κόρυδοι καὶ ἀκανθίδες , ἔστενε τρυγών , πωτῶντο ξουθαὶ περὶ πίδακας ἀμφὶ μέλισσαι . πάντ ' ὦσδεν θέρεος μάλα πίονος
πέρας Ναυπακτίας . Τινὲς δέ φασιν , ἐπεὶ μὴ εἶχε πίδακας μήθ ' ὕδωρ τὴν ἀρχὴν , ὅθεν καὶ Ἀζηνὶς
6030244 Θρινακιης
Οὐρανίοιο γένος Φαίηκες ἔασιν . τοὺς Ἀργὼ πολέεσσιν ἐνισχομένη καμάτοισιν Θρινακίης αὔρῃς ἵκετ ' ἐξ ἁλός . οἱ δ '
πάροιθε Διὸς στονόεντι κεραυνῷ Ἐγκέλαδος δέδμητο κατ ' ἀκαμάτοιο θαλάσσης Θρινακίης ὑπένερθεν , ὅλη δ ' ὑπετύφετο νῆσος : ἢ
5981705 ὀϊς
κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε , οἱ δ ' ἱέρευον ὄϊς μεγάλους καὶ πίονας αἶγας , ἵρευον δὲ σύας σιάλους
οἶς μόνον , ὃ καὶ γέγονεν κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ ὄϊς , δηλοῖ δὲ τὸ πρόβατον : ταχύς : βραδύς
5893730 ὀρειας
, κράμβης ἀπέφθου φύλλα , γύψον ἐκ Πάρου , σφυράθους ὀρείας αἰγός , ἀνθρώπου κόπρον , ἄλευρα κυάμων , ἄνθος
Πανὸς εἴθ ' Ἑκάτας ἢ σεμνῶν Κορυβάντων φοιτᾶις ἢ ματρὸς ὀρείας ; † σὺ δ ' † ἀμφὶ τὰν πολύθηρον
5869345 Ἁρπυιας
φονευθῆναί ] φησιν [ ] . . : καὶ τὰς Ἁρπυίας τὰ μῆλα [ φυλάττειν ] Ἀκουσίλαος [ ] :
Ἀθηναῖος [ . ] καὶ τὸν Ἑρμῆ : καὶ τὰς Ἁρπυίας τὰ μῆλα φυλάττειν Ἀκουσίλαος , Ἐπιμενίδης [ ] δὲ
5863038 δρυες
ἤγαγεν ὕλην ἀνέρας ἐργοπόνοιο δαήμονας Ἀτρυτώνης . ἔνθα πολυπρέμνοιο δαϊζόμεναι δρύες Ἴδης ἤριπον ἀρχεκάκοιο περιφροσύνῃσι Φερέκλου , ὃς τότε μαργαίνοντι
εἰσὶ τὸ σημεῖον τὸ ἄπιστον , αἱ προσαγορεύουσαι καὶ μαντευόμεναι δρύες : ἄπιστον γὰρ τέρας τὸ δρῦς ἐκπέμπειν φωνάς :
5857229 σπειραι
, μηνύσασι δέ σφισι περὶ τῆς παιδὸς δοθῆναι παρὰ Δήμητρος σπεῖραι τοὺς καρπούς : Χοιρίλῳ δὲ Ἀθηναίῳ δρᾶμα ποιήσαντι Ἀλόπην
τοὺς Τηλεβόας τρεῖς νύκτας συνάψαι παρακοιμώμενον τῇ Ἀλκμήνῃ καὶ οὕτω σπεῖραι τοῦτον . ὅτε * Ἀμφιτρύων ἐπὶ Τηλεβόας ἐστράτευσεν ἐκδικῆσαι
5845448 κυκλωι
, καὶ τοῦτο εἰς ἄπειρον ἰέναι ; ἢ καὶ ἀνακάμπτειν κύκλωι , ὥστε τὸ ἕτερον ἐκ τοῦ ἑτέρου γεγονέναι ,
προσδέρκομαι Τροίαθεν ἐλθών , τῆι δ ' ἰδὼν καταστένω : κύκλωι γὰρ εἱλιχθεῖσαν ἀθλίοις κακοῖς οὐπώποτ ' ἄλλην μᾶλλον εἶδον
5733250 Αἰγαιος
. ὥσπερ δὴ Λέσβον τὴν νῆσον , περὶ ἣν | Αἰγαῖος κυμαίνων σχίζεται , ἄμουσον οὖσαν χρόνον τὸν ἔμπροσθεν [
. περὶ σὲ πᾶσα φύσις θαλάσσης δείκνυται : ἔνθεν μὲν Αἰγαῖος δι ' Ἑλλησπόντου μέσου τοῖς σοῖς αἰγιαλοῖς προσορμίζεται :
5672349 Φαληρικον
πρὸς ἴσας κλᾶσθαι γωνίας . Εὐμόλπου φίλον υἱὸν ἔχει τὸ Φαληρικὸν οὖδας Μουσαῖον , φθίμενον σῶμ ' , ὑπὸ τῷδε
ὁ δὲ τοῦ Πειραιῶς περίβολος σταδίων π . τὸ δὲ Φαληρικὸν τεῖχος ἐκτίσθη σταδίων λ : πλατὺ δὲ ὥστε δύο
5647549 νυμφων
σχεδὸν Αἰγύπτοιο ῥοάων . τραφέντα δ ' αὐτὸν ὑπὸ τῶν νυμφῶν ἐν τῇ Νύσῃ φασὶν εὑρετήν τε τοῦ οἴνου γενέσθαι
ὥστε πηρωθῆναι αὐτόν . καὶ Πίνδαρος δέ φησι , περὶ νυμφῶν ποιούμενος τὸν λόγον : ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος λαχοῦσα .
5605592 λιβαδας
φίλοις ὑμῖν ἀπάρχομαι . ἔστι δὲ λευκὰ ἰδεῖν καὶ ἀποστάζοντα λιβάδας Ἀττικοῦ μέλιτος , οἷον αἱ Βριλήσσιαι λαγόνες ἐξανθοῦσι .
στῦλος πυρός . ἐνταῦθα λειμῶν ' εὕρομεν κατάσκιον ὑγράς τε λιβάδας : δαψιλὴς χῶρος βαθύς , πηγὰς ἀφύσσων δώδεκ '
5594098 πευκας
ἴσην Ῥόδῳ , ἣν Πεύκην λέγεσθαι διὰ τὸ πολλὰς ἔχειν πεύκας . ἀμφὶ δὲ δοιαί : περὶ τὸν περὶ τὴν
καὶ σύνεσιν ἔχοντας ἀνδρῶν . τῶν δὲ Κενταύρων οἱ μὲν πεύκας αὐτορρίζους ἔχοντες ἐπῇσαν , οἱ δὲ πέτρας μεγάλας ,
5587409 κλεινας
ὕμνους † Σαμίων περὶ παίδων ἐρατᾶι φθεγγομένα λύραι σχεδὸν ἀντιπέρας κλεινᾶς Ἐρυθείας Ταρτησσοῦ ποταμοῦ παρὰ παγὰς τίκτεν ἀπείρονας ἀργυρορίζους ἐν
Στησίχορον περὶ τοῦ Γηρυόνος βουκόλου διότι γεννηθείη ” σχεδὸν ἀντιπέρας κλεινᾶς „ Ἐρυθείας Ταρτησσοῦ ποταμοῦ παρὰ παγὰς ἀπείρονας ” ἀργυρορίζους
5581339 πηγας
τὰ φρέατα ὀρύττουσι : καὶ γὰρ ἐκεῖνοι τὰς ἐν ἀφανεῖ πηγὰς ἀναζητοῦσι . καὶ κοινὸς μὲν πόθος ἅπασίν ἐστι ποτὸν
πολλά , πικρᾶς ἁλμυρίδος ἔχοντα γεῦσιν . παραδραμόντι δὲ τὰς πηγὰς ταύτας ὑπέρκειται μεγάλου πεδίου μιλτώδη χρόαν ἔχον ὄρος καὶ
5570430 μυδρον
. . , . τὸν γὰρ Τάνταλον φυσιολόγον γενόμενον καὶ μύδρον ἀποφήναντα τὸν ἥλιον ἐπὶ τούτωι δίκας ὑποσχεῖν , ὥστε
Ἀναξαγόρας . ἔστι καὶ ἡμῶν εἰς αὐτόν : ἠέλιον πυρόεντα μύδρον ποτὲ φάσκεν ὑπάρχειν , καὶ διὰ τοῦτο θανεῖν μέλλεν
5568989 Κυκλαδας
τῷ μέσῳ δὲ τῶν εἰρημένων πάντων τό τε κατὰ τὰς Κυκλάδας νήσους ἐστὶ καὶ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ἀσίαν .
καὶ γὰρ τούτων ἄρξεις . ΓΘ ἀπὸ τοῦ συμβεβηκότος τὰς Κυκλάδας νήσους , κύκλῳ κειμένας , ὠνόμασεν . ἀπὸ τοῦ
5514356 Ἐχιναδες
τὸ μὲν γὰρ ὑπὸ Μέγητι εἴρηται , καὶ αἱ λοιπαὶ Ἐχινάδες οἵ τε ἐνοικοῦντες Ἐπειοί [ τε ] ἐξ Ἤλιδος
Τὸ μὲν γὰρ ὑπὸ Μέγητι εἴρηται καὶ αἱ λοιπαὶ αἱ Ἐχινάδες , οἵ τε ἐνοικοῦντες Ἐπειοί τε ἐξ Ἤλιδος ἀφιγμένοι
5494431 λιμνας
ἦν ἀξίωμα τὸ διδόμενον . προσέταττε δῆτα τοῖς ὄρνεσιν ἐπὶ λίμνας καὶ πηγὰς ἀφικέσθαι καὶ τὸν ἑαυτῶν ἀποσμήξασθαι ῥύπον καὶ
, δυσάρεστος . ἐς στομάλιμνον : τὰς εἰς θάλασσαν ἐστομωμένας λίμνας οὕτως φασί . καὶ τὴν ἐν Τροίᾳ δὲ Στομαλίμνην
5477992 προσβασεις
ὃς τὰ δεινὰ τῆιδ ' ἐφυβρίζει πόλει Καπανεύς ; ἐκεῖνος προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων , ἄνω τε καὶ κάτω τείχη μετρῶν
ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα . ἡ δ ' ἀνωτάτω στέγη προσβάσεις κλιμακωτὰς ἔχει , παρακειμένους δ ' αὐταῖς καὶ κοχλίας
5477198 Σκαμανδρος
τοῖς ἀνθρώποις ὄνομα : καὶ τὸν ποταμὸν εἰπὼν ὅτι οὐ Σκάμανδρος ἀλλὰ Ξάνθος ὀνομάζοιτο παρ ' αὐτοῖς , οὕτως ἤδη
κυδρός . καὶ Ὅμηρος : ἧχι ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος . οἱ δὲ περὶ τὸν Εὔρυτον , Ἀντιανείρας τῆς
5475516 Ὑαδας
: ἐν δὲ τὰ τείρεα πάντα , Πληιάδας θ ' Ὑάδας τε τό τε σθένος Ὠρίωνος ἄρκτον τε . ἐπλανήθησαν
, σκιεράν κατάσκιον , ἄπυρον , ἀνήλιον . Πλειάδας , Ὑάδας , Ὠρίωνα , ἄρκτους , ἀρκτοῦρον , ὄφιν ,
5454634 πτυχας
καθαροῖς οὔασιν ἐκλύετε [ ] ? Παρνησοῦ νιφόεντος ἀνὰ ? πτύχας ? [ ] ? ἢ παρ ' Ὀλύμπου Βάκχῳ
τὴν ἀλήθειαν . ταῦτα δὲ πάντα τὰ ἀπόκρυφα γράψον ἐπὶ πτύχας χαλκᾶς καὶ ἀπόθου ἐν τῇ γῆι τῆς ἐρήμου .
5447996 Νυμφαων
. ταὶ ] ? δο ? ! [ ! ] Νυμφάων καλλιπλοκάμων [ ] [ ] ? συνοπηδοὶ ? ?
ζ ] : ὥς τέ με κουράων ἀμφήλυθε θῆλυς ἀυτὴ Νυμφάων , αἳ ἔχους ' ὀρέων αἰπεινὰ κάρηνα : ἄλλως
5430871 ἀηδονας
' ἱππῆες , καὶ τριγλίδας ἰχθυβολῆες , κάπριον ἰχνευτῆρες , ἀηδόνας ἰξευτῆρες . ἀλλὰ σὺ μέν , Νηρεῦ , καὶ
τις βρόχῳ . Τοὺς κοσσύφους δὲ καὶ τὰς εὐφώνους ἔστιν ἀηδόνας ἑλεῖν ἐν τοῖς συνεχέσι θάμνοις στήσαντα πάγην , ἧς
5418728 Φορκιδες
ἢ Αἰθιοπίας , περὶ τὰ μέρη δὲ αὐτῆς κατοικοῦσιν αἱ Φορκίδες καὶ αἱ Γοργόνες οὕτω καλούμεναι , θυγατέρες Φόρκυνος ,
ἢ Αἰθιοπίας : περὶ τὰ μέρη δὲ αὐτῆς κατοικοῦσιν αἱ Φορκίδες καὶ αἱ Γοργόνες , γυναῖκες οὕτω καλούμεναι , αἱ
5397748 ποταμιον
⋖ α ὁμοίωϲ πινομένη . φαϲὶν δέ τινεϲ καὶ καρκίνον ποτάμιον χυλιϲθέντα μετὰ γάλακτοϲ , καὶ προϲλαβόντα ϲελίνου ϲπέρμα ,
ἐν τοῖς σκήπτροις ἀνωτέρῳ μὲν πελαργὸν τυποῦσι , κατωτέρω δὲ ποτάμιον ἵππον , δηλοῦντες ὡς ὑποτέτακται ἡ βία τῇ δικαιοπραγίᾳ
5394313 ἠρασσατο
καὶ ἡ Φρυγία . . . . τάων καὶ Βορέης ἠράσσατο : ἡ διπλῆ ὅτι ἐλλείπει τὸ τινῶν , τούτων
γείνατο δὲ ῥαδαλῇς ἐναλίγκιον ἀρκεύθοισι Βυβλίδα . τῆς ἤτοι ἀέκων ἠράσσατο Καῦνος . * * * * * * *
5389636 πλακας
; αἱ στῆλαι τῶν γενικῶν δέκα νόμων , ἃς ὀνομάζει πλάκας , οὐ δύο εἰσὶν ἰσάριθμοι τοῖς τῆς ψυχῆς μέρεσι
' ἡγητέον τὸ πλακῶδες καὶ χρυσίζον τῇ χρόᾳ τάς τε πλάκας λεπιζομένας ἔχον ὥσπερ ἐπικειμένας ἀλλήλαις , ἔτι δ '
5379445 σελανα
οὐδ ' ἂν ὁ ἅλιος ἦν , οὐδ ' ἁ σελάνα , οὐδ ' οἱ πλάνατες ἀστέρες , οὐδ '
Μικρὰν Ἰλιάδα πεποιηκώς , μεσάτα , λαμπρὰ δ ' ἐπέτελλε σελάνα . ἕτεροι δὲ Σκιροφοριῶνος τῆι αὐτῆι ἡμέραι . .
5371439 περιοικειν
ἁγιώτατον ὁπόσα Ἕλληνες θεῷ τῇ Αἰγυπτίᾳ πεποίηνται : οὔτε γὰρ περιοικεῖν ἐνταῦθα οἱ Τιθορεεῖς νομίζουσιν οὔτε ἔσοδος ἐς τὸ ἄδυτον
ἡ Βιθυνία , πρῶτον μαρτυρήσει Σκύλαξ ὁ Καρυανδεὺς , φήσας περιοικεῖν τὴν Ἀσκανίαν λίμνην Φρύγας καὶ Μυσούς : ἔπειτα Διονύσιος
5364029 χυτλα
Πύρραν , Ἄντισσαν καὶ Ἐρεσσόν . ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα : ἐπειδὴ δέδωκεν αὐτῷ ἡ Κλυταιμνήστρα χιτῶνα ἔξοδον μὴ
ἔδοντες . ἔνθεν νῦν , εὖτ ' ἄν σφιν ἐτήσια χύτλα χέωνται Κύζικον ἐνναίοντες Ἰάονες , ἔμπεδον αἰεί πανδήμοιο μύλης
5356771 πυκινοισιν
καλὸν ἀείδῃσιν ἔαρος νέον ἱσταμένοιο , δενδρέων ἐν πετάλοισι καθεζομένη πυκινοῖσιν , ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν .
ἔπος ἐξ ἀρχῆς εἰς τέλος Οὐδέ τί πω μύθοισι πεπείρημαι πυκινοῖσιν . ὁ δ ' αὐτὸν παραμυθεῖται καὶ λέγει ,
5351274 ὑπωρειας
πρόκειται δὲ αὕτη ἐπ ' ἀκροτάτῳ πεδίῳ ἱδρυμένη πρὸ τῆς ὑπωρείας τῶν Ἄλπεων . ἔνθα ὑπαντώμενοι τῷ Μαξιμίνῳ οἱ προφύλακες
τό τε Πήλιον ὄρος καὶ ἡ Ὄσσα ἀποκληίει συμμίσγοντα τὰς ὑπωρείας ἀλλήλοισι , τὰ δὲ πρὸς βορέω ἀνέμου Ὄλυμπος ,
5347757 κορυφας
πτώσεις , ὅπως ἂν ἔχῃ τὰς βάσεις κειμένας ἢ τὰς κορυφάς , ἡ αὐτὴ μέθοδος , ἄγειν παραλλήλους ταῖς πλευραῖς
τῆς γῆς . κίονες ὑψηλοί , σύνδεσμος αὐτοῖς ἐπιζευγνύων τὰς κορυφάς , τοῖχος ἐπὶ τούτῳ μαρμάροις ἠμφιεσμένος , κίονες ἕτεροι
5344599 ὀρεα
, ἀντροδίαιτε , ἣ διέπεις ὄχθους ὑψαύχενας ἀκρωρείους ἠδ ' ὄρεα σκιόεντα , νάπαισί τε σὴν φρένα τέρπεις , ὁπλοχαρής
ἐν τῇ νήσῳ , πάντ ' ἐκλείπειν καὶ ἐς τὰ ὄρεα καταφυγοῦσιν ἀντέχεσθαι σωτηρίης . Ὅθεν δὴ τί κακὸν οὐκ
5329922 Βορραν
ὥσπερ οἶμαι πιστώσασθαι τὸν παλαιὸν μῦθον σπεύδουσα , ὅτι καὶ Βορρᾶν τὸν ἄνεμον οἱ τῆς Ὠρειθυίας ἔρωτες ἤγαγόν τε ἐκ
παρθένους γεγενῆσθαι ἱστοροῦσι : εἰς δὲ δένδρα ταύτας ἀμειφθῆναι τὸν Βορρᾶν φευγούσας ἐρῶντα . Καὶ νῦν ἔτι , εἴ τις
5324781 αἰγες
τούτου οὖν φησιν ὅτι “ ἀηδίσομέν σε , ἐπεὶ καὶ αἶγες ἐκ τῆς κόπρου ἀηδίζονται ” . ἄλλως “ μινθώσομεν
ἕκαστον ἐρωτῶντες , ἐρῶ καὶ τἄλλα ἅ ἐστιν ἡμῖν : αἶγες ὀκτὼ θήλειαι , βοῦς κολοβή , μοσχάριον ἐξ αὐτῆς
5316279 μελισσας
: τῆς Δελφικῆς ἱερείας : φησὶ δὲ τῆς Πυθῶνος . μελίσσας δὲ τὰς ἱερείας , κυρίως μὲν τὰς τῆς Δήμητρος
τῇ θαλάσσῃ κατ ' αὐτὸ πολλὰς κόγχας , κατάπερ τὰς μελίσσας : καὶ εἶναι γὰρ καὶ τοῖσι μαργαρίτῃσι βασιλέα ἢ
5315855 Φορκυνος
ὅταν περάσῃς τὸν Τάναϊν , ἕστ ' ἂν εἰς τὰς Φόρκυνος θυγατέρας καὶ εἰς τὰς Γοργόνας ἀφίξῃ , ἐπιφέρει τοῦτο
εἰπὼν ὅταν περάσῃς τὸν Τάναϊν ἔστ ' ἂν εἰς τὰς Φόρκυνος θυγατέρας καὶ ἐς τὰς Γοργόνας ἀφίξῃ , ἐπιφέρει τοῦτο
5308972 πεπυσμαι
ὡς Τιμόμαχον τὸν κηδεστήν , ὡς ἐγώ , ἔφη , πέπυσμαι τῶν παίδων τῶν Καλλίππου . σὺ οὖν , ἐὰν
ἐν Τραπεζοῦντι δὲ τῇ Ποντικῇ ἐκ τῆς πύξου γίνεσθαι μέλι πέπυσμαι , βαρὺ δὲ τὴν ὀσμὴν τοῦτο εἶναι , καὶ
5281698 ἐκφυει
ἡ χροιὴ ἰκτερώδης , καὶ ἄλλοτε ἄλλῃ τοῦ σώματος ἕλκεα ἐκφύει , καὶ πυρετὸς λαμβάνει ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε , καὶ
αὐτόν . . ἄτης ] βλάβης . . ἐκκαρπίζεται ] ἐκφύει . . ἢ γὰρ ξυνεισβὰς ] τὰ ἀπὸ τῆς
5270985 χερνιβας
ταύρῳ ἤτοι ταυρομόρφῳ Διονύσῳ κατάρξεται καὶ θύσει κρυφαίας καὶ μυστικὰς χερνίβας ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ
στιχουργήμασι ; ὁ Πύρρος τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ἰφιγενείας μιμούμενος τὰς χερνίβας . λέγει δὲ τὴν ἐν Ταύροις αὐτῆς ξενοκτονίαν .
5266620 δρυς
ἀποθρώσκωσιν , ἐπ ' ἀλλήλαις δὲ πέσωσι , πολλαὶ δὲ δρῦς ὑψίκομοι , πολλαὶ δέ τε πεῦκαι αἴγειροί τε τανύρριζοι
χαρὰν καλοῦσιν . . . . , : Ἡ γὰρ δρῦς ἱερὰ τῆς Ῥέας , ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τρίτῳ
5259417 Κυνοκεφαλοι
καλοῦνται δὲ ὑπὸ τῶν Ἰνδῶν Καλύστριοι , ὅπερ ἐστὶν Ἑλληνιστὶ Κυνοκέφαλοι . τὸ δὲ ἔθνος ἐστὶν ἕως δώδεκα μυριάδων .
ἠριγένεια † ἴττυγα † καταφαγᾶς † κεχρηματεῖσθαι † κηδεία κραταίπιλος Κυνοκέφαλοι κυντερώτατα κυντατώτατα λάμπουρις μειζονώτερος Μονόμματοι ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω
5258844 Νηρηιδες
φασί , Μοῦσαι μὲν οὐδ ' ἀφίκοντό ποτε ἐνταῦθα , Νηρηίδες δὲ ἔτι φοιτῶσι . „ μετὰ ταῦτα δὲ ἠρόμην
Ἑλένη καὶ γάμον ἐδαίσαντο σφῶν Ποσειδῶν τε αὐτὸς καὶ Ἀμφιτρίτη Νηρηίδες τε ξύμπασαι καὶ ὁπόσοι ποταμοὶ καὶ δαίμονες ἔρχονται τὴν
5252511 στροφιον
. . . . . Ἐ . μὲν γὰρ καὶ στρόφιον τῶν ἁλουργοτάτων περὶ αὐτὴν [ . τὴν κόμην ]
καὶ κάλυκας παρ ' Ὁμήρου τε καὶ Ἀνακρέοντος , καὶ στρόφιον καὶ ὀπισθοσφενδόνην παρ ' Ἀριστοφάνους . καὶ σφενδόνη δέ
5244774 πυρσαινων
ναύται πόντωι † , ἃν ὑγραίνει καλλιστεύων ὁ ξανθὰν χαίταν πυρσαίνων Κρᾶθις ζαθέαις παγαῖσι τρέφων εὔανδρόν τ ' ὀλβίζων γᾶν
δευτέρῳ ἀπίστων . Κρᾶθις , ποταμὸς Ἰταλίας , τῶν λουομένων πυρσαίνων τὰς χαίτας , καθάπερ Ἰσίγονος ὁ ἱστορικός φησι ,
5243694 Κραθις
ὁ Αἴας ποταμὸς κατέρχεται . Κρᾶθις : τὸ ἑξῆς : Κρᾶθις δὲ γείτων χῶρος συνοίκους αὐτοὺς δέξεται Κόλχων Πόλαις ἠδὲ
ὀνομασίαν ἔχων : ἀφ ' οὗ καὶ ὁ ἐν Ἰταλίᾳ Κρᾶθις . Ἑκάστη δὲ τῶν δώδεκα μερίδων ἐκ δήμων συνειστήκει
5243044 στροβιλον
βῆχας , κατάρρους καὶ κορύζας καὶ βράγχους ὀνίνησιν ἐκλεικτόν . στρόβιλον βαλών , ὅταν ᾖ λιπαρὸς μάλιστα , τουτέστιν ἐν
καθ ' ὅλου φευγέτωσαν καὶ τὰς κοπτὰς τὰς ἐχούσας τὸν στρόβιλον , τὰς δ ' ἀπ ' ἀμυγδάλων ἢ πιστακίων
5240435 καλεουσι
, ἀλλὰ ἀπὸ ὀλυρέων ποιεῦνται σιτία , τὰς ζειὰς μετεξέτεροι καλέουσι . Φυρῶσι τὸ μὲν σταῖς τοῖσι ποσί , τὸν
ἄνεμον εἰς τὸν Εὔξεινον πόντον καλεόμενον ἐκδιδοῖ : ὃν Ξάνθον καλέουσι θεοί , ἄνδρες δὲ Σκάμανδρον . Τοῦτο τὸ ἄκουσμα
5238131 μεσσοθεν
' ὅγε τετράπος ἐστίν : ἀπ ' ὀμφαλίοιο γὰρ ἄκρου μεσσόθεν ἡμιτελὴς περιτέλλεται ἱερὸς Ἵππος . Κεῖνον δὴ καί φασι
, τετελεσμένον ἐστί πάντοθεν , εὐκύκλου σφαίρης ἐναλίγκιον ὄγκωι , μεσσόθεν ἰσοπαλὲς πάντηι : τὸ γὰρ οὔτε τι μεῖζον οὔτε
5226946 νεβριδα
καὶ κρατηρίζων καὶ καθαίρων τοὺς τελουμένους . Νεβρίζων : ἤτοι νεβρίδα ἐξημμένος , ἢ νεβροὺς διασπῶν , μιμήσει τοῦ περὶ
αὐτοῦ καὶ παικτικὸν τὴν ἀεὶ κίνησιν τῶν ὅλων ἐμφαίνει . νεβρίδα δὲ ἢ παρδαλῆν αὐτὸν ἐνῆφθαι διὰ τὴν ποικιλίαν τῶν
5220855 καλουμενηι
κέρατος : μήτε γὰρ σπασμῶι ληφθῆναι ἂν αὐτὸν μήτε τῆι καλουμένηι ἱερᾶι νόσωι , μήτε μὴν διαφθαρῆναι φαρμάκοις . ἐὰν
γῆν καθορᾶν τὸν Δία : τὸν δὲ Ἡσίοδον ἐν τῆι καλουμένηι Γῆς Περιόδωι τὸν Φινέα ὑπὸ τῶν Ἁρπυιῶν ἄγεσθαι Γλακτοφάγων
5218541 Πληιαδας
καὶ Ὅμηρος ἐν Ὀδυσσέως ἀνάπλῳ παρὰ Καλυψοῦς μνήμην ἔσχε : Πληιάδας τ ' ἐσορῶντα καὶ ὀψὲ δύοντα Βοώτην ἄρκτον θ
Ὑάδας φασὶν εἰρῆσθαι , τὰς δὲ ἐπὶ τῆς ἡμιτόμου πλευρᾶς Πληιάδας καλεῖσθαι . Ἄτλαντος γὰρ τοῦ Ἰαπετοῦ καὶ Αἴθρας τῆς
5215170 Τριτωνος
εἷλκον ἀκάνθας . ἡ δὲ Φαληρικὴ ἦλθ ' ἀφύη , Τρίτωνος ἑταίρη , ἄντα παρειάων σχομένη ῥυπαρὰ κρήδεμνα τοὺς δ
: αὔξεται γὰρ ὑπὸ τῆς κατασυρομένης ἰλύος τῆς Νείλου . Τρίτωνος ἐκβολαῖσιν τοῦ Νείλου ταῖς ἐκχύσεσι καὶ ταῖς ἀναβάσεσι .
5211648 Στυμφαλιδας
λιαρή : γράφεται διερή . οὐδὲ γὰρ Ἡρακλέης : τὰς Στυμφαλίδας ὄρνιθας , φησίν , οὐκ ἠδύνατο ἀπώσασθαι , εἰ
δὲ Μνασέας φησὶ Στυμφάλου τινὸς ἥρωος καὶ Ὄρνιθος γυναικὸς γενέσθαι Στυμφαλίδας θυγατέρας , ἃς ἀνελεῖν τὸν Ἡρακλέα , ὅτι οὐ
5199503 Ἀτλαντος
ἀφ ' ἧς αἰτίας δόξαι τὸν σύμπαντα κόσμον ἐπὶ τῶν Ἄτλαντος ὤμων ὀχεῖσθαι , τοῦ μύθου τὴν τῆς σφαίρας εὕρεσιν
ἔνι Λάδων εἰσέτι που χθιζὸν παγχρύσεα ῥύετο μῆλα χώρῳ ἐν Ἄτλαντος , χθόνιος ὄφις , ἀμφὶ δὲ νύμφαι Ἑσπερίδες ποίπνυον
5196754 νησους
τῇ γενέσει ζωῆς , καὶ διὰ τοῦτο λέγεσθαι τῶν μακάρων νήσους οἰκεῖν , ἃς αἱ εὐδαίμονες εἰλήχασι ψυχαὶ , νήσοις
Περσικῶν καὶ ὅσα : ἀπὸ κοινοῦ τὸ καθελοῦσα καὶ τὰς νήσους : ἀπὸ κοινοῦ τὸ ἐδούλωσε ʃ λέγει δὲ Χίον
5182112 Τροιζηνιος
τὴν τετάρτην καὶ ὀγδοηκοστὴν Ὀλυμπιάδα . Δημήτριος δ ' ὁ Τροιζήνιος ἐν τῷ Κατὰ σοφιστῶν βιβλίῳ φησὶν αὐτὸν καθ '
ἐπὶ τῶν ἐχόντων σπάνιν γενείων . Πώγων γάρ ἐστι λιμὴν Τροιζήνιος . Ἐλάφειος ἀνήρ : ὁ δειλός . Εὐμεταβολώτερος κοθόρνου
5174958 ἀντρον
. Ἔνιφεν ὁ Ζεύς : αἰπόλος δέ τις φεύγων εἰς ἄντρον εἰσήλαυνε τῶν ἀοικήτων τὰς αἶγας ἁδρῇ χιόνι λευκανθιζούσας .
ἀλλὰ καὶ τὴν εὐωδίαν προσηνεστάτην . εἰς τοῦτο οὖν τὸ ἄντρον τὸν Ἄμμωνα παραγενόμενον παραθέσθαι τὸν παῖδα καὶ παραδοῦναι τρέφειν
5174943 οἰνανθας
Νεμείοις παγκρατίου στέφανον , οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ ' οἰνάνθας ὀπώραν , ἐκ δὲ Κˈρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς
τοῦ γάρ . ἐπεὶ Λαομέδοντα τῆς τειχοδομίας μισθὸν ᾔτησεν τὰς οἰνάνθας : Οἰνάνθη ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς . 〚
5166694 Ἠλεκτριδας
, ἣν ἠγάγετο Κάδμος , καὶ ἀπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς Ἠλεκτρίδας πύλας τῆς Θήβης ὠνομάσθαι ἱστορεῖ καὶ Ἑλλάνικος ἐν αʹ
Ἀριστοτέλης . Παρὰ τὸν Ἠριδανὸν ποταμὸν ἔστι λίμνη κατὰ τὰς Ἠλεκτρίδας νήσους , ὕδωρ ἔχουσα θερμόν , ὀσμὴν δὲ βαρεῖαν
5164430 ὀχθαι
ὄχθαι τῶν ποταμῶν τὰ Κυδώνια ἐκόμισσαν ἄναυροι ] φύουσιν ποτάμιοι ὄχθαι ἐν Κρήτῃ ἢ καὶ ἑτέρωθεν . ἄναυροι οἱ χείμαρροι
καὶ λίμναι καὶ προλιμνάδες καὶ ποταμοὶ καὶ ἄνδηρα ποταμῶν καὶ ὄχθαι καὶ γέφυραι καὶ πυλίδες καὶ ψαλίδες . ἔστι δὲ
5147645 αὐτοχθονα
μὲν ἐκ Θράικης εἰρήκασι τὸν ἄνδρα εἶναι , οἱ δὲ αὐτόχθονα ἐξ Ἐλευσῖνος . εἰρήκασι δὲ περὶ αὐτοῦ ἄλλοι τε
γνήσιος : Ἀσκληπιάδης δ ' ἐν δʹ Τραγῳδουμένων τὸν Δυσαύλην αὐτόχθονα εἶναί φησι , συνοικήσαντα δὲ Βαυβοῖ σχεῖν παῖδας Πρωτονόην
5145181 καταρρυτον
, ἀπὸ οἰκιστοῦ Τήνου . ἐκλήθη καὶ Ὑδρόεσσα διὰ τὸ κατάρρυτον εἶναι , καὶ Ὀφιοῦσσα . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ περὶ
πλησίον Ἱππωνίου πόλεως ἄλσος τι δείκνυσθαι , κάλλει διάφορον καὶ κατάρρυτον ὕδασιν , ἐν ᾧ καὶ τόπον τινὰ εἶναι καλούμενον
5145148 αἰολον
ἔνεστι νόος . εἰς γὰρ γλῶσσαν ὁρᾶτε καὶ εἰς ἔπος αἰόλον ἀνδρός , εἰς ἔργον δ ' οὐδὲν γινόμενον βλέπετε
καὶ τὸν ποικίλον : Τρῶες δ ' ἐρρίγησαν ὡς ἴδον αἰόλον ὄφιν : καὶ τὸν εὐκίνητον , οἷον : κορυθαίολος
5145075 ὀϊων
ὀΐων ἕπεται σκοπός : . . . ἅ τοι τῶν ὀΐων : ἣ καὶ ἥτις . τὸ δὲ σκοπὸς ἀντὶ
γὰρ σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι κακῇσι τειρόμενος πάντων ὀΐων ἐπεμαίετο νῶτα ὀρθῶν ἑσταότων : τὸ δὲ νήπιος οὐκ
5142488 θαλαμας
. . . . Θαλαμάς , ὡς ἀγαθάς , καὶ θαλάμας , ὡς μεγάλας , διαφέρειν φησὶ Τρύφων παρὰ τοῖς
λέγων : οὐθὲν ὅτι καὶ ὕποφρον καὶ ἔχον περὶ αὐτὸ θαλάμας . εἰ οὖν αἱ καταδύσεις θαλάμαι λέγονται , εἰκότως
5139096 δινας
ἐγώ , τῆς Τυνδαρείας θυγατρὸς Ἰφιγένεια παῖς , ἣν ἀμφὶ δίνας ἃς θάμ ' Εὔριπος πυκναῖς αὔραις ἑλίσσων κυανέαν ἅλα
τῶν στενῶν , τοῦ μὴ ἐμπιπτούσας τὰς ναῦς ἐς τὰς δίνας ἀναστρέφεσθαι πρὸς αὐτῶν , ἀλλὰ κρατεῖν γὰρ τῇ εἰρεσίᾳ
5137300 ἀμαρυγματ
] νεων κατενάσσατο γαῖαν ἐραννήν [ [ ] όπην Χαρίτων ἀμαρύγματ ' ἔχουσαν [ [ ] ! ιδαο Κομήτου [
εκω ? ? [ ] νεγεν [ [ Χαρίτων ] ἀμαρύγματ [ ' ἐχουσ [ ] ! ον [ [
5136539 Τυφωεος
Κιλικίας εἶναί φασι Πίνδαρος καὶ Ὅμηρος εἰν Ἀρίμοις ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς εἰναλίου θεάσεται πρῶτον τὰ Ἄριμα ὄρη τῆς
' ἀμφὶ Τυφωέϊ γαῖαν ἱμάσσῃ εἰν Ἀρίμοις , ὅθι φασὶ Τυφωέος ἔμμεναι εὐνάς : ὣς ἄρα τῶν ὑπὸ ποσσὶ μέγα
5135651 βως
, ὦ ἄνδρες , τὸν τύπον καὶ ἐπισκοπήσαντες ἀκρι - βῶς , ἐὰν ὑμῖν φαίνηται ἀναγκαῖος , φυλάττειν τε καὶ
. ἁδὺ μὲν ἁ μόσχος γαρύεται , ἁδὺ δὲ χἀ βῶς , ἁδὺ δὲ χἀ σῦριγξ χὠ βουκόλος , ἁδὺ
5133887 κατασκιον
. ἐσμοί : τάξεις , πλήθη . Σκιάουσιν : ἢ κατάσκιον ποιοῦσιν . ἄλυτον : ἀδιάλυτον , οἷον μὴ ἀναλυόμενον
τὸ δὲ δέκατον ὄρος εἶχε δένδρα μέγιστα , καὶ ὅλον κατάσκιον ἦν , καὶ ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν δένδρων πρόβατα
5128439 γυας
ἔτλα , νόσον : διέβα δὲ Φρυγῶν καὶ πρὸς εὐκάρπους γύας σκηπτὸς σταλάσσων Δαναΐδαις φόνον . Φθιώτιδες γυναῖκες , ἱστοροῦντί
οἷον στελεῷ : “ ἀμφὶ πελέκκῳ . ” πεντηκοντόγυον πεντήκοντα γύας ἔχον : γύης δὲ μέτρον γῆς . περιμήκετον περισσῶς
5127532 Ἀπεσαντος
ἐβήσετο καὶ ἀπεβήσετο . . . . Ἀπέσας : κλίνεται Ἀπέσαντος : ἔστι δὲ ὄρος τῆς Νεμέας , Ἀφέσας τις
ἐλεφαίρετο φῦλ ' ἀνθρώπων , κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ ' Ἀπέσαντος : ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης . Κητὼ
5125839 Δαλον
ἢ τὸν περίπατον . Πυρὸς βέλος : ἢ πῦρ . Δαλόν : λέγω . ἐϋδμήτων : μεγαλοδομήτων . Ἁλιεύς :
ἢ τὸν περίπατον . Πυρὸς βέλος : ἢ πῦρ . Δαλόν : λέγω . ἐϋδμήτων : μεγαλοδομήτων . Ἁλιεύς :
5125165 πυρον
. ὁ δ ' ὄνος γ ' ἔκαμνεν ἑσπέρης ἀλετρεύων πυρὸν φίλης Δήμητρος , ἡμέρης δ ' ὕλην κατῆγ '
καὶ σῖτος οὐ πολύς . Φέρει γὰρ καὶ ἡ χώρα πυρὸν μετρίως καὶ οἶνον πλείονα . Τῷ δὲ βασιλεῖ καὶ
5123309 ἠμφιεσμενον
κυλιστὸς στέφανος αἰωρούμενος . Ἀριστογείτονα τὸν ῥήτορ ' εἶδον λάρκον ἠμφιεσμένον τῶν ἀνθρακηρῶν . Ἀπόλαβε . τοῦτο δ ' ἐστὶ
καὶ τοῦτο πολλάκις , ὁπότε τῶν πολιτῶν τινα ἴδοι κακῶς ἠμφιεσμένον , κελεύειν αὐτῶι μεταμφιέννυσθαι τῶν νεανίσκων τινα τῶν συνακολουθούντων
5117227 γλαυκας
δέ φησιν ἐν Ἁλίαις γίνεσθαι πόλει φοίνικας , ἐν Ἀθήναις γλαῦκας . ἡ Κύπρος ἔχει πελείας διφόρους , ἡ δ
ἔπειτα Νιγρίνῳ γράψας βιβλίον ἔπεμπον , εἰχόμην ἂν τῷ γελοίῳ γλαῦκας ὡς ἀληθῶς ἐμπορευόμενος : ἐπεὶ δὲ μόνην σοι δηλῶσαι
5116615 χαλκειας
ἦσαν , ἐπεὶ πέντε πτύχας ἤλασε κυλλοποδίων , τὰς δύο χαλκείας , δύο δ ' ἔνδοθι κασσιτέροιο , τὴν δὲ
τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι , θύρας δ ' ἐπέθηκε Ποσειδέων χαλκείας , τεῖχος δ ' ἐπελήλαται ἀμφοτέρωθεν . [ ἔνθα
5116609 Χρυσοθεμις
μεταφορᾶς τῶν τὰς φιλίας δι ' ὅρκου ποιούντων . ἡ Χρυσόθεμις ἀπελθοῦσα θῦσαι τῷ πατρὶ καὶ τὸν Ὀρέστου πλόκαμον ἐνταῦθα
περισσά , οἷς ὁμόθεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος , οἵα Χρυσόθεμις ζώει καὶ Ἰφιάνασσα , κρυπτᾷ τ ' ἀχέων ἐν
5116429 κοιλαδος
κυβιστητῆρι κυδοιμῷ δοῦπον ὑποπτήξαντες ὀριτρεφέος ποταμοῖο θῆρες ἐρωήσαντες ὑπὸ πτύχα κοιλάδος εὐνῆς σιγῇ φρικαλέῃσιν ἐπὶ πλευρῇσι μένουσι , πικρὰ δὲ
βήσσης : τοῦ συνδένδρου τόπου , ἢ κοίλου ὀρεινῆς τῆς κοιλάδος * ἐσχατιήν : τὸ ἔσχατον μέρος τέλος * ὅθι
5107685 ἐπηρεφες
† τόσσον ἔην πάντη χρύσεον ἐφύπερθεν ἄωτον † βεβρίθει λήνεσσιν ἐπηρεφές : ἤλιθα δὲ χθών αἰὲν ὑποπρὸ ποδῶν ἀμαρύσσετο νισσομένοιο
ἐπιμύει τε . ἐπήρατος ἐπέραστος , ἢ ἔρωτα ἔχων . ἐπηρεφές ἐπεστεγασμένον . καὶ ἐπηρεφεῖς . ἐπήρκεσεν ἐβοήθησεν . ἐπῆρσεν
5106740 συγχορτα
γὰρ τὰ ὅμορα εἰώθασι λέγειν σύγχορτα , ὡς Εὐριπίδης “ σύγχορτα ναίω πεδία ταῖς Ἐλευθέραις . ” αὐτοχόωνον αὐτοχώνευτον ,
λείας Τρωϊκῆς ἐξαίρετον . Φθίας δὲ τῆσδε καὶ πόλεως Φαρσαλίας σύγχορτα ναίω πεδί ' , ἵν ' ἡ θαλασσία Πηλεῖ
5102246 πτερυγας
νοσηλός ξάσμα ξυνῶνα ὀκριάζων ὁλοσπάδες ὀρθόφρων οὐράν ὄφελμα πεσσεία προσσαίνειν πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός
τὸ φονικόν , ὄνυχας ἀετοῦ ἔχειν διὰ τὸ ἁρπακτικόν , πτέρυγας δὲ γρυπὸς διὰ τὸ τοὺς σὺν αὐτῇ ληστεύοντας πάντας
5101925 κοιλας
τῶν κοιλοτήτων τῶν πετρῶν ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ὦ Ζάραξ ἔχων κοίλας πέτρας . Ὀφέλτης καὶ Ζάραξ ὄρη Εὐβοίας περὶ ἃ
ἤλυθε πάντας Ἀχαιούς . καί νύ κ ' ἀναΐξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας , εἰ μὴ ἀνὴρ κατέρυκε παλαιά τε
5100791 λιθοτομιας
αὐτῷ τῶν ἄρθρων παρεκελεύετο αὐτοῖς ὀρύττειν καὶ τέμνειν τὰς Πολέμωνος λιθοτομίας . Ἡρώδῃ δὲ ἐπιστέλλων ὑπὲρ τῆς νόσου ταύτης ὧδε
παρ ' ὃν μεταλλεύονται . καὶ τὴν Καρίαν ἀκούω φιλοτιμεῖσθαι λιθοτομίας ἄνθει . αὗται πᾶσαι τῷ τεμένει δωροφοροῦσιν ἐξ ὧν
5100191 Ἐχιδνης
. μὴ κάρχαρον πορθεῖ με δῆγμα Κερβέρου ; μὴ τῆς Ἐχίδνης ἰὸς ἀμφιβόσκεται , ἢ διαβραχεὶς ἰχῶρι Κενταύρου πέπλος ;
λῦσαι τῶν δεσμῶν . Φερεκύδης δὲ ἐν βʹ Τυφῶνος καὶ Ἐχίδνης τῆς Φόρκυνός φησι τὸν ἀετὸν τὸν ἐπιπεμφθέντα Προμηθεῖ .
5099749 καρχησια
' , ἀργυρώματα , φιάλας , τριήρεις , τραγελάφους , καρχήσια , γαυλοὺς ὁλοχρύσους . πλοῖα ; τοὺς κάδους μὲν
Τρίτων κυπαρίσσινος , ἔχων κρατάνιον ἀργυροῦν , Σειρὴν ἀργυρᾶ , καρχήσια δύο ἀργυρᾶ , κύλιξ ἀργυρᾶ , οἰνοχόη χρυσῆ ,
5098545 ὀθονας
ἠίθεοι καὶ παρθένοι ἀλφεσίβοιαι τῶν δ ' αἱ μὲν λεπτὰς ὀθόνας ἔχον καί ῥ ' αἱ μὲν καλὰς στεφάνας ἔχον
πλεούσας , χαλκόν τε καὶ σίδηρον ἐς ταῦτα συνενηνεγμένον καὶ ὀθόνας καὶ κάλως καὶ ὕλην ποικίλην αἰχμαλώτων τε πλῆθος ,
5093846 ναπη
. ἐκ δ ' αὐτῆς εἴσω κατακέκλιται ἤπειρόνδε κοίλη ὕπαιθα νάπη , ἵνα τε σπέος ἔστ ' Ἀίδαο ὕλῃ καὶ
τέλους συλλαβὴν εἰς φωνῆεν λήγουσαν μὴ τῷ Ο βαρύνεται : νάπη λύπη σκέπη κώπη . τὸ δὲ τυπή ὀξύνεται καὶ
5091905 ζωνας
καὶ γλύφουσι κριὸν καὶ Ἀθηνᾶν καρδίαν κρατοῦσαν . οὗτος ἔχει ζώνας ποικίλους πολλάς , τὰς μὲν ἀεριζούσας , τὰς δὲ
„ . ὁ δὲ Ζηνόδωρος βέλτιον τὰ ζώματα , τὰς ζώνας . ἡμερίς ε . . , : ἡμερίς :
5090861 κυνηγια
ὡς κονδότεραι καὶ ὀλίγον διάστημα κρατοῦσαι μὴ δύνανται εὐκόλως τὰ κυνήγια περιλαμβάνειν , μήτε δὲ ἐπὶ πολὺ ἐκτεταμένας , ἵνα
καλοῦσιν οἱ Βαβυλώνιοι Βῆλον : ἐνῆσαν δὲ καὶ παρατάξεις καὶ κυνήγια παντοδαπά , ποικίλην ψυχαγωγίαν παρεχόμενα τοῖς θεωμένοις . Μετὰ
5085815 ὑπερφατον
εἰ σᾶμα φέρεις τινὸς ἢ καρποῦ φθίσιν ἢ νιφετοῦ σθένος ὑπέρφατον ἢ στάσιν οὐλομέναν ἢ πόντου κενεῶσιν ἀμ πέδον ἢ
υἱόν , μάτρωος δ ' ἐκάλεσσέ νιν ἰσώνυμον ἔμμεν , ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καί ἔργοισι . πόλιν δ '
5085426 Ἀρεθουσαν
ὀνομάζουσιν . Οἶδα οὐκ ἄμορφον , ὦ Ἀλφειέ , τὴν Ἀρέθουσαν , ἀλλὰ διαυγής ἐστι καὶ διὰ καθαροῦ ἀναβλύζει καὶ
ἧς καὶ τὴν πόλιν ὠνομάσθαι . Ἀρτέμων δὲ πρὸς τὴν Ἀρέθουσαν τὸν λόγον εἶναί φησιν : αὕτη δὲ ἐν Συρακούσαις
5084637 Ἰβυκος
' ἔρωτος ἀφίησι τὸ ξίφος : τὰ παραπλήσια τούτοις καὶ Ἴβυκος ὁ Ῥηγῖνος ἐν διθυράμβῳ φησίν : τὴν κατάρρυτον καὶ
Ἴβυκος , ὁ μὲν ἐποίησεν ὡς Ἐρεχθέως εἴη Σικυών , Ἴβυκος δὲ εἶναι Πέλοπός φησιν αὐτόν . Σικυῶνος δὲ γίνεται
5083216 κισσῳ
τινὲς μὲν ὄφεσιν , αἳ δὲ μίλακι καὶ ἀμπέλῳ καὶ κισσῷ : κατεῖχον δὲ ταῖς χερσὶν αἳ μὲν ἐγχειρίδια ,
ἥτε θεῷ πληγεῖσα παρήορον ὄμμα τιταίνει γυμνὸν ἐπισσείουσα κάρη κυανάμπυκι κισσῷ , ὡς ἥγε πτερόεντος ἀναΐξασα νόοιο Κασσάνδρη θεόφοιτος ἐμαίνετο
5081403 καλεεσθαι
περ , παῖδα τ ' ἐμὴν ἐχέμεν καὶ ἐμὸς γαμβρὸς καλέεσθαι αὖθι μένων : οἶκον δέ κ ' ἐγὼ καὶ
. ταύτην ἱρὴν Ἡλίου ἔλεγον εἶναι οἱ ἐπιχώριοι καὶ Νόσαλα καλέεσθαι , οὐδέ τινα ἀνθρώπων καταίρειν ἐθέλειν ἐς αὐτήν :
5081293 Μελιαν
ἀμευσιεπῆ φροντίδα πέδοικος πεδὰ στόμα φλέγει πεδασχεῖν Ἰσμηνὸν ἢ χρυσαλάκατον Μελίαν ἢ Κάδˈμον ἢ Σπαρτῶν ἱερὸν γένος ἀνδρῶν ἢ τὰν
ἀποδιδούς [ ] ἐν τούτωι [ τῶι ἱερῶι τὴν ] Μελίαν [ τεκεῖν φασι ] Τήνερον [ Ἀπόλλωνι ] τοῖς
5079160 ἠεροειδες
λιμένος τανύφυλλος ἐλαίη , ἀγχόθι δ ' αὐτῆς ἄντρον ἐπήρατον ἠεροειδές , ἱρὸν Νυμφάων , αἳ Νηϊάδες καλέονται . ἐν
περιξέστῃ ἐϊκυῖα . μέσσῳ δ ' ἐν σκοπέλῳ ἐστὶ σπέος ἠεροειδές , πρὸς ζόφον εἰς Ἔρεβος τετραμμένον , ᾗ περ

Back