καὶ τὴν τοῦ ἑνὸς τιμίου τιμὴν ἀπὸ μυθικῶν πλασμάτων καὶ πολυαρχίας , ἃ γονεῖς καὶ πάπποι καὶ πρόγονοι καὶ πάντες
μὴ ἐξ ἀρχῆς σέβειν ἠξίωσαν ἀλλ ' ὕστερον μοναρχίαν ἀντὶ πολυαρχίας ἀσπασάμενοι , φιλτάτους καὶ συγγενεστάτους ὑποληπτέον , τὸ μέγιστον
6440444 προκρινας
δὲ μᾶλλον οὓς σὺ ὁ τῶν τηλικούτων ἀγαθῶν ἠξιωμένος σαυτοῦ προκρίνας ἀξίους εἶναι φίλους ἐξ ἁπάντων αἱρεῖ . τοὺς μὲν
ἕνα οἱ ἑπτὰ κατ ' ἰδίαν περιεσταλμένοι δόρασιν : λόχων προκρίνας : τὸ ἑξῆς : λόχων ἀνάσσειν : ἐπιλέξας τοὺς
6299876 φιλουμενων
διοικητικῶν οἰκονομικῶν φιλανθρώπων . αἱ δὲ ἑξῆς ἓξ Ἀφροδίτης καλῶς φιλουμένων θεοσεβῶν χωρὶς πόνου εὐπορούντων αἰφνιδιοτυχῶν εὐπόρων πλευστικῶν : εἰσὶ
. τί ἐστιν ἐπιθυμία ; ἐμψύχου ὁρμὴ πρός τι τῶν φιλουμένων . τί ἐστι λογισμός ; ἀόρατος κίνησις καὶ ταραχὴ
6275530 χαλκασπιδες
τῶν ἐκ πολλοῦ αὐτὰ ἠσκηκότων . Τυρρηνοὶ γὰρ ἡμῖν ἐπολέμουν χαλκάσπιδες καὶ φαλαγγηδόν , οὐ κατὰ σπείρας μαχόμενοι : καὶ
τέχˈναις ἀνάπωτιν ἐξαίφνας ἄντλον ἑλεῖν . κείνων δ ' ἔσαν χαλκάσπιδες ὑμέτεροι πρόγονοι ἀρχᾶθεν , Ἰαπετιονίδος φύτˈλας κοῦροι κορᾶν καὶ
6269090 κυνηγιας
γυναῖκας , εἰθισμένας ἐπ ' ἴσης τοῖς ἀνδράσιν ἐργάζεσθαι . κυνηγίας δὲ ποιοῦνται συνεχεῖς , ἐν αἷς πολλὰ τῶν θηρίων
ἐπειδὴ τῶν κυνηγετῶν ἐστι τὸ δίκτυα φέρειν . ἔφορος δὲ κυνηγίας ἡ Ἄρτεμις . φασὶ δὲ ὅτι νύμφη τις Βριτόμαρτις
6262554 Ἀρσαμης
ἄρχοντας ἔπεμψαν βουλευσομένους μετ ' αὐτοῦ περὶ τῆς συμμαχίας . Ἀρσάμης λαμπρὰν ὑποδοχὴν παρασκευασάμενος εἱστία τοὺς ἄρχοντας καὶ προέθηκεν ἀγορὰν
Πηγασταγὼν Αἰγυπτογενής , ὅ τε τῆς ἱερᾶς Μέμφιδος ἄρχων μέγας Ἀρσάμης , τάς τ ' ὠγυγίους Θήβας ἐφέπων Ἀριόμαρδος ,
6238888 φαιδραι
Κρατῖνος : γαυριῶσαι δ ' ἀναμένουσιν ὧδ ' ἐπηγλαισμέναι μείρακες φαιδραὶ τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι . εἰπόντος τινὸς κυνικοῦ τρίποδα τὴν
κἀνάπιπτε . Γαυριῶσαι δ ' ἀναμένουσιν ὧδ ' ἐπηγλαϊσμέναι μείρακες φαιδραὶ τράπεζαι τρισκελεῖς σφενδάμνιναι . Ταῖς ῥαφανῖσι δοκεῖ , τοῖς
6206195 Ὀρεστιδος
ἐπιβουλῆς . Παυσανίας ἦν τὸ μὲν γένος Μακεδὼν ἐκ τῆς Ὀρεστίδος καλουμένης , τοῦ δὲ βασιλέως σωματοφύλαξ καὶ διὰ τὸ
λθʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ Ἐλιμιωτῶν Βουλλίς μεʹ λθʹ ∠ ʹʹδʹʹ Ὀρεστίδος Ἀμαντία μδʹ ∠ ʹʹγʹʹ ιβʹʹ λθʹ ∠ ʹʹ Κελύδνου
6201945 ὑβρεων
προσιτήν : βάσιμον . πανολβίῳ : πολυπλούτῳ . ποππυσμάτων : ὕβρεων , κολακιῶν . πόντος : πέλαγος . ῥώμη :
νόμον , καὶ εἰπὼν , ὅτι οὔτε ἡ πόλις τῶν ὕβρεων κα - θαρὰ , οὔτε οὐδὲν ἀλλήλους διατιθεμένων ,
6176920 στρατευσιμον
ὡς πρότερον ἐκ διαδοχῆς , ἀλλ ' ἅμα πάντες οἱ στρατεύσιμον ἔχοντες ἡλικίαν ἐξῆλθον ἐπὶ τὸν πόλεμον , Ῥωμαῖοί τε
δίχα πόνου : ὥστ ' οὐδεὶς ἦν τῶν ἐχόντων τὴν στρατεύσιμον ἡλικίαν , ὃς ἀπολείπεσθαι τοῦ ἀνδρὸς ἠξίου , ἀλλὰ
6159459 Οἰνωτρος
ἀφ ' οὗ τὸ Οἰνωτριὰς γῆ . ὀξύνεται δὲ τὸ Οἰνωτρός . Οἶον , δῆμος τῆς Λεοντίδος φυλῆς . [
ἐθνικὰ εἴη : Μίνυθρος Ἔρυθρος Χάραδρος Σκάμανδρος . τὸ δὲ Οἰνωτρός κύριον , ἀφ ' οὗ τὸ ἔθνος . Τὰ
6158168 Λινδου
ποσὶ παῖδα Μύνητα ὃν τέκε δῖα Κρέουσα παρὰ προχοῇς ποταμοῖο Λίνδου ἐυρρείταο , μενεπτολέμων ὅθι Καρῶν πείρατα καὶ Λυκίης ἐρικυδέος
ᾆσμα , ὅπου φησί : τίς κεν αἰνήσειε νόῳ πίσυνος Λίνδου ναέταν Κλεόβουλον ἀενάοις ποταμοῖς ἄνθεσί τ ' εἰαρινοῖς ἀελίου
6143911 Ἰουδα
Ἰουδαία . Ἀλέξανδρος ὁ Πολυΐστωρ , ἀπὸ τῶν παίδων Σεμιράμιδος Ἰούδα καὶ Ἰδουμαία , ὡς δὲ Κλαύδιος Ἰόλαος , ἀπὸ
Λευί , καὶ συνεξαμαρτάνοντες αὐτοῖς ἐν πᾶσι : καὶ υἱοὶ Ἰούδα ἔσονται ἐν πλεονεξίᾳ , ἁρπάζοντες τὰ ἀλλότρια ὡς λέοντες
6143508 θεσθ
γουνούμενος ἄνδρα ἕκαστον : ὦ φίλοι ἀνέρες ἔστε καὶ αἰδῶ θέσθ ' ἐνὶ θυμῷ ἄλλων ἀνθρώπων , ἐπὶ δὲ μνήσασθε
Τελαμώνιος Αἴας : ὦ φίλοι ἀνέρες ἔστε , καὶ αἰδῶ θέσθ ' ἐνὶ θυμῷ , ἀλλήλους τ ' αἰδεῖσθε κατὰ
6137652 πελατας
, κομιζομέ - νους καὶ τοὺς ἐκ τῶν ἀπελευθέρων γινομένους πελάτας τοῖς ἐγγόνοις τοῖς ἑαυτῶν καταλείποντας . Τοιαῦτα λέγοντος αὐτοῦ
πραγμάτων , ἧς μάλιστα ἐδέοντο , παρέχειν . τοὺς δὲ πελάτας ἔδει τοῖς ἑαυτῶν προστάταις θυγατέρας τε συνεκδίδοσθαι γαμουμένας ,
6101867 Πλακεντιας
κατὰ δὲ ταύτην τὴν ὁδὸν καὶ Ἀκουαιστατιέλλαι . ἀπὸ δὲ Πλακεντίας εἰς μὲν Ἀρίμινον εἴρηται : εἰς δὲ Ῥάουενναν κατάπλους
ἐς Κρεμῶνα διεσώθη φερόμενος . ἐπίνειον δὲ ἦν τι βραχὺ Πλακεντίας , ᾧ προσβαλὼν ὁ Ἀννίβας ἀπώλεσε τετρακοσίους καὶ αὐτὸς
6091923 φανησεσθε
γὰρ μεγάλα δαπανώμενοι πολλῶν δεόμενοι αἰσχροκερδέστατοί εἰσιν . Αἴσχιστον δὲ φανήσεσθε ποιοῦντες , εἰ τοῦτον μὲν ἀγαπᾶτε τὸν ἀπὸ τῶν
δὲ τῷ κατ ' ἀρετὴν ὑπερέχειν , ἐκ τοῦ οὐρανοῦ φανήσεσθε προβεβλημένοι . τοῦτο γὰρ τῆς ἐκεῖθεν χειροτονίας σημεῖόν ἐστιν
6090861 Μαρδων
ἦσαν . ἐπελθὼν δὲ τὸ πολὺ μέρος τῆς χώρας τῶν Μάρδων πολλοὺς μὲν ἀπέκτεινεν αὐτῶν φεύγοντας , οὓς δέ τινας
πεντακισχιλίων καὶ τετρακοσίων , τὸν δὲ παρὰ τὴν Ἀναριακῶν καὶ Μάρδων καὶ Ὑρκανῶν μέχρι τοῦ στόματος τοῦ Ὤξου ποταμοῦ τετρακισχιλίων
6086260 εἱλω
ἀπὸ γὰρ τοῦ ἕλλω ῥήματος τοῦ σημαίνοντος τὸ συστρέφω ἢ εἱλῶ γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα ἑλλής , καὶ μετὰ τοῦ α
γίνεται παρὰ τὸ ὁμοῦ εἱλεῖσθαι , τοῦ τοῦ α , εἱλῶ ῥηματικὸν ὄνομα ἑλλής , καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α
6085822 ὁμοιοτροπους
τὸν ἐπὶ τοῖς ἀοράτοις πόθον ἐζωπύρει . Καὶ πάντας τοὺς ὁμοιοτρόπους εἴτ ' οὖν φύντας ἐξ ἀρχῆς εἴτε καὶ ἐκ
δίκην φεύγῃ . ὅλως δὲ οἱ τὰς περὶ αὐτῶν δόξας ὁμοιοτρόπους αὑτοῖς ἔχοντες ὁμολογούμενοι τοῖς ἐγκλήμασι δόξουσιν εἶναι . περὶ
6079693 Πολιτης
χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται . τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε Πολίτης , ὄρχαμος ἀνδρῶν , ὅς μοι κήδιστος ἑτάρων ἦν
αʹ , Κέφαλος αʹ , Κλεινόμαχος ἢ Λυσίας αʹ , Πολίτης αʹ , Περὶ ψυχῆς αʹ , Πρὸς Γρύλλον αʹ
6070649 ἐμβαλοντεϲ
ἅψαϲθαι χιτῶνοϲ . μετὰ δὲ τὴν χειρουργίαν ὀλίγουϲ ἅλαϲ λείουϲ ἐμβαλόντεϲ εἰϲ τὸν τόπον ᾠοβραχὲϲ ἔριον ἐπιδήϲομεν . μετὰ δὲ
εἶναι . ἡμεῖϲ δὲ καὶ εἰϲ χυτρίδιον ἀργυροῦν μέγεθοϲ κυάμου ἐμβαλόντεϲ τῆϲ κόπρου περιήψαμεν ἐνίοιϲ ἕνεκα πείραϲ : ἐθαυμάϲαμεν οὖν
6061332 μετεπεμποντο
στρατιώτας Λίβυας καὶ Φοίνικας καὶ τῶν πολιτικῶν τοὺς κρατίστους . μετεπέμποντο δὲ καὶ παρὰ τῶν συμμαχούντων αὐτοῖς ἐθνῶν καὶ βασιλέων
, οὓς τετάρους ὀνομάζουσιν , οὓς οὐ μόνον ἐκ Μηδίας μετεπέμποντο , ἀλλὰ καὶ νομάδας ὄρνιθας ὑποβαλὼν , ἐποίησε πλῆθος
6058858 ἀσυμβατους
τῶν πατρίδων , ἀσθενεστέροις δεσπότας ἀμειλίκτους , τὴν ἰσχὺν ἴσοις ἀσυμβάτους πολεμίους , δυνατωτέρων κόλακας εἰς τὴν δι ' ἀπάτης
τὰς φύσεις , ὡς , ἃ μηδὲ πολεμίους καὶ ἐχθροὺς ἀσυμβάτους ἐν πολέμῳ , ταῦτα τοὺς φιλτάτους καὶ οἰκειοτάτους ἐν
6054227 ἐπεπληττεν
μένω . ” ̈ . . πολλάκις δὲ καὶ ἑαυτῷ ἐπέπληττεν : ὧν ἀκούσας Ἀρίστων „ τίνι , ἔφη ,
καὶ ἄκαρπον αὐτὸς ἐργάζεσθαι σκάπτων . πολλάκις δὲ καὶ ἑαυτῷ ἐπέπληττεν : ὧν ἀκούσας Ἀρίστων , ” τίνι , “
6050246 ἠλλαξαντο
Ἁγνεῶνα κληθέντα συνάγοντες ὕβριζον . καὶ τέλος τὰς ψυχὰς ἀποθηλυνθέντες ἠλλάξαντο τὸν τῶν γυναικῶν βίον , διὸ καὶ γυναῖκα τύραννον
καὶ Διονύσιος : . κεῖθι γὰρ εἰς ὀφίων σκολιὸν γένος ἠλλάξαντο . * Σιδονίου : τοῦ Φοίνικος * θεμείλιον :
6038620 ἀθλοθετας
τῶν πολιτῶν κωμῳδεῖν : ἐὰν δέ τις ἀπειθῇ , τοὺς ἀθλοθέτας ἐξείργειν ἐκ τῆς χώρας τὸ παράπαν αὐθημερόν , ἢ
ὁ λαχὼν τὴν κρίσιν . μετὰ δὲ ταῦτα χρεὼν ἀγωνίας ἀθλοθέτας αἱρεῖσθαι τῆς περὶ τὰ γυμνάσια ἵππων τε καὶ ἀνθρώπων
6032471 Πλυνος
πρὸς λαγνείαν ἀφορῶσαν . τὸν δ ' ἐκ Πλυνοῦ : Πλυνὸς χωρίον Λιβυκόν . κἀπὸ Καρικῶν ποτῶν ἀπὸ Λακεδαίμονος .
. Μενέλαος γὰρ καὶ Λίβυς καὶ Λάκων ἦν οὕτω : Πλυνὸς πόλις Λιβύης , ὅθεν ἦν Ἄτλας Πληιόνης * δὲ
6029695 κατελεγε
πεζικά , ἔτι δὲ ὁπλίτας τε καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας κατέλεγε καὶ ἀκοντιστὰς καὶ πᾶσαν ἄλλην τάξιν ἐξήταζεν ὅπλα τε
ἐκ μέσων τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν ἀγαγεῖν ; ” εἶτα κατέλεγε τὴν ναυαγίαν , ἐκθειάζων ὡς ἐσώθη , καὶ τερατευόμενος
6023677 προςηγοριαν
παρὰ τοῦ Μακεδόνος Ἀλεξάνδρου συνῳκίσθη , καὶ ταύτην ἐδέξατο τὴν προςηγορίαν ἡ τῆς Αἰγύπτου πάσης μήτηρ . Ἐντεῦθεν δὴ καὶ
ἐξ ἐκείνου καὶ εἰς τόδε τελεῖται , τὴν αὐτὴν ἔχουσα προςηγορίαν . Ἔτι δὲ Σαβίνους εἷλε μάχῃ , καὶ ,
6009673 Φειαν
τὰ στρατιωτικά , Πυλίους δὲ εἶναι καὶ Ἀρκάδας παρά τε Φειὰν πόλιν καὶ ποταμὸν μαχουμένους Ἰάρδανον . ταῦτα μὲν δὴ
τῷ καιρῷ . ἐπιβῆναι : ἐπὶ τὰς ναῦς . τὴν Φειὰν αἱροῦσι : τὴν πόλιν αὐτὴν πορθοῦσι . ἀνέστησαν :
6009212 κασιγνητων
παντερπὴς κόρα , ναρκίσσου τερενώτερον . μήτ ' ἐμωῦτᾶς μήτε κασιγνήτων πόδας ὠκέας τρύσηις ὀ δ ' ἐξύπισθα καστάθεις ὁδεύει
κεν λεὼι μ [ ὡς ἀμηνιτεὶ παρη ? [ καὶ κασιγνήτων ! [ τέων ἀπέθρισαν ? [ ἤριπεν πληγῆισιδ ?
6008231 Κερκωπων
: ἐπὶ τοῦ σκληροῦ καὶ αὐθάδους τὸν τρόπον . ἀγορὰ Κερκώπων : Ἀθήνησι πλησίον τῆς Ἡλιαίας , ἐν ᾗ μάλιστα
ἑλκυσάντων εἴρηται . Ἀφροδίσιος ὅρκος . οὐκ ἐμποίνιμος . Ἀγορὰ Κερκώπων : ἐπὶ τῶν πονηρῶν καὶ κακοήθων . Κέρκωπες γάρ
6006867 καθιστασαν
Λακεδαιμόνιοι τῇ αὐτῇ πολιτείᾳ : τῇ ὀλιγαρχίᾳ , τῇ γερουσίᾳ καθίστασαν : τὸ καθίστασαν ἀντὶ τοῦ εἰς τάξιν τινὰ καὶ
κυβερνήτας πέμποντες καὶ τοὺς ἐν τῇ πόλει Σαμίους ἐς ταραχὴν καθίστασαν καὶ τοὺς ἐξιόντας ἐδέχοντο : οὕτω δὴ ξυναγείραντες ἀπὸ
6006675 Ἰολᾳ
οὖν , χάριν ἐχέτω ὁ Ἀγησίδαμος ὥσπερ Ἀχιλλεῖ Πάτροκλος . Ἰόλᾳ φερέτω χάριν : οὕτω , φησὶ , τῷ Ἰόλᾳ
. Ἰόλαος Ἡρακλέους ἦν ἡνίοχος : ἐκ συσσήμου οὖν λέγει Ἰόλᾳ , τουτέστι τῷ Ἡρακλεῖ . φησὶν οὖν , ὅτι
6004898 ἀνησσου
ἐπὶ παραλύσεως προειρημένα . Ἰσχιαδικὸν πότημα . Ὀροβίνου ἀλεύρου , ἀνήσσου , μαράθου ἴσα μέτρῳ δίδου ὀβολοὺς ἐννέα οἴνου ἡμικοτυλίῳ
τρόπον τοῦτον : σελίνου σπέρματος δρ . Ϛʹ , ⌊ ἀνήσσου δρ . δʹ ⌋ παρ ' ἐνίοις ⌊ δ
5994276 διεμερισαν
στρατηγοὶ , ὁ Ἐτεοκλῆς καὶ ὁ Πολυνείκης , διέλαχον καὶ διεμέρισαν τὴν παμπησίαν καὶ τὴν κτῆσιν καὶ τὴν διανομὴν τῶν
ἐντὸς τοῦ λέβητος ὕδατι ζέοντι , ἐν ᾧ ἥψοντο . διεμέρισαν πρὸς ἀλλήλους : * * σοῦ . . Υἱὲ
5990221 ἐσηγαγε
ἐνταῦθα καὶ Πήγασός ἐστιν Ἐλευθερεύς , ὃς Ἀθηναίοις τὸν θεὸν ἐσήγαγε : συνεπελάβετο δέ οἱ τὸ ἐν Δελφοῖς μαντεῖον ἀναμνῆσαν
ἀναμεμιγμένοι μὲν τῷ Ἑλληνικῷ καὶ ἐνταῦθα ἦσαν οἱ Κᾶρες : ἐσήγαγε δὲ Ἴωνας ἐς τὴν Τέων Ἄποικος ἀπόγονος Μελάνθου τέταρτος
5984198 Ὁμονοιαν
. Ἆρ ' οὖν φιλίαν λέγεις ὁμόνοιαν ἢ διχόνοιαν ; Ὁμόνοιαν . Διὰ τίν ' οὖν τέχνην ὁμονοοῦσιν αἱ πόλεις
θεᾶς ἵδρυται ἱερόν . κυδίστην : ἀντὶ τοῦ κρατίστην θεῶν Ὁμόνοιαν τιμῶντες : πορσαίνοντες γὰρ ἀντὶ τοῦ τιμῶντες . γράφεται
5980232 συνηθροισμενοι
κέντροις τοὺς ἵππους τύπτοντας . † οἱ ἐκ τῶν ἄλλων συνηθροισμένοι ἐπὶ τοιαῦτά τινα τοῖς ὑποζυγίοις ῥιπτούμενα καλοῦνται κέντρωνες .
δελφίνων . προπάροιθεν : ἔμπροσθεν . ἀολλέες : ὁμοῦ , συνηθροισμένοι . κοῦροι : νέοι . Ἠΐθεοι : ἄζυγες νέοι
5977697 Ἀρισβη
: τὸν ἄγαν πρέποντα ἐν πᾶσιν . . . . Ἀρίσβη : πόλις : ἀπὸ Ἀρίσβας † Δαρδανίδης : Λυκόφρων
ἣν ἔγημε Δάρδανος , ἀφ ' ὧν γέγονεν Ἐριχθόνιος . Ἀρίσβη πόλις ἀπὸ Ἀρίσβας θυγατρὸς Τεύκρου , ἣν ἔγημε Δάρδανος
5976873 κἀφ
ἣν οὐδ ' ἂν εἴποις οὐδὲ μετρήσειας ἂν ὅση πέφυκε κἀφ ' ὅσον διέρχεται . αὕτη τρέφει σὲ κἀμὲ καὶ
πρὸς αἰτιατικήν . σημείωσαι τὸ ἀνέχομαι καὶ μετὰ αἰτιατικῆς . κἀφ ' ἡμῖν ] χάριν ἡμῶν , ἕνεκεν ἡμῶν ,
5974252 φιλοτεκνους
μὲν ἐνδόξων διαθέσεων ποιεῖ καθαρίους , ἀπολαυστικούς , φιλοκάλους , φιλοτέκνους , φιλοθεώρους , φιλομούσους , ᾠδικούς , φιλοτρόφους ,
παιγνιώδεις , ἀφελεῖς , εὐρύθμους , φιλορχηστάς , ἐρωτικούς , φιλοτέκνους , μιμητικούς , ἀπολαυστικούς , διασκευαστάς , ἐπάνδρους καὶ
5972297 Μυνδου
σκʹ . Ἀπὸ Μύνδου εἰς Λέρον στάδιοι τνʹ . Ἀπὸ Μύνδου εἰς τὴν Κῶ στάδιοι ρμʹ . Ἀπὸ δὲ Κῶ
πάλιν εἰς Μύνδον , ἀφ ' ἧς κατέλιπον . Ἐκ Μύνδου εἰς Πάνορμον στάδιοι πʹ Ἐκ Μύνδου εἰς Βαργύλια στάδιοι
5968884 Κραννωνιοι
ἐκ δὲ τούτου πολὺν πλοῦτον δηλοῖ . οἱ δὲ Σκοπάδαι Κραννώνιοι τὸ γένος : Κραννὼν δὲ πόλις Θεσσαλίας , ὅθεν
' αὐτοὺς Λαρισαῖοι , Φαρσάλιοι , [ Παράσιοι ] , Κραννώνιοι , Πυράσιοι , Γυρτώνιοι , Φεραῖοι . ἡγοῦντο δὲ
5968224 ὁποιωνουν
μιᾶς ποιῇ τετράγωνον . Πάλιν , ζητοῦντες τὸν ὑπὸ δύο ὁποιωνοῦν ἀρθέντα ἀπὸ Μο α ποιεῖν ⃞ον , ἐὰν πάντα
οὕτως ἔχουσαν : ἑξῆς σημείων καὶ εὐθειῶν καὶ κύκλων τριῶν ὁποιωνοῦν θέσει δοθέντων κύκλον ἀγαγεῖν δι ' ἑκάστου τῶν δοθέντων
5967824 εὐκλεεις
παραδοῦναι διάγνωσιν ἡμῖν ὁ Γαληνὸς , ὅπως ἂν αὐτὰ προαγορεύοντες εὐκλεεῖς τε γινώμεθα , καὶ μήτε ὑπὸ τῶν ἀῤῥώστων ἀπατώμενοι
τέλει θήσει σε καὶ παῖδ ' [ εἰς τὸ λοιπὸν εὐκλεεῖς . [ ] πρὸς τὰς φύσεις χρὴ καὶ τὰ
5962791 Ἀχαιου
ἀποδείξεις τῶν μᾶλλον πολεμικῶν ἀνδρῶν . δορὶ σὺν ἀσπίδι : Ἀχαιοῦ ἐστιν ἐκ Μώμου . οὐδὲν δὲ χεῖρον ὁλόκληρον θεῖναι
, δορὸς ἄγραν δουλίαν , ψαφαρᾷ σποδῷ ὑπ ' ἀνδρὸς Ἀχαιοῦ θεόθεν περθομέναν ἀτίμως , τὰς δὲ κεχειρωμένας ἄγεσθαι ,
5961227 στειχοντας
ὁρῶ πελάτας ξείνους Δωρίδι πέπλων ἐσθῆτι σαφεῖς πρὸς τούσδε δόμους στείχοντας ἐρῆμον ἀν ' ἄλσος ; ὡς ἐχθρὸν ἀνθρώποισιν αἵ
εἶπαν ἐπ ' ὅρκου καὶ δὴ δοκέειν εἶναι ἐν Ὀρεσθείῳ στείχοντας ἐπὶ τοὺς ξείνους : ξείνους γὰρ ἐκάλεον τοὺς βαρβάρους
5958135 ἀσπασαμενοι
ἐξ ἀρχῆς σέβειν ἠξίωσαν ἀλλ ' ὕστερον μοναρχίαν ἀντὶ πολυαρχίας ἀσπασάμενοι , φιλτάτους καὶ συγγενεστάτους ὑποληπτέον , τὸ μέγιστον εἰς
, ὁ δὲ ἕτερος ἀμφὶ τὰ πεντεκαίδεκα ἔτη , καὶ ἀσπασάμενοι ἡμᾶς ἐκαθέζοντο ἐπὶ τῆς κλίνης παρὰ τῷ πατρί :
5957612 Χαλκανθου
ἐν ἀντιγράφῳ ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἴσα . Πρὸς παλαιὰς σύριγγας . Χαλκάνθου , μίσυος , σχιστῆς , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἴσα .
ξηρὰ κατὰ τῶν ἐν τῇ θυίᾳ καὶ συνεκλεάνας ἀπόθου . Χαλκάνθου ⋖ β , σμύρνης ⋖ β , λιβάνου ⋖
5957131 προσελεσθαι
λεγόντων δ ' ὡς οὐδαμοῦ νόμος εἴη δικάζειν γυναῖκας , προσελέσθαι καὶ ἄνδρας ἴσους ταῖς γυναιξὶ τὸν ἀριθμόν : τοὺς
ὁμοτίμων , τῶν δ ' αὖ διακοσίων ἑκάστῳ τέτταρας ἔδωκαν προσελέσθαι καὶ τούτους ἐκ τῶν ὁμοτίμων : γίγνονται μὲν δὴ
5951599 Ἀρουακους
δ ' αὐτοῖς Μέτελλος ἀπὸ Ῥώμης ἐπιπεμφθεὶς μετὰ πλέονος στρατοῦ Ἀρουακοὺς μὲν ἐχειρώσατο , σὺν ἐκπλήξει καὶ τάχει θερίζουσιν ἐμπίπτων
συνελθεῖν ἐς λόγους καὶ συνελθὼν ἔφη Βελλοὺς καὶ Τίτθους καὶ Ἀρουακοὺς ἑαυτοὺς ἐπιτρέπειν Μαρκέλλῳ . ὃ δ ' ἄσμενος ἀκούσας
5949951 Οὐαλεντια
Βρεττίων , ἀπὸ ἥρωος , ἣ μετωνομάσθη ὑπὸ Ῥωμαίων Οὐίβων Οὐαλεντία . τὸ ἐθνικὸν Ἱππωνιάτης . τοῦτο δὲ τὸ ἐθνικὸν
Κοντεστανοὶ καὶ πόλεις μεσόγειοι Μενλαρία ιγʹ ∠ ʹʹ λθʹ δʹʹ Οὐαλεντία ιδʹ λθʹ ιβʹʹ Σαιταβίς ιγʹ Ϛʹʹ λθʹ Σαιταβίκουλα ιγʹ
5944391 Πομπιλιος
παρημελημένων ἀνανεούμενος , οὓς Ῥωμύλος τ ' εἰσηγήσατο καὶ Νόμας Πομπίλιος , οὓς δ ' αὐτὸς καθιστάμενος . ταῦτα δ
θάνατον ἀβασίλευτος ἡ πόλις γενέσθαι χρόνον ἐνιαύσιον . ἔπειτα Νόμας Πομπίλιος αἱρεθεὶς ὑπὸ τοῦ δήμου τρία καὶ τετταράκοντα ἔτη βασιλεῦσαι
5943904 ἀχρηματιστοι
προκείμενοι δύο , ἥ τε μονὰς καὶ ἡ δυάς , ἀχρημάτιστοι διὰ τὸ τὴν μονάδα χρηματίζειν μέχρι ιβʹ , τὴν
, αἱ δὲ λοιπαὶ μοῖραι ἀπὸ ιζʹ ἕως τοῦ ὑπογείου ἀχρημάτιστοι , καὶ αἱ τούτων δὲ διάμετροι τὸ ὅμοιον ἐφέξουσι
5939663 Ἐνιηνες
δὲ δόντων ταῦτα ἐγένοντο οἵδε : Θεσσαλοί , Δόλοπες , Ἐνιῆνες , Περραιβοί , Λοκροί , Μάγνητες , Μηλιέες ,
γένος καὶ Βρύγοι καὶ Πίερες καὶ Μακεδόνες καὶ Περραιβοὶ καὶ Ἐνιῆνες καὶ Δόλοπες καὶ Μάγνητες καὶ Ἀχαιοὶ καὶ ὅσοι τῆς
5937584 ἐναψαμενος
ὡς φαύλη , καὶ τὸ δέρμα , ὃ ἐλήλυθε δεῦρο ἐναψάμενος τῆς ὑμετέρας ἕνεκεν ἀπάτης , ὡς πτωχὸς δῆλον ὅτι
οὕτως οὐδὲ τῷ θεῷ προσφιλὴς ὁ δίχα τοῦ θείου γνωρίσματος ἐναψάμενος τὴν ἁλουργίδα . ὥστε τοῦτ ' ἂν εἴη τὸ
5936428 δοξαζονται
ἐν πᾶσι περισσεύουσιν . Ἀτιμοῦνται , καὶ ἐν ταῖς ἀτιμίαις δοξάζονται : βλασφημοῦνται , καὶ δικαιοῦνται . Λοιδοροῦνται καὶ εὐλογοῦσιν
τοῦ οὐρανίου , ἤγουν τοῦ Διὸς σέβουσιν , ἀντὶ τοῦ δοξάζονται ἐν οὐρανῷ , θέμεναι , ἤγουν θεῖσαι τοὺς ἑαυτῶν
5934014 ἀργυρειων
περιγενομένων γὰρ τῇ πόλει χρημάτων συχνῶν ἀπὸ τῶν ἔργων τῶν ἀργυρείων , καὶ ταῦτα μελλόντων εἰκῆ νέμεσθαι , μόνος τῶν
οὔτε τοὺς γεωργοὺς οὔτε τοὺς ἐμπόρους οὔτε τοὺς ἐκ τῶν ἀργυρείων οὔτε τῶν τοιούτων οὐδὲν ἂν εἴποιτε , ἀλλ '
5929846 Ῥουφον
τὰς τιμὰς δεδιέναι , οἱ δὲ ἀμφ ' αὐτόν , Ῥοῦφον γάρ που λέγεις καὶ Ὄρφιτον , σώφρονες μὲν καὶ
δὲ οἵ φασι καὶ Πολέμωνος ἠκροᾶσθαι αὐτόν . ιζʹ . Ῥοῦφον δὲ τὸν ἐκ τῆς Περίνθου σοφιστὴν μὴ ἀπὸ τῆς
5928146 ἀριστινδην
τῶν στυράκων μῆλα χρυσᾶ ἔχοντες , χίλιοι τὸν ἀριθμόν , ἀριστίνδην ἐκλεγόμενοι ἐκ τῶν μυρίων Περσῶν τῶν Ἀθανάτων καλουμένων .
Θετταλίας , οἱ δὲ ἐκ τῆς ἄλλης Ἑλλάδος , οὐκ ἀριστίνδην ἐξειλεγμένοι , ἀλλ ' εἴ τις ἦν ἐν τοῖς
5928111 ἀρεταισι
τοῦ δέοντος ἱπποτρόφου . . Αἰεὶ δ ' ἀμφ ' ἀρεταῖσι μάρναται ὁ πόνος ἡ δαπάνη τε . ἢ οὕτως
τε . ἢ οὕτως . αἰεὶ δ ' ἀμφ ' ἀρεταῖσι μάρναται ὁ πόνος σὺν τῇ δαπάνῃ . . Τοῦτο
5927295 τιμαορος
ἀρετῆς , ἤτοι ἀνδρείας καὶ τῶν ἀνδραγαθημάτων αὐτοῦ , ἦλθον τιμάορος , ἤγουν τιμητής , ὑμνητὴς γενησόμενος τῶν μιτρῶν ,
' ἐκ θεῶν τεθνήξομεν . ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος , μητροκτόνον φίτυμα , ποινάτωρ πατρός : φυγὰς δ
5925617 Καρπητανων
καὶ τῶν Καλλαϊκῶν καὶ Ὀυακκαίων , ἔτι δὲ Ὀυεττώνων καὶ Καρπητανῶν : ἐκ δὲ τῶν νοτίων Ὠρητανοί τε καὶ ὅσοι
καὶ ἄρκτον ὁ Ἄνας ποταμός , πρὸς δὲ τὴν ἕω Καρπητανῶν τέ τινες καὶ Ὠρητανοί , πρὸς νότον δὲ Βαστητανῶν
5919914 Λαμπρομαχου
μία ἐστὶ περίοδος . μίτραισι δὲ ταῖς νίκαις . Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου : Λαμπρόμαχος συγγενὴς τοῦ Ἐφαρμόστου , κατὰ μίαν ἡμέραν
. προξενίᾳ δ ' ἀρετᾷ τ ' ἦλθον τιμάορος Ἰσθμίαισι Λαμπρομάχου μίτραις , ὅτ ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν
5918284 λεηλατησαι
Ἀρταφρένης ἔχων ἀνδρῶν δύναμιν οὐκ ὀλίγην . Τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι ἑλόντας σφέας τὴν πόλιν ἔσχε τόδε . Ἦσαν ἐν
ἧκεν ἔχων ἱππέας καὶ πεζούς . ἐβουλεύσατο οὖν κράτιστον εἶναι λεηλατῆσαι ἐκ τῆς Μηδικῆς , καὶ λαμπρότερόν τ ' ἂν
5917678 κατεκαλει
μὲν Ἰβηρίας , ἡγεμονεύοντι δ ' αὐτῆς διὰ φίλων . κατεκάλει δὲ καὶ τοὺς φεύγοντας ὁ Καῖσαρ , πλὴν εἴ
ὀλίγας ἐλθὼν ὡς ἐθεάσατο αὐτὸν ἐπὶ τοῦ δώματος κοιμώμενον , κατεκάλει πρὸς αὐτὸν ὑπομιμνῄσκων τῶν ὁμολογιῶν . ὁ δὲ ὑποτυχὼν
5916618 συνεφαψασθαι
ἐνεγκόντες , ἐς τοὺς ἄλλους Κελτοὺς περιέπεμπον , ἀξιοῦντες αὐτοὺς συνεφάψασθαι τοῦδε τοῦ πολέμου . καὶ πολλῶν ἀφικομένων ἄραντες ἤλαυνον
ψυχὴν ἔχοντος καὶ ἅμα βουλόμενος πάντας τοὺς ἀπὸ τοῦ ἔθνους συνεφάψασθαι τῆς κολάσεως , οὓς ᾔδει σφόδρα τραχέως ἐνεγκόντας καὶ
5913471 Θεσπιων
ἔφθειρε βόας καὶ τὰς Θεσπίου . βασιλεὺς δὲ ἦν οὗτος Θεσπιῶν , πρὸς ὃν ἀφίκετο Ἡρακλῆς ἑλεῖν βουλόμενος τὸν λέοντα
' ὑμῖν λόγοις τεκμήρασθαι , ὥστε Θηβαίους μὲν Ὀρχομενοῦ καὶ Θεσπιῶν καὶ Πλαταιῶν οἰκισθεισῶν ἀσθενεῖς γενέσθαι , Λακεδαιμονίους δ '
5906837 συλληφθεντες
τὴν τοῦ κυνὸς ὑλακὴν τὴν ἐς τοὺς προειρημένους . καὶ συλληφθέντες στρεβλοῦνται καὶ κατεῖπον ὅσα ἐτόλμησαν . Κυνὶ δίδως ἄχυρα
κακά . λέγει δὲ ὁ αὐτὸς λόγος , ὅτι καὶ συλληφθέντες οὐ μόνον οὐ τιθασεύονται , ἀλλ ' οὐδὲ φωνὴν
5906835 Ἀγησαρχου
μὲν ἦν Φαιστίου , οἱ δὲ Δωσιάδα , οἱ δὲ Ἀγησάρχου . Κρὴς τὸ γένος ἀπὸ Κνωσοῦ , καθέσει τῆς
. . . . . Ἐπιμενίδης Φαίστου ἢ Δωσιάδου ἢ Ἀγησάρχου υἱὸς καὶ μητρὸς Βλάστας , Κρὴς ἀπὸ Κνωσσοῦ ἐποποιός
5903032 δνοφερης
δ ' ἵησι καταστυφέλου διὰ χώρου . ἔνθα δὲ γῆς δνοφερῆς καὶ ταρτάρου ἠερόεντος πόντου τ ' ἀτρυγέτοιο καὶ οὐρανοῦ
, οἳ Γῆς ἐξεγένοντο καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος , Νυκτός τε δνοφερῆς , οὕς θ ' ἁλμυρὸς ἔτρεφε Πόντος . εἴπατε
5901729 Ἀρουακων
, ἕτερον γένος Κελτιβήρων , ἐνέβαλεν , οἳ γείτονες τῶν Ἀρουακῶν εἰσιν , οὔτε τινὸς αὐτῷ ψηφίσματος γεγονότος οὔτε Οὐακκαίων
, καταθήσεσθαι . Κίμβρων δ ' ἐξελαθέντων Τίτος Δείδιος ἐπελθὼν Ἀρουακῶν μὲν ἔκτεινεν ἐς δισμυρίους , Τερμησὸν δέ , μεγάλην
5898942 ἀποστελλουσι
[ τῷ λόγῳ τῷ πρώτῳ ] οἱ Ἕλληνες αὐτὸν Μενέλεων ἀποστέλλουσι παρὰ Πρωτέα . Ἀπικόμενος δὲ ὁ Μενέλεως ἐς τὴν
ὁ Ἀντιόχου παρέλαβε τὴν ἀρχήν . Λακεδαιμόνιοι δὲ οὔτε κήρυκα ἀποστέλλουσι προεροῦντα Μεσσηνίοις πόλεμον οὔτε προαπειπάμενοι τὴν φιλίαν , κρύφα
5897874 Θουριων
στροφὴ ἑτέρα κώλων ηʹ . βαλὴν ] ὦ βασιλεῦ κατὰ Θουρίων γλῶσσαν , ὥς φησιν Εὐφορίων . ὦ . ἴθι
ἑσπέραν ἑκατέροις ἀγγέλλεται Σιποῦντα μὲν Ἀγρίππας ἀναλαβών , Πομπήιος δὲ Θουρίων μὲν ἀπεωσμένος , Κωνσεντίαν δ ' ἔτι περικαθήμενος ,
5897838 Ξανθιοις
οἱ Ξάνθιοι ὀδυρόμενοι τὰ σφέτερα καὶ παραινοῦντες ἀμείνονα βουλεύσασθαι . Ξανθίοις δὲ οὐδὲν ἀποκριναμένων πω τῶν Παταρέων , ἐδίδου τὸ
ἄλλων περιφανέστατα Λαοδικεῦσι καὶ Ταρσεῦσι καὶ Ῥοδίοις καὶ Παταρεῦσι καὶ Ξανθίοις . καὶ αὐτῶν ἕκαστα , ὡς ἐν κεφαλαίῳ συναγαγόντι
5897407 συνῳκισθησαν
οὐ τὴν Ἀκράγαντα . οἱ μὲν γὰρ ἀπὸ τοῦ ῥᾴστου συνῳκίσθησαν , οἱ δὲ χαλεπῶς καὶ μόλις . Ἀντίφημος γὰρ
καὶ Μακεδόνων ἀρχὴν καταλύσαντες , ἀλλ ' ἐκ παντὸς οὗ συνῳκίσθησαν χρόνου βίον Ἕλληνα ζῶντες καὶ οὐδὲν ἐκπρεπέστερον ἐπιτηδεύοντες πρὸς
5896682 ποιμανοριον
τὸ ἀνδρικὸν παρὰ τὸ τοὺς βασιλεῖς λέγεσθαι ποιμένας . ὅθεν ποιμανόριον τὸ ἐκ ποίμνης ἀνδρῶν συνηγμένον βασίλειον . . ἐπὶ
τὴν γῆν δουλώσειν , μήτοι γε τὴν Ἑλλάδα . . ποιμανόριον θεῖον ] ποίμνιον ἀνδρῶν . θαυμαστὸν δὲ ἐς τὸ
5896522 Ταρφην
κόρρης „ . Φαρύγαι , πόλις Λοκρίδος , ἣν Ὅμηρος Τάρφην καλεῖ . οἱ μὲν ἀπὸ τῆς ἐν Φαρύγαις κρήνης
ἥμισυ τούτων : κῦμά τε ἐξαρθὲν τριχῆ τὸ μὲν πρὸς Τάρφην ἐνεχθῆναι καὶ Θρόνιον , τὸ δὲ πρὸς Θερμοπύλας ,
5893361 πηνιοις
πέπλῳ τῆς καλλιδίφρου Ἀθηνᾶς τοὺς πώλους ποικίλλουσα αὐτοὺς ἐν ἀνθοβαφέσι πηνίοις ἢ μεταξίοις : ἢ τῶν Τιτάνων γενεὰν ὑφανῶ ἐν
πήναις δὲ τοῖς πηνίοις κροκωτοῖς ἀπὸ τῶν βαμμάτων : ἀνθηροῖς πηνίοις : ἢ Τιτάνων γενεάν : ἀντὶ τοῦ Γιγάντων .
5892903 προχειρισθεντες
ἀπάγειν . Ὡς δὲ ταύτῃ προσέθεντο τῇ γνώμῃ καὶ οἱ προχειρισθέντες ὑπ ' αὐτῶν πρέσβεις ἀφικόμενοι πρὸς τὸν δικτάτορα καὶ
στρατιὰν ἀγείρειν τὸ μὲν πρῶτον πρέσβεις ἔπεμψαν , οἱ δὲ προχειρισθέντες ἐκ τῶν βουλευτῶν πρέσβεις ἐλθόντες ἐπὶ τοὺς προβούλους τῶν
5892606 φαυλιζειν
τὰς κακίας ὑποκορίζεσθαι τῷ τῆς ἀρετῆς ὀνόματι οὔτε τὰς ἀρετὰς φαυλίζειν τὰ τῆς κακίας ἑκάστῃ παρατιθέντα . οὕτω τοίνυν καὶ
οὐκ ἄτοπον ὧν τὰ ἔργα κοσμεῖ , τούτων τὴν πολιτείαν φαυλίζειν , καὶ ἃ τῆς τῶν πεισθέντων ἀρετῆς τίθεται δείγματα
5891668 Κυλωνειων
. ἐκ τούτου δὲ κληθέντες ἐναγεῖς ἐμισοῦντο , καὶ τῶν Κυλωνείων οἱ περιγενόμενοι πάλιν ἦσαν ἰσχυροί , καὶ στασιάζοντες ἀεὶ
πρὸς τοὺς ἄλλους φίλους ἤδη πάλιν ἀθροιζομένους καὶ κρατοῦντας τῶν Κυλωνείων . . ἔπειτα γενόμενος ὀκτὼ καὶ εἴκοσιν ἐτῶν ,
5889289 καταφυλαδον
ἐς Ῥόδον ἷξεν ἀλώμενος ἄλγεα πάσχων : τριχθὰ δὲ ᾤκηθεν καταφυλαδόν , ἠδὲ φίληθεν ἐκ Διός , ὅς τε θεοῖσι
δὲ θοῶς σεύονται ἐπὶ στίχας , ὥστε φάλαγγες ἀνδρῶν ἐρχομένων καταφυλαδόν : οἱ μὲν ἔασιν ὁπλότεροι , τοὶ δ '
5888564 Ἱπποδρομος
ἐπαίνους τοῦ Ἡρακλείδου πέρα ἀχθηδόνος : ἰδὼν οὖν αὐτὸν ὁ Ἱππόδρομος ἐν τῇ ἀκροάσει „ ὁ νεανίας οὗτος ” ἔφη
. ὄνομα δὲ τῇ ἀτορᾷ τὸ ἐφ ' ἡμῶν ἐστιν Ἱππόδρομος , καὶ οἱ ἐπιχώριοι τοὺς ἵππους παιδεύουσιν ἐνταῦθα .
5887076 Λεωστρατος
. Τοῦ δ ' ἐνιαυσίου χρόνου διεληλυθότος Ἀθήνησι μὲν ἦρχε Λεώστρατος , ἐν Ῥώμῃ δ ' ὑπῆρχον ὕπατοι Σερούιος Κορνήλιος
' ἐκείνου πραχθέντα . ἐπεὶ κἀκεῖνο : διὰ τί ποτε Λεώστρατος οὑτοσὶ οὐχ αὑτόν , ἀλλὰ τοῦτον ἐπεγράψατο τῇ διαμαρτυρίᾳ
5882766 κατασφαξαντες
τὰ πεπτωκότα τῶν τειχῶν ὁρμήσαντες τοὺς προφυλάττοντας ἐπὶ τῆς τάφρου κατασφάξαντες παρεισέπεσον εἰς τὴν πόλιν καὶ τοὺς περὶ τὸ θέατρον
. πρόβατα οὖν καὶ βόας ἀποδομένων τῶν ἐπιχωρίων ἡμῖν , κατασφάξαντες ἠριστοποιούμεθα . καὶ παρὰ τὸν τοῦ συμποσίου καιρὸν τῶν
5881849 θεʹ
: ὥστε καὶ ὁ γδβʹ κύκλος ὀρθός ἐστι πρὸς τὴν θεʹ : καὶ ἔστιν ἡ θεʹ ἄξων : ὁ γδβʹ
ἔστω κέντρον τῆς σφαίρας τὸ θʹ σημεῖον καὶ ἐπεζεύχθω ἡ θεʹ : ἄξων ἄρα ἐστὶ τῆς σφαίρας ἡ θεʹ εὐθεῖα
5881804 Αἰγιευς
. . . αἴγιον : πόλις Ἀχαΐας . ὁ πολίτης Αἰγιεύς . . . αἰγόσθενα : πόλις Μεγαρίδος , οὐδετέρως
πόλις Ἀχαΐας , ὡς Εὔδοξος ἐν ἕκτῃ . ὁ πολίτης Αἰγιεύς , ὡς ὁ χρησμός „ ὑμεῖς δ ' Αἰγιέες
5880555 Κεκροπια
: ἀντὶ τοῦ : σὺν τούτοις ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς . Κεκροπία γὰρ λέγεται ἡ Ἀττικὴ ἀπὸ Κέκροπος τοῦ βασιλεύσαντος .
. τὰ τοπικὰ ἐκ Κειριαδῶν εἰς Κειριαδῶν ἐν Κειριαδῶν . Κεκροπία χώρα καὶ Κεκροπίς φυλή , ἀπὸ Κέκροπος . λέγεται
5880367 Ὀκταουιου
αὑτοῦ καὶ τὸ πατρῷον ὅλως ἐνήλλαξεν , ἀντὶ Ὀκταουίου παιδὸς Ὀκταουίου Καῖσαρ εἶναι καὶ Καίσαρος υἱός , καὶ διετέλεσεν οὕτω
καὶ τὸ αὑτοῦ καὶ τὸ πατρῷον ὅλως ἐνήλλαξεν , ἀντὶ Ὀκταουίου παιδὸς Ὀκταουίου Καῖσαρ εἶναι καὶ Καίσαρος υἱός , καὶ
5879188 ἐπιλεξας
γὰρ τοὺς χρημάτων μὲν ἐνδεεῖς , τῇ δὲ ψυχῇ θρασεῖς ἐπιλέξας , ὑπὲρ τοὺς χιλίους , ὅπλοις τε πολυτελέσι καθώπλισε
τὴν ἰδίαν ξενηλασίαν ἀπάνθρωπόν τινα καὶ μισόξενον βίον εἰσηγήσατο . ἐπιλέξας δὲ τῶν ἀνδρῶν τοὺς χαριεστάτους καὶ μάλιστα δυνησομένους τοῦ
5879038 ἁμαρτοντων
' αὐτὸ καὶ παρακαλοῦμεν . ἔστι δὲ τῶν μὲν οὐδὲν ἁμαρτόντων δικαιολογία , τῶν δ ' ἁμαρτόντων παράκλησις . ἐφ
. Τὸ κυνὸς κακὸν ὗς ἀπέτισεν : ἐπὶ τῶν ἄλλων ἁμαρτόντων , ἄλλων δὲ δόντων δίκην . Τὸν ξύοντα ἀντιξύειν
5878860 γενοιθ
ὡς τὴν Μυρρίνην , τὴν γείτον ' , οὕτω μοι γένοιθ ' ἃ βούλομαι . ὁρᾶις ] ἵν ' οἴχεθ
, φαίνεταί μοι ὅτι οὐκ ἀρέσει ὑμῖν . εἰ τοῦτο γένοιθ ' ὃ : ὅρα τὴν δεξιότητα τοῦ κωμικοῦ :
5875167 προτεινοντων
ἐς Ἀντώνιον , διωκόντων αὐτοὺς τῶν Καίσαρος φίλων καὶ σπονδὰς προτεινόντων καὶ οὐκ ἐθέλουσιν ἐνοχλούντων τὰ πεζὰ μάλιστα : ὧν
μὲν νουθεσίαις περιόδοις ἀκολουθῆσαν , ἁγνεῦσαν δὲ τῶν ὁλκὸν ἀπατεῶνα προτεινόντων δύναμιν αἰσθητῶν . ἆρά γε οὐχὶ τοῦτον τὸν τρόπον
5871324 συνεπεμψεν
' ὑστεραίᾳ ἀπέδωκέ τε αὐτοῖς ἃ ὑπέσχετο καὶ τοὺς ἐλῶντας συνέπεμψεν . οἱ δὲ στρατιῶται τέως μὲν ἔλεγον ὡς ὁ
τῶν λοιπῶν ἔπεμψεν Ἀρχιβιάδην πρεσβευτὴν ὡς ὑπὲρ φιλίας πρεσβευσόμενον . συνέπεμψεν δὲ αὐτῷ καὶ κιθαρῳδὸν ἄριστον , ὅπως συντρεχόντων πάντων
5868239 Ὀμβρων
Σιθώνων Γιγάντων . Σιθὼν δὲ βασιλεὺς ἦν Θράκης . * Ὄμβρων : Ὄμβροι γένος Γαλατῶν . * † καὶ Σαλπίων
κελάρυζε χανοῦσα . καὶ χθὼν τερπομένη νυμφεύετο : τικτομένων δὲ Ὄμβρων δισσὰ κάρηνα παρὰ πτερὸν ὑψόθεν ἔγνων ὀρνυμένου Χειμῶνος ,
5863808 εἰξαντων
ἀλλὰ μὴν τριῶν γε ἕν τι κατηνάγκαστο , ἢ πάντων εἰξάντων ἔχειν τὴν ἡγεμονίαν , οὗ μεῖζον οὐδὲν ἂν εἴποι
, φιλοκαλούμενον . . , . τεγχθέντων : ἀντὶ τοῦ εἰξάντων . ἔνθεν καὶ ὁ ἄτεγκτος . Πλάτων Πολιτείας βʹ
5862984 Πυρριχου
' εἰσὶν ἀμφότεραι . Ἀριστόξενος δέ φησι τὴν πυρρίχην ἀπὸ Πυρρίχου Λάκωνος τὸ γένος τὴν προσηγορίαν λαβεῖν . Λακωνικὸν δ
' εἰσὶν ἀμφότεραι . Ἀριστόξενος δέ φησι τὴν πυρρίχην ἀπὸ Πυρρίχου Λάκωνος τὸ γένος τὴν προσηγορίαν λαβεῖν : Λακωνικὸν δ
5861912 ἀπελαυον
ἐμός , ἄμφω παρόντε . τῆς ἰσορρόπου δὲ αὐτοῖς εὐτυχίας ἀπέλαυον εἰς πόνους ἔτη πέντε καὶ εἴκοσι γεγονώς , ὁ
Μέλης οὐκ ἀηδής μοι καὶ ὁ Κινησίας , ἀλλ ' ἀπέλαυον τοῦ γελοίου καὶ συνεχώρουν ἄχρι τούτου καὶ ὀνομαστὶ κωμῳδῆσαι

Back