αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ , καὶ τὰ ἔτη τῆς χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις ταῖς ἡμέραις
ἐχθρῶν καὶ καταφρονήσει πάντων καὶ ὠφεληθήσεται διὰ τῶν φιλονεικιῶν καὶ πληθυνθήσεται ἡ εἴσοδος αὐτοῦ καὶ τεχθήσεται αὐτῷ παιδίον καὶ εὐφρανθήσεται
6752483 βραχυβια
πολυκαρπίαν : ταῦτα μὲν οὖν , ὥσπερ ἐλέχθη , φύσει βραχύβια ἐξαναλισκομένης ἐνταῦθα τῆς οὐσίας , ὅσα πολυκαρπήσαντα ἀφαυαίνεται καθάπερ
, ἀναλίσκει τὸ ὑγρόν , καὶ διὰ τοῦτο τὰ τοιαῦτα βραχύβια γίνονται : οἷς δὲ ἡ χολὴ ἐλαττοῦται , ἀντέχει
6589426 ἀμαλδυνεται
εὐνοῦχοι διὰ ταῦτα οὐ λαγνεύουσιν , ὅτι σφέων ἡ δίοδος ἀμαλδύνεται τῆς γονῆς : ἔστι γὰρ δι ' αὐτῶν τῶν
τοῦ ἐλαίου . εἴρηται δὲ οὕτω καὶ ὁ ὀρός . ἀμαλδύνεται : ἀφανίζεται καὶ ἀμαυροῦται , ὡς ἐν βʹ Γυναικείων
6534525 κυνεια
ἐν Ἐπιτρέπουσι καὶ Φιλήμων ἐν Μυρμιδόσι . σκυλάκια σιαλώδεα : κύνεια κρέα λιπαρά . ἡμιεκτέον : τὸ ἥμισυ τοῦ ἑκτέως
σκορόδου φύσιγγα : τὸ ἔξωθεν λέμμα . σκυλάκια σιαλώδεα : κύνεια κρέα λιπαρά . συνέβησε : συνεβίβασεν . τολμᾶν :
6503212 καρπωματα
δ ' ἐστὶν ἅ φησι „ δῶρα καὶ δόματα καὶ καρπώματα , ἃ διατηροῦντες προσοίσετε ἐν ταῖς ἐμαῖς ἑορταῖς ἐμοί
βροτοίτί μήν ; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , †
6477789 βαθυγειος
ἡ πεδιὰς καὶ ὅσα κατεβλήθη σπέρματα , ἐπάρατος δὲ ἡ βαθύγειος τῆς ὀρεινῆς καὶ ὅσα γένη δένδρων ἡμέρων : ἐπάρατοι
ἡλίου ἐκκαίονται , ὡς μὴ δύνασθαι ῥιζῶσαι . Καὶ ἡ βαθύγειος δὲ γῆ , καὶ ἡ στερεὰ καὶ ἡ βαρεῖα
6473660 ἀγονα
μὴ πάλιν ἡ τεκοῦσα ὑποθάλψῃ αὐτὰ ἐπελθοῦσα ταχέως , γίνεται ἄγονα . ἀθρόα δὲ καὶ πεντεκαίδεκα ᾠὰ ἀποτίκτει . Παφλαγόνων
, ὡς ὀκτὼ μῆνας ἐνδιαιτηθῆναι γαστρί , κατὰ τὸ πλεῖστον ἄγονα ; λογικόν τέ φασιν ἄνθρωπον κατὰ τὴν πρώτην ἑπταετίαν
6418806 ἀκανθωδης
προθυμούμενος , βιαζόμενος , προθυμῶν . Λάχνη : τρίχωσις , ἀκανθώδης τρίχωσις : τὸ σχῆμα ἐμφαντικόν : τοιαύτη θρὶξ τραχεῖα
ἐνθαῦτα ὁ Κῦρος , ἦν γάρ τις χῶρος τῆς Περσικῆς ἀκανθώδης ὅσον τε ἐπὶ ὀκτωκαίδεκα σταδίους ἢ εἴκοσι πάντῃ ,
6418587 συχνη
τι σημαίνει ; Οἷσιν ἐπὶ αἱμοῤῥαγίῃ λάβρῳ πυκνῇ μετὰ μελάνων συχνὴ διαχώρησις , ἐπιστάσης δὲ αἱμοῤῥοεῖ , οὗτοι κοιλίας ὀδυνώδεες
ἆθλον τῆς κακίας ἐγένετο γάμος , νέα μὲν γυνή , συχνὴ δὲ οὐσία , καὶ νῦν ἐν πόλεσιν ἃς ἐκένωσε
6405128 ἱματισμος
μὲν , χεῖρον δὲ τοῦ Ἰνδικοῦ , καὶ πορφύρα καὶ ἱματισμὸς ἐντόπιος καὶ οἶνος καὶ φοῖνιξ πολὺς καὶ χρυσὸς καὶ
Προχωρεῖ δὲ εἰς αὐτὴν προηγουμένως χρήματα πλεῖστα , χρυσόλιθα , ἱματισμὸς ἁπλοῦς οὐ πολὺς , πολύμιτα , στίμμι , κοράλλιον
6404275 ὁλοκληρα
τοῖς τῶν ἄλλων συναναμίξῃ , τὰ μὲν τοῦ ἀετοῦ μένει ὁλόκληρα καὶ ἀνεπιβούλευτα , τὰ δὲ ἕτερα κατασήπεται , τὴν
φίλους εὖ ποιοῦντα καὶ ὅσαι ὧραι , τοὺς δὲ ἐχθροὺς ὁλόκληρα γένη καὶ ἔθνη μετασκευάσαντα εἰς εὔνοιαν ἐκ δυσμενείας .
6397185 καθυγρος
ἐδόκει γὰρ ἡ Μηδικὴ χώρα , πεδιάς τε οὖσα καὶ κάθυγρος , εὔφορος εἶναι εἰς τὰς τῶν κτηνῶν τροφάς .
ὄνομα λίμνης Θρᾳκικῆς , ἥτις ὑλώδης καὶ τελματώδης οὖσα καὶ κάθυγρος δόνακας πολλοὺς ἀναδίδωσιν , ἤτοι βούτομα καὶ πάπυρα ,
6363956 ἀκμαια
πλουσίων : πλούσιος γὰρ οὗτος ἐν Κορίνθῳ . Ὑπεψηνισμένη : ἀκμαία πρὸς τόκον . ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν σύκων τῶν διὰ
ἐντεθρυμμένος ἢ τυρός . ἀμολγαίη : ἀντὶ τοῦ κρατίστη , ἀκμαία : τὸ γὰρ ἀμολγὸν ἐπὶ τοῦ ἀκμαίου τίθεται .
6330843 ταμεια
ἄλλως δὲ τυφλός . Ὑπανοίγοντος δὲ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ τὰ ταμεῖα καὶ τὴν θύραν , ἣν ἐκεῖνος ἰσχυρὰν ἐνόμιζεν εἶναι
συνεχέσι καὶ μεγάλοις αὐτὰς ἐκτραχηλίζοντες , οἳ τὰ μὲν ἴδια ταμεῖα πληροῦσιν , ἅμα τοῖς χρήμασι καὶ τὰς ἀνελευθέρους κακίας
6326278 ἐπιρροη
. Ἰού , ἰού , πόση τις ἡ τῶν δώρων ἐπιρροή , ἀλλᾶντες , οἶνος , χιτών , βιβλίον .
διά τε πυκνότητα καὶ ξηρότητα , κατὰ μικρὸν γὰρ ἡ ἐπιρροή , καὶ διὰ τὸ συνεχὲς ἀεὶ τῆς εἰς τὰ
6306881 ὀλιγοχρονια
μέγα καὶ σεμνὸν , ἀλλὰ πάντα σμικρὰ καὶ ἀσθενῆ καὶ ὀλιγοχρόνια καὶ ἀναμεμιγμένα λύπαις μεγάλαις . Τὸ ζῆν ἔοικε φρουρᾷ
τὴν δύνουσαν , ἀλλ ' ὅμως εἰ αὕτη ἀναιρετικὴ εἴη ὀλιγοχρόνια ἔσται . εὕρομεν δὲ πολλάκις , φησίν , τῇ
6266481 Νεα
, πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῆς τε ὑπάτης καὶ τῆς μέσης . Νέα χελιδὼν : ἐπὶ τῶν ἐξαπατώντων τινάς . Νεμέας αὐλητρίδος
δὲ τοῦ Αἰσήπου μεταξὺ Πολίχνας τε καὶ Παλαισκήψεως ” ἡ Νέα κώμη καὶ Ἀργυρία . „ καὶ τοῦτο πάλιν πλάσμα
6217286 περιμαχητα
τε καὶ πανηγύρεως τῶν παρ ' ἡμῖν τὰ θαυμαστὰ καὶ περιμάχητα ἔργα ταῦτα : ἄδεια ἄνεσις ἐκεχειρία μέθη παροινία κῶμοι
τι ἄλλο θεήλατον ἢ ἀνθρώπειον κακὸν ἔλυσε , πῶς οὐ περιμάχητα καὶ παντὸς λόγου κρείττονα καθέστηκεν ; ἀλλ ' οὔπω
6216417 νομη
κτώμενος . τοιαύτη μὲν οὖν καὶ ἡ τῆς πέμπτης συζυγίας νομή : κείσθω γὰρ εἶναι μία διὰ Μαρῖνον , εἰ
σέ . οὐκ ἴση τῆς θαλάσσης πρὸς τὴν γῆν ἡ νομή : μικρόν μοί σου μέρος καταλέλειπται ἐν ὄψει τοῦ
6210125 εὐωδεστερα
ῥόδου ἐρυθαινόμενον ἀναδοῦναι . Ἐὰν σκόροδα παραφυτεύσῃς τοῖς ῥόδοις , εὐωδέστερα ἔσται . εἰ δὲ θέλεις ἀδιαλείπτως ἔχειν ῥόδα ,
καὶ ὄρη κρείσσω : καὶ γὰρ καθαρώτερα καὶ λεπτότερα καὶ εὐωδέστερα καὶ ταῖς γλυκύτησιν ἡδίω παρέχουσιν . πεδίων δ '
6207160 χεδροπα
δὲ ψόφον παρέχει , ᾗ τὴν εἰσπνοὴν ποιέεται : καὶ χέδροπα καὶ σῖτος καὶ ἀκρόδρυα θερμαινόμενα πνεῦμα ἴσχει , καὶ
ἀπὸ τοῦ χεδροποῦ . ὁ δὲ Μέγας Βασίλειος τὰ ὄσπρια χέδροπα καλεῖ , εἴτε ἐκ τῶν σιτηρῶν λέγων , εἴτε
6189726 κοχ
. . . λιτρ . αʹ ʹʹ . ἡ δόσις κοχ . αʹ μετὰ κονδίτου . τοῦτο ποιεῖ , ἐφ
: ἡ τελεία δόσις κοχ . εʹ , ἡ ἐλάττων κοχ . βʹ , ἡ μέση γʹ : τὸ δὲ
6188982 ὑπογεια
Δήμοις . λέγειν δ ' ἔστι καὶ κατάγεια οἰκήματα καὶ ὑπόγεια . ἔνι δ ' εἰπεῖν λίθον σκληρὸν καὶ λίθον
δίδωσι , μάλιστα καὶ τοῦ περὶ ἀποδημίας κλήρου εἰς τὰ ὑπόγεια πίπτοντος . κἂν οἱ κλῆροι πάλιν ὅ τε τῆς
6186431 χαμαιακτη
ὥσπερ ἐκεῖνο παρδάλεις . Ἀκτὴ ἥ τε δενδρώδης καὶ ἡ χαμαιάκτη ξηραντικῆς ἀμφότεραι δυνάμεώς εἰσι τῆς κολλητικῆς τε καὶ μετρίως
, πολύχυλον , οἰνώδη . τὸ δ ' ἕτερον αὐτῆς χαμαιάκτη καλεῖται , ὑφ ' ὧν δ ' ἕλειος ἀκτῆ
6183470 δενδροφορος
σπαρτῶν ἅπας καρπός , ἐκαίετο δὲ καὶ τῆς ὀρεινῆς ἡ δενδροφόρος , στελεχῶν ῥίζαις αὐταῖς ἐμπιπραμένων : ἐπαύλεις δὲ καὶ
τῆς Κυρηναίας πρὸς μεσημβρίαν : μέχρι μὲν σταδίων ἑκατὸν καὶ δενδροφόρος ἐστὶν ἡ γῆ , μέχρι δ ' ἄλλων ἑκατὸν
6161110 κασσια
ποικίλη δὲ ἡ τῶν ἀνθέων συμπλοκή . τὰ θυμιάματα , κασσία καὶ λιβανωτὸς καὶ κρόκος : τὰ ἄνθη , νάρκισσος
μὲν τὰ προειρημένα , τὸ δὲ πλεῖστον ἐν αὐτῇ γεννᾶται κασσία καὶ ἄρωμα καὶ μοτὼ καὶ δουλικὰ κρείσσονα , ἃ
6161016 λειπομενη
ἀλλὰ καὶ μῆκος καὶ βάθος , ὡσαύτως δὲ καὶ ἡ λειπομένη διάστασις . εἰ δὲ συνελθόντων τούτων τότε ἐπισυνέβη τὸ
σχεδὸν τῇ πικρίᾳ μόνον καὶ τῷ τόνῳ τοῦ Δημοσθενικοῦ χαρακτῆρος λειπομένη , τοῦ δὲ πιθανοῦ καὶ κυρίου μηδὲν ἐνδέουσα .
6152097 φυλλοβολα
. Πάντα δὲ κάρπιμα ἢ ἄκαρπα , καὶ ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα , καὶ ἀνθοῦντα ἢ ἀνανθῆ : κοιναὶ γάρ τινες
τὰ δένδρα τριχῶς ὀνομάζονται : τὰ μὲν γὰρ αὐτῶν λέγονται φυλλοβόλα , τὰ δὲ ἀειθαλῆ , τὰ δὲ κρυψίφυλλα .
6146207 δοματα
γὰρ σημαίνει τὰ κτήματα καὶ ὅσα βέβαια τῶν κειμηλίων : δόματα δὲ τὰ χειρόδοτα [ καὶ ] ὧν ἡ χρῆσις
ἃ τῷ γνησίῳ κληρονομεῖν ἐφεῖται μόνῳ , τὰ δὲ μικρὰ δόματα , ὧν οἱ νόθοι καὶ ἐκ παλλακῶν ἀξιοῦνται :
6143373 εὐοσμοτερα
' ἔνιά γε τῶν ἀνθέων ἐξ ἀποστάσεως ἢ πλησίον ἐλθοῦσιν εὐοσμότερα καθάπερ καὶ τὰ ἴα δοκεῖ . Τὸ δ '
ἐκ τούτων ὅπερ καὶ πρότερον ἐλέχθη διότι τὰ ξηρὰ καὶ εὐοσμότερα πρὸς ἄλληλα ταῖς ὀσμαῖς . Εὐλόγως δὲ τὰ μύρα
6140677 καρποφορα
τῷ βρέφει , καὶ τῶν δένδρων ἄρρενα μὲν καλοῦσι τὰ καρποφόρα , θήλεα δὲ τὰ μὴ φέροντα τοὺς καρπούς ,
ὅπου ἂν οἰκῶσιν ἄνθρωποι ; οἱ δὲ στρουθοὶ περὶ τὰ καρποφόρα τῶν δένδρων ; οἱ δὲ κύκνοι ὅπου ἔξεστιν αὐτοῖς
6137677 εὐφυϊα
, οὕτω κἀνταῦθα ἡ φυσικὴ ἀρετὴ προϋπάρχει τῆς κυρίας , εὐφυΐα τις οὖσα καὶ αὐτὴ πρὸς ὑποδοχὴν τῆς κυρίως ἀρετῆς
εὐφυὴς εὐθιξίας , ἐπιμονῆς , μνήμης , ἐν οἷς ἡ εὐφυΐα : ὁ δὲ εὐμαθὴς ἀκροάσεως , ἡσυχίας , προσοχῆς
6126364 πεδιας
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
περιβολήν , ἢ ἁπλῶς ὅπλισιν , παρὰ τὸ ἔχειν . πεδίας . ἀπολογεῖται διὰ τὴν τῶν τόξων χρῆσιν : καὶ
6124310 ἁλουργις
τυραννίδος ἐρᾷ . καὶ οὐκ ἔμελλε καί , ἦν γὰρ ἁλουργὶς ἀγάλματι περικειμένη , ταύτην ἐνδὺς ἔργου εἴχετο . προσπεσόντες
δικάζει μήτε θύει , ἀλλὰ πομπεύει μόνον . ἔστι δὲ ἁλουργὶς χρυσῆ : ἐξ ἴσου γὰρ ὁ χρυσὸς ὕφανται τῇ
6123377 πολιχνια
Ἀντέμναι καὶ Φιδῆναι καὶ Λαβικὸν καὶ ἄλλα τοιαῦτα τότε μὲν πολίχνια , νῦν δὲ κῶμαι , κτήσεις ἰδιωτῶν , ἀπὸ
καὶ τὰ Περσικά . εἶτα μετὰ Κνίδον Κέραμος καὶ Βάργασα πολίχνια ὑπὲρ θαλάττης . Εἶθ ' Ἁλικαρνασός , τὸ βασίλειον
6111472 λιθια
καὶ μαλάβαθρον ἐκ τῶν ἔσω τόπων εἰς αὐτὴν , καὶ λιθία διαφανὴς παντοία καὶ ἀδάμας καὶ ὑάκινθος καὶ χελώνη ἥ
' ἂν ἀρχὴν κινηθῆναι τὸν μικρότατον ὑπὸ ζεύγους ἡμιόνων : λιθία δὲ ἐνήρμοσται πάλαι , ὡς μάλιστα αὐτῶν ἕκαστον ἁρμονίαν
6106017 ὀζωδεστερα
δὲ ἐν εὐηλίῳ . καὶ τὰ ἄρρενα δὲ τῶν θηλειῶν ὀζωδέστερα ἐν οἷς ἐστιν ἄμφω , οἷον κυπάριττος ἐλάτη ὀστρυῒς
καὶ ἐρινεὸς συκῆς καὶ ἀχρὰς ἀπίου . πάντα γὰρ ταῦτα ὀζωδέστερα : καὶ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ πάντα τὰ πυκνὰ
6102122 ὀστρακοδερμα
, καὶ ὀξυτάτως πηγνύων , καὶ ἔχων βέλος ὀξὺ , ὀστρακόδερμα δ ' εἰσὶν ὁ καραβὸς καὶ οἱ ἀστακοί .
εἰς τὴν ἰδίαν κοίτην , ἀλλότριον μὴ ἐπιβαίνων . Τὰ ὀστρακόδερμα πάντα γηράσαντα τὸ ὄστρακον ἀποβάλλουσι καὶ ἄλλο κάτωθεν νέον
6089008 ἐπιγινομενα
: ὁ δὲ καιρὸς καὶ πρὸς αὐτὰ καὶ πρὸς τὰ ἐπιγινόμενα παρὰ τοῦ θεοῦ κατὰ τὰς ὥρας . Αὗται μὲν
γεωργίαν καί τ ' ἄλλα περὶ βίον εὐοδοῖ καὶ τὰ ἐπιγινόμενα πολυπλάσια τοῦ ἐξ ἀρχῆς γίνεται . ‖ ‖ Τοῖς
6078390 γλυκυτερα
] τιμωροῖς . σημείωσαι ὅλον . πεπαιτέρα ] ὡριμωτέρα , γλυκυτέρα . πεπαιτέρα ] ἡδύτερος , φησίν , ὁ θάνατος
ἐν τῷ βρέχειν ὥσπερ οἱ ἐν Αἰγύπτῳ καὶ γίνεται πολλῷ γλυκυτέρα καὶ ἁπαλωτέρα καθάπερ καὶ ἡ ἑψομένη . Τοῦτο δὲ
6075095 σπανιωτερα
πέφυκεν : οὐ μὴν πολλή γε ἡ πλάτανος , ἀλλὰ σπανιωτέρα ἔτι ταύτης ἡ λεύκη , πλείστη δὲ μελία καὶ
αἰτιατικὴ μᾶλλον εἰς ν λήγει , οἷον τὸν βοῦν , σπανιωτέρα δέ ἐστιν ἡ εἰς α , οἷον τὸν βόα
6074728 ἀτροφα
φόβον . πόνοι : αἱ ἐνέργειαι . περιμάδαρα ἕλκεα : ἄτροφα καὶ ἀνώμαλα . προσάρματα : τροφαί . πόνοι σιτίων
τροφὴν ἡ δὲ πρὸς δύναμιν τοῦ γεννᾷν : ἔνια δὲ ἄτροφα γεννητικὰ δὲ , τὰ δ ' ἴσως ἀνάπαλιν .
6071626 εὐετηρια
, καὶ λοιμικὴ κατάστασις . ἐν τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη
Ἐπίδοξα . ἀντὶ τοῦ προσδόκιμα . Εὐεστώ . εὐημερία , εὐετηρία , ἡ καλλίστη τῶν ἐτῶν διαγωγή . Διογενιανὸς ἄνευ
6066466 σιτωδη
τὰ μὲν ἔχει περὶ αὐτὸν τὸν καρπόν , οἷον τὰ σιτώδη καὶ κεγχρώδη περὶ τὸν στάχυν : τὰ δὲ χεδροπὰ
μὴ δριμεῖ κλύσματι ὡς μὴ ἐπιτείνεσθαι τὴν διάτασιν καὶ τροφὴν σιτώδη διδόναι ὀλίγην καὶ ἐφ ' ὑδροποσίᾳ τηρεῖν . ἐπιμένοντος
6061686 πρωϊκαρπα
, διόπερ ἴσως τὰς καθ ' ὅλου λεκτέον αἰτίας . πρωΐκαρπα μὲν ὅσα μήτε κάθυγρα μήτε ψυχρὰ τοῖς ὀποῖς ,
καὶ τὸ ὅλον ὥσπερ πρότερον εἴρηται , τὰ πρωϊβλαστῆ καὶ πρωΐκαρπα δι ' ἀσθένειαν , ἔνια δὲ καὶ συμπαρακολουθεῖ βλαστάνοντα
6059003 σφαιρια
γόνασι φλεγμονὰς ὀνίνησιν . ὁ δὲ φλοιὸς αὐτῆς καὶ τὰ σφαιρία ξηραντικώτερα , ὡς τὸν μὲν ἐν ὄξει καθεψόμενον εἰς
ἐξοχαὶ αἱ περὶ τὰ σφαιρία τῶν πλατάνων οὐ κωλύουσιν αὐτὰ σφαιρία εἶναι : καίτοι αὗται πλείονα λόγον ἔχουσι πρὸς τὰ
6055431 μυωδη
ἢ οἱ βαρεῖς , εὐμήκης εὐπαγὴς ἀνεστηκώς , ἀπέριττος τὰ μυώδη μὴ κεκολασμένος . ἐχέτω καὶ τοῖν σκελοῖν μακρῶς μᾶλλον
ἐν ταῖς σαρξί . σάρκας δὲ καλεῖ οὐ μόνον τὴν μυώδη οὐσίαν , ἀλλὰ πᾶσαν οὐσίαν ἁπαλὴν , ἀντιδιαιρούμενος χόνδρους
6053033 πεπειρος
ἔχειν . καὶ ἴσως συνέδραμε τῷ μάγειρος , αἴγειρος , πέπειρος , ὄνειρος . . Ψ : καλαύροπα παρὰ τὸ
πέπειρος καρπός , γλυκυσίδης ἡ ῥίζα , ἐλαίας καρπὸς ὁ πέπειρος , ζύμη , ἠρύγγιον , ῥητῖναι πᾶσαι , σόγχος
6052176 προαστεια
περιουσίᾳ τοῦ κάλλους γεγοητευμένος . θάλαττα δὲ καὶ ποταμοὶ καὶ προάστεια ἀλλήλων τε καὶ τῆς πόλεως ἄξια , ὥσπερ οὐ
ἐπὶ γυναιξὶ καὶ τέκνοις καὶ ἀνακαινίσει οἰκοδομήματα θαυμαστὰ καὶ ἐξωνήσεται προάστεια πολλὰ καὶ εὐμετάδοτος ἔσται καὶ διὰ δικαιοσύνην τινὰ ἀποδημήσει
6051541 ὁρμοι
καὶ διατιθέντα , ἵν ' , ὥσπερ οἱ τῶν λίθων ὅρμοι , κεκοσμημένα φαίνοιτο , „ ἰδού „ , ἔφη
καὶ στασιάσουσι μὴ κακίων ἕτερος ἑτέρου δόξαι , καλοὶ μὲν ὅρμοι τῇ νηὶ ταύτῃ , μεστὰ δὲ εὐδίας τε καὶ
6043449 ξυναποθνησκει
δὲ πέντε καὶ εἴκοσιν ἐτέων γίνεται , τουτέοισι τὰ πολλὰ ξυναποθνήσκει . Ὁκόσοι πλευριτικοὶ γενόμενοι οὐκ ἀνακαθαίρονται ἐν τεσσαρεσκαίδεκα ἡμέρῃσι
ἰήσιος : εἰ δὲ μὴ , οὐκ ἐξέρχεται , ἀλλὰ ξυναποθνήσκει τῷ ἀνθρώπῳ : καλέεται δὲ εἰλεὸς αἱματίτης . Τὰ
6038671 φυλαττουσα
Ἀθηναίοις , ἡ τοὺς φόρους παρὰ τῶν συμμάχων ὑποδεχομένη καὶ φυλάττουσα . Ἔρρε : ἀντὶ τοῦ φθάρηθι , ὡς Λυσίας
ἐργάζεται , τὸ ἰσότιμον αὐτοῖς διὰ τῆς τροφῆς τῆς ἴσης φυλάττουσα : μίαν δὲ ἄρα οὐ κομίζει πᾶσιν , ἐπεὶ
6038360 μορα
ὡς καὶ διαλιπεῖν τινα χρόνον καὶ οὐκ εὐθέως ἀριστᾶν . μόρα , κεράσια , πραικόκκια , περσικὰ καὶ πάντα τὰ
δὴ σὺν τῷ στρατεύματι παρὰ θάλατταν ἐπορεύετο : ἡ δὲ μόρα ἅμα καταβαίνουσα ἀπὸ τῶν ἄκρων Οἰνόην τὸ ἐντετειχισμένον τεῖχος
6036460 παρυδρα
καὶ ὁ βάτος καὶ ὁ παλίουρος ἔνυδρά πώς ἐστιν ἢ πάρυδρα , καθάπερ ἐνιαχοῦ , φανεραὶ σχεδὸν καὶ αἱ τούτων
μὲν εὐαυξῆ τὰ δὲ δυσαυξῆ . εὐαυξῆ μὲν τά τε πάρυδρα , οἷον πτελέα πλάτανος λεύκη αἴγειρος ἰτέα : καί
6036031 ὀστρεωδη
, ὤχρα , μανδραγόρας , Ἀσσίας πέτρας ἄνθος . τὰ ὀστρεώδη πάντα καυθέντα καθαιρεῖ τὰ ὑπερσαρκοῦντα μετρίως , ἐχῖνοι ὁμοίως
καθάπερ καὶ τὸ τῆς Ἀσσίας πέτρας ἄνθος . καὶ τὰ ὀστρεώδη δὲ πάντα καυθέντα μετρίως καθαιρεῖ τὰ ὑπερσαρκοῦντα καὶ προσστέλλει
6034639 ὡραια
καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε καὶ πλακοῦντας : καὶ τέλος ὅλον ποταμὸν πρὸς
καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε καὶ πλακοῦντας : καὶ τέλος ὅλον ποταμὸν πρὸς
6032334 καταπλασθεντα
χλωρᾶς οὔσης καὶ ἐπιρρίπτεται , καὶ φοινίσσεται μὲν ἱκανῶς τὰ καταπλασθέντα , περιστέλλεται δὲ ῥᾳδίως ἄρτου ἐπιπλασθέντος ἢ κηρωτῆς δι
οὐσίας : διὰ τοῦτο τὰ φύλλα τὰ χλωρὰ λειωθέντα καὶ καταπλασθέντα τὰς ἐν γόνασι φλεγμονὰς ὀνίνησιν . ὁ δὲ φλοιὸς
6029941 ψηγματα
. ἀεὶ δ ' ἀνατιτραμένου τοῦ κρανίου , στέατι τὰ ψήγματα ἀναλαμβανέσθω ἢ ἐρίῳ περὶ μηλωτρίδα εἰλημένῳ , ἵνα μὴ
τὸν θάνατον τοῦ οἰκείου αὐτῶν . ψῆγμα ] ἤγουν χρυσοῦ ψήγματα τουτέστι χρυσόν . ἀντήνορος ] τῆς ἀντὶ τῶν ἀνδρῶν
6007664 κυλικεια
ζῷα τετραπάλαιστα ἐπιμελῶς πεποιημένα , πολλὰ τὸν ἀριθμόν : καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο : ἐγγυθῆκαι χρυσαῖ τετραπήχεις
, ὑδρίαι δώδεκα , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν τριάκοντα . Ταῦτα
5995629 καρποφορειν
ὁ πρῶτος καρπὸς καλὸς γένηται , τὸν πρῶτον σπόρον καλῶς καρποφορεῖν σημαίνει : ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων .
τοῦ νῦν ἐν πολλοῖς τόποις ἀγρίας ἀμπέλους φύεσθαι , καὶ καρποφορεῖν αὐτὰς παραπλησίως ταῖς ὑπὸ τῆς ἀνθρωπίνης ἐμπειρίας χειρουργουμέναις .
5981833 Βενδις
κλίνονται : τὸ γὰρ Πάρις καὶ τὸ Ἄδωνις καὶ τὸ Βένδις : ἔτι δὲ καὶ το Κούνουφις καὶ τὸ Σέφνουφις
εἴπετο . τούτων δὲ καὶ Θρᾷκες ἐκοινώνουν , ἐπεὶ καὶ Βένδις παρ ' αὐτοῖς ἡ Ἄρτεμις καλεῖται , καὶ αὕτη
5981597 καρπιμα
τρόποι μὲν οὖν τοιοῦτοι τῶν τοιούτων γενέσεων . Πάντα δὲ κάρπιμα ἢ ἄκαρπα , καὶ ἀείφυλλα ἢ φυλλοβόλα , καὶ
πρὸ δὲ τῆς εἰσόδου πεφυκέναι δένδρα θαυμαστά , τὰ μὲν κάρπιμα , τὰ δὲ ἀειθαλῆ , πρὸς αὐτὴν μόνον τὴν
5980913 θερινα
ἔμπυρος , ἔσθ ' ὅτε καὶ φλυκταινώδης . ἱδρῶα ἐξανθήματα θερινά . βουβὼν περὶ βουβῶνας οἴδημα μετὰ φλεγμονῆς . αἱμορροῒς
, καθάπερ πυρὸς καὶ κριθὴ καὶ ὅλως τὰ σιτώδη καὶ θερινά , τὰ δὲ πλαγιόκαυλα μᾶλλον , οἷον ἐρέβινθος ὄροβος
5978242 πεπονημενα
, θριγκῶν τε καὶ εὐτοίχων κανονισμῶν κοσμήτας , μάλα τοι πεπονημένα τεχνάζοντας . Ἄρης δ ' αἰγλήεις ὅτ ' ἂν
τὰ μὲν ληφθέντα καὶ εὐρεθέντα πρότερον ὕστερον ἐπεδόθησαν καὶ ηὐξήθησαν πεπονημένα καὶ ἐπεξεργασθέντα παρὰ τῶν κατὰ διαδοχὰς παραλαβόντων ταῦτα .
5977020 ἐργασιμα
φράζοντας : θήκας δ ' εἶναι τῶν χωρίων ὁπόσα μὲν ἐργάσιμα μηδαμοῦ , μήτε τι μέγα μήτε τι σμικρὸν μνῆμα
μηδὲν πλέον τοῦ σπέρματος ἐκφέρον . πεδία , ἄρουραι , ἐργάσιμα , λήια , ὀργάδες , λόφοι , ὄρχοι ,
5976092 φυουσα
ἐπιδείκνυσι τὴν αὑτῆς φύσιν : ἡ γὰρ τὰ ἄγρια καλὰ φύουσα δύναται θεραπευομένη καὶ τὰ ἥμερα καλὰ ἐκφέρειν . φύσιν
πεποιημένων ἡ λέξις . φυσίζωος ἡ τὰ πρὸς τὸ ζῆν φύουσα . φυταλίη κῆπος . φῦλον ἀντὶ τοῦ γένος :
5970347 μαλακωτερα
καὶ τοιαῦτά τινα , τῶν Ἀττικῶν ἐρίων ἄλλ ' ἐστὶ μαλακώτερα , ἢ τῶν ἐν Βάκτροις καὶ Μήδοις εἰσί τινες
αὐτοῦ δὲ τοῦ ἐγκεφάλου τὰ πρόσθεν ὑγρότερα τοσοῦτον ὅσον καὶ μαλακώτερα . πάντα μὴν ταῦτα δέρματος οὐχ ὑγρότερα μόνον ,
5969828 ἀκαρπα
φυτευόμενα μὲν οὖν κατὰ φύσιν ἀγαθὰ γίνεσθαι παρὰ φύσιν δὲ ἄκαρπα . ταῦτα μὲν οὖν ὥσπερ κοινὰ πάντων . Τῶν
ἐλαίας μὲν συνεκφέρουσιν , δάφνας δὲ οὐδαμῶς . τὰ δὲ ἄκαρπα χείρω χωρὶς τῶν ἐχόντων ἐξ αὐτῶν ἢ δι '
5968026 ἀκανθωδη
λεπτοκαρύου μᾶλλον , καὶ πολὺ πλέον σὺν ἰσχάσιν . τὰ ἀκανθώδη πάντα μετρίως ἐστὶν εὐστόμαχα , τουτέστι σκόλυμος , ἀτρακτυλίς
: οὐ γὰρ ἐπετειόκαυλόν ἐστι . τὰ μὲν οὖν ὅλως ἀκανθώδη τοιαύτην τινὰ ἔχει φύσιν . Τῶν δὲ φυλλακάνθων τὸ
5960444 στενοτερα
λευκὴν ἔνδοθεν . Ἄλκμαρ φύλλα μὲν ἔχει ὅμοια ἀρνογλώσσῳ , στενότερα δὲ καὶ ἐπὶ γῆν κλώμενα : καυλὸς δὲ λεπτός
ἐσχισμένα τὴν περιφέρειαν . Σπαργάνιον φύλλα ἔχει ἐοικότα ξιφίῳ , στενότερα , ἐπ ' ἄκρων δὲ τοῦ καυλοῦ ὡσεὶ σφαιρία
5958977 λειοτερα
σκληρότερα καὶ ἀκανθωδέστερα τῶν ἡμέρων , αὕτη δὲ μαλακωτέρα καὶ λειοτέρα . Ἡ δ ' ἄκορνα προσεμφερὴς ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν
αὐτῆς : αἴτιον δὲ ὅτι ἀπευκοτέρα καὶ ἧττον ἔνδᾳδος καὶ λειοτέρα καὶ εὐκτεανωτέρα . γίνεται δὲ ἐν τοῖς μέγεθος ἔχουσι
5954242 Ἀνουβις
Δημήτηρ καὶ Κόρη καὶ Ἴακχος καὶ Σάραπις καὶ Ἶσις καὶ Ἄνουβις καὶ Ἁρποκράτης καὶ Ἑκάτη ἡ χθονία καὶ Ἐριννύες καὶ
γλήνη ἡ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ . Σάραπις καὶ Ἶσις καὶ Ἄνουβις καὶ Ἁρποκράτης αὐτοί τε καὶ τὰ ἀγάλματα αὐτῶν καὶ
5953810 προσφατος
, εὔπεπτος , εὐανάδοτος , εὐκοίλιος . τούτων δὲ ὁ πρόσφατος ὕποπτος , ἐπειδὴ τοὺς θαλαττίους λαγὼς θηρεύοντες σιτοῦνται :
ὀρνιθείου καὶ χηνείου στέατος . Νάρδου στάχυς καλλίων ἐστὶν ὁ πρόσφατος , κοῦφος , πολύκομος , ξανθὸς τῇ χρόᾳ ,
5952629 πολυτροφος
φησί , εὔχυλος , πολύχυλος , γλίσχρος , δυσφθαρτός , πολύτροφος , οὐρητικός . τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ
τε πουλύπουν ἰχθῦς θ ' ἁδρούς . ἡ δὲ πηλαμὺς πολύτροφος μέν ἐστι καὶ βαρεῖα , οὐρητικὴ δὲ καὶ δύσπεπτος
5952337 ἡγεμονια
ἐβασίλευσαν μέχρι Σαρδαναπάλλου : ἐπὶ τούτου γὰρ ἡ τῶν Ἀσσυρίων ἡγεμονία μετέπεσεν εἰς Μήδους , ἔτη διαμείνασα πλείω τῶν χιλίων
τοῦτ ' ἔστι πρὸς σὲ τὸν μάγειρον ; τῆς τέχνης ἡγεμονία τίς ἐστιν αὐτῆς , ὦ πάτερ , τὸ τῶν
5952037 δοσις
, κυπέρου ἀνὰ ⋖ κεʹ : μέλιτι ἀναλάμβανε : ἡ δόσις κυάμου μέγεθος . Ἄλλο , τάχιον ποιοῦν ἐξουρηθῆναι τῶν
τὸ ἀγαρικὸν καὶ τὸ πέπερι καὶ οὕτω χρῶ . ἡ δόσις κοχ . εʹ ἢ Ϛʹ πρὸς τὴν δύναμιν .
5950526 παραιτητεα
ἀσυνήθη . Τῶν δὲ συνήθως εἰς ἐδωδὴν ἡμετέραν παραλαμβανομένων , παραιτητέα τὰ σκληρὰ ἢ τῇ φύσει ἢ διὰ τὴν ἡλικίαν
. ἐν δὲ ταῖς ἡλικίαις ἄχρι τεσσαρεσκαίδεκα ἐτῶν ἡ κένωσις παραιτητέα . ὥσπερ αὖ καὶ μετὰ τῶν ἑξήκοντα ἐνιαυτῶν ,
5948598 σμικροτερα
ἐπ ' αὐτῷ πεποιημένην πρὸς Ἡφαιστίωνος καὶ πλοῖα πολλὰ μὲν σμικρότερα , δύο δὲ τριακοντόρους , καὶ παρὰ Ταξίλου τοῦ
ἂν ἤδη καλῶς διαπράττοιτο καὶ τὰ μείζω δοκοῦντα καὶ τὰ σμικρότερα : καὶ εἴτε ἱππικῆς ἐπιτηδεύοι ἀγωνίαν εἴτε μουσικῆς εἴτε
5947672 ἐπιβληματα
τάπητες οἱ ἐκ θατέρου . ὑπαγκώνια στρώματα , περιστρώματα ὑποστρώματα ἐπιβλήματα , ἐφεστρίδες ἀμφιεστρίδες χλαῖναι , ἐπιβόλαια δάπιδες τάπιδες ψιλοδάπιδες
ἐσθῆτες μὲν τραγικαὶ ποικίλονοὕτω γὰρ ἐκαλεῖτο ὁ χιτώντὰ δ ' ἐπιβλήματα ξυστίς , βατραχίς , χλανίς , χλαμὺς διάχρυσος ,
5943695 ὑπαρκτα
δὲ τὴν ἵππον τοῦ βασιλέως Σοδόμων , ὡς καὶ τὰ ὑπαρκτὰ τῶν παλλακῶν . καὶ Μωυσῆς μέντοι τὰ μέγιστα δικαιονομεῖν
ὧν καὶ τὸ αὐτομαθὲς γένος Ἰσαὰκ κληρονομεῖ : τὰ γὰρ ὑπαρκτὰ μόνος οὗτος παρὰ τοῦ πατρὸς λαμβάνει . Παρατήρει δ
5942837 στελεχων
: ὀκτὼ καὶ τεσσαράκοντα κίονες κέδρου | τῆς ἀσηπτοτάτης ἀπὸ στελεχῶν κοπέντες εὐερνεστάτων περιεβάλλοντο χρυσῷ βαθεῖ : κἄπειθ ' ἑκάστῳ
ἐν τῇ μέσῃ δὲ , ἤτοι ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν στελεχῶν , μελίσσας . . ΤΟΙΣΙ ΦΕΡΕΙ ΜΕΝ . Τούτοις
5940050 φυτλη
ἐν ἅπασι φύουσα καὶ κινουμένη . . . . . φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω
. τὰ δὲ εἰς λη , οὐκέτι : ὁμίχλη , φύτλη , γενέθλη , αἴγλη , τρώγλη . ὁμοίως οὖν
5937790 βρυκοι
καὶ σταθμοῦ τι βάρος ἔμμορε ] μέριζε ἔμμορε ] τυγχανέτω βρύκοι ] ἐσθίοι φοινώδεα ] κόκκινον φοινώδεα ] φοινικοῦν σίδη
, κεραμέων μέγα κωκυσάντων . ὡς γνάθος ἱππείη βρύκει , βρύκοι δὲ κάμινος πάντ ' ἔντοσθ ' αὐτῆς κεραμήϊα λεπτὰ
5934994 γεωργικα
συγκοπὴν τῆς σα συλλαβῆς . Διὰ τοῦ χαλκοῦ δὲ τὰ γεωργικὰ ἔργα εἰργάζοντο , διά τινος βαφῆς στεῤῥοποιοῦντες αὐτόν .
ἀναγκαιοτάτην ἄρδῃ καὶ ἐποχετεύῃ τοῖς φυτευθεῖσι καὶ τοῖς ἄλλοις ὅσα γεωργικὰ πᾶσιν ἐγχειρῇ , ὁ δ ' αὖ μουσικὸς αὐλοῖς
5930733 τικτομενα
τὰ ἄλλα ζῶα , ἅπαξ ἡμερωθεὶς ἀγριοῦται . τὰ δὲ τικτόμενα ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἐκείνῳ ἐοικότα . βιβάζειν δὲ χρὴ
τῶν ὀρνίθων τὸ ἕκτον μέρος ἔστωσαν ἀλεκτρυόνες . Τὰ δὲ τικτόμενα ὠὰ εὐθὺς ληπτέον , καὶ συνθετέον εἰς ἀγγεῖα μετὰ
5923093 δηκτικα
' ἧσσον καὶ μὴ πολύτροφον : λαχάνων δὲ τὰ μὴ δηκτικὰ μηδὲ πυρώδη , ἰχθῦς δὲ πετραῖοι , καὶ κρεῶν
πᾶσαν , ὅκως τὰ ῥεύματα ὡς ὑδαρέστατα ἔσται καὶ ἥκιστα δηκτικὰ , λουτροῖσι θερμοῖσι πουλλοῖσι , μάζῃ , λαχάνοισιν ἑφθοῖσι
5919071 πεπαιτερα
; ἀλλ ' οὐκ ἀνεκτόν , ἀλλὰ κατθανεῖν κρατεῖ : πεπαιτέρα γὰρ μοῖρα τῆς τυραννίδος . ἦ γὰρ τεκμηρίοισιν ἐξ
εἰσελθεῖν καὶ θῆρά τινα φοβουμένη . ἐπιξενοῦμαι ] φιλιοῦμαι . πεπαιτέρα ] ὡριμωτέρα , γλυκυτέρα . ἡδύτερος , φησὶν ,
5917802 προστιθω
ʹ λαμβάνω καὶ γίνονται ἡμέραι ζʹ ∠ ʹ : ταύτας προστιθῶ ταῖς Ϙβʹ : γίνονται ἡμέραι Ϙθʹ ∠ ʹ .
νη : τούτων τὸ γʹ , ιθ γʹ : ταῦτα προστιθῶ τοῖς πϚ ∠ ʹ ηʹ : γίνονται ὁμοῦ ρε
5916418 ξυλωδη
γὰρ δὴ καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κορίαννον ὄντα μονόρριζα ξυλώδη τε τὴν ῥίζαν καὶ οὐ μακρὰν οὐδὲ τὰς λεπτὰς
ἐν τῇ τῶν περιεχόντων ἰσχύϊ : φαίνεται γὰρ τὰ μὲν ξυλώδη καθάπερ τὰ ἀνθικὰ τὰ δὲ πολυχίτωνα τὰ δ '
5915825 Παφια
τῆς νήσου διείληφεν ἡ Σαλαμινία , τὰ δὲ δυσμικὰ ἡ Παφία , τῶν δὲ μεταξὺ τὰ μὲν μεσημβρινὰ ἡ Ἀμαθουσία
Κύπρου , πόλις τις τῆς Κύπρου , ἐξ οὗ καὶ Παφία ἡ Ἀφροδίτη . μεδέουσα : βασιλεύουσα . πολυφράδμων :
5911259 γεωργειται
ὅτι δι ' αὐτὸν θάλαττα πλεῖται , δι ' αὐτὸν γεωργεῖται γῆ , ὅτι φιλοσοφία καὶ γνῶσις τῶν οὐρανίων δι
θάλασσατὸ μέγιστον ὁ χαλκός ἐστιν , ὃς ἄφθονος ἀνορυττόμενος αὐτοῦ γεωργεῖται καὶ διαδιδόμενος πανταχοῦ τῆς Ἀσίας τε καὶ Εὐρώπης καὶ
5908536 δαψιλης
αὐτόχθονας πηγὰς ἐχόντων , ἃς ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτος καὶ δαψιλὴς οὖσα τοῖς πάθεσιν . . . , . οὕτω
παρ ' αὐτοῖς . Κτήνη τε πολλὰ παμμιγῆ , καὶ δαψιλὴς ἡ τούτων νομή . Διὸ καλῶς ἔβλεψαν , ὅτι
5904943 γεωδεστερα
ἄλλα καὶ ἀλυπότερα τοῖς ἄλλοις , τὰ δὲ βαρύτερα καὶ γεωδέστερα , ὅσῳ ἐλλιπῆ καὶ πίπτοντα καὶ αἴρειν αὐτὰ οὐ
ἀποπνοήν : ὧν δ ' ἰσχυρότεραι , τοιαῦτα δὲ ὅσα γεωδέστερα καὶ ἐν γεωδεστέροις καὶ οὗ μέμικταί τις ὑδατώδης δύναμις
5902524 ἀκαληφης
πάσας καππάρεως τῆς ῥίζης ἴρεως γλυκυρίζου ἀνὰ # α σπέρμα ἀκαλήφης # ⊂ μέλιτος α # β ἑψήματος # β
ξηρὰ καὶ ὁ τῆς ῥίζης αὐτοῦ φλοιός , ἀγαρικόν , ἀκαλήφης τὸ σπέρμα , ἀμάραντον , ἀμύγδαλα πικρὰ καὶ τὸ
5896560 θλασθεντα
ἄλλος κεφαλοειδής ἐστι λοβός , ἐν ᾧ σπερμάτια μέλανα , θλασθέντα δὲ λευκὰ ἔνδοθεν . Δαῦκος ὁ μέν τις καλεῖται
κασίας ἀνὰ γοστ ἤτοι οὐγ . στ . τὰ ὅλα θλασθέντα βρέχε ἐπὶ ἡμέρας γ . τῇ δὲ τετάρτῃ ἕψε
5894718 ὑπολοιπα
συντάξεως κατὰ τὸ ἑξῆς εἰρήσεται . . Ἐπεὶ οὖν τὰ ὑπόλοιπα τῶν μερῶν τοῦ λόγου ἀνάγεται πρὸς τὴν τοῦ ῥήματος
Ζυγός , Τοξότης , Ὑδροχόος , θηλυκὰ δὲ τὰ τούτων ὑπόλοιπα : Ταῦρος , Καρκίνος , Παρθένος , Σκορπίος ,
5893567 σκανδιξ
χυλός , ὃν ἐλατήριον καλοῦσιν , σισάρου ἡ ῥίζα , σκάνδιξ ἐπιτεταμένης , σκίλλα , σκολύμου ἡ ῥίζα συμπληρουμένης ,
Ἀβρότονον κεκαυμένον , ἄγνου τὸ σπέρμα καὶ τὰ φύλλα , σκάνδιξ , τῆς ἐν Παρνασσῷ ἀγρώστεως τὸ σπέρμα , αἰγείρου
5892137 στειρα
στεῖρα : παρὰ τὸ στῶ , οὗ παράγωγον στείω , στεῖρα πλεονασμῷ τοῦ ρ . ἡ τοῦ κυῆσαι στάσιν ἔχουσα
ἀγαθὸν ἡ ψυχὴ καὶ τικτέτω , μὴ πάντων ἄφορος καὶ στεῖρα γινέσθω . σὺ δὲ τοιαῦτα ἐπιτάγματα ἐπιτάξεις υἱεῖ τῷ
5889565 μακροβια
μεῖζον δακτύλου , ᾧ νέμεται καὶ διατρυπᾷ τὰ κογχύλια . μακρόβια δὲ πορφύρα καὶ κῆρυξ καὶ ζῇ περὶ ἔτη ἕξ
εἴδει τὰ αὐτά . τίθησι δὲ παράδειγμα : τοῦ γὰρ μακρόβια εἶναι ἑνὸς ὄντος τοῖς μὲν τετράποσιν αἴτιον τὸ μὴ
5888655 περιφοιτᾳ
Ἀσπασίαν τίκτει Καταπυγοσύνη παλλακὴν κυνώπιδα . δωροδοκούντων αἲξ οὐρανία Βοῦθος περιφοιτᾷ Ἰθακησία ὀρτυγομήτρα βιβλιαγράφον ἀλλ ' ἦν ὅτ ' ἐν
αὐτοῖς ἀσφάλειαν εἰς ἅπαντα τὸν χρόνον . ἀλλὰ νῦν κηρύγματα περιφοιτᾷ χωρεῖν ὡς ὑμᾶς , οἷς οὗτος ὁ βίος .
5884972 εὐθηνια
. ὁ οἶνος φθινήσει ὑπὸ πάχνης : τῶν ξυλικῶν καρπῶν εὐθηνία . τοῖς μικροῖς ζώοις εὔθετον τὸ ἔτος , τοῖς
τοξότῃ οὔσης αὐτῆς , εὐετηρία καὶ πολυομβρία , καὶ σίτου εὐθηνία , καὶ εὐφροσύνη ἐν τοῖς ἀνθρώποις : θρεμμάτων δὲ

Back