. Οὐκ οἶδα , ὦ Μενέλαε , ᾥτινι ἂν ἄλλῳ πιστεύσειας τοῖς σεαυτοῦ ὀφθαλμοῖς ἀπιστῶν . Εἶδον : ἀλλὰ τὸ
καλήν , ἀλλὰ χρῆμά τι κάλλους ἄπιστον : οὕτως αὐτὴν πιστεύσειας ἀκούων , ὡς ἰδών . ταύτην ἐφύλαττόν σοι :
6620406 ὡμολογησας
ἀλλά , πρὸς τῶν θεῶν , οὓς πάλαι θαυμάζων νῦν ὡμολόγησας , πάρελθε μὲν τὴν τοῦ πατρὸς εἰς Ὑπερέχιον εὔνοιαν
ἀλλὰ σεαυτὸν , καὶ οὐδ ' ἤλεγξας , ἀλλ ' ὡμολόγησας : τοῦτο ῥητὸν καὶ διάνοια καὶ ὅρος : ἐὰν
6562591 προσμενω
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει
κοσμικῶν πραγμάτων , τουτέστιν ἠρεμίαν σχών . σχολάζω καὶ τὸ προσμένω , ὅπερ συντάσσεται μετὰ δοτικῆς , ὡς τὸ σχολάζει
6353384 παιζεις
. Πρὸς ταῦτα δὲ εἶπεν ὁ Ἰσχόμαχος : Σὺ μὲν παίζεις , ἔφη , ὦ Σώκρατες : ἐγὼ δὲ καὶ
με δίδασκε . Καὶ ὁ Ἰσχόμαχος γελάσας εἶπεν : Ἀλλὰ παίζεις μὲν σύγε , ἔφη , ὦ Σώκρατες . εὖ
6350965 εὐφραινῃ
ἀνεῖναί σε , τὸ ταπεινοῦν : ὅταν θέλω , πάλιν εὐφραίνῃ καὶ μετέωρος πορεύῃ εἰς Ἀθήνας . τί λέγεις πρὸς
ὧν πάλαι τε θαυμάζῃ καὶ οὓς ἐκ μικρῶν μεγάλους ποιῶν εὐφραίνῃ . Ὅταν συνέλθωσιν ἀγαθὴ γνώμη καὶ τύχη καὶ ὁ
6343022 μνημονευε
. Ἑρμηνεία . Κἂν πλούσιος γέγονας καὶ περίβλεπτος , Πενίας μνημόνευε τῆς σῆς συντρόφου . Κλείσωμεν τὴν θύραν , τὴν
† ὅπως ἀρέσῃς μᾶλλον αὐτῷ , καὶ ὅταν πλουτήσῃς ἐμοῦ μνημόνευε . ” Καλλιρόη δὲ τὸ μὲν πρῶτον ὥρμησεν ,
6314306 παραδω
ἰατρικὸς εἶναι καὶ ἄλλον ποιεῖν ᾧ ἂν τὴν τούτων ἐπιστήμην παραδῶ , “ τί ἂν οἴει ἀκούσαντας εἰπεῖν ; Τί
καθίσταμαι . Φήσεις γ ' , ἐπειδὰν τὰς τριακοντούτιδας σπονδὰς παραδῶ σοι . Δεῦρ ' ἴθ ' , αἱ Σπονδαί
6283210 συγχωρηθησεται
εἰ σοὶ , καὶ πᾶσιν , εἰ δὲ πᾶσι τοῦτο συγχωρηθήσεται , τί πέρας ; τὸ πένεσθαι τὴν πόλιν ,
τόπος : ἑκάστου δὲ τούτων ἠπορημένου καὶ ὁ χρόνος οὐ συγχωρηθήσεται ἐκ τοῦ αὐτοῦ γένους εἶναι τούτοις . Πρὸς δὲ
6272238 ἐπληγης
ὡς ἡμᾶς . ὧν ἦν ἡμῖν ἀκούειν , ὅπως μὲν ἐπλήγης τὴν ψυχὴν ὑβριζομένων ἡμῶν , οἷα δὲ ἐφθέγξω ,
. Ἃ γὰρ εἰς τὰς ἀλλοτρίας ἐπόεις , αὐτὸς τούτοισιν ἐπλήγης . Καὶ τί βλάπτους ' , ὦ σχέτλι '
6259730 μαρτυρησον
, ζώνης ; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον ; ἤδη σὺ μαρτύρησον , ἐξηγοῦ δέ μοι , Ἄπολλον , εἴ σφε
ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι . Ἀνάβηθι δέ μοι καὶ μαρτύρησον . Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ
6244248 θρασυτατος
πάντα ὁρᾷ καὶ πάντων ἀκούει : νομίζων δ ' ἐμφανήσεσθαι θρασύτατος εἶ : δέον ἐφ ' οἷς ἥμαρτες ἐγκαλύπτεσθαι ,
ἂν μεγαλοφωνότατός τε ᾖ καὶ ἰταμώτατος καὶ πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα
6242283 εὐσπλαγχνος
μετανοήσετε , καὶ ἐπιστρέψει ὑμᾶς , ὅτι ἐλεήμων ἐστὶ καὶ εὔσπλαγχνος , μὴ λογιζόμενος κακίαν τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων ,
, τί τοσοῦτον παρέβην , ὅσον αὐτὸς δύνασαι συμπαθεῖν , εὔσπλαγχνος καὶ μακρόθυμος ὤν ; οὐδὲν μέγα πάντα τὰ τῶν
6217396 ἀντακουσον
Οἶσθ ' ὡς πόησον ; ἀντὶ τῶν εἰρημένων ἴς ' ἀντάκουσον , κᾆτα κρῖν ' αὐτὸς μαθών . Λέγειν σὺ
τοιαύτης δ ' οὔτις εὐφιλὴς θεῶν . ἄναξ Ἄπολλον , ἀντάκουσον ἐν μέρει . αὐτὸς σὺ τούτων οὐ μεταίτιος πέλῃ
6214797 διανοουμαι
Ἆρ ' οὖν δυνατὸς αὐτὸ ἂν γενοίμην , ὥσπερ καὶ διανοοῦμαι , διὰ λόγων ἐνδείξασθαί σοι ; Τί δ '
γιγνόμενα , οὐκ ἂν θαυμάζοιμι εἰ μὴ σαφῶς λέγων ἃ διανοοῦμαι τοῦτο ἐποίησα καὶ ἔπαθον : ἀλλ ' ἃ βούλομαι
6209950 ἐκρινας
συμπαρὼν ἂν ἔν τε πεζομαχίᾳ καὶ ἱππομαχίᾳ καὶ ναυμαχίᾳ , ἔκρινας οἷός τις ὁ κίνδυνος ὁ τῶν πολέμων . φαίνεται
τοιαῦτα . ΤΕτάρτην θήσεις ἀντεγκληματικήν : ἀξίαν αὐτὴν σὺ τοσούτου ἔκρινας . ἫΝ λύσεις ἐνστατικῶς τῷ πάθει , ὅτι μὴ
6203257 πεισθητι
κήδῃ σαυτοῦ τε καὶ ἡμῶν καὶ τῆς ὅλης ἀρχῆς , πείσθητι τὰ βέλτιστα συμβουλεύουσι ἡμῖν καὶ κοινώνει τῶν τε πραγμάτων
προξενεῖ . μισεῖ δὲ ὁ θεὸς τοὺς ἀλαζόνας . φέρε πείσθητι τῷ Σατύρῳ καὶ χάρισαι τῷ θεῷ . ” κἀγὼ
6202881 φαθι
τοῦ κλῦθι , καὶ ἴθι , καὶ ἄνωχθι . καὶ φάθι . κἀνταῦθα γὰρ μεταπέπλασται τὸ ε εἰς τὸ θι
φάθι . Φημὶ δή , ἐμπειρία τις . Τίς ; φάθι . Φημὶ δή , χάριτος καὶ ἡδονῆς ἀπεργασίας ,
6186857 φρασῃς
μᾶλλον ἀλγῇς . Λῆρος : οὐ γὰρ παύσομαι πρὶν ἂν φράσῃς μοι τίς ποτ ' ἐστὶν οὑτοσί . Εὔνους γὰρ
. Ἐπεὶ γὰρ ἔσχε μοῖρ ' Ἀχιλλέα θανεῖν Οἴμοι : φράσῃς μοι μὴ πέρα , πρὶν ἂν μάθω πρῶτον τόδ
6174368 χἠμεις
σὺ μεμπτὸν ἐνθάδ ' ὢν ἐρεῖς ἐμοί : οἴκοι δὲ χἠμεῖς εἰσόμεσθ ' ἃ χρὴ ποεῖν . Χωρῶν ἀπείλει νῦν
πάντας χρηστὸς ὤν , οὐκ ἔστι χειρόνιπτρον . ἀναθῶμεν νῦν χἠμεῖς τούτοις τασδὶ τὰς εἰρεσιώνας καὶ προσαγήλωμεν ἐπελθόντες . χαίρετε
6168272 Πειρατεον
, περὶ τούτων ἔστι μοι νῦν ἅπασα ἡ σπουδή . Πειρατέον δὲ καὶ περὶ τούτων λέγειν , ἃ φρονῶ .
πειρῶ περὶ αὐτοῦ τό γε τοσοῦτον φράζειν ὡς σαφέστατα . Πειρατέον . οὐ γάρ ἐστι τοῦτο , ὦ ἄριστοι ,
6167300 μηνισκος
εἴη ὁ μηνίσκος τῷ εὐθυγράμμῳ . ὅτι δὲ οὗτος ὁ μηνίσκος ἐλάττονα ἡμικυκλίου τὴν ἐκτὸς ἔχει περιφέρειαν , δείκνυσι διὰ
ΕΚ ΚΒ ΒΗ τμημάτων . τούτων οὕτως ἐχόντων ὁ γενόμενος μηνίσκος οὗ ἐκτὸς περιφέρεια ἡ ΕΚΒΗ ἴσος ἔσται τῷ εὐθυγράμμῳ
6166660 ἀποκρινου
ἐμὲ παίζειν μηδ ' ὅτι ἂν τύχῃς παρὰ τὰ δοκοῦντα ἀποκρίνου , μήτ ' αὖ τὰ παρ ' ἐμοῦ οὕτως
Νεκτεναβὼ ἔφη “ Αἴσωπε , ἥττημαι . ὃ δὲ ἐρωτήσω ἀποκρίνου μοι . ” καί φησι “ μετεπεμψάμην ἵππους ἀπὸ
6151144 παρεπιγραφη
πρόσκυσον : προσκύνησον . ἰδού : πεποίηκεν ὃ προσέταξε : παρεπιγραφὴ δὲ καλεῖται τὰ τοιαῦτα πάντα . ΓΘ ἰδού :
οὐ μαθήσεταί τις . ἀντὶ τοῦ ἐνθουσιαστικῆς . ὀλολύζει . παρεπιγραφὴ τοῦτο : εἰπόντος γὰρ τοῦ Ἀγάθωνος ὁ κηδεστὴς τοῦ
6140554 συνδοκῃ
. Ἔστι ταῦτα . Ἰδὲ δὴ ἐὰν σοὶ ὅπερ ἐμοὶ συνδοκῇ . τέκτων σκυτοτόμου ἐπιχειρῶν ἔργα ἐργάζεσθαι ἢ σκυτοτόμος τέκτονος
τῶν ὀνομάτων ἐπισκέψασθαι , αὔριον δέ , ἂν καὶ ὑμῖν συνδοκῇ , ἀποδιοπομπησόμεθά τε αὐτὴν καὶ καθαρούμεθα ἐξευρόντες ὅστις τὰ
6127188 Ὁδι
. Οἴμοι τάλας , ὡς ὠχρίας ' αὐτὴν ἰδών . Ὁδὶ δὲ δείσας ὑπερεπυρρίασέ σου . Οἴμοι , πόθεν μοι
Νοεῖ μὲν ἕτερ ' ἕτερα δὲ τῇ γλώττῃ λέγει . Ὁδὶ μὲν Ἀναγυράσιος ὀρφώς ἐστί σοι . τούτῳ φίλος Μυνίσκος
6126041 πειθῃ
τῷ Διονύσῳ : † οὐκ ἤν γε πείθῃ : ἐὰν πείθῃ τοῖς σοφωτέροις σου , οὐ - δαμῶς τοῦτο ποιήσεις
οὐκ ἐξιών ; Ἀλλ ' οὐκ , ἤν γέ μοι πείθῃ , ἀλλὰ ῥίψας τὰ τούτων ὀνειροπολήματα πορεύσῃ : κάθηται
6123707 ἐπιστησῃς
ὡς ἀκολάστου ὀφθαλμούς , ὡς λίχνου γαστέρα . Κἂν γὰρ ἐπιστήσῃς τῇ νόσῳ δικαστὰς καὶ δεσμωτήρια καὶ δημίους , τὸ
τὴν τύχην . Λακεδαιμονίοις ; οὐκ ἀνιῶμαι . ἐὰν δὲ ἐπιστήσῃς μοι Μακεδόνα δεσπότην , οὐ φέρω τὴν συμφοράν ,
6118175 Ξανθια
τήμερον ἡμῖν . Οὗτος , τί πάσχεις , ὦ κακόδαιμον Ξανθία ; φυλακὴν καταλύειν νυκτερινὴν διδάσκομαι . κακὸν ἄρα ταῖς
λέγει , ὅτι οὐκ ἂν ἄλλος ᾔτησέ σε , ὦ Ξανθία , σπόγγον , ἀλλ ' ἐσιώπησεν ἄν . 〚
6118029 ἑψομαι
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη
6117845 Ιωβαβ
Ιωβαβ πρὶν ἢ ὀνομάσαι με ὁ Κύριος Ιωβ . ὅτε Ιωβαβ ἐκαλούμην , ᾤκουν τὸ πρὶν ἔγγιστα εἰδωλίου θρησκευομένου :
κοιμωμένου μου ἦλθέν μοι μεγάλη φωνὴ ἐν μείζονι φωτὶ λέγουσα Ιωβαβ Ιωβαβ . καὶ εἶπον Ἰδοὺ ἐγώ . καὶ εἶπεν
6116199 ξυνηκας
τάχιστ ' ἀπάγξασθαι θεῶν . ἤκουσα μαστικτῆρα καρδίας λόγον . ξυνῆκας : ὠμμάτωσα γὰρ σαφέστερον . ναί : ἦ πολλαχῇ
δαιμόνων βούλει παρασιτεῖν ; ἢ τί τῶν ἐν τῷ βίῳ ξυνῆκας ; εἶπον , ἄξιον γὰρ εἰδέναι : τίνος μαθητὴς
6113809 διανοου
' , ἔφη . Ὡς ἐγγύθεν τοίνυν ὁρωμένους λέγοντός μου διανοοῦ . ἀλλά μοι περὶ αὐτῶν τόδε σκόπει . Τὸ
ὡς οὖν , ἔφη , [ ἢ ] πείσων ἐκεῖνον διανοοῦ , ἢ σκεύη ἔχων σαυτῷ ἀνάπλει . οἶμαι δέ
6101448 σεσηρως
μιαρὸς οὗτος . ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει . οἷον σεσηρὼς ἐξαπατήσειν μ ' οἴεται . ποῦ δ ' ὅ
εἰμι μουσικώτερος τρύχνου . τρώκτης σφόδρ ' ἐστίν , ἅμα σεσηρὼς καὶ γελῶν . ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία καὶ σκαλμίδια .
6093028 δοκοιην
οὐκ ἂν ἔτι ἐφθεγξάμην , ἵνα δὴ μὴ τὰ ἑτέρου δοκοίην λέγειν . παραπλήσια δὲ καὶ τὰ νῦν ἐν Ἀσκληπιοῦ
ἐάσθω τὰ Μουσωνίου πλείω ὄντα καὶ θαυμασιώτερα , ὡς μὴ δοκοίην θρασύνεσθαι πρὸς τὸν ἀμελῶς αὐτὰ εἰπόντα . Χειμάσας δ
6087283 ἀπεληλυθει
, τῷ Διφίλῳ δὲ τὰ ἀμφοῖν , ὁ γὰρ Ζήνων ἀπεληλύθει . καὶ μέμνησό μοι τούτων , ὦ Φίλων ,
ναύκληρον Ἑρμότιμον οἶδα . πλὴν ἀλλ ' ὁ μὲν ἕωθεν ἀπεληλύθει τοῦ ἀλεκτρυόνος ᾄσαντος εὐθὺς ἀνεγρόμενος , ἐγὼ δὲ ἐμεμνήμην
6083746 ἀποθανοιμι
οὖν λῃστὰς εἶναι δοκῶν , ὡς ἂν ὑπ ' αὐτῶν ἀποθάνοιμι . ἐν τούτῳ δὲ ἐγγὺς ἐγένοντο καὶ ἀναβοῶσιν ἄμφω
δυστυχῶμεν ἡμεῖς : ἀντὶ τοῦ : εἴθε γὰρ τοῦτο ἰδὼν ἀποθάνοιμι : μήπω σφάξῃς σαυτόν : σίγα νῦν : ὡς
6083295 Πρωταγορα
εἰρήσεται ἢ ἅπερ νοῶ . ἐγὼ γὰρ τοῦτο , ὦ Πρωταγόρα , οὐκ ᾤμην διδακτὸν εἶναι , σοὶ δὲ λέγοντι
ἂν ἥκιστα εἴη διδακτόν . “ ἐγὼ οὖν , ὦ Πρωταγόρα , πάντα ταῦτα καθορῶν ἄνω κάτω ταραττόμενα δεινῶς ,
6080765 τεῃσιν
ὁράαν ἐρατεινὰ πρόσωπα πρεσβυτάτου μακάρων ἀστροβλεφάρου βασιλῆος . καὶ γλήνῃσι τεῇσιν , ὁμιλήσας κυλίκεσσιν ἀνέρος αἰδοίων ἄκος ἔσσεται , ὅς
Ζεύς τοι τόν γε βιωσέμεν ἀρνήσηται , ἀλλὰ νόει σὺ τεῇσιν ἐνὶ φρεσίν , οὕνεκεν αὐτῷ ῥῆξε λίνον Κλωθώ :
6078129 μικκος
οἷον , ἴλλος : ἵππος : ἴννος : ὕῤῥας : μικκός : φρίσσω : ψύλλος : σκύλλος : κυλλός :
τις ἢ ' ρυθρέων ἤκει , φαλακρός ? ? , μικκός : αὐτὸ ἐρεῖς εἶναι Πρηξῖνον , οὐδ ? ?
6068146 δοξατω
αὐτοὺς ἐδεήθημεν . εἰ μὲν οὖν ταῦτα καλῶς ἔχει , δοξάτω ὑμῖν , ἵνα ὡς τοιούτων ἐσομένων καὶ φυλακὴν ἰδίᾳ
, ἦν δ ' ἐγώ , πρὸς τούτοις καὶ τόδε δοξάτω . Τὸ ποῖον ; Ἕκαστος τῶν μισθαρνούντων ἰδιωτῶν ,
6066647 βουλησομαι
γύναι : ἐκ τῆσδε μὲν γῆς οὔ ς ' ἄγειν βουλήσομαι . ] ἐκ τῆσδε δ ' αὐτὴ γῆς ἀπαλλάσσου
αὖθις , ἔς τε τὸν φίλον τοσαῦθ ' ὑπουργῶν ὠφελεῖν βουλήσομαι , ὡς αἰὲν οὐ μενοῦντα : τοῖς πολλοῖσι γὰρ
6062381 ἀποστελειν
ὅπλα τὴν πλησίον αὐτῶν χώραν λεηλατήσειν : Τυρρηνοὶ δὲ συμμαχίαν ἀποστελεῖν ὡμολόγησαν , ἧς ἂν αὐτοὶ δεηθῶσιν , οὐχ ἅπαντες
βασιλεῦσι χαρίζεσθαι προσηνῆ τούτοις τὴν ἀπόκρισιν ἐποιήσατο . ἀπεφήνατο γὰρ ἀποστελεῖν ἐκ τοῦ συνεδρίου πρέσβεις τοὺς ἐκ παντὸς τρόπου συλλύσοντας
6061826 ἐργαζει
ἀξίους παρ ' ἑαυτῶν δι ' ὧν ἀποστερεῖς οὕτως ἀναξίους ἐργάζει καὶ πολλῷ χείρους ἐκείνων , ὡς τοῖς μὲν οὐδὲν
, ἀνθ ' ἕρματος πολλὰς καταπεπωκὼς δίκας . Τουτὶ γὰρ ἐργάζει σὺ τοὔργον ; Εἰπέ μοι , νεανίας ὢν συκοφαντεῖς
6057050 ὑποπαρθενους
πρεσβῦτα , πότερα φιλεῖς τὰς δρυπετεῖς ἑταίρας ἢ σὺ τὰς ὑποπαρθένους , ἁλμάδας ὡς ἐλάας , στιφράς ; ἀποπλευστέ '
Ὦ πρεσβῦτα πότερα φιλεῖς τὰς δρυπετεῖς ἑταίρας ἢ σὺ τὰς ὑποπαρθένους , ἁλμάδας ὡς ἐλάας , στιφράς ; Λόρδου κιγκλοβάταν
6049600 ἐπλανησε
περὶ τοῦ ὀφθαλμοῦ ἔγραψε . φησὶ δὲ ὁ Φιλόξενος ὅτι ἐπλάνησε τὸν Ἡσίοδον τὸ τὸν ἕνα ὀφθαλμὸν τυφλωθέντα μηκέτι ὁρᾶν
γὰρ ἀνάψας καὶ λαμπάδας ποιήσας περὶ τὰ Κοῖλα τῆς Εὐβοίας ἐπλάνησε τοὺς Ἕλληνας καὶ διέφθειρεν αὐτοὺς καὶ τὰς ναῦς αὐτῶν
6039348 διωξω
ἐκείνων πλοῖον : ἀλλὰ μὰ τοὺς θεοὺς οὐκ ἔγωγε αὐτοὺς διώξω , οὐδ ' ἐρεῖ οὐδεὶς ὡς ἐγὼ ἕως μὲν
πόρσω δ ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις . οὔ νιν διώξω : κεινὸς εἴην . Ἐλατὴρ ὑπέρτατε βροντᾶς ἀκαμαντόποδος Ζεῦ
6036609 μεμνησο
τι παρὰ θεοῦ ἰδεῖν περὶ τῶν ἐν ποσὶ πραγμάτων . μέμνησο δέ , ὅταν μὲν αἰτῇς ὀνείρους , μήτε ἐπιθυμιᾶν
παννυχίδες , ἀναστροφή : ἱππόδρομος οὗτός ἐστί σοι μαγειρικῆς . μέμνησο καὶ σὺ τοῦτο . καὶ περὶ ἑτέρου δὲ μαγείρου
6035920 ὀρνιθοθηρας
καὶ πόλεις ἐρημοῦνται , ὅταν οἱ προεστῶτες χαλεπαίνωσιν . ] ὀρνιθοθήρας ὄρνισιν ἵστη παγίδας . κορυδαλὸς δὲ τοῦτον πόρρωθεν ἰδὼν
ματρυλείῳ τὸν βίον ; . . . ὀρνιθευτής . ὁ ὀρνιθοθήρας : Δείναρχος ἐν τῷ Κατὰ Προξένου , Πλάτων ἢ
6032253 Ἐχοις
ἱππαρχεῖν δέ τινι ᾑρημένῳ οἶδά ποτε αὐτὸν τοιάδε διαλεχθέντα : Ἔχοις ἄν , ἔφη , ὦ νεανία , εἰπεῖν ἡμῖν
Λακωνικαί , καὶ ἔθη κακῶν , ταῖς ἀρεταῖς ἀναμιγνύμενα . Ἔχοις εἰπεῖν , τίνάς ποτε Ὅμηρος ὀνομάζων χαίρει θεοῖς εἰκέλους
6031681 ἐλευσεαι
λίπ ' αὐτοῦ : οἶδα γὰρ ὡς οὔτ ' αὐτὸς ἐλεύσεαι οὔτε τιν ' ἄλλον ἄξεις σῶν ἑτάρων . ἀλλὰ
καὶ μέτρα κελεύθου νόστον θ ' , ὡς ἐπὶ πόντον ἐλεύσεαι ἰχθυόεντα . ὣς ἔφατ ' , αὐτίκα δὲ χρυσόθρονος
6030509 Εὐηθες
Ἑλληνικοῦ παντὸς ἐν αὐτῇ , φασί , τῇ ἀποβάσει ; Εὔηθες τουτί σοι , ξένε , ψυχαῖς γὰρ θείαις οὕτω
λέγειν ἀληθεῖς εἶναι καὶ τὰς τῶν παρορώντων καὶ παρακουόντων . Εὔηθες γὰρ ἂν ἦν τὸ λεγόμενον , ὡς ὁ παρορῶν
6014021 χεσαι
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ
6011512 ἐκτελεειν
τῷ τοιούτῳ λόγῳ ὁτὲ μὲν εἰπών : ἀλλὰ τάδ ' ἐκτελέειν , ἅ σε μὴ μετέπειτ ' ἀνιήσῃ , ὁτὲ
ἀίουσα γήθεεν ἐν φρεσὶ πάμπαν : ὀίσατο γὰρ μέγα ἔργον ἐκτελέειν αὐτῆμαρ ἀνὰ μόθον ὀκρυόεντα , νηπίη , ἥ ῥ
6011073 στιφρας
δ ' ἀπειλῶν οὐκ ἔχει μέγαν φόβον . ὡς ἀεὶ στιφρὰς ἐσομένας καὶ νέας , ταλάντατος . γυναικείαν ἀγοράν .
δ ' ἀπειλῶν οὐκ ἔχει μέγαν φόβον . ὡς ἀεὶ στιφρὰς ἐσομένας καὶ νέας , ταλάντατος . γυναικείαν ἀγοράν .
6007326 ἐπιστελλε
, καὶ τὰ οἴκοι Ἀθήνησι πάντα κατὰ θεὸν ἔχει . ἐπίστελλε δὲ ἡμῖν καὶ πάλιν σὺ ὅπως διάκεισαι τοῦ σώματος
τῆς Ἀσίας πέμπε , μηδὲ [ ἃ ] ἐξ ἴσου ἐπίστελλε , ἀλλ ' ὡς κυρίῳ ὄντι πάντων τῶν σῶν
6005942 ἀναιδεστατον
δὲ ὡς παρὰ τὴν βδέλλαν τὸ ζωΰφιον , ὅπερ ἐστὶν ἀναιδέστατον καὶ δυσαπόσπαστον . . . . ἀπολογούμενον ] οἱονεὶ
ἔπραξεν ζῶν . Ἐτόλμα τοίνυν πρὸς τῷ διαιτητῇ πρᾶγμ ' ἀναιδέστατον λέγειν , ὡς ὁ πατὴρ αὑτοῦ δεκάτην ἐποίησεν ὥσπερ
5999781 ἐφασκ
ἐκ χρηστηρίων , οἷς ἂν σὺ προσθῇ , τοῖσδ ' ἔφασκ ' εἶναι κράτος . Πρός νύν σε κρηνῶν ,
* Παραδίδου δ ' ἑξῆς ἐμοὶ τὸν ἀρκεσίγυιον , ὡς ἔφασκ ' Εὐριπίδης . Εὐριπίδης γὰρ τοῦτ ' ἔφασκεν ;
5979515 περδεται
σὺ μέμνησό μοι . Πρὸς τῇ κεφαλῇ μου λάσανα καταθεὶς πέρδεται . Μάχαιραν ἆρ ' ἐνέθηκας ; οὔ . τί
ἢ τοῦτο λέγει , ὅτι πορνευόμενος τοῦτο ἐποίει . . πέρδεται : Κλάνει . . Φιλέψιος : Οὗτος πένης .
5974143 πιστευσον
† } Πράξας κακῶς τι κἂν δοκῇς θεὸν λαθεῖν , πίστευσον ὅτι σεαυτὸν οὐ δύνῃ λαθεῖν . } Ἐὰν φονεύῃς
ποιμὴν ἐνετείλατο , ὁ ἄγγελος τῆς μετανοίας . Πρῶτον πάντων πίστευσον ὅτι εἷς ἐστιν ὁ θεός , ὁ τὰ πάντα
5970684 πριωμαι
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις :
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε
5968832 ἀντιπεσειν
ἔοικε τὸ τῶν διαιρέσεων ὁμολογεῖν χρήσιμον φυλαττόμενος ὥσπερ αὐτὸς ἑαυτῷ ἀντιπεσεῖν , διασύρας μὲν πρότερον ὡς ἀχρή - στους αὐτάς
. ἀπαντῆσαι : Συναντῆσαι . . ἀπαντῆσαι κυρίως τὸ λόγοις ἀντιπεσεῖν καὶ ἐναντιωθῆναι : καὶ ἔργοις : καὶ τὸ εἴς
5967613 αἱρῃ
οἶδεν , οἷόν τε μὴ εἰδέναι . καὶ τούτων πότερα αἱρῇ ; Ἄπορον αἵρεσιν προτίθης , ὦ Σώκρατες . Ἀλλὰ
μάλα δὴ οὕτως ἔχει , ὦ Σώκρατες . Πότερον οὖν αἱρῇ , ὦ Σιμμία ; ἐπισταμένους ἡμᾶς γεγονέναι , ἢ
5959474 πορευωμεθα
ὅσα διδασκαλεῖα κατεσκευασμένα περιμένει τοὺς φοιτητὰς καὶ θεατὰς θέατρα , πορευώμεθα ἐπὶ τὰ μετὰ τοὺς γάμους , τῆς νομοθεσίας ἑξῆς
ἀκούειν ἔδοξα : ἀνίστω καὶ τὴν δύσβατον τῆς κυνηγεσίας ὁδὸν πορευώμεθα , τὴν ἀτριβῆ τέως ἑτέροις ποιηταῖς : πλὴν τῶν
5957159 ΓΝΞ
τοῦ ἴσου τε καὶ παραλλήλου αὐτῷ μέγιστος κύκλος γέγραπται ὁ ΓΝΞ καὶ ὁ ΓΜΟ . ἐὰν δὲ ἡ ΒΓ ἴση
διὰ τοῦ Ν σημείου . ἐρχέσθω καὶ ἔστω ὡς ὁ ΓΝΞ . μέγιστος ἄρα ἐστὶν ὁ ΓΝΞ : ἡ γὰρ
5949810 νικον
„ ὕδατα δινήεντος ἀμευσάμενος Ἀθύραο „ . τὸ ἐθ - νικὸν διὰ τῆς αι διφθόγγου Ἀθυραῖος , ὡς Ῥήβας Ῥηβαῖος
, ὅτι τὸ παλαιὸν βασιλεῖς πολυθρέμμονες , καὶ ποιμε - νικὸν ἔζων βίον : μῆλον δὲ λέγεται τὸ πρόβατον Αἰολικῶς
5944387 ἐνοχλησει
τοιαῦτα ἐθίζειν ἀκούειν , ἃ διὰ παντὸς τοῦ βίου συνόντα ἐνοχλήσει καὶ ψοφοδεεῖς ποιήσει ποικίλης τῆς δεισιδαιμονίας ἐμπιπλάντα . “
. καὶ εἰ τοῦτο ὑπομείνειεν ἅπαξ , οὐ μή ποτε ἐνοχλήσει λοιπόν , ἀλλ ' οὐδ ' ἂν ἀποπειράσειεν οὐδ
5941945 ἑπου
πολλὰ καὶ καλὰ σοφῶν ἀνδρῶν ἀποφθέγματα προανεφώνησεν , οἷον τὸ ἕπου θεῷ ὅς κε θεοῖς ἐπιπείθηται , μάλα δ '
θανούμεθ ' , ἀλλ ' ὅπως θανούμεθα κάλλισθ ' : ἕπου μοι , φάσγανον σπάσας χερί . ὡς δ '
5939485 δυνωμαι
καὶ ἔτι γε συνάγω , ἕως ἂν κτήσωμαι ὡς ἂν δύνωμαι πλεῖστα . Νὴ τὴν Ἥραν , ἔφη ὁ Σωκράτης
Ὅθεν δὲ καὶ ὅπως ταῦτ ' ἐγένετο , ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων δηλώσω . Ἀπελευθέρα ἦν αὐτοῦ , ὦ
5939031 ὁμοιοκαταληκτον
τὸ ἀνώτατα : ὡς μέντοι πρόκειται , παρὰ τὸ ἀνωτέρω ὁμοιοκατάληκτον πεσεῖται τὸ ἀνωτάτω , ὥστε διαφέρειν τὸ ἀνωτάτω τοῦ
τὴν κατάληξιν . ταὐτὸν δύναταί σοι κάρδοπος : δοκεῖ σοι ὁμοιοκατάληκτον εἶναι ; ἅμα δὲ καὶ ὡς γυναικώδη σκώπτει τὸν
5934045 μιλιον
: λογιζομένῳ δέ , ὡς μὲν οἱ πολλοί , τὸ μίλιον ὀκταστάδιον τετρακισχίλιοι ἂν εἶεν στάδιοι καὶ ἐπ ' αὐτοῖς
, καὶ τρέχοντας ἐπ ' εὐθείας ὡς ἓν ἢ δεύτερον μίλιον ὑποστρέφειν ἄχρι τοῦ ἡμίσεως διαστήματος καὶ ἐκκλίνοντας ὅτε δεξιά
5928720 δοκοιημεν
πάντα ἐφεξῆς οἰομένους δεῖν λέγειν , ὡς ἂν μή τῳ δοκοίημεν ἀπει - ροκάλως ἔχειν , ταῦτά ἐστιν . ἰσχυρίζεται
. Τοὺς φίλους ὁποῖοι ἂν ὦσι συντηρεῖν , ἵνα μὴ δοκοίημεν πονηροῖς κεχρῆσθαι ἢ χρηστοὺς παρῃτῆσθαι . , . Εὐήθη
5925315 παραφρονει
τὸ “ Σαβαζίου ” . ἐκεῖνος δέδὲ ⌈ , ἐπεὶ παραφρονεῖ , [ ἐπὶ τοῦ παραφρονεῖν * ] συμβουλεύει ⌈
ἐὰν δὲ κυρίως ἀκούηται , ἀπεμφαίνει : ὁ γὰρ ἑκατονταετὴς παραφρονεῖ . δεῖ οὖν μεταλαμβάνειν εἰς τὸ πολυετής . ὡς
5924521 πιστευε
φίλος σου κατὰ φίλου μέλλῃ λέγειν , μὴ τῷ λόγῳ πίστευε , ἀλλ ' αὐτὸν σκόπει . ὁ γὰρ προχείρως
τὸν ἄνθρωπον τὸν λέγοντα ἑαυτὸν πνευματοφόρον εἶναι . σὺ δὲ πίστευε τῷ πνεύματι τῷ ἐρχομένῳ ἀπὸ τοῦ θεοῦ καὶ ἔχοντι
5913780 Ἐρεις
ἀσέβειαι πρὸς τὸ μὴ δύνασθαί σε ὁρᾶν τὸν θεόν . Ἐρεῖς οὖν μοι : “ Σὺ ὁ βλέπων διήγησαί μοι
εἴσπραξις , ἀπαίτησις : ὁ γὰρ κατενεχυρασμὸς φαῦλον ὄνομα . Ἐρεῖς δὲ ἐκληρώθη τὸ δικαστήριον , ἐκάθισε ἐνεκληρώθη , συνέστη
5907684 ψευδῃ
Χαναὰν ἐπρίαντό με . Ὁ δὲ ἠπίστησε , λέγων ὅτι ψεύδῃ : καὶ γυμνόν με ἐκέλευσε τύπτεσθαι . Ἡ δὲ
ἂν αὐτὴν ἐπιλύσῃς . ” καὶ ὁ Αἴσωπος : „ ψεύδῃ : θεὸς γὰρ παρὰ ἀνθρώπου οὐδὲν δεῖται μαθεῖν .
5905129 προσθησεις
ὅτι τοσούτοις οὖσι καὶ τηλικούτοις οὐκ εἰς μακρὰν τὸ ἐνδέον προσθήσεις . καὶ τότε ἐξέσται μοὶ μετὰ παρρησίας διστάσαι Δίζω
καλλίω τούτων ἀκοῦσαι καὶ σοφώτερα . Τάχα δέ πού τι προσθήσεις , ἐάν σε λιπαρῇ ὁ Λυκοῦργος εἰπεῖν τι σαφές
5903238 δευτεραια
μὲν γὰρ οὖσα φαίνει ὥρας ∠ ʹ δʹ κʹ : δευτεραία αʹ ∠ ʹ ιʹ : καὶ ἀεὶ ὅσων ἂν
μὲν γὰρ οὖσα φαίνει ὥρας ∠ ʹ δʹ κʹ ; δευτεραία ὥραν αʹ ∠ ʹ ιʹ , τριταία ὥρας βʹ
5902694 ἐραις
πάντων φίλτατος δορυξένων . ἀλλ ' εὐτυχοίης καὶ τύχοις ὅσων ἐρᾶις . τί γὰρ σὸν ὄμμα χρώς τε συντέτηχ '
: τέτλαθι : τῶν δὲ καλῶν οὔ τι σὺ μοῦνος ἐρᾶις . Εὖ μὲν ἔχοντος ἐμοῦ πολλοὶ φίλοι : ἢν
5902436 Ἀναγιγνωσκε
δὲ ] ὑμῖν τὴν τῶν φρατέρων τῶν ἐκείνου μαρτυρίαν . Ἀναγίγνωσκε : σὺ δ ' ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ . Λαβὲ
τοῦ ἀργυρίου οὗ ἔλαβεν παρὰ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ βασανισθέντος . Ἀναγίγνωσκε δὲ καὶ τὴν ἑτέραν μαρτυρίαν , ὅτι , ἐπειδὴ
5900166 ἐδοκεις
ἔφη , ἢ εἰ ἀφρόντιστος ἐκαλούμην . Εἰ μή γε ἐδόκεις τῶν μετεώρων φροντιστὴς εἶναι . Οἶσθα οὖν , ἔφη
καὶ διὰ τῶν λοιπῶν , σὺ δέ με παρατηρεῖν . ἐδόκεις εἶναι δίκαιος Κυνηγίῳ λειτουργεῖν καὶ τῇ ' κείνου ψήφῳ
5897704 προσαναθου
σύννους εἶ καὶ οὕτω δυσθυμεῖς ὥστε κινδυνεύειν ; ἐμοὶ τοῦτο προσανάθου καὶ μὴ δυσθύμει . ἕωθεν δὲ προσελθὼν εἰπὲ τοῖς
μόνας σαυτῶι λαλεῖς δοκεῖς τε παρέχειν ἔμφασιν λυπουμένου ; ἐμοὶ προσανάθου , λαβέ με σύμβουλον πόνων . μὴ καταφρονήσηις οἰκέτου
5897625 ληξον
, ὦ φίλη παῖ , λῆγε μὲν κακῶν φρενῶν , λῆξον δ ' ὑβρίζους ' , οὐ γὰρ ἄλλο πλὴν
χειρός ἔκστηθι εἶπον , ὦ ἄθλιε , τῆς ταλαιπωρίας καὶ λῆξον τοῦ τύφου , ὅς σε Ὀλυμπίαζε ἀναβάντα ἀνεπίγνωστον τοῖς
5896960 δοκιμαζε
εὐφυής ἐστιν εἴτε οὐχί εἴτε ἀφυής , δοκιμὴν λάμβανε , δοκίμαζε , δοκίμασον . , ἀπόπειραν ⌈ καὶ δοκιμὴν ποιοῦ
βραδέως , ὑπηρέτηκά γέ σοι , καὶ λαβὼν τὰ Κέλσου δοκίμαζε . δοκεῖς γὰρ ἐπὶ βασάνῳ μοι μᾶλλον ἢ τοῦ
5896753 ὑπολαβω
αὐτῷ μοι , ἔφη , ἐγγίγνεται εὔνοια πρὸς οὓς ἂν ὑπολάβω εὐνοϊκῶς ἔχειν πρὸς ἐμέ . Ταῦτα μὲν δή ,
τὰ ἐμαυτοῦ ἐξεῖπον . ἄφες οὖν , ἵνα κἀγὼ ταὐτὰ ὑπολάβω . δεῖξόν μοι , ὅτι , ἄν τις τινὶ
5892764 μανιασιν
εἶπ ' Ἀπόλλων ἐξαμύνεσθαι θεάς , εἴ μ ' ἐκφοβοῖεν μανιάσιν λυσσήμασιν . βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίαι χερί , εἰ
ἔκγονος , μέλεος Ἑλλάς , ἃ τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν ἁ
5890105 Θεαριωνος
Τῶν δὲ γηθύων ῥίζας , ἐχούσας σκοροδομίμητον φύσιν . Ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών , ἵν ' ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια .
συνδείπνοις ἐπαινῶν Αἰσχύλον θεράπευε καὶ χόρταζε τῶν μονῳδιῶν . ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών , ἵν ' ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια .
5884222 δοκειτω
. Μή μοι τὸ πρῶτον βῆμα ἐὰν δράμη καλῶς νικῶν δοκείτω τὴν δίκην , πρὶν ἂν τέλος γραμμῆσι κεῖται καὶ
. ἢν οὖν τις αὐτοὺς διαβάλλῃ τῷ τόπῳ , συκοφάντης δοκείτω τῷ ἔργῳ . τὴν δ ' ἐφ ' ἑκατέρῳ
5884023 ἐρωτησῃς
ὥστε οὖν ἡ ἀπόκρισις δηλοῖ τὴν κατηγορίαν . ὅταν δὲ ἐρωτήσῃς τί ἐστιν ὁ ἄνθρωπος ; ἀκούεις ζῷον : τὸ
ἔχοντας ἐπάνω τῆς κορυφῆς , ἀποπνίγομαι . ἐὰν δ ' ἐρωτήσῃς πόσου τοὺς κεστρέας πωλεῖς δύ ' ὄντας , δέκ
5883182 ξυνηγαγον
τῆς ὀργῆς ὑμῶν ἔς με γεγένηται καὶ ἐκκλησίαν τούτου ἕνεκα ξυνήγαγον , ὅπως ὑπομνήσω καὶ μέμψωμαι εἴ τι μὴ ὀρθῶς
δὲ τῶν περὶ τὸν ἄνδρα ἀγνοήσαντι . ὡς μὲν οὖν ξυνήγαγον ταῦτα διεσπασμένα καὶ ὡς ἐπεμελήθην τοῦ ξυνθεῖναι αὐτά ,
5878808 Ἐπεμψα
τὸ τῆς χρήσεως τάχος ὑπὸ τῶν προγεγενημένων ὠφεληθῆναι δυνηθείς . Ἔπεμψα δὲ καὶ τέκτονας ἐγχωρίους καὶ τοὺς ἄλλως ἐργάσασθαι καὶ
γράμμασιν ὁμολόγει , καὶ πίστις τοῦ μέλλοντος ἐπιστολὴ γενέσθω . Ἔπεμψα τὸν ἀδελφὸν ἱκετεύσοντα τὸν παρ ' ὑμῖν ὑπὲρ ἐμοῦ
5877805 ταυταγι
νίκης εὔχεται , ποιεῖ αὐτὸν ὁ ποιητὴς εὐφημοῦντα , ἔσται ταυταγί . ἀκούετε λεῴ : Κῆρυξ ἐστὶν ἢ Πεισθέταιρος .
πᾶσι νικᾶν τοῖς κριταῖς καὶ τοῖς θεαταῖς πᾶσιν , Ἔσται ταυταγί . εἰ δὲ παραβαίην , ἑνὶ κριτῇ νικᾶν μόνον
5874725 αἰτησομαι
ἐγὼ γὰρ ἔρχομαι κατὰ χθονός , πανύστατόν σε προσπίτνους ' αἰτήσομαι τέκν ' ὀρφανεῦσαι τἀμά : καὶ τῶι μὲν φίλην
γαίας ἐς μελάγχιμον πέδον : τοσόνδε νύμφην τὴν ἔνερθ ' αἰτήσομαι , τῆς καρποποιοῦ παῖδα Δήμητρος θεᾶς , ψυχὴν ἀνεῖναι
5874421 συμβουλευεις
συμβουλίη ἡ ἐς ἡμέας τείνουσα . Τοῦ μὲν γὰρ πεπειρημένος συμβουλεύεις , τοῦ δὲ ἄπειρος ἐών : τὸ μὲν γὰρ
ἧττον δὲ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ λέξει τις : μισθοφορεῖν ἡμῖν συμβουλεύεις ; τοῦτο δ ' ἦν Ἀθηναίοις εὐδοξοῦσιν ἐπαχθές τε
5873019 Σκεψαι
τίνα τρόπον καλεῖται ; Μὰ Δί ' οὐκ ἔγωγε . Σκέψαι δὴ ὃ ἐγὼ ὑποπτεύω περὶ αὐτοῦ . ἐννοῶ γὰρ
ἀρχὴν καὶ μέσα καὶ τέλος ἔχοντα καὶ τάξιν . ρξζʹ Σκέψαι τοίνυν Ὅτι οὔτε ὡρίσατο περὶ ποίου διαλέγεται ἔρωτος ,
5869223 φανητω
πάντων δημιουργὸς καὶ κύριος ἐφώνησεν οὕτως , Ἔστω γῆ καὶ φανήτω στερέωμα : καὶ εὐθέως ἀρχὴ τῆς δημιουργίας γῆ ἐγένετο
γὰρ κράτιστα τἀν ποσὶν κακά . Ἴτω , ἴτω , φανήτω μόρων ὁ κάλλιστ ' ἔχων , ἐμοὶ τερμίαν ἄγων
5869124 ἐωνησαμην
τοῦ ἐωνησάμην : παρὸν γὰρ ἐπριάμην εἰπεῖν , μὴ εἴπῃς ἐωνησάμην : ὁ γὰρ τοῦτο λέγων ληρεῖ . Παρασίτους οὐκ
δυστυχής : ἐγὼ δέ σου τὸν φονέα , τὸν ἀνδροφόνον ἐωνησάμην . ” Μετὰ δὲ τὴν ταφὴν εὐθὺς ἔσπευδον ἐπὶ
5859053 τερατοσκοπος
. ] , ἐφιλονίκει Ἀντίλοχος Λήμνιος καὶ Ἀ . ὁ τερατοσκόπος . [ . ] . . . [ ]
, ὡς ἔχει τὸ κερασφόρος , ἑωσφόρος , Ἀστυάναξ , τερατοσκόπος [ ] , Διόσκορος . . Τά γε μὴν
5858685 καλεσον
ἐκκαλοῦ ἐπὶ ὅρκον , ὅ ἐστι , τῇ σῇ φωνῇ κάλεσον αὐτόν , ὦ κῆρυξ . ἐκινδύνευε γὰρ ὁ καλούμενος
, ἐχθροῖς βλάβη , λυσανίας πατρῴων μεγάλων κακῶν : ὃν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς ἐμέ . ὦ τέκνον , ὦ
5857962 προσπολοις
ταῦτα καὶ πολὺς γέλως . ] ἀνοιγέτω τις δῶμα : προσπόλοις λέγω ὠθεῖν πύλας τάσδ ' , ὡς ἂν ἀλλὰ
χρὴ τήνδε δέξασθαι δόμοις . οὐκ ἂν μεθείην σοῖς γυναῖκα προσπόλοις . σὺ δ ' αὐτὸς αὐτὴν εἴσαγ ' ,
5855742 ἐκτραπεισιν
Ἀπόλλωνος . παρὰ δὲ αὐτὸν ὁδός ἐστιν ἐπὶ Μάσητα τοῖς ἐκτραπεῖσιν ἐκ τῆς εὐθείας . Μάσητι δὲ οὔσῃ πόλει τὸ
ὁδοῦ πρῶτα μὲν ναὸς καὶ ἄγαλμα Ἀσκληπιοῦ : μετὰ δὲ ἐκτραπεῖσιν ἐς ἀριστερὰ ὅσον στάδιον Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Πυθίου καταλελυμένον ἐστὶν
5854528 καθιζου
παιδευτῶν . Δεῦρ ' ἴθι παῖ , ἐπὶ τῶν ἐμῶν καθίζου γονάτων . οὐ φαυλότερος ἔσομαί σοι τοῦ Φοίνικος τοῦ
: „ σὺ δ ' , ὦ τέκνον , τέως καθίζου μοὐνθαδί „ . λέγουσι δὲ καὶ καθίζανε : Φερεκράτης

Back