| εἵματα μὲν δὴ ξείνῳ ἐϋξέστῃ ἐνὶ χηλῷ κεῖται καὶ χρυσὸς πολυδαίδαλος ἄλλα τε πάντα δῶρ ' , ὅσα Φαιήκων βουληφόροι | ||
| ὑπομένω . πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , |
| καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
| ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
| χύσις , ὅσσα τε κύκλα μηνῶν : ἀκροτάτοισι δ ' ἐπεμβαίνουσα θαλάσσης κύμασι δακρυόεσσαν ὑπὸ στόμα γῆρυν ἵησι , σπεύδειν | ||
| ἀνθρώπων ] ἧς νέμονται γῆς : % ἐγδιώκει γὰρ αὐτοὺς ἐπεμβαίνουσα ἰταμῶς πάνυ μέχρι πολλοῦ καὶ ἀναδυομένη πάλιν ἐπικλύζει , |
| , † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , ἡσυχίηι χαίρουσα καὶ εὐφρόνηι ὀλβιομοίρωι , λαμπετίη , | ||
| τελεσφόρε , παντολέτειρα , αὐξιθαλής , φερέκαρπε , καλαῖς ὥραισι βρύουσα , ἕδρανον ἀθανάτου κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ |
| δέλεαρ τοῖς παρανηχομένοις τῶν ἰχθύων . καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τις τῶν ἰχθύων | ||
| τῶν ἰχθύων τοῖς παρανηχομένοις : ὁ καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τι τῶν ἰχθύων |
| ποταμῶν οὔτ ' αἰθέρος ὄμβριον ὕδωρ , ἀλλὰ μέγας πόντος γενέτωρ νεφέων ἀνέμων τε καὶ ποταμῶν . . . . | ||
| μεγίστη καὶ Διὸς αἰθήρ , ὁ μὲν ἀνθρώπων καὶ θεῶν γενέτωρ , ἡ δ ' ὑγροβόλους σταγόνας νοτίας παραδεξαμένη τίκτει |
| τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος | ||
| τούτῳ σχεδὸν ὃν πάνυ καλῶς ποιητὴς προσεῖπεν ἕτερος , Δωδωναῖε μεγασθενὲς ἀριστοτέχνα πάτερ . οὗτος γὰρ δὴ πρῶτος καὶ τελειότατος |
| ὡς παρὰ τῷ Ἡροδότῳ σεμνὸν ἅμα ἡδονῇ ἕποιτο , οἷον Ἴακχος καὶ τὰ τοιαῦτα , ἑτέρου λόγου . Ἀλλ ' | ||
| διεγένετο , ἀλλὰ καὶ συνιούσης τῆς ναυμαχίας ἐξεφοίτα μὲν ὁ Ἴακχος συνναυμαχήσων , νέφος δὲ ὁρμηθὲν ἀπ ' Ἐλευσῖνος καὶ |
| . Ὦ βασιλεῦ , ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά | ||
| : παρὰ τὸ Ἡσιόδου [ . ] καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ : ναυτίλους θοαί : καὶ δύο |
| ὡς καὶ Εὐριπίδης τὴν ἀγήρων ἀρετήν , καὶ Δημοσθένης τιμὰς ἀγήρως . ἐρεῖς δὲ πολυετής , μα - κρόβιος , | ||
| ἰδυίῃσι πραπίδεσσι δῶμα φυλασσέμεναι μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο , ἀθανάτους ὄντας καὶ ἀγήρως ἤματα πάντα . ἐν δὲ θρόνοι περὶ τοῖχον ἐρηρέδατ |
| . φησὶ δὲ περὶ αὐτῶν Ὅμηρος ὧδέ πως : ἢ λάθετ ' ἢ οὐκ ἐνόησεν , ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ | ||
| οἴῃ δ ' οὐκ ἔρρεξε Διὸς κούρῃ μεγάλοιο . ἢ λάθετ ' ἢ οὐκ ἐνόησεν : ἀάσατο δὲ μέγα θυμῷ |
| . πρὸς ταῦτα βούλευ ' : ὡς ὅδ ' οὐ πεπλασμένος ὁ κόμπος , ἀλλὰ καὶ λίαν εἰρημένος : ψευδηγορεῖν | ||
| εἶναι σχῆμα , ἔστι δέ τις καὶ παρὰ ταῦτα ὁ πεπλασμένος , ὃν ἐσχηματίσθαι λέγομεν . ἔτι τοίνυν , εἰ |
| , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος ἰδιωτικόν | ||
| φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης |
| ζωὴ καθ ' ἑαυτὴν μὲν οὖσα ἅτε κίνησις ὑπάρ - χουσα ἀόριστός ἐστιν , ὁρίζεται δὲ ὑπὸ τῆς ἀύλου καὶ | ||
| μικρὸν τὴν μυῖαν ὕστερον . σύντροφος δὲ ἀνθρώποις ὑπάρ - χουσα καὶ ὁμοδίαιτος καὶ ὁμοτράπεζος ἁπάντων γεύεται πλὴν ἐλαίου : |
| . εἴρηται δὲ Ἅλυς , οἱονεὶ ἄλης τις ὢν καὶ πλανήτης , πολλὴν γὰρ διοδεύει γῆν : τροπῇ τοῦ η | ||
| δὲ γινώσκειν , ὅτι ὥσπερ τὸ κωμήτης καὶ πεδήτης καὶ πλανήτης , καὶ κώμη κωμήτης , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ |
| . † διηχεῖ . † παρὰ τὸ ἡσιόδειον ἦμος δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ . ὁ δὲ | ||
| πολλοῖσί τ ' ἐπὶ ζυγὰ βουσὶ τίθησιν . Ἦμος δὲ σκόλυμός τ ' ἀνθεῖ καὶ ἠχέτα τέττιξ δενδρέῳ ἐφεζόμενος λιγυρὴν |
| τῷ τελειωθέντι ἐξ ἀσκήσεως Ἰακὼβ τὴν ποιμενικὴν ἐπιστήμην περιῆψε : ποιμαίνει γὰρ οὗτος τὰ πρόβατα Λάβαν , τῆς τοῦ ἄφρονος | ||
| ? [ . . . . . . | τέχνη ποιμαίνει καὶ κατευθύνει τὰ θρέμματα πόλεως [ . . . |
| ποδῶν . καὶ οἶνος δὲ λεπτὸς καὶ ἄγαν λευκὸς καὶ εὔοσμος καὶ ὑδατώδης προσενεκτέος αὐτοῖς , παρακμῆς αὐτοῖς ἐπὶ τῆς | ||
| οἱ κλῶνες καὶ τὰ φύλλα καὶ ὅλως ἡ πᾶσα φύσις εὔοσμος , οἷον ἑρπύλλου ἑλενίου σισυμβρίου τῶν ἄλλων . ἄμφω |
| νενικηκότι . Ἀλλὰ ποιητὴν μὲν ἄριστον εἶναί σε , ὦ Ἡσίοδε , καὶ τοῦτο παρὰ Μουσῶν λαβεῖν μετὰ τῆς δάφνης | ||
| βίῳ μαντικὴ νομίζοιτο . Τοῦτο μὲν οὖν , ὦ θαυμαστὲ Ἡσίοδε , καὶ πάνυ ποιμενικὸν εἴρηταί σοι , καὶ ἐπαληθεύειν |
| τρεῖς . Λίθος χρυσόλιθος ὑγρός , διαυγής , διαφανής , χρυσίζων . Οὗτος φορούμενος κοσμίους ποιεῖ καὶ ἀγαθοὺς ταῖς γνώμαις | ||
| ἐδώδιμος , θαλάσσιος , γνωστός . Χρυσίτης λίθος ποικίλος ὡς χρυσίζων . Τῆς οὖν χρυσανθέμου τὸ ἄνθος ἐστὶ χρυσίζον ὡσεὶ |
| λιθώδης , ὑπόλιθος , ὑπόπετρος , ὑπόψαμμος , ἄφορος , ἄσπορος , ἀβαθής , ξηρά , δυσήροτος , ἄκαρπος , | ||
| , ἀρκτώιης ἐνόησα πολύστροφον ὁλκὸν ἀπήνης , ὅττι φαεινομένους φύσις ἄσπορος ἄμμιγα παύροις ἀστέρας εἰς ἓν ἄγειρεν ἀλήμονας εἰς ῥάχιν |
| , τοῦ Αἰήτου πυθομένου περὶ τῶν προειρημένων ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; λέγοντα : καὶ κάρτα φρίξας τ ' | ||
| μὲν οὐκ ἄρ ' ᾖστε τὸν Προμηθέα ἦ βλαστὸς οὐκ ἔβλαστεν οὑπιχώριος ; καὶ κάρτα : φρίξας γ ' εὐλόφῳ |
| : οὐδέ τις ἡμέων κείνῳ ἐσάντα μολὼν ἔτ ' ἐσέδρακεν ἠριγένειαν . Νῦν δ ' ὀίω φεύξεσθαι Ἀχαιῶν ὄβριμα τέκνα | ||
| ἄγουσα : οἳ δ ' ἄρα δαῖτ ' ἐπάσαντο καὶ ἠριγένειαν ἔμιμνον , βαιὸν ἀποβρίξαντες ἀραιοῖσιν βλεφάροισιν : αἰνῶς γὰρ |
| τοῖς ἄλλοις εἰωθότων , ἀλλ ' ἔρως ὁ οὐράνιος καὶ ἀκήρατος καὶ θεῖος ὄντως , ἐξ οὗ πᾶσαν ἀρετὴν φύεσθαι | ||
| διαχωρέει : ἡ δὲ ἰκμὰς ἀπ ' αὐτῶν ἰσχυρὴ καὶ ἀκήρατος προσγινομένη ἰσχύν τε παρέχει τῷ σώματι πολλὴν καὶ αὔξην |
| καὶ ἡδονῆς , ἃ περίβλεπτα καὶ περιμάχητα ὁ πολὺς καὶ ἀγελαῖος ἀνθρώπων ὄχλος κρίνει δεδεκασμέναις μὲν ἀκοαῖς , δεδεκασμένῳ δὲ | ||
| : τῶν χερσαίων δ ' ὑμῖν ἥξει ταυτί : βοῦς ἀγελαῖος , ταῦρος ὑληβάτας , αἲξ οὐρανία , κριὸς τομίας |
| τῷ Ὀφιακῷ ὅτι Κόνιλος εὗρε τὴν βοτάνην . τινὲς δὲ πανάκειαν , κατὰ ἀφαίρεσιν τοῦ τ , τὴν πάντα ἰωμένην | ||
| βροτῶν , Παιώνιον ἄνδρα , εἴσεσθαι μάλα δεινὰ καὶ εἰς πανάκειαν ἑτοῖμα , ἔν τε λογιστονόμοισιν ἀεὶ πολυπρήκτορας ἔργοις . |
| σανορες ? ! ! [ [ ] μαι ? τὸν ἔτικτε Κόω ! [ [ Κρονίδαι ] μεγαλωνύμωι ? [ | ||
| ἄκοιτιν : ἡ δ ' Ἥβην καὶ Ἄρηα καὶ Εἰλείθυιαν ἔτικτε μιχθεῖς ' ἐν φιλότητι θεῶν βασιλῆι καὶ ἀνδρῶν . |
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , | ||
| γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο , |
| ἔφυ . Ὑφ ' ἡδονῆς ὁ φρόνιμος οὐχ ἁλίσκεται . Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο . Ὕπνος πέφυκε | ||
| ἢ πόνων ἀμπνοὰ πέφανται , μετὰ σεῖο , μάκαιρ ' Ὑγίεια , τέθαλε καὶ λάμπει Χαρίτων ὀάροις : σέθεν δὲ |
| νῦν δ ' ἀξείνου πόντου ξείνα δυσχόρτους οἴκους ναίω , ἄγαμος ἄτεκνος ἄπολις ἄφιλος , ἁ μναστευθεῖς ' ἐξ Ἑλλάνων | ||
| ἤδη πρὸς ἄνδρας ἐκπετήσιμοι σχεδόν . μεῖραξ , μειρακίσκη , ἄγαμος , ἐπίγαμος , νεόγαμος , γυνή , ἠνδρωμένη , |
| διώκοντες , ἀλλ ' ἀοράτῳ σπορᾷ φρονήσεως χρώμενοι δογμάτων . εὔπαις γὰρ ὁ γάμος οὗτος οὐ σώματα συμπλέκων , ἀλλ | ||
| μέρη γὰρ τέκνα γονέωνεἰς ἀπαιδίαν κινδυνεύω περιελθεῖν ὁ πολύπαις καὶ εὔπαις ἄχρι πρὸ μικροῦ νομισθείς . „ ὁ δὲ πρεσβύτατος |
| ὀμπνίου τροφός , οὐδ ' ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει , ἀλλ ' ἦν ἀκύμων † κωφεύουσα ῥέουσα | ||
| τοῦ Ἡλίου ἵππων φησὶν εἶναι Βακχίου φιλανθέμου Αἴθοπα πεπαίνοντ ' ὀρχάτους ὀπωρινούς : ἐξ οὗ βροτοὶ καλοῦσιν οἶνον αἴθοπα . |
| ἦν τὸ τῆς Στυγὸς ὕδωρ . . Εἰκότως εἶπε τὸ Λάχεσις , ἐπειδὴ περὶ κλήρου ἦν ὁ λόγος . τὸ | ||
| ἐκφύγοι τὴν πεπρωμένην . . . Μοῖραι ] Κλωθὼ , Λάχεσις καὶ Ἄτροπος . μνήμονες Ἐριννύες ] αἱ μνημονεύουσαι τῶν |
| καλῶς , ὅς νιν φονεῦσαι μητέρ ' ἐξηνάγκασα . ὦ Λοξία μαντεῖε , σῶν θεσπισμάτων οὐ ψευδόμαντις ἦσθ ' ἄρ | ||
| : σπένδομαι δὲ συμφοραῖς , Μενέλαε , καὶ σοῖς , Λοξία , θεσπίσμασιν . ἴτε νυν καθ ' ὁδόν , |
| τοῖς κατοιχομένοις , ἐπειδὴ ἐνομίζετο καθαρὸς εἶναι καὶ ἀπελαστικὸς τῶν μιασμάτων . Διόπερ πρὸς πᾶσαν ἀφοσίωσιν καὶ ἀποκάθαρσιν αὐτῷ ἐχρῶντο | ||
| οὐ τοῦτον ἐκ γῆς τῆσδε χρῆν ς ' ἀνδρηλατεῖν , μιασμάτων ἄποινα ; ἐπήκοος δ ' ἐμῶν ἔργων δικαστὴς τραχὺς |
| μέν , ὦ Μνήσιππε , γενναῖα τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων ἃ κατέλεξας . τὸ γὰρ δύο ὄντας οὕτω μέγα τόλμημα τολμῆσαι | ||
| . νῦν δ ' , ἐπεὶ ἤδη σήματ ' ἀριφραδέα κατέλεξας εὐνῆς ἡμετέρης , τὴν οὐ βροτὸς ἄλλος ὀπώπει , |
| καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
| καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
| ' ἀνθρώποις περισπούδαστος οὖσα , οὕτω καὶ θεοφιλής ἐστι καὶ μέλημα τοῖς κρείττοσιν ἐναργῶς ὡς τοὺς μὲν αὐτῶν πάλαι πρὸς | ||
| χαίταισιν ἵσδει : [ Ἀστυμέλοισα ] κατὰ στρατόν [ ] μέλημα δάμωι [ ] μαν ? ἑλοῖσα [ ] λέγω |
| , . λείαν περιεϲύραντο ὡς Ὑπ . . , . πίθος ἢ πιθάκνη : Ὑπ . δὲ καὶ πιθάκνιον εἴρηκεν | ||
| , καὶ οὕτως ἡ εἰρήνη παραπώλετο . Γ καὶ Γ πίθος πληγεὶς Γ : τοῦτο λόγον οὐκ ἔχει , ἀλλ |
| τωθαστικός , καγχαστής , ἄπληστος , συρφετώδης , χαῦνυς , πάροινος ἔξοινος , ὑγρός , σφαλερός , δυσόργητος , μεθύων | ||
| διδόναι κέκριται , Ἀντιφάνης ἐν Λυδῷ εἴρηκε : Κολχὶς ἄνθρωπος πάροινος . σὺ δὲ παροινῶν καὶ μεθύων οὐδέπω κόρον ἔχεις |
| οὖν οὕτω ταῦτ ' ἔχει , ἀνάγκη καὶ σοὶ ἥνπερ ἔλαχες τέχνην στέργειν καὶ τὰ παρὰ τοῦ Διὸς ἐπιτεταγμένα σοι | ||
| σαυτοῦ πατέων : τοῦτο ἀπὸ τῆς παροιμίας : Σπάρταν ἣν ἔλαχες κόσμει . λέγει δὲ τὸ χωρίον ἤτοι τὸν τόπον |
| τὸ ω μέγα ποιητικῶς εἰς ο μικρόν . ἠερόεσσα : διαυγὴς , ἢ μελανοειδὴς ἀπὸ τοῦ ἀερῶδες τὸ σκοτεινόν : | ||
| δὲ τὸ διὰ τῆς ταυροκόλλης : ταυροκόλλα γὰρ καλὴ καὶ διαυγὴς ἐν ὀξυκράτῳ βρέχεται μέχρι διαλυθείη , ἔπειτα εἰς ῥάκος |
| ἐφράσατ ' : οὐδ ' ἐνόησεν ἅπαντ ' ὀνομαστὶ καλέσσαι μορφώσας : οὐ γάρ κ ' ἐδυνήσατο πάντων οἰόθι κεκριμένων | ||
| οὐκ ὄντων ἀνθρώπων τέως ἐννοήσας αὐτοὺς ἀνέπλασεν , τοιαῦτα ζῷα μορφώσας καὶ διακοσμήσας ὡς εὐκίνητά τε εἴη καὶ ὀφθῆναι χαρίεντα |
| . τὸ δὲ ἄρχετε καὶ λήγετε ἐπῳδοῦ τάξιν ἐπέχει . ἁδεῖα καὶ ἁ Κύπρις γελάοισα : τὸ ἡδεῖα ἡδέα ποιητικῶς | ||
| λανθάνει δὲ βαρυνομένη ἐπὶ τῷ Δάφνιδι . ἦνθέ γε μὰν ἁδεῖα : ἦλθεν ἡ ἡδυτάτη καί φησι : βοῦτα , |
| ποντία κύων , Σφίγξ , Ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' Ἁρπυιῶν γένη , εἰς ὑπερβολὴν | ||
| συνεγειρομένη μέριμνα , συμπλεκομένη ἀσέλγεια , συγκοιμωμένη λέαινα , ἱματισμένη ἔχιδνα , αὐθαίρετος μάχη , συγκοιμωμένη ἀκρασία , καθημερινὴ ζημία |
| ἔλαχεν ζώειν τ ' ἀπ ' οἰκείων ἔχει , πρώτοις ἐρίζει : παντί τοι τέρψις ἀνθρώπων βίῳ ἕπεται νόσφιν γε | ||
| ἐπὶ τῶν μὴ φυλαττόντων τὴν ἑαυτῶν τάξιν . Μαρσύας κομπάζων ἐρίζει : ἐπὶ τῶν ἐριζόντων ἐν ἀγῶσι , καὶ πολὺ |
| τῆς σμίλακος ἄνθος . καὶ Ὅμηρος μὲν ἅπαντα τὰ ἄνθη λείρια κέκληκε , Θεόφραστος δὲ τὸν νάρκισσον καλεῖ λείριον . | ||
| κόμη , φύλλα ἢ φύλλα * λείρια : ἄνθη ταῦτα λείρια δ ' ὡς ἴα : ὡς τὰ ἴα αὐτὴν |
| καὶ εἰς τὸ ἐναντίον μεταστρέψαι δυνήσεται ; , , . φιλόφρων γὰρ σαίνουσα : ἡ ἐκ θεοῦ , φησίν , | ||
| γενναίῳ ψυχὴ εὐθὺς ἐν τοῖς ἥλιξιν ἡγεμονική τε ἅμα καὶ φιλόφρων οὖσα οὐδὲν ἐπιδεῖται λόγου : ὅτι δὲ εἰκὸς καὶ |
| καὶ βίον ἱμερόεντα βροτοῖς πολύολβον ἀνεῖσα , αὐξιθαλής , Βρομίοιο συνέστιος , ἀγλαότιμος , λαμπαδόεσς ' , ἁγνή , δρεπάνοις | ||
| , ἣ κρατέει μὲν ἐν ἀνθρώποισιν ἀπηνὴς καὶ χαλεπὴ δέσποινα συνέστιος , οὔποτε δασμῶν ληθομένη , πολλοὺς δὲ παρασφήλασα νόοιο |
| πυροί , κριθαί , ἄμπελοι , ἐλάαι , συκαῖ . Καλός γ ' ὦ ἄνδρες καὶ ὅσιος ὁ ὅρκος . | ||
| , ὁ ἐμὸς υἱὸς οὑτοσί , καὶ ὁ Δημῶναξ , Καλός , ἔφη , καὶ σοῦ ἄξιος καὶ τῇ μητρὶ |
| γάρ ἐστι τῆς ἀληθείας ἔπη . , : Αἰσχύλος ἐν Ὅπλων κρίσει : τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον ὃς λύπας | ||
| αὐτήν . πρέσβειρα : ὁ στίχος ἀπὸ δράματος Αἰσχύλου , Ὅπλων κρίσεως οὕτως ἐπιγεγραμμένου , ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας |
| ὁρωμένην εὕδοντι καὶ στείχοντι καὶ καθημένῳ : ἑξῆς δ ' ὀπαδεῖ δόχμιον , ἄλλοθ ' ὕστερον οὐδεὶς παρανομῶν πρὸς θεοὺς | ||
| εὖ νιν ἔγˈνωκεν : θεράπων δέ οἱ , οὐ δράστας ὀπαδεῖ . φαντὶ δ ' ἔμμεν τοῦτ ' ἀνιαρότατον , |
| ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν ὅτι παρὰ τὸ ἀνιαρός γίνεται παρώνυμον ἀνιαρής , ὥσπερ ὁμαλός ὁμαλής , γυμνός | ||
| ἁγνότερος , λευκός λευκή λευκόν λευκότερος : οὕτως οὖν καὶ ἀνιαρός ἀνιαρή ἀνιαρόν ἀνιαρότερον ὤφειλεν εἶναι . ἀλλ ' ἔστιν |
| λευκοῖς τε ἅμα καὶ μετρίως αὐστηροῖς . ὁ δὲ κιρρὸς αὐστηρὸς ἁρμόττει καὶ αὐτὸς τοῖς κατὰ γαστέρα ῥεύμασιν : διττὸς | ||
| κέγχρος , τηγανιστὰ πάντα , λάγεια κρέα , οἶνος ὁ αὐστηρὸς καὶ μέλας ἄνευ γλυκύτητος καὶ ὁ λευκὸς καὶ αὐστηρὸς |
| Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου τιμᾶται ὁ Ἑρμῆς * . Νωνακριάτης ὁ Ἑρμῆς . × . τρικέφαλος δὲ ὁ αὐτὸς | ||
| καὶ κόρην κατὰ χρησμὸν κἀντεῦθεν ἱδρύσαντο Λευκὸν Ἑρμῆν . * Νωνακριάτης δὲ ὁ Ἀρκαδικός : Νωνακρία γὰρ πόλις Ἀρκαδίας ὅπου |
| θαμνομήκης ῥάβδος ἥ τ ' Αἰγυπτία βόσκει λινουλκὸς χλαῖνα θήραγρος πέδη εἰ δ ' ἐγὼ ὀρθὸς ἰδεῖν βίον ἀνέρος , | ||
| εδη δισύλλαβα διὰ τοῦ ε ψιλοῦ γράφονται : οἷον , πέδη : Νέδη . Τὰ διὰ τοῦ ιδη δισύλλαβα διὰ |
| . ἀργὸς ] ὡς τὸ ” κλυτὸς Ἱπποδάμεια “ , ἀμελής . τὸ σπαθᾶν ἀπὸ . . . ἐργάζεσθαι εἴληπται | ||
| τύχῃ ληρεῖ , τοῖς ἐντυγχάνουσιν ἐπιδεικνύμενος ὡς οὐδὲ ὁδῷ βαδίζων ἀμελής ἐστι τῶν Μουσῶν , ἀλλ ' εἰς καλὸν τὴν |
| οὐκ εὐθυσκόπου ὀχεῖα πόντια παμβῶτις ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας | ||
| παμβῶτις † τύχη † ˈ ἐλπίς παρεμβάλοιτο κλῆρον περισπερχοῦς βοῆς πηκτὸς θάνατος Ποιναῖς ἐφικταῖς πολλὴ φαρέτρα πόντια ῥάκη πρέμνον ἑστίας |
| χρυσεοκίθαριν ἀέξων μοῦσαν νεοτευχῆ , ἐμοῖς ἔλθ ' ἐπίκουρος ὕμνοις ἰήιε Παιάν : ὁ γάρ μ ' εὐγενέτας μακραίων Σπάρτας | ||
| τᾶς Σπάρτας κατὰ πάντα μόλοις μετὰ νίκας : ἰὲ Παιὰν ἰήιε Παιάν ἥλιος Ἀπόλλων , ὁ δέ γ ' Ἀπόλλων |
| , τούς ποτε Νύμφῃ Λαοθόῃ Μενετοῖο παρευνηθεὶς ἐλόχευσε Κυλλήνης μεδέων χρυσόρραπις Ἀργειφόντης . Αὐτίκα δ ' Ἀκτορίδης καὶ βουφάγος ἦλθε | ||
| Ὀδυσσεύς ἐσσι πολύτροπος , ὅν τέ μοι αἰεὶ φάσκεν ἐλεύσεσθαι χρυσόρραπις Ἀργεϊφόντης , ἐκ Τροίης ἀνιόντα θοῇ σὺν νηῒ μελαίνῃ |
| ἑτέρων , πολλῶν δὲ θαυματοποιῶν θαύματα ἐπιδεικνύντων , πολλῶν δὲ τερατοσκόπων τέρατα κρινόντων , μυρίων δὲ ῥητόρων δίκας στρεφόντων , | ||
| πίνουσιν ὕδωρ καλῆς Ἀρεθούσης . Καί μοι δοκεῖς οὐδὲν τῶν τερατοσκόπων καλουμένων κρείττων εἶναι , ἀλλ ' οὐδὲ τῶν ἄλλων |
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
| ῥοίζοισι τινασσομένη κατὰ χεῦμα . ἀλλά , μάκαιρα θεά , πολυώνυμε , παμβασίλεια , ἔλθοις εὐμενέουσα καλῶι γήθοντι προσώπωι . | ||
| ' , ἐπιλήνιε Βάκχε , διμάτωρ , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμε , λύσιε δαῖμον , κρυψίγονον μακάρων ἱερὸν θάλος , |
| : πάντα γὰρ ἐργάσιμον βίοτον θνητοῖσι πορίζεις . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἁγνή , μύσταις ἱερὸν φάος αὔξοις . | ||
| γὰρ τιμαὶ μακάρων μυστήριά θ ' ἁγνά . ἀλλά , μάκαιρ ' , ἔλθοις κεχαρημένη εὔφρονι βουλῆι εὐιέρους ἐπὶ μυστιπόλου |
| , εἶτα τομῶ καὶ συγκοπῇ τμῶ τμήσω τέτμηκα τέτμημαι τέτμηται τμητός καὶ ἄτμητος ' . . . . ἀτμός : | ||
| τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς τμητός , τυρὸς πηκτός . Ἐν ὅσῳ δ ' ἀκροῶμαί |
| ἀλίαστον ὀδύρεο σὸν κατὰ θυμόν : οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν καὶ | ||
| δὲ νυκτὶ καλύψας , ὡς δή οἱ μὴ πάγχυ γέρων ἀκαχήμενος εἴη . ἵππους δ ' ἐξελάσας μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς |
| λῇς μοι ἀεῖσαι : θέλεις συγκριθῆναί μοι ταῖς ᾠδαῖς ; ἀξιωματικὸς ὁ λόγος . ὅσον θέλω : ἐφ ' ὅσον | ||
| τύραννον ἐοικέναι Θρασυβούλῳ τῷ Λύκου , Ἄλλως . ὁ μὲν ἀξιωματικὸς καὶ αὐθάδης , ὁ δὲ μαινόμενος καὶ , ὡς |
| σ καταλήγουσαν , διὰ τοῦ ι γράφονται : οἷον , κυπάρισσος : νάρκισσος : Μέλισσος : Κύρμισσος : Πόλισσος : | ||
| γένηται . χαίρει δὲ μᾶλλον καθύγροις καὶ σκεπηνοῖς τόποις . κυπάρισσος δὲ ὁ ἄρρην ἄγονός ἐστιν . Μυρσίνη παῖς ἦν |
| δὲ πρὸς ἄλληλα : ὑπολείπεται δὴ τά , ἐξ ὧν ἁρμόζεται , καὶ ὄντα εἶναι καὶ διάφορα καὶ λόγον πρὸς | ||
| μοι πτέρυγες περὶ νώτωι καὶ τὰ Σειρήνων πτερόεντα πέδιλ ' ἁρμόζεται : βάσομαι δ ' εἰς αἰθέρα πουλὺν ἀερθεὶς Ζηνὶ |
| εἶδος ἔχουσα πετροῦται : στενάχει δ ' ὑψιπαγὴς Σίπυλος . θνατοῖς ἐν γλώσσᾳ δολία νόσος , ἇς ἀχάλινος ἀφροσύνα τίκτει | ||
| : ἀνάλγητα γὰρ οὐδ ' ὁ πάντα κραίνων βασιλεὺς ἐπέβαλε θνατοῖς Κρονίδας : ἀλλ ' ἐπὶ πῆμα καὶ χαρὰ πᾶσι |
| , ἱκανῶς εἴρηται διὰ βραχέων . ἐπεὶ δὲ ἀνώλεθρος καὶ ἀγένητος ὁ κόσμος καὶ οὔτε ἀρχὴν γενέσεως εἴληφεν οὔτε τελευτήν | ||
| εἰ ἔστι χρόνος , ἤτοι γενητός ἐστι καὶ φθαρτὸς ἢ ἀγένητος καὶ ἄφθαρτος . ἀγένητος μὲν οὖν καὶ ἄφθαρτος οὔκ |
| τοῦ ζῴου , ὡς ὁ χρησμὸς δηλοῖ : ἐννέα γὰρ ζώει γενεὰς λακέρυζα κορώνη ἀνδρῶν γηρώντων : ἔλαφος δέ τε | ||
| : γαύρη μὲν εἶδος , πολλὰ δ ' εἰς ἔτη ζώει , κέρας δὲ φοβερὸν πᾶσιν ἑρπετοῖς φύει , δένδροις |
| λύπας τῷ χρόνῳ τίκτειν φιλεῖ ἅπαντ ' ἐν ἀνθρώποισι γηράσκειν ἔφυ καὶ πρὸς τελευτὴν ἔρχεται τακτοῦ χρόνου , πλὴν ὡς | ||
| πᾶν διελήλυθεν , ἀὴρ δὲ δεύτερον , ὡς λεπτότητι δεύτερον ἔφυ , καὶ τὰ ἄλλα ταύτῃ καὶ τὰ ἑξῆς ; |
| , οἱ ῥιζοτόμοι . Ὁ μὲν οὖν ὀπισμὸς γίνεται τῶν ὀπιζομένων ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τοῦ θέρους , τῶν μὲν | ||
| ἐπιστροφὴ , τὸ ἐσόμενον ὕστερον προλαβών τις εἶπεν . ἢ ὀπιζομένων , τῶν τοὺς θεοὺς πρὸ ὀφθαλμῶν ἐχόντων καὶ εὐλαβῶν |
| θεοὺς ἐράων , ἢ ψεῦδος ὀμόσσῃς ; ἀλλ ' οὔτε μισολόγος οὕτως οὐδείς , ὡς τούτων γε εἵνεκα τὴν τῶν | ||
| καὶ μὴ ἔστιν ἡ ἀσοφία , πανοῦργος , ἀμαθής , μισολόγος , ἄνους , ἀνόητος , ἀλόγιστος , εἰ καὶ |
| τοῦ Ω μεγάλου γράφονται : τὰ μέντοιγε σύνθετα οἷον τὸ ἀπάτωρ , ἀμήτωρ , αὐτοκράτωρ , μονοκράτωρ , σεβαστοκρά - | ||
| οὐ πατήρ ἐστιν , ὥστε σύ , ὦ Σώκρατες , ἀπάτωρ εἶ . Καὶ ὁ Κτήσιππος ἐκδεξάμενος , Ὁ δὲ |
| γὰρ ἄλλην , ἣν σῴζειν τὰς πολιτείας νενόμικεν . ἡ σεμνή . ὡς εὐδοκιμοῦσα μᾶλλον τῶν ἄλλων τῆς μουσικῆς εἰδῶν | ||
| , ὀλβιόμοιρε , ἣ κατέχεις ὀρέων δρυμούς , ἐλαφηβόλε , σεμνή , πότνια , παμβασίλεια , καλὸν θάλος , αἰὲν |
| ἣν δ ' ἀθανάτοις ἰσόμοιρον ζῶντί τε καὶ φθιμένῳ : φθίμενος δ ' ἔτι πολλὸν ἀγήρως . μετ ' οὐ | ||
| χεροῖν πεισιβρότῳ τε βάκτρῳ . μηδ ' ὑπὸ Τρωίας τείχεσι φθίμενος , πάτερ , μετ ' ἄλλῳ δουρικμῆτι λαῷ παρὰ |
| . ὁ δὲ Ἀπολλώνιός φησι πηρωθῆναι αὐτὸν καὶ πρὸς τῶν Ἁρπυιῶν κακῶς πάσχειν , ὅτι ἀνέδην πᾶσι καὶ διαρρήδην ἐμαντεύετο | ||
| ὕδρα , λέαιν ' , ἔχιδνα , πτηνά θ ' Ἁρπυιῶν γένη , εἰς ὑπερβολὴν ἀφῖκται τοῦ καταπτύστου γένους ; |
| ἐσθλὸν ὀπάζων . Ἱμερόεσς ' , ἐρατή , πολυθάλμιε , παμβασίλεια , κλῦθι , μάκαιρ ' Ὑγίεια , φερόλβιε , | ||
| , σὺ δέ κεν θυμηδέα νόστον ἕλοιο ; μὴ τόγε παμβασίλεια Διὸς τελέσειεν ἄκοιτις , ᾗ ἔπι κυδιάεις : μνήσαιο |
| ; τίς γὰρ ἢ δράκαιν ' ἄμικτος , ἢ Χίμαιρα πύρπνοος , ἢ Χάρυβδις , ἢ τρίκρανος Σκύλλα , ποντία | ||
| κράνει Σφίγγες ὄνυξιν ἀοίδιμον ἄγραν φέρουσαι : περιπλεύρωι δὲ κύτει πύρπνοος ἔσπευδε δρόμωι λέαινα χαλαῖς Πειρηναῖον ὁρῶσα πῶλον . ἄορι |
| πῆμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας : ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , | ||
| πᾶμα Πάρις θέτο Σιμιχίδας . ψυχὰν ᾇ , βροτοβάμων , στήτας οἶστρε Σαέττας , κλωποπάτωρ , ἀπάτωρ , λαρνακόγυιε , |
| δ ' ὤρα χαλέπα : ⌊ πάντα δὲ δίψαις ' ὐπὰ καύματος ⌋ ἄχει δ ' ἐκ πετάλων ἄδεα τέττιξ | ||
| βασίλευς [ ἄνδρων πλεῖστα νοησάμενος [ ἀλλὰ καὶ πολύιδρις ἔων ὐπὰ κᾶρι [ διννάεντ ? ' Ἀχέροντ ' ἐπέραισε , |
| τὸ στρατόπεδον , καὶ ἦν ἄλλη φυγὴ τῶν Ἀντιοχείων ἐκεῖθεν ἄκοσμος . ὁ δὲ Μάνιος μέχρι μὲν ἐπὶ Σκάρφειαν ἐδίωκεν | ||
| δεδομένην , δανεισταί τε χρέα καὶ ταύτης ἐπεδείκνυον , καὶ ἄκοσμος ἦν ὅλως οἰμωγὴ καὶ ἀγανάκτησις . οἱ δ ' |
| καὶ διεχρήσατο ἐς κατάπληξιν ἑτέρων . ἐπί τε τὰ πλήθη παρερχόμενος ἐδημαγώγει καὶ τοὺς δεσμώτας αὐτῶν ἐξέλυεν , οὓς ὁ | ||
| μέθυσός ἐστιν . ΓΘ Κοννᾶς ] οὗτος αὐλητὴς ἦν μέθυσος παρερχόμενος εἰς συμπόσια συνεχῶς ἐστεμμένος . πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ |
| τοῦ πολέμου . , , , : ἀφρήτωρ ἀθέμιστοςὃς πολέμου ἔραται . λεξάσθων παρὰ τάφρον : ἡ διπλῆ ὅτι ἀντὶ | ||
| ' αὔτως σοφίην ὁ σοφώτατος οὐκ ἀποφεύγει , ἀλλ ' ἔραται , θυμὸν δ ' οὐ δύναται τελέσαι . Ὦ |
| δὲ τοῦ Πύρρου συντεθνήσκει ἐξ ἀσιτίας καὶ λιμοῦ , τῶι πόθωι τῶι ἐκείνου . καὶ θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου | ||
| ἄν . ἐγὼ γὰρ ἄλλους εἰσορῶν τεκνουμένους παίδων ἐραστὴς ἦ πόθωι τ ' ἀπωλλύμην . εἰ δ ' ἐς τόδ |
| Εὐναίη καὶ Ἔγερσις , Κινώ τ ' Ἀστεμφής τε , πολυστέφανός τε Μεγιστώ καὶ Φορύη , Σωπή τε καὶ Ὀμφαίη | ||
| δίδου χάριν , ὄφρα σε λιμὸς ἐχθαίρῃ , Κοννᾶς δὲ πολυστέφανός σε φιλήσῃ ” . λέγει δὲ αὐτὸν τοσαῦτα νικήσαντα |
| ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . Λεπαστὴ μάλα συχνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος περιστατὸν βοῶσα τὴν κώμην ποιεῖ | ||
| , λεκάνη , πτερόν , λεπαστὴ πάνυ πυκνή , ἣν ἐκπιοῦς ' ἄκρατον ἀγαθοῦ δαίμονος τέττιξ κελαδεῖ . λεπαστὴ μάλα |
| κόσμοιο μέρος , στοιχεῖον ἀμεμφές , παμφάγε , πανδαμάτωρ , πανυπέρτατε , παντοδίαιτε , αἰθήρ , ἥλιος , ἄστρα , | ||
| δικαιοσύνης , φιλονάματε , δέσποτα κόσμου , πιστοφύλαξ , αἰεὶ πανυπέρτατε , πᾶσιν ἀρωγέ , ὄμμα δικαιοσύνης , ζωῆς φῶς |
| , λαμβάνει τι ὧν δεῖται , ὅταν δὲ ἀμελῇ , κολάζεται . ἀνθρώπους δ ' ἔστι πιθανωτέρους ποιεῖν καὶ λόγῳ | ||
| δωρεὰν , εἰ γὰρ , φησὶν , ὁ λιπὼν τάξιν κολάζεται , δῆλον ὅτι ὁ ἀριστεύσας τιμηθήσεται . Ἐὰν μὲν |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| καὶ διαγγέλλει τὰ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ νοῦ ἐνθυμήματα . Ἀργειφόντης δὲ , ὡς ἀργὸς καὶ καθαρὸς φόνου : παιδεύει | ||
| τῷ περὶ σχημάτων . . . . . , : Ἀργειφόντης . παρὰ γὰρ [ τὸ ] ἐναργεῖς τὰς φαντασίας |
| τῇ Γελώων πόλει τεύξας . Πῶς δ ' εἰ Κύψελος ὄλβιος , ὦ κακόδαιμον , οὐ καὶ Φάλαρις ὄλβιος , | ||
| αὐτοῦ τῷ ναῷ ἔνθεον γενομένην τὴν προφῆτίν φασιν εἰπεῖν : ὄλβιος οὗτος ἀνὴρ ὃς ἐμὸν δόμον ἀμφιπολεύει , Ἡσίοδος Μούσῃσι |
| προμηθούμενον τοῦ παιδός . θυγάτηρ ἦν τῷ βασιλεῖ τῆς χώρας ἀγαπητὴ καὶ μόνη : ταύτην φασὶ γημαμένην ἐκ πολλοῦ χρόνου | ||
| πάντων καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρὰ ἀνθρώποις οἷς προσήκει , ἀγαπητὴ μὲν γὰρ συνεργὸς τεχνίταις , πιστὴ δὲ φύλαξ οἴκων |
| τρόπος νοητέος , ὅσπερ ἐστὶ κατὰ τὰς τοποθεσίας τῶν ἀστέρων χρηματιστικὸς παραχρῆμα κατὰ τὴν τῶν ζῳδίων φύσιν . Συγκρίνειν δὲ | ||
| ἥδιστος , τὸν ἑαυτοῦ ἕκαστος μάλιστα ἐγκωμιάσεται ; ὅ τε χρηματιστικὸς πρὸς τὸ κερδαίνειν τὴν τοῦ τιμᾶσθαι ἡδονὴν ἢ τὴν |
| πικροῦ . Τί τοῦτο ; ποδαπὸς οὗτος ; χελιδόνειος ὁ δασύπους , γλυκεῖα δ ' ἡ μίμαρκυς . Ἅψαντες λύχνον | ||
| , κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . . . τυρὸς χλωρός |
| : οὐδέ τίς ἐστιν , ὃς φεύγει τὴν σὴν ὄψιν καθυπέρτερον οὖσαν , ἡνίκα τὸν γλυκὺν ὕπνον ἀπὸ βλεφάρων ἀποσείσηις | ||
| καὶ λύθροιο θεορρύτου ἐκγενόμεσθα Τιτήνων : οὐ γάρ τι πέλει καθυπέρτερον ἀνδρῶν νόσφι θεῶν : μούνοισι δ ' ὑπείξομεν ἀθανάτοισιν |
| τοῦ βίου διαναπαυόμενος τὰς ἱερὰς ἑβδομάδας . ἆρ ' οὐ παγκάλη παραίνεσις καὶ πρὸς πᾶσαν ἀρετὴν ἱκανωτάτη προτρέψασθαι καὶ διαφερόντως | ||
| καὶ κύριος εἵλατό σε σήμερον γενέσθαι λαὸν αὐτῷ ” . παγκάλη γε τῆς αἱρέσεως ἡ ἀντίδοσις , σπεύδοντος ἀνθρώπου μὲν |
| δὲ τὸ στρουθίον ὠφελεῖ τοὺς αὐτοὺς ζωμῷ λαμβανόμενος . Λημνία σφραγὶς καὶ ἤδη νεμομένην ἰᾶται δυσεντερίαν πινομένη τε καὶ ἐνιεμένη | ||
| , κτείνουσα τοὺς ἐπιγινομένους σκώληκας . Ἡ δὲ Λημνία λεγομένη σφραγὶς γῆ ἔκ τινος ὑπονόμου ἀντρώδους ἀναφέρεται . Γύψος δύναμιν |
| λέπαδνα τοὺς μασχαλιστῆράς φασι . . . . . . χἢ μὲν τῇδ ' ἐπυργοῦτο στολῇ : καὶ ἡ μέν | ||
| χλοεροῖσιν ἰαινόμενοι μελέεσσιν ἀλλήλοις ψιθύριζον . ἀνίστατο φώριος εὐνή . χἢ μὲν ἀνεγρομένη πάλιν ἔστιχε μᾶλα νομεύειν ὄμμασιν αἰδομένοις , |