καλλίστου καὶ δριμυτάτου ξέστας λϚʹ καὶ σκίλλης λευκῆς τῶν ἐντὸς πλακῶν κεκομμένων εἰς λεπτά , καὶ ἐψυγμένων ἐν ἡλίῳ ἐπὶ
ἐκλεξαμένοις εἰκάζειν , εἴ που δέοιντο κιόνων εἰς μίμησιν ἢ πλακῶν ἀγλαΐαςεἶδον γὰρ ἐν γραφῇ τοιαῦτα πολλά , καλῶν εὐπορήσουσιν
6304787 ᾠκοδομησαν
τοῦτο τὸ ἔπος ἐς τοὺς τεθνεῶτας ἔχειν νομίζοντες βουλευτήριον ἐνταῦθα ᾠκοδόμησαν , ἵνα σφίσιν ὁ τάφος τῶν ἡρώων ἐντὸς τοῦ
καὶ ἦλθον εἰς τόπον ἔρημον μακρόθεν τῆς Ἱερουσαλὴμ , καὶ ᾠκοδόμησαν ἑαυτοῖς πόλιν , καὶ ἐπωνόμασαν τὸ ὄνομα αὐτῆς Σαμάρειαν
6227680 χλιερου
τοῦ ὕδατος : ὅσον δ ' ἂν ἀφέλῃς , τοσοῦτον χλιεροῦ ἄρτι ἠμελγμένου πινέτω τὴν μοίρην , τὴν δὲ αὔριον
Κιμώλῳ τῇ νήσῳ φησὶ ψυχεῖα κατεσκευάσθαι θέρους ὀρυκτὰ , ἔνθα χλιεροῦ ὕδατος πλήρη κεράμια καταθέντες κομίζονται χιόνος οὐδὲν διάφορα .
6181928 Λαυριῳ
χρυσοῦ ἡ γῆ αὐτοῖς δίδωσι . ἐν Θορικῷ γὰρ καὶ Λαυρίῳ τῆς Ἀττικῆς ἀργύρου μέταλλα . ἆρα . τόξα ἕλκουσα
ἀργύρου πηγή : ἐν Θορικῷ γάρ ἐστι μέταλλα καὶ ἐν Λαυρίῳ . τοξικὴ βολή . ἔγχη σταδαῖα : ἐκ τοῦ
6121746 καλωδιων
ἧς παρελάμβανε γῆς στέφανόν τινα κλάδων , πολλοὺς δὲ ἐκ καλωδίων τεταμένων εἰς κίονας ἐκ τοίχων ἐξαρτῶσιν οἱ δῆμοι μετεώρους
ἐπιταφίῳ φάσκων : στέφανόν τινα κλάδων : πολλοὺς δὲ ἐκ καλωδίων τεταμένων εἰς κίονας ἐκ τοίχων ἐξαρτῶσιν οἱ δῆμοι μετεώρους
6103944 πειθομεν
” εἶπεν ὁ Εὐκράτης , “ ἢ τουτονὶ τὸν ἀδαμάντινον πείθομεν ” δείξας ἐμέἡγεῖσθαι “ δαίμονάς τινας εἶναι καὶ φάσματα
τοὺς ἄλλους πηδῶντα . Τί φής , ὦ βασιλεῦ ; πείθομεν ἢ ληροῦμεν ; ἤδη ψηφίζου τοσοῦτον προενθυμηθείς , ὡς
6074030 τετραπηχεις
. ὑπῆρχον δὲ καὶ ἄνδρες ἐπὶ καμήλων ὀχούμενοι , μαχαίρας τετραπήχεις ἔχοντες , τὸν ἀριθμὸν ἴσοι τοῖς ἅρμασι . ναῦς
ἐξ εὐνῆς τηροῦς ' ἐπὶ τοῖσι δρυφάκτοις ἄνδρες μεγάλοι καὶ τετραπήχεις : κἄπειτ ' εὐθὺς προσιόντι ἐμβάλλει μοι τὴν χεῖρ
5999625 Θορικῳ
, ἔστι δ ' ἐν τῇ πρὸς ἄρκτον τεῖχος ἐν Θορικῷ : ἀπέχει δὲ ταῦτα ἀπ ' ἀλλήλων ἀμφὶ τὰ
ἱρὰ ἐπετέλεσαν ὡς θεῷ . Κέφαλος ὁ Δηίονος ἔγημεν ἐν Θορικῷ τῆς Ἀττικῆς Πρόκριν τὴν θυγατέρα τὴν Ἐρεχθέως . ἦν
5994902 Ἡρῳδην
γοῦν ἡμέρας διέτριψεν ἐν τῇ πόλει κατὰ χάριν τὴν πρὸς Ἡρῴδην , ἐφοίτησεν εἰς τὸ τέμενος τερπόμενος τῇ θέᾳ καὶ
τοῦ Κυρίου πρὸς ταφήν . Καὶ ὁ Πειλᾶτος πέμψας πρὸς Ἡρῴδην ᾔτησεν αὐτοῦ τὸ σῶμα : καὶ ὁ Ἡρῴδης ἔφη
5989478 ἐμφυσωντες
καὶ μὴ ἔχειν τὸν χνοῦν . δολοῦσι δ ' αὐτὴν ἐμφυσῶντες στίμι μεθ ' ὕδατος ἢ οἴνου φοινικίνου πρὸς τὸ
οἱ κημοί . διὰ τὸ κώδωνας προσῆφθαι αὐτοῖς , οἷς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος προίεντο . * * οὕτως
5982121 Καλλιξεινος
ἦν ἡ ἐγγυθήκη , σαφῶς παρίστησιν , ὡς καὶ ὁ Καλλίξεινος εἴρηκε , λεβήτων αὐτὰς ὑποθήματα εἶναι . οὕτως γὰρ
τὸν ἀριθμὸν ἀναγράψαι ῥᾴδιον . κατέλεξε δ ' αὐτὸν ὁ Καλλίξεινος . ἐστεφανώθησαν δ ' ἐν τῷ ἀγῶνι καὶ στεφάνοις
5939732 συλλεγεντος
. ἢ ἄλλως . ἐν νεφροῖς γίνονται λίθοι ὅταν τοῦ συλλεγέντος ἐν αὐτοῖς μετὰ τοῦ κατ ' ἀναλογίαν πυρετοῦ χυμῶν
ἐπιβαλὼν ἐπέγραψε τὸ τίμημα διπλάσιον ἑκάστῳ νομίσματι , ὥστε τοῦ συλλεγέντος τὸ ἥμισυ κερδάνας οὐδένα τῶν πολιτῶν ἐζημίωσεν . Λεύκων
5912843 διταλαντον
δ ' ἄρ ' ἐν μέσσοισι δύο χρυσοῖο τάλαντα . διτάλαντον δ ' ἂν εἴποις κατὰ Δημοσθένην καὶ τριτάλαντον καὶ
τὰ δὲ ἐκπώματα οὐ κοῦφα ὡς τὰ Ἐχεκράτους , ἀλλὰ διτάλαντον ἕκαστον τὴν ὁλκήν . Εἶτα πῶς ὁ οἰνοχόος ὀρέξει
5895071 συνηκολουθησεν
ἀλλ ' οὐκ πεποίηκεν αὐτήν , ἀλλ ' ἐκείνη τούτῳ συνηκολούθησεν . Οὐκ ἄρα δημιουργὸς ὁ Δημιουργός , εἰ μὴ
ἐσῆγον : τῶν δ ' ἐσχάτων ἐσιόντων , ἐξαίφνης ἐπιστὰς συνηκολούθησεν αὐτοῖς καὶ συνεισέπεσεν ἐς τὴν πόλιν . ἀδήλου δὲ
5891504 ἐπομπευσαν
ἱππεῖς δὲ δισμύριοι τρισχίλιοι διακόσιοι . Πάντες δ ' οὗτοι ἐπόμπευσαν , τὴν ἁρμόζουσαν ἑκάστῳ ἠμφιεσμένοι στολὴν , καὶ τὰς
μέγιστος ἐχώρει μετρητὰς τριάκοντα , ὁ δὲ ἐλάχιστος μετρητήν . ἐπόμπευσαν δὲ τρίποδες χρυσοῖ μεγάλοι τέτταρες : καὶ χρυσωματοθήκη χρυσῆ
5887797 βαρβαριστι
ναυλόχιον ἐν τῷ μέσῳ ἦ που κατὰ στοίχους κεκράξονταί τι βαρβαριστί . εὖ γ ' ἐξεκολύμβης ' οὑπιβάτης ὡς ἐξοίσων
δὲ ὁ δοῦλος . τὸ θρέττε ] τὸ θαρσαλέον , βαρβαριστί , παρὰ τὸ θαρρεῖν . βαρβαρίζει δὲ ὡς δοῦλος
5883987 πεποικιλμεναι
: ταραχήν . Ἀνθεμόεσσαι : ἀνθηραὶ , ἄνθος ἔχουσαι , πεποικιλμέναι τοῖς ἄνθεσι , πεποικιλμέναι ὑπὸ τῶν ἀνθῶν , ἢ
, αἱ μὲν θαλασσίαις πορφύραις , αἱ δὲ χρυσοῖς ἐνυφάσμασι πεποικιλμέναι , τοῖς κρατοῦσιν ἔπαθλα καθίσταντο . τὰ δὲ μεγάλα
5880340 κωθωνες
τῶν κωθώνων , ἐξ οὗ καὶ οἱ * * * κώθωνες ἐκλήθησαν , ἐπεὶ ἐν τοῖς συμποσίοις τὸν ὅλον βίον
. [ καὶ ὅσα ἄλλα , χόες , ψυκτῆρες , κώθωνες . ] ἔνιοι δὲ ἵππεια ἔντεα ἅρματα καὶ χαλινοὺς
5863851 ἱδρυοντο
. . : Πραξιδίκη , θεὸς , ἧς κεφαλὴν μόνον ἱδρύοντο . Μνασέας δὲ ἐν τῷ Περὶ Εὐρώπης Σωτῆρος καὶ
ἐκθρέψαι : διόπερ τὰς τριόδους ἱερὰς τῆς θεοῦ νομισθῆναι . ἱδρύοντο δὲ αὐτὴν καὶ πρὸ τῶν θυρῶν , ὥς φησιν
5860398 προσειποντες
μάλιστα κέκληταί που . Ναί . Μιμητικὸν δὴ τοῦτο αὐτῆς προσειπόντες ἀπονειμώμεθα : τὸ δ ' ἄλλο πᾶν ἀφῶμεν μαλακισθέντες
. . . . , . οἱ μὲν γὰρ ἀτόμους προσειπόντες ἄφθαρτά τινα καὶ σμικρότατα σώματα πλῆθος ἀνάριθμα , καί
5850001 Κυψελα
στρατιᾶς τὸ πλῆθος . εἶθ ' Ἕβρος ἀνάπλουν ἔχων εἰς Κύψελα ἑκατὸν εἴκοσι : τῆς Μακεδονίας φησὶ τοῦτο ὅριον ,
, Δίωνος οὐ δυνηθέντος ἀντισχεῖν Ἀντιόχῳ παρόντι . Ἀντίοχος ἐπολιόρκει Κύψελα , Θρᾷτταν πόλιν , ἔχων σὺν αὑτῷ Θρᾳκῶν εὐπατρίδας
5845533 κατακληρουχησαντες
δ ' ἐκ τῶν συμμάχων καταλέξαντες , καὶ τὴν χώραν κατακληρουχήσαντες μέχρι μέν τινος ἐκράτουν τῶν Θρᾳκῶν , ὕστερον δὲ
εἶναι δοκούντων , κατελάβοντο μὲν τῆς Αἰθιοπίας τὴν κρατίστην , κατακληρουχήσαντες δὲ πολλὴν χώραν ἐν ταύτῃ κατῴκησαν . ὁ δὲ
5836167 ἐκτεθειμενον
Λιβανίῳ περὶ εὐφυΐας τι γέγραπται , πρὸς τὸν Ἀκάκιον ἅπαν ἐκτεθειμένον , ἐν ᾧ δῆλός ἐστιν ἐπὶ τῷ κρατεῖσθαι τὸ
Νιφάτην τὸ ὄρος , ἀπὸ δὲ δύσεως Μεσοποταμίᾳ κατὰ τὸ ἐκτεθειμένον τοῦ Τίγριδος ποταμοῦ μέρος , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας Σουσιανῇ
5831057 ἐπορισας
Ἐφέσια τοῖς γαμοῦσιν οὗτος περιπατεῖ λέγων ἀλεξιφάρμακα . ἁλύσιον χρυσοῦν ἐπόρισας . εἴθε λιθοκόλλητον ἦν : καλὸν ἦν ἂν οὕτως
ὅτι λιθοκόλλητον ἦν , ὡς ἐν τῷ Μενάνδρου Παιδίῳ χρυσοῦν ἐπόρισας . εἴθε λιθοκόλλητον ἦν . καλὸν ἦν ἂν οὕτως
5829998 ἀκριες
ἀθάνατος . Ἀκράγαντα : ἀρσενικῶς Ἀττικοί , θηλυκῶς Ἴωνες . ἄκριες : λόφοι ὀρῶν οἱ καὶ ἄμβωνες . ἀκροθίνια :
πύργους βαλεῖν ἔσπευδον ἐν τάχει κάτω , θυμοῦ πνέοντες ὥσπερ ἄκριες ζάλης . Ὁ λαμπάδας δὲ φωσφόρους κακοχρόους καιροῖς ἀνίσχων
5827467 κατεσκευαζεν
θεσμοὺς Δημήτριος καὶ τοὺς βίους τάττων ἀνομοθέτητον ἑαυτῷ τὸν βίον κατεσκεύαζεν . ἐπεμελεῖτο δὲ καὶ τῆς ὄψεως , τήν τε
δὲ πάντας ὑπερέβαλεν : τὴν μὲν γὰρ ὑπόδεσιν ἣν εἶχεν κατεσκεύαζεν ἐκ πολλοῦ δαπανήματος : ἦν γὰρ κατὰ μὲν τὸ
5821476 διακριθειη
τέτακται ἐργάσασθαι . Οὕτως γὰρ ἄν , οἶμαι , καὶ διακριθείη τῇ ψυχῇ καὶ τὸ ὁρατὸν καὶ τὸ ἀκουστόν ,
οὖν καὶ κοῦφον τῷ μεγέθει διαιρεῖ Δημόκριτος . εἰ γὰρ διακριθείη καθ ' ἓν ἕκαστον , εἰ καὶ κατὰ σχῆμα
5820987 διαβαλοντες
φορτίου τροχίλον ἕτερον ἐκδήσωμεν καὶ τὴν ἀγομένην ἀρχὴν διὰ τούτου διαβαλόντες ἐπισπώμεθα , πολλῷ μᾶλλον εὐχερέστερον κινήσομεν τὸ βάρος *
. . : καὶ βούλονται ὑπόπτους ἡμᾶς ποιήσαντες ἡμῖν καὶ διαβαλόντες ὑφ ' αὑτοῖς ποιήσασθαι τὴν Σικελίαν , ἤτοι βίᾳ
5796928 ἐπεπομφεις
ἐξοριστέον . Εἰ καὶ μηδὲν ἡμῖν τοῖς ἔργοις βεβοηθηκὼς γράμματα ἐπεπόμφεις , ἐν τοῖς τὰ μέγιστα κεχαρισμένοις ἐτέταξο ἄν :
βαδίζει . Ἐκ τῶν γραμμάτων , ἃ πάλαι πρὸς ἡμᾶς ἐπεπόμφεις , αὐτόν σε προσεδοκῶμεν ἥξειν , τὸ δὲ ἀπὸ
5793902 συαγρων
ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ , ἐν ᾧ ἐτάκη στέαρ ἀρκεῖον ἢ συάγρων . ἐὰν δὲ νεοσσὸν μικρὸν πελαργοῦ λαβὼν βάλῃς εἰς
, ἐν τοῖς ὄρεσι τοῖς πρὸς τῇ Ἰνδικῇ , ὑπὸ συάγρων τῶν συννεμομένων συλλαμβάνειν , ὁ αὐτὸς Δίδυμός φησιν .
5793720 βασανιστηρια
ὕμνος εἰς Διόνυσον . Δικαιούμενος . κολαζόμενος . Δικαιωτήρια τὰ βασανιστήρια , ὡς Πλάτων : ὁ αὐτὸς καὶ Δικαιούμενον τὸν
Ἅτε οὖν ἐρωτικῶς ἔχων τοῦ κτήματος συνελεξάμην ἐμαυτῷ πολλὰ ἄττα βασανιστήρια , καὶ μεταλλῶ εἴ τινα δὴ καταμάθοιμι συνεπιθυμοῦντά μοι
5793330 Ὑπομνημασιν
μερίδα αἶσαν . : Ἡγήσανδρος δ ' ὁ Δελφὸς ἐν Ὑπομνήμασιν , ὧν ἀρχὴ Ἐν τῇ ἀρίστῃ πολιτείᾳ , φησίν
ἥλιον . Στράβων δ ' ἕτερος φιλόσοφος ἐν τοῖς Ἱστορικοῖς Ὑπομνήμασιν αὐτοὺς λέγει τοὺς Ῥωμαίους αἰσχύνεσθαι καὶ καταγελᾶν ἑαυτῶν ἐπ
5791926 Ἐπομπευσαν
περιμέτρῳ , τεσσαρακοντάπηχυς ὕψει , ἡ δὲ πηχῶν πεντεκαίδεκα . Ἐπόμπευσαν δὲ καὶ Δελφικοὶ τρίποδες χρυσοῖ ἐννέα , ἐκ πηχῶν
μέγιστος ἐχώρει μετρητὰς τριάκοντα , ὁ δὲ ἐλάχιστος μετρητήν . Ἐπόμπευσαν δὲ τρίποδες χρυσοῖ μεγάλοι τέτταρες : καὶ χρυσωματοθήκη χρυσῆ
5789970 κατηκοντες
κατὰ μέσον τῆς χώρης οἰκέουσι Βάκαλες , ὀλίγον ἔθνος , κατήκοντες ἐπὶ θάλασσαν κατὰ Ταύχειρα πόλιν τῆς Βαρκαίης ; νόμοισι
ἐστι ἐς γραφὴν ἑκάστη . Ἐν μέσῃ Ἀσίῃ Πέρσαι οἰκέουσι κατήκοντες ἐπὶ τὴν νοτίην θάλασσαν τὴν Ἐρυθρὴν καλεομένην : τούτων
5786853 ἀφικνουμαι
ἐκείνῃ ἐπιμελεῖσθαι τῆς θύρας , καταβὰς σιωπῇ ἐξέρχομαι , καὶ ἀφικνοῦμαι ὡς τὸν καὶ τόν , καὶ τοὺς μὲν οὐκ
ἀνεχώρει . ἐγὼ δὲ τῇ ὑστεραίᾳ εἰς τὸν Ἀττήλα περίβολον ἀφικνοῦμαι δῶρα τῇ αὐτοῦ κομίζων γαμετῇ , ἐξ ἧς αὐτῷ
5780822 Ἀθηναιωι
συγγράμματι Περὶ τῶν ἐκ Δελφῶν συληθέντων χρημάτων Χάρητι φησί τῶι Ἀθηναίωι διὰ Λυσάνδρου τάλαντα ἑξήκοντα , ἀφ ' ὧν ἐδείπνισεν
] νγειτ [ [ ] [ [ ] τι ? Ἀθηναίωι ? ? λ ? [ [ ] καὶ ?
5777164 κεραμια
εἰς τὴν ναῦν ἐρίων ἀγγεῖον ἓν ἢ δύο καὶ ταρίχους κεράμια ἕνδεκα ἢ δώδεκα καὶ δέρματ ' αἴγεια , δύο
' ὅπου ἂν κλίνῃ , μείνῃ . καὶ παρατιθέασιν ἑκατέρωθεν κεράμια δύο τετρυπημένα , ἵνα διὰ τῶν ἀγγείων συνεχῶς ἀρδεύωσι
5772073 ἱππειαις
τι ἐπιφαίνουσα , κατάγραφος , πάνυ εἰκασμένη , ὑπὸ θριξὶν ἱππείαις ἀνοίγουσά τε καὶ αὖθις ἐπικλείουσα τὸ στόμα , καὶ
' Ὁμόλας ἔναυλοι , πεύκαισιν ὅθεν χέρας πληροῦντες χθόνα Θεσσάλων ἱππείαις ἐδάμαζον . τάν τε χρυσοκάρανον δόρκα ποικιλόνωτον συλήτειραν ἀγρωστᾶν
5750817 Ἀπεννινον
' ἧς , ὡς εἶπον , ἐπὶ μῆκος τέταται τὸ Ἀπέννινον ὄρος ὅσον ἑπτακισχιλίων , πλάτος δ ' ἀνώμαλον .
Καμπανίας διέτεινε καὶ Σαυνιτῶν καὶ Πελίγνων καὶ ἄλλων τῶν τὸ Ἀπέννινον κατοικούντων . Ἅπασα δ ' ἐστὶν εὐδαίμων καὶ παμφόρος
5737952 ἐδεδιεσαν
, ἐσκέπτοντο ὅπως ἂν τὰ κατὰ τὸν Διογένην διάθωνται : ἐδεδίεσαν γὰρ μήπως ἀδείας πάλιν ἐκεῖνος δραξάμενος στρατεύματά τε συναγείρῃ
συνῆλθον ἐπὶ ταύτην τὴν σπουδήν , εἰ μὴ τὸν ἔλεγχον ἐδεδίεσαν . ἔπειτα κρείττους ἀποφαίνει καὶ ἰσχυροτέρους τοὺς δικάζοντας τῆς
5732108 Καρδιανων
. ἀλλ ' Ἀθήνησιν , οὐ μόνον Ἀμφίπολιν καὶ τὴν Καρδιανῶν χώραν ἀπεστερηκότος Φιλίππου , ἀλλὰ καὶ κατασκευάζοντος ὑμῖν ἐπιτείχισμα
, τὸν Κερσοβλέπτην αὐτόν ; οὐ νῦν τὴν πόλιν τὴν Καρδιανῶν ἔχει καὶ ὁμολογεῖ ; τί ποτ ' οὖν ἐκείνως
5724162 Βηλον
ἡμῖν λέλεκται , δύο Λιβύη ἐγέννησε παῖδας ἐκ Ποσειδῶνος , Βῆλον καὶ Ἀγήνορα . Βῆλος μὲν οὖν βασιλεύων Αἰγυπτίων τοὺς
βασιλεύσαντος καὶ Κρόνου τοῦ Τιτᾶνος Θάλλος μέμνηται , φάσκων τὸν Βῆλον πεπολεμηκέναι σὺν τοῖς Τιτᾶσι πρὸς τὸν Δία καὶ τοὺς
5723714 καταβαλῃς
οὐδενός . θάρρει οὖν , ὦ Ξανθίππη , καὶ μηδὲν καταβάλῃς τῶν Σωκράτους καλῶν , εἰδυῖα ὡς μέγα τι ἡμῖν
οὐκ ἀποπίπτουσιν , εἰ περὶ τὴν ῥίζαν κόψας ἁλὸς χοίνικα καταβάλῃς , καὶ τῇ γῇ καταχώσῃς . Τὰ σῦκα οὐ
5721471 κατασκευασειν
ξύλα αὐτῆς πολλά ἐστιν ἃ δεῖ οἰκεῖα ἔχειν τὸν μέλλοντα κατασκευάσειν ἅμαξαν : τυγχάνει δὲ ἐκεῖνα διὰ τὸ πλῆθος οὐκ
* καὶ ἀναιρῶν * ἐκ τῶν κρανίων ἐκείνων ναὸν ἔμελλε κατασκευάσειν ὥσπερ καὶ Ἀνταῖος καὶ Εὔηνος καὶ Φόρβας καὶ Διομήδης
5719724 ἑορακας
παγκάλως : εὖ σῶς ἅπαντας ἦ τυχὸν δώσεις ἐμοί . ἑόρακας οὖν φιλόσοφον , εἰπέ μοι , τινὰ μεθύοντ '
φροντίδες τ ' ἐρωτικαί Ἄπολλον , ἀνθρώπων τιν ' ἀθλιώτερον ἑόρακας ; ἆρ ' ἐρῶντα δυσποτμώτερον ; πρὸς ταῖς ἐμαυτοῦ
5719075 Σεννααρ
διασωθέντας , τὰ τοῦ Ἐνυαλίου Διὸς ἱερώματα λαβόντας , εἰς Σενναὰρ τῆς Βαβυλωνίας ἐλθεῖν . Τῆς ἠθικῆς στοιχειώσεως ἀρχὴν ἀρίστην
ταῦτα : Βαλλὰς βασιλεὺς Σοδόμων , Βαρσὰς βασιλεὺς Γομόρρας , Σενναὰρ βασιλεὺς Ἀδάμας , Ὑμοὸρ βασιλεὺς Σεβωείν , Βαλὰχ βασιλεὺς
5714593 παρειληφασιν
παρὰ τῶν προγόνων πρὸς θεραπείαν καὶ διατροφὴν ἀρίστην τῶν βοσκομένων παρειλήφασιν , οὐκ ὀλίγα δ ' αὐτοὶ διὰ τὸν εἰς
καὶ ταῖς ἐξουσίαις . τὴν δὲ δευτέραν μοῖραν οἱ βασιλεῖς παρειλήφασιν εἰς προσόδους , ἀφ ' ὧν εἴς τε τοὺς
5711629 καταλεγουσιν
, δεσμοῦ ] τε πάθος τόδ ' ἐποψόμενοι . Ἔπειτα καταλέγουσιν ὅσην χώραν ἐπῆλθον Πῇ μὲν δίδυμον χθονὸς Εὐρώπης μέγαν
δεσμοῦ τε πάθος ˈ τόδ ' ἐποψόμενοι ˈ . ἔπειτα καταλέγουσιν , ὅσην χώραν ἐπῆλθον : πῆι μὲν δίδυμον ˈ
5709978 συμφυα
ψυχάσαι , τὰ πτερὰ ἐγείρει , καὶ ἐς τοὔμπροσθεν ἐπικλίνας συμφυᾶ σκιὰν ἀποδείκνυται τοῦ ἰδίου σώματος τὴν ἀκμὴν τὴν ἐκ
καί τισιν ἑτερογενέσι ζώιοις τὰ κέρατα προΐσχονται , καθάπερ ὅπλα συμφυᾶ πρὸς τὴν ἀντίταξιν . οὕτω δ ' ἔχει καὶ
5709538 ἀφικωμεθα
ὡσαύτως τῇ πρώτῃ περιελίξαντες , ὅταν αὖθις ἐπὶ τὴν ἀρχὴν ἀφικώμεθα , κρατήσαντες ὁμοίως τῇ ἑτέρᾳ χειρὶ τὸν ἐπίδεσμον ,
ὁμοίως ἐπιμελητέον , ὅπως καὶ πρὸς τὸ γῆρας ὁλόκληροί τε ἀφικώμεθα καὶ πᾶσιν αὐτοῖς ὁλοκλήροις χρησώμεθα . τοῖς δ '
5709310 ὡρμει
ὁπηνίκ ' ἂν δοκῇ αὐτῷ . καὶ τὸ μὲν πλοῖον ὥρμει ἐνταῦθα πλείους ἢ πέντε καὶ εἴκοσιν ἡμέρας , οὗτοι
κατασχεῖν εἰς τῆς Μηθυμναίας τι χωρίον , οὗ τὸ πλοῖον ὥρμει τοῦτο εἰς ὃ μετεκβάντα φασὶν ἀποθανεῖν οὗτοι τὸν Ἡρῴδην
5701101 διελευσομεθα
σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας οἰκειώσεως , ἃς ἐν τοῖς ἐφεξῆς διελευσόμεθα , προτάξαντες τὰς κατὰ τὸ ἀμιγὲς αὐτῶν μόνων τῶν
Πλάταιαν τῆς Βοιωτίας ; καὶ οὕτως ἐρωτηματικῶς τὰ μετὰ ταῦτα διελευσόμεθα . οὕτω δ ' ἂν πυθοίμεθα , τίνες ἦσαν
5700051 Ἀστυρα
Ὑπέρκειται δὲ τῆς τῶν Ἀβυδηνῶν χώρας ἐν τῇ Τρῳάδι τὰ Ἄστυρα , ἃ νῦν μὲν Ἀβυδηνῶν ἔστι , κατεσκαμμένη πόλις
ἐβασίλευσεν ἔτη εἴκοσι πέντε καὶ πόλιν Παρρασίαν ἔκτισε . : Ἄστυρα , πόλις Μυσίας . . . Ἔστι καὶ πόλις
5696635 Δρογγιλον
τῶν μὲν ἐν Θράικηι κακῶντί γὰρ ἂν ἄλλο τις εἴποι Δρογγίλον καὶ Καβύλην καὶ Μάστειραν . . . . τούτων
Διοπείθην αἰνίττεται , ὅτι ἐν τῇ Θρᾴκῃ αὐτὸν ἀμυνεῖται . Δρογγίλον καὶ Καβύλην ] χωρία Θρᾳκικὰ εὐτελῆ περὶ τὸν Στρυμόνα
5691330 Φασιανων
καὶ Ἀσσυρίας Βέλεσυς , Βαβυλῶνος Ῥωπάρας , Μηδίας Ἀρβάκας , Φασιανῶν καὶ Ἑσπεριτῶν Τιρίβαζος : Καρδοῦχοι δὲ καὶ Χάλυβες καὶ
εἰς Φᾶσιν , ἐπεὶ πλοῖα ἔστι , καὶ κατασχεῖν τὴν Φασιανῶν χώραν . Αἰήτου δὲ ὑιδοῦς ἐτύγχανε βασιλεύων αὐτῶν .
5690724 ἀργυρειων
περιγενομένων γὰρ τῇ πόλει χρημάτων συχνῶν ἀπὸ τῶν ἔργων τῶν ἀργυρείων , καὶ ταῦτα μελλόντων εἰκῆ νέμεσθαι , μόνος τῶν
οὔτε τοὺς γεωργοὺς οὔτε τοὺς ἐμπόρους οὔτε τοὺς ἐκ τῶν ἀργυρείων οὔτε τῶν τοιούτων οὐδὲν ἂν εἴποιτε , ἀλλ '
5689815 ἐνσημηνασθαι
εὖ φρονεῖ : εἰ βούλει πρός τινα μὴ ὀρθῶς εἰπόντα ἐνσημήνασθαι , ἀνεπαχθὴς ἔσῃ . οὐδὲ πάτταλον ἂν δοίης :
εἴποι δ ' ἄν τις καὶ ἀπογράψασθαι καὶ ἀντιγράψασθαι καὶ ἐνσημήνασθαι . ὀνόματα δὲ τῶν ἐκ δικαστηρίου καὶ τὸ μεσεγγυῆσαι
5687842 ηὐτρεπιζον
ἐκεῖνοι συμμάχους ἐξέπεμπον οὐκ ἐλάττονας δισχιλίων καὶ κατὰ πόδας ἑτέρους ηὐτρέπιζον . Μήπω δὲ τῶν συμμάχων φθασάντων , ἐδόκει τοὺς
τὴν αὐτῆς ἐλπίδα . . Καὶ οἱ μὲν αὐτῷ τάφον ηὐτρέπιζον , οἱ δ ' αὐτόχειρες , πολλοὺς πρὸ τοῦ
5680063 διελεσθε
τύχην : κτήνη γὰρ οὔτε ἀγοράσαι οὔτε μισθώσασθαι εὗρον . διέλεσθε οὖν τὰ ἐφόδια σκεύη : αὔριον γὰρ ἀπαίρομεν εἰς
σωτηρίαν , κτήνη οὔτε μισθώσασθαι οὔτε ἀγοράσαι εὗρον . τοιγαροῦν διέλεσθε τὰ σκεύη : αὔριον γὰρ περῶμεν εἰς τὴν Ἀσίαν
5670128 Θεσπρωτικον
ἐν δ Θεσσαλικῶν . . . . Ἐλινοί : ἔθνος Θεσπρωτικόν : Ῥιανὸς δ Θεσσαλικῶν . καὶ Ἐλινία ἡ χώρα
Ἐρυθρὰν θάλασσαν . οἱ οἰκήτορες Πράσιοι . Πράσσαιβοι , ἔθνος Θεσπρωτικόν . Πρετανική , νῆσος ἤπειρον μιμουμένη , παρὰ τῇ
5669287 μαλακοσαρκα
ἰχθύες , καὶ μᾶλλον τούτων τὰ μαλάκια , καὶ ὅσα μαλακόσαρκά τε καὶ ὀστρακόδερμα . ὥσπερ καὶ ὑγρὸν ἀτρά -
ἰχθύες , καὶ μᾶλλον τούτων τὰ μαλάκια , καὶ ὅσα μαλακόσαρκά τε καὶ ὀστρακόδερμα . ὥσπερ καὶ ὑγρὸν ἀτρά -
5661904 κατελεγε
πεζικά , ἔτι δὲ ὁπλίτας τε καὶ τοξότας καὶ σφενδονήτας κατέλεγε καὶ ἀκοντιστὰς καὶ πᾶσαν ἄλλην τάξιν ἐξήταζεν ὅπλα τε
ἐκ μέσων τῶν τοῦ θανάτου πυλῶν ἀγαγεῖν ; ” εἶτα κατέλεγε τὴν ναυαγίαν , ἐκθειάζων ὡς ἐσώθη , καὶ τερατευόμενος
5656111 κατεσκευα
κατασκευάσματος ἐποίησεν ἀφ ' ἑαυτοῦ κληθῆναι τοὺς ὑπονόμους φαίακας . κατεσκεύα - σαν δὲ οἱ Ἀκραγαντῖνοι καὶ κολυμβήθραν πολυτελῆ ,
τὸ ἔγχος , ἀλλ ' ὅτι ἰδιαίτερον παρὰ τὰ ἄλλα κατεσκεύα - στο . τὸ δὲ αἰχμῇ ἔγχεος , ἢ
5653752 Θεοδεκτην
Ἀριστοτέλην λυπῆσαι αὐτὸν , διὰ τὸ ἀφελέσθαι αὐτοῦ μαθητὴν , Θεοδέκτην ὀνόματι . αὕτη δὲ ἡ αἰτία ὡς ἔστιν εὐήθης
τ ' Αἰγυπτία βόσκει λινουλκὸς χλαῖνα , θήραγρος πέδη . Θεοδέκτην δὲ τὸν Φασηλίτην φησὶν Ἕρμιππος ἐν τοῖς περὶ τῶν
5651027 δασυποδ
μισθωσάμενος αὐτὴν ὅσον ᾔτησεν † ἀνισταμένης πολλάκις καὶ παιζούσης ὡς δασύποδ ' ἐπικροῦσαι βουλόμενος : τί , ἔφη , μειράκια
εἶδε πώποτε λέοντας ἤ τι τοιοῦτον ἕτερον θηρίον ; οὐδὲ δασύποδ ' εὑρεῖν ἔστιν οὐχὶ ῥᾴδιον . Ἀλκαῖος δὲ ὡς
5650223 Καλει
ἤγουν εἰς τρίτον τέταρτον καὶ πέμπτον , γεγόνασιν ἕξ . Καλεῖ δὲ τὸ τρίτον μέρος τῆς γραμματικῆς διόρθωσιν : περιέχει
ἄστατος . . δόλιος . . [ μίαν πόλιν : Καλεῖ νῦν πόλιν τὸ περιέχον ἅπαν . ] βλέπε νῦν
5650092 Ἑρκυνιος
Γαβρῆτα ἐπὶ τάδε τῶν Σοήβων , ἐπέκεινα δ ' ὁ Ἑρκύνιος δρυμός : ἔχεται δὲ κἀκεῖνος ὑπ ' αὐτῶν .
Ἑρκυνίου δρυμ . ] Πλησίον γὰρ τοῦ Πυρρηναίου ὄρους ὁ Ἑρκύνιος . Ἄλλως . Ἀντὶ τοῦ τὸ Ἑρκύνιον ὄρος παροικοῦντες
5650015 Αἰγινηταις
ἐπανελθόντος εἰς Ἀθήνας , ὁπόθ ' ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἐξεβλήθησαν βοηθούντων Αἰγινήταις . ἀλλὰ καὶ ἐχορήγησεν Ἀθήνησι Δίωνος ἀναλίσκοντος , ὥς
! ] κυανοκόμοιο [ ] ἀόριστος τοῦ ἐρίζω Ἀριστοφάνης ὅσσα Αἰγινήταις [ ] Ζηνόδοτος Πυθιᾶν Ζηνόδοτος κτανεμεν γράφεται [ κτανέν
5646714 ἀπλωτα
ἀπὸ Κιλικίας ἐπὶ στήλας Ἡρακλέους , οἳ πάντα ἄμικτα καὶ ἄπλωτα ταῖς πόλεσιν ἐς ἀλλήλους ἐποίουν καὶ λιμὸν ἐπίπονον ἐξειργάσαντο
γῆ μὲν ἀπόρευτός ἐστι καὶ ἡ βάσιμος , πελάγη δὲ ἄπλωτα τὰ καθ ' ἑκάστην ὥραν τοῦ ἔτους ναυκλήροις ἐμπλεόμενα
5643980 ἐξαπτοντες
ἑκατέρους αὐτῶν διεμερίζοντο . πλήθει τε θαρροῦντες ἐξετραχύνοντο καὶ στάσεις ἐξάπτοντες ἀμέτρους τὴν δοκιμασίαν τοῦ νόμου περιέμενον , οἱ μὲν
καθίεσαν , ὥστε μηδὲν ἔτι πλέον τοῖς κολυμβηταῖς γίγνεσθαι . ἐξάπτοντες οὖν βρόχους τῶν λίθων ἀπὸ τοῦ χώματος ἀνέσπων αὐτοὺς
5641719 Παμμενης
, ἐν οἷς ἦν καὶ Μαρία τις Ἑβραία σοφὴ καὶ Παμμένης , συνέγραψε περὶ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθων καὶ
παρὰ τὴν ἠϊόνα φεύγειν οὐκ ἔχοντας διὰ θαλάσσης . Ὅτι Παμμένης βουλόμενος κρατῆσαι τοῦ Σικυωνίων λιμένος αὐτὸς μὲν κατὰ γῆν
5641174 ὑπεταξεν
τοῖς πολεμίοις παραδεῖξαι εἰς διφαλαγγίαν τοὺς πρωτοστάτας τῶν ἱππέων τάξας ὑπέταξεν ὄνους τε καὶ ἡμιόνους ἐπιβάσας ἄνδρας μεθ ' ὁπλίσεως
. . . . , : Ὅτι δὲ τοὺς Παφλαγόνας ὑπέταξεν Ἡρακλῆς τοῖς περὶ Λύκον , ἱστορεῖ Δεινίας ἐν πρώτῳ
5639623 προσωρισεν
τὴν δὲ παρὰ τὸν Καύκασον κειμένην , ὀνομαζομένην δὲ Παροπανισαδῶν προσώρισεν Ὀξυάρτῃ τῷ Βακτριανῷ [ βασιλεῖ ] , οὗ τὴν
, παραλαβὼν δὲ Πομπήιος τὴν ἐξουσίαν Ἀρχέλαον ἐπέστησεν ἱερέα καὶ προσώρισεν αὐτῷ χώραν δίσχοινον κύκλῳ πρὸς τῇ ἱερᾷ , προστάξας
5638993 κρυφαιως
φευξείαθ ' ] φεύγοιεν . ναυσὶ ] ἐν ταῖς . κρυφαίως ] † κεκρυμμένως . δρασμὸν ] φυγήν . στέρεσθαι
δὲ ὁ Ἁβραὰμ τὸ θαῦμα καὶ ἐκπλαγεὶς ἔλαβεν τοὺς λίθους κρυφαίως καὶ ἔκρυψεν τὸ μυστήριον , μόνος ἔχων ἐν τῇ
5637445 ὀπτηρας
δὲ πρὸς τὸ κοινὸν τὰς ἀρχάς . πεμψάντων δὲ καὶ ὀπτῆρας ὧν πράττομεν καὶ φραστῆρας ὧν ἐρωτῶμεν . καὶ σὺ
μηδένα νοσφίσασθαι καταθεῖναί τε εἰς τὰς ἀρούρας ἃ ἔλαβεν , ὀπτῆρας καὶ ἐφόρους ἐπιλέξας ἀριστίνδην , οἳ τὴν σπορὰν παραφυλάξουσι
5637148 δεδοικαμεν
δὲ , ὦ Ἀθηναῖοι , εἰ νῦν σώων ὄντων Λακεδαιμονίων δεδοίκαμεν μὴ τῷ βασιλεῖ προσθῶνται Θηβαῖοι , τί ποιήσομεν ἡνίκ
Νάρκισσον κάλλει νικῶμεν , οὐκ ἀρκεῖν ἡμῖν δοκοῦμεν , ἀλλὰ δεδοίκαμεν μὴ λάθωμεν τοῖς ἐπιγιγνομένοις ἂν καταλιπόντες ὑπερβολήν . σχεδὸν
5637100 ἀπιστοτερον
γενομένων δέ τινα οἱ ποιηταὶ καὶ λογογράφοι παρέτρεψαν εἰς τὸ ἀπιστότερον καὶ θαυμασιώτερον , τοῦ θαυμάζειν ἕνεκα τοὺς ἀνθρώπους .
ὑφ ' ὑμῶν . Μὴ παραγενέσθαι δέ με τῷ φόνῳ ἀπιστότερον ἢ παραγενέσθαι φασὶν εἶναι . Ἐγὼ δ ' οὐκ
5633839 κυκλοειδως
ὡς τῆς κολυμβήθρας : τῆς πληγείσης λίθῳ ' κινουμένης καὶ κυκλοειδῶς καὶ σφαιροειδῶς . Ἀναξίμανδρος τὴν φωνὴν γίνεσθαι πνεύματος ἐμπεσόντος
δεξιὸν κέρας ἐξώτερον , τὸ δὲ ἀριστερὸν ἐσώτερον , παρερχόμενον κυκλοειδῶς , τὴν ἐναντίαν ἀλλήλων ἐλαύνωσιν : ὃν τρόπον ἐν
5632422 κατασχῃς
ὧν σοι καὶ ὄφελός τι προσγενήσεται : ἐμὲ γὰρ εἰ κατάσχῃς , οὐδὲν ἐξ ἐμοῦ τὸ παράπαν κερδανεῖς . ”
τῇ χολῇ κατατρώγοντα . ἐρύξεις δὲ ἀντὶ τοῦ ἀποδιώξεις , κατάσχῃς καὶ κωλύσεις . * ἄγρει : ἄγε ἑξάμορον :
5631650 ταῳ
τούτων οὕτως γράφει : Εἶτα ἐφέροντο ἐν ἀγγείοις ψιττακοὶ καὶ ταῲ καὶ μελεαγρίδες καὶ φασιανοὶ καὶ ὄρνιθες Αἰθιοπικοὶ πλήθει πολλοί
ὄρνεα . Εἶτ ' ἐφέροντο ἐν ἀγγείοις ψιττακοὶ , καὶ ταῲ , καὶ μελεαγρίδες , καὶ φασιανοὶ ὄρνιθες , καὶ
5626485 Αἰνησιδαμος
καὶ ῥυθμόν . * * οὗτος πατὴρ ἦν Θήρωνος ὁ Αἰνησίδαμος . τῷ Θήρωνι . προσαγαγεῖν . ἁρμοδίως . .
ἐν Ἀκράγαντι , τὴν βασιλείαν ἐκτήσατο : οὗ παῖς γίνεται Αἰνησίδαμος ὁ Θήρωνος πατήρ . εἰς τοῦτο . εἰπεῖν .
5624902 ἀφαρκτοι
καὶ ἔργῳ οὐδὲν σφᾶς δεῖν λαμβάνειν ἃ γνώμῃ ἔξεστιν , ἄφαρκτοι μᾶλλον διεφθείροντο . [ Ἐν δ ' οὖν τῇ
διανταίῳ βέλει : ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες ἄφαρκτοι δυσχίμου πλημυρίδος , πλόκαμον ἰδούσῃ τόνδε : πῶς γὰρ
5622855 παιζεις
. Πρὸς ταῦτα δὲ εἶπεν ὁ Ἰσχόμαχος : Σὺ μὲν παίζεις , ἔφη , ὦ Σώκρατες : ἐγὼ δὲ καὶ
με δίδασκε . Καὶ ὁ Ἰσχόμαχος γελάσας εἶπεν : Ἀλλὰ παίζεις μὲν σύγε , ἔφη , ὦ Σώκρατες . εὖ
5621601 εὐναιαν
ἕν ' ἡνίας ἔχειν , ἀλλ ' ἐς μίαν βλέποντες εὐναίαν Κύπριν στέργουσιν , ὅστις μὴ κακῶς οἰκεῖν θέληι .
αἰπεινᾶι Πάρις οὐ γάμον ἀλλά τιν ' ἄταν ἀγάγετ ' εὐναίαν ἐς θαλάμους Ἑλέναν . ἇς ἕνεκ ' , ὦ
5620457 καταλελοιπει
Λίβιος περὶ τῶν σφετέρων νεῶν , ἃς ἐν τῇ Αἰολίδι καταλελοίπει , κατὰ σπουδὴν ἐς αὐτὰς ἐπανῄει . καὶ Εὐμένης
ἐν ταῖν χεροῖν εἶχε καὶ τὰ παιδία , ἃ νεογνὰ καταλελοίπει , ἀνεκαλεῖτο καὶ ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης , ὃς
5618354 Ἀσαβων
ἐν τῷ περίπλῳ εἰρημένας λεʹ . Οἱ πάντες ἀπὸ τοῦ Ἀσαβῶν ἀκρωτηρίου μέχρι τοῦ Μαισανίτου κόλπου τοῦ παρὰ τὴν Εὐδαίμονα
δὲ σύμπαντες τοῦ περίπλου παντὸς τοῦ Περσικοῦ κόλπου ἀπὸ τοῦ Ἀσαβῶν ὄρους καὶ τοῦ Ἀσαβῶν ἀκρωτηρίου μέχρι τοῦ Σεμιράμιδος στρογγύλου
5616422 ἐπιχρυσος
φοίνικες ἐπίχρυσοι ὀκταπήχεις καὶ κεραυνὸς ἐπίχρυσος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ ναὸς ἐπίχρυσος , οὗ ἡ περίμετρος πηχῶν τεσσεράκοντα καὶ θηρία ὑπεράγοντα
βιῶναι δὲ ἔτη πέντε φασὶν ἐπὶ τοῖς ἑκατόν . , ἐπίχρυσος δὲ εἰκὼν ἀνάθημα Γοργίου τοῦ ἐκ Λεοντίνων αὐτὸς Γ
5614957 Τοινυν
τὴν καρτερίαν ἀντιστρατευομένην σὺν βίῳ ἀγαθῷ καὶ ἀγνείαις ἐνφιλοσόφοις . Τοίνυν τῶν σοφῶν ἀναλεξάμενος τὰ χρήσιμα , ὡς ἐξ ὑπαρχῆς
συγκαταφερομένη βίᾳ καὶ ὡς ὕδωρ σῦρον ἐν φάραγγι . “ Τοίνυν Σίβυλλα καὶ οἱ λοιποὶ προφῆται , ἀλλὰ μὴν καὶ
5614446 καταπληκτικην
δὲ Ἀλέξανδρος πλησίον τῆς πόλεως στρατοπεδεύσας συνεστήσατο πολιορκίαν ἐνεργὸν καὶ καταπληκτικήν . τὸ μὲν γὰρ πρῶτον τοῖς τείχεσι προσβολὰς συνεχεῖς
τινι μετεώρωι πεδίωι πέτραν τῶι τε ὕψει καὶ τῶι μεγέθει καταπληκτικήν : ἐνταῦθ ' οὖν ἕτερον παράδεισον ὑπερμεγέθη κατεσκεύασεν ,
5612555 ξυλωσιν
τὴν ξύλωσιν : τὴν ἀπὸ ξύλων κατασκευήν . ʃ σημείωσαι ξύλωσιν : ἰδία λέξις τοῦ Θουκυδίδου αὕτη ἡ ἀνάστασις :
κέραμος στεγαστήρ , ἐρέψιμα ξύλα , ἃ Θουκυδίδης εἶπε τὴν ξύλωσιν , πηλός , ἄσβεστος , τίτανος , ἄσφαλτος .
5611341 λῃστρικως
ἐπειδὴ καταστρατοπεδεύσαντα τὸν Ἡρακλέα ἔμαθεν ἐν τῷ προσεχεῖ πεδίῳ , λῃστρικῶς διασκευασάμενος ἐπιδρομῇ αἰφνιδίῳ ἐχρήσατο κατακοιμωμένου τοῦ στρατοῦ καὶ τῆς
τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . ἀποδύομαι λέγεται τὸ βιαίως καὶ λῃστρικῶς τὰ ἱμάτια ἀφαιροῦμαι . . μεθ ' ἡμέραν :
5610236 ἐκπικρανθεις
ἀναδεῖξαι . ὡς δὲ ταῦτ ' ἤκουσεν ὁ Τύλλιος , ἐκπικρανθεὶς ἐπὶ τῷ λόγῳ παρὰ τὸ συμφέρον ὥρμησεν ἐπ '
' Ἀμφίονος Ζῆθον καλεῖς . Μακεδόνα δέ τινα κιθαρίζειν διδάσκων ἐκπικρανθεὶς ἐπὶ τῷ μηδὲν αὐτὸν ποιεῖν τῶν δεόντων εἰς Μακεδονίαν
5609614 Μοσσυνοικοι
Μοσσυνοίκων . Ἑκαταῖος Εὐρώπῃ ” Τιβαρηνοῖσι δὲ πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα Μοσσύνοικοι ὁμουρέουσι : ἐν δὲ αὐτοῖσι Χοιράδες πόλις ” .
δὲ πόντον καὶ νῆσον καὶ πᾶσαν ὅσην κατεναντία νήσου χώρην Μοσσύνοικοι ὑπέρβιοι ἀμφενέμοντο . τοὺς δ ' ἄμυδις κρατερῷ σὺν
5602397 Ἀντιστροφιον
οὔσης καὶ λεγομένης κυρτῆς , τῆς δὲ ἐντὸς κοίλης . Ἀντιστρόφιον : ἐὰν κύκλου ἐφάπτηταί τις εὐθεῖα , ἀπὸ δὲ
εἶπεν , ἵνα δείξει , ὅτι περὶ στερεῶν λέγει . Ἀντιστρόφιον : ἐὰν ὦσι δύο γωνίαι ἴσαι ὑπὸ εὐθειῶν περιεχόμεναι
5599754 Ἰταλιωται
ἐν τῇ πανηγύρει τῆς Ἥρας , εἰς ἣν συμπορεύονται πάντες Ἰταλιῶται , καὶ τῶν δεικνυμένων μάλιστα πάντων ἐκεῖνο θαυμάζεσθαι :
ὡς ἀπὸ τῆς Φθίας Φθιῶται , οὕτω Ἰταλίας καὶ Σικελίας Ἰταλιῶται καὶ Σικελιῶται . καὶ Σικελός καὶ Σικελή . ἔστι
5597504 ἐξωπλιζετο
στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῶι κάραι λέοντος , ἧιπερ αὐτὸς ἐξωπλίζετο . σὺ δ ' ἦσθα Θηβῶν τῶν φιλαρμάτων ἄναξ
ἡμέρας ἐκεῖσε ἐνδιατρίψας τινὰς καὶ μαθὼν ὅτι τὸ Σκυθικὸν γένος ἐξωπλίζετο ὥστε τὰ Βουλγάρων ληΐσασθαι ὅρια , τὸ στρατιωτικὸν ἅπαν
5596533 καταγαιον
τόπος , ἔνθα κληροῦνται οἱ δικασταί . κατάγειον : οὐχὶ κατάγαιον διὰ τῆς αι διφθόγγου . κυψέλαι φρονημάτων : οἷον
μὲν τῶν Θρηίκων ἠφανίσθη , καταβὰς δὲ κάτω ἐς τὸ κατάγαιον οἴκημα διαιτᾶτο ἐπ ' ἔτεα τρία . Οἱ δέ
5595656 ὀχυρωτατον
νῦν [ Δάρας ] φασί , φρούριον Ἀναστασιούπολις λεγόμενον , ὀχυρώτατον . ὁ πολίτης Δαρηνός ὡς Δουσαρά Δουσαρηνός . δύναται
Βερενίκῃ φυλακὴν μισθοφόρων Γαλατῶν ἐπέστησαν καὶ τόπον ἔδωκαν τῶν βασιλείων ὀχυρώτατον καὶ ὅρκους καὶ συνθήκας ἐσπείσαντο . Ἀριστάρχου δὲ ἰατροῦ
5594084 προτρεψαμενῳ
πολλὴ χάρις μουσηγέτῃ θεῷ τῷ τε ἐς τόδε τὴν ὁρμὴν προτρεψαμένῳ καὶ ἐς τέλος ἀγαγόντι τὴν ἐπιχείρησιν : εἰ δέ
ὄντι θεῷ εἰς τήνδε τὴν πραγματείαν παρῆλθον , πολλάκις με προτρεψαμένῳ , μάλιστα δὲ νῦν ἐναργῶς ἐπιστάντι μοι , ἡνίκα
5591834 κατεκαυσαν
μετά τινων , οὓς ὕστερον οἱ Πέρσαι σὺν τοῖς πύργοις κατέκαυσαν . οἱ δὲ Ἀθηναῖοι περὶ Σαλαμῖνα εἶχον τὸν στόλον
τοῦ συγγράμματος ἐξεβλήθη πρὸς Ἀθηναίων , καὶ τὰ βιβλία αὐτοῦ κατέκαυσαν ἐν τῆι ἀγορᾶι ὑπὸ κήρυκι ἀναλεξάμενοι παρ ' ἑκάστου
5590051 ἀροτηρες
πόληος νῶθ ' ἵππων ἐπιβάντες ἐθύνεον . οἱ δ ' ἀροτῆρες ἤρεικον χθόνα δῖαν , ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἐστάλατ '
Ὁμοία τῇ , Πολλοὶ βουκένται , παῦροι δέ τε γῆς ἀροτῆρες . Προφάσεως δεῖται μόνον ἡ πονηρία : Παρθένος τὰ

Back