί ποτε μέλλοντες |
πάσης ἀπειροκαλίας ἀπηλλαγμένα : καὶ σπονδὰς εἶδον ἐγκεκραμένας οὐκ ἐν ἀργυροῖς καὶ χρυσοῖς ἄγγεσιν , ἀλλ ' ἐν ὀστρακίναις κυλίσκαις | ||
αὐτὸν ἠνάγκαζε προςαγορεύειν , οὐκ ἀνεχόμενος ἀνδριάσι πλὴν χρυσοῖς καὶ ἀργυροῖς τιμᾶσθαι , καὶ τούτοις ἐν Καπιτωλίῳ . Ἐπλήρωσε δὲ |
δὲ τοὺς κλάδους . κατὰ συγκοπὴν δὲ εἶπεν , οἷον ὀροδάμνους παρὰ τὸ ὀρούειν . * ἀμμίγδην : ὁμοῦ ὀδελοῦ | ||
χύσιν , ἄλλοτε κόψαις οὐρείην ὑπέρεικον , ὅθ ' ὑσσώπου ὀροδάμνους , πολλάκι δ ' ἀγριόεντα κράδην , σπέραδός τε |
, οὐ Θρᾳκῶν ὅρια , καὶ Ἰλλυριῶν , δυσπόρευτα καὶ ὁδοιπόρῳ : ἀλλὰ νῦν ἐπανήκει μὲν τοῖς ἱππεῦσιν , ἐπανήκει | ||
γεωργοῖς μὲν οὐ σφόδρα τίμια , κόραις δὲ παιζούσαις καὶ ὁδοιπόρῳ καμόντι καὶ βασιλεῖ Μήδων , ᾧ καὶ χρυσῆ πλάτανος |
κύειν τῶν κεστρέων οἱ μὲν χελλῶνες Ποσειδεῶνος μηνὸς καὶ ὁ σαργὸς καὶ ὁ μύξος καλούμενος καὶ ὁ κέφαλος : κύουσι | ||
τὸν ἐκκρινόμενον θορὸν λάπτουσι καὶ οὕτως συλλαμβάνονται . Ὅτι ὁ σαργὸς καὶ ὁ κόσσυφος πολλὰς γαμετὰς ἔχουσιν , οἱ δὲ |
τις βούλετ ' ἢ Γαδειρικόν , Βυζαντίας δὲ θυννίδος εὐφροσύναις ὀσμαῖσι χαίρει . καὶ ἐν Παρασίτῳ : τάριχος ἀντακαῖον ἐν | ||
σαίρουσι δῶμα καὶ δόμων κειμήλια καθ ' ἡμέραν φοιβῶσι κἀπιχωρίοις ὀσμαῖσι θυμιῶσιν εἰσόδους δόμων . ὅταν δ ' ὕπνον γεραιὸς |
θρυαλλίδ ' , ἢν δέῃ . μαινίδες . . . σκόμβροι , κοχλίαι , κορακῖνοι ἅλα δᾷδας ἐπιθυμήματα ἡμίπλεκτοι μετάκερας | ||
ὅτι σοι πεπρωμένον ἐστίν . ὅτι ἐν Ἐλευσῖνι ψῆτται καὶ σκόμβροι πολλοί . βατίς . βάτραχος . βάτος βατίδος καὶ |
τὸν χρύσοφρυν : χρύσειον ἐν ὀφρύσιν ἱερὸν ἰχθύν , ἢ πέρκας ὅσα τ ' ἄλλα φέρει βυθὸς ἄσπετος ἅλμης . | ||
τ ' αἰόλας . χαλκίδας τε καὶ κύνας κέστρας τε πέρκας τ ' αἰόλας . σκορπίοι τε ποικίλοι σαῦροί τε |
Κᾶρες τὸν ἵππον ἔλεγον , ὡς καὶ πρότερον εἴρηται . Ὑμηττός , ὄρος τῆς Ἀττικῆς . τὸ υ μακρὸν καὶ | ||
λέγοιτο , ἧττον δὲ ὁ Ἄθως καὶ ἔτι ἧττον ὁ Ὑμηττός , τότε διὰ τὸ ἀόριστον συγχωρήσοι ἄν τις ἐπιδέχεσθαι |
. Ἀπατήνορα : ἀλλὰ † Διονύσου Ἀπατήνορος , ὅς ῥα Μελαινὰς ὤπασε † Κεκροπίδας ἱερῆς δείκηλα σισύρνης . Ἀπατήνωρ οὐχ | ||
εντο ? ἀλλὰ Διωνύσου Ἀπατήνορος ⌊ , ὅς ⌋ ῥα Μελαινὰς ] ὤπασε ] Κεκροπίδαις [ , ἱερῆς ⌊ δείκηλα |
ἦν , εἶχον δὲ ἀδυνάτως κινεῖσθαι , ὥστε καὶ τὰς ἀναστάσεις ὤκνουν : ὁ δ ' ἐπιτάττει . βέλτιον δ | ||
Πέρσαις πολέμους πυργοδαΐκτους διέπειν ἱππιοχάρμας τε κλόνους πόλεών τ ' ἀναστάσεις . ἔμαθον δ ' εὐρυπόροιο θαλάσσας πολιαινομένας πνεύματι λάβρῳ |
δρομαίως , ἐριστικῶς . Ἁλούς : ἀγρευθεὶς , κρατηθείς : ἀθύρμασι : παιδιαῖς , παιγνίοις . καγχαλόωντες : χαίροντες . | ||
παρασκευαὶ τῶν ἐν δημοθοινίᾳ πάντων εὐφροσύναι τε καὶ κῶμοι σὺν ἀθύρμασι καὶ τωθασμοῖς καὶ παιδιὰ μετ ' αὐλοῦ καὶ κιθάρας |
ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας αὐξιβίους | ||
, Κέρκυραν δὲ ἀπὸ Κερκύρας τῆς Ἀσωποῦ θυγατρός . στάχυν ὄμπνιον : πολύν , δαψιλῆ . Φιλητᾶς ἐν Ἀτάκτοις γλώσσαις |
. καὶ τῆς τοι πεδίον περιώσιον , ἔνθα τε πολλοὶ ἀκρόκομοι φοίνικες ἐπηρεφέες πεφύασιν . ναὶ μὴν καὶ χρυσοῖο φέρει | ||
κινοῦνται . . . . ἀκρόκομοι : οἷον : Θρήϊκες ἀκρόκομοι , ἤτοι ἀκειρόκομοι . ἢ ἄκρως κομῶντες , τουτέστι |
ἀμειδέα θύσθλα φέρουσι Μουνυχίῃ , βροτέῳ δ ' ἐπιδεύεται αἵματι κρητήρ : ἂν δ ' ἄρ ' Ὑπερβορέους , Νομάδας | ||
, ὁ μέλλων κεράσω , συγκοπῇ κράσω , κρατήρ καὶ κρητήρ : ἐκ δὲ τοῦ κεράσω γίνεται κρατός ἄκρατος καὶ |
δὲ Διονυσιακῆς πομπῆς πρῶτοι μὲν προῄεσαν οἱ τὸν ὄχλον ἀνείργοντες Σειληνοὶ , πορφυρᾶς χλαμύδας , οἱ δὲ φοινικίδας , ἠμφιεσμένοι | ||
πᾶσαν τὴν ὁδόν . Ἠκολούθουν δ ' αὐτῷ Σάτυροι καὶ Σειληνοὶ ἑκατὸν εἴκοσιν , ἐστεφανωμένοι , φέροντες οἱ μὲν οἰνοχόας |
: αἱ μὲν γὰρ λευκαῖς ἵπποις ἐμπεφύκασιν , αἱ δὲ ξανθαῖς συνάπτονται , τὰς δὲ ποικίλλει μέν , ἀποστίλβει δὲ | ||
αὐχένι . Κυδιόων : δοξάζων , χαίρων . μελιχρύσοισι : ξανθαῖς . ἐθείραις : κορύμβοις . Ὁπλίζεο : ὅπλησον . |
' , ἔχω περιβαρίδας . Μένανδρος μέντοι ἐν Μισογύνῃ καὶ ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας λέγει . ἡ δὲ βλαύτη σανδαλίου τι εἶδος | ||
, καυσίαν , λόγχην , ἀορτῆρ ' , ἱμάτια . ἐπιχρύσους σανδαλοθήκας ἥκει λιπὼν Αἰγαῖον ἁλμυρὸν βάθος Θεόφιλος ἡμῖν , |
σηρικοῦ , λιθάργυρος . ἀντὶ σφάγνου , βράθυ . ἀντὶ σφάγνου ἀρωματικοῦ , σχοῖνος εἰργασμένος . ἀντὶ σφέκλης , σανδαράχη | ||
, πετροσέλινον Μακεδονικόν . ἀντὶ σηρικοῦ , λιθάργυρος . ἀντὶ σφάγνου , βράθυ . ἀντὶ σφάγνου ἀρωματικοῦ , σχοῖνος εἰργασμένος |
τὰ δὲ δὴ δένδρη τἀν τοῖς ὄρεσιν χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις φυλλοροήσει καὶ τευθιδίοις ἁπαλοῖσι κίχλαις τ ' ἀναβράστοις . τί | ||
τὰ δὲ δὴ δένδρη τἀν τοῖς ὄρεσιν χορδαῖς ὀπταῖς ἐριφείοις φυλλοροήσει , καὶ τευθιδίοις ἁπαλοῖσι κίχλαις τ ' ἀναβράστοις . |
. δεκάτη πρὸς τῷ Λάτμῳ τῆς Καρίας , ἐν ᾗ Ἀδώνιον ἦν ἔχον Πραξιτέλους Ἀφροδίτην . ἑνδεκάτη κατὰ Βάκτρα . | ||
θεράπαιναν [ ] Ἀφροδίτας [ † † ὐμήναον ὦ τὸν Ἀδώνιον ὠς δὲ πάις πεδὰ μάτερα πεπτερύγωμαι . . . |
' ὑπέροπλος ὀρκύνων γενεὴ καὶ πρημάδες ἠδὲ κυβεῖαι , καὶ κολίαι σκυτάλαι τε καὶ ἱππούροιο γένεθλα . ἐν τοῖς καὶ | ||
ἄλλων οἱ σκληρόσαρκοι δύσφθαρτοι , οἱ ἁπαλώτεροι φθείρονται ῥᾳδίως . κολίαι εὔστομοι , κινητικοὶ κοιλίας : κράτιστοι δ ' οἱ |
ἱερὸν βότρυν ἀναδρομαί ἄρκτος τῆς κροταλισάσης ἁλκυόνες αἳ παρ ' ἀενάοις θαλάσσας κύμασι τέγγουσαι νοτίοις πτερῶν ῥανίσι χρόα δροσιζόμεναι . | ||
φησί : τίς κεν αἰνήσειε νόῳ πίσυνος Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον ἀενάοις ποταμοῖς ἄνθεσί τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου τε φλογὶ χρυσέας |
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι | ||
τοῦ κολυμβᾶν εἶπε : κολυμβᾷ γὰρ τὸ ζῷον . * χιλοί : χιλὸς κυρίως ὁ χόρτος τῶν βοσκημάτων * χλοάζουσι |
κοκκινοβαφεῖ περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ | ||
περιλεύκῳ , καθ ' ἑκάτερον δὲ μέρος εἶχε δοκοὺς , μεσολεύκοις ἐμπετάσμασι πυργωτοῖς κατειλημένας , ἐν αἷς φατνώματα γραπτὰ κατὰ |
αἱμοῤῥοΐδας ἔχοντες οὔτε πλευρίτιδι ἁλίσκονται οὔτε περιπνευμονίῃ οὔτε φαγεδαίνῃ οὔτε δοθιῆσιν , ἴσως δὲ οὐδὲ λέπραις , ἴσως δὲ οὐδὲ | ||
ῥᾳδίως πεπαινομένοις καὶ παρωτίσιν , ἃς ἐκπυεῖσθαι χρή , καὶ δοθιῆσιν : λίπει δ ' εἴ τις ἐθέλοι χρῆσθαι , |
. ὑπῆρχον δὲ καὶ ἄνδρες ἐπὶ καμήλων ὀχούμενοι , μαχαίρας τετραπήχεις ἔχοντες , τὸν ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς | ||
ἐξ εὐνῆς τηροῦς ' ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις : κἄπειτ ' εὐθὺς προσιόντι ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ |
ἐκάλεσαν αὐτό . Αὔγην δὲ ἔδωκε Ναυπλίῳ τῷ Ποσειδῶνος ὑπερόριον ἀπεμπολῆσαι . ὁ δὲ Τεύθραντι τῷ Τευθρανίας ἔδωκεν αὐτὴν δυνάστῃ | ||
Ἀερόπην δὲ καὶ Κλυμένην Κατρεὺς Ναυπλίῳ δίδωσιν εἰς ἀλλοδαπὰς ἠπείρους ἀπεμπολῆσαι . τούτων Ἀερόπην μὲν ἔγημε Πλεισθένης καὶ παῖδας Ἀγαμέμνονα |
αὐτός . Ἡ μὲν δὴ λογισμοῦ φιλοθεάμονος πρὸς ἀστὰς καὶ παλλακίδας δυνάμεις σύνοδος , ὡς οἷόν τε ἦν , εἴρηται | ||
ἀποφθερῇ , κακὸν κάθαρμα , ἐπὶ τοὺς κροκωτοὺς καὶ τὰς παλλακίδας , μεθ ' ὧν ἐπὶ ταῖς κλίναις διημερεύσεις , |
' στιν ὁ βασιλεύς ; Ἀπόδοτέ μοι τὸν ἀσκόν . Λόγχη τις ἐμπέπηγέ μοι δι ' ὀστέων ὀδυρτά . Ὁρᾶτε | ||
μέρει τοῦ ποδὸς , τουτέστι , τῷ ἄκρῳ πλήττειν . Λόγχη . παρὰ τὸ λίαν ἔχεσθαι ὑπὸ τοῦ χρωμένου Λίβανος |
γαῖαν . Τοῖσι δέ χωομένη φρένα τέρπεται , ὁππότ ' ἴδῃσι πήματα πάσχοντας κεραὴ πόδας ὠκέα Μήνη . Θηλυτέρη δ | ||
ὀρθῶς καλεόμενοι . Ἡ δὲ χώρη σφέων πᾶσά ἐστι δασέα ἴδῃσι παντοίῃσι : ἐν δὲ τῇ ἴδῃ τῇ πλείστῃ ἐστὶ |
ἀρχῇ παρόμοιον τῷ φλέῳ . ὡς ἐν Μαραθῶνι οὖν τοῦ φλέω πολλοῦ ὄντος : ἑλώδης γὰρ ὁ τόπος . ἱμονιοστρόφου | ||
τὸ λ καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο . ἢ παρὰ τὸ φλέω φλοισμός καὶ ἀφλοισμός . οὕτως τὸ μὲν πρῶτον Ὠρίων |
μὲν ὅπλα ἔλαβον , τοὺς δὲ χιτῶνας οὐδενὸς τῶν πολιτῶν ἐσκύλευσαν . ἐπεὶ δὲ τοῦτο ἐγένετο καὶ τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους | ||
Ἀκυληίαν δ ' ἐπέδραμον καὶ Τεργηστόν , Ῥωμαίων ἄποικον , ἐσκύλευσαν . ἐπιόντος δ ' αὐτοῖς τοῦ Καίσαρος ὁδὸν ἀνάντη |
δέ γε αὐτῶν ἑτέρων τε τιμιωτέρων ὁδοί τε ἐν ἄστει κατάστεγοι στενωποί τε μεστοί . καὶ τοῖς μὲν ἴση ἡ | ||
δέ τινες αὐτοῖς καὶ τῶν εἰς τοὺς ἀγροὺς φερουσῶν ὁδῶν κατάστεγοι . τοῖς δὲ πλείστοις αὐτῶν ὑπάρχουσιν οἰνῶνες ἐγγὺς τῆς |
Πέρσαι κακῶς προσεμπικρανέεσθαι ἔμελλον τοῖσι Σαμίοισι , εἰδώς τε ἑωυτῷ ἀσφαλέα ἔκδυσιν ἐοῦσαν ἐκ τῆς νήσου τότε ἐπεὰν αὐτὸς βούληται | ||
, πέμψαντα παρὰ τὸν Ἀραβίων βασιλέα δέεσθαι τὴν διέξοδόν οἱ ἀσφαλέα παρασχεῖν . Μούνῃ δὲ ταύτῃ εἰσὶ φανεραὶ ἐσβολαὶ ἐς |
ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ . ταῦτά μ ' ἀγειρόμενοι θάμ ' ἐβάζετε : νῦν δὲ πέφανται φυλόπιδος μέγα ἔργον | ||
αὐτοῖν ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος τοιαῦτα μέλειν θάμ ' ἑαυτῷ . Ὅρμα χώρει , κοῦφα ποσίν , |
βοῦς τις ε [ ἤδη ? με πνίγεις καὶ σὺ χαἰ [ βόες σέθεν . [ ! ! ! ] | ||
τοὺς Μητρογαθὴς Ἀρκτεύς τ ' ἀγαθός , βασιλῆς δίοποι , χαἰ πολύχρυσοι Σάρδεις ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν , δίρρυμά τε |
κύβων , θυννίδων . θύννοι , κολίαι , σαπέρδαι , λεβίαι , μύλλοι . Ἀριστοφάνης δὲ καὶ ταρίχιόν που λέγει | ||
περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τροπαῖον . σκόμβροι , κολίαι , λεβίαι , μύλλοι , σαπέρδαι , θυννίδες σπυρὶς οὐ μικρὰ |
δίσκων ΚΑΡΑΒΟΥΣ μείζονας Καλλιμέδοντος τοῦ ῥήτορος , ὃς διὰ τὸ φιληδεῖν τῷ βρώματι Κάραβος ἐπεκλήθη . Ἄλεξις μὲν οὖν αὐτὸν | ||
οὐ γὰρ κιθαρῳδός εἰμ ' ἐγώ . Πυθιονίκην δέ φησι φιληδεῖν ταρίχῳ , ἐπεὶ ἐραστὰς εἶχε τοὺς Χαιρεφίλου τοῦ ταριχοπώλου |
[ νοῦ ] τοῦ ὄντος ; Ὅμοιος γὰρ ὁ λογιζόμενος κιθαρίζοντι εἰς κιθάρισιν καὶ μελετῶντι εἰς ἕξιν καὶ ὅλως τῷ | ||
ἐστι τὸ ἴον . σύντροπον , κοινόν . κτῆμα : κιθαρίζοντι γὰρ τῷ Ἀπόλλωνι αἱ Μοῦσαι χορεύουσιν . . Τὸ |
τὸ κτυποῦν κῦμα καὶ ῥεῦμα . Πλούταρχος δὲ βοιωτάζων τὰς ὀρεινὰς ὁδοὺς τὰς στενὰς καὶ δυσάντεις ῥόθους ὀνομάζεσθαί φησιν . | ||
, καὶ Ἰσόνδαι , καὶ Γέῤῥοι : ὑπὸ δὲ τὰς ὀρεινὰς ῥάχεις Βοσπορανοὶ μὲν ἐφ ' ἑκατέρᾳ τοῦ Κιμμερίου Βοσπόρου |
μονῳδεῖν ἐκ Μηδείας : Ὀλόμαν , ὀλόμαν ἀποχηρωθεὶς τᾶς ἐν τεύτλοισι λοχευομένας : τοὺς δ ' ἀνθρώπους ἐπιχαίρειν . Ταῦτ | ||
ἔχωσι , κρέασι μηλείοισιν ἑφθοῖσι καὶ ὀρνιθίοισι καὶ κολοκύνθῃ καὶ τεύτλοισι : ζωμὸν δὲ μὴ ῥοφεέτω , μηδὲ βάπτεσθαι : |
παρ ' Ὁμήρωι ἀλεξάνεμος . . . , . : χειμάμυνα : ἣν Ὅμηρος ἀλεξάνεμον λέγει . . . . | ||
τῶν τοιούτων . . . οὐδὲ τὸ ἀλεξάνεμος χλαῖνα καὶ χειμάμυνα , ἐπεὶ καὶ ὅμοια ἀλέγειν ἄνεμον καὶ χειμῶνα ἀμύνεσθαι |
κακόσιτος ἀπόσιτος φιλόσιτος ἄσιτος εὔσιτος , σιτοφάγος , σιτικός , πολύσιτος ὀλιγόσιτος μετριόσιτος , σύσσιτος συσσιτεῖν , ἀείσιτος , ἐπίσιτις | ||
. . . . βαθυλήϊος : ἀντὶ τοῦ πολυλήϊος , πολύσιτος . . . . βάναυσος : πᾶς τεχνίτης ὁ |
ἐλθεῖν σπυρίδας , καὶ περὶ ταύτας ἡμᾶς ἁθρόους ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι Μορύχῳ , Τελέᾳ , Γλαυκέτῃ , ἄλλοις τένθαις πολλοῖς : | ||
ἐσιτοῦντο γὰρ οἱ χορευταὶ δημοσίᾳ . τρυγῳδικοῖς ] κωμικοῖς . Μορύχῳ : ὁ Μόρυχος ἐπὶ ὀψοφαγίᾳ ἐκωμῳδεῖτο . ἦν δὲ |
ὕδατι πίνειν . οἶνοι δ ' ἄριστοι οἱ λευκοὶ καὶ εὔοσμοι καὶ ὑπόλεπτοι , καὶ ὄψων ῥαφανὶς ὀλίγη καὶ τάριχος | ||
μήτε ἄγαν στρυφνὰ μήτε ἄγαν γλυκέα καὶ οἶνοι κιρροὶ καὶ εὔοσμοι , πενταετεῖς μάλιστα , ἁρμόττουσι καὶ τὸ μέτριον ποτόν |
πολύχαλκος , πολύπυρος πολύοινος πολύσιτος , πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος | ||
' ἐλατὴρ Σοσθάνης . ἄλλους δ ' ὁ μέγας καὶ πολυθρέμμων Νεῖλος ἔπεμψεν : Σουσισκάνης , Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής , ὅ |
. ὁ γαιάοχος ] ὁ συνέχων τὴν γῆν . ὁ γαιάοχος ] ὁ τὴν γῆν ἔχων . Τηθύος δὲ παῖδες | ||
] ? [ – – ˘˘ Ἐννοσίδας ⌋ ] ⌊ γαιάοχος ἁγνὸς ε [ – – ˘˘ – γὰρ ⌋ |
σ καταλήγουσαν , διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , κυπάρισσος : νάρκισσος : Μέλισσος : Κύρμισσος : Πόλισσος : | ||
γένηται . χαίρει δὲ μᾶλλον καθύγροις καὶ σκεπηνοῖς τόποις . κυπάρισσος δὲ ὁ ἄρρην ἄγονός ἐστιν . Μυρσίνη παῖς ἦν |
καὶ ἐπιμήκη πρὸς τὰ τοῦ περικλυμένου : θάμνος μέγας , κλήμασιν ὡς διπήχεσιν , ἀφ ' οὗ καυλοὶ σπιθαμιαῖοι : | ||
εἶναι καὶ τὸν γινόμενον καρπὸν ἐν ἄκροις μᾶλλον φύεσθαι τοῖς κλήμασιν . Ἔνιοι δὲ καθόλου περὶ πασῶν διαιροῦσιν οὐκ εἰς |
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Κανονίζει ὁ τεχνικὸς τὰ εἰς ρ λήγοντα : | ||
τῶν βωκῶν , τοῖς βωξί , τοὺς βῶκας , ὦ βῶκες . Ἑνικά . Ὁ λουτήρ τοῦ λουτῆρος , ὁ |
δὲ κατθανόντος ἐς ς ' ἀφίκετο ; ναί : κἀπὶ καρπῶι γ ' αὔτ ' ἐγὼ χερὸς φέρω . πῶς | ||
: ἀντὶ μεθήσω . μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος , ὡς τὸ καρπῶι βριθομένη ἀντὶ τοῦ βρίθεται . σταλαγμὸν δὲ τὴν κατὰ |
μόναυλον εὐθὺς πῶς δοκεῖς κούφως ἀνήλλετο . Σοφοκλῆς : οἴχωκε κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύραι μόναυλοί τε . Ἀναξανδρίδης : | ||
μοναύλου μνημονεύει Σοφοκλῆς μὲν ἐν Θαμύρᾳ οὕτως : οἴχωκε γὰρ κροτητὰ πηκτίδων μέλη , λύρᾳ μοναύλοις τε χειμωντεως ναος στέρημα |
. τῶν δὲ πρὸς ἀντολίην μεσάτην χθόνα ναιετάουσιν ἴδριες ἐν πολέμοισι Λυκάονες ἀγκυλότοξοι . τοῖς δ ' ἐπὶ Πισιδέων λιπαρὸν | ||
, ὅτι μᾶλλον ἀνάλκιδές εἰσιν Ἀθῆναι τοῖαι , κυδαλίμοισιν ἀγαλλόμεναι πολέμοισι , κεκριμένων μελέων οὔτ ' ἄρσενες οὔτε γυναῖκες ; |
κάτα τυμβοχόησα ἢ ὕκην ἢ ἵππον ἢ ὃν κίχλην καλέουσιν πιπὼ ] παιπαλέη ? τῆι τε πτερὰ [ – ˘˘ | ||
τὸ κῆτος πιποῦς δὲ ὄρνεον μικρὸν θαλάσσιον εὐειδές . * πιπὼ ὄρνεόν ἐστι θαλάσσιον εὐπρεπές , νῦν δὲ τὴν Ἡσιόνην |
καὶ πολυπράγμων . πυτιναῖα μόνον ἔχων : Ὄρνεον μικρὸν ἡ πυτίνη . . ὄρνεον μικρόν . πυτίνη δὲ πλέγμα ἐστίν | ||
δειπνοφόρος . ἵνα δ ' ὁ οἶνος , λάγυνος , πυτίνη , ἀσκός , κρατήρ , προχοίδιον , κάδος καδίσκος |
. . . . . . ξη γʹ μγ γʹ Κερασοῦς . . . . . . . . . | ||
αὐτοῦ λαμβάνειν φασὶν μεγίστην , μὴ διδόντας τὴν τροφήν . Κερασοῦς Σινωπέων ἄποικος καθ ' ἣν ἔρημος κειμένη παρήκει νῆσος |
καὶ τείχεος ἷζον ἰόντες : ἔνθα δὲ πῦρ κήαντο , τίθεντο δὲ δόρπα ἕκαστος . Ἀτρεΐδης δὲ γέροντας ἀολλέας ἦγεν | ||
πάμπρωτον ἁλὸς βένθοσδε ἔρυσσαν , ἐν δ ' ἱστόν τε τίθεντο καὶ ἱστία νηῒ μελαίνῃ , ἠρτύναντο δ ' ἐρετμὰ |
: περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος : ὅθεν καὶ τὸ ” περιέφυσαν “ ἔθηκε , πρὸς δὲ τὸ ” περσικαί “ | ||
, ἐγεννήθησαν . , ἡπλώθησαν , τοῖς ποσὶν αὐτῆς . περιέφυσαν : ἐκ μεταφορᾶς τῶν φυομένων ἐν τοῖς δένδρεσιν ὀθνείων |
δὲ αἱ ἄκραι παρὰ τὸ μεγάλως καταπνέεσθαι : ἄλλως : ἐρίπνας : τὰς ἀκρωρείας . τὸ δὲ φυγάδας † ὥστε | ||
Ἰνάχῳ φησί : . . . καὶ Τυρσηνοῖσι Πελασγοῖς . ἐρίπνας : ἀπορρῶγας κολώνας , σπήλαια κρημνώδη . λέγουσι δὲ |
πρὸς ἀντιπέραιαν ὑπαὶ ῥιπὴν ζεφύροιο φαίνετ ' ἀπειρεσίου ποταμοῦ ῥόος Εὐφρήταο , ὃς δ ' ἤτοι πρῶτον μὲν ἀπ ' | ||
: τῆς : δέλουβ βουλκένας . ἀνεκάχλασεν : ἔβρασεν . Εὐφρήταο : ὄνομα ποταμοῦ . Βαθυπλόκαμοι : πολυκόρυμβοι . Ἴβηρες |
ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλε , τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ ' αὔλια ποσσὶ χορεῦσαι , οἷον δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε , | ||
καὶ ἐνεργάζεται κάρον μόνον προσθιγοῦσα . πάρεισι γοῦν ἐς τὰ αὔλια πολλάκις , καὶ ὅταν ἐντύχῃ τινὶ καθεύδοντι , προσελθοῦσα |
: Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Θόρε κἐς ] πόληας ἁμῶν θόρε κἐς ποντοπόρος νᾶας , θόρε | ||
ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , |
' ὅλου ἔτους ὀχεύεται καὶ τεκνοποιεῖ ὅθεν Αἰσχύλος φησὶ παντρόφου πελειάδος . κυνὸς δὲ τῆς ἀναιδοῦς κατὰ τὸν Ὅμηρον εἵνεκ | ||
εἴλει ῥόος : ἄκρα δ ' ἔκοψαν οὐραῖα πτερὰ ταίγε πελειάδος , ἡ δ ' ἀπόρουσεν ἀσκηθής , ἐρέται δὲ |
γὰρ καὶ χωρὶς τοῦ ι : καὶ † ἀγέρων ἔφυσαν εὐγενέστεραι , σημαίνει καὶ τὸ εὐθαλέστεραι καὶ εὐθρεπτότεραι . καὶ | ||
ἀπληστίας . Ἁβροείμονές τε καὶ κατηγλαϊσμένοι . Κἂν αἰγέρων ἔφυσαν εὐγενέστεραι . Ναστοὺς τροφαλίδας ἀμφιφῶντας ἰτρία . Μοχθηρὸς ὢν καὶ |
? ἄνανδροι ? ? | , ὥσπερ τὰ μεγάλα δένδρα πρόρριζα ἀνατρέπονται | . Τὸν μὲν δὴ εὐθυμεῖσθαι ἐθέλοντα | | ||
. θ ' ] καὶ . ἱδρύματα ] κατοικίαι . πρόρριζα ] † ἤγουν ἐκ βάθρων . φύρδην ] ὁμοῦ |
' ὑπὸ καύματος . τοῦ δ ' ἔαρος : ἦρος ἀνθεμόεντος ἐπάιον ἐρχομένοιο . καὶ προελθών : ἐν δὲ κέρνατε | ||
καρποῖσι βρίθοντα , κυλινδομένου περὶ κύκλον χειμῶνος κρυεροῖο καὶ εἴαρος ἀνθεμόεντος ἠδὲ θέρευς ἐρατοῖο πολυσταφύλοιό τ ' ὀπώρης . Αἳ |
ἔνεστιν , φίλτατε ; ἐν ταῖς τρισὶν μὲν χόνδρος ἀγαθὸς Μεγαρικός . οὐ Θετταλικὸν τὸν χρηστὸν εἶναί φασι δέ ; | ||
. διηγεῖτο δέ μοι περὶ αὐτοῦ Σιμύλος ὁ ναύκληρος ὁ Μεγαρικός , ἐπομοσάμενος ἦ μὴν αὐτὸς ἑωρακέναι τὸ ἔργον . |
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου οὐ μείζοσιν φακῶν . οὗτοι | ||
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου [ οὐ ? ] μείζοσι |
ἤγουν εὐκόλως , ἢ διὰ τὸ τὸν χειμῶνα ῥεῖν . Χοῖρος : διὰ τὸ τὴν χύσιν ἐρᾶν καὶ ῥυφᾶν . | ||
μεταλαμβανόμενον ὁ τὸν χοῖρον ψάλλων τοῦτ ' ἔστι τίλλων . Χοῖρος δὲ γυναικεῖον αἰδοῖον . . , : Μωρότερος εἶ |