| : πένητες . λεπτακινόν : οἷον ἀκριβὲς καὶ ἐπὶ λεπτὸν πεφροντισμένον . λειπογνώμων : σημαίνει τὸν μηδέπω τὸν ὀδόντα βεβλη | ||
| δεξιὰν χεῖρα ἐν τῇ προέσει . ἦν γὰρ τοῖς παλαιοῖς πεφροντισμένον , καλῶς καὶ εὐσχημόνως κότταβον προΐεσθαι . ὠνομάσθη οὖν |
| , μὴ βαλέτω με φθόνος λίθῳ σκληρῷ , ἀντὶ τοῦ διασυρμῷ ὀνειδιστικῷ , βαρεῖ . καὶ ἐν τῇ Νεμέᾳ γὰρ | ||
| καὶ γεφυρισμοῦ διαφέρει . σκῶμμα μὲν γάρ ἐστι τὸ ἐπὶ διασυρμῷ τοῦ πέλας λεγόμενον οἱονεὶ σκέμμα : γελοῖον δὲ τὸ |
| οἷον τὸ ἐπὶ διαχύσει τῶν ἀκροατῶν χωρίς τινος ὕβρεως : εὐτράπελον δὲ τὸ μετὰ σεμνότητος χαριέντως λεγόμενον : γεφυρισμὸς δὲ | ||
| ἀνασεσυρμένην καλοῦσι δὲ τὸν μὲν σκωπτικὸν ἐπίχαριν , τὸν δὲ εὐτράπελον ἐπιδέξιον , τὸν δ ' ἀνασεσυρμένον ἄπλαστον καὶ ἁπλοῦν |
| ἰδιῶται ταῦτα ἔλεγον . Καὶ μάλα . Ὁρᾷς ὅπως αὖθις ἐξαπατᾷς με καὶ οὐ λέγεις τἀληθές . ἀλλ ' οἴει | ||
| ἐπράττου . δίκαιος μὲν οὖν ἂν εἴης , ὅτι οὐκ ἐξαπατᾷς ἐπὶ πλεονεξίᾳ , σοφὸς δὲ οὐκ ἄν , μηδενός |
| ἀπαίδευτον , ὡς ἂν συνηρανισμένον ἐκ συγκλύδων ὄχλου καὶ βιαίων φλυάρων . ὁ δὲ τούτῳ προσεταιριζόμενος ἀθλιώτερος μακρῷ . Ὁπότε | ||
| σαφές : ἀληθές μακρῷ χρόνῳ : πολλῷ χρόνῳ στωμυλμάτων : φλυάρων πιθανολογιῶν παρῆκα : ἀφῆκα κομψός : πέρπερος εἰσηγησάμην : |
| ] διὰ τοῦτο ? ? [ εἶπε ] ? [ Κινδυνεύεις - ] [ λόγον οὐ ] φαῦλον ? ? | ||
| οὖσι μεῖξις μία λύπης τε καὶ ἡδονῆς συμπίπτει γενομένη . Κινδυνεύεις ὀρθότατα λέγειν . Ἔτι τοίνυν ἡμῖν τῶν μείξεων λύπης |
| . φημὶ δέ σε ἐγὼ πολεμικὸν μὲν οὐδέποτε ἔσεσθαι , δόξειν δὲ τοῖς ἀνοήτοις , οὐδὲ ἡγήσεσθαι οὐδέποτε , ὅπου | ||
| λέγων ὅτι πολλῷ θρασυτέρους πεποίηκε τοὺς βαρβάρους ἐάσας ἀτιμωρήτους : δόξειν γὰρ αὐτοὺς τε - τευχέναι συγγνώμης οὐ δι ' |
| , καὶ πολλάκις κατακεῖσθαι δέον , οὐδὲ τοῦτο συγκεχώρηται : σκῆψις γὰρ ἡ νόσος καὶ φυγὴ τῶν καθηκόντων ἔδοξεν . | ||
| προσηγορικοῖς καὶ τὴν τῶν προσηγορικῶν κλίσιν ἀνεδέξαντο : τὸ γὰρ σκῆψις σημαίνει τὴν πρόφασιν , τὸ δὲ ἐπίσκηψις τὴν παραγγελίαν |
| τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ σπουδαίοις οὕτω πράγμασιν καὶ | ||
| . Βοῇς : δεῖ γινώσκειν , ὅτι τὸ βοᾷς καὶ γελᾷς οἱ Δωριεῖς βοῇς καὶ γελῇς λέγουσιν . καὶ μηδεὶς |
| πινοτήρης : ⌈ “ ὁ πινοτήρης ” ἕως τοῦ “ τραγῳδοῦ ” : δῆλον , ὅτι Γ περὶ Ξενοκλέους ὁ | ||
| : συνίζησις . παλαίφατον : πάλαι λεχθέν . ἀοιδοῦ : τραγῳδοῦ . Ἔκλυεν : ἤκουεν . ὀχησάμενος : ἐπικαθήμενος . |
| ἔργα . τὸ δὲ μὴ στερισκώμεθα ἐν ἤθει ἀναγνωστέον οὐ παραιτήσεως ἕνεκα : οὐχὶ ἕνεκα τοῦ αἰτεῖν συγγνώμην φησίν μόνοι | ||
| οἱ δὲ τῷ ποσῷ διαφθείροντες , ἀναλόγως καὶ τὸν τῆς παραιτήσεως χρόνον ἐπὶ τῇ νόσῳ μαρτυροῦσι . κἂν μὲν οὖν |
| θεὸς ἀναφανείς : ἐπὶ τῶν φαινομένων ἀπροσδοκήτως εἰς σωτηρίαν . Ἀπόλογος Ἀλκίνου : ἐπὶ τῶν φλυάρων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον | ||
| Βοιώτειος . Ἅπαντα τοῖς καλοῖσιν ἀνδράσι πρέπει : δήλη . Ἀπόλογος Ἀλκίνου : ἐπὶ τῶν φλυάρων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον |
| τῆς δωρεᾶς . πυνθάνομαι τοίνυν αὐτοῦ , ” Τί λοιπὸν ἀπαιτεῖς παρ ' ἡμῶν ; οὐκ ἠβουλήθην ; οὐκ ἀνῆλθον | ||
| τῆς μητρὸς εἶπεν : „ βαρύ γε ἐνοίκιον τῆς δεκαμήνου ἀπαιτεῖς „ . Ὁ αὐτὸς ἀξιούμενος ὑπὸ τῶν φίλων τεκνοποιῆσαι |
| καὶ διορίσαι τό τε τοῦ ἐπαινοῦντος ἔργον καὶ τὴν τοῦ κόλακος ὑπερβολήν . Ὁ μὲν οὖν κόλαξ ἅτε τῆς χρείας | ||
| τοῖς συνοῦσι παρ ' ἑκατέρου . καὶ ἡ μὲν τοῦ κόλακος διαβάλλεται , ἐπαινεῖται δὲ ἡ τοῦ φίλου . ἔτι |
| τὸ ἀρίσταμεν καὶ ἀριστάναι . Ἀριστοφάνης : ὑποπεπτώκαμεν καὶ καλῶς ἠρίσταμεν . Ἕρμιππος ἀριστάναι καὶ παρεστάναι τουτῳί . εὕρηται δὲ | ||
| τὸ χειρόμακτρον . Ὑποπεπώκαμεν γάρ , ὦνδρες , καὶ καλῶς ἠρίσταμεν . Ἀπασκαρίζειν ὡσπερεὶ πέρκην χαμαί . Ὡς ἄν τις |
| ἑαυτοῦ πεισθεὶς ὑπῆλθεν , αὐτὸς ὑφ ' ἑαυτοῦ διέφθαρται . Θέλω δὲ μὴ πρότερον ἐπ ' ἄλλον λόγον ὁρμῆσαι , | ||
| αὐτῷ ζῶν τε καὶ βλέπων φονέας αὑτοῦ φησὶν εἶναι . Θέλω δὲ καὶ τὰ ἄλλα παραπλήσια ἀπολογηθέντα τούτοις ἐπιδεῖξαι αὐτόν |
| κατιδεῖν παρὰ νόμον καὶ δίκην ἐβιάσατο ἢ ἐκλαλῆσαι τὰ ὀφείλοντα ἡσυχάζεσθαι ἢ εἰς τοὐμφανὲς προενεγκεῖν τὰ δυνάμενα οἴκοι συσκιάζεσθαι καὶ | ||
| ἀβέβαιος ‖ . ‖ [ Οἱ λάλοι ] τὰ ὀφείλοντα ἡσυχάζεσθαι ῥηγνύντες τρόπον τινὰ ὑπὸ γλωσσαλγίας , προχέουσιν εἰς ὦτα |
| ὑπομενοῦντας : ἀμείβεσθαι γὰρ ἡμᾶς δεῖ τὰς σὰς εὐεργεσίας , πολυμερῶς εἰς τοὺς ἡμετέρους πολίτας κατατεθείσας . εὐθὺς οὖν ὑπὲρ | ||
| δίχα γενειάδος καὶ μετωπιαίας , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν πολυμερῶς καὶ κεφαλὴν πάσχουσαν ἐπιδῆσαι θέλομεν . πλήξ . Θέντες |
| ' ἀναιδείᾳ παρέλθῃ ς ' , ἡμέτερος ὁ πυραμοῦς . Τουτονὶ τὸν ἄνδρ ' ἐγὼ ' νδείκνυμι , καὶ φήμ | ||
| ἐν τοῖς αὐτοῖς ἐνέχεσθαι , διαγιγνώσκειν δὲ τοὺς ἐφέτας . Τουτονὶ δεῖ μαθεῖν ὑμᾶς , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , τὸν |
| : τοσοῦτον τὸ μέγεθός ἐστιν αὐτοῦ τῆς ἐκτάσεως : διὸ τολμητέον εἰπεῖν τὸν μὲν ἄνθρωπον ἐπίγειον εἶναι θεὸν θνητόν , | ||
| μὲν οὖν ἀληθέστατα περὶ τούτων αὐτοὶ ἴσασιν οἱ θεοί : τολμητέον δὲ καὶ ἡμῖν ἀποπλῆσαι τὰς ἀπορητικὰς ὠδῖνας ἐφ ' |
| εἶναι Πλάτωνι . Εἶτα οὐκ ἦν τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων θεραπευτικὸς ὁ Ξανθίππου Περικλῆς ; ἐμοὶ μὲν δοκεῖ . ὁσάκις | ||
| . ἐνθυμοῦ δὲ καὶ ὅτι δοκεῖς τισιν ἐνδεεστέρως τοῦ προσήκοντος θεραπευτικὸς εἶναι : μὴ οὖν λανθανέτω σε ὅτι διὰ τοῦ |
| ζηλοῖ τὸν οὐδενὸς δεόμενον ὁ τῶν ὀλίγων ἀναγκαίως δεόμενος . ἄσκει μέγας μὲν εἶναι παρὰ θεῷ , παρὰ δὲ ἀνθρώποις | ||
| ἐνοχλῶν , ἐλαύνων μᾶλλον ἢ καὶ τὴν ψῆφον παρακαλῶν . ἄσκει δὲ αὐτὸ θεώμενος τοὺς ἐν τοῖς ἀληθινοῖς πράγμασιν ὁτιοῦν |
| οὐ δέχεται γλυκερᾶς μέρος ἐλπίδος ἐν τῷ λαλεῖν δεῖ μηδὲ μηκύνειν λόγον . ἀεὶ δ ' ὁρῶντί τ ' ὀξὺ | ||
| θέρους δὲ μαχομένοις ἦν ἀλεξήματα . Τί δεῖ τὰ πολλὰ μηκύνειν ; σχεδὸν γὰρ ἀπόχρη , κἂν εἴ τι τῶν |
| καὶ κατὰ σύνθεσιν ἀπαφῶ , ἔνθεν τὸ ἀπαφίσκω , τὸ ἀπατῶ καὶ παραλογίζομαι . ἢ ἡ ἀπό τὸ ἄποθεν δηλοῖ | ||
| δεῖνα ἀντὶ τοῦ σοφίαν διδάσκω . σοφίζομαι δὲ ἀντὶ τοῦ ἀπατῶ . Τὸ τὰ προσήκοντα πρὸς ἀνθρώπους ποιεῖν λέγεται δίκαιον |
| . . φοβεῖται : ὅτι τὸ φοβερὸν εἶναι καὶ τὸ φθονεῖσθαι , ὡς καὶ Σοφοκλῆς [ . ] : πρὸς | ||
| παρὰ τῶν οὐ φθονούντων . ἡδὺ δὲ καὶ αὐτὸ τὸ φθονεῖσθαι καὶ λαμπροῦ τινος σημεῖον . Οἱ τὸν ἥλιον οὗτοι |
| . Ἔτι γὰρ μένεις ; Ἄπειμι : σὺ δὲ οὐ χαιρήσεις οὕτω σκαιὸς ἐκ χρηστοῦ γενόμενος . Τίς οὗτός ἐστιν | ||
| ἐκκαυλίζων καταβροχθίζει , κἀμφοῖν χειροῖν μυστιλᾶται τῶν δημοσίων . Οὐ χαιρήσεις , ἀλλά σε κλέπτονθ ' αἱρήσω ' γὼ τρεῖς |
| μεθέστηχ ' : Μετεβλήθη . εἶχε : Ἐκέκτητο . . μελαγχολᾷς : Μαίνῃ . . τὸ βλέμμ ' αὐτοῦ : | ||
| τοῦ ῥήματος , τὸ ποῖον δὴ λέγω , ὦ μοχθηρὲ μελαγχολᾷς , εἶπες δ ' ἂν οὑτωσί πως , ὦ |
| , τὸ δ ' ὕλης ἐν βαθυξύλωι φόβηι , οὐ ῥάιδιον ζήτημα : κρᾶτα δ ' ἄθλιον , ὅπερ λαβοῦσα | ||
| ἐπαλλάττειν ; οὐδὲ τὴν ἀπορροὴν ἀπὸ τοῦ κενοῦ πως γίνεσθαι ῥάιδιον ὑπολαβεῖν : ὥστε λεκτέον τούτου τὴν αἰτίαν . ἔοικε |
| εἰς θ ἀγαθός , ὡς κρεμάστρα κρεμάθρα . τὸ δὲ ἀγάζω παρὰ τὸ ἀγῶ : καὶ ὡς σκεδῶ σκεδάζω , | ||
| . . . . ἀγασάμενοι : θαυμάσαντες : παρὰ τὸ ἀγάζω , τὸ θαυμάζω . . . . ἀγαστόρων : |
| κοινωνεῖν . καὶ ἄλλα παραδείγματα , νοσοῦντα , κινδυνεύοντα , ζημιούμενον , καὶ οὐδεμία ῥοπὴ ἦν ἐκ τῆς προσθήκης ἡμῶν | ||
| πρὸς τοὺς πολεμίους κινδύνους ὑπομένειν : τίς γὰρ ὁρῶν θανάτῳ ζημιούμενον τὸν προδότην , ἐν τοῖς κινδύνοις ἐκλείψει τὴν πατρίδα |
| ] τοῖς τοιαῦτα ἀγαθά σοι παρέχουσιν πεπεμμένου ] ἐζυμωμένου ] γνωμικόν . ἀσκωλίαζ ' ] πήδα τῷ ἀσκῷ : ἢ | ||
| ἀδυνάτῳ σοφίσματι ] ψευδεῖ ἀπάτῃ ἣν περὶ Διὸς λέγεις . γνωμικόν αὐθαδία ] ἡ ἀλαζονία φρονοῦντι μὴ καλῶς ] ἤγουν |
| δεσπότην ὅλον ἥρπακας | εὐφυῶς διακείμενον πρὸς ἀκρόασιν τῶν μετὰ χλεύης ἐγκλημάτων : ἀναπέπταται γὰρ αὐτοῦ , ὡς οἶδας , | ||
| τῆς πρὸς Ἀλέξανδρον συναφείας . ἔσθ ' ὅπου δὲ καὶ χλεύης εἴδομεν ἀξίας εἰκόνας , ἐν γραφαῖς ἑνὸς σώματος ὑπὸ |
| Φέρ ' ἴδω , πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταυτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῖς ; Ἆρ ' οἶσθ ' ὅτι Ζεὺς εἴ | ||
| δέρεις : ἐπὶ τῶν ἀνοήτως σφόδρα τι ποιούντων . Ἀσκῷ μορμολύττεσθαι : ἐπὶ τῶν εἰκῆ δεδιττομένων . Ἀτρέως ὄμματα : |
| ὀρφανήν . εἰ δὲ μὴ δύναμαι ζῆν ὡς εὐγενής , αἱροῦμαι θάνατον ἐλεύθερον . ” τούτων ἀκούων δὲ ἔκλαιε προφάσει | ||
| τουτέστιν ἐκ δειλίας κινεῖ με ὁ φόβος φθέγξασθαι ἃ μὴ αἱροῦμαι . ὤπασας ] παρέσχες τοῖς ἀνδράσιν . ὤπασας ] |
| φυγαδικήν ʃ οὐκ ἄξιον ὑποπτεύεσθαί μου τὸν λόγον διὰ τὸ προθυμηθῆναί με φεύγειν καὶ οὐ τῆς ὑμετέρας . . . | ||
| φυγαδικήν ʃ οὐκ ἄξιον ὑποπτεύεσθαί μου τὸν λόγον διὰ τὸ προθυμηθῆναί με φεύγειν καὶ οὐ τῆς ὑμετέρας . . . |
| οἴμοι τί λέξεις : σαφῶς ἀκούσασα τὸν ἔρωτα , λοιπὸν σχετλιάζει τὴν ὑπερβολὴν τοῦ πάθους . κομματικὴ δὲ ἡ διάνοια | ||
| γὰρ ἂν εἴη τοῦτό γε ] μετὰ τὴν ἀπόδειξιν εὐλόγως σχετλιάζει , τοῖς κοινοῖς λογισμοῖς λοιπὸν χρώμενος . ἐπειδὴ ἄρχω |
| λέξον . „ Ἀντὶ παλαισμοσύνης θῆκε Λύρωνι πόλις . „ Μισῶ μὲν ὅστις τἀφανῆ περισκοπῶν φησὶν ὁ Σοφοκλῆς . καὶ | ||
| ἄνδρας : τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα . Ὅθεν ἐπίγραμμα , Μισῶ τὸν ἄνδρα τὸν διπλοῦν πεφυκότα , χρηστὸν λόγοισι , |
| : ἀλλ ' εἰκὸς μὴ εἰδότα ἐφ ' ᾧ ἤγετο ἀπηντηκέναι . ἢ οὕτως , ἀλλ ' εἰκὸς παρακεκλημένον ἀπηντηκέναι | ||
| προσπλέξας τὸ ἀρσενικόν . ἀλλὰ ῥητέον πρὸς τὴν διάνοιαν αὐτὸν ἀπηντηκέναι : Ἀρχιλόχου μέλος ὁ ὕμνος , εἶτα ὕμνος ὁ |
| πῶς οὐκ ἀλγεῖς νενικημένος ; ἐν κάλλει μὲν ἔφην ἐπιστολῶν νενίκημαι , Βασίλειος δὲ κεκράτηκε , φίλος δὲ ὁ ἀνήρ | ||
| καταλιπεῖν : Βαβυλὼν ἡμᾶς ἀπολώλεκε . τὴν μὲν πρώτην δίκην νενίκημαι : Μιθριδάτης μου κατηγόρει : περὶ δὲ τῆς δευτέρας |
| ἐργάζεσθαι καὶ πονεῖν ποριζόμενος τὸν βίον : πτωχὸς δὲ ὁ ἐπαίτης ὁ τοῦ ἔχειν ἐκπεπτωκώς , ἢ ἀπὸ τοῦ πτώσσειν | ||
| δὲ πολλάκις τοῦτο ἦν καὶ ἔληγεν ὢν ὁ μὲν βασιλεὺς ἐπαίτης , ὁ δὲ Χρυσάνθιος τὴν ἀρχιερωσύνην τοῦ παντὸς ἔθνους |
| γὰρ ὁ Σαλούστιος ᾔδει τὸ ἐνὸν εἰπεῖν . οὐ γὰρ διεβέβλητο πρὸς τοὺς φιλοσόφους ἁπλῶς , ἀλλὰ φύσει μισοπόνηρος ἦν | ||
| πειράζων λέγει καὶ χλευάζων : ἢ ὅτι τὸ παλαιὸν οὐ διεβέβλητο ἡ κλοπὴ , εἰ μὴ φωραθεὶς κλέπτων ὑπῆρχεν . |
| χεῖρον . ἀπὸ δὴ θαυμαστῆς ἐλπίδος , ὦ ἑταῖρε , ὠιχόμην φερόμενος , ἐπειδὴ προϊὼν καὶ ἀναγιγνώσκων ὁρῶ ἄνδρα τῶι | ||
| παράδοξον τι ποτ ' ἐρεῖϲ ? ? [ ; } ὠιχόμην εἰϲ λιμένα : ἀπαντήϲαϲ με γὰρ ϲύμπλουϲ ἀνέϲτρεψέν τιϲ |
| Ἄρειος πάγος . τάχ ' οὖν οὐδ ' ὑμεῖς ἐπιτρέψετε προοιμιάζεσθαι ἐπὶ πλέον : οὐδὲ γὰρ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ ὁ | ||
| . πρὸς δὲ τούτοις ἡ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ βουλὴ οὔτε προοιμιάζεσθαι εἴα οὔτε ἐπιλογίζεσθαι . πρὸς δὲ τὸ ὅτι παρασκευαστικόν |
| ταῖς πόλεσιν ἀνακτησάμενος τὴν ἐλευθερίαν μεγάλην εὔνοιαν εἰς τοὺς Θετταλοὺς ἐνεδείξατο : διόπερ ἐν ταῖς μετὰ ταῦτα πράξεσιν ἀεὶ συναγωνιστὰς | ||
| τοῦ οἰκείου μουσείου ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω , ὁπότε καὶ οὗτος ἐνεδείξατο τὴν δύναμιν αὐτῆς ἐν τῷ Σοφιστῇ λέγων οὕτως γύμναζε |
| αὐτὸν τῷ μεταλαβεῖν ; Ναί : ἀλλ ' ἐγὼ σοὶ πιστεύω , σὺ ἐμοὶ οὐ πιστεύεις . Πρῶτον μὲν οὐδὲ | ||
| οὕτως οὖν καὶ ἐνταῦθα τὸ νομίζω ἀντὶ τοῦ κρίνω καὶ πιστεύω . τὸ δὲ ὑμᾶς πολλὴν ἔμφασιν ἔχει , ὡς |
| θεῷ , ἵνα σῴζηται ἡ δωρεὰ τοῖς ἐπιγιγνομένοις καὶ ᾖ ἐξελέγξαι ὅτου ἂν ἕκαστος ᾖ συγγενής . καὶ ὕστερον οὐκ | ||
| δὲ λόγου τούτου , καίπερ εἶναι δοκοῦντος πιθανοῦ , ῥάιδιον ἐξελέγξαι τὸ ψεῦδος . εἰ γὰρ ἦν ἀληθὲς τὸ προειρημένον |
| οἷς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους διεξῆλθε , καιριώτατα τὸ τοῦ Εὐριπίδου ἐπεφθέγξατο „ Θησεῦ , πάλιν με στρέψον , ὡς ἴδω | ||
| τῶν ἑταίρων εἶπεν μηδὲν καταδεέστερον Ἡφαιστίωνος τὸν Κρατερὸν στέργεσθαι , ἐπεφθέγξατο Κρατερὸν μὲν γὰρ εἶναι φιλοβασιλέα , Ἡφαιστίωνα δὲ φιλαλέξανδρον |
| κάνθαρος ; τουτὶ γὰρ ἂν πύθωμ ' ἔτι , αὐτὸς περανῶ τὰ πάντ ' . ἀμέλει κυκνοκάνθαρος . [ ἐξ | ||
| ἐλέγχων μὲν ταῦτα , διότι οὐχ οὕτως ἔχει , οὐδὲν περανῶ : ἐξηγεύμενος δὲ καθότι μοι δοκέει ἕκαστον ὀρθῶς ἔχειν |
| ἀντίπαλον θανάτου . πάντα δ ' ὅσα σπλάγχνοισιν ἐνίσταται ἄλγεα παύω , βῆχά τε καὶ πνιγμόν , λύγγα τε καὶ | ||
| βλέπειν . Λῆρος . λήθω λήσω , λῆρος : ὡς παύω παύσω , παῦρος . ἢ ἀπὸ τοῦ ῥέειν καὶ |
| ϲὺν τῷ θώρακι ϲιναπιϲτέον καὶ ϲτόμαχον δὲ καὶ ἔντερα ἐπὶ πάϲαιϲ ταῖϲ χρονίαιϲ διαθέϲεϲι καὶ μάλιϲτα ἀνορεξίαιϲ , ἐπί τε | ||
| λιμναῖα πάντα κακά , πλὴν τοῦ Νειλώου : τοῦτο γὰρ πάϲαιϲ ἀρεταῖϲ κεκόϲμηται : καὶ γὰρ καὶ πινόμενον ἡδὺ καὶ |
| ] ταῦτα γενέσθαι σοι . ἐξέτεινας ] τοὺς λόγους . ἐναισίμως ] δικαίως , προσηκόντως . Ἀλλὰ χρὴ τοῦτο τὸ | ||
| εἶπας εἰκότως ἐμῇ : μακρὰν γὰρ ἐξέτεινας : ἀλλ ' ἐναισίμως αἰνεῖν , παρ ' ἄλλων χρὴ τόδ ' ἔρχεσθαι |
| ἁμαρτάνοντά τι : δένδρον παλαιὸν μεταφυτεύειν δύσκολον . } Αἰσχύνομαι πλουτοῦντι δωρεῖσθαι φίλῳ , μή μ ' ἄφρονα κρίνῃ καὶ | ||
| , ἃ Δικαίαρχος Εὐριπίδην οἴεται πρὸς Ἀρχέλαον εἰπεῖν οὐ βούλομαι πλουτοῦντι δωρεῖσθαι πένης , μή μ ' ἄφρονα κρίνῃς ἢ |
| αὐτὴν ἐπιμεμψάμενος ὡς ἀδελφὴν μὲν ἀγαθήν , μητέρα δὲ οὐκ εὐγνώμονα , παρεσκεύασεν ὅμως Πλάγκον ὑπατεύοντα κάθοδον τῷ Λευκίῳ ψηφίσασθαι | ||
| , οὐ μὰ Δί ' , ἔφη , ἀλλ ' εὐγνώμονα : ἔχων ἐξουσίαν ἅπαντα λαβεῖν τὰ ἡμίση κατέλιπεν . |
| πορεύῃ , ἄριστε φίλων ; Ὁ δὲ ταῦρος ἔφησεν : Ὁρῶ σοι , ἄναξ , οὐκ εἰς πρόβατον παρασκευὴν τυγχάνειν | ||
| οἶδ ' ὅ τι δεῖ πλείω περὶ τούτων λέγειν . Ὁρῶ δέ , ὦ ἄνδρες , τὴν πλείστην διατριβὴν τῶν |
| πρόσαγε τὸ στόμα . ἀλλ ' , ὦ μέλ ' ὀρρωδῶ τὸν ἐραστήν σου . τίνα ; τὸν τῶν γραφέων | ||
| , οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ : τὸ φοβοῦμαι . ῥῶ ἐστι ῥῆμα , ἀφ |
| : λαλεῖ γοῦν ὁ Πλοῦτος : [ ψωλὸν δὲ , ἀσχήμονα κατὰ παρέκτασιν τοῦ μορίου : μαδῶντα δὲ , φαλακρὸν | ||
| λίαν παρείλετο . ὀργῇ δὲ φαύλῃ πόλλ ' ἔνεστ ' ἀσχήμονα . ἔπαυς ' ὁδουροὺς λυμεῶνας ἔσῳσα δούλην οὖσαν : |
| ἀρετὴν ὡς ἀληθῶς ἠσκημένους ταῖς ὑπὲρ αὑτῶν εὐφημίαις ἐρυθριᾶν . Ἔοικα δὲ τοῦ γάμου τὸ πάντων ἥδιστον παρατρέχειν . τί | ||
| ὕβρεως , ἀλλὰ καὶ ψιλῇ κατηγορίᾳ πρὸς δικαστήριον ἄγεται . Ἔοικα δὲ τὸ μέγιστον οὔπω διάφορον εἰρηκέναι . τί οὖν |
| μέλλοντος ἀθλητοῦ μένει Ἀλκήν : ἐπὶ τοῦ μὴ ὑπερβάλλοντος . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὅτι οὐδὲ τῶν εὐτελῶν δεῖ | ||
| . Ἀγρίπου ἀκαρπότερος : ἔστι δὲ ἄγριπος ἡ ἀγριελαία . Ἀγροίκου μὴ καταφρόνει ῥήτορος : ὑποθετική : ὅτι μηδὲ τῶν |
| ἐν παντὶ καιρῷ καὶ χωρίῳ καὶ περὶ ὅτου δὴ φθεγγόμενος ἐσκεμμένως ἂν δόξαι λέγειν : οὕτως οὐκ ἔστιν ὅτε ἡγεῖται | ||
| τις μετρίως μακρᾶς ἐπικουρίας ἐπιτυχων διορθωθείη . Πρόχειρα δὲ τοῖς ἐσκεμμένως μετιοῦσι τὴν τέχνην ὅσα διά τε ἐπισυμβᾶσαν δυσκρασίαν καὶ |
| , φράσαι , ῥῆσιν ἀποτεῖναι , λόγον ἐξενεγκεῖν , λόγον διαπεράνασθαι , εἶραι , συνεῖραι ἀπνευστὶ περιόδους , ἀντίθετα , | ||
| , μὴ πρότερον ἀντιπροσαγορεῦσαι πρὶν ἢ τὸν λόγον ὃν ἔλεγε διαπεράνασθαι . ἀτυφότατος δὲ ὢν πολλάκις τῆς ἡμέρας ἑαυτῷ ἐμελέτα |
| παντὶ τῷ προτεθέντι προβλήματι νοῆσαί τε ἃ χρὴ εἰπεῖν καὶ οἰκονομῆσαι ταῦτα καὶ ἑρμηνεῦσαι ἄριστα . πρόσκειται δὲ τῶν ἐνδεχομένων | ||
| ἴδια εὖ θέσθαι Ἕκαστοι : τῶν Σικελιωτῶν . θέσθαι : οἰκονομῆσαι . νῦν πρὸς ἀλλήλους δι ' ἀντιλογιῶν : τὸ |
| ἐπὶ Κυζίκον καὶ ἐς λόγους ἀπικέσθαι . Καὶ τοῦτον μὲν ἐντεταμένως ἀμφισβατέειν , τοὺς δὲ προσήκοντας τῷ νεκρῷ ἐπὶ τὸ | ||
| πρότερόν μοι δεδήλωται , παρὰ τοῦ πατρὸς τὸν πόλεμον προσεῖχε ἐντεταμένως . Τοῖσι δὲ Μιλησίοισι οὐδαμοὶ Ἰώνων τὸν πόλεμον τοῦτον |
| μεμφομένων τινῶν Ἑκαταῖον τὸν σοφιστήν , ὅτι παραληφθεὶς εἰς τὸ συσσίτιον οὐδὲν ἔλεγεν : ὁ εἰδώς , ἔφη , λόγον | ||
| ἰχθύδι ' ὀπτᾶν . τί σὺ λέγεις ; ἰχθύδια ; συσσίτιον μέλλεις νοσηλεύειν ; ὅσον ἀκροκώλι ' ἕψειν ῥύγχη , |
| Ῥωμαίοις τὰ ἐν Μακεδονίᾳ . ἥκοντας δὲ ἐς τὴν Ἑλλάδα ὑπήρχετο ὁ Καλλικράτης οὔτε ἔργον τῶν ἐς τὴν κολακείαν οὔτε | ||
| ζῆλον αὐτῶν , ἀλλ ' ὥστε φεύγειν αὐτά . Ὅτε ὑπήρχετο ἡ γραφικὴ τέχνη καὶ ἦν τρόπον τινὰ ἐν γάλαξι |
| [ τίνες δὲ χοἰ συνδρῶντες ἐκ ποίας χθονός [ ; σημήνατ ' , εἴπαθ ' , ὡς [ ἔνεστ ] | ||
| ἐμάθετ ' ; ἐν ποίῳ ? [ ] τόπῳ ; σημήνατ ? [ ] ' : οὐ ? γὰρ ? |
| ἕνεκεν ὀρθοκόρυζον καλεῖσθαι πρὸς ἡμῶν καὶ τοῦ χοροῦ τῶν Διονυσοκολάκων ἔκρινα . Ὦ δαῖμον , ὅς με κεκλήρωσαι καὶ εἴληχας | ||
| καθυστερεῖν καὶ τῆς τελείας εὐδαιμονίας ἣν σὺ κέκτησαι . διόπερ ἔκρινα προσφωνῆσαί σοι παραγενέσθαι πρὸς ἐμέ , πεπεισμένος σε μὴ |
| σύνεστι . εἰς ὃν οὐκ ἔστι μηχανὴν ἀπαλλαγῆς εὑρεῖν . κεκρατημένον μόχθῳ καὶ λύπῃ . * τοῦ πεινῆν , διψῆν | ||
| ἵν ' ᾖ ἀάρης καὶ Ἄρης . . ἀρημένον : κεκρατημένον : αἱρῶ αἱρήσω ᾕρηκα ᾕρημαι ᾑρημένον καὶ ἀρημένον . |
| τούτων δ ' ἀμφοτέρων μέσον ἂν ἁμάρτημά τι συμβῇ , μεταγνῶναι . καὶ μὴν εἰ μὲν ὥσπερ ἡμῖν πρὸς ὑμᾶς | ||
| ἐγὼ μὲν οὖν καὶ τότε πρῶτον καὶ νῦν διαμάχομαι μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς τὰ προδεδογμένα , μηδὲ τρισὶ τοῖς ἀξυμφορωτάτοις τῇ |
| λιμὸν καὶ τὴν τῶν ἀναγκαίων ἐπιθυμίαν τε καὶ ἀπορίαν ἁμαρτάνων συγγνωστός , ὁ δὲ τοιᾶσδέ τινος ἐπιθυμίᾳ τροφῆς καὶ τοιοῦδέ | ||
| δύο μακρῶν καὶ βραχείας , – – ˘ , οἷον συγγνωστός : μολοττὸς , ὁ ἐκ τριῶν μακρῶν , – |
| δήλη . Ἀπόλογος Ἀλκίνου : ἐπὶ τῶν φλυάρων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον . Ἀπὸ καταδυομένης : λείπει , ὅ τι | ||
| πόλιν . Ἀπόλογος ἀλκίνου , ἐπὶ τῶν φλυαρούντων καὶ μακρὸν ἀποτεινόντων λόγον . Ἀπ ' ὄνου καταπεσών . παροιμία ἀπὸ |
| κυβερνήτην κακόν . τύχην ἔχεις , ἄνθρωπε , μὴ μάτην τρέχε . εἰ δ ' οὐκ ἔχεις , κάθευδε , | ||
| , ἄνδρες φίλοι : ἄρτους ἐπιλελήσμεθ ' ἀρκοῦντας πρίασθαι . τρέχε δή , παῖ . καὶ τοῦτο ἔλεγεν αὐτὸς γελῶν |
| . νῦν μὲν οὖν σε ὅπῃ τε καὶ ὅπως ἔχω τιμῶ , ὡς ἂν μὴ ἀγέραστος τὸ γοῦν ἐμὸν παρέλθῃς | ||
| . ἀντὶ τοῦ : πολλή τις οὖσα , τοὺς μὲν τιμῶ , τοὺς δὲ σφάλλω . πρεσβεύω δὲ τὸ προτιμῶ |
| ] τ ' οὖσα του [ ⌊ διὰ τί Κράτεια φρ [ ! ] ? [ ὁ τοῦτο ? ⌊ | ||
| ! ] ! ! [ διὰ τί , Κράτεια , φρ ! ? [ ὁ τοῦτο πράξαϲ ἑ ? ! |
| τῶν ποδῶν , καὶ τὰ τῆϲ ἀνέϲεωϲ μετὰ τοῦ ϲφόδρα θερμανθῆναι τοὺϲ πόδαϲ ϲυμβαίνει . διὸ καὶ ἐξεργαζόμενοϲ τὸν τόπον | ||
| τί δὲ ἔνιοι αὐτῶν οἰνοπόται , ἢ ὅτι ψυχρὸν ὂν θερμανθῆναι χρῄζει ; διὰ τί δὲ ἀποκτενοῦϲι ϲφᾶϲ αὐτῶν , |
| ἔστιν . ὃ δὴ καὶ ἐμοὶ μέγα πένθος ὄρωρεν καὶ δάκνομαι ψυχὴν καὶ δίχα θυμὸν ἔχω . ἐν τριόδωι δ | ||
| κοσμηθέντες , Λίνδον , Ἰηλυσσόν τε καὶ ἀργινόεντα Κάμειρον . δάκνομαι μὲν ἔγωγ ' ἤδη πρὸς τὸ ῥῆμα , σκοπῶν |
| συμβουλίη ἡ ἐς ἡμέας τείνουσα . Τοῦ μὲν γὰρ πεπειρημένος συμβουλεύεις , τοῦ δὲ ἄπειρος ἐών : τὸ μὲν γὰρ | ||
| ἧττον δὲ ἀντιθέσεως . ἀλλὰ λέξει τις : μισθοφορεῖν ἡμῖν συμβουλεύεις ; τοῦτο δ ' ἦν Ἀθηναίοις εὐδοξοῦσιν ἐπαχθές τε |
| σε χρή . Τίς γάρ ποτ ' ἀρχὴ τοῦ κακοῦ προσέπτατο ; δήλωσον ἡμῖν τοῖς ξυναλγοῦσιν τύχας . Ἅπαν μαθήσῃ | ||
| αἰσχύνομαι θεόσσυτον χειμῶνα καὶ διαφθορὰν μορφῆς , ὅθεν μοι σχετλίᾳ προσέπτατο . αἰεὶ γὰρ ὄψεις ἔννυχοι πωλεύμεναι ἐς παρθενῶνας τοὺς |
| . σὺ δ ' ᾧ παντελῶς ἀπώλειαν προσένειμας , ἥκιστα ζημιούμενος , ἕτοιμος ἔσο πρὸς τὴν δόσιν [ ἔρρωσο ] | ||
| ἀνέμου εἰς τοὔμπαλιν ἀνατραπείη τὸ σκάφος . Δολωθῇς ] Ἤγουν ζημιούμενος καὶ στερούμενος λάθῃς . Δολωθῇς ] * Μὴ τοὺς |
| κολαφίζει καὶ τραχηλίζει † αὐτόν . γελοῖον δὲ τοῦτο καὶ κακόζηλον ὑπάρχει τὸ τοῦ Λυκόφρονος ῥητὸν τὸ . . καθ | ||
| μάλιστα τοῦ ἡδέος , ἐξοκέλλοντες δὲ εἰς τὸ ῥωπικὸν καὶ κακόζηλον . τούτῳ παράκειται τρίτον τι κακίας εἶδος ἐν τοῖς |
| , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , χαλεπώτερον ἢ τοῖς αὐτοῖς ἔθεσιν ἐπιτιμᾶν τε καὶ χρῆσθαι τοὺς δημηγοροῦντας . τὸ γὰρ στασιάζειν | ||
| ἔφησε νουθεσίας ἕνεκ ' αὐτοὺς λέγεσθαι : τεθνεῶσι δ ' ἐπιτιμᾶν τίς ὁ καιρός ; ὅπου γὰρ εἰ καὶ ζῶντας |
| ἀντὶ γλώττης ὅσα καὶ χειρὶ χρῆσθαι διέγνωκας καὶ ὥσπερ ἀλλοτρίαν ὑβρίζεις καὶ ἐπικλύζεις τοσούτοις κακοῖς . λαλεῖν μοι ἔργον ἐστὶ | ||
| ξύνει τῷ Διὶ καὶ συμβασιλεύεις αὐτῷ , καὶ διὰ τοῦτο ὑβρίζεις ἀδεῶς : πλὴν ἀλλ ' ὄψομαί σε μετ ' |
| τοῦ λόγου , τουτέστι ψευδοῦς φανέντος . καμεῖν ] ἤτοι λυπηθῆναι . Ἴσως τὴν κερκίδα ἢ τὸν ἄτρακτον λέγει γυναικὸς | ||
| Ἀλλ ' , ὦ Σίμων , εἰκός γε ἐνδείᾳ τροφῆς λυπηθῆναι αὐτόν . Ἀγνοεῖς , ὦ Τυχιάδη , ὅτι ἐξ |
| ὁ τῷ θεῷ λοιδορούμενος ἑάλωκα καὶ νενίκημαι καὶ παρθένῳ δουλεύειν ἀναγκάζομαι , καὶ φαίνεταί τις ἤδη καλλίων ἐμοῦ καὶ θεὸν | ||
| ' ἐπειδὴ τοιοῦτον οὐ δύναμαι κτήσασθαι , τοῖς ἀλλοτρίοις ἵπποις ἀναγκάζομαι χρῆσθαι πολλάκις . καίτοι πῶς οὐκ ἄτοπόν ἐστιν , |
| τῷ μαθήματι , ὃ μέλλεις προδιδάσκειν τὸν πρεσβύτην , καὶ διακίνει τὸν νοῦν αὐτοῦ . ἄλλοι δέ φασιν : ἀπτώτως | ||
| τῶν ἀνθρώπων θερμαίνειν συμμέτρως : ὕπαγε , περιέρχου καὶ οὕτως διακίνει ἀπὸ τῶν μεγίστων ἐπὶ τὰ μικρότατα . σὺ μοσχάριον |
| διττῶς λέγουσιν . ἀποσιμῶσαι : τὸ ἐπικύψαι καὶ τὴν πυγὴν προτεῖναι γυμνήν : Φίλιππος . Θουκυδίδης δὲ τὸ μετεωρίσαι τὰς | ||
| ἀρετῆς γέμοντα , φείσασθαι γένους εὐψύχου τε καὶ ἀνδρικοῦ καὶ προτεῖναι τὰ φιλανθρωπότερα τῶν κακῶν ἡμῖν , ἃ καὶ δυνησόμεθα |
| λέγω ἴσως ἢ ἀντεῖπεν ἢ οὐκ ἐπείσθη , ἡ δὲ ἀποσιώπησις μείζονα τὴν ὑπόνοιαν πεποίηκεν , ὡς ἐπιβουλεύων τῷ πατρί | ||
| Ἀθήνας , τῇ ὑποσιωπήσει καὶ πάλιν χρησάμενος . τὸ σχῆμα ἀποσιώπησις . τὰς Ἀθήνας ἐμφαίνει διὰ τῆς τοιαύτης ἀποσιωπήσεως . |
| δύ ' ἐξ ἑνὸς κακὼ συνάπτει , μωρίαν τ ' ὀφλισκάνει θνήισκει θ ' ὁμοίως : τὴν τύχην δ ' | ||
| : μακρολογεῖν : καὶ εἰς τὴν ἐμὴν χάριν : ἀμαθίαν ὀφλισκάνει : οἷον : ἀμαθής ἐστι καὶ ἄνους ὁ Οἰδίπους |
| παρ ' αὐτά , ἀπερισκέπτως , ἐκ τοῦ σύνεγγυς . αὐτοσχεδιάζειν . αὐτομάτως , ἀσκέπτως εἰπεῖν . Ἀσπασίαν . Ἀσπασία | ||
| Ἡρώδης τότε καὶ ὑπὸ τῷ πατρὶ ἔτι , τοῦ δὲ αὐτοσχεδιάζειν ἤρα μόνου , οὐ μὴν ἐθάρρει γε αὐτό , |
| . Ὑμεῖς ἄρα , ἦν δ ' ἐγώ , ὦ Διονυσόδωρε , τῶν νῦν ἀνθρώπων κάλλιστ ' ἂν προτρέψαιτε εἰς | ||
| ἔφη , καὶ σφόδρα γε : ἢ σύ , ὦ Διονυσόδωρε , οὐκ οἴει εἶναι ἀντιλέγειν ; Οὔκουν σύ γ |
| τῶν ὅλων ἀναῤῥιπτεῖς : οἷον ὑπὲρ τῶν ὅλων ἀγωνίζῃ καὶ κινδυνεύεις . Ὑπηνέμια τίκτει : ψευδῆ καὶ ἀβέβαια . Ὕδραν | ||
| δίκαιον τὸ ἴσον ἔχειν , ἀλλὰ καὶ φύσει : ὥστε κινδυνεύεις οὐκ ἀληθῆ λέγειν ἐν τοῖς πρόσθεν οὐδὲ ὀρθῶς ἐμοῦ |
| τὸ πάνυ βλέπω , ἀπὸ τοῦ τείνω , ὁ μέλλων τενῶ , καὶ κατὰ παραγωγὴν τενίζω καὶ μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ | ||
| . . . ἀτενίζω : τὸ πάνυ βλέπω : τείνω τενῶ τενής καὶ ἀτενής ἀτενίζω , τοῦ α ἐπίτασιν σημαίνοντος |
| ' , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι , ὅπως μὴ πάντων ἔργον σχετλιώτατον ἐργάσησθε . εἰ γὰρ ἀποψηφιεῖσθε Ἀγοράτου τουτουί , οὐ | ||
| τι μὴ λυπήσεις τοὺς ἄλλους ποιῶν . καὶ τὸ δὴ σχετλιώτατον καὶ μέγιστον ἔμοιγε δοκοῦν ὕβρεως εἶναι σημεῖον : τοσούτων |
| σπερμάτων σωτηρίαν . τῶν δ ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις . στέργω γάρ , ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην , τὸ τῶν δικαίων | ||
| ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , |
| προσώπου σου κρυβήσομαι ” τοῦτ ' ἐστίν : εἰ μὴ παρέχεις μοι τὰ γῆς ἀγαθά , οὐδὲ τὰ οὐρανοῦ δέχομαι | ||
| δὲ καὶ πρὸς μισθὸν διδοὺς ἀνθρώποις τοῖς πονηροτάτοις τούτοις τε παρέχεις ἐξουσίαν μηδὲν ὑγιὲς πράττειν καὶ αὐτὸς ὅμοια τούτοις ἐγχειρεῖς |
| ὑπερβὰς τὸ χωρίον καὶ συμπεσὼν οὕτως , ὡς ὁρᾶτε , διετέθην τὸ σκέλος . καταλαμβάνω δὲ τὸ στρατόπεδον ὀξύτερον ἤπερ | ||
| καὶ φεύγει τυραννίδος ἐπιθέσεως : ἐλεήσας γάρ φησι τυραννουμένους οὕτω διετέθην : εἰδέναι δὲ δεῖ , ὅτι ταῦτα πάντα ἐν |
| τὸν Κῦρον καὶ τίνα τρόπον θωπεῦσαι , καὶ προσιόντα μὴ ἀποστραφῆναι καὶ ἁπτομένου μὴ δυσχερᾶναι καὶ φιλοῦντος ὑπομεῖναι , ἑταιρικὰ | ||
| διαλεγομένου τοῖς νέοις , τοσοῦτον ἔρωτα φιλοσοφίας λαβεῖν , ὥστε ἀποστραφῆναι μὲν τὰ πρόσθεν ἐπιτηδεύματα , συγγενόμενον δὲ Σωκράτει , |
| ὑπέσχετο καὶ κατένευσεν , ὅ πέρ ἐστιν μέγιστον σημεῖον τοῦ ἀψευδεῖν τὸν Δία , ὡς αὐτὸς ὁ Ζεὺς ὁ Ὁμήρου | ||
| , καὶ ἀμφότερα ὀρθῶς , δεήσει ἐρωτῶντα μὲν οἷς ἐρωτᾷ ἀψευδεῖν καὶ περὶ ὧν ὡς εἰδὼς προτείνεται , ἀποκρινόμενον δὲ |
| ἔφη , ἢ εἰ ἀφρόντιστος ἐκαλούμην . Εἰ μή γε ἐδόκεις τῶν μετεώρων φροντιστὴς εἶναι . Οἶσθα οὖν , ἔφη | ||
| καὶ διὰ τῶν λοιπῶν , σὺ δέ με παρατηρεῖν . ἐδόκεις εἶναι δίκαιος Κυνηγίῳ λειτουργεῖν καὶ τῇ ' κείνου ψήφῳ |
| ὦ ἄνδρες , οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖ εἶναι δεῖσθαι τοῦ δικαστοῦ οὐδὲ δεόμενον ἀποφεύγειν , ἀλλὰ διδάσκειν καὶ πείθειν . | ||
| τοῦ ἀδικήσαντος , καὶ ὃ πέπονθεν ὁ ἀδικήσας παρὰ τοῦ δικαστοῦ , συμβαίνει ἀναλογίαν εἶναι ἀριθμητικήν . ᾧ γὰρ ὑπερέσχεν |
| καὶ τῆς ἀδυναμίας ὁ Ἀριστοτέλης οἰκείοις οἰκεῖα ἀποδιδοὺς καὶ εὐφήμοις εὔφημα τῷ ποιεῖν τὴν δύναμιν προσῆψε , τῷ δὲ πάσχειν | ||
| παράγραφος . σύστημα κατὰ περικοπὴν στίχων ιβʹ . εὐφημεῖν ] εὔφημα λέγειν . τῆς εὐχῆς ] ἣν αὐτὸς εὔξομαι . |
| , οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον , | ||
| . Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου |