σὰς θύρας , οὐκ ἀξιώσοντα ἃ καὶ πρότερον , ἀλλὰ πευσόμενον πῶς ἔχει ἅπερ ἀπεφήνω ὑπὲρ ξενίας . οἶνος πολὺς | ||
' ἐν νηῒ κέλευσας ἐπ ' ἠεροειδέα πόντον , νόστον πευσόμενον πατρὸς δὴν οἰχομένοιο , ἔρχεσθαι : τὰ δὲ πάντα |
: οὐδὲν σοῦ ξίφει λελείψομαι : ἀλλ ' ἀμφιθεῖναι σῆι δέρηι θέλω χέρας . τέρπου κενὴν ὄνησιν , εἰ τερπνὸν | ||
σωτηρία . ] ἔχεσθ ' ἔχεσθε , φάσγανον δὲ πρὸς δέρηι βαλόντες ἡσυχάζεθ ' , ὡς εἰδῆι τόδε Μενέλαος , |
τῶνδ ' ἃ λέγω πεπράξεται . Ἐγὼ δ ' ἵνα θύσω τοῖσι καινοῖσιν θεοῖς , τὸν ἱερέα πέμψοντα τὴν πομπὴν | ||
μᾶλλον ἢ θυμούμενος πρὸς κέντρα λακτίζοιμι θνητὸς ὢν θεῶι . θύσω , φόνον γε θῆλυν , ὥσπερ ἄξιαι , πολὺν |
ὦ γεραιέ , μῦθον : οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς . φασγάνωι λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην . ὦ τάλαιν ' | ||
, μὴ δόλος τις ἦι . ὡπλισμένος δὲ χεῖρα τῶιδε φασγάνωι τὰ πίστ ' ἐμαυτῶι τοῦ θράσους παρέξομαι . ὠή |
τιμωμένῳ φερούσας ; οἶσθα γὰρ ὡς ἐγὼ μὲν πολλάκις ὤκνησα ἐπαγγεῖλαι χάριν ἐνθυμούμενος , ὁπόσας λάβοιμι , σὺ δὲ τῷ | ||
ἐκείνῳ μᾶλλον ἢ τῷ Διὶ θύσοντας : τραγῳδίαν δ ' ἐπαγγεῖλαι καὶ κιθαρῳδίαν ἀνδράσιν , οἷς μήτε θέατρόν ἐστι μήτε |
εἰ τὸ δυνατὸν αὐτῇ πρόσεστι μαθεῖν βούλομαι . ἀλλ ' ἄπιθι καὶ διαμαντευσάμενος ἧκε ταχέως , ἐγὼ δ ' ἐνθάδε | ||
μετὰ προστακτικοῦ , οἷον , ἴθι ποίησον τόδε . . ἄπιθι πρὸς τὸν θεράποντα φησίν . . τοὺς ξυγγεώργους : |
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών . . : ἀναφορά : , : , , | ||
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών τὸν παῖδα τὸν ἐμόν . Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως |
τὸ συμπέρασμα , εἰ καὶ ἄμφω ψευδῆ εἰσιν , ἢ ὦδε , ἤγουν τὰς προτάσεις μόνον , εἰ τὸ συμπέρασμά | ||
μὴ καλῶς γένοιτο τἠμέρηι κείνηι ἤτις ς ' ἐσήγαγ ' ὦδε . Πυρρίη , κλαύσηι : ὀρῶ σε δήκου πάντα |
. ἐν δὲ τῶι ἡλίωι ὁ Ἀπόλλων , ὃς καλεῖται Λοξίας ὑπὸ τῶν ποιητῶν , εἶναι πιστεύεται . ἄρχεται δὲ | ||
] ! [ – – ἥκει ] γὰρ ὁ [ Λοξίας ] πρόφˈρων ] ? [ ] [ ] ἀθανάταν |
ταῦτα πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω . Βούλει τήνδε σοι πλεκτὴν καθῶ κἄπειτ ' ἀνελκύσω σε δεῦρο ; Λαβὼν οὖν τὸν σκύλακα | ||
Τί δρῶ ; ἀφιεμένην τὴν λαμπάδ ' ἐντεῦθεν θεῶ , κἄπειτ ' ἐπειδὰν φῶσιν οἱ θεώμενοι εἷνται , τόθ ' |
φησιν ὅτι κατελθὼν ὁ Ἰάσων ἀπὸ τοῦ Χείρονος ἄντρου καὶ γνωρισθεὶς τῷ πατρὶ * καὶ * τοῖς συγγενέσιν ἀριστοποιεῖται καὶ | ||
ἀποταμεῖν αὐτοῦ τὴν κεφαλήν , ὅκως μὴ αὐτὸς ὀφθεὶς καὶ γνωρισθεὶς ὃς εἴη προσαπολέσῃ κἀκεῖνον . Τῷ δὲ δόξαι εὖ |
υἱός . κατεχρήσατο οὖν οὕτως εἰπών : ἦν γὰρ ἡ Ἑκάβη ἐν τῇ τοῦ Ὀδυσσέως σκηνῇ , ὁ δὲ χορὸς | ||
εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ἱστοῦ . καὶ πάλιν φησὶν ἡ Ἑκάβη : ἀνέλθω , ἀλλὰ πτερὰ φύσασα ἐν τοῖς νώτοις |
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ | ||
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] : |
νόμος οὐκ ἔστιν ἐπὶ δούλων . ἀναγνώτω σοι πρῶτον τὸ γραμμάτιον τῆς ἀπελευθερώσεως , εἶτα τότε γάμον εἰπάτω . γυναῖκα | ||
. αἰτήσαντί σοι , ὦ γνησιώτατε τῶν ἐμῶν φίλων , γραμμάτιον περὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς παθῶν , ὅπως δεῖ ποιεῖσθαι |
δόκιμον , ὃς γένοιτ ' ἂν ἱκανὸς ἀμισῶς καὶ ἀνεπάφως εὐτρεπῆ τὰ λεχθέντα ποιεῖν μηδεμίαν αἴσθησιν τοῖς πλήθεσιν ἐνδιδοὺς περὶ | ||
, ἔνθα ἦν τὸ Ἱπποθόου λῃστήριον . Ἦν δὲ πάντα εὐτρεπῆ , κάμηλοί τε πολλαὶ καὶ ὄνοι καὶ ἵπποι σκευαγωγοί |
φαρμάκου , ἐδάην τε καὶ ἐγέλασα καὶ τὸν παῖδα θαρρεῖν ἐκέλευσα , ὡς μηδενὸς αὐτῷ προσδοκωμένου δεινοῦ . Οὐκ ἀκριβῶς | ||
ἐπ ' αὐτῷ δὲ γλάγος ἄμνης . Ἥρωας δ ' ἐκέλευσα περισταδὸν ἀμφιχυθέντας δούρατ ' ἐπαμπήξασθαι ἰδ ' ἄορα κωπήεντα |
Δαμάστην ἐπιμεμπτέον κελεύοντα παραχρῆμα τῷ βρέφει τὴν μητέρα τὸν μαστὸν ὀρέγειν , ὡς διὰ τοῦτο καὶ τῆς φύσεως τὸ γάλα | ||
πιόντα τῆς ἀθανασίας ἄγε οἰνοχοήσοντα ἡμῖν διδάξας πρότερον ὡς χρὴ ὀρέγειν τὸν σκύφον . Ἑώρακας , ὦ Ἄπολλον , τὸ |
: πεδία γὰρ τῆσδε χθονὸς δισσοὺς κατοικεῖν Θησέως παῖδας λόγος κλήρωι λαχόντας ἐκ γένους Πανδίονος , τοῖσδ ' ἐγγὺς ὄντας | ||
τῆς κοινῆς μητρὸς πάντων ἢ τῆς Θέμιδος . λάχει ] κλήρωι . πρὸς βίαν ] Πίνδαρός φησι πρὸς βίαν κρατῆσαι |
δ ' ἐμέ : ἀνύειν ἐκπληροῦν : παρελθὼν τοὺς Δελφοὺς φεῦγε : ποῖ με χρὴ πάτερ μολεῖν : ἐκ τῶν | ||
, αὐτὸς σημανεῖ : σὺ δ ' ἐκλιπὼν γῆν τήνδε φεῦγε , πρίν σε παῖδα Πρωτέως ἰδεῖν , ὃς ἄρχει |
οἱ στέφανοι ἐφάνησαν ἐόντες ἐκ τοῦ ἡρωίου τοῦ παρὰ τῇσι θύρῃσι τῇσι αὐλείῃσι ἱδρυμένου , τὸ καλέοντι Ἀστραβάκου , τοῦτο | ||
θάλαμος ἄλλος πεποίηται . ἄνοδος καὶ ἐς τοῦτον ὀλίγη : θύρῃσι δὲ οὐκ ἤσκηται , ἀλλὰ ἐς ἀντίον ἅπας ἀναπέπταται |
τῆς βαφῆς : ὑμᾶς δὲ δεῖ τοὺς καλοὺς ῥόδοις μόνοις ὁπλίζεσθαι καὶ ταύτην λαμβάνειν παρὰ τῶν ἐραστῶν τὴν πανοπλίαν . | ||
ἄνευ τοῦ αὐτοὶ δαπανᾶν τῷ μισθῷ ἐπαναγκάζοντες κατὰ τὸν νόμον ὁπλίζεσθαι . εἴς γε μὴν τὸ εὐπειθεῖς εἶναι τοὺς ἀρχομένους |
ἡ ἐπιστήμη τοῦ τόξου . ὅτε δὲ τὸν Χρύσην ὁ Μυκηναῖος ἠμέλειαὐτόν τε καὶ τὰ λύτρα αὐτοῦ παρ ' οὐδὲν | ||
τῆς ἐκ θεῶν ἐπιούσης τοῖς ἁμαρτάνουσι δίκης : ὁ δὲ Μυκηναῖος πεῖραν ἔχει διπλῆν , ὅπως κινεῖται τὸ θεῖον εὐσεβείας |
οὐ ξυναρπάσας στρατόν , σὲ κἄμ ' ἀποκτείναντας Ἀργείους κόρην σφάξαι κελεύσει ; κἂν πρὸς Ἄργος ἐκφύγω , ἐλθόντες αὐτοῖς | ||
. θῦσε δὲ ἐθυμίασεν : οὐδέποτε γὰρ θῦσαι ἐπὶ τοῦ σφάξαι ἱερεῖόν φησι . . Ι . . . . |
. Κἀγὼ βαρυνθεὶς τὴν μὲν οὖσαν ἡμέραν μόλις κατέσχον , θἀτέρᾳ δ ' ἰὼν πέλας μητρὸς πατρός τ ' ἤλεγχον | ||
Λυσιστράτη ; Ὡς ἅνδρες ἡμεῖς οὑτοιὶ τοιουτοιί . Χαὔτη ξυνᾴδει θἀτέρᾳ ταύτῃ νόσος . Ἦ που πρὸς ὄρθρον σπασμὸς ὑμᾶς |
Θεύδοτε , κηδεμόνων μέγα δάκρυον , οἵ σε θανόντα κώκυσαν μέλεον πυρσὸν ἀναψάμενοι , αἰνόλινε , τρισάωρε , σὺ δ | ||
ἴδω : ἐὰν δὲ κεῖται , οὕτως συντακτέον : χρόνῳ μέλεον φυγάδα ὡς ἴδω : πληρώσαιμι : περιβάλοιμί τε τὰς |
νιφόεις γὰρ λέγεται . . . . τοὺς δ ' εὗρ ' οὐκέτι πάμπαν ἀπήμονας οὐδ ' ἀνολέθρους , ἀλλ | ||
χεῖρα κύκλῳ θιάσου . . . [ ἄγγεα Λυδὴ χεὶρ εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι |
θεούς . ἀφ ' ἑνὸς γὰρ τοὺς πάντας δηλοῖ . θένων : Τύπτων . . νὴ τὸν Ποσειδῶ : Τοῦτο | ||
ἐλθόντα ἐκ τῶν θαλάμων τῆς Μιδέας ἔκτανεν ἐν τῇ Τίρυνθι θένων ἐν σκάπτῳ τῆς σκληρᾶς ἐλαίας . * γάρ . |
: ὁ γὰρ θεὸς οἶδε δικάζειν . Ἡρακλέα δεκάμηνον ἐόντα ποχ ' ἁ Μιδεᾶτις Ἀλκμήνα καὶ νυκτὶ νεώτερον Ἰφικλῆα , | ||
κατεφρύγετο τῆνον ἔρωτα . χἀμῖν τοῦτο δι ' ὠτὸς ἔγεντό ποχ ' ἁσυχᾷ οὕτως : οὐ μὰν ἐξήταξα , μάταν |
: εἰ δὲ δίκην βλάπτοι , πουλὺ χερειοτέρη . τὸν φρουρὸν φρουρεῖν χρή , τὸν ἐρῶντα δ ' ἐρᾶν . | ||
, καὶ τὸν Αἰακόν , ὅσπερ ἐν Αἵδου λέγεται , φρουρὸν ἡγεῖσθαι τουτωνὶ τῶν πυλῶν εἶναι , τεθνεῶτι γὰρ δὴ |
Οἰδίπου , λόγων ἄκουσον : ἀρχὰς τῆσδε γῆς ἔδωκέ μοι Ἐτεοκλέης παῖς σός , γάμων φερνὰς διδοὺς Αἵμονι κόρης τε | ||
' ἱδρὼς ἢ τοῖσι δρῶσι διὰ φίλων ὀρρωδίαν . ] Ἐτεοκλέης δὲ ποδὶ μεταψαίρων πέτρον ἴχνους ὑπόδρομον , κῶλον ἐκτὸς |
ἐς πατρίδα γαῖαν . Ἀτρεΐδης δ ' ἐβόησεν ἰδὲ ζώννυσθαι ἄνωγεν Ἀργείους : ἐν δ ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν | ||
κε κακὸς ὣς νόσφιν ἀλυσκάζω πολέμοιο : οὐδέ με θυμὸς ἄνωγεν , ἐπεὶ μάθον ἔμμεναι ἐσθλὸς αἰεὶ καὶ πρώτοισι μετὰ |
τυδέα τυδῆ παρ ' ὁμήρῳ : ἔνθ ' αὖτ ' ἀγγελίην ἔπι τυδῆ στεῖλαν [ ἀχαιοί ] : Οὐ τετραορίας | ||
περικαλλέα δῶρα . αὐτὰρ κήρυκα πρόεσαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος , ἀγγελίην ἐρέοντα περίφρονι Πηνελοπείῃ , οὕνεκα Τηλέμαχος μὲν ἐπ ' |
εἰσορᾶις ἥκοντα σόν . σύ τ ' αὖ πρόσωπον πρὸς κασίγνητον στρέφε , Πολύνεικες : ἐς γὰρ ταὐτὸν ὄμμασιν βλέπων | ||
' ἐπόρουσε Κόωνι ἔχων ἀνεμοτρεφὲς ἔγχος . ἤτοι ὃ Ἰφιδάμαντα κασίγνητον καὶ ὄπατρον ἕλκε ποδὸς μεμαώς , καὶ ἀΰτει πάντας |
θρηνοῦσαν εἰσαγαγὼν τὸν Ἀστυάνακτα ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα | ||
δ ' ἐᾶτε πλουσίῳ χαίρειν γένει . Ἰοὺ ἰού , δύστηνε : τοῦτο γάρ ς ' ἔχω μόνον προσειπεῖν , |
τοῦ Ναυπλίου συνεὶς τὸ γιγνόμενον , ἁρπάσας τὸν Τηλέμαχον ἀπειλεῖ φονεύσειν πρόκωπον ἔχων τὸ ξίφος , καὶ πρὸς τὴν τῆς | ||
οὐκ εἶναι Πολύβου , ἔρχεται εἰς Πυθώ , ὅθεν ἀκούει φονεύσειν πατέρα . ἐκκλίνει γοῦν τὴν πρὸς τὸν Πόλυβον καὶ |
κράτη σέ τ ' εἶδ ' ἔχοντα Λάϊόν τ ' ὀλωλότα , ἐξικέτευσε τῆς ἐμῆς χειρὸς θιγὼν ἀγρούς σφε πέμψαι | ||
Ἀσιάδος οὐκ ἂν ἥδιον ψόφον κιθάρας κλύοιμεν ἢ Κύκλωπ ' ὀλωλότα . ἐπὶ κῶμον ἕρπειν πρὸς κασιγνήτους θέλει Κύκλωπας ἡσθεὶς |
αὐτὴν μετὰ σωφροσύνης ἐν ἁγνῷ βάθρῳ βεβῶσαν : ἰδοῦσα δὲ ἔδεισέ τε καὶ σεφθεῖσα ἀνέπεσεν ὑπτία , καὶ ἅμα ἠναγκάσθη | ||
μαρτυρεῖ . ὡς γὰρ τῶν Ἀγαμέμνονος ἀπειλῶν ἀκούσας ὁ Χρύσης ἔδεισέ τε καὶ ἀπῄει σιγῇ , μικρὸν ἀποχωρήσας ἐκ τοῦ |
διέπτατο ὠκέα Ἶρις , ἀγχοῦ δ ' ἱσταμένη προσέφη κλυτὸν ἐννοσίγαιον : ἀγγελίην τινά τοι γαιήοχε κυανοχαῖτα ἦλθον δεῦρο φέρουσα | ||
πὰρ ξείνια θείω , πομπήν τ ' ὀτρύνω δόμεναι κλυτὸν ἐννοσίγαιον : τοῦ γὰρ ἐγὼ πάϊς εἰμί , πατὴρ δ |
εἰ δοίης γέ μοι τοὺς Φασιανοὺς οὓς τρέφει Λεωγόρας . ἴθ ' , ἀντιβολῶ ς ' , ὦ φίλτατ ' | ||
' ἔασον κἀποκλαύσασθαι κακά . Ἴθ ' , ὦναξ , ἴθ ' , ὦ γονῇ γενναῖε : χερσί τἂν θιγὼν |
, ναύταισιν πέμπων πλόον εὔπλοον , ἰχθύ , πομπεύσαις πρύμναθεν ἐμὰν ἁδεῖαν ἑταίραν . Ἐξ ἀταλᾶν χειρῶν τάδε γράμματα , | ||
δι ' ἄλσος Ἀρτέμιδος ἤλυθον ὀρομένα , φοινίσσουσα παρῆιδ ' ἐμὰν αἰσχύναι νεοθαλεῖ , ἀσπίδος ἔρυμα καὶ κλισίας ὁπλοφόρους Δαναῶν |
μὴ θέλουσιν ἀγαθοῖς εἶναι μάταιον καὶ λέγειν καὶ ποιεῖν , σπεύδοντα ὅπως ἔσονται ἀγαθοί , τοῖς δὲ ἐθέλουσί γε καὶ | ||
σταδιοδρομεῖν . Δεῖ , ὥσπερ Σειρῆνας τὰς ἡδονὰς παρελθεῖν τὸν σπεύδοντα τὴν ἀρετὴν ἰδεῖν , ὥσπερ πατρίδα . Οὔτε σῖτον |
οὐ γάρ ἐστιν ἄλλων τοιαύτη σοφία τῶν νῦν ἀνθρώπων . Κἀγὼ εἶπον : Τί γελᾷς , ὦ Κλεινία , ἐπὶ | ||
σκορπίον , ἐκταραχθέντα ἀναπηδῆσαι , εἶτα γνόντα τὸ γεγενημένον , Κἀγὼ σὲ , φησὶν , ἐκφοβήσω , βασιλεῦ : δός |
; ! [ ἔοικεν ? ἤδη κ [ ἄγ ' εἷα ? δὴ πᾶς ? ! ! [ ῥινηλατῶν ὀσμ | ||
, . ! υ ! ! ! [ ἄγ ' εἷα νυν ? [ μυχῷ σκ [ παν ? ? |
θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ | ||
δὲ ῥῆμα κορεῖν ἂν λέγοις . καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ |
' Ἀσιατογενής , καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια , καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων | ||
εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων |
τὴν διάλεκτον . φησὶν οὖν : ὦ ἀρχαῖε βασιλεῦ , ἱκοῦ καὶ παραγενοῦ καὶ ἐλθὲ ἐπ ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου | ||
ἐμβατεύων Ἄπολλον , ὦ Δία κεφαλά , μόλε τοξήρης , ἱκοῦ ἐννύχιος καὶ γενοῦ σωτήριος ἀνέρι πομπᾶς ἁγεμὼν καὶ ξύλλαβε |
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν | ||
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον |
γὰρ ἐγὼ κατελειπόμην . Ἐγάμησεν ἣν ἐβουλόμην ἐγώ . Ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . Δεινὸν σὺ φράγμα τῆς νύμφης λέγεις . Τηρῶ | ||
οὐκ ἠρκέσαμεν . . ἑαυτοῖς . . . . ἐξάραντες ἐπικροτήσατε . . . . ἀπεκήρυξεν αὐτὴν ἀγαγών . τὴν |
τὸν ποταμὸν οἰκοδομεόμενος . Ἔχοντι δέ οἱ τοῦτον τὸν πόνον πέμψασα ἡ Τόμυρις κήρυκα ἔλεγε τάδε : Ὦ βασιλεῦ Μήδων | ||
, παρά τε ἀνδρὶ φίλῳ αὑτοῦ εἱστιᾶτο ; ἡ δὲ πέμψασα τὸ φάρμακον καὶ κελεύσασα ἐκείνῳ δοῦναι πιεῖν ἀπέκτεινεν ἡμῶν |
οὐδ ' ὁ Ζεὺς νικῆσαι δύναται . εἰς φυλακήν σε βαλῶ . τὸ σωμάτιον . ἀποκεφαλίσω σε . πότε οὖν | ||
' ὅταν κεκαυμένον ἴδω νιν , ἄρας θερμὸν ἐς μέσην βαλῶ Κύκλωπος ὄψιν ὄμμα τ ' ἐκτήξω πυρί . ναυπηγίαν |
ἄπαιδ ' . ἀπωλόμην , φίλαι . [ ὣς τὴν Λάκαιναν σύγγονον Διοσκόροιν Ἑλένην ἴδοιμι : διὰ καλῶν γὰρ ὀμμάτων | ||
φάρεα πορφύρεα , δῶρα Κλυταιμήστραι , προσεῖπεν δ ' Ὀρέστας Λάκαιναν κόραν : Ὦ Διὸς παῖ , θὲς ἴχνος πέδωι |
τῷ πλήθει παραπλησίαν , καὶ μετὰ τὴν τοῦ πολέμου κατάλυσιν κατάξειν τοὺς βουλομένους εἰς τὰς πατρίδας . τῶν δὲ Σικανῶν | ||
κώμας τοὺς ἀνθρώπους διῴκισε . Μαντινέας δὲ ἐκ τῶν κωμῶν κατάξειν ἐς τὴν πατρίδα ἔμελλον Θηβαῖοι μετὰ τὸ ἔργον τὸ |
εὐλαβεῖσθαι . πότνι ' ] κατ ' εὐφημισμὸν λέγει τὴν Ἐριννὺν πότνιαν , ὡς καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς | ||
καὶ Ἐριννὺς Ἕρκυνν ' Ἐριννὺς ἐπώνυμα Δήμητρος . καὶ Καλλίμαχος Ἐριννὺν καλεῖ τὴν Δήμητρα λέγων Ἐρινύι Τιλφωσαίῃ . καὶ Ἐριννὺς |
θεῷ : Τῷ Πλούτω . . ἀναθεῖναι : Ἀναθῆσαι . τούσδ ' οὓς ἔχω : Τούτους οὕστινας κρατῶ . . | ||
ὦ Ζεῦ Νεμέας τῆσδ ' ἄλσος ἔχων , τίνος ἐμπορίαι τούσδ ' ἐγγὺς ὁρῶ πελάτας ξείνους Δωρίδι πέπλων ἐσθῆτι σαφεῖς |
Ταφίων περίκλυστον ἄστυ πέρσας . φυγὰν φυγάν , γέροντες , ἀποπρὸ δωμάτων διώκετε : φεύγετε μάργον ἄνδρ ' ἐπεγειρόμενον . | ||
- ] τῶν ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ ἡμετέρου καὶ τῆς ἀποπρὸ πρώτης δεξιᾶς ἀγαθῆς . καὶ πάλιν εἶπεν οὕτως , |
: ἀμφὶ γὰρ αἶαν κείνην ἀμφοτέρωθεν ἐρηρέδαται δύο πέτραι , αἴτ ' ἄμφω συνίασι δονεύμεναι , εὖτέ τις ἀρχὴ γίνεται | ||
, τοῖς ἐμὸν ἐρχομένοισι παρ ' ἠρίον εἴπατε χαίρειν , αἴτ ' ἀστοὶ τελέθωντ ' αἴθ ' ἑτεροπτόλιες : χὤτι |
ἐν τοῖς θεραπεύουσιν , ἀλλὰ καὶ δεομένου ξυνεῖναί οἱ θαμὰ ἀνεβάλλετο , ἕως ἠνάγκασε τὸν βασιλέα ἐπὶ θύρας ἀφικέσθαι ἀπάγοντα | ||
σήματα οἱ μνηστῆρες ἐκεῖ ἐθάπτοντο , οὓς ἀποκτείνων ὁ Οἰνόμαος ἀνεβάλλετο τὸν τῆς θυγατρὸς γάμον ἐπὶ τρισκαίδεκα ἤδη νέοις . |
? ' ὕδωρ [ ] πλαζομέναις ἵνα λύσσαν ἀχύνετον ἧκα βαλοῦσα . [ ] ! ! [ ] [ μεσσηγὺς | ||
αὐτὸν ἁδροκέφαλον , ἐπιθυμήσασα αὐτοῦ , φιμάριον εἰς τὸ πρόσωπον βαλοῦσα , ἵνα μὴ ἐπιγνωσθῇ , συνέπαιζεν αὐτῷ . ὁ |
, ἐπὶ τὸ κῶας τὸ χρυσόμαλλον , ἄξοντα ἂν ἀπὸ Αἰήτεω . Ταῦτα δὲ τῷ Ἰήσονι Ἥρη ἐς νόον βάλλει | ||
Παναχαιίδος ἔκτοθι βάλλει ; αὐτῆμάρ κε δόμους ὀλοῷ πυρὶ δῃώσειαν Αἰήτεω , ὅτε μή σφιν ἑκὼν δέρος ἐγγυαλίξῃ : ἀλλ |
δόλον ἄλλον ὕφαινε : κρίνας ἐκ Λυκίης εὐρείης φῶτας ἀρίστους εἷσε λόχον : τοὶ δ ' οὔ τι πάλιν οἶκον | ||
ὣς φάτο : γήθησεν δὲ μέγα φρεσὶ Γαῖα πελώρη : εἷσε δέ μιν κρύψασα λόχῳ , ἐνέθηκε δὲ χερσὶν ἅρπην |
ὑπολαβόντα φῆσαι τὸν Δημόκριτον , εἰ τριῶν ἀπενθήτων ὀνόματα τῶι τάφωι τῆς γυναικὸς ἐπιγράψειεν , εὐθὺς αὐτὴν ἀναβιώσεσθαι τῶι τῆς | ||
δέμας ; δοῦναι κελεύσω πορθμίδ ' , ἧι καθήσομεν κόσμον τάφωι σῶι πελαγίους ἐς ἀγκάλας . ὡς εὖ τόδ ' |
καὶ πυρίας δὲ καὶ ἐπιθέματα τὰ ἐπὶ τῶν ψυχροτέρων προειρημένα κἄπει τούτων παραλαμβανέσθω . Αἱ δὲ διὰ πλησμονὴν χυμῶν μὴ | ||
καὶ πυρίας δὲ καὶ ἐπιθέματα τὰ ἐπὶ τῶν ψυχροτέρων προειρημένα κἄπει τούτων παραλαμβανέσθω . Αἱ δὲ διὰ πλησμονὴν χυμῶν μὴ |
λέγει . καὶ γὰρ οὐ λάτριν , ἀλλ ' ὀνομαστὶ Ταλθύβιον καλεῖν εἴωθεν : τὰ δὲ τοιάδε : τὰ δὲ | ||
. κλυὼν δ ' ἐγὼ ταῦτ ' , ὀρθίωι κηρύγματι Ταλθύβιον εἶπον πάντ ' ἀφιέναι στρατόν , ὡς οὔποτ ' |
. * * ἐλθών γράφε διὰ τὸ μέτρον καὶ μὴ ἱκών . * ἐλθὼν ἐν τῇ Καμαρίνῃ . * * | ||
. * * ἐλθών γράφε διὰ τὸ μέτρον καὶ μὴ ἱκών . * ἐλθὼν ἐν τῇ Καμαρίνῃ . * * |
οὑτοσί με νῦν ἀποπνῖξαι βούλεται ; ἔχ ' , ἀναβαλοῦ τηνδὶ λαβών , καὶ μὴ λάλει . τουτὶ τὸ κακὸν | ||
' ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ ' ὀστρακίνην ἢ βίβλον ἔχων τὴν δήποτε |
[ ] υ ? [ . . . καί τυ φίλιππον ἔθηκεν καὶ τὺ Διὸς θύγατερ μεγαλόσθενες Ἄρταμι ῥύτειρα τόξων | ||
ἐλάλησα κατὰ σοῦ , σήμερόν σε ἐθεασάμην , καί τυ φίλιππον ἔθηκεν . εἰς γὰρ τὸ τοιοῦτο τὰ τῆς συντάξεως |
ἀδικίαν , ὡς καὶ Ὅμηρος ἱστορεῖ λέγων : ὅς ποτε δεῦρ ' ἐλθὼν ἕνεχ ' ἵππων Λαομέδοντος : τὸ δὲ | ||
τῶν ἐπῶν , ἐν οἷς ταῦτά φησιν : ὅς ποτε δεῦρ ' ἐλθὼν ἕνεχ ' ἵππων Λαομέδοντος ἓξ οἴῃς σὺν |
Ἀχαιῶν νεῖμαν ἀρίστοις . τοῖσιν δ ' Ἀτρεΐδης μεγάλ ' εὔχετο χεῖρας ἀνασχών : Ζεῦ πάτερ Ἴδηθεν μεδέων κύδιστε μέγιστε | ||
Τῷ δ ' ἄρ ' ἐπ ' Εὐρύπυλος μεγάλ ' εὔχετο δῃωθέντι : Κεῖσό νυν ἐν κονίῃσιν , ἐπεί νύ |
ἐς γῆρας , βασιλείαν δὲ τὴν Ἠλείων Ἀγασθένης ἔσχεν ὁ Αὐγέου καὶ Ἀμφίμαχός τε καὶ Θάλπιος : Ἄκτορος γὰρ τοῖς | ||
ἐφυμνίου οὗ εἶπεν Ἀρχίλοχος εἰς τὸν Ἡρακλέα μετὰ τὸν ἆθλον Αὐγέου τήνελλα ὦ καλλίνικε , χαῖρε ἄναξ Ἡράκλεες , αὐτός |
Τίγρις , δύνων πολλὸς ἔνερθε : πάλιν δ ' ἐξαῦτις ἀνασχών , ὀξύτερον προΐησι κάτω ῥόον : οὐκ ἂν ἐκείνου | ||
βίον γίνεσθαι ἔφη Δ . . . . ὁ ἥλιος ἀνασχών . . . συνώρμησε τῶι φωτὶ τὰς πράξεις καὶ |
, ἐμπίδος * ἀήθεα : ἀσυνήθη κακοήθη μὴ συνήθη * δέγμενος : δεχόμενος λαβών δεδεγμένος , διωκόμενος * ἔνθα : | ||
κατασκευάζων , πᾶσαν εὐφροσύνην καὶ ἡδονὴν αὐτοῖς ἐξέτεινεν . Ἰάσων δέγμενος : οὐχ ὡς πάντας ὑποδεδεγμένου τοῦ Ἰάσονος τοὺς περὶ |
ὅρκων πίστιν προῆλθον . Ὁ μὲν δὴ Δάφνις τὸν Πᾶνα ὤμοσεν ἐλθὼν ἐπὶ τὴν πίτυν μὴ ζήσεσθαι μόνος ἄνευ Χλόης | ||
, ἔτι δ ' οὐχὶ τοὺς ἄνδρας ἀπαθανατίσας ὁ ποιητὴς ὤμοσεν , ἵνα τῆς ἐκείνων ἀρετῆς τοῖς ἀκούουσιν ἐντέκῃ λόγον |
ἐξέφερον , τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα Λαομέδων ἔκπαγλος , ἀπειλήσας δ ' ἀπέπεμπε . σὺν μὲν ὅ γ ' | ||
? αὐτοῖς [ ] τὸν μισθόν [ , ἀλλὰ καὶ ἀπειλήσας ] | [ ] ἐξέβαλεν ” : καὶ λόγον |
δ ' ἐμὸς παῖς , καὶ πατὴρ παρίσταται Δαρεῖος οἰκτίρων σφε : τὸν δ ' ὅπως ὁρᾷ Ξέρξης , πέπλους | ||
πιθοῦ . οὐκ ἔστι . καὶ πρός γ ' ἐξελῶ σφε τῆσδε γῆς , δυοῖν δὲ μοίραιν θατέραι πεπλήξεται : |
, δαλοῦ πικρὸν μίμημ ' , Ἀλέξανδρον τότε . ἐνθένδε τἀπίλοιπ ' ἄκουσον ὡς ἔχει . ἔκρινε τρισσὸν ζεῦγος ὅδε | ||
ἔχω ' ς τὸν Τάρταρον . τί δῆτα λέξεις , τἀπίλοιπ ' ἤνπερ πύθῃ ; ὀπταὶ κίχλαι γὰρ εἰς ἀνάβραστ |
προῖκα ἔδωκεν ὁ Τυνδάρεως : στεῖχ ' ὡς ἀθορύβως : πορεύου , ὅπως ὁ προσελθών μοι λόγος τοῦ γήρως τοῦ | ||
παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . κομίζου ] πορεύου . Κασάνδραν ] τήν . ἀμηνίτως ] ἀοργήτως . |
ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφˈρηλασίας . ἐμὲ δ ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτˈρύνει φάμεν Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ ' ἐλθεῖν κῦδος | ||
ἄλειφαρ . Νύμφαι Κασταλίδες Παρνάσιον αἶπος ἔχοισαι , ἆρά γέ πᾳ τοιόνδε Φόλω κατὰ λάινον ἄντρον κρατῆρ ' Ἡρακλῆι γέρων |
δρόμημα τῆς Σελήνης ἐστὶ μοιρῶν ιβʹ ∠ ʹ ιεʹ . εἰσέρχομαι εἰς τὸ σελίδιον τῆς τρίτης ὥρας , ἔνθα παράκειται | ||
, φράσον πρώτιστα ταῖς ὀρχηστρίσιν ταῖς ἔνδον οὔσαις αὐτὸς ὅτι εἰσέρχομαι . Ὁ παῖς , ἀκολούθει δεῦρο τὰ σκεύη φέρων |
' : οὐ γὰρ ὧδ ' ἄβουλός ἐστ ' ἀνὴρ Αἴγισθος , ὥστε σόν ποτ ' ἢ κἀμὸν γένος βλαστεῖν | ||
λαβεῖν πατρῶια δώματ ' . ἐκ κανοῦ δ ' ἑλὼν Αἴγισθος ὀρθὴν σφαγίδα , μοσχείαν τρίχα τεμὼν ἐφ ' ἁγνὸν |
μέν , ὅτι μὴ νῦν δύναται διαλῦσαι τὸ χρέος , εὐχόμενος δὲ τοῖς θεοῖς ὡς τάχιστα δυνηθῆναι , μικρὰν δὲ | ||
. Σχέτλιε , τίπτε σὺ Τρῶας ἀνηλεγέως ὀλέεσκες , πάντων εὐχόμενος πολὺ φέρτατος ἔμμεναι ἀνδρῶν μητρός τ ' ἀθανάτης Νηρηίδος |
μένος οὐκέτ ' ὀπήδει . Αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Αἶνον ἐνήρατο καὶ Πολύιδον ἄμφω Κητείους , τὸν μὲν δορί , τὸν δ | ||
καὶ Σερῆνος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι τῶν Φίλωνος Περὶ πόλεων , Πολύιδον λέγων τὸν λαβόντα τὸν χρησμόν . . . . |
κἄπειτα σφάξας αὐτὸν τὸ μέρος μὲν ἐκεῖνο τὸν μηρὸν ἀποτεμὼν κόμιζε δεῦρο καὶ κατασκευάσας τῷ δεσπότῃ ἀπόδος καὶ τὸ ἄλλο | ||
φησὶν ὁ Τηλέμαχος πρὸς τὴν Πηνελόπην , τὰ σαυτῆς ἔργα κόμιζε . ἀφ ' οὗ γίνεται τὸ κομιδή , ἡ |
' εὐδαιμονεῖν . σπάνιον δὲ θήρευμ ' ἀνδρὶ τοιαύτην λαβεῖν δάμαρτα : φλαύραν δ ' οὐ σπάνις γυναῖκ ' ἔχειν | ||
θαυμάσαντ ] ' ἀνιστορεῖ [ [ καὶ ] ? ? δάμαρτα καὶ τέκνα [ ] ος ? , ἀλλὰ τἀγάθ |
† βιον † ; θανοῦσα : τύμβωι δ ' ὄνομα σῶι κεκλήσεται . . . μορφῆς ἐπωιδὸν μή τι τῆς | ||
εἰσήκουσά τ ' Ἀργείων πάρα , σπονδὰς ὅτ ' ἦλθον σῶι κασιγνήτωι φέρων ἐνθένδ ' ἐκεῖσε δεῦρό τ ' αὖ |
λαὸν εὐθύνων δορί . πολὺν δὲ σὺν ἐμοὶ χρυσὸν ἐκπέμπει λάθραι πατήρ , ἵν ' , εἴ ποτ ' Ἰλίου | ||
, τυχὸν ἀποκτείνειεν ἄν . διόπερ ὑπεκδέδυκα δεῦρ ' ἔξω λάθραι . καὶ ποῖ τράπωμαί γ ' ; εἰς τί |
ἐμοὶ δὲ ἡμέραι τὸ βραχὺ τοῦτο πολλαί . οὕτω μηκέτι Λευκίππην ἀπολέσειας , οὕτω μηκέτι μηδὲ ψευδῶς ἀποθάνοι . μὴ | ||
μὲν οὖν ἐπὶ τὸ θηρίον τοὺς ὀφθαλμοὺς εἴχομεν , ἐπὶ Λευκίππην δὲ ὁ στρατηγός : καὶ εὐθὺς ἑαλώκει . βουλόμενος |
κεκλημένος , Καδμεῖος οὐκ ὢν ἀλλ ' ἀπ ' Εὐβοίας μολών , κτείνει Κρέοντα καὶ κτανὼν ἄρχει χθονός , στάσει | ||
ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ ' ἂν προσεῖδον εἰς Ἅιδου μολών , οὐδ ' αὖ τάλαιναν μητέρ ' , οἷν |
δ ' αὖτ ' ἀναφαίνεται αἰπὺς ὄλεθρος . ἀλλ ' ἄγ ' ἀριστῆας Δαναῶν κάλει , ἤν τις ἀκούσῃ . | ||
κατηγορήσειν , ἤν τις εἰσάγῃ γραφήν . ἴθι νυν , ἄγ ' αὐτὼ δεῦρο . ταῦτα χρὴ ποιεῖν . τουτὶ |
, νῦν καλλίνικοι τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν , φίλαι , γενησόμεσθα κἀς ὁδὸν βεβήκαμεν , νῦν ἐλπὶς ἐχθροὺς τοὺς ἐμοὺς τείσειν | ||
γὰρ κακοῖσι πλείον ' οἶκτον ἐμβαλῶ . ἦ μὲν τύραννος κἀς τύρανν ' ἐγημάμην , κἀνταῦθ ' ἀριστεύοντ ' ἐγεινάμην |
διὰ Μεσσήνην εἵλομεν εὐρύχορον . ὁ τοίνυν Ἀριστομένης δόξηι γε ἐμῆι γέγονεν ἐπὶ τοῦ πολέμου τοῦ ὑστέρου : καὶ τὰ | ||
ὁμιλήσω ] ἐπ ' ἀπειλὰς τρέπονται ἀφεῖσαι τὴν δικαιολογίαν . ἐμῆι ] ἐκβαλεῖς τὴν ὀργὴν οὐδὲν δυναμένην βλάψαι τοὺς ἐχθρούς |
θύγατερ , ϝάδοι Διὸς δόμωι χορὸς ἁμὸς καὶ τοί , ϝάναξ ϝέκατον μὲν Διὸς υἱὸν τάδε Μώσαι κροκόπεπλοι ἦρα τὸν | ||
: ἅδοι Διὸς δόμῳ ὁ χορὸς ἁμὸς καὶ τοί , ϝάναξ . Λέγεται δὲ καὶ τίν καὶ ἔτι μετ ' |
, κακῆι δέ σφ ' ἔμβαλε φήμηι . Τιμάνδρη μὲν ἔπειτ ' Ἔχεμον προλιποῦς ' ἐβεβήκει , ἵκετο δ ' | ||
γέγονα , καὶ συνήρεσκε ταῦτά μοι καὶ συνέπραττον αὐτῷ , ἔπειτ ' ἐξαίφνης μεταβέβλημαι καὶ κατηγορῶ . ἔστι δ ' |
ῥ ' ἔβαλον ῥινούς , σὺν δ ' ἔγχεα καὶ μένε ' ἀνδρῶν χαλκεοθωρήκων : ἀτὰρ ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι ἔπληντ ' | ||
σχέσιν καὶ τὴν ἐν τόπῳ , ἄνω ἔρχομαι , ἄνω μένε : ἄττα , πρόσω φέρε τόξα : καὶ ἐπὶ |
, Ὀππιανὲ θρυλούμενε κλυτῆς εἵνεκ ' ἀοιδῆς , ἀλλ ' ἀνύσας θηησάμην σέο καλλιέπειαν . Σοὶ τοὺς περὶ κυνηγεσίων ἀνατίθημι | ||
” καὶ „ ὡς εἰδεῖεν οἱ θεοί . „ καὶ ἀνύσας ἱκανῶς , καὶ ἀφθόνως τοῦ πνεύματος ἐνδόντας : καὶ |
ἰώ , μεγάλα πάθεα , μεγάλα δ ' ἄχεα , Δαναΐδαις τιθεῖσα Τυνδαρὶς κόρα . ἐγὼ μὲν οἰκτίρω σε συμφορᾶς | ||
οἷς ἦλθον ἐς μέλαθρον Ἕκτορός ποτε , οὐ σφάγιον υἱὸν Δαναΐδαις τέξους ' ἐμόν , ἀλλ ' ὡς τύραννον Ἀσιάδος |
στρατὸν εὐρὺν Ἀχαιῶν : τοῖσιν δ ' ἴκμενον οὖρον ἵει ἑκάεργος Ἀπόλλων : οἳ δ ' ἱστὸν στήσαντ ' ἀνά | ||
ἐμβήη ἐμβῇ : “ ἐμβήη : μάλα τούς γε φιλεῖ ἑκάεργος Ἀπόλλων . ” ἐμεῦ ἐμέο ἐμεῖο ἀσύναρθροι ἀντωνυμίαι , |
. ” Ὧς φάτο δακρυόεις , σὺν δ ' ἔννεπον ἀσχαλόωντι ὅσσοι ἔσαν νηῶν δεδαημένοι . ἐν δ ' ἄρα | ||
δ ' ἀέκοντα θύραζε πέμπω , ἐπεὶ μέμονέν γε παρέμμεναι ἀσχαλόωντι . ” Ὧς φάτ ' Ἀγηνορίδης : ὁ δ |
βρέξω τὸ ὄμμα , ἐπεὶ καὶ , ὅτε ὤλλυτο , ἔκλαυσα : ὡς φίλος φησὶ τὸ κερδᾶναι : κέρδος γὰρ | ||
πάντας θρηνοῦντας καὶ κλαίοντας καὶ κακὸν πένθος τοὺς ἁμαρτωλούς . ἔκλαυσα κἀγὼ ὁρῶν τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων οὕτως κολαζομένους . |
ἀγλαὸς υἱός , πρόσθεν ἕθεν φεύγοντα μεταδρομάδην ἔλας ' ὦμον φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἔξεσε χεῖρα βαρεῖαν : | ||
παχείῃ ἁψάμενος λίσσεσθαι , ὃ δ ' αὐχένα μέσσον ἔλασσε φασγάνῳ ἀΐξας , ἀπὸ δ ' ἄμφω κέρσε τένοντε : |
χρυσὸν δ ' αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ , ἀντὶ τοῦ χρυσέην πανοπλίαν . ἢ ἀπὸ τοῦ προηγουμένου τὸ ἀκόλουθον , | ||
καμεῖν περικαλλέα κόσμον [ , ] δῶκε δέ οἱ ῥάβδον χρυσέην διακοσμήτειραν , πάσης εὐέργοιο νοήμονα μητέρα τέχνης . σὺν |
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς | ||
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς |