φλεβόϲ , τοῦ μὴ κατ ' ἴξιν [ τῇϲι ἑτέρῃϲι πλευρῇϲι ] : κρέϲϲον γὰρ ἀπωτάτω ἄγειν . τὸ δὲ
ἐϲ τὴν γῆν ἐξέλιπον . Περὶ πλευρίτιδοϲ . Ὑπὸ τῇϲι πλευρῇϲι καὶ τῇ ῥάχει καὶ τῷ ἔνδον θώρηκι ἄχρι κλειδῶν
7128951 τῃϲι
κατὰ γόνυ κάμπτει , ὅκωϲ ἄνθρωποϲ , καὶ μαζὸν πρὸϲ τῇϲι μαϲχάλῃϲι ἴϲχει ὅκωϲ γυναῖκεϲ . ἀλλ ' οὔτοι μοι
ἡ τοιαύτη ἐπικουρίη : ἐπὶ γὰρ τῇϲι ἁθρόῃϲι κενώϲεϲι ἠδὲ τῇϲι ἐϲχάτῃϲι ξυμπτώϲεϲι ἐξέθανόν κοτε ὑπ ' ἀδυναμίηϲ οἱ κάμνοντεϲ
7125443 τοιϲι
τοῖϲι κροτάφοιϲι ἐπηρμέναι ἀϲαρκίῃ τῶν πέριξ , ἀτὰρ καὶ ἐπὶ τοῖϲι καρποῖϲι πουλὺ μέζονεϲ διοιδέουϲαι : μελάγχλωρον τὸ αἷμα .
ἐν ἐκείνῃ ϲτῦψιν ἐμποιέειν ἐϲ πάγον τοῦ διαρρέοντοϲ αἵματοϲ καὶ τοῖϲι δεχομένοιϲι , ὅκωϲ ἀπὸ πολλοῦ τοῦ τρώματοϲ μύωϲιν αἱ
7010915 ὁκωϲ
ἐμπεπαρμένην : πᾶϲαν γὰρ ὀϲτέων ξυμβολὴν νέμεται ἡ νοῦϲοϲ , ὅκωϲ ποδὸϲ ἢ χειρὸϲ ἄρθρον . γίγνονται δὲ τῶν ἄρθρων
, ἀγρυπνίη . ἢν δὲ ἐπανέλθωϲι , τοῦτο μέν , ὅκωϲ ἐκ θανάτου πεφευγότεϲ , ἄνετοι τὸν βίον , ἀκρατέεϲ
6877315 κοτε
. Λέγει Γωβρύης μετὰ ταῦτα : Ἄνδρες φίλοι , ἡμῖν κότε κάλλιον παρέξει ἀνασώσασθαι τὴν ἀρχήν , ἢ εἴ γε
καὶ Ἰωνικῶς ἀκονητί , ὡς τὸ πῶς κῶς , πότε κότε . ἀπὸ τοῦ κόνις * * * . .
6658971 πονοϲ
: φανταϲίαι δὲ ἐπ ' αὐτέοιϲι ὡϲ διεκθέοντοϲ ὑγροῦ : πόνοϲ τῆϲ κοιλίηϲ βαρύϲ , ὁκοῖον νύγμα , ἄλλοτε καὶ
ᾗ ϲυνεδρεύει δύϲπνοιά τε καὶ βὴξ καὶ ϲυνεχὴϲ πυρετὸϲ καὶ πόνοϲ διήκων ἄχρι κλειδὸϲ καὶ ὑποχονδρίου . διακρινεῖϲ δὲ τὴν
6582011 ἐϲ
ἐϲ λύπην καὶ ἀθυμίην μοῦνον . ἀτὰρ καὶ μαίνονται μὲν ἐϲ τὰ πλεῖϲτα τοῦ βίου ἀφρονέοντεϲ καὶ δεινὰ καὶ αἰϲχρὰ
. ἀτὰρ εἴτε πίνουϲι ψυχρὸν χανδὸν πουλὺ πλεῖϲτον , καὶ ἐϲ μὲν βραχὺ ἀνεκουφίϲθηϲαν , εἶτ ' αὐτοῖϲ ἐξάπτεται τὸ
6479915 θωρηκοϲ
: ϲτενάζουϲι δὲ μύζοντεϲ βύθιον . ἢν μὲν ὦν τοῦ θώρηκοϲ καὶ τῆϲ ἀναπνοῆϲ λάβηται τὸ κακόν , ῥηϊδίωϲ τοῦ
πτύϲιϲ , ἢ αἱμορραγίη . ἢν δὲ νέρθεν ἀνίῃ ἀπὸ θώρηκοϲ καὶ τῶν τῇδε ϲπλάγχνων , πνεύμονοϲ , τρηχείηϲ ἀρτηρίηϲ
6446121 ἀναπνεουϲι
ποτὲ μὲν πυκνὸν ποτὲ δὲ ἀραιὸν καὶ ἐκ διαϲτημάτων τινῶν ἀναπνέουϲι μεγάλωϲ , κοιλίαϲ καὶ οὔρων ἐποχὴ οὐχ ὑπὸ ξηρότητοϲ
οἵδε . ὀρθόπνοιαν δὲ ἐκάλεον , οὕνεκεν ὀρθίῳ ϲχήματι μοῦνον ἀναπνέουϲι εὐφόρωϲ : πνὶξ γὰρ ἐν κατακλίϲει . εἵνεκεν τοῦ
6421119 πνευμονοϲ
ἢ φλὲψ ἀνενεχθήϲεται : οἶδα δέ τινα τῶν ἐκ τοῦ πνεύμονοϲ ἀναπτυόντων αἷμα προϊόντοϲ τοῦ χρόνου μετὰ μεγίϲτηϲ βηχὸϲ καὶ
μὴ ϲπουδαϲθείη , ταχέωϲ εἰϲ φθίϲιν μεθίϲταται τὸ ἐμπύημα τοῦ πνεύμονοϲ τὴν ἕλκωϲιν ὑπομένοντοϲ , ἐφ ' ἧϲ ἤδη ϲυϲτάϲηϲ
6321047 ἠεροϲ
τὰ εἴϲω : ἀναπνοὴ θερμή , ὡϲ ἐκ πυρόϲ : ἠέροϲ ὁλκὴ μεγάλη : ψυχροῦ ἐπιθυμίη : γλώϲϲηϲ ξηρότηϲ :
ἀρχή : ἥδε καὶ τῷ πνεύμονι τῆϲ ὁλκῆϲ τοῦ ψυχροῦ ἠέροϲ τὴν ποθὴν ἐνδιδοῖ : ἐκφλέγει γὰρ αὐτόν : ἕλκει
6188234 ἰϲχει
ἀλλ ' οὐδὲ μόρια ἐϲ ὀρθίηϲιν , ὅκωϲπερ ϲάτυροϲ , ἴϲχει γυνή , ὥϲπερ τὸ πάθοϲ ἐπώνυμον . οὐδὲ γὰρ
ἴκελοι , τὰ πάντα νεκρώδεεϲ . ὧδε καὶ τὰ πάντα ἴϲχει : ἰϲχνοί , ἄϲαρκοι : βραχιόνων μύεϲ ἄδηλοι ,
6153447 δερματοϲ
τοῖϲ ὁμοίοιϲ , ἀποθεραπεύϲομεν . Χαλωμένου τοῦ κατὰ τὸν ὄϲχεον δέρματοϲ χωρὶϲ τῶν ἔνδον αὐτοῦ ϲωμάτων ἡ ῥάκωϲιϲ γίνεται ,
τὸ ὑγρὸν χιτῶνι : εἶτα ῥαφῇ ἀγκτηριαϲθέντα τὰ χείλη τοῦ δέρματοϲ θεραπευέϲθω , ὡϲ ἐπὶ τῶν ἀναρραπτομένων . φυλακτέον δὲ
6122560 διαταϲιϲ
μάλιϲτα ὀϲφύοϲ , ἤδη δὲ καὶ τοῦ ὑπογαϲτρίου ὀδύνη καὶ διάταϲιϲ . Περὶ τῆϲ ἐκ τῶν ἱδρώτων ϲημειώϲεωϲ . τὸν
φλεγμονὴν ὑμενώδουϲ ϲώματοϲ . εἰ δὲ μετὰ βάρουϲ γένοιτο ἡ διάταϲιϲ , πλῆθοϲ ἐντὸϲ τῶν ὑμένων ἰϲχόμενον δηλοῖ : καὶ
6117125 ϲμικρη
ἀμφοῖν δὲ τὸ ξύμπαν ϲῶμα κνηϲμῶδεϲ : θέρμη ἀνὰ ῥῖναϲ ϲμικρὴ μέν , δακνώδηϲ δέ . ἀμύϲϲον τὸ χολῶδεϲ .
ἁθρόον δὲ εἰρήϲθω , ἐπὶ πάϲῃ αἵματοϲ ἀναγωγῇ , κἢν ϲμικρὴ ἔῃ , κἢν ἤδη μεμύκῃ τὰ ῥαγέντα , ἕπεται
6110217 κεφαληϲ
κινέειν καὶ πάντῃ διαπνοὰϲ ὑγρὰϲ καὶ εὐρόουϲ ποιέειν . τέγξιϲ κεφαλῆϲ ὁκοῖον ἡ ἐν καύϲοιϲι . ἐπίθημα ἐϲ θώρηκα καὶ
καὶ τὰϲ τῶν λύχνων ὑποθέϲειϲ : πληρωτικοὶ γάρ εἰϲι τῆϲ κεφαλῆϲ . ἔϲτω δὲ καὶ ἡ τῶν ϲιτίων ὕλη τμητικὴ
6058932 φλεγμαϲιηϲ
πρήϲϲειν δὲ τὰ ἄλλα , ὁκόϲα ἄν τιϲ καὶ ἄνευ φλεγμαϲίηϲ ἀρήγῃ πνιγί . δεϲμοὶ χειρῶν καὶ ποδῶν ϲφίγγοντεϲ ἄχρι
καὶ ἰϲχουρίη ἐπὶ φλεγμαϲίῃ γίγνεται , ξυντιμωρέουϲα τῷ ὀξέϊ τῆϲ φλεγμαϲίηϲ : πίμπλαται γὰρ ἡ τῶν νεφρῶν κοιλίη ὑπὸ πλημυρίηϲ
6028439 ἀρτηριηϲ
μέχρι [ τῆϲ ] λαγόνοϲ , μετεξετέροιϲι δὲ καὶ τῆϲ ἀρτηρίηϲ τῆϲ παρὰ τὴν ῥάχιν , ἣν ὁ ϲφυγμὸϲ ἐϲ
: πόνοϲ ξυνεχὴϲ τῆϲ κοιλίηϲ . ἀπὸ δὲ τῆϲ τρηχείηϲ ἀρτηρίηϲ ϲμικρὸν καὶ ϲφόδρα ξανθὸν τὸ αἷμα , καὶ ξὺν
6022600 ἰϲχνα
, αἱμορραγίαι οὐ κάρτα μεγάλαι , ὁκοῖαι ἀπὸ θώρηκοϲ : ἰϲχνὰ γὰρ τῇδε τὰ φλέβια , ϲμικραὶ δὲ αἱ ἀρτηρίαι
κατὰ μῆκοϲ ἁπλοτομήϲομεν καὶ μετὰ τὴν ἁπλῆν διαίρεϲιν , ἐὰν ἰϲχνὰ πάνυ καὶ οὐ ϲαρκώδη τὰ παρ ' ἑκάτερα φαίνοιτο
6009092 εὐθυϲ
ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ τὴν παρακειμένην ἀναρπάζει τροφήν , ὡϲ ἑτέραϲ εὐθὺϲ προϲδεῖϲθαι καί , εἰ μὴ λάβοιεν , δάκνεϲθαι τὰ
τὸ ὑγιεινὸν βρέφοϲ ἄρτι γεννώμενον . Κριθήϲεται δὲ τὸ ὑγιεινὸν εὐθὺϲ ἐκ γενετῆϲ πρῶτον μὲν ἐκ τοῦ τὴν κυήϲαϲαν ὑγιεινῶϲ
6005000 φορη
πέρι καὶ ἠέρος καὶ ὕδατος καὶ πυρὸς ἥτις αὐτέοισιν ἡ φορὴ καὶ ὁκοῖα ἐόντα μορφὴν ὅκως κινέονται . Μορφὴν γὰρ
ἄλληϲ ἀναγωγὴν διακεκρίϲθαι : ἀλλὰ καὶ ἡ ἐν ξυνῷ ἀγγείῳ φορὴ τῶν τοῦ θώρηκοϲ ἀναγομένων ἄλλη : διαϲτήϲαιϲ ἂν τὰ
5965196 βηϲϲουϲι
ἡ πτύϲιϲ βύζεται : θυμὸϲ ἐγγίγνεται , καὶ οὐ μάλα βήϲϲουϲι . ἢν δὲ ἐϲ τὴν ἀρτηρίην ἀπὸ τῆϲ ὑπερώηϲ
ἐκ τοῦ τρώματοϲ γίγνεται καὶ προϲτιμωρέει τῇ πνιγί , καὶ βήϲϲουϲι : ἢν δὲ καὶ ἄλλωϲ ἐκφύγωϲι τόνδε τὸν κίνδυνον
5891449 ϲτομαχοϲ
τούτων προνοητέον , ὡϲ ὑποτέτακται . Εἰ μὲν ἄρρωϲτοϲ ὁ ϲτόμαχοϲ εἴη , τοῖϲ τονοῦν δυναμένοιϲ ἐπιπλάττειν , οἷα τὰ
τῶν φύϲει δυϲκοιλίων , ἐφ ' ὧν ἀϲθενὴϲ ὢν ὁ ϲτόμαχοϲ οὐκ ἐπιδέχεται τὰ διὰ ϲτόματοϲ ὑπακτικά , τοῖϲ κλύϲμαϲι
5877134 πονοιϲ
λοιμώδουϲ γίγνεται πυρετοῦ , ὡϲ ὅταν γέ τιϲ ϲυμμέτροιϲ τε πόνοιϲ καὶ βίῳ ϲώφρονι καὶ κεκολαϲμένῳ χρῆται , τὸ πάμπαν
τὸ προϲτυχὸν διαιτωμένοιϲ , ἀλλὰ μόνοιϲ τοῖϲ ἀκριβῶϲ βιοῦϲι καὶ πόνοιϲ καὶ ϲιτίοιϲ κατὰ τὸ ἁρμόττον χρωμένοιϲ : ἀρκεῖ δὲ
5843196 θωρηκι
. Ὑπὸ τῇϲι πλευρῇϲι καὶ τῇ ῥάχει καὶ τῷ ἔνδον θώρηκι ἄχρι κλειδῶν ὑμὴν λεπτὸϲ κραταιὸϲ ὑπέϲτρωται , τοῖϲι ὀϲτέοιϲι
τῆϲ κεφαλῆϲ , ἀτὰρ ἠδὲ ἐϲ διαπνοὴν τῶν ἐν τῷ θώρηκι ἀτμῶν καὶ ἔκκριϲιν τῶν ἐν τῇ κοιλίῃ . ἢν
5835104 μολιϲ
ἢ ϲτομάχου ἔτι διακαιομένου , ὥϲτε ἔκλευκον καὶ κολλῶδεϲ καὶ μόλιϲ ἀποπτυόμενον εἶναι τὸ ϲίελον τό τε ἄλλο ϲῶμα νωθρὸν
τοῦ ϲώματοϲ , ὕπνοι βαρεῖϲ , τὰ οὖρα πελιὰ καὶ μόλιϲ ἐκπορευόμενα , οἰδήματα περὶ τὰ αἰδοῖα γίνονται . ὅταν
5803978 νουϲοϲ
μέροϲ χρέεϲθαι καλόν . ὁκόϲοιϲι δὲ ἐκ τῶνδε ἄφυκτοϲ ἡ νοῦϲοϲ , ἐλλεβόρῳ χρέεϲθαι , τῇ ἐϲχάτῃ καὶ δυνατωτάτῃ πάντων
, αἱμορραγίη διὰ ῥινῶν λάβρωϲ , εὖτε ἁθρόον λύεται ἡ νοῦϲοϲ : ἕπεται καὶ ὕπνοϲ καὶ ἀναγωγὴ φλεγμάτων , ἔπειτα
5800272 βαροϲ
κικλήϲκουϲι , οὐ πάνυ ἀϲήμωϲ . ξύνεϲτι δὲ τοῦ θώρηκοϲ βάροϲ , ἄϲη , δυϲφορίη , ἀποϲιτίη : ἑϲπέρῃ περίψυξιϲ
δὲ τῆϲ φλεγμονῆϲ , καὶ τῶν καταπλαϲμάτων ἀφεκτέον διὰ τὸ βάροϲ . κολλύρια δὲ ἐν ἀρχαῖϲ ἁρμόδια , οἷον τὸ
5760987 αἱματοϲ
δὲ πάντων ὡϲ ἔποϲ εἰπεῖν τῶν καιρίων ϲπλάγχνων ὁδὸϲ ἥδε αἵματοϲ . ἡ δὲ ἀνωτέρη τῆϲδε , καὶ ἥδε ,
τῶν ὑποχεομένων ῥηθεῖϲα , ἰδίωϲ δὲ ἀπό τε κανθῶν κένωϲιϲ αἵματοϲ καὶ βδελλῶν προϲβολὴ κατὰ τοὺϲ κροτάφουϲ τρίψειϲ τε τῶν
5735203 πλευραϲ
: πτύουϲιν ἁλυκὰ ἢ πικρὰ ἢ χολώδη : ὑπὸ τὰϲ πλευρὰϲ ἢ ὠμοπλάταϲ ἀλγήματα γίγνεϲθαι δίχα προφάϲεωϲ , χάϲμαι ϲυνεχεῖϲ
. Ἡ ἀκριβὴϲ πλευρῖτιϲ φλεγμονή ἐϲτι τοῦ ὑπεζωκότοϲ ἔνδοθεν τὰϲ πλευρὰϲ ὑμένοϲ , νυγματῶδεϲ ἄλγημα ϲφοδρὸν ἐπιφέρουϲα ϲὺν ὀξυτάτῳ πυρετῷ
5731800 αὐτεου
ὅτι πονηρὸν βρῶμα τυρός : πόνον γὰρ φέρει τῷ πληρωθέντι αὐτέου , ἀλλὰ τίνα τε πόνον καὶ διὰ τί καὶ
λίθος ἐστίν . Οὗτος τῶν πρόσθεν θανατωδέστερος , καὶ ἐξ αὐτέου παῦροι διαφυγγάνουσι . Τοῦτον , ὁκόταν ὧδε ἔχῃ ,
5724370 ῥηϊδιωϲ
νέκρωϲιϲ , καὶ γαγγραινώϲιεϲ , καὶ τὰ ἐπὶ τῇδε κακὰ ῥηϊδίωϲ κτείνει . φέρει δὲ τὰϲ νούϲουϲ χεῖμα καὶ μετόπωρον
πρὸϲ τὴν ἄνω , ὡϲ μηδὲ μοχλοῖϲι ἢ ϲφηνὶ διὰ ῥηϊδίωϲ ϲτῆϲαι δύναϲθαι . ἢν δὲ καὶ βίῃ διαγαγὼν τοὺϲ
5712188 γλωϲϲα
εἰ ψυχροπότηϲ ὁ κάμνων εἴη . Τοῖϲ καύϲοιϲ παρακολουθεῖ ϲυμπτώματα γλῶϲϲα μὲν ξηρὰ καὶ παχεῖα καὶ μέλαινα , δῆξιϲ δὲ
ἐδεϲτῶν ἐντυγχάνουϲα , τὴν αἴϲθηϲιν ϲοφίζεται τήνδε . ἡ γὰρ γλῶϲϲα ἀναπιοῦϲα τῆϲ χολῆϲ τῆϲδε , οὐκ ἐκείνων , αἰϲθάνεται
5708471 προϲωπου
ἀποϲπᾶϲθαι τὸ ζῷον τύχοι . παρέπεται δὲ νάρκα , ὠχρίαϲιϲ προϲώπου , κατάψυξιϲ , χαϲμαὶ ϲυνεχεῖϲ , βλεφάρων ἐπιμύϲειϲ ,
. . . . . χαρακτὴρ οὐδεὶϲ ἔπεϲτιν ἐπὶ τοῦ προϲώπου τῆϲ διανοίαϲ τοῖϲ ἀνθρώποιϲ . . . . .
5706753 δυϲπνοια
καὶ μάλιϲτα τὰ μῆλα , ὑποχονδρίων ϲύνταϲιϲ ἐκτὸϲ ὀδύνηϲ , δύϲπνοια διὰ τὴν κατὰ τὸν θώρακα δίοδον τοῦ αἵματοϲ ,
γλίϲχρων χυμῶν ἐμπλαϲθέντων τοῖϲ βρογχίοιϲ τοῦ πνεύμονοϲ . ἡ δὲ δύϲπνοια κοινόν ἐϲτι ϲύμπτωμα καὶ τούτοιϲ καὶ ἑτέροιϲ πλείοϲιν ἐπακολουθοῦϲα
5700628 ψυξιϲ
καί τευ πατάξαντοϲ μεγάλωϲ τὸν αὐχένα μετεξέτεροι ϲπῶνται . καὶ ψῦξιϲ δὲ κάρτα ἰϲχυρὴ γίγνεται αἰτίη . διὰ τόδε χεῖμα
μὲν ὦν καὶ τοῖϲι αἷμα ἐπέχουϲι . ἀρήγει δὲ ἡ ψῦξιϲ τῆϲ κύϲτιοϲ , ῥοδίνου καὶ οἴνου τέγξιϲ καὶ εἰρίων
5696545 πολλον
ἂν ποιήσειεν . Εἰ δὲ ἐν τῇ κεφαλῇ μείνειε , πολλὸν ἂν πόνον παράσχοι τῇ κεφαλῇ , ἐν τῇσι φλεψὶν
καὶ αὐτὸς Δαρεῖος ἐγένετο , παρεσκευάσατο μὲν διηκοσίας τριήρεας , πολλὸν δὲ κάρτα ὅμιλον Περσέων τε καὶ τῶν ἄλλων συμμάχων
5682409 ἁθροον
μέχρι τοῦδε ξυνῆλθεν : ὤφθη δὲ μάλιστα ἕως ἔτι ἦν ἁθρόον ἐν Νεμέᾳ , ἐν ᾧ Λακεδαιμόνιοί τε πανστρατιᾷ ἦσαν
δεῖ διανοεῖσθαι : τὸ μὲν παρὰ φύσιν καὶ βίαιον γιγνόμενον ἁθρόον παρ ' ἡμῖν πάθος ἀλγεινόν , τὸ δ '
5649609 ταμνειν
γῆν οὐ θέμις σφὶν ἅπτεσθαι , οὐδὲ αὐτὴν τὴν γῆν τάμνειν : ἀλλὰ οἱ μὲν πολεμέουσι καὶ κατακαίνουσιν ἀλλήλους ὅπως
ὑποχονδρίου ἢ ἥπατοϲ μέγα διαϲημαίνῃ , οὐδὲ ἀμβολῆϲ χρέοϲ . τάμνειν δὲ τὴν ἐπ ' ἀγκῶνι τὴν κοίλην : ἀτὰρ
5637722 τηϲ
ἀποπηδᾶν μετέωροϲ ἵϲταται κατὰ τὸν ἀέρα καί τινα δευτέραν ἀδόκητον τῆϲ προτέραϲ ὠκυτέραν ποιεῖται κίνηϲιν . εἰ δὲ μετὰ τὸ
ὠτὸϲ καὶ τὰ ὅμοια . δεῖ δὲ αὐτὰ λειοῦν μετὰ τῆϲ γῆϲ ἐν ᾗ εὑρίϲκεται , εἰ μὴ δριμείαϲ ἢ
5625945 εἰϲω
ϲχεδὸν τὰ ἄγρια τῶν ἡμερῶν ἰϲχυρότερα , ὅθεν οὐδ ' εἴϲω τοῦ ϲώματοϲ ἀλύπωϲ λαμβάνεται . διαφορεῖ δὲ καὶ ῥύπτει
ϲπλὴν χαίρει τε καὶ πρηΰνεται . ἢν δὲ τὰ ὑποχόνδρια εἴϲω [ ᾖ ] ἠδὲ ἄνω εἰρύηται καὶ τὸ δέρμα
5605305 πνευματοϲ
ἀνορεξίαι ϲτόματοϲ ξηρότηϲ καὶ πικρότηϲ ἐρυγαὶ ἀηδεῖϲ καὶ βρομώδειϲ καὶ πνεύματοϲ δυϲωδία ὕπνοι μετέωροι καὶ ἀηδεῖϲ ἐμπνευματώϲειϲ ϲτρόφοι εἰλεοί :
εἰϲ τὴν νῦν δίαιταν : ὑγραίνει γὰρ καὶ αἵματοϲ καὶ πνεύματοϲ ἐμπίπληϲι τὸ ϲῶμα . τὸν δὲ μέλλοντα ἀφροδιϲίοιϲ χρῆϲθαι
5603347 πολλακιϲ
προϲεκβοᾶν ἢ φωνεῖν ἀϲημάντωϲ : ἔνιοι δὲ φανταϲιοῦνται καὶ ἀκούειν πολλάκιϲ τοῦ ἐπιπεϲόντοϲ καὶ ἀφροδιϲίων αὐτὸν ὀρέγεϲθαι , φεύγειν δὲ
μικρὰ καὶ ἡ τυχοῦϲα ὠφέλεια ἐξ αὐτοῦ γίγνεται . διὸ πολλάκιϲ καθαρτέον αὐτῷ . τὰ μὲν γὰρ ἄλλα φάρμακα ἄλλα
5601843 λαγοναϲ
ϲάρκα μειχθῇ : καὶ γὰρ ἰδίῃ τοῦ μὲν ἀμφὶ τὰϲ λαγόναϲ ἀϲκίτου τυμπανίαϲ χερείων , τῶν δὲ ὅλου τοῦ ϲκήνεοϲ
κολοκυνθίδοϲ ἱερᾷ : μετὰ δὲ τρίτην ἡμέραν ϲικυάϲομεν ὀϲφύν , λαγόναϲ , εἶτα τῇ τοῦ καϲτορίου πόϲει χρηϲόμεθα , ποτὲ
5593032 ϲπληνοϲ
μζʹ . Περὶ καύϲεωϲ ἥπατοϲ . μηʹ . Περὶ καύϲεωϲ ϲπληνόϲ . μθʹ . Περὶ καύϲεωϲ ϲτομάχου . νʹ .
ξυντηκτικούϲ , τοὺϲ ἐπὶ ἕλκεϲι ἥπατοϲ ἰϲχνοὺϲ ἀποθνῄϲκονταϲ . Περὶ ϲπληνόϲ . Ϲπληνὶ ξύνηθεϲ χρόνιον νόϲημα , ϲκίρροϲ . ἔμπυοϲ
5577747 παθοϲ
ϲώματοϲ ἀρρώϲτωϲ διακειμένου , ποτὲ δὲ τῆϲ ὑϲτέραϲ αὐτῆϲ ἴδιον πάθοϲ ἀναδεδεγμένηϲ διὰ ψῦξιν ἐντόπιον ἢ πληγὴν ἢ δυϲκραϲίαν ἐκ
τῆϲ κατατάϲεωϲ ἁρμόϲει καταρτιϲμόϲ : εἰ γὰρ εἴη καὶ τὸ πάθοϲ νεαρὸν καὶ ὁ κάμνων ἔτι νεάζων , ἐνίοτε τὸν
5576478 ἰϲχουϲι
ἡ ἡδύοϲμοϲ ἡ βοτάνη καὶ γλήχων πρὸϲ τοῖϲι εὐώδεϲι , ἴϲχουϲί τι καὶ οὔρων ἀγωγὸν καὶ φυϲέων ἔξοδον . κρεῶν
ἡ ἡδύοϲμοϲ ἡ βοτάνη καὶ γλήχων πρὸϲ τοῖϲι εὐώδεϲι , ἴϲχουϲί τι καὶ οὔρων ἀγωγὸν καὶ φυϲέων ἔξοδον . κρεῶν
5563294 καυϲοϲ
λυθῇ , τότε γίγνεται τὸ πάθοϲ . κατάρχει δὲ αὐτέου καῦϲοϲ , ὅϲ ἐϲτι τοιόϲδε . Περὶ καύϲων . Πῦρ
τὴν αἰτίην , ἀτὰρ ἠδὲ καὶ τὰ ϲημήϊα ἐφράζομεν . καῦϲοϲ μὲν γὰρ ὁ πυρετὸϲ ἀρχή . ἐπὶ δὲ τῷ
5557956 κἠν
! ! ! ! τῶι [ ] κυβερνάται δὲ χρὴ κἠν [ ] νᾶϊ μάλιστ ' ἀκούην : ἁ δὲ
Ἀριστοκλῆς , ὅς πού φησι : Δάματερ πολύκαρπε , σὺ κἠν Σικελοῖσιν ἐναργὴς , καὶ παρ ' Ἐρεχθείδαις : ἓν
5552182 γλωϲϲηϲ
ὀφρύοϲ ἢ βλεφάρων παραλυθέντων λ Περὶ κυνικοῦ ϲπαϲμοῦ λα Περὶ γλώϲϲηϲ παραλυθείϲηϲ λβ Περὶ τῆϲ τοῦ φωνητικοῦ παρέϲεωϲ λγ Περὶ
βουβῶναϲ καὶ τὰϲ ἰγνῦϲ ϲπαϲμώδηϲ , δηγμὸϲ ϲτομάχου ἰϲχυρόϲ , γλώϲϲηϲ ἀϲάφεια , ἔμετοϲ ὑδάτων ἢ ἀραχνίοιϲ προϲεοικότων , ἔϲτιν
5544287 ϲφυγμοι
ὁμοίωϲ γίγνονται οἱ ὀφθαλμοὶ ἀλλὰ καὶ ξηροί . οἱ δὲ ϲφυγμοὶ μικρότεροι πᾶϲι τοῖϲ ἐπ ' ἀγρυπνίᾳ καὶ λύπῃ καὶ
τράχη - λοϲ οἰδέει πνεύματοϲ πρήϲει : ὑποχόνδρια ἀνεϲπαϲμένα : ϲφυγμοὶ ϲμικροί , πυκινοί , πιεζεύμενοι : ἰϲχνὰ ϲκέλεα :
5533060 κινουμενηϲ
τὸν ἀραιὸν καὶ τὸν ϲύμμετρον : τῆϲ γὰρ ἀρτηρίαϲ διπλῆν κινουμένηϲ κίνηϲιν ἐξ ἐναντίων ϲυγκειμένην κινήϲεων διττὰϲ ἀναγκαῖον αὐτῇ ϲυμπίπτειν
ϲυνεχοῦϲ μενούϲηϲ τῆϲ κινήϲεωϲ καὶ κατά τιναϲ μὲν δακτύλουϲ ταχύτερον κινουμένηϲ τῆϲ ἀρτηρίαϲ , κατά τιναϲ δὲ βραδύτερον , ὁτὲ
5528125 ὀφρυϲ
[ ὅρων ] κρόταφοϲ , ἢ ὦϲ , ἢ καὶ ὀφρὺϲ μία , ἢ ὀφθαλμὸϲ εἷϲ μέϲφι μέϲου , ἢ
μελικράτου κυάθων γ . Περὶ ὀφρύοϲ ἢ βλεφάρου παραλύϲεωϲ . ὀφρὺϲ δὲ ἢ βλέφαρον εἰ παρεθείη , θεραπευθήϲεται καταχρίϲμαϲι θερμοτέροιϲ
5527018 ὡϲ
, Κιμωλίαϲ μέροϲ α : ἑψήϲαϲ ἐν ὕδατι χρῶ , ὡϲ εἴρηται . Ἄλλο ἁπλοῦν καὶ ἄοϲμον . κονίαϲ ἀϲβέϲτου
ψύξεωϲ , ἀγαθὸϲ ἂν εἴη γερόντων ἰατρόϲ : γνώϲεται γὰρ ὡϲ ἡ τούτων ἐπανόρθωϲιϲ διὰ τῶν ὑγραινόντων τε καὶ θερμαινόντων
5522852 προϲωπα
θανάτῳ ἴκελοι : ἰδέην δέ , κάρηνα μὲν κατέχων καὶ πρόϲωπα ἄϲημα , ἀΐδηλα τὴν μορφήν , ἐπ ' αὐχένι
τὸ ϲτόμα , ὡϲ τῷδε μέζονι χρεόμενοι : ὠχροὶ τὰ πρόϲωπα πλὴν τῶν μήλων : τάδε γὰρ ἐρευθῆ . ἱδρὼϲ
5519479 κυϲτιϲ
δέ , εἰ καὶ τῶν μεζόνων ἀϲφαλέϲτεροι , ἀλλὰ τέμνεται κύϲτιϲ , κἤν τιϲ τὸν [ τοῦ ] θανάτου κίνδυνον
γὰρ καὶ τῇδε πνευμάτων καταρρηκτικὸν πταρμοῖϲι , καὶ ὁκοῖόν τι κύϲτιϲ ἀγωγὸν οὔρων καὶ ῥὶν μύξηϲ . πρήϲϲει δὲ θέρμῃ
5510242 θωρηκα
οἱ ἠθετημένοι περισσοί . . ὅ ἑταῖρος θώρηκα , . θώρηκα , σύλληψιν κατάλληλος . καταλληλίᾳ . . . .
ϲανιδώδεεϲ , πτερυγώδεεϲ , ἐξεχέβρογχοι , λευκοί , ἀραιότεροι τὸν θώρηκα . χῶραι δὲ ψυχραὶ καὶ ὑγραί , ὁκόϲαι τῷ
5506132 αὐτεηϲ
, χρόνῳ δὲ ἐξέλυϲε μυρίουϲ . οἱ δὲ ἀπ ' αὐτέηϲ θρόμβοι , ἰϲχουρίῃ ὀξέωϲ ὀλέθριοι , ὅκωϲπερ οἱ λίθοι
ἀλλὰ καρδίηϲ , ἔνθα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ ἡ φύϲιϲ αὐτέηϲ ἦν , ἐϲ ἣν καὶ τὸ πάθοϲ ᾖ τῶν
5502636 μετεξετεροιϲι
καὶ παλμὸϲ τῇδε παραμήκηϲ μέχρι [ τῆϲ ] λαγόνοϲ , μετεξετέροιϲι δὲ καὶ τῆϲ ἀρτηρίηϲ τῆϲ παρὰ τὴν ῥάχιν ,
πυρόϲ , καὶ τάρβοϲ αὐτέουϲ ὡϲ ἀπὸ ϲκηπτοῦ λαμβάνει : μετεξετέροιϲι δὲ καὶ ἐνέρυθροι καὶ ὕφαιμοι οἱ ὀφθαλμοί . ἐπὶ
5495987 ϲυνιϲταται
οὖν τὸ ὑδατῶδεϲ ϲυλλέγεται , ἐνίοτε δὲ τρυγῶδεϲ ἢ δίαιμον ϲυνίϲταται , ἀεὶ δὲ ἀργόν . γίγνεται δὲ τοῦτο ἢ
ἐν αὐτῷ διὰ δυϲκραϲίαν μόνην θερμὴν τοῦ ἥπατοϲ τὸ πάθοϲ ϲυνίϲταται : εἰ δὲ χωρὶϲ πυρετοῦ γίνοιτο λευκῶν ὑπαρχόντων τῶν
5495477 ϲτομαχου
χλωροῦ ἰάϲπιδοϲ ὁρμαθὸϲ ἐξαρτώμενοϲ τοῦ τραχήλου , ὥϲτε ψαύειν τοῦ ϲτομάχου , μεγάλωϲ ὠφελεῖ . ἐπὶ δὲ τῶν θερμῶν τοῦ
θερμῷ ὕδατι ἕκαϲτον ἐκλύειν , ἢν ἐϲ μούνην τὴν τοῦ ϲτομάχου παραμυθίην διδῷϲ : ἢν δὲ καὶ ἐϲ δύναμιν δέῃ
5486932 οἱϲι
ἐπίκαιρον κακὸν φλεγμαϲίη καὶ πρῆϲιϲ τοῦ πνεύμονοϲ , ἐφ ' οἷϲι πνὶξ ὀλιγοχρονίη . χρὴ ὦν ἀντίξοα ἠδὲ ὠκέα ἔμμεναι
καιροῖϲ μεταβάλλουϲιν εἰϲ τὰ ῥοφήματα ἐκ τῆϲ κενεαγγείηϲ , ἐν οἷϲι πολλάκιϲ ἀρήγει ἐκ τῶν ῥοφημάτων πληϲιάζειν τῇ κενώϲει ,
5483158 ὀγκοϲ
ἐν κεφαλῇ χειρουργητέον οὕτωϲ : εἰ μὲν κατὰ ἀνευρυϲμὸν ὁ ὄγκοϲ ἐγένετο , διαίρεϲιν εὐθεῖαν ἐμβαλοῦμεν τῷ δέρματι κατὰ μῆκοϲ
οὔκ ἐϲτιν ἐν τούτῳ τῷ κόπῳ , ἀλλ ' οὐδὲ ὄγκοϲ τινὸϲ μέρουϲ ὑποπίπτων τῇ ἁφῇ ἢ τῇ ὄψει ,
5481668 μυκτηροϲ
πολλάκιϲ ἐν ὀξυκράτῳ δευθεὶϲ ψυχρῷ καὶ προϲκείμενοϲ ἔξωθεν τοῦ αἱμορραγοῦντοϲ μυκτῆροϲ μετὰ πιλήϲεωϲ τὸ δέον ἐξήνυϲεν , κάλλιον δὲ προϋποβεβλημένου
ἢ ϲικύαν κούφην κατὰ τοῦ κατ ' εὐθὺ τοῦ αἱμορραγοῦντοϲ μυκτῆροϲ ὑποχονδρίου πρόϲθεϲ μεγάλην τε καὶ ἐπιμόνωϲ , ἢ τὰ
5477652 ἑλκεται
διώκεται . , Ἡ δὲ Κυνὸς μεγάλοιο κατ ' οὐρὴν ἕλκεται Ἀργὼ πρυμνόθεν . Καί οἱ πηδάλιον κεχαλασμένον ἐστήρικται ποσσὶν
τὴν πρὸς τὸ κενούμενον ἀκολουθίαν , ὡς ἐκεῖνός φησιν , ἕλκεται ταχέως , ὥσθ ' , ὅσῳπερ ἂν ᾖ λεπτομερεστέρα
5458013 μετιει
τοῦ θεοῦ : τρίτῃ δὲ ἡμερέῃ ἐπεὶ ὕων ἐκόπασε , μετίει τῶν ὀρνίθων , πείρην ποιεύμενος εἴ κου γῆν ἴδοιεν
ταύτην γράφω . ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσηι περὶ ἄγκιστρον , μετίει ἐς μέσον τὸν ποταμόν , αὐτὸς δὲ ἐπὶ τοῦ
5455580 καρδιην
ὑγρὸν σμικρὸν ὁποῖον οὖρον , ὥστε δόξεις ἐν κύστει τὴν καρδίην ἀναστρέφεσθαι : γεγένηται δὲ τούτου ἕνεκα , ὅκως ἅλληται
ζώσαντες πάντη τὰ στόματα , κτηδόνας ἐμβάλλουσιν ἐς τὴν στερεὴν καρδίην . Οὗτοί μοι δοκέουσιν οἱ τόνοι τοῦ σπλάγχνου καὶ
5450026 ϲτρογγυλον
διαβρώϲιοϲ , ξὺν βηχὶ πολλῇ ξανθὸν κατακορέωϲ , ἀφρῶδεϲ , ϲτρογγύλον , ὡϲ ἄλλην ἄλληϲ ἀναγωγὴν διακεκρίϲθαι : ἀλλὰ καὶ
: ὑπ ' ἀϲαρκίηϲ γὰρ οὔτε τὴν περιτένειαν οὔτε τὸ ϲτρογγύλον ἴϲχουϲι . διὰ τόδε καὶ ὄνυχεϲ γρυποί : ἥδε
5449105 προϲθεν
καὶ αἴϲθηϲιϲ ὀξυτέρη , ὡϲ ἰδεῖν καὶ ἀκοῦϲαι μᾶλλον ἢ πρόϲθεν , καὶ γνώμη εὐϲταθεϲτέρη καὶ ψυχὴ καθαρωτέρη : καὶ
ἀποτρέπῃ , φλεγμαϲίαι δὲ ἔωϲι , ϲικύην τῇδε προϲβάλλειν πολὺ πρόϲθεν τῆϲ κρίϲιοϲ τοῦ νοϲήματοϲ . ἐν κριϲίμοιϲι γὰρ ἡ
5445114 τοποϲ
θαλάττῃ διαιτωμένων , καὶ μᾶλλον ὅταν ὑπὸ ἀνέμων καταιγίζηται ὁ τόποϲ καὶ μήτε γεώδειϲ αἰγιαλοὶ μήτε λεῖοι περιλαμβάνουϲι τὸ ὕδωρ
τε καταϲχαϲμοὺϲ παραλαμβάνειν τήν τε καῦϲιν καί , εἰ ὁ τόποϲ ἐγχωροίη , τὸν ἀκρωτηριαϲμόν , ἐφεξῆϲ δὲ τὰϲ τῶν
5440157 ἀκροιϲι
πολλὸν αἴρηται ἀπὸ τῶν ἔνδοθεν ἡ πάθη καὶ ἐπὶ τοῖϲι ἄκροιϲι φαίνηται , λειχῆνεϲ ἐπὶ τοῖϲι ἄκροιϲι δακτύλοιϲι : γούναϲι
πάθη καὶ ἐπὶ τοῖϲι ἄκροιϲι φαίνηται , λειχῆνεϲ ἐπὶ τοῖϲι ἄκροιϲι δακτύλοιϲι : γούναϲι κνηϲμοί , καὶ τῶν κνηϲμῶν ἅπτονται
5430568 ὀξυϲ
, τὰ μὲν ἄνω μέρεα , ἔνθα ἡ ἀπόϲταϲιϲ , ὀξὺϲ πόνοϲ : κοιλίη ὑγρή , τὰ πρῶτα ὑδατώδεα ξὺν
ἅμα ἐπιφοιτήϲῃ , οὐ καλέεται πλευρῖτιϲ . ξύνεϲτι δὲ πόνοϲ ὀξὺϲ ἄχρι κληϊδέων : πῦρ δριμύ : κατάκλιϲιϲ ἐπὶ μὲν
5422923 γινεϲθαι
[ ! ! ! ! ! ! ] τα ? γίνεϲθαι ] τέρων ? τειντοὺϲ ! [ ! ! !
καὶ ἐπὶ τοῖϲ τυχοῦϲιν αἰτίοιϲ ἔϲθ ' ὅτε τὴν κατολίϲθηϲιν γίνεϲθαι καὶ τὸν ὄγκον ὁμαλὸν καὶ βύθιον φαίνεϲθαι τοῦ κατολιϲθήϲαντοϲ
5421319 ὀδυναϲθαι
διαγνωϲτέον ἐκ τοῦ κατὰ τὴν πρώτην τῆϲ χειρὸϲ ψαῦϲιν αὐτοὺϲ ὀδυνᾶϲθαι κἀκ τοῦ τὴν πυράκτωϲιν καὶ τὴν ϲκληρίαν ἐπιτεταμένα φαίνεϲθαι
ϲφοδρότεραι κατὰ τοὺϲ ὀφθαλμούϲ , ἐπιϲκέπτου , κατὰ τίνα διάθεϲιν ὀδυνᾶϲθαι ϲυμβαίνει τὸν ὀφθαλμὸν ἐν ταῖϲ φλεγμοναῖϲ : ἤτοι γὰρ
5407766 ἀποϲταϲιοϲ
αἰϲθάνεται , γελᾷ . Περὶ φθίϲιοϲ . Ἢν ἕλκοϲ ἐξ ἀποϲτάϲιοϲ ἐν τῷ πνεύμονι γένηται , ἢ ἐκ βηχὸϲ χρονίηϲ
ἧπαρ τρέπεται . ἢν δὲ ἔτι πολλὸν ὑπερβάλλῃ χρόνον ἄνευ ἀποϲτάϲιοϲ , ἐϲ ὕδρωπα ἄφυκτον τελευτᾷ : διψαλέοι , βραχυπόται
5399223 μεζον
καὶ τὴν νοῦσον ἔκρυπτεν : ὡς δέ οἱ τὸ κακὸν μέζον ἡσυχίης ἐγένετο , ἐς ἐμφανὲς ἐτρύχετο κλαίεσκέν τε δι
, ἔν τε τοῖϲι ἕλκεϲι καὶ ϲτάξιεϲ αἱμορραγίηϲ . τὸ μέζον ἄλλο εἶδοϲ ἑλκέων : ὀχθώδεα , τρηχέα , ἀνώμαλα
5393388 δηξιϲ
αἷμα : κνηϲαμένων γὰρ αὐτῶν ἅπαξ καὶ δὶϲ ἐκρήγνυται . δῆξιϲ δὲ ϲτομάχου καὶ τρόμοϲ τοῦ κάτω χείλουϲ τὴν δι
γὰρ ἡ ἀρτηρίη τῷ ϲτομάχῳ , παρατεταμένη καὶ ξυνημμένη . δῆξιϲ , ἢ ϲτῦψιϲ τοῦ ἕλκεοϲ ἐπὶ τοῖϲι καταπινομένοιϲι ,
5391731 ἰϲχιον
. Περὶ ϲπονδύλων . ριηʹ . Περὶ τῆϲ κατ ' ἰϲχίον διαρθρώϲεωϲ . ριθʹ . Περὶ τῆϲ κατὰ τὸ γόνυ
ἐξελθὼν δὲ οἰνελαίῳ λιπαρῷ περιαντληθεὶϲ καὶ περιμαξάμενοϲ , ϲκέπε τὸ ἰϲχίον ἐρίοιϲ καθαροῖϲ . ϲιναπιϲμοῦ μὲν ὁ τρόποϲ , τὰϲ
5391192 γαϲτηρ
μάλιϲτα εἰ πίῃ τιϲ τὸν ζωμόν , ὑπαχθήϲεται αὐτῷ ἡ γαϲτὴρ ἱκανῶϲ . Περὶ μαλακοϲτράκων . Ἀϲτακοὶ καὶ πάγουροι καρκῖνοί
προεγράφη δὲ ἐν τοῖϲ βηχικοῖϲ . ἐπειδὴ δὲ καὶ ἡ γαϲτὴρ τούτοιϲ οὐκ εὐοδοῦται , δοτέον αὐτοῖϲ μαϲτίχηϲ λειοτάτηϲ Γρ
5382835 ἀγρυπνιη
ἀνάτριψις , ἴησις , πόνος , ἀργίη , ὕπνος , ἀγρυπνίη , πνεύμασιν ἄνωθεν , κάτωθεν , κοινοῖσιν , ἰδίοισι
ὕδωρ ψυχρὸν καὶ πουλὺ , μετὰ ταῦτα ἐκείνης τῆς νυκτὸς ἀγρυπνίη , δυσφορίη , ἄκρεα ψυχρά . τῇ δὲ ὑστέρῃ
5379716 καυϲου
οὐδὲ τῷ καύϲονι καθ ' ἕκαϲτον παροξυϲμόν . ἐπὶ γὰρ καύϲου ῥίγεοϲ ἐπιγενομένου λύει τὸ νόϲημα . διενήνοχε δὲ ὁ
μαραϲμώδεεϲ , εὖτε ὁκόϲοι τήνδε τὴν κατάϲταϲιν εἶδον , ἰδέην καύϲου ἐκάλεον . καὶ γὰρ καὶ τοῦ γένουϲ τοῦ καύϲου
5370278 ϲκοτοδινοϲ
πάθοϲ περὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ πλεῖον ϲυνίϲταϲθαι , προϲημαίνειν εἴωθεν ϲκοτόδινοϲ καὶ ἀλγηδὼν κεφαλῆϲ καὶ βάροϲ ἐν ταῖϲ ὀφρύϲιν ,
ἔργων πρήξιοϲ , ἔκλυϲιϲ , ἀτονίη , γουνάτων ἀκραϲίη , ϲκοτόδινοϲ , καὶ τὰ γυῖα λύονται : κεφαλῆϲ πόνοϲ ,
5365445 ὁκοϲοιϲι
τευ ἐξ ἐπιβουλῆϲ παταχθέντεϲ . ἥδε μέντοι ἡ ἀπάτη γίγνεται ὁκόϲοιϲι τότε πρῶτον τὸ κακὸν ξυνέπεϲε : οἷϲ δὲ ξύνηθεϲ
θέρεοϲ : ἡλικίῃϲι δὲ μειρακίοιϲι καὶ νέοιϲι , μάλιϲτα δὲ ὁκόϲοιϲι ἡ φύϲιϲ ἐϲ ξυνουϲίην ἑτοίμη . ὀξύτατον ἠδὲ ἀτερπὲϲ
5348735 κατακορεωϲ
, οὐ μάλα πυκινή : χροιῇ χλοήβαφοι : ἢν δὲ κατακορέωϲ ἔωϲιν ἰκτερώδεεϲ , τοῦ λευκοχρόου εἴδεοϲ . ὕπνοι καθαροὶ
ἀτὰρ οὐδὲ ἰδέην κάρτα τῳ ἴκελοϲ : χροιὴν μὲν μέλανεϲ κατακορέωϲ ἅπαντεϲ καὶ δι ' ὅλου τοῦ ϲκήνεοϲ . ἵπποϲ
5346241 ἀρχαϲ
ἐξ ἀρχῆϲ ἢ ὠοῦ τῷ λευκῷ : καὶ κατ ' ἀρχὰϲ μὲν παραιτητέον τὰϲ πυρίαϲ καὶ τὰ θερμὰ καταπλάϲματα .
καὶ μέλιτοϲ ἑφθοῦ : ἐμβρέχειν δὲ τὴν κεφαλὴν κατ ' ἀρχὰϲ μὲν ἕρπυλλον ἐναφέψοντεϲ ϲὺν ὄξει καὶ ἐλαίῳ : ἐν
5341521 ϲαρκα
δὲ πνεῦμα , ἐξεφυϲήθη τόδε : ἢν δέ τι ἀνὰ ϲάρκα ἡ ὑϲτέρη πάθῃ , ὡϲ ἐπίπαν ὅλη ἡ ἄνθρωποϲ
δι ' ὕδατοϲ : γενομένην δὲ ἤδη τὴν παρὰ φύϲιν ϲάρκα ϲκοπόϲ ἐϲτι διὰ τῶν ἀδήκτων ἀναλῶϲαι καὶ ῥῆξαι .
5340978 πουλυ
, ἢ τεσσαρεσκαιδεκαταίοισι ῥύσιες ἐκ ῥινέων λύουσιν ὡς ἐπὶ τὸ πουλὺ τοὺς πυρετούς : ὁμοίως δὲ καὶ κοιλίης ῥύσις χολώδης
. Ὣς τῶν ἀζαλέῃσι περικτυπέοντο γένεια ῥινοῖς : αἷμα δὲ πουλὺ κατέρρεεν : ἐκ δὲ μετώπων ἱδρὼς αἱματόεις θαλερὰς ἐρύθαινε
5339399 ἀταρ
τῆς εὐπαιδίας , ὅσον τὸ πλῆθος κατέπεσεν τῶν ὀρχίλων . ἀτὰρ καταβατέον γ ' ἐπ ' αὐτούς μοι : σὺ
ζωγράφου πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα ὁμολογεῖ τὴν χειρουργίαν ἀγαθὴν οὖσαν ἀτὰρ οὖν καὶ τόδε τὸ γράμμα . ὁπλίτης ἐστὶν ἐκβοηθῶν
5334322 φλεβαϲ
καλῶϲ ἐπιϲχεθεῖϲαι , καὶ κατὰ τὴν εἰϲ ἧπάρ τε καὶ φλέβαϲ ἀνάδοϲιν ὠμὸν γεννῶϲι χυμὸν οὐ ῥᾳδίωϲ εἰϲ αἷμα μεταβαλλόμενον
. τῷ οὖν μὴ πέττεϲθαι μηδ ' ἀναδίδοϲθαι εἰϲ τὰϲ φλέβαϲ ὑποχωρεῖ κατὰ γαϲτέρα καὶ τῷ ἔχειν ῥυπτικὸν ἐκ τῆϲ
5329259 μουνον
, ] ἀγλαὰν ἥβαν προλείπων . Φασὶν ἀδεισιβόαν Ἀμφιτρύωνος παῖδα μοῦνον δὴ τότε τέγξαι βλέφαρον , ταλαπενθέος πότμον οἰκτίροντα φωτός
ὅς κεν ἐν ἠοῖ ἄρξηται κείνῃ μογέειν εὐήρεα γυῖα . μοῦνον μὴ στομάχοιο κακηπελίῃ βαρύθοιτο ἢ πλευρῆς : οὐ γάρ
5328358 ϲαρκοειδεα
, ὡϲ ὄντα μέρεα θώρηκοϲ : τὴν δ ' ἰδέην ϲαρκοειδέα δοκοίηϲ ἂν πνεύμονοϲ ἔμμεναι μέρεα . θώρηκοϲ βάροϲ ,
ἢ λεῖον ὁμαλὸν ἢ τρηχύ , ἢ ἀνώμαλον : καὶ ϲαρκοειδέα τὰ ἐμπλώοντα , ϲτρογγύλα , ἢ πλατέα , ῥηϊδίωϲ
5320678 ὁκοϲοι
ὦν καὶ ἡ ϲυγκοπὴ καρδίηϲ ἐϲτὶ καὶ ζωῆϲ νοῦϲοϲ . ὁκόϲοι δὲ ϲτομάχου ἡγέονται τὸ πάθοϲ ἔμμεναι , οὕνεκα ϲιτίοιϲί
ὑγρῶν μετοχετεύϲιοϲ : ἀφωνίη : ϲφυγμοὶ ϲμικρότατοι καὶ πυκνότατοι , ὁκόϲοι ἐπὶ ξυγκοπῇ : ἐντάϲιεϲ ἐμέτου ξυνεχέεϲ , κενεαί :
5315254 ϲυνιϲταϲθαι
ἐν ὕδατι ἑψηθέντα , ᾧ χρῆται λουτρῶ . Κωλύειν μὲν ϲυνίϲταϲθαι πελιώματα τοῖϲ γέρουϲι παχεῖαν ἐργαζομένουϲ τὴν δορὰν καὶ δυϲπαθῆ
καὶ τρυγί φηϲιν ἐοικότα τοῖϲ ἀπὸ ϲκήμματοϲ μάλιϲτα χρονίϲαϲιν ἀποϲτήμαϲι ϲυνίϲταϲθαι . διὸ τὴν τελειοτέραν τῶν ἐκτὸϲ μάλιϲτα τοῦ ϲώματοϲ
5314690 ἰοντα
οἱ δῶκεν ἀπειρεσίην Ἀγελείη , φῦλα φυλασσέμεναι κρυερὴν ἐς δῆριν ἰόντα , ἢ δολιχὴν ἕρπων ἐς ἀταρπιτὸν εἴ μιν ἔχει
τώ τ ' ἐν ὄρεσσιν ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα , δοχμώ τ ' ἀΐσσοντε περὶ σφίσιν ἄγνυτον ὕλην
5308898 εὐθεωϲ
αὐτῶν εἴρηται : κατάλοιποϲ δέ ἐϲτιν , ὅταν ἐξ ἀρχῆϲ εὐθέωϲ εἰϲβάλλωϲι τὴν πρώτην γένεϲιν ὁμοίαν ποιηϲάμενοι τοῖϲ ἐφημέροιϲ ἐπὶ
καὶ τὰ τῆϲ ἀλθαίαϲ φύλλα λεῖα : προϲαγέϲθω δὲ ταῦτα εὐθέωϲ μετὰ τὰϲ ἀνέϲειϲ τῶν παροξυϲμῶν . χρόνου δὲ προϊόντοϲ
5301363 τινοϲ
ταράξειϲ ὑπό τε καπνοῦ γιγνομέναϲ καὶ ἐγκαύϲεωϲ ἢ κονιορτοῦ ἤ τινοϲ ἑτέρου παραπληϲίου θεραπεύϲειϲ ῥᾳδίωϲ πρῶτον μὲν κελεύων τὸν πάϲχοντα
βραχὺϲ φαινόμενοϲ οὐκ ὢν τοιοῦτοϲ , ἀλλὰ διὰ πάχοϲ πιμελῆϲ τινοϲ ἢ ϲαρκῶν ἢ ὑμένων ἐπιπροϲθούντων : ἐνίοτε δὲ καὶ
5301120 ἐπιγαϲτριον
κἄπειτ ' αὖθιϲ ἀντεπιϲτρέφονταϲ ἔϲωθεν ἔξω διεκβάλλειν κατὰ τὸ ἀντικείμενον ἐπιγάϲτριον . οὗτοϲ ὁ τρόποϲ τοῦ κοινοῦ καὶ προχείρου ,
τῆϲ ὑϲτέραϲ : εἰ δὲ κατὰ τὸν θώρακα ἢ τὸ ἐπιγάϲτριον ϲφηνωθῇ , διὰ ῥάκουϲ ἐπιϲπαϲάμενον αὐτὸ καὶ κατὰ τὸν
5299579 τουτεων
, πάντων ἀμείνω ἀναπτυόμενα . Ὁκόσα δὲ τῶν ἀλγημάτων ἐκ τουτέων τῶν χωρίων μὴ παύηται , μήτε πρὸς τὰς τῶν
ψύχει ἢ τῷ θάλπει ἀλογίστως ὁμιλοῖεν , πολλαὶ ἐλπίδες ἐκ τουτέων τῶν διαιτημάτων παραφρονῆσαι αὐτούς . Τούς τε τὰς αἱμοῤῥοΐδας
5299433 βαθουϲ
ἀχροίαϲ καὶ ἡ θερμαϲία τούτοιϲ πλείων καὶ ὡϲ ἐκ τοῦ βάθουϲ ἀναφερομένη καὶ μεγάλοι τούτοιϲ οἱ ϲφυγμοί . οἱ μὲν
οἷόν τε ἄλλῳ τρόπῳ μηχανᾶϲθαι ἀνάγειν τὸ θερμὸν ἐκ τοῦ βάθουϲ πρὸϲ τὰ ἔξω . Περὶ τῶν ἐπὶ πλήθει ὠμῶν
5283367 αὐτεων
τρόπον τὸ νυμφέων διαιρεῖται , τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τὸ αὐτέων , ὁπότε θηλυκὸν σημαίνει . καὶ ἔτι αὐτάων .
γὰρ λεῖαι ἔωσιν , ἔστιν ὅτε οἱ ὑμένες ἀπ ' αὐτέων ἀφίστανται , ἐπὴν τὸ παιδίον ἄρχηται κινέεσθαι , οἱ
5282530 μηροιϲ
' ἐγὼ ? ] υϲω ? παῖδαϲ ? ? ἐν μηροῖϲ ἔχε ? [ ] ! θέλοντοϲ εὐφλεβὲϲ ? κέραϲ
νεμόμεναι γὰρ αὐτὸν αἱ αἶγεϲ ἐν τοῖϲ πώγωϲι καὶ τοῖϲ μηροῖϲ αὐτῶν τὸ λιπαρώτερον καὶ ὀπῶδεϲ τῆϲ πόαϲ ἀφαιροῦνται ,

Back