μένης , ὑφελόντες ὅλου τοῦ μήκους τὸ ἴσον τοῖς εἰρημένοις πλάτεσι συναμφοτέροις , ἢ καὶ ἔτι μεῖζον : τὸ λοιπὸν
τῆς Ἀθηνᾶς τῇ συζυγίᾳ . ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐρεσσόντων τοῖς πλάτεσι τῆς ἀπήνης οἷστισιν ὅπλοις ὁ τοῦ Ἀχιλλέως παῖς στέφει
7564821 κριοις
τέως μεμυκὸς ὄμμα τῆς διανοίας εἶδε τοὺς ἀναλογοῦντας τράγοις καὶ κριοῖς τελείους λόγους ἠκονημένους πρός τε μείωσιν ἀδικημάτων καὶ ὧν
τάφρου χώματι προσεχόμενον ἔνδοθεν ὑψηλῷ καὶ πλατεῖ , οἷον μήτε κριοῖς κατασεισθῆναι μήτε ὑπορυττομένων τῶν θεμελίων ἀνατραπῆναι . τοῦτο τὸ
7561573 ἀμφιβιοις
ἑτέροις , τοῖς μὲν ἁπλῶς , τοῖς δ ' ὡς ἀμφιβίοις κατὰ Δ . . ὃ καὶ ἐπ ' ἄλλων
ὑπὸ ταῖς ἡλιακαῖς θερμαινομένων ἀκτῖσι , οἱ νεοττοὶ προκύψαντες τοῖς ἀμφιβίοις εἰσὶν ἰχθύσιν ὀλέθριοι . Καὶ γύγης ὄρνις ἐστίν ,
7542538 πετροβολοις
ἄλλον τινὰ δύνῃ τρόπον , καὶ τῷ ἐνετῆρι καὶ τοῖς πετροβόλοις ἄνωθεν τύπτοντας κελεύειν διακόπτειν τὰς ὀροφὰς αὐτῶν . πρὸς
εἰς τὰ διωρμισμένα πλοῖα τῶν Ῥοδίων ἐνέβαλε , τοῖς δὲ πετροβόλοις τὰ τείχη διέσεισε , τοῖς δ ' ὀξυβελέσι τὰ
7506598 χολωδεσι
ἐμφέρεται τὸ ἐπιμήνιον αἷμα , ἢ χυμοῖς τισιν ἀναμεμιγμένον , χολώδεσί τε καὶ φλεγματώδεσι . τοίνυν ἐπὶ ταῖς ἐπισχέσεσιν αὐτῶν
καιροῦ , καὶ ἀφρωδεστέρων : μᾶλλον δὲ τὸ τοιοῦτο τοῖσι χολώδεσί τε καὶ μεγαλοσπλάγχνοισι γίγνεται . Πτυάλου μὲν οὖν ἀναγωγὴν
7473521 ἑδραιως
, οἱονεὶ οὐ μόνον φέρειν τὴν ὀδμήν , ἀλλὰ καὶ ἑδραίως μένειν διὰ τὸ τυφλώττειν . τὰς μὲν θέσφατόν ἐστιν
στρατιῶται ῥᾳδίως τε αὐτὰ διατρέχοιεν καὶ ἐπ ' ὀχυροῦ βήματος ἑδραίως ἑστῶτες μάχοιντο . τὰ γὰρ πλεῖστα τῆς Βρεττανῶν χώρας
7353524 φραγμοις
οὐ πόρρω θαλάσσης . Δρακοντία μεγάλη φύεται ἐν συσκίοις καὶ φραγμοῖς . καυλὸν δ ' ἔχει λεῖον , ὀρθόν ,
τὸ ὑπὸ αἱμασιῶν περιεχόμενον αἱμασιὰν καλοῦσιν . αἱμασιαῖς : τοῖς φραγμοῖς κυρίως τοῖς ἠκανθωμένοις . αἱματοπώτης : οἱ Ἀττικοὶ μηκύνοντες
7324338 σκελεσι
πλεῖστον ἀπολαμβάνεται τοῦ αἵματος ἀπὸ τῆς ἀποδέσεως ἔν τε τοῖς σκέλεσι καὶ τοῖς βραχίοσιν . ἐλάσσους γὰρ γινομένου τοῦ περὶ
τοῖς περὶ μασχάλαις τόποις , οἱ δὲ περὶ αἰδοῖα καὶ σκέλεσι καὶ τοῖς περὶ τοὺς βουβῶνας . οὐκ ὀλίγοι δὲ
7306238 ἡδεσιν
ἐξουσίαις οὐ τοῖς αὐτοῖς χρῶνται φίλοις ὡς χρησίμοις καὶ ὡς ἡδέσιν . ἄλλοι γάρ εἰσιν αὐτοῖς χρήσιμοι καὶ ἕτεροι ἡδεῖς
' ἂν λέγοιτο σώφρων ὁ τοῖς κατὰ γεῦσιν καὶ ἁφὴν ἡδέσιν οὐδαμῶς ὑποκείμενος καὶ αὐτὸς ταῦτα τῷ λογιζομένῳ ὑποτιθέμενος καὶ
7242445 καθεστωσι
χρημάτων καὶ στρατιωτῶν ἐνδεῖν αἰσχρὸν οὐ τοῖς μὴ ἐν ἰδίᾳ καθεστῶσι χρείᾳ , πολὺ δὲ μᾶλλον τοῖς εἰ καὶ οἴκοθεν
χάριν τοῦ μὴ μετὰ περιθλάσεως τὴν σκέπην τρυφεροῖς ἔτι σώμασιν καθεστῶσι παρέχειν : καθαροὺς δέ , ἵνα κοῦφοι καὶ μὴ
7234880 βαθεσιν
ὑπονόμοις γενομένων , τηλικαῦτα δὲ ὀρυγμάτων μεγέθη , καὶ διατείνοντα βάθεσιν ἐπικαρσίοις ἐπ ' αὐτὴν τὴν θάλασσαν . Ὅτι παρὰ
πεττείαν ἢ σύμπασαν ἀριθμητικὴν ψιλὴν εἴτε ἐπίπεδον εἴτ ' ἐν βάθεσιν εἴτ ' ἐν τάχεσιν οὖσάν που , περὶ ἅπαντα
7233059 παρηιδων
, ἀνδρόπαις ἀνήρ . στείχει δ ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηίδων , ὥρας φυούσης , ταρφὺς ἀντέλλουσα θρίξ . ὁ
. ἴουλος ἐνταῦθα ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν γενείων . Ξ παρηίδων ] τῶν παρειῶν . ὥρας φυούσης ] ἤτοι τῆς
7222928 ἁλμασιν
δέος μή τι πρὸς ἐπιβουλὴν ἀφανῶς ἐπικρύπτηται , ὅπερ ἢ ἅλμασιν ἢ μακραῖς διαβάσεσιν ἔμελλε διελέγχεσθαι . πόσων ἄρα κακῶν
ἐχρῶντο οἱ παλαιοὶ καὶ τοῖς εἰς ἀναστόμωσιν βρώμασιν ὡς ταῖς ἅλμασιν ἐλαίαις , ἃς κολυμβάδας καλοῦσιν . Ἀριστοφάνης γοῦν φησιν
7218074 ὀρχεσιν
μέρος ἑλικοειδὲς γιγνόμενον φέρεται ἄνωθεν κάτω , καὶ ἐμφύεται τοῖς ὄρχεσιν ἔξωθεν τῆς μήτρας , ἑκατέρωθεν αὐτῆς ἐκ τῶν πλαγίων
τινες [ ὅτι ] τὴν ἀρρενότητα τοῖς ἀνδράσιν ἐν τοῖς ὄρχεσιν ἔχειν . Τὸ δέρμα , χρείας ἕνεκεν μόνης γεγενημένον
7217555 ξυνωρισιν
] τὸν τοὺς χαλινοὺς φέροντα . αὐτοῖς ] σύν . ξυνωρίσιν ] ἅρμασιν . τελευταῖος τῶν τριμέτρων ἰάμβων . #
ς ' ἆρα κινήσειν ἐγὼ αὐτοῖς τροχοῖς τοῖς σοῖσι καὶ ξυνωρίσιν . οἷον τὸ πραγμάτων ἐρᾶν φλαύρων : ὁ γὰρ
7213409 βοωσαι
τῶν γυναικῶν ποιεῦσι τά περ εἴρηκα , αἱ δὲ τωθάζουσι βοῶσαι τὰς ἐν τῇ πόλι ταύτῃ γυναῖκας , αἱ δὲ
ἄμπωτις γίνηται εἰς βόρειον μεταβάλλει . Θάλασσα οἰδοῦσα καὶ ἀκταὶ βοῶσαι καὶ αἰγιαλὸς ἠχῶν ἀνεμώδης . Καὶ ὁ μὲν βορέας
7208977 σφυροις
τράφοισα Κένταυρον , ὅς ἵπποισι Μαγˈνητίδεσσιν ἐμείγνυτ ' ἐν Παλίου σφυροῖς , ἐκ δ ' ἐγένοντο στρατός θαυμαστός , ἀμφοτέροις
Περίκλεες , ἐάσατ ' ἄρχειν μειράκια κινούμενα , ἐν τοῖς σφυροῖς ἕλκοντα τὴν στρατηγίαν . Καὶ λέγουσί γε τὰ μειράκια
7196951 εὐκινητου
ἧς μέμνηται ὁ Θεόκριτος . σκίνακος δὲ τοῦ σκιρτητικοῦ , εὐκινήτου , ταχέως . προκὸς τοῦ τέκνου τῆς δορκάδος .
ὅτε εὐκίνητον , ὡς ἐπὶ τῆς ἴκτιδος [ ἀντὶ τοῦ εὐκινήτου . ] καὶ ὁ αὐτὸς ἐπὶ τοῦ χαλεποῦ καί
7196599 μετεωριζεται
, ἔμπληκτος δέ ἐστι , καὶ ὡς ἀπολωλεκὼς τὰς φρένας μετεωρίζεται : ἀμφοτέρους τοίνυν τοὺς πόρους ἐκ τούτου στένωσις λαμβάνει
τοῦ αὐτοῦ Ἀριστοφάνους : Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς γε μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ ' ἄνθρωπος : οὕτω καί ς '
7186828 ἐκκοπευσιν
, ἔπειτα διακοπτέσθω τὰ μεταξὺ τῶν τρημάτων διαστήματα τοῖς σμιλιωτοῖς ἐκκοπεῦσιν . μετὰ δὲ τὴν τοῦ ὀστέου ἀναίρεσιν ἡ ξύσις
δὲ τῆς βάσεως , ὅλος ὁ παραπεφυκὼς δάκτυλος τοῖς σμιλιωτοῖς ἐκκοπεῦσιν ἐκκοπτέσθω , καὶ τότε ἡ ὑποκειμένη σκυταλὶς ξυστῆρι λειοποιείσθω
7178574 πιπρασκουσι
, καὶ προκαταδικάζεσθαι ὡς Δείναρχος . , ὁ δὲ τοῖς πιπράσκουσι προξενῶν προπράτωρ , ὡς Δείναρχος καὶ Ἰσαῖος εἴρηκεν :
“ πράγμασιν ” . Γ ἔθος ἐστὶ τοῖς μαγείροις καὶ πιπράσκουσι τὰ κρέα μιγνύειν κρέα προβάτων τε καὶ αἰγῶν καὶ
7169647 εὑρημασιν
. εὐφραίνησθ ' ] εὐφροσύνην ἔχητε , ἀγάλλεσθε . . εὑρήμασιν ] νοήμασι καὶ ποιήμασιν , καλοῖς ῥήμασιν , ἐπινοήμασιν
, κιβδηλεύοντα τὴν | ἀληθῆ προφητείαν καὶ τὰ γνήσια νόθοις εὑρήμασιν ἐπισκιάζοντα . χρόνῳ δὲ παντάπασιν ὀλίγῳ διακαλύπτεται τὰ τοιαῦτα
7163812 λυπουμενοις
ἂν μὴ δειλὸς ᾖ . Τοῖς γὰρ μεριμνῶσίν τε καὶ λυπουμένοις ἅπασα νὺξ ἔοικε φαίνεσθαι μακρά . Ὅτε μειράκιον ἦν
ἄνοιαν ἀνδρείως φέρειν . Ἡδύ γε φίλου λόγος ἐστὶ τοῖς λυπουμένοις . Ἕλληνές εἰσιν ἄνδρες οὐκ ἀγνώμονες , καὶ μετὰ
7151590 νουβυστικως
πέρασι , τοῖς παρισώμασι , τοῖς ἀποπλάνοις , τοῖς μεγέθεσιν νουβυστικῶς . Μνησίμαχος δ ' Ἀλκμαίωνι [ . ] :
οἱ περὶ Ἀριστοφάνη † † . τοῦ ] δέρματος . νουβυστικῶς : ⌈ ἀντὶ τοῦ Γ συνετῶς Γ , νοῦ
7144721 διαλειπουσι
ἔνθεν ἐπιδέουσι τοῖσιν ὀθονίοισι , κατὰ δὲ τὸ ἕλκος αὐτὸ διαλείπουσι , καὶ ἐῶσιν ἀνεψύχθαι : ἔπειτα ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τὸ
διὰ τῶν τόπων τούτων , κακόν . Ἐν τοῖσι μὴ διαλείπουσι πυρετοῖσιν , ἢν τὰ μὲν ἔξω ψυχρὰ ᾖ ,
7127467 μανδατων
. ΙΑʹ . Περὶ μανδάτων καθολικῶν . ΙΒʹ . Περὶ μανδάτων τοῖς τῆς πρώτης τάξεως διδομένων . ΙΓʹ . Περὶ
. Περὶ μανδάτων τοῖς ὑπερκερασταῖς διδομένων . ΙΕʹ . Περὶ μανδάτων τῇ δευτέρᾳ τάξει διδομένων . ΙϚʹ . Περὶ μανδάτων
7125804 τνγ
ε , τῶν δὲ λοιπῶν τὰ μὲν τρίτα παραυξήσομεν τοῖς τνγ νβ λδ ιγ , τὰ δὲ τέταρτα τοῖς νζ
Ῥύποϲ τμθ Ϲαγαπηνόν τν Ϲάμψυχον τνα Ϲαπρότηϲ ξύλων τνβ Ϲαρκοκόλλα τνγ Ϲατύριον τνδ Ϲέλινον τνε Ϲέριϲ ἢ κιχόριον τνϚ Ϲέϲελι
7124510 τυπτομεναι
: ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ταύρων . κερωτυπούμεναι ] ἤγουν τυπτόμεναι παρ ' ἀλλήλων . ζάληι ] ταραχῆι σὺν ὄμβρωι
ποιεῖ τὸ πληθυντικόν , Ὁμήρω Ὅμηροι , Σαπφώ Σαπφοί . τυπτόμεναι : πᾶσα εὐθεῖα δυϊκῶν εἰς α λήγουσα προσθέσει τοῦ
7108455 ἀγκεσι
τοῦτο κατὰ τὴν ὀρεινὴν νεμόμενον δρέπεται ἀπὸ τῶν ἐν τοῖς ἄγκεσι θάμνων παντοῖα ἄνθη , καὶ φερόμενον εἰς τὰς κοίλας
γὰρ ὅτι δραμεῖν ἐστι νωθροτέρα . τίκτει οὖν ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ τοῖς δρυμοῖς καὶ ἐν τοῖς αὐλῶσιν . ὅσοι
7098566 ἀκινδυνοτερον
θερμὸν ἐκεῖνο καὶ πικρὸν ἐμοὶ φορτίον , καὶ οὕτω λοιπὸν ἀκινδυνότερον ἐβάδιζον τῆς ὁδοῦ τὸ ἐπίλοιπον . οὐδὲ γὰρ ἔτι
, κἂν πρόσω ὄντα τυγχάνῃ . τὸ γὰρ σφόδρα πονῆσαι ἀκινδυνότερον ἢ πρὸς τοὺς κρείττους ἀγωνίζεσθαι . ἢν δέ πῃ
7093109 στεγνοτερον
. στεγανὸς ὁ σκεπασμένος : λέγεται δὲ στεγανὸν καὶ τὸ στεγνότερον : καὶ στεγανόποδες ὄρνιθες : οἱ ἐν ὕδασι διατρίβουσι
, τὰς δὲ ἀμυδρόν , καὶ τῶν ἀμυδρὸν τὰς μὲν στεγνότερον , τὰς δὲ ῥοωδέστερον . ταῖς μὲν οὖν στεγνότερον
7090618 γλυκυριζης
, μήκωνος σπέρματος ⋖ δʹ , τραγακάνθης , κρόκου , γλυκυρίζης ἀνὰ ⋖ δʹ , σμύρνης ⋖ βʹ : ἀναλάμβανε
δὲ ἐμπύους ἡ ἔσδρα μεγάλως ὠφελεῖ καὶ ὁ χυλὸς τῆς γλυκυρίζης μετὰ χρυσιατικοῦ . Ἡ καρδία οὔτε φλεγμονὴν , οὔτε
7076210 ματας
αταωιθ ! ! ! ! [ [ ] ! ! ματας ! ! ! [ [ ] ονθεν ? [
αταωιθ ! ! ! ! [ [ ] ! ! ματας ! ! ! [ [ ] ονθεν ? [
7071772 Πομα
μέρος ʹʹ . μετὰ ὀξυμέλιτος πότιζε . [ λστʹ . Πόμα πρὸς ῥοῦν γυναικεῖον . ] Πευκεδάνου ῥίζαν καὶ κυπαρίσσου
ἔστω καὶ τρόφιμον , ἥκιστα δὲ γλίσχρον καὶ περιττωματικόν . Πόμα δὲ οἶνος ὁ λευκὸς τῇ χροιᾷ καὶ λεπτὸς τῇ
7070816 ἀρωμασι
δὲ συμβαίνει διὰ τὴν ἀνωμαλίαν τῶν δυνάμεων τῶν ἐν τοῖς ἀρώμασι . Τῆς δ ' ἀνωμαλίας αἰτίαι πλείους . Μία
Ταῦτα μὲν οὖν ἐπισκεπτέον . Χρῶνται δὲ πρὸς πάντα τοῖς ἀρώμασι , τοῖς μὲν ἐπιστύφοντες τὸ ἔλαιον τοῖς δὲ καὶ
7070520 εὐωδεσι
καὶ πλουσίᾳ , κειμήλια ἐχούσῃ διάφορα : καὶ μύροις ἀλειφθήσεται εὐωδέσι καὶ ἀνδράσι προσομιλήσει μελοποιοῖς καὶ παιδείαις χρωμένοις : εἰ
καὶ πλουσίᾳ , κειμήλια ἐχούσῃ διάφορα : καὶ μύροις ἀλειφθήσεται εὐωδέσι καὶ ἀνδράσι προσομιλήσει μελοποιοῖς καὶ παιδείαις χρωμένοις : εἰ
7069576 σκαφιδες
λέγεται : ναῖον δ ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα γαυλοί τε σκαφίδες τε τετυγμένα , τοῖς ἐνάμελγεν . εἰ μὴ σκύφος
λέγουσι καὶ δίχα τοῦ ρ τοὺς πυρούς . Εἰσὶ δὲ σκαφίδες ἐν αἷς λούονται : παρὰ τὸ πεπυθὸς ἑλεῖν .
7045149 γουσι
δὲ τὸ μέρος οἷον ὀφθαλμοὶ ὦτα δάκτυλοι : ἀναλο - γοῦσι δὲ ἐν τοῖς λόγοις τοῖς μὲν μέλεσιν αἱ ἰδέαι
. ἄλλως . τοὺς ῥαψῳδοὺς οἱ μὲν ῥαβδῳδοὺς ἐτυμολο - γοῦσι διὰ τὸ μετὰ ῥάβδου δηλονότι τὰ Ὁμήρου ἔπη διεξιέναι
7043311 ἁρμοζουσι
χῶμα ἐπὶ τοὺς ὤμους αὐτῆς ἔκειτο . Ταῦτα δὲ πάντα ἁρμόζουσι τοῖς ἐγγὺς θανάτου οὖσι , καὶ ἀῤῥωστοῦσιν , ἢ
οὖν τῆς Σελήνης τοῖς ἀγαθοποιοῖς ἢ μαρτυρουμένης καὶ ἐν τοῖς ἁρμόζουσι ζῳδίοις κάλλιστον ταῦτα ποιεῖν , καὶ μάλιστα ἐν τοῖς
7023918 ἐνοχλειτε
ἐλαφροὶ φυλάττεσθε τὰς ἐνέδρας , τῶν δὲ φευγόντων τοῖς ὑπολειπομένοις ἐνοχλεῖτε : ᾗ ποταμῶν διαβάσεις , ᾗ καὶ τόποι στενοὶ
κρατήσασι μηδ ' ἐγκαλεῖν ἀξιοῦτε μηδέν , ἐμὲ δ ' ἐνοχλεῖτε , πῶς οὐ δικαίως ὑμᾶς ἀμυνοίμην ἄν ; περὶ
7018815 κοντοις
αὐτοὺς ἐξαγκωνίζοντες ἐνεπίμπρασαν , ὕλῃ χρώμενοι πηδαλίοις , οἴαξι , κοντοῖς καὶ ταῖς ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων σανίσι . τοῖς δὲ
ἐκεῖ , ἐκεῖσε . ἰφθίμοις : ἰσχυροτάτοις . Δούρασι : κοντοῖς . καταΐγδην : συντόμως . Πέφνουσι : βάλλουσιν .
7012257 πιτυροις
καθ ' ἑαυτὸ καὶ μετά τινος τῶν εἰρημένων . ἢ πιτύροις ἀφηψημένοις δι ' ὕδατος ἢ ὑδρομέλιτος ἢ πιτύρων ἀποβρέγματι
στʹ . Πρὸς ἐφέλκειν τὸ γάλα . ] Ῥάφανον σὺν πιτύροις ἐν οἴνῳ ἑψήσας καὶ ἠθήσας δίδου πίνειν . ἄλλο
7008269 αὐλωσιν
Γ ξυναυλίαν : ξυναυλία καλεῖται ὅταν δύο αὐληταὶ τὸ αὐτὸ αὐλῶσιν . ὁ δὲ Ὄλυμπος μουσικὸς ἦν , Μαρσύου μαθητής
οὖν ἐν τοῖς ἄγκεσι καὶ τοῖς δρυμοῖς καὶ ἐν τοῖς αὐλῶσιν . ὅσοι δὲ λέγουσι θῆλυν ἔλαφον τὰ κέρατα μὴ
6998072 μυκτηροκομποις
τῶν Ἑλλήνων , ὥσπερ καὶ ὁ Ἐτεοκλῆς οὗτος . . μυκτηροκόμποις πνεύμασι ] ἡ δοτικὴ ἀντὶ γενικῆς . . τοῖς
πνεύμασι ] τοῖς ἐκ τῶν μυκτήρων σφοδρῶς ἐκπνεομένοις . θΞ μυκτηροκόμποις πνεύμασι ] ταῖς ἐκ τῶν μυκτήρων σφοδρῶς ἐκπνεομέναις πνοαῖς
6983324 γαυλοι
γαυλώς : παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ
μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης . Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι , πρεσβυτέρων
6977841 τετηρηνται
φυγεῖν . ἐπειδὰν δὲ πολλοὶ ὦσιν οἱ βάλλοντες , ἀγαθοὶ τετήρηνται μόνοις τοῖς ἐξ ὄχλου ποριζομένοις . Τέττιγες ἄνδρας σημαίνουσι
λόγον . αὗται δὲ καὶ δάκνουσαι ἀγαθαὶ παρά γε ἐμοὶ τετήρηνται καὶ προσιοῦσαι καὶ περιπλεκόμεναι . οἷον δ ' ἂν
6975704 ἐνεχυρασασθαι
αὐτοῦ τοῦ πατρός . ἢ λαβεῖν ἐμὲ ὡς ἐνέχυρον . ἐνεχυράσασθαί ] ἐνέχυρα λαβεῖν . τί δυσκολαίνεις : δυσφορεῖς ,
, ἠνεχυράσω , ἠνεχυράσατο , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἐνεχυράσασθαι . ἐνεχυράσασθαί ] ἐνέχυρα λαβεῖν παρ ' ἐμοῦ ἐξ ἐμοῦ :
6973675 ἑψομενοις
κατοπτῶσα τὰ ὑγρὰ συνίστησι καὶ ἀπολιθοῖ ὁμοιοτρόπως τοῖς ἐν τοῖς ἑψομένοις ὕδασι , κατὰ τὰ χαλκεῖα μάλιστα τῶν βαλανείων εὑρισκομένοις
τοιοῦτον . ἴδιον δὲ καὶ ταύταις καὶ τοῖς σωλῆσι τὸ ἑψομένοις παχὺν ποιεῖν τὸν ζωμόν . αἱ βάλανοι δ '
6971158 περωσιν
' αὐτῇ . καὶ ἐν Ὁλκάσι : καὶ κολλύραν τοῖσι περῶσιν διὰ τοὐν Μαραθῶνι τρόπαιον . ὁ δὲ ΟΒΕΛΙΑΣ ἄρτος
Λίβυες ἐβάλλοντο συνεχῶς καὶ ἐπιστρέφοντες ἐς τὸν Σκιπίωνα ἧσσον τοῖς περῶσιν ἐπέκειντο , οἳ δ ' ἔφθασαν διελθεῖν τὸ ῥεῦμα
6970972 περικαθημενοι
βασιλέως ἀποστάντες προσέθεντο αὐτοῖς . ἐπολιόρκουν οὖν ἐπὶ πολλαῖς ἡμέραις περικαθήμενοι αὐτὴν καὶ τὸ τεῖχος καταρριπτοῦντες ταῖς μηχαναῖς . Ἀμάρης
πρὸς τοῖς οἰκείοις ἦσαν οἱ πολέμιοι , οἱ μὲν κάτω περικαθήμενοι τὰς ἁμίλλας , οἱ δὲ ἀπὸ τῶν ἐπάλξεων ,
6969153 φοβουμενοις
προσκτήσεώς εἰσι σημαντικαί , καθότι καὶ τοῖς λυπουμένοις καὶ τοῖς φοβουμένοις ἄφοβοι καὶ ἄλυποι τετήρηνται : οὐ γὰρ ἔνεστι παννυχίζειν
ποιῆσαί τι τὴν πόλιν ἀγαθόν ; νῦν δὲ πολλοῖς τοῦτο φοβουμένοις , λέγειν μὲν ἴσως οὐ δεινοῖς , βελτίοσι δὲ
6969091 ῥοφανειν
κρέα σκυλακίου ἢ ὀρνίθεια ἑφθὰ ἐσθίειν , καὶ τοῦ ζωμοῦ ῥοφάνειν : σιτίοισι δὲ ὡς ἐλαχίστοισι χρῆσθαι τὰς πρώτας ἡμέρας
φάρμακον , ἀλλ ' ὑποκλύζειν μαλθακῷ κλύσματι , καὶ διδόναι ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης ψυχρὸν δὶς τῆς ἡμέρης ,
6965696 ἐρχομενοις
οὖν καθ ' ἑκάστην μέχρι τῶν ἡμερῶν τοῦ ἀπόπλου συχνῶς ἐρχομένοις ἀνεκοίνωσε τὴν κατὰ τῶν εἰρημένων βουλὴν ὁ δεινὸς οὗτος
ἔμπροσθεν θεῖναι , ἐνδύσθαι , περιβαλέσθαι . ἔξωθεν ] ἀπέξω ἐρχομένοις , ἐπερχομένοις . ἀπηνές ] ἀπαίδευτον , σκληρόν ,
6965541 ἀπαρασκευοις
. προσπεσόντες δὲ συντεταγμένοι μὲν ἀσυντάκτοις , ἕτοιμοι δ ' ἀπαρασκεύοις , τῆς τε παρεμβολῆς ἐκράτησαν καὶ τῶν στρατιωτῶν πολλοὺς
πολεμεῖν . δεδογμένον δὲ αὐτοῖς εὐθὺς μὲν ἀδύνατα ἦν ἐπιχειρεῖν ἀπαρασκεύοις οὖσιν , ἐκπορίζεσθαι δὲ ἐδόκει ἑκάστοις ἃ πρόσφορα ἦν
6965045 εὐειλοις
ποιοῦσιν ὥσπερ καὶ τῶν δένδρων τῶν ἐν τοῖς προσηνέμοις καὶ εὐείλοις . Ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ ἐν τοῖς ἀγγείοις τιθέμενοι
, τὰ δ ' ἐν τοῖς εὐπνόοις καὶ προσηνέμοις καὶ εὐείλοις ἔτι δὲ μανὰ πεφυκότα ἧττον . Ἥ τε γὰρ
6959637 ἀπυρετοις
αʹ . ὕδατι ἀναπλάττων τροχίσκους ἔχοντας ἀνὰ ⋖ αʹ . ἀπυρέτοις μετὰ οἴνου κεκραμένου δίδου , πυρέσσουσι μετὰ ὑδρομέλιτος .
τὸ ἀρκοῦν : ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ μετὰ κονδίτου τοῖς ἀπυρέτοις : τοῖς δὲ πυρέττουσιν , ἐν μελικράτῳ . Ἄλλο
6957694 προβολοις
πόλει κολάσητ ' ἐχθρούς , ἀλλ ' ἀνάγκη τούτοις ὥσπερ προβόλοις προσπταίσαντας ὑστερίζειν ἐκείνων . πόθεν οἴεσθε νῦν αὐτὸν ὑβρίζειν
, τῷ ἔξωθέν τε προτειχίσματι τὸ ἀσφαλὲς πάντοθεν συντηροῦν , προβόλοις καὶ ἐπάλξεσιν ἅπαν καταπεπυκνωμένον , καὶ μηδεμίαν ἀνάγκην φόβου
6956059 ἐχινοις
τρόφιμος υἱὸς πορφυρᾶς . * * * * λεπάσιν , ἐχίνοις , ἐσχάραις , βελόναις τε τοῖς κτεσίν τε .
. καὶ περιληφθείσης τῆς κρηπῖδος ὅμοιον γίνεται τοῖς θαλαττίοις περιγεγραμμένοις ἐχίνοις . ὁ δὲ Σίφνιος Δίφιλος ἱστορεῖ ὡς ἡ μαλάχη
6952917 ἐρεβινθοις
φωνῆς . ] Στύρακα λειώσας μετὰ ὕδατος ποίει καταπότια ἴσα ἐρεβίνθοις καὶ δίδου τρίτον καὶ εὐθέως λαλήσει . [ Αὐξητικὰ
, ὥσπερ οὖν Ἀριστοτέλης λέγει , ἔν γε μὴν τοῖς ἐρεβίνθοις τὸ τῶν καμπῶν , ἐν δὲ τῷ ὀρόβῳ φαλάγγια
6950638 πασσαλοις
ἵππιοι λόφοι νεύουσιν , κεφαλαῖσιν ἀνδρῶν ἀγάλματα : χάλκιαι δὲ πασσάλοις κρυπτοῖσιν περικείμεναι λαμπραὶ κναμίδες , ἄρκος ἰσχυρῶ βέλευς :
ἐκ τῆς ἕδρας τοῦτο ποιήσομεν . Ταύτην δὲ τὴν σχεδίαν πασσάλοις πεπηγόσιν ἐν ἀπογείῳ κατασχόντες ἐκ τοῦ κάτωθεν μέρους τοῦ
6947024 εἰπουσιν
τε καὶ Ἀφιδναῖον , καὶ Καλλισθένει καὶ ἄλλοις πλείοσι τοῖς εἰποῦσιν ἐξ Ἀθηνῶν ἀφικέσθαι , δεηθέντων Λακεδαιμονίων κατὰ χρησμόν ,
μὲν τοίνυν περὶ τῶν ἄρκτων ἀμφοτέρων ὅτι ἀποκρύπτονται συναποφαίνεται τοῖς εἰποῦσιν Ἐρατοσθένης , πῶς περὶ τοῦ ἐν τῇ Ἰνδικῇ κλίματος
6946201 Τοισιν
: καὶ ἐπὶ τούτων τὰ πλεῖστα ἅπερ ἐς θάνατον . Τοῖσιν ἐλαχίστῳ χρόνῳ μέλλουσιν ἀπόλλυσθαι μέγιστα σημεῖα ἀπ ' ἀρχῆς
λύγγες : ἀμφὶ πνεῦμα : ἄφοδοι : οἷσι γινώσκομεν . Τοῖσιν ἐμπύοισι τὰ ὄμματα , καὶ ἐκρηγνύμενα μεγάλα ἕλκεα γίνεται
6940972 κηρυξιν
Βόσπορον καλουμένη Κῆπος . Κηρύκεια : ὁ διδόμενος μισθὸς τοῖς κήρυξιν ἐπὶ ταῖς γινομέναις πράσεσιν : Ἰσαῖος ἐν τῷ κατ
ἐμπλαϲτικὴν ἔχει δύναμιν . Μύακεϲ καέντεϲ τὰ αὐτὰ δρῶϲι τοῖϲ κήρυξιν , ἰδιαίτερον δὲ πλυθέντεϲ τραχύτητα βλεφάρων καὶ λευκώματα ϲμήχουϲι
6938868 ἐπεκουρει
τῶν τε ξύλων αὐτοὺς ἐπιλιπόντων ὠμὰ τὰ κρέα ἤσθιον . ἐπεκούρει δὲ αὐτοῖς τὸ σίλφιον πολὺ ὄν , ὥστε τὰς
ἀντιστήσαντες τὸν ποταμὸν οὕτως ἀπῆλθον . πῶς οὖν τοῖς μὲν ἐπεκούρει , τοῖς δ ' ἐμάχετο ; πολὺς ὢν ὁ
6936855 αἰσθανομενοις
τὴν πλησίον , καὶ μέχρι τριῶν ἐλθοῦσα αἴσθησιν σχῇ τοῖς αἰσθανομένοις . μεταβάλλον μὲν οὖν οὕτω καὶ μετακινούμενον γίγνεται πᾶν
ἄτοπον δὲ καὶ τὸ πᾶσιν ἀξιοῦν ταὐτὸ φαίνεσθαι τῶν αὐτῶν αἰσθανομένοις καὶ τούτων τὴν ἀλήθειαν ἐλέγχειν , καὶ ταῦτα εἰρηκότα
6935611 ἐπιεικεστατοις
τὸν ὑπὸ τοῦ νόμου λόγον ὀρθὸν εἰρημένον , καὶ τοῖς ἐπιεικεστάτοις καὶ πρεσβυτάτοις δι ' ἐμπειρίαν συνδεδογμένον ὡς ὄντως ὀρθός
ἐν τῇ πόλει κατεδίκαζον θανάτῳ : καὶ μέχρι τούτου τοῖς ἐπιεικεστάτοις τῶν πολιτῶν εὐαρέστει τὰ γινόμενα . μετὰ δὲ ταῦτα
6932132 ὑγραινονται
μάλιστα δὲ τοῖσι φθινώδεσι τῶν μακρῶν , καὶ οἷσι κοιλίαι ὑγραίνονται . Τοῖσιν ἀλυσμώδεσιν ἐν ὑποχονδρίῳ τὰ παρ ' οὖς
αἱ βύρσαι αὐτῶν . * πλαδόωσιν : οἰδαίνουσιν , ὄζουσιν ὑγραίνονται ἐν τῷ σώματι ὄζουσιν . * τοῖα : οὕτως
6930725 ἱσταμενους
ἀκροβολίζοιντο οἱ πολέμιοι , τοῦ ἀμύνεσθαι ἀπεχομένους ὑπὸ ταῖς ἐπάλξεσιν ἱσταμένους ἔχειν σφῶν αὐτῶν φυλακὴν , τάς τε ἀσπίδας προϊσχομένους
τοῦ χάρακος προϊόντας ἐμβάλλειν , πόρρωθεν [ δ ' ] ἱσταμένους , ὁρῶντας τοὺς πολεμίους εἴθιζε τῆς μορφῆς αὐτῶν ἀνέχεσθαι
6917350 αἱματωδεις
διαφοραῖς αὐτῶν καὶ τὰ νοσήματα μεριζόμενοι , ἐρυθρόχρους τε τοὺς αἱματώδεις καὶ πυρρόχρους , οἷς ὁ πικρὸς πλεονάζει χυμός ,
μείζους δὲ οὖσαι ἢ ἐλάσσους ἠπιώτερα σημαίνουσιν . αἱ δὲ αἱματώδεις τῶν κέγχρων ἐν τοῖς μέλασι φαρμακεῖς ἀνθρώπους μηνύουσιν ,
6917260 κουφοις
ἀθροίζουσι : καὶ τοῦτο διατελοῦσι πράττοντες μετὰ πάσης καταφρονήσεως : κούφοις γὰρ χρώμενοι καθοπλισμοῖς καὶ παντελῶς ὄντες εὐκίνητοι καὶ ὀξεῖς
κομψῶς προτείνατε , ἵνα γυμνασθῶ . καὶ οἱ ἀθληταὶ τοῖς κούφοις νεανίσκοις δυσαρεστοῦσιν : οὐ βαστάζει με , φησίν .
6914135 εὐπατριδαις
πανταχοῦ εὐφημούμενοι : ἔχαιρέ τε ὁ δῆμος αὐτοῖς , σεμνυνόμενος εὐπατρίδαις καὶ ἀξίοις τῆς βασιλείας αὐτοκράτορσιν . οἱ μέντοι στρατιῶται
γὰρ δὴ πᾶσιν ἀνθρώποις βοηθήματα καὶ ὠφελήματα καὶ προσήκει τοῖς εὐπατρίδαις οὐ μᾶλλον ἢ τοῖς πεντακοσιομεδίμνοις ἢ τοῖς ζευγίταις .
6905265 θεμελιοις
ταῖς τῶν πολιτικῶν ἐθισμῶν μεταβολαῖς , τὰ δὲ στερεὰ τοῖς θεμελίοις καὶ τοῖς οἰκοδομήμασι , τὰ δὲ δίσωμα τοῖς ἀνθρώποις
οὐδ ' ὅλων πεντεκαίδεκα ποδῶν . ἐπὶ γὰρ τοῖς αὐτοῖς θεμελίοις ὁ μετὰ τὴν ἔμπρησιν οἰκοδομηθεὶς κατὰ τοὺς πατέρας ἡμῶν
6902881 ὀχημασι
ἄν τις χρῷτο ἀνδρειοτέρᾳ κινήσει ἐπινεάζων . ἀλλὰ τοῖς μὲν ὀχήμασι ταπήτων δεῖ ἢ ἀμφιταπήτων ἢ προσκεφαλαίων ἢ στρωμάτων ,
καὶ ὑμῖν συνδοκεῖ ταῦτα , ἐπὶ μὲν τοῖς ὑποζυγίοις καὶ ὀχήμασι καταλίπωμεν ἕκαστοι τοὺς μετ ' αὐτῶν ἐπιτηδειοτάτους πορεύεσθαι .
6900210 λειποθυμουσιν
καὶ πνιγήσονται . Τοῖς δὲ δι ' ἔμφραξιν ἐπικαίρου μορίου λειποθυμοῦσιν ὀξύμελί τε διδόναι καὶ τὰ δι ' ὑσσώπου καὶ
τινι τούτων τῶν μορίων ἐν ταῖς ἀρχαῖς τῶν παροξυσμῶν , λειποθυμοῦσιν εἰκότως . συῤῥέοντες γὰρ οἱ χυμοὶ καὶ θλίβοντες τὸ
6899895 ἐμβασεις
τὸν τρίτον τοῦ τετάρτου . Καὶ μεγίστας καὶ ἀτάκτους τὰς ἐμβάσεις καὶ ἀποβάσεις τῶν στοχῶν ποιούμενος ἐπὶ τῶν μελωδιῶν γέλωτα
καὶ σπληνὶ χρήσιμα . δεῖ δὲ τὰς εἰς τὸ ὕδωρ ἐμβάσεις ἀθορύβως ποιεῖσθαι , ὅπως ἡ δύναμις ἀνιεμένῳ τῷ σώματι
6899583 τροχοις
, σφῶν δὲ τὰς ἀσπίδας προβεβλημένοι , καὶ μετακινοῦντες αὐτὰ τροχοῖς καὶ μοχλίαις . Οἱ δέ τινες ξύλα προμήκη ,
κωλύοντες ἐξιέναι τὸν τροχόν . ἐπίσωτρα οἱ ἐπικείμενοι κύκλοι τοῖς τροχοῖς ἤτοι οἱ κανθοὶ οὕτω λέγονται , διὰ τὸ ἐπιτρέχειν
6894869 συστασεσι
ἐνταῦθα μὲν τοῦτον καταπαύωμεν διεξιόντες ὅσα ἔν τε χρώμασι καὶ συστάσεσι παρυφισταμένοις τε καὶ [ ὅσα ἐν αὐτοῖς τεθεώρηται ,
τῶν οὔρων φαίνονται μεταβολαῖςπολλὰς δ ' ἂν ἴδοις κἀπὶ ταῖς συστάσεσι τὰς ἀνωμαλίας , τὸν νοῦν προσέχων τοῖς γινομένοις ἑκάστοτε
6893570 πετασθαι
καὶ ψεύδει ἀληθὲς συνεισάγεσθαι , καθάπερ [ ἐν ] τῷ πέτασθαι τὴν γῆν , ψεύδει ὄντι , τὸ εἶναι τὴν
κορώνην μύρῳ τερεβινθίνῳ ἀλείψας ἢ ἐλαίῳ χρίσας ὅλην ἀπόλυσον ζῶσαν πέτασθαι , τὸν δὲ δάκτυλον αὐτῆς περίαπτε τῷ πάσχοντι ποδί
6891848 τρωξω
τρώω σημαίνοντος τὸ βλάπτω . παράγωγον τρώσω , οὗ μέλλων τρώξω , ῥηματικὸν ὄνομα , τρώκτης , ὁ ἐπὶ βλάβῃ
βλάπτω : οὗ παράγωγον , τρώγω : ὁ μέλλων , τρώξω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν , τρώκτης .
6891414 ἀπολωλοσι
βοάν τε δῆμον ] ἐμφύλιον μάχην , τὴν ἐπὶ τοῖς ἀπολωλόσι βοήν . ἀπ ' ἀστῶν ] ἄποθεν τοῦ κράτους
τοῖς βουλομένοις τὸ ἔχειν εὖ ποιεῖν ἡμᾶς οὐχ ὑπῆρχεν ἅπαξ ἀπολωλόσι , καὶ ὅσῳ δυστυχῆσαι μὲν μᾶλλον οὐκ εἴχομεν τἀναντία
6882349 Ἀκαρνασιν
. μετὰ δὲ τοῦτο ἡ ξυμμαχία πρῶτον ἐγένετο Ἀθηναίοις καὶ Ἀκαρνᾶσιν . οἱ δὲ Ἀμπρακιῶται τὴν μὲν ἔχθραν ἐς τοὺς
δὲ Μεσσήνιοι συνεστραμμένοι μετ ' ἀλλήλων , ὁπότε ἀθρόοι τοῖς Ἀκαρνᾶσιν ἐμπέσοιεν , ἐτάρασσον μὲν τοὺς κατὰ ταὐτὸ ἑστηκότας καὶ
6882073 ἀποδεδειγμενοις
μεσημβρινῶν . Οὗτοι μὲν οὖν περιέξουσιν ὡριαῖα διαστήματα δώδεκα τοῖς ἀποδεδειγμένοις ἀκολούθως : γεγράψεται δὲ καὶ ὁ τὸ νοτιώτερον πέρας
ἕτεροι τῶν δικαστῶν : οὗτοι μὲν γὰρ ἐν δικαστηρίοις ἐδίκαζον ἀποδεδειγμένοις καὶ τὰς ἀπὸ τῶν διαιτητῶν ἐφεσίμους ἔκρινον , οἱ
6881651 Τυφρηστος
πόλις θηλυκῶς ὡς Εὐφορίων βουκολέων Τρηχινῖδα Τυμφρηστοῖο αἰπῆς . . Τυφρηστὸς καὶ πόλις καὶ ὄρος Τραχῖνος ἀπὸ Τυμφρηστοῦ τινος βασιλέως
τῶν Μαγνήτων ἀπὸ πόλεως Εὐρυάμπου λεγομένης . * καὶ * Τυφρηστὸς ὄρος Μηλιέων * . . καὶ τὸν δυναστὴν :
6881081 παιδοτριβαις
. Ἑρμῆς ἀγαθὸς τοῖς ἐπὶ λόγους ὁρμωμένοις καὶ ἀθληταῖς καὶ παιδοτρίβαις καὶ πᾶσι τοῖς ἐμπορικὸν τὸν βίον ἔχουσι καὶ ζυγοστάταις
. χωρὶς γὰρ δὴ τῆς ἐκ παιδαρίου δουλείας ἣν ἐδούλευσε παιδοτρίβαις , κεῖται μὲν ὑπ ' ἀγωνοθετῶν ὀργαῖς , κεῖται
6874569 ἀγροικοις
θερμοτέραις τῶν γυναικῶν καὶ ταῖς ὑπὲρ τὸ δέον γυμναζομέναις καὶ ἀγροίκοις , οὐ πάνυ δαψιλεῖς αἱ καθάρσεις γίνονται . ὅταν
δῶρα κομισάντων ἐπὶ ταῖς διαλλαγαῖς καὶ τὴν θεὰν ἀνυμνησάντων ταῖς ἀγροίκοις ἐκείνων ᾠδαῖς τόπον ὕστερον ἔδωκαν καὶ συνήθειαν . ὅτι
6865154 κακοχυμοις
ἀνάπτει , δριμὺ δὲ ἀποῤῥεῖ καὶ δακνῶδες περίττωμα τοῖς φύσει κακοχύμοις , καὶ τοῖς μοχθηρὰ ἐδέσματα ἑαυτοῖς προσφέρουσιν , ὡς
τι περίττωμα μοχθηρόν : εἴωθε δὲ τοῦτο συμβαίνειν μάλιστα ταῖς κακοχύμοις γυναιξίν , ἐπειδὰν κυίσκωσι , καὶ καλεῖται τὸ πάθος
6864313 Ἀμπελωνας
δὲ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀνυπερθέτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσι καὶ Καρκίνῳ καὶ Ὑδροχόῳ
καὶ τῶν κακοποιῶν τις ἐπίδῃ ἀδηρίτως τὸ τοιοῦτον συμβήσεται . Ἀμπελῶνας δὲ καὶ κήπους ἐν Ἰχθύσιν , Καρκίνῳ , Ὑδροχόῳ
6860480 βοειοις
. Βοάγρια : τὰς ἀσπίδας : ἀπὸ τοῦ βεβυρσῶσθαι τοῖς βοείοις , . , . . . Βοᾷ : ἰστέον
ταῖς τοῦ ζυγοῦ ἀνάγκαις τοὺς αὐχένας αὐτῶν ἐμβαλὼν ἤλαυνεν . βοείοις δήσας : τοῖς ἐκ βοείων δερμάτων λώροις . ἤτοι
6858794 δερρεις
Ὅταν δὲ οὕτως ἔχῃ , ἐφ ' ἑκάτερα κρεμαμένας ἐχέτω δέρρεις ἢ λινᾶς ἢ τριχίνας διὰ τὰ πλαγίως ἐπιφερόμενα βέλη
σφενδόνῃ τυχεῖν . διόπερ ὁ Μέτελλος προσπλέων πρὸς τὰς νήσους δέρρεις ἔτεινεν ὑπὲρ τῶν καταστρω - μάτων σκέπην πρὸς τὰς
6843311 περιπνευμονικοις
. τὰ δ ' αὐτὰ καὶ τοῖς πλευριτικοῖς καὶ τοῖς περιπνευμονικοῖς , εἰ καὶ τούτοις καθάρσεως δέοι , μηχανᾶσθαι :
δίψους παυστικὴν : καὶ ὑδρωπικοῖς βοηθεῖ , καὶ ἡπατικοῖς καὶ περιπνευμονικοῖς πινόμενος : καὶ τὸ σῶμα εὐανθὲς ποιεῖ . Λίθος
6842272 ἐξανθημασιν
μόνον δὲ ὅταν ἐπείγῃ τι , μολυνόμενον ἐπὶ πλεῖον ἢ ἐξανθήμασιν τραχυνόμενον . | ὁ δὲ τρόπος ὁ τοῦ λουτροῦ
κλυσμοῖς , ἰσχάδι , ἀρθρίτιδι , κεφαλαίᾳ , ὀρθοπνοίᾳ , ἐξανθήμασιν , ὕδρωψι , νεφρίτιδι καὶ ὑστερικῇ διαθέσει , κινοῦσι
6839124 ἀκοντισταις
στρατιωτῶν ἑτοίμῃ τῇ ἀγορᾷ χρησαμένων ἀναχθεὶς αὐτίκα σὺν τοξόταις καὶ ἀκοντισταῖς ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων πολλοῖς , προσπεσὼν ἄφνω τοῖς Ἀθηναίοις
ἀκοντιστὰς μὲν ἐπὶ τοῖς θωρακοφόροις τάξω , ἐπὶ δὲ τοῖς ἀκοντισταῖς τοὺς τοξότας . τούτους γὰρ πρωτοστάτας μὲν τί ἄν
6834776 αὐτοφυεσι
Γάζαν μέρη καὶ τὴν Ἀζωτίων χώραν . Περιέχεται δὲ ἀσφαλείαις αὐτοφυέσι , δυσείσβολος οὖσα καὶ πλήθεσιν ἀπραγμάτευτος , διὰ τὸ
, ἀγοραῖς , θεάτροις , περιβόλοις , λιμέσι , κάλλεσιν αὐτοφυέσι καὶ χειροποιήτοις ἁμιλλωμένοις . ἀργὸν δὲ οὐδέν ἐστι θεάματος
6832361 πλευριτικοις
ἐξ ὑστερῶν ἐφάνη . τὰ δ ' αὐτὰ καὶ τοῖς πλευριτικοῖς καὶ τοῖς περιπνευμονικοῖς , εἰ καὶ τούτοις καθάρσεως δέοι
ὅμοιαι τοῖς πλευριτικοῖς καὶ τοῖς ἡπατικοῖς : τοῖς μὲν γὰρ πλευριτικοῖς καὶ ἡ βὴξ σφοδροτέρα καὶ αὐτίκα πτύει , ὕστερον
6831404 ὑφαινουσι
δέ φασιν ᾠὸν ἐκεῖνο ὃ τεκεῖν Λήδαν ἔχει λόγος . ὑφαίνουσι δὲ κατὰ ἔτος αἱ γυναῖκες τῷ Ἀπόλλωνι χιτῶνα τῷ
〚 Τοὺς ἱστοὺς , οὓς ἐν τῷ ἀέρι οἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι . λάμβανε δὲ ἀπὸ κοινοῦ εἰς τὰς μελέτας τὸ
6831167 θεαμ
οὕτως : ὥστ ' εἴ τις ὀρχοῖτ ' εὖ , θέαμ ' ἦν : νῦν δὲ δρῶσιν οὐδέν , ἀλλ
περὶ πόδα ὥστ ' εἴ τις ὀρχοῖτ ' εὖ , θέαμ ' ἦν : νῦν δὲ δρῶσιν οὐδέν , ἀλλ
6830485 τοποισι
ἐπιγενομένων , συντομώτερον . Ὅσα δὲ τῶν ἀλγημάτων ἐν τοῖσι τόποισι τούτοισι μὴ παύσηται μήτε πρὸς τὰς ἀναπτύσιας , μήτε
πομπὸν δέ με χωρεῖν , ἵν ' εἰ μὲν ἐν τόποισι τοῖσδ ' ἔχεις τὰς παῖδας ἡμῶν , αὐτὸς ἐκδείξῃς
6827875 ὑγραινουσι
ἀποπνεούσας αὔρας : οὐ γὰρ μόνον ψύχουσιν , ἀλλὰ καὶ ὑγραίνουσι τὰς ἕξεις . φυλακτέον δὲ καὶ τὰ πολύτροφα καὶ
πρεσβύτεροι καὶ τὰ ἔγγιστα ἑκατέρων . Δίαιται ὁκόσαι ψύχουσι καὶ ὑγραίνουσι , καὶ τῶν πόνων ὁκόσοι ἥκιστα ἐκθερμαίνοντες καὶ συντήκοντες
6823925 σφυγμοις
πρῶτον , εἶθ ' οὕτως δὲ καὶ τάχος γίνεται τοῖς σφυγμοῖς , καὶ μέγεθος μὲν διαστολῆς , τῆς εἰς τὰς
δὴ καὶ εἰ τὸ ἴδιον τῶν πυρετῶν σημεῖον ἐν τοῖς σφυγμοῖς ἐναργὲς ἔχοιεν . Τοῦτό φησιν οὐχ ὡς τῶν διαλειπόντων
6823002 κλεπταις
καὶ ἀσάφειαν , ἀσάφεια δὲ βαθὺ σκότος ἐν λόγῳ , κλέπταις δὲ συνεργὸν τὸ σκότος . οὗ χάριν Μωυσῆς τὸν
βιάσασθαι πρὸς φύσιν . συνδιατρίβουσιν οὖν οἱ εἱρκτοφύλακες λωποδύταις , κλέπταις , τοιχωρύχοις , ὑβρισταῖς , βιαίοις , φθορεῦσιν ,
6820449 δοκιδας
τείχους τι γένηται . . . . καὶ αὐτῶν τὰς δοκίδας καὶ τὰς προστιθεμένας κλίμακας ἐκ τοῦ πλαγίου τύπτοντας τοῖς
δὲ ἄνω ἐλάττονα . εἰ δὲ μείζων , ποιεῖ τὰς δοκίδας : οὕτω γὰρ καὶ αἱ δοκοὶ τὰ μὲν κάτω

Back