ἀγαθά , ὅτι τοῖς μὴ εἰδόσιν αὐτοῖς χρῆσθαι πρὸς ἃ πεφύκασι πολλάκις πρὸς κακοῦ γίνεται , ὥσπερ καὶ τὰ τῶν
ὅτι αἱ κατ ' ἀρετὴν πράξεις ὑπὸ ἐνδείας ἢ ὑπερβολῆς πεφύκασι φθείρεσθαι : ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἰσχύος καὶ τῆς ὑγιείας
8201984 ἐργαζονται
ταύτην ὑπὲρ τοῦ στομίου περιβαλόντες οἱονεὶ τείχη τινὰ καὶ προβλήματα ἐργάζονται , ὡς μὴ τὸ ὕδωρ τὸ ἐξ οὐρανοῦ καταθέον
ποταμοὶ συρρέουσι , καὶ ἀνακοινοῦνται τὸ ὕδωρ αὐτῷ , καὶ ἐργάζονται τὸν Πηνειὸν ἐκεῖνοι μέγαν . διατριβὰς δ ' ἔχει
7698020 πεφυκασιν
καὶ τοίνυν οὐχ ἧττον αἱ τῶν φίλων εὐπάθειαι τὸν ἀγαθὸν πεφύκασιν εὐφραίνειν τῆς αὐτοῦ τινος τέρψεως . πῶς γὰρ οὐ
ἐν οἷς αἱ στερήσεις , ἐν τούτοις καὶ αἱ ἕξεις πεφύκασιν ἐπιγίνεσθαι . ὥστε καὶ ἦν ἄν ποτε αἰσθάνεσθαι τὰ
7598308 χυμοι
μὲν ἐξ ἄλλου τινὸς μορίου ἢ τοῦ παντὸς σώματος οἱ χυμοὶ εἰς τὴν γαστέρα συρρέουσι , τοῦ πρωτοπαθοῦντος τὴν ἐπιμέλειαν
βλαβερὸν , αἷμα ἴδιον βλαβερὸν , χυμοὶ ἴδιοι βλαβεροὶ , χυμοὶ ἀλλότριοι βλαβεροὶ , χυμοὶ ἀλλότριοι ξυμφέροντες , χυμοὶ ἴδιοι
7566433 παχεις
τούτων δ ' ἧττον τρέφουσιν οἱ λευκοί τε ἅμα καὶ παχεῖς καὶ αὐστηροί , πάντων δ ' ἧττον οἱ λευκοὶ
τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ πλὴν τῶν ἐν δεσμοῖς ὄντων
7463098 ἰσχουσι
καὶ ἕλξει ἐγκρατεῖ ἐς τὸ ὕδωρ ἄγουσι , καὶ δεῖπνον ἴσχουσι . δορὰ δὲ ἕκαστον περιαμπέχει τὸ πάχος καὶ δύο
πολὺ μείζω κοινωνίαν τῆς τῶν παίδων πρὸς ἀλλήλους οἱ τοιοῦτοι ἴσχουσι καὶ φιλίαν βεβαιοτέραν , ἅτε καλλιόνων καὶ ἀθανατωτέρων παίδων
7462260 συνιστανται
τὰ ῥίγη ἐκγεννᾶν . Προηγοῦνται μὲν ἐπὶ τῶν διαλειπόντων , συνίστανται δὲ , ἐπὶ τῶν ἠπιάλων πυρετῶν , λύονται δὲ
οὐσῶν ἀντιθέσεων ἓξ γίνονται συμπλοκαί , ὧν αἱ μὲν τρεῖς συνίστανται , αἱ δὲ ἄλλαι τρεῖς ἀσύστατοί εἰσι , καθὼς
7459073 παρεχουσιν
ὑπάγουσι μάλιστα καὶ διουρέονται καὶ τρέφουσι , καὶ οὔτε φῦσαν παρέχουσιν οὔτε στρόφον οὔτε πλησμονήν . Κρεῶν τὰ δίεφθα καὶ
χάριν : ἔχουσι δέ σοι , ἀντὶ τοῦ φέρουσι , παρέχουσιν αἱ Πιερίδες , ἤτοι αἱ Μοῦσαι αἱ θυγατέρες τοῦ
7451634 λεπται
ἁπαλαὶ δὲ καὶ ἄναρθροι δειλοτέρου καὶ ἀνανδροτέρου : αἱ δὲ λεπταὶ πάνυ δειλοῦ καὶ κακοήθους , αἱ δὲ πρὸς τούτῳ
Ἄνθις ἀδελφαί : αὗται Ἀφύαι ἐκαλοῦντο , ὅτι λευκαὶ καὶ λεπταὶ οὖσαι τοὺς ὀφθαλμοὺς μεγάλους εἶχον . Ἀντιφάνης δὲ ἐν
7445685 ἀπεργαζονται
καὶ ἀβούλητοι καὶ ἀνήκεστοι συντυχίαι ἐπιφέρουσιν . ὀργαὶ δεσπότου θάνατον ἀπεργάζονται ἢ παραπλήσιόν τι θανάτῳ . νομίζεις , ὃ μήποτε
, ἔτι χεῖρον . οἱ δὲ ἀγαθοποιοὶ ἀφαιροῦντες τὰ αὐτὰ ἀπεργάζονται , ἐπὶ τούτοις δὲ καὶ ἐκπτώσεις ποιοῦσιν . ἐὰν
7408074 ἁλισκονται
ἑνδεκαταῖος , ὀλέθριος ὡς τὰ πολλά . Ὅσοι ὑπὸ τετάνου ἁλίσκονται , ἐν ταῖς τέσσαρσιν ἡμέραις ἀπόλλυνται : ἢν δὲ
καὶ τῶν τελείων ἐλάφων ἐν ταῖς συνεχεστέραις διώξεσιν ὑπὸ δυσπνοίας ἁλίσκονται . χρεία δὲ πρὸς αὐτὰς τόξων τε καὶ ἀκοντίων
7399367 φαινονται
κινήσεως , ἑτέρα δὲ οὗ ἕνεκα . πᾶσαι δὲ αὗται φαίνονται ἐν ταῖς τοῦ διὰ τί ἀποδείξεσι καὶ γίνονται ὅροι
ἐξ ἧς οἱ λίθοι συνίστανται : οἳ μὲν γὰρ ὑπόλευκοι φαίνονται φλεγματικώτερον μᾶλλον ἐμφαίνουσι τὸν χυμὸν , οἳ δὲ ὠχροί
7348924 κοποι
ἀπλήρωτοι , ἀσήμαντοι , ἀφανεῖς , ἄδηλοι . ἄεθλοι : κόποι , ἀγῶνες . Ἄεθλοι : παράγεται ἐκ τοῦ α
. δίαιτα δὲ προήγηται τοῦ τοιούτου ῥεύματος ἐδεσμάτων μελαγχολικῶν καὶ κόποι ὑπέρμετροι : χωρίον δὲ ἐπιτήδειον ψυχρὸν καὶ ξηρὸν καὶ
7329045 πληρουνται
ἔαρι γενομένου . περιπλήθωσι : ἐμπλησθῶσι , περισσῶς γέμωσι , πληροῦνται . Τοί : οὗτοι , τινὲς , τινὲς μέν
ὠμοὶ χυμοί . συμβαίνει δ ' αὐτοῖς τἀναντία κινουμένοις : πληροῦνται μὲν γὰρ μᾶλλον οὕτως , οὐ πέττει δὲ τοὺς
7318299 κοιλιαι
αὐτὸς Ἱπποκράτης ἐν ἀφορισμοῖς δηλοῖ λέγων , ὁκόσοισι νέοισιν αἱ κοιλίαι ξηραί εἰσι , τουτέοισιν ἀπογηράσκουσι ξηραίνονται , τῇ μεταβολῇ
ἀθρόως πληροῦντος τὰς κυριωτάτας κοιλίας τοῦ ἐγκεφάλου . κυριώταται δὲ κοιλίαι εἰσὶν ἡ ὄπισθέν τε καὶ ἡ μέση . σμεʹ
7317798 ἠχοι
γινομένων ὑπό τε κυνηγῶν καὶ ζῴων ἡμέρων τε καὶ ἀγρίων ἦχοι ἐκμιμητικοὶ γίνονται τούτων . ὅθεν πολλάκις τινὲς τὰ μὲν
ἤτοι διά τινα δυσκρασίαν , ἢ διὰ χυμῶν ἐπιρροήν , ἦχοι δὲ ἢ διά τινας αὐτοῦ που συστάντας χυμούς ,
7296622 ὑγραι
ζῴων ἤτοι ξηραὶ καὶ ἀπέριττοι καὶ πεφθῆναι ῥᾴουϲ , ἢ ὑγραὶ καὶ περιττωματικαὶ καὶ δυϲπεπτότεραι γίγνονται . Περὶ χηνῶν καὶ
. Ταύρου δὲ αἱ μὲν πρῶται ηʹ Ἀφροδίτης πολύσπερμοι πολύγονοι ὑγραὶ καταφερεῖς † ἔλεγχοι μεσωνικώτεραι . αἱ δὲ ἑξῆς Ϛʹ
7222345 γεννωϲι
δὲ κοῦφοι καὶ ἀραιοὶ καὶ λευκοὶ τὰ ἔνδον , ἧττον γεννῶϲι γλίϲχρον χυμόν . ἐϲτὶ δὲ καὶ ἡ ϲεμίδαλιϲ καὶ
μικραί , παραυξάνουϲιν , εἰ δ ' οὐκ εἶεν , γεννῶϲι διὰ πάχοϲ ἰϲχόμενοι καὶ ϲφηνούμενοι . καταπλαϲμάτων δὲ καὶ
7193801 ψυχροι
οἱ ψυχροὶ ἱδρῶτες . κακὸν οὖν ἐν ὀξεῖ νοσήματι οἱ ψυχροὶ ἱδρῶτες : δηλοῖ γὰρ καταβεβλημένον τὸ ἔμφυτον θερμόν ,
οὐδὲ ἀβλαβῶϲ ἀπέχονται τῶν ἀφροδιϲίων . εἰ δὲ ὑγροὶ καὶ ψυχροὶ οἱ ὄρχειϲ τὴν κρᾶϲιν γένοιντο , ψιλὰ τὰ πέριξ
7173035 βαρυτεροι
, οἷον κέφαλοι , κεστραῖοι , ἐγχέλυες , οἱ τοιοῦτοι βαρύτεροι , διότι ἀπὸ τοῦ ὕδατος καὶ τοῦ πηλοῦ καὶ
διὰ πασῶν εἶναι ὑποδωρίου : τῶν δὲ λοιπῶν οἱ μὲν βαρύτεροι τοῦ δωρίου μέχρι τοῦ συμφωνοῦντος φθόγγου * * *
7164513 βαρεις
. τούτοις ἀναλογεῖ καὶ ὁ ῥόμβος . θυννὶς καὶ θύννος βαρεῖς καὶ πολύτροφοι . ὁ ἀκαρνὰν γλυκὺς καὶ παραστύφων ,
ἀλλὰ τὸ βραχὺ τῆς Ποσειδῶνος ὀργῆς λείψανον , ὃν οἱ βαρεῖς χειμῶνες ἐπὶ τὸν Φαιάκων ἔλεον ἐξεκύμηναν . Ἃ δὴ
7146140 σημαινουσι
ἤγουν ἡ γενικὴ καὶ δοτικὴ καὶ αἰτιατική , οὐκ ὀρθῶς σημαίνουσι τὴν οὐσίαν τοῦ πράγματος ἀλλ ' ἐκ πλαγίου :
ἀγαθοποιοὶ ἐπιπαρόντες καὶ οἰκοδεσποτοῦντες τὸν ὡροσκόπον ἢ τὸν κλῆρον ἀγαθὰ σημαίνουσι τοῖς γεννωμένοις , οἷον κληρονομίας καὶ ἄλλων ὑπαρχόντων αἰφνιδίους
7144791 τραχηλοι
ἀκούειν δύνασθαι . Καὶ τοὺς πελεκίνους , οἷς εἰσιν οἱ τράχηλοι μήκιστοι , τροφῆς ἔχει πόθος οὐ μείων , ἀλλ
. λέπαδνα ] οἱ παχεῖς ἱμάντες , οἷς ἀναδεσμοῦνται οἱ τράχηλοι τῶν ἵππων πρὸς τὸν ζυγόν . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ
7143242 ἐωσιν
μείζους καὶ δυνατώτεροι τὴν καλλίονα καταλαβόντες καὶ πλείονα τοὺς λοιποὺς ἐῶσιν ἔχειν τὴν χείρω καὶ ὀλιγωτέραν . ἀστεῖον ] πολιτικὸν
ἐπιμελουμένου ἐπιγέγραπται , καὶ οὗ τὸ σῶμ ' ἡταιρηκότος οὐκ ἐῶσιν οἱ νόμοι εἰς τὰ ἱέρ ' εἰσιέναι , τούτου
7139533 σκληροι
λευκήν , γλυκεῖαν ἔχουσι σάρκα . τράχηλοι μὲν γὰρ αὐτῶν σκληροί , δύσπεπτοι , δυσδιαίρετοι , δύσφθαρτοι : τὸ δὲ
τῷ φυσήματι ἀκούω . Ἀτρέως ὄμματα : οἷον ἄτρεπτοι καὶ σκληροί . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς Ἀτρέως παρανομίας : ὃς
7134249 ἀτμοι
, ἀναφέρονται μὲν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἀλλοιουμένων τε καὶ πεπτομένων ἀτμοί , οὐ πάνυ τι δὲ οὐδ ' οὗτοι θορυβεῖν
, προσκόπτειν δὲ ἀναγκάζει τὸ πνεῦμα καὶ περὶ τὰ στέρνα ἀτμοί τινες συνιστάμενοι δι ' ὄχλου γίνονται τῇ καρδίᾳ .
7131254 γιγνονται
; τὸ μὲν πρῶτον ὀξέως ἀποπηδῶσιν , τελευτῶντες δὲ καταγέλαστοι γίγνονται , τὰ ὦτα ἐπὶ τῶν ὤμων ἔχοντες καὶ ἀστεφάνωτοι
, κούφου πράγματος , ἔργῳ μίση τε καὶ ἔχθραι βαρύταται γίγνονται : πράγματι γὰρ ἀχαρίστῳ , θυμῷ , χαριζόμενος ὁ
7123280 τροφαι
καὶ τοῦτο θεωρητέον . Εὔπνουν μὲν γὰρ ἅπαντα ζητεῖ : τροφαί τε γὰρ ἐν τοῖς τοιούτοις βελτίους καὶ οἱ καρποὶ
μὲν γὰρ αὐτῷ σιτία καὶ ποτά , φθαρτοῦ σώματος φθαρταὶ τροφαί , λόγοι δ ' ἐξίασιν ἀθανάτου ψυχῆς ἀθάνατοι νόμοι
7118400 μενουϲιν
μόλιϲ εἰϲ ἐνέργειαν ὀρθὴν ἀγόμενον : ὅθεν καὶ ἀκίνητοι παντάπαϲι μένουϲιν οἱ τοιοῦτοι : προηγεῖται γὰρ τοῦ ἐφιάλτου πνὶξ καὶ
οἴκοιϲ καὶ χειμῶνι καὶ ὅλωϲ ψυχρῷ τῷ περιέχοντι δύϲπεπτοί τε μένουϲιν οἱ ὠμοὶ χυμοὶ καὶ τὰϲ κατὰ τὸ ἧπαρ ἐμφράξειϲ
7107579 θερμοι
χαῦνον καὶ λεπτομερὲς καὶ εὐδιοίκητον . ὅτι δ ' οἱ θερμοὶ καὶ πρόσφατοι τροφιμώτεροι τῶν ψυχρῶν εἰσι καὶ τῶν παλαιῶν
οἱ ἄγαν παλαιοί , ὑγροὶ δ ' οἱ νέοι , θερμοὶ δ ' οἱ με - ταξύ : κατὰ δὲ
7102534 ὑψηλαι
πάντας παλαιστρίτας εἶναι : αἱ σοφίαι δὲ μεγάλαι εἰσὶν ἢ ὑψηλαί , ὡς εἶναι τὴν ἐπ ' αὐτῶν ὁδὸν δυσχερῆ
ὅμως . νῆσοι ἦσαν ἐπιμήκεις μέν , οὐ πάνυ δὲ ὑψηλαί , ὅσον ἑκατὸν σταδίων ἑκάστη τὸ περίμετρον : ἐπὶ
7100804 φερουσι
ἵνα μὴ δικάσῃ μηδὲ πολεμήσῃ . εἰς γὰρ τὸν πόλεμον φέρουσι σκόροδα . οἱ δὲ δικασταὶ τρώγουσι κυάμους , ἵνα
καὶ πρὸς τὸ βραχυτομεῖν ἢ μακροτομεῖν . Ἔνια γὰρ οὐ φέρουσι κἂν βραχὺ τμηθῶσιν ἀλλ ' εἰς τὴν βλάστησιν τρέπονται
7099057 λεπτοι
, καὶ εἰρεσίης μνώοντο . Ἀπροφάτως δ ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες πείσματα δ ' ἡπλώθη : κραιπνὸν δ
δὲ λεπτοὶ οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν
7061636 χρησιμοι
ἀνθρώπων φιλία . καὶ γὰρ συγγίνονται ἀλλήλοις , μέχρις οὗ χρήσιμοί εἰσι καὶ ἀνθυπουργοῦσι . ταύτῃ φησὶν ὅμοιοι ὄντες ,
, εἰδότα ὅτι ὅπου ἂν ἀλγῶσιν ἐλαυνόμενοι , ἐνταῦθα οὐ χρήσιμοί εἰσι . τῶν γε μὴν ἵππων ὑπαρχόντων οἵων δεῖ
7032867 δεχονται
δὲ ὁ ποταμὸς ἱεροὺς ἰχθύας , οἳ παρὰ τῶν διαβαινόντων δέχονται τροφήν . ὁ δὲ τῆς Ἀρείας πόρος ἀνεξήγητός ἐστι
δὲ τῷ σώματι πλείστην δίδωσιν , ἅτε δὴ ἡσυχῇ τηκομένης δέχονται τὴν τροφὴν αἱ δίοδοι : διαχωρεῖ μὲν οὖν βραδέως
7027985 περιπατοι
δὲ ϲιτεῖϲθαι ἄμεινον . εὐπεψίαϲ δὲ παντὸϲ μᾶλλον φροντιϲτέον , περίπατοι πραέοι πλεῖϲτοι καὶ ἕωθεν καὶ δείληϲ ἄριϲτοι . ψυχρολουϲία
ἀπεψίαι συνεχεῖς καὶ ἄμετροι χρήσεις ἀφροδισίων , ἐνίοτε δὲ καὶ περίπατοι σύντονοι καὶ ἐποχαὶ αἱμορροΐδων καὶ καταλύσεις συνήθων ἐμέτων καὶ
6993754 βιαιοι
βίᾳ , καὶ ἠρεμεῖ ἐν τούτῳ βίᾳ . ποῖαι δὲ βίαιοι τῆς ψυχῆς κινήσεις ἔσονται καὶ ἠρεμίαι αὐτοπροαιρέτου καὶ αὐτοκινήτου
δὲ ἐπὶ τοὺς ἐμβόλους , ἔνθα μάλιστά εἰσιν αἱ πληγαὶ βίαιοι τινάξαι τε τοὺς ἐπιβάτας καὶ τὴν ναῦν ἀργοτέραν ἐργάσασθαι
6976319 σκληραι
μακρὰ κατὰ γῆς , στρυφνά , καὶ πρὸς αὐτὰ ἄκανθαι σκληραί . φύεται παρὰ ποταμοῖς καὶ οἰκοπέδοις . ὁ δέ
, χοιράδες , ἄκραι χειμέριοι , κατήνεμοι , ὀξεῖαι , σκληραί , περιπετεῖς , ἁλιτενεῖς , ἀπορρῶγες , ἀπρόσμικτοι ,
6975147 ξηραι
: ἐντάϲιεϲ ἐμέτου ξυνεχέεϲ , κενεαί : προθυμίαι τεινεϲμώδεεϲ , ξηραί , ἄχυλοι . θάνατοϲ ἐπώδυνοϲ καὶ οἴκτιϲτοϲ , ϲπαϲμῷ
αὗται πᾶν τὸ σῶμα λελεπτυσμέναι εἰσὶ , καὶ αἱ ῥῖνες ξηραί τε καὶ ἐμπεπλασμέναι εἰσὶν , οὐκ ἀειρόμεναι : πνεῦμα
6966933 φυονται
παρὰ τὰ γένη καὶ παρὰ τοὺς τόπους , ἐν οἷς φύονται , καὶ παρὰ τὰς καταστάσεις τῶν ὡρῶν καὶ τῶν
οὕτως ἐν τῷ βίῳ οἱ μὲν ἀνδραποδώδεις , ἔφη , φύονται δόξης καὶ πλεονεξίας θηραταί , οἱ δὲ φιλόσοφοι τῆς
6952955 ἀδενες
κἢν πουλὺ ἔῃ καὶ νοσῶδες ἡ ῥοὴ , ξυντείνουσιν αἱ ἀδένες ἐπὶ σφᾶς τὸ ἄλλο σῶμα : οὕτω πυρετὸς ἐξάπτεται
Ποιέει δὲ νούσους καὶ ἥσσονας καὶ μείζονας ἢ αἱ ἄλλαι ἀδένες : ποιέει δὲ , ὁκόταν ἐς τὰ κάτω τοῦ
6948743 δυσκατεργαστοι
κέδρου καὶ τῆς ἰξίας , διὸ καὶ οὐκ ὄντες μεγάλοι δυσκατέργαστοι τῷ εἶναι τοιοῦτοι , καὶ ἅμα διὰ τὴν πυκνότητα
, οἷον χρυσόφρυς καὶ γλαύκους καὶ φάγρους . εἰσὶ δὲ δυσκατέργαστοι : κατεργασθέντες δὲ πολλαπλασίαν τροφὴν παρέχουσι . τὸ δὲ
6946149 αὐξουσι
ἡ νόσος ἀπὸ φρικίων ἐλαχίστων . οὗτοί τε καταφρονοῦντες , αὔξουσι τὰ πάθη . τὸ δὲ προκαταρκτικὸν αἴτιον ἔσται περὶ
] ποταμοῦ Τροίας . ἀεξιφύλλους ] συνίζησις . ἀεξιφύλλους ] αὔξουσι γὰρ ἐν ταῖς ἀκταῖς πόαι . ἡμέτερα + ὅρα
6942781 ὀξειαι
οὖν καὶ τειχομαχίαι τινὲς αὐτόθι καρτεραὶ καὶ πρὸ τῶν ἐρυμάτων ὀξεῖαι μάχαι : οὐ μὴν ἑάλω γε τὸ τεῖχος ἀπὸ
πλευρῖτις , περιπλευμονίη , καῦσος , φρενῖτις , αὗται καλέονται ὀξεῖαι , καὶ γίνονται μὲν μάλιστα καὶ ἰσχυρόταται τοῦ χειμῶνος
6933829 λυμαινονται
, οἳ ἐπὶ πολὺν ἤδη χρόνον συνεργοῦντές τισι τῶν ῥητόρων λυμαίνονται τὴν πολιτείαν , μήτε τὰς τῶν ξένων δεήσεις ,
μύες παραχρῆμα τίκτονται . οὐκοῦν κατὰ τὰς ἀρούρας πλανώμενοι οὗτοι λυμαίνονται τοῖς ληίοις ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυς καὶ ὑποκείροντες , ἤδη
6929079 ὠφελουσιν
, πρὸς δὲ τὰς κάτω καθάρσεις μὴ διαχωρούσας οὐδὲν μέγα ὠφελοῦσιν , εἰ μὴ ἄρα καὶ βλάπτουσιν : κίνδυνος γάρ
καὶ γράφουσιν ἐπὶ τῷ ἑαυτῶν κέρδει , καὶ οὐδένα οὐδὲν ὠφελοῦσιν : οὐδὲ γὰρ σοφὸς αὐτῶν ἐγένετο οὐδεὶς οὐδ '
6912327 ἀφαιρουνται
Γ περικομματίοις ] περιαιρέμασι τῶν κρεῶν , ἃ οἱ μάγειροι ἀφαιροῦνται . κεἰ μὴ τούτοισι ] εἰ μὴ πιστεύεις τούτῳ
τὰς οὐσίας ἐν ταῖς πόλεσι καθήμενοι , ὅλας δ ' ἀφαιροῦνται καθ ' ἑκάστην ἡμέραν . Ἐμοὶ παρασιτεῖν κρεῖττον ἦν
6906377 ἐνεισιν
ἄνευ τῆς ὕλης ἕκαστον . διὸ καὶ ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἰσθήσεις καὶ φαντασίαι , τὰ τῶν αἰσθητῶν δηλαδὴ ἐγκαταλείμματα
. Τῷ οὐκ εἰδότι ἄρα περὶ ὧν ἂν μὴ εἰδῇ ἔνεισιν ἀληθεῖς δόξαι περὶ τούτων ὧν οὐκ οἶδε ; Φαίνεται
6898329 διαφθειρονται
: οὐδαμοῦ γοῦν πλείους ἢ ἐκεῖ οὔτ ' ἀποθνῄσκουσιν οὔτε διαφθείρονται ὑπὸ φαρμάκων . Ἀλλὰ μὴν καὶ θρυπτικώτεροι πολὺ νῦν
. εἰς γὰρ κατάξηρον γῆν κόπτονται πρὶν φῦναι , καὶ διαφθείρονται : οἱ δὲ μὴ κοπέντες δυσγενεῖς φύονται . τὰ
6889792 ὑγροι
δὲ βορραῖοι ὑγιεινότατοι , οἱ δὲ ζέφυροι πνέοντες ἀπὸ δυσμῶν ὑγροί τε καὶ προσηνεῖς , ὑγιεινοὶ μὲν ἧσσον ἤπερ ὁ
φέρῃ . συχνοὺς γὰρ ἄν τις ἴδοι , οἳ οὕτως ὑγροί εἰσιν , ὥστε , ὁπόταν ἐθέλωσιν , ἐξίσταται ἀνωδύνως
6883804 ἐωσι
καὶ νεκρὸν ἐν οἴκῳ καταχώσαντες μετρίως καὶ συγκλείσαντες ἀκριβῶς , ἐῶσι διαφθείρεσθαι καὶ κατασήπεσθαι : καὶ τὸ παράδοξον , ἡ
εἰς ἔσχατον κίνδυνον ἄγουσι τῇ τῶν πόνων ὀξύτητι καὶ οὐκ ἐῶσι τὸ οὖρον διαχωρεῖν . οἶδα δέ τινα τὰ μὲν
6876227 ἀσθενεις
ἀνάγκης κρίνεται , δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν . Ἧι μὲν δὴ νομίζομέν γε , χρήσιμον
ἀνοήτων ὄχλων ἐπιθυμίας ἀρχομένας ἔφη δεῖν κωλύειν , ἕως εἰσὶν ἀσθενεῖς , οὐχ , ὅταν ἰσχυραὶ καὶ μεγάλαι δύνωνται ,
6855754 ὑπνοι
. ἀρτίως οὖν , ὡς ὁρᾷς , κύριέ μου , ὑπνοῖ : ἐγὼ δὲ ἐγύμνωσα αὐτὴν ὅπως οἱ τοῦ κώλου
τοῦ παρὰ τῷ Διῒ κεραυνοῦ . Εὕδει ] Καθεύδει , ὑπνοῖ . Ἀνὰ σκάπτῳ Διὸς ] Τῇ ῥάβδῳ τοῦ Διός
6848084 πασχουσι
[ Περὶ τοῦ ἐν Ἡρακλείᾳ μέλιτος . ] Ὁμοίως δὲ πάσχουσι καὶ οἱ ἐν Ἡρακλείᾳ τῇ ποντικῇ τὸ μέλι γεννώμενον
φορᾷ βιαίῳ συνωθοῦντες καὶ ἀνατρέποντες , οὐκ ἐλάττω ὧν διατιθέασι πάσχουσι . περὶ ὧν τάδε νομοθετεῖται : κόρας οἱ ἀγόμενοι
6845528 ψοφοι
λόγος : λόγῳ γὰρ ἡ αὐτή . οἱ δὲ ἄκρατοι ψόφοι καὶ ἄμικτοι χυμοὶ εἴτε ὑπερβάλλοντες εἴτε ἐνδέοντες ἢ οὐ
. προδηλοῦται γὰρ τὰ πολλὰ πόρρωθεν : ἦχοι γοῦν καὶ ψόφοι καὶ σπασμοὶ μορίων τινῶν χείλους τε τοῦ κάτω τρόμοι
6845294 δυσπεπτοι
καὶ ἡ τῶν ὠτίδων . αἱ κοιλίαι πᾶσαι τῶν πτηνῶν δύσπεπτοι : ψευδῶς γὰρ ἐπαινοῦσιν ἔνιοι τὴν τοῦ στρουθοκαμήλου καὶ
οἱ δὲ πυρῆνες πασέων στάσιμοι . Σίκυοι ὠμοὶ ψυχροὶ καὶ δύσπεπτοι : οἱ δὲ πέπονες οὐρέονται καὶ διαχωρέονται , φυσώδεες
6840590 μικραι
εἰς ὕψος διῆκον οἴκημα . ξυνοικία ] ξυνοικίαι λέγονται αἱ μικραὶ οἰκίαι καὶ ἀποστάσεις , ἢ οὓς νῦν φανόπτας φαμέν
ἧς ῥέουσιν αἱ παρανομώταται πράξεις , ἴδιαι καὶ κοιναί , μικραὶ καὶ μεγάλαι , ἱεραὶ καὶ βέβηλοι , περί τε
6840187 τραχειαι
τε ὑπογαστρίου καὶ τοῦ ἤτρου , ἔν τε τοῖς οὔροις τραχεῖαι καὶ πιτυρώδεις ὑποστάσεις παρεμφέρονται . Προϊοῦσα δὲ ἡ νόσος
καὶ ὑγρόν : διὰ τοῦτο αἱ ἐν τοιούτοις σώμασι ψυχαὶ τραχεῖαι καὶ ἐργατικώτεραί εἰσιν . Πῶς γίγνονται αἱ ψυχαὶ συνεταί
6838729 ἐπιτηδειοι
Γερμανοὺς ἐλθών . ὄντες οὖν καὶ ἄλλως πρὸς τὸ καινοτομεῖν ἐπιτήδειοι , καὶ τὸ μὲν παρὸν τῆς ἀρχῆς βαρὺ διὰ
, διαχωρητικαὶ μετρίως . αἱ δὲ πίνναι τόπων μὲν ἕνεκεν ἐπιτήδειοι αἱ ἁπαλαί , εὔτροφοι , ἐκ τῶν τεναγωδῶν λαμβανόμεναι
6823681 σημαινουσιν
ποιεῖσθαι τεκμαίρονται , ὁμοίως ἂν καὶ οἱ ὄρνεις ποιητικοὶ ὧν σημαίνουσιν εἶεν καὶ πάντα , εἰς ἃ βλέποντες οἱ μάντεις
ἀπελεύσεται ὁ φυγών : οἷον Ἰχθύες μὲν λιμνώδεις καὶ ἑλώδεις σημαίνουσιν , ὁμοίως Ὑδροχόος , Αἰγόκερως ὑδρηλὰ χωρία καὶ παραθαλάσσια
6807028 πασχουσιν
τῶν ἀπ ' αὐτῆς κακῶν . Ἃ δὲ αἱ ψυχαὶ πάσχουσιν , ὁ μῦθος ἐπὶ τοὺς προνοοῦντας αὐτῶν ἀναπέμπει θεούς
νούσῳ : τῶν δὲ ἠνδρωμένων γυναικῶν αἱ στεῖραι μᾶλλον ταῦτα πάσχουσιν . Ὁκόταν ἐπικυΐσκηται γυνὴ , ἢν μὲν ἐν τῷ
6801208 μεγαλαι
πόθος οὔτε γάμων , τιμωρίαι τε ἐπὶ τοῖς ἁμαρτανομένοις κεῖνται μεγάλαι , ὧν ἐξετασταί τε καὶ κολασταὶ κατὰ νόμον εἰσὶν
, ἀλλ ' ἐν ᾗ πολυάνθρωπον ἔθνος ἦν καὶ εὐανδροῦσαι μεγάλαι πόλεις : ἀλλ ' αἱ μὲν ἐκενώθησαν οἰκητόρων ,
6800534 χυλοι
τραύματα κολλᾷ . οὕτω δὲ καὶ τὰ φύλλα καὶ οἱ χυλοὶ καὶ οἱ φλοιοὶ τῶν δένδρων ἀλλήλων διαφέρουϲιν . Μηλέαϲ
νάρδῳ τῷ μύρῳ ἡ τουτέων μεῖξιϲ ἀγαθή , ἢ οἱ χυλοὶ ἀκακίηϲ τε καὶ ὑποκυϲτίδοϲ ἔϲ τε τὰϲ τέγξιαϲ καὶ
6795002 ὀξεις
καὶ οὐδὲν ἐμοῦ συμβούλου δεόμενα : οὐ γὰρ συνετοὺς καὶ ὀξεῖς ἀποφαίνειν τοὺς μὴ παρὰ τῆς φύσεως τοιούτους φησὶ τοῦτο
ἐπὶ πνεύμασιν γενομένους , λέγω δὴ τοὺς ἐφημέρους , καὶ ὀξεῖς μὲν , ἡσσωμένους δὲ τῇ χειρὶ , τοὺς ἐπὶ
6779953 θαλασσιοι
γενομένους παλιναιρέτους . Τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσι γὰρ θαλάσσιοι ; Γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . Λεπάσιν ,
ἁλὶ ἁρπάζοντες , καὶ οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοί : ἀετοὶ θαλάσσιοι : οἱ τῆς θαλάσσης ἀετοὶ , οὐχ ὅτι ἡ
6773609 κεκτηνται
τοῦτο τοῖς νικῶσι γίγνεται : τά τε γὰρ ὑπάρχοντα ἀσφαλῶς κέκτηνται τά τε τῶν πολεμίων ἀδεῶς καρποῦνται . δικαιότητος μέγα
σφενδόνης αἷς ἔνεστι μόλιβδος . . τὸ πέπανται ἀντὶ τοῦ κέκτηνται . καὶ ὁ ποιητὴς πολυπάμμονος ἀνδρὸς ἐν αὐλῇ .
6771194 γεννωσιν
ἐντὸς τοῖς ἀντρώδεσι καὶ ὑπονόμοις ἔοικε , σπέρματά τε ἀναρίθμητα γεννῶσιν ὥσπερ ἡ γῆ . διὰ δὲ τὴν ἀφθονίαν τῶν
οὐκ ἔστι , ἀλλ ' αἱ τῶν στοιχείων μεταβολαὶ ταῦτα γεννῶσιν , οὐ προηγούμενα ἔργα φύσεως , ἀλλ ' ἑπόμενα
6770084 ἐχινοι
τὸ ἀναβάλλεσθαι πρὸς χεῖρον γίνεται : καὶ γὰρ οἱ χερσαῖοι ἐχῖνοι δοκοῦσι κεντούμενοι ἀνέχειν τὸν τόκον , εἶθ ' ὕστερον
ἀλεκτορίδων ἁπαλά , ἰχθύων οἱ πετραῖοι καὶ οἱ ἁπαλόϲαρκοι , ἐχῖνοι δὲ θαλάττιοι πλεῖϲτον προὔχουϲιν εἰϲ ἡδονὴν καὶ εἰϲ ὠφέλειαν
6764620 παρεχουσι
ἐν ἑαυτοῖς ἔχοντες γλίσχρον : εὔδηλον οὖν ὅτι τροφὴν ὀλίγην παρέχουσι τοῖς σώμασιν . Τῶν κριθῶν αἱ μὲν γυμναὶ καὶ
, ἡ δέ ἐστι νομιζομένη μεγάλη , ἣν οἱ πολλοὶ παρέχουσι στέφανοι καὶ εἰκόνες καὶ τὰ τοιαῦτα , ὧν ἀξιοῖ
6760423 μικροι
προσώποις , εἷς μὲν ὁ μέγιστος ἄλλοι δὲ περὶ αὐτὸν μικροὶ πλείους . εἰσὶ δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοί
δὲ τοῦ ὕπνου ἐπινενευκότες . πῶς γίνονται οἱ σφυγμοὶ καὶ μικροὶ καὶ ἀμυδρότεροι ; δῆλον ὅτι τῆς ἐμφύτου θερμότητος εἰσδυνούσης
6758767 δηλουσιν
τὸ δέρμα τοῦ μετώπου . ταῦτα γὰρ πάντα ἐπιτεταμένην ξηρότητα δηλοῦσιν . Καὶ τὸ χρῶμα τοῦ ξύμπαντος προσώπου χλωρόν τε
αἱ φωναὶ ὁμώνυμοί εἰσιν , ὁμώνυμοι δὲ οὖσαι πολλὰς φύσεις δηλοῦσιν , ὁ ὁρισμὸς δὲ μίαν φύσιν θέλει δηλοῦν ,
6757470 ψυχραι
εἰϲ τὴν χρῆϲιν εὔφοροι , ἥκιϲτα δὲ αἱ ξηραὶ καὶ ψυχραὶ καὶ ἡ μὲν τῶν ἀκμαζόντων εὔθετοϲ , ἡ δὲ
κατοπτῶσι τούς γε προϋπάρχοντας ἐν αὐτῷ χυμούς : αἱ δὲ ψυχραὶ παχὺν μὲν καὶ δύσρουν καὶ δυσκίνητον ἐργάζονται τὸν ἤδη
6754687 ὀσμαι
καὶ οἱ γλυκεῖς καὶ οἱ ἁπλῶς τρόφιμοι χυμοὶ καὶ αἱ ὀσμαὶ αἱ εὐώδεις πέψει τινὶ γίνονται καὶ κατεργασίᾳ καὶ ὅτι
, τὸ λευκότατον καὶ εὐωδέστατον καὶ πικρότατον : αἱ γὰρ ὀσμαὶ ἡδυσμάτων ἡδονὰς καὶ ἀρετὰς ἔχουσιν . τὰ δὲ πάχη
6745731 σμυραιναι
πέρκαι καὶ φυκίδες καὶ κίθαροι καὶ ψῆσσαι καὶ σκιαδεῖς καὶ σμύραιναι : [ καὶ ] τρυγόνες δὲ καὶ ῥίναι καὶ
παρ ' ἡμῖν ὑπερβεβλημένοι κατὰ τὸ μέγεθος , καὶ αἱ σμύραιναι καὶ ἄλλα πλείω τῶν τοιούτων ὄψων . ἐν δὲ
6741153 χελωναι
, ἑλεπόλεις , μηχαναί , καὶ καταπάλται Μακεδονικοί , καὶ χελῶναι . χρεία δ ' εἰς τοὺς πολέμους σκευοφόρων μὲν
βάρος ἔχειν πολύ . αἱ δ ' ἐπὶ τῶν λέμβων χελῶναι κατασκευάζονται περιφερεῖς ἄνωθεν ἐκ σανίδων ἰσχυρῶν συμπηγνύμεναι , ὑπόφαυσιν
6735666 προσδεονται
οὕτω δεῖ προσδέξασθαι , οἷον αὗται παρὰ ἀνδρὸς μύρου οὐ προσδέονται , παρ ' ἑαυτῶν γὰρ ἔχουσι νύμφαι γε οὖσαι
γενέσθαι . Τί δή ; Πᾶσαι ὅσαι μεγάλαι τῶν τεχνῶν προσδέονται ἀδολεσχίας καὶ μετεωρολογίας φύσεως πέρι : τὸ γὰρ ὑψηλόνουν
6734136 παχειαι
μεγάλῳ . ὄττιεϲ ἀχλυώδεεϲ , χαλκώδεεϲ : ὀφρύεϲ προβλῆτεϲ , παχεῖαι , ψιλαί , βρίθουϲαι κάτω , μεϲοφρύων ξυνηγμένων ὀχθώδεεϲ
, καὶ διὰ τοῦτο οὐ πονέει , καὶ ἐξ αὐτῆς παχεῖαι φλέβες τείνουσιν αἱ σφάγιαι καλεόμεναι , ἐς ἃς ταχέως
6733032 πυρραι
πέττεσθαί τε καὶ διαλύεσθαι . καὶ ὠχραὶ μὲν οὖν καὶ πυρραὶ ὑποστάσεις , συναναμιγνύμενόν τινα χολώδη σημανοῦσι χυμὸν τῷ αἵματι
ἐκροὰϲ ἕξουϲιν οὗτοι : τρίχεϲ δὲ αὐτοῖϲ εὐθεῖαί τε καὶ πυρραὶ καὶ μόνιμοι καὶ μετὰ πολὺν χρόνον τοῦ γεννηθῆναι φυόμεναι
6728164 ἐπιγινονται
ἡ ἔμφυτος θερμότης τῷ περιέχοντι . Ἀποτυχίαι δὲ τῆς πέψεως ἐπιγίνονται κατά τε τὰ χρώματα καὶ τὰς συστάσεις . Ὅτε
ἢ τῇ ἐνάτῃ ἢ τῇ ἑνδεκάτῃ ἢ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἴκτεροι ἐπιγίνονται , ἀγαθὸν , ἢν μὴ τὸ δεξιὸν ὑποχόνδριον σκληρὸν
6727121 διαφοροι
καὶ διάφωνα . σύμφωνα μὲν , ἐπειδὴ οἱ περιέχοντες φθόγγοι διάφοροι τῷ μεγέθει ὄντες , ἅμα κρουσθέντες ἢ ὅμως ποτὲ
λάρικα ὀνομάζουσιν , ἐξόχως ποιοῦσαν πρὸς τὰς χρονίας βῆχας . διάφοροι δ ' εἰσὶ τοῖς χρώμασι καὶ αὗται : ἡ
6710565 πονοι
δὲ τὸ τῶν εἰσφορῶν πλῆθος βαρύνεσθε , μεμνῆσθαι χρὴ πόσοι πόνοι σὺν τοῖς διδομένοις ὑφ ' ἡμῶν ἀνα - λίσκονται
ὀδμῆς καὶ τῶν ἄλλων καὶ πείνης , ὀργάνων ἄσκησις : πόνοι , λουτρὰ , σῖτα , ποτὰ , ὕπνος .
6707920 σφοδραι
φαρμακοποσίαι γεννῶσι τὴν φλεγμονὴν , καὶ μάλιστα ἱππασίαι συνεχεῖς καὶ σφοδραί . Παρακολουθεῖ δὲ αὐτοῖς ἄλγημα σφυγματῶδες ὄπισθεν κατὰ τὸν
εἶεν ἂν καὶ ἴσως καὶ ἄλλο τι ἀντὶ τοῦ καὶ σφοδραί : πολλὴ γὰρ ἡ συγγένεια τῇ τραχύτητι πρὸς τὴν
6707707 διαχωρεουσιν
οἱ ἐκ τοῦ χόνδρου καὶ τρόφιμοι σφόδρα , πλὴν οὐ διαχωρέουσιν ὁμοίως . Ἄλητον καθαρὸν πινόμενον ἐφ ' ὕδατι ψύχει
μᾶλλον ἢ διαχωρέει , καὶ αἱ ῥίζαι μᾶλλον ἢ αὐτὸ διαχωρέουσιν . Ὤκιμον ξηρὸν καὶ θερμὸν καὶ στάσιμον . Πήγανον
6706268 βλαπτουσιν
δοθεῖσαι παρέχουσι πλῆθος γάλακτος , πρὸς ἀφροδίσια ἐγείρουσι , φωνὴν βλάπτουσιν . εἰ δέ τις νῆστις αὐτῶν λαμβάνοι , ἀσφαλὴς
πολὺ δὲ τὰ ἑξάγωνα ἡττόνως τε καὶ ἀμυδρῶς ὠφελοῦσιν ἢ βλάπτουσιν . Καὶ ἐνταῦθα τὰ τοῦ Δωροθέου ἔπη περὶ τούτων
6704227 βαθειαι
τί γὰρ ἂν δυνήσονται δεινὸν ἐργάσασθαι τοὺς ὁμόσε χωροῦντας αἱ βαθεῖαι κόμαι καὶ τὸ ἐν τοῖς ὄμμασιν αὐτῶν πικρὸν καὶ
ἐκ ῥευμάτων χρονίας καὶ δυσσαρκώτους κοιλότητας ὅσαι συριγγώδεις εἰσὶ καὶ βαθεῖαι . ἔρια κεκαυμένα τὰς πλαδαρὰς σάρκας ἐπὶ τῶν ἑλκῶν
6695402 ἐοικασιν
ἡδονῆς ἀλλήλοις εἶναι ὁμοιοῦσθαι : ᾗ δ ' ἄνθρωποί εἰσιν ἐοίκασιν , ἂν τὰ ἤθη παραπλήσια ἔχωσι . διὰ δὲ
τῆς γαστρός , ὀλίγου δεῖν οὐ φορήματι , ἀλλὰ προσθήματι ἐοίκασιν . Εἴρηκας , ἔφη , αὐτὸ δι ' ὅπερ
6694223 λευκοι
χάλκεοι ἦσαν , ἐν δέ οἱ ὀμφαλοὶ ἦσαν ἐείκοσι κασσιτέροιο λευκοί , ἐν δὲ μέσοισιν ἔην μέλανος κυάνοιο . τῇ
ἐκείνων διάθεσιν μεθιστάμενοι . πεφύκασι δ ' αὐτῶν οἱ μὲν λευκοί , οἱ δὲ μέλανες , τὸν ἐπικρατοῦντα χυμὸν τοῖς
6689941 ὀνυχες
, ὄρνεα τετράποδα , μέγεθος ὅσον λύκος , σκέλη καὶ ὄνυχες οἷαπερ λέων . τὰ ἐν τῶι ἄλλωι σώματι πτερὰ
τὰ ἄκρα τοῦ σώματος τοῦ παιδίου ὀζωθῇ ἔξω καὶ οἱ ὄνυχες καὶ αἱ τρίχες ἐρριζώθησαν , τότε δὲ καὶ κινεῖται
6689356 γλισχροι
οἱ μικρὰ προϊέμενοι καὶ διδόντες , οἱ δὲ μόγις , γλίσχροι , οἱ δὲ καὶ μετὰ διατάσεως καὶ ὀργῆς διδόντες
φαίνεται ἡ κρατοῦσα δυσκρασία εἶναι ψυχρὰ κἂν οἱ ἐγκείμενοι χυμοὶ γλίσχροι τύχωσιν ὄντες καὶ παχεῖς . πάνυ γὰρ διαφοροῦσι τὰ
6684369 ἰσχουσιν
ἐπὶ τούτων ἐξίστανται οἱ ὀφθαλμοὶ καὶ ἀπαιώρηνται καὶ προπετεῖς αὐτοὺς ἴσχουσιν ἢ κοίλους , ἐπὶ τούτων ἀστήρικτοί εἰσιν οἱ ὀφθαλμοί
ἀκούσῃ . ἔρωτα γὰρ τῶν καλῶν σωμάτων καὶ αἱ ψυχαὶ ἴσχουσιν , ὅθεν ἄκουσαι αὐτῶν ἀπαλλάττονται . ὑπεξιόντος δὲ αὐτῷ
6682623 μελανες
, κορακῖνοί τε καὶ μύλλοι καὶ ἀντακαῖοι καὶ κυπρῖνοι , μέλανες οὗτοι , καὶ χοῖροί τε καὶ κόσσυφοι ἰδεῖν λευκοί
ἀπὸ συμ - φορᾶς ζῶντας . ὀφθαλμοὶ μικροὶ χαροποὶ ἢ μέλανες τὰ αὐτὰ σημαίνουσιν , παρόσον οἱ μὲν χαροποὶ ἐμπληκτότερον
6681628 σφυγμοι
δέρματος γιγνόμενον . Τοῖς δὲ ἐπὶ βουβῶσι πυρετοῖς ἐφημέροις οἱ σφυγμοὶ μέγιστοι γίνονται . Τοὺς δὲ ἐπὶ βουβῶσι πυρετοὺς ἔξεστι
νόσος ἐκ πλήθους αἵματος καὶ ἔσονται πυρετοὶ ἐπιτεταμένοι . καὶ σφυγμοὶ ἐπῃρμένοι καὶ παρακοπὴ καὶ φρενῖτις καὶ ἀγρυπνία ὑπερβάλλουσα καὶ
6677472 ἰχθυες
: διαλέγεται δὲ αὐτῷ καὶ τὰ δένδρα , καὶ οἱ ἰχθύες , ἄλλο ἄλλῳ καὶ ἀνθρώποις ἀναμίξ : καταμέμικται δὲ
τοῦ οὐρανοῦ , καὶ ἄνθρωποι νομὸν ἐν θαλάσσῃ ἕξουσι καὶ ἰχθύες τὸν πρότερον ἄνθρωποι , ὅτε γε ὑμεῖς , ὦ
6673365 ἀμορφοι
μυωποί , γρυπαί , ἄρρωστοι , ψιλαί , αἰσχραί , ἄμορφοι , ἀσύντακτοι τὰ σώματα , διάστροφοι τοὺς πόδας ,
ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖς , οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι , καὶ οἱ μὲν χρύσεοι , ὡς ἐδόκουν ,
6672613 παρασκευαζουσιν
αὑτοῖς τὰς διὰ τοῦ σώματος : διὸ δίψας τινὰς αὑτοῖς παρασκευάζουσιν , ἵνα πίνοντες ἥδωνται . αἱ μὲν οὖν ἀβλαβεῖς
ἱερὰ καὶ πάντα τὰ ὄντα ὅπως ὑπὸ τοῖς πολεμίοις ἔσται παρασκευάζουσιν , ἵν ' ἐκεῖνοι τὰ μέγιστα ἀδικήσαντες τοῖς μεγίστοις
6671089 ἐνουσαι
, εἰ μελετῷ ἐκ νέου , καὶ πρὸς οὐδὲν ἀγαθὸν ἐνοῦσαι δρῶσιν , αἱ δὲ καὶ τοὐναντίον , πάσας ταύτας
Κάλλος μέντοι αὐτῆς αἵ τε φιλικαὶ φιλοφρονήσεις καὶ πυκναὶ παροιμίαι ἐνοῦσαι : καὶ τοῦτο γὰρ μόνον ἐνέστω αὐτῇ σοφόν ,
6668733 ἀκρατοι
λαβεῖν τὸ ἀνθρώπων γένος : ἐδείχθησαν γὰρ αἱ ἀμιγεῖς καὶ ἄκρατοι καὶ τῷ ὄντι ἀκρότητες περὶ τὸ ὂν μόνον ὑπάρχουσαι
δὲ καὶ ποιεῖ τάς γε ἐν τοῖς ξηροῖς γινομένας , ἄκρατοι γὰρ αὗται . Πολλὰς δὲ καὶ φθείρει : τὰς
6667846 εὐσαρκοι
ἂν ἀμφότερα οὕτως ἐκπέσῃ , τῶν ὀστέων ταὐτὰ παθήματα : εὔσαρκοι μὲν , πλὴν ἔσωθεν , ἐξεχέγλουτοι , ῥοικοὶ μηροὶ
ἔχει φρένας . οἱ δὲ Νειλῶται κορακῖνοι ὅτι γλυκεῖς καὶ εὔσαρκοι , ἔτι δὲ ἡδεῖς , οἱ πεπειραμένοι ἴσασιν .
6663090 βιουσιν
εἰσιν ὑμῖν ἀφορμαὶ ὑπερμεγέθεις πρὸς ἐπίδειξιν φιλίας ἐν εἰρήνῃ βαθείᾳ βιοῦσιν , ὥσπερ οὐδ ' ἂν ἐν γαλήνῃ μάθοις εἰ
τὸ ζῆν ὡς στυγέοντες ζῆν ἐθέλουσι δείματι ἀίδεω . ἀνοήμονες βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῆι . ἀνοήμονες δηναιότητος ὀρέγονται οὐ τερπόμενοι
6662298 ἀγριοι
κρυπτοῖς ὑποκάθηνται λοχῶντες : ἡμέρας μὲν οὖν οὐ προσίασιν οἱ ἄγριοι : νύκτωρ δ ' ἐφ ' ἕνα ποιοῦνται τὴν
στερεοὶ τὰ κέρατα , πλατεῖς τὰ μέτωπα , τὸν θυμὸν ἄγριοι , φοβεροὶ τὸ μύκημα , καταπληκτικοὶ καὶ ζηλότυποι ,
6661022 δηλουσι
καὶ Ἑρμοῦ εἰ μέν εἰσιν ἑσπέριοι ἀνατολικοὶ νέους ἢ νέας δηλοῦσι τοὺς κλέπτας , εἰ δὲ μετὰ τὸν πρῶτον στηριγμὸν
δὲ ὡς ῥᾳδίως δεχόμενοι τοὺς παρεγγράπτους , ὡς ἄλλοι τε δηλοῦσι καὶ Μένανδρος ἐν Διδύμαις . Προβαλλομένους : ἀντὶ τοῦ

Back