. ἕρκος ] ἡ βοήθεια τῶν θεῶν . † τὸ περίφραγμα αὐτῶν ἤγουν ἡ πόλις . συμβολῆς ] συρρήξεως .
τὸ σήμερον τήμερον . καὶ δὴ καὶ ἰδίως ἐκαλεῖτο τηλία περίφραγμα σανίδων ἐν τῇ ἀγορᾷ , ἐν ᾧ ἄλφιτα ἐπιπράσκοντο
6905414 περιβλημα
τὴν ἰσχὺν ἔκρινεν . τὸ δ ' οὖν τοιοῦτον δέρμα περίβλημα εἶναι τῶν νώτων , ἵνα τὴν διφθέραν ταύτην φορῶν
. δοῦναι ὅσον τ ' εἴλυμα : εὐτελὲς καὶ βραχύτατον περίβλημα . ἐπόψιος : ἐπόπτης . κριοῦ ἐπεμβεβαώς : Διονύσιος
6861711 φαλαγγιον
ὁρᾶτε . οὐδένα πώποτ ' ἴσως ὑμῶν ἔχις ἔδακεν οὐδὲ φαλάγγιον , μηδὲ δάκοι : ἀλλ ' ὅμως ἅπαντα τὰ
λεληθότως ἄγειν . . Ἐχόμενον δὲ δὴ τούτων ἐστὶν ἄλλο φαλάγγιον , καὶ καλοῦσιν αὐτὸ μυρμήκιον διότι ἐστὶ παρεοικὸς τῷ
6782449 σκυθρωπου
ἐπειδὴ τὴν ἐκκλησίαν φρουρουμένην εἶδεν , ἐφ ' ἡσυχίας ἦν σκυθρωποῦ : ὁ δὲ Σκιπίων , τοὺς εἰς τὸ μέσον
δὲ ἕλκουσι καὶ παράγουσι . καὶ ἀκούσῃ ἕωθεν ἀνδρὸς κακηγόρου σκυθρωποῦ τε καὶ συννεφοῦς , ὅτι πράγματα ἔσχεν ἐν τῇ
6761423 Τρηρες
δὲ διεφθάρη . πολλάκις δὲ καὶ οἱ Κιμμέριοι καὶ οἱ Τρῆρες ἐποιήσαντο τὰς τοιαύτας ἐφόδους : τοὺς δὲ Τρῆρας καὶ
τετάρτῳ τῶν γενεαλογιῶν . Τρῆρος , χωρίον Θρᾴκης , καὶ Τρῆρες Θρᾴκιον ἔθνος . λέγεται καὶ τρισυλλάβως παρὰ Καλλίνῳ τῷ
6756096 χονδρωδες
ἡ ῥὶς ὀξεῖα γίνεται τρόπῳ τοιούτῳ : ἡ ῥὶς ὀστοῦν χονδρῶδές ἐστι : τὸ μὲν ἐντὸς ὀστῶδές ἐστι , τὸ
δέ φησιν ἀτροφωτέραν καὶ ἀχυλοτέραν αὐτὴν εἶναι , ἔχειν τε χονδρῶδές τι διακεχυμένον , εὐστόμαχον πάνυ . Θεόφραστος δ '
6718078 ᾐκισατο
Ῥωμαίων ποτὲ βουλευτὴν γενόμενον , ἔκτεινε , τοὺς δὲ συναμαρτόντας ᾐκίσατο δεινῶς . ἀπελεύθεροι δ ' , ὅσοι τῷ Ἀττιδίῳ
, προπετῶς . ὕβρισεν ἐξύβρισεν , ἠσέλγησεν , ἐπαρῴνησεν , ᾐκίσατο , ἐτύπτησε , πληγαῖς ἔκοψε , κατηλόησε , πληγὰς
6564169 ἐπιδορατις
χωρίον Βοιωτίας τοῦτο . στύρακος . κέντρον , κέρας , ἐπιδορατίς . ἐν τῷ Καρὶ . . . ὁ κίνδυνος
ἀμφιβαλλέσθω χροΐ . . . Α . : ἀθήρ : ἐπιδορατίς , μεταφορικῶς . Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . .
6523341 σκυζαν
ἀδαγμός ἀκάτια ἀκρόσφυρα ἀμφαξονεῖν ἀναδοιδυκίζειν ἀνακωνᾶν ἀναμυλλᾶναι ἀνασεσυρμένη ἀνασκυζᾶν καὶ σκυζᾶν ἀνδροκόβαλος ἀνδροσάθης , ἀνδροσάθων ἀνεκαλαμήσατο ἀνεκνάδαλλον ἀνεπικόρριστος ἀνερριχῶντο ἀνισῶσαι
, ἀλλὰ τὴν τῆς σκυζήσεως . ὅταν δ ' ἄρχηται σκυζᾶν , ἡ μὲν φύσις αὐτῇ διοιδεῖ , τὰ δὲ
6523097 συριζειν
. Τρέφεται μὲν ὑπὸ Νυμφῶν , παιδεύεται δὲ ὑπὸ Μουσῶν συρίζειν , αὐλεῖν , τὰ πρὸς λύραν , τὰ πρὸς
ἐκθλίβοντες : τὸ συρίζεις γὰρ συρίζες γράφουσι , τὸ δὲ συρίζειν συρίζεν . διαλύουσι δὲ τὸ ζ εἰς τὰ ἐξ
6519928 αἰδομενω
. Αἰδομένω : † αἰδεσθέντες : τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω . αἰδέω , ὁ παθητικὸς ἐνεστὼς αἰδέομαι αἰδοῦμαι ,
τώ γε ἰδὼν γήθησεν Ἀχιλλεύς . τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα στήτην , οὐδέ τί μιν προσεφώνεον οὐδ '
6517095 ὀθονη
τε γὰρ ἄντλος ἐκκέχυται καὶ ὁ ἱστὸς ὤρθωται καὶ ἡ ὀθόνη παρακέκρουσται καὶ τῶν κωπῶν ἑκάστη τετρόπωται , κωλύει τε
, διαπνέῃ δὲ τοῦ θώρηκοϲ τὴν θέρμην . ἄριϲτον δὲ ὀθόνη παλαιή . πάϲϲειν δὲ αὐχένα καὶ κληῗδαϲ ἀλφίτοιϲι καὶ
6509585 σκωλος
, ἃ οὐ πάντως ἐτυμολογοῦμεν , ὡς οὐδὲ τοῦτο . σκῶλος πυρίκαυστος Ν ; Σκῶλον Β . . , :
μεγήρας . καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν ' ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο , τὸ δ ' ἥμισυ
6503882 βησσεται
ἢν τρωθῇ ἡ ἀρτηρίη , βὴξ ἔχει , καὶ αἷμα βήσσεται , καὶ λανθάνει ἡ φάρυγξ πιμπλαμένη τοῦ αἵματος ,
ὅταν πλευμᾷ , τὸ σίαλον παχὺ , ὑπόχλωρον , γλυκὺ βήσσεται , καὶ βρυγμὸς , καὶ ὀδύνη ἐς τὸ στέρνον
6494979 χνοας
γεφύρας διαβαλοῦς ' ἱππηλάται , ἢν ἆρα μὴ θραύσαντες ἀντύγων χνόας ; νικῶν δ ' ἔφεδρον παῖδ ' ἔχεις τὸν
τὰ ἄκρα τοῦ ἄξονος τὰ ἐντιθέμενα τῇ χοινικίδι λέγεται . χνόας ] ἤτοι πόδας περιφραστικῶς . Ξ χνόας ] τὰς
6475192 ΚΖΛ
τῷ ΚΖΛ . καὶ φανερόν , ὅτι ἴσον γίνεται τὸ ΚΖΛ τρίγωνον τῷ ΜΗΚΔ τετραπλεύρῳ . Τῶν αὐτῶν ὑποκειμένων ἐὰν
ΑΒ ἡ ΕΜ . ἐπεὶ οὖν ἴσον ἐστὶ τὸ ὑπὸ ΚΖΛ τῷ ἀπὸ ΑΖ , ἔστιν , ὡς ἡ ΚΖ
6473223 σκεπον
τῶν ἐνύδρων , ῥυπαρομέλαινα τὴν χροιὰν καὶ ῥύγχος ὀξὺ ἔχει σκέπον τε τὰ ὄμματα , τὰ δὲ πολλὰ καταδύεται .
σκέποντος τὴν βάλανον δέρματος ὡς μηκέτι ἀποσύρειν δύνασθαι . τὸ σκέπον δὲ τὴν βάλανον ποσθὴ ἢ ἀκροποσθία καλεῖται . υιεʹ
6459275 Σωμα
τὰ ξανθὰ , ἵνα νοήσωμεν . Ὅρα πῶς εἶπεν : Σῶμα μαγνησίας χρυσοκόραλλον : ἐνταῦθα δὲ σῶμα μαγνησίας , μαγνησίας
αἰτίων εἶναι τὰ μὲν αἰσθητά , τὰ δὲ νοητά . Σῶμα εἶναι τὸ τριχῇ διαστατόν , πλάτει βάθει μήκει .
6458533 ἀφροντιστων
μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Χελώνη μυῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστων τινός : τῷ δὲ Ἀγαμέμνονι τῆς Θερσίτου παῤῥησίας ἔλαττον
Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ ἀφροντίστων . Ἀδελφὸς ἀνδρὶ παρείη : ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους
6447592 ἀθροισις
συμφορήσασθαι , συνερανίσαι . τὰ δὲ πράγματα ἀγερμὸς συναγερμός , ἄθροισις συνάθροισις , συναθροισμὸς ἀθροισμός , πόρος , συναγωγή ,
ρ καὶ τοῦ σ εἰς τὸ θ ἀριθμός , ἡ ἄθροισις , . , . , . Ἀρίστυλλος : ὄνομα
6435906 ἐπομφαλιον
ἢ τῷ ἐπομφάλῳ ἢ τῷ ὑπογαϲτρίῳ καὶ ὀϲφύι . Ἄλλο ἐπομφάλιον . Μεϲπίλων χωρὶϲ γιγάρτων Γρʹ ιη ϲκαμμωνίαϲ Γρʹ ιβ
δὲ τὸ ἐν μέσῳ ἀκρομφάλιον , τὸ δὲ ὑπὲρ αὐτὸν ἐπομφάλιον . καὶ μεσόμφαλοι καλοῦνται πλακούντων τι εἶδος . καὶ
6426232 Ἀμισηνος
. . ἐν τῶι Πόντωι . . . τὸ ἐθνικὸν Ἀμισηνός . λέγεται καὶ Ἀμίσιος , ὡς Φίλων ἐν τῶι
Φίλων . Ἀμισός . . . [ τὸ ἐθνικὸν ] Ἀμισηνός : λέγεται καὶ Ἀμίσιος , ὣς Φίλων ἐν τῷ
6425078 παραλυσει
μαθημάτων , Πρὸς Πλάτωνα , Πρὸς Ἀριστοτέλην . Ἐτελεύτα δὲ παραλύσει , γενόμενος ἱκανὸς ἀνήρ . Λεοντεύς τε Λαμψακηνὸς ὁμοίως
τὸν ὄγδοον ἀνέλοι , νοῦν τὸν ἡγεμόνα τούτων Κάιν , παραλύσει καὶ τὰ ἑπτά : ῥώμῃ μὲν γὰρ τῆς διανοίας
6424541 πατηθηναι
προσωρμίσαντο , οὐ προσώρμισαν . πρότροπος οἶνος ὁ πρὸ τοῦ πατηθῆναι τὴν σταφυλὴν ῥεύσας . πεπολέμωται ὁ εἰς ἔχθραν προαχθείς
ἐζήτησα , τοῦτο δηλονότι . § ἄβατον τὸ μὴ πρέπον πατηθῆναι , καὶ ὃ οὐ διῆλθέ τις , καὶ ὃ
6420843 καρχαρος
τῶν ὀμμάτων τῷ χρώματι , τὸ στόμα εὐρυχανής τε καὶ κάρχαρος , ὦτα βραχέα , λεπτῷ περιστελλόμενα τῷ δέρματι ,
δὲ ἀντὶ τοῦ ἠφάνισεν . ἠμάλαψεκατέπιεν . × τὸ δὲ κάρχαρος σημαίνει τὸν τραχύν . φλοιδούμενος φλογιζόμενος ἠμάλαψεν ἔκρυψεν ,
6417038 σαγμα
ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος ἐντετυπωμένης ἐν τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ
ὀιστοδόκη ὀιστοθήκη γωρυτός φαρετρεῶνες , καὶ τῆς ἀσπίδος τὸ ἔλυτρον σάγμα , καὶ τοῦ κράνους ἡ θήκη λοφεῖον , δόρατα
6416543 τριπλευρων
ΕΘ λοιπῇ τῇ ΕΞ ἴση , γενήσονται δὲ καὶ δύο τριπλεύρων ὁμοίων τῶν ΕΗΘ καὶ ΕΚΞ αἱ δύο μὲν πλευραὶ
τῇ ΚΕ , δοθέν ἐστιν ἑκάτερον τῶν ΓΔΚ , ΕΖΚ τριπλεύρων : ὥστε καὶ ἑκατέρα τῶν ΓΔ , ΡΔ δοθεῖσά
6406175 φραγμος
κάγκελα , δρυόφρακτός τις ὤν , τουτέστιν ὁ ἐκ δρυῶν φραγμός . οἱ γὰρ ἀρχαῖοι πᾶν δένδρον δρῦν ἐκάλουν ,
* ἤμυνεν : ἔσωσε εὐρρήχου : ῥῆχος δέ ἐστιν ὁ φραγμός : εὔρρηχος οὖν ἡ καλῶς περιφράσσουσα , τουτέστι πρὸς
6404273 καρχαρον
κάρχαρον κεχαραγμένον ἐκ τῶν ὀδόντων , ὀξυόδοντα , διακεχαραγμένον . κάρχαρον ἕρκος : τοὺς ὀδόντας λέγει , τραχύτατον , κεχαραγμένον
ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : σιαγόνες , στόματα . κάρχαρον : κάρχαρος ἐπὶ κυνὸς , χαυλιόδους ἐπὶ συὸς ,
6402790 βεβλαμμενων
πίστεως γυναικῶν . Τῶν δὲ Ἰχθύων τὸ μὲν αʹ περὶ βεβλαμμένων πραγμάτων καθύγρων , τὸ βʹ περὶ κόσμου ἢ συζεύξεως
πίστεων γυναικείων . Τὸ δὲ τῶν Ἰχθύων πρῶτον δωδεκατημόριον περὶ βεβλαμμένων πραγμάτων δηλοῖ παρύγρων , τὸ δὲ βʹ περὶ κόσμου
6402741 ἀπηρτημενους
δουλεία . Εἰρεσιώνη , θαλλὸς ἐλαίας πάντας τοὺς καρποὺς ἔχων ἀπηρτημένους , καὶ στέμμα λευκὸν καὶ φοινικοῦν . προτίθεται δὲ
χωρίῳ τινὶ Λιβύων τὰς αἶγας τοῦ στήθους τοὺς μαστοὺς ἔχειν ἀπηρτημένους . Τοῦ αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλάτους . Προβατεῖαι δὲ
6400817 Χρωμα
. Ζήνων ἔφασκε τὸ πῦρ κατ ' εὐθεῖαν κινεῖσθαι . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατὴ προηγουμένως . Οἱ Πυθαγόρειοι χροιὰν
ἐλάχιστα . Ἡράκλειτος δὲ εἰσάγει ταῦτα νοήσει μόνον ληπτά . Χρῶμά ἐστι ποιότης σώματος ὁρατή . Οἱ Πυθαγόρειοι δὲ χροιὰν
6387374 ἀντιλογησαι
καὶ ὁλοσχερῶς . , . ἀντιλογιῶν : Θουκυδίδης τετάρτῳ καὶ ἀντιλογῆσαι Νεφέλαις Ἀριστοφάνης . , . . , . .
] ἡμετέραν . νύξας ' ] συγκρούσασα καὶ συνάψασα . ἀντιλογῆσαι ] ἀντειπεῖν . νυν ] δή . δευρὶ ]
6382366 διοριζον
δὲ καὶ ἄλλο εἴ τι βούλει πρόσθες ὄνομα τὸν λόγον διορίζον : οὐ γὰρ ἐγὼ διοίσομαι ἐπὶ σφῶν τινων ὀνομάτων
δ ' ἔστι τὸ ἑπταστάδιον ὅπερ ἔζευξε Ξέρξης , τὸ διορίζον τὴν Εὐρώπην καὶ τὴν Ἀσίαν . καλεῖται δ '
6379939 γυλιος
Γ γυλιαύχενας Γ : αὐχένας οὐκ ἔχοντας , καθάπερ ὁ γύλιος . Γ γυλιαύχενας : μακροτραχήλους : γύλιος γὰρ πλέγμα
ὅλον σῶμα , καὶ μόνον τὸν τράχηλον μακρόν . Γ γύλιος πλεκτόν τι σκεῦος στρατιωτικὸν στενόστομον , ἐν ᾧ τὰ
6378968 ἐχετλη
καὶ τὴν γῆν σχίζει . ὃ δὲ κρατεῖ ὁ ἀρῶν ἐχέτλη καλεῖται . τὸ δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον
δὲ διὰ τοῦ ἐλύματος διαβεβλημένον ξυλάριον , εἰς ὃ ἡ ἐχέτλη καθίεται , ἀλύη : τὸ δὲ ξύλον τὸ ἀπὸ
6376240 καθιδρυμενον
ἦν . Τὸ δ ' ἐν Ἀλγιδῷ τῆς Αἰκανῶν χώρας καθιδρυμένον καὶ τὸ ἐν τῇ πόλει πλῆθος ἅπαν διὰ ταύτας
εἶναί φησι τοῦτο τὸ φῶς , ὡς ἐν τῷ νοητῷ καθιδρυμένον καὶ ἀληθίζον ὁμοῦ τὸ νοοῦν καὶ νοούμενον : ἀλλὰ
6374767 πιεσθεντος
συνηχούσης : τὸ δὲ μ τοῦ μὲν στόματος τοῖς χείλεσι πιεσθέντος , τοῦ δὲ πνεύματος διὰ τῶν ῥωθώνων μεριζομένου :
τὸν ἦχον , ἀλλ ' ἀνάγκη στηριχθῆναι τὸ ν καὶ πιεσθέντος ἱκανῶς τοῦ στόματος τότε ἀκουστὸν γενέσθαι τὸ π :
6372034 Προσωπον
ἱκανοὶ γὰρ οἱ γενιῶντες πρὸς τὸ λέγειν . Σωρανός . Πρόσωπον . ἀπὸ τοῦ πρόσω καὶ ἔμπροσθεν τοὺς ὦπας ἔχειν
, οὐ δεδορκότες , κίνησις σχολαία , φωνὴ ἠπία . Πρόσωπον ἀνιαροῦ ἰσχνόν , μέτωπον ῥυσσόν , ὀφρύες ἀπεστραμμέναι ,
6369645 ποθεινοτατον
ἂν ποθεινοῦ ὄντος μήτε σχῆμα μήτε μορφὴν ἔχοις λαβεῖν , ποθεινότατον καὶ ἐρασμιώτατον ἂν εἴη , καὶ ὁ ἔρως ἂν
τὸν τοῦ μηνῦσαι πόθον . ἑκάστῳ γὰρ τὸ ἴδιον ἔργον ποθεινότατον : ἴδιον δὲ λόγου τὸ λέγειν , πρὸς ὃ
6367391 ὁμοτριχας
ποιοῦντος συλλαβήν : συλλαβῆς μέν , οἷον ὁμόπατρος ὄπατρος , ὁμότριχας ὄτριχας , ὁμοέτεας οἰέτεας . φωνήεντος δέ , οἷον
τῶν γερόντων : ἐνθάδε ὦν κἠγὼ παρ ' ὕμμε τοὺς ὁμότριχας ἐξορμίζομαι , πλόον δοκάζων πόντιον . ναὶ γὰρ ἤδη
6362916 Ἰσχυροτερον
; Ἀνάγκη . Ἰσχυρότερον ἄρα τὸ κινοῦν τοῦ κινουμένου ; Ἰσχυρότερον γάρ . Ἐναντίαν δὲ ἔχειν φύσιν ἀνάγκη τὸ ἐν
μεῖζον εἶναι ἐν ᾧ κινεῖται τὸ κινούμενον ; Ἀνάγκη . Ἰσχυρότερον ἄρα τὸ κινοῦν τοῦ κινουμένου ; Ἰσχυρότερον γάρ .
6362401 ἁματροχιας
. τὰ δ ' ἴχνη τῶν τροχῶν , ἃ Ὅμηρος ἁματροχίας εἴρηκεν , ἁμαξοτροχίας λέγει Καλλίας ἐν Κύκλωψιν τὸ δὲ
ὁμοῦ συνεκτρέχειν . ἁματροχίας τὰς συνεμπτώσεις τῶν τροχῶν : “ ἁματροχίας ἀλεείνων . ” ἄμφωτον ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ὦτα
6361715 Ὀνομα
Ἡρωδιανὸς ἐν τῷ περὶ παθῶν . Πελλάνας δὲ δεῖ : Ὄνομα γυναικὸς ἑταίρας . ἦν γὰρ παρ ' αὐτοῖς πόρνη
ἵστασθαι τὸν δικαστὴν εἰπὼν αὐτὸ ἐν ἀφηγήσεως τρόπῳ . ιδʹ Ὄνομα δὲ ἀντ ' ὀνόματος μεταθεὶς τὴν ἄλυτον μεθοδεύσεις ἀντίθεσιν
6354237 ζωμα
οἶον ἔχων καὶ ζῶμα φαεινόν . † ) νῦν προφανῶς ζῶμα τὸν χιτῶνά φησιν , ὡς διὰ τῶν ἑξῆς δῆλον
ζωή βʹ : τὸ σύνηθες . καὶ ἡ περιουσία . ζῶμα βʹ : τὸ περίζωμα . καὶ ὅλος ὁ θώραξ
6354076 ἐργαλειον
δὲ μέρη τῆς τέχνης ὑποτύπωσις ὑπογραφή σκιαγραφή , καὶ τὸ ἐργαλεῖον γραφὶς ἢ ὑπογραφίς , καὶ αἱ ὗλαι πίνακες καὶ
πρόσκειται τῷ Κλέωνι ἡττημένῳ . ΓΘ καὶ στρόβει : στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε
6351305 ὠμοπλατεων
προτέρην : τὴν δὲ ἑτέρην [ τὴν ] μεϲηγὺ τῶν ὠμοπλατέων ἐρείδειν ἀναίμακτον , ϲχάζειν τε τὴν ἐπὶ τῆϲ κορυφῆϲ
μηδέν τι τούτων ἀρήγῃ , ϲικύην ἐϲ τὸ μεϲηγὺ τῶν ὠμοπλατέων προϲβάλλειν καὶ κάτωθεν ὀμφαλοῦ τρέπειν : ξυνεχῶϲ δὲ τὰϲ
6350909 ΔΒΓΘ
τετραγώνου πλευρά . καὶ ἐπεὶ ἐν σφαίρᾳ μέγιστος κύκλος ὁ ΔΒΓΘ κύκλον τινὰ τῶν ἐν τῇ σφαίρᾳ τὸν ΖΕΓΗ διὰ
γὰρ κύκλοι οἱ ΕΒΗ , ΑΒ μεγίστου κύκλου περιφέρειαν τὴν ΔΒΓΘ κατὰ τὸ αὐτὸ σημεῖον τέμνουσι τὸ Β τοὺς πόλους
6350456 κυψελις
, κωφότης . κυψέλη δὲ τὸ ἐμφράττον τὴν ἀκοὴν καὶ κυψελίς : πεφράχθαι τὰ ὦτα , καὶ ἐπιλαβεῖν τὰ ὦτα
δ ' ἔνδον κυψέλη , ἀφ ' ἧς ὁ ῥύπος κυψελίς , τὸ δὲ κοῖλον ἀστακός , τὸ δ '
6343875 Ἐρυξω
δέχεται καὶ δὴ νύκτωρ ἄνευ τῶν δορυφόρων ἧκε πρὸς τὴν Ἐρυξὼ καὶ εἴς τι δωμάτιον εἰσελθὼν περιπίπτει Πολυάρχῳ τῷ πρεσβυτάτῳ
ἀδελφοῖς αὐτὸν ἠξίου διαλέγεσθαι . τῶν δὲ ἐπίτηδες ἀναβαλλομένων ἔπεμψεν Ἐρυξὼ θεράπαιναν ἀπαγγέλλουσαν , νῦν μὲν ἀντιλέγειν τοὺς ἀδελφοὺς ,
6341811 φυλασσου
μέμψει γὰρ ἄλλους , οὐχὶ μεμφθήσῃ δὲ σύ . Δίκην φυλάσσου , κἂν δικαίως ἐγκαλῇ . μετέρχεται τὸ δίκαιον εἰς
τὸ βοήθημα καλῶς ἐνεργῆσαι , ἕως οὗ μέλλει λούεσθαι . φυλάσσου δὲ μή ποτε ἐν τῷ χρίεσθαι παρεισέλθῃ τοῦ φαρμάκου
6333897 πεος
ἔχεις , ἄνθρωπ ' : ἄνω τε καὶ κάτω τὸ πέος διέλκεις πυκνότερον Κορινθίων . Ὦ μιαρὸς οὗτος . Ταῦτ
, ὃ δεῖταί μου σφόδρα , ὅπως ἂν οἰκουρῇ τὸ πέος τοῦ νυμφίου . Φέρε δεῦρο τὰς σπονδάς , ἵν
6332272 αὐξανοντα
θ τὸν ἔξηβον ] τὸν γεγηρακότα . Ξ βλάστημον ] αὐξάνοντα ἀνδρῶν νῦν . βλάστιμον ] ἀντὶ τοῦ βλάστην ἢ
ἐν καιρῷ ] δέοντι . . σφριγῶντα ] νεάζοντα καὶ αὐξάνοντα . . σφριγῶντα ] αὐξόμενον καὶ ζέοντα . ἰσχναίνῃ
6330367 γαμψωνυχον
γε μὴν ἄλλοις ζῴοις ἐν μέσῳ τῷ στήθει προσπέπλασται . γαμψώνυχον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει οὔτε οὐρεῖ οὔτε
τὸ κατὰ τὸ ἄρρεν καὶ θῆλυ , τὸ πλατυώνυχον καὶ γαμψώνυχον , τὸ ὀρθοπεριπατητικὸν καὶ τὰ τοιαῦτα . εἰσὶ δὲ
6326542 Ὀσφυν
Ἀλλ ' ὦ θύγατερ , ἔλεξ ' Ἰασοῖ πρευμενής . Ὀσφὺν δ ' ἐξ ἄκρων διακίγκλισον ἠΰτε κίγκλος ἀνδρὸς πρεσβύτου
, καὶ , ἐπεὶ ἀνῆκεν , ᾤχετο ἐς ἀγρόν . Ὀσφὺν ἤλγησεν , ἐλούσατο , αἱ γένυες ξυνήγοντο ἐς νύκτα
6325593 ἐμπροσθιων
ἒκ τῆς μάχης : οἱ δὲ καὶ ὑποδύντας μεταξὺ τῶν ἐμπροσθίων ποδῶν ὑπερμαχόμενοι διέσωσαν : τῶν δὲ χορτοφόρων καὶ διδασκάλων
ἐπ ' ἐνίων δὲ μορφώσεων καὶ ἀσελγεῖς ὡς ἐπὶ τῶν ἐμπροσθίων τοῦ Κριοῦ καὶ τῆς Ὑάδος καὶ τῶν ὀπισθίων τοῦ
6324623 ἀντιβολουντων
εἰ μὴ διὰ τὴν προτέραν ἀπόφυξιν . τουτὶ περὶ τῶν ἀντιβολούντων ἔστω τὸ μνημόσυνόν μοι . εἶτ ' εἰσελθὼν ἀντιβοληθεὶς
. Λέγοντος δέ , ὦ ἄνδρες , Χαρμίδου ταῦτα , ἀντιβολούντων δὲ τῶν ἄλλων καὶ ἱκετεύοντος ἑνὸς ἑκάστου , ἐνεθυμήθην
6324059 νεμ
[ ] ! ας [ ] [ ] [ ] νεμ [ [ ] νικ [ . . . .
! β ! [ [ ] εο [ [ ] νεμ [ [ ] `νδά̆ ? [ [ ] !
6322724 προμετωπιδια
τάγμα . Ξ ἐν ἀμπυκτῆρσιν : οἱ κορυφιστῆρες , τὰ προμετωπίδια κυρίως . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς ἵν '
ἐν ἀμπυκτῆρσιν ] ἀμπυκτῆρες οἱ κορυφιστῆρες , τὰ κυρίως λεγόμενα προμετωπίδια . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς , ἵν '
6322281 Καλλικυριοι
τοῦτο ἐλέγετο , εἴποτε πλῆθος ἤθελον ἐμφῆναι : οἱ γὰρ Καλλικύριοι δοῦλοι ἦσαν , πλείους τῶν κυρίων αὐτῶν , ὥστε
Ποντικῇ καὶ Εἵλωτες ἐν Λακεδαίμονι καὶ ἐν Θετταλίᾳ Πενέσται καὶ Καλλικύριοι ἐν Συρακούσαις . κλεισίαι : αὔλειοι πυλῶνες , πλατεῖαι
6316083 βωκων
: μονόσι . κόχλων : φερεοίκων . Βῶν : γράφεται βωκῶν : βώξ . Πάνθηρας : τ ' οὖν .
μεγάλοι καὶ οἱ μικροὶ , ἢ τὰ δύο γένη τῶν βωκῶν , ἤγουν οἱ μεγάλοι καὶ οἱ μικροὶ βάτραχοι .
6315001 λοφειον
θήκην τῶν λόφων . Γ τὴν θήκην τῶν λόφων . λοφεῖον ] τὴν θήκην τοῦ κράνους τοῦ τριλόφου . λεκάνιον
, κομμώτριον , ξυρόν , κάτοπτρον , οὗ τὴν θήκην λοφεῖον καλοῦσι , ψαλίς , παρωπίς , προσωπίς καὶ ὡς
6313376 Ἑρμα
, ὡς εἶναι διὰ τὴν τούτου δόξαν ἀθανάτους αὐτούς . Ἑρμᾶ δὲ θυγατρός : Ἰφίων πρόγονος Ἀλκιμέδοντος : οἱ δὲ
: ὡς καὶ Αἰσχύλος φησίν : ἐναγώνιε Μαίας καὶ Διὸς Ἑρμᾶ . προστάτης γὰρ ὁ Ἑρμῆς τῶν ἀγώνων . κόσμον
6313092 στυρακιον
, κοντοί , καὶ τοῦ δόρατος τὸ ἱστάμενον σαυρωτήρ στύραξ στυράκιον , καὶ τὸ προῦχον σιδήριον λόγχη αἰχμή ἐπιδορατίς ,
ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί , τῶν Πλαταιέων ἐν τῷ
6309367 μαγειρειον
. . : ἰπνούμενος ] Φλογιζόμενος : ἰπνὸς γὰρ τὸ μαγειρεῖον ἢ ἐσχάρα ἢ φοῦρνος ἐν ᾧ τίθεται τὸ πῦρ
. Μαγειρεῖον : τὸ μὲν μάγειρος δόκιμον , τὸ δὲ μαγειρεῖον οὐκέτι . ἀντὶ δὲ τούτου ὀπτάνιον λέγουσιν , τῆς
6305134 μυρτον
δέ οἱ κόμη ὤμους κατεσκίαζε καὶ μετάφρενα . διὲξ τὸ μύρτον , ἀμισθὶ γάρ σε πάμπαν οὐ διάξομεν . βοῦς
. ἀλλὰ σὺ τῷ μύστῃ ῥοιὴν ἢ μῆλον ἄπαρξαι ἢ μύρτον : καὶ γὰρ ζωὸς ἐὼν ἐφίλει . Οὕτω δὴ
6304031 σαργανη
πύργον ἄγουσα . . τὸ θηρευτικὸν δίκτυον , ὃ καὶ σαργάνη καλεῖται . . ποτὶ πτόλιν ] ἐστίν . ὁρκάνα
ἢ ἀφανισμός . θ ὁρκάνη ] εἶδος δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ] κλῖμαξ . Ξ πυργῶτις ] ὑψηλὴ
6303914 τινοςποτε
καὶ τινά . τὶς ; τινές ; , . τίςποτε τινόςποτε καὶ ἐπὶ θηλυκοῦ τὸ αὐτό , οὐδετέρου δὲ τίποτε
γενικαὶ διὰ τῆς κλίσεως τῶν προηγουμένων θέσεων , ὡς τὸ τινόςποτε καὶ τινοςδήποτε καὶ τοιοῦδε . Ποιότης ῥημάτων ἐν πόσοις
6297171 Εἰδος
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ ,
6295455 ἀλλαξῃς
καὶ προστίθησιν : „ ἐὰν δὲ „ φησί ” μὴ ἀλλάξῃς , λυτρώσῃ αὐτό ” , ὅπερ ἐστίν , ἐὰν
πᾶν διανοῖγον μήτραν ὄνου ἀλλάξεις προβάτῳ : ἐὰν δὲ μὴ ἀλλάξῃς , λυτρώσῃ αὐτό ” . τὸ γὰρ διανοῖγον μήτραν
6292843 ἐπανεστηκος
ἄν τις δυνηθείη ; εἰ δέ τις πᾶν ἐθέλοι τὸ ἐπανεστηκὸς ὀστοῦν ἐκκόπτειν , γυμνώσει τὴν μήνιγγα πᾶσαν καὶ σπασμῷ
. οὗ τὸ μὲν πρὸς τοὺς δακτύλους μετὰ τὸ κοῖλον ἐπανεστηκὸς , στῆθος ποδός . εἶτα οἱ δάκτυλοι , ἰσάριθμοι
6291815 χαλκωματων
τε ὡς δεῖ κατακλίνεσθαί φησιν : ἔπειτα ἐπαίνεσόν τι τῶν χαλκωμάτων , ὀροφὴν θέασαι . ὅτι τὸ μὲν τῶν μνηστήρων
Σώφρων δ ' ἐν γυναικείοις μίμοις φησί : τῶν δὲ χαλκωμάτων καὶ τῶν ἀργυρωμάτων ἐμάρμαιρε ἁ οἰκία . Φιλιππίδης δ
6289060 τιτρωσκον
τὸ κατὰ τὴν γενομένην διακοπὴν ἑδράζεσθαί τε καὶ στηρίζεσθαι τὸ τιτρῶσκον , ὃ πάντως ὀξὺ μὲν ὑπάρχειν ἀναγκαῖόν ἐστιν ἵνα
γὰρ εὕρεμα τὸ δόρυ . ἐπίλογχον δὲ βέλος αὐτὸ τὸ τιτρῶσκον σιδήριον , ὅπερ ὁ κρίκος ἐμβεβλημένος ἐν τῷ ξύλῳ
6287129 Ἐγκανθις
καὶ ταράτττουσαι . ἀρθεῖσαι δὲ καὶ τοῦ διενοχλεῖν λήγουσι . Ἐγκανθὶς δὲ καὶ ῥοιάς , δυὸ πάθη ἀντικείμενα , κατὰ
καὶ ψύχουσι καὶ στύφουσι φαρμάκοις καὶ προσκλύζεσθαι τῷ ὀξυκράτῳ . Ἐγκανθὶς δ ' ἐστὶ σαρκὸς αὔξησις ἐκ τοῦ μεγάλου κανθοῦ
6286399 Ἰατταταιαξ
τῶν προειρημένων δῆθεν οἰκετῶν ἀποδυρόμενος πρὸς τὸν ἕτερον . ΓΘ Ἰατταταιάξ : σχετλιαστικόν ἐστι τὸ ἐπίρρημα . παρεπιγραφὴ δὲ λέγεται
κρείττονα ὀδυνηροῦ βίου τὸν καθ ' ἡδονὴν θάνατον ἡγησάμενος . Ἰατταταιάξ , τίς ἦν ἡ χθὲς ἡμέρα ; ἢ τίς
6286209 κυβευοντας
καὶ μὴ εἰκαῖον μηδ ' ἐπισεσυρμένον ; ἂν μιμῆται τοὺς κυβεύοντας . αἱ ψῆφοι ἀδιάφοροι , οἱ κύβοι ἀδιάφοροι :
ἐργάζεσθαί τε ἔφη καὶ ἐργάτας ἀγαθοὺς εἶναι , τοὺς δὲ κυβεύοντας ἤ τι ἄλλο πονηρὸν καὶ ἐπιζήμιον ποιοῦντας ἀργοὺς ἀπεκάλει
6279883 τετρωρῳ
ὁ ἐπινίκιος τῷ αὐτῷ Ψαύμιϊ νικήσαντι κέλητι , ἀπήνῃ , τετρώρῳ τὴν πβʹ Ὀλυμπιάδα . ἐπεὶ δὲ οὗτος ὁ Ψαῦμις
καὶ ἱππικῶς : λέγω δὴ ἐν κέλητι καὶ δίφρῳ καὶ τετρώρῳ . λέγει δὲ διὰ τὸν Ἱέρωνα . τὸ δὲ
6279191 ἐπουλιδας
ἐγχείρησις καὶ ἐπὶ τούτων . τῶν δὲ ἐν τῷ στόματι ἐπουλίδας μὲν καὶ παρουλίδας διαιροῦμεν , ὅταν πυοποιήσωμεν . τὰς
' ἱκανὰς ἡμέρας . ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς νομὰς καὶ ἐπουλίδας , καταστέλλει καὶ τὰ ὑπερσαρκοῦντα , χνοῦς δὲ διὰ
6277838 κολλωδες
τοῦτο μὲν ἐκ τῶν ἄρθρων κἀκ τῆς ὀσφύος καὶ ἰσχίου κολλῶδες ὁμοῦ τῷ αἵματι : κεῖνο δὲ ἀπὸ ὑστερέων καὶ
τῶν ὀστέων καὶ τῶν ἄρθρων αἰεὶ τὸ ὑγρότατον αὐτέου ἀπιὸν κολλῶδες γίνεται , ἀπὸ τοῦ θερμοῦ ξηραινόμενον καὶ ἐξαυαινόμενον ,
6270829 ψεδνη
. ἔνθεν , οὐδ ' ὄθομαι τοῦ κοτέοντος : καὶ ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη : ἐνόθω ἔνοθεν ἐνήνοθεν ,
ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε : αὐτὰρ ὕπερθε φοξὸς ἔην κεφαλήν , ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη . ἔχθιστος δ ' Ἀχιλῆϊ
6268346 περικεφαλαια
τιάρα καὶ κίδαρις καὶ καυσία καὶ κυνῆ καὶ στεφάνη καὶ περικεφαλαία καὶ ἐπικρατὶς καὶ καμαλαύχιον καυμελαύκιον λέγεται . τὸ κεφαλοδέσμιον
' ἀντίφρασιν οὕτως τὸ ἀσθενέστατον , οἷον εὔθλαστον . ἄφαλος περικεφαλαία μὴ ἔχουσα φάλους : τοὺς δὲ φάλους οἱ μὲν
6266132 Φευγειν
εὐθέως κλᾶται . ΠΙΝΟΣ ΤΡΙΤΟΣ Ο ΜΗΔΕ ΟΛΩΣ ΦΕΥΓΩΝ . Φεύγειν δὲ εἰρήκασι δηλονότι πρὸς τὸ πῦρ : καὶ ἐκτίθενται
πείρω , σεσουβλισμένος , κεκεντημένος . ἀλκή : δύναμις . Φεύγειν : εἰς τό . ἱεμένῳ : προθυμουμένῳ . ἀναγκαίη
6265016 περσιστι
, ὡς τοῦ Σκύθης σκυθίζειν . ἀφ ' οὗ τὸ περσιστί ἐπίρρημα , ὡς τοῦ δωρίζω δωριστί καὶ σκυθιστί .
Ἡρόδοτος δὲ : “ οἱ εὐεργέται βασιλέως , ὀροσάγγαι καλέονται περσιστί . ” Νύμφις δὲ ὁ Ἡρακλεώτης ἐν δευτέρῳ Περὶ
6264998 ἐκδερω
μέτωπον . δέρτρον δὲ τὸ σῶμα παρὰ τὸ δέρω τὸ ἐκδέρω . * Τευχείρων : τῆς Κυρήνης πόλεις Ἀπολλωνία καὶ
κοντάρια : δοῦρα ὧδε τὰ κοντάρια ἀπὸ τοῦ δέρω τὸ ἐκδέρω : καὶ γὰρ ἐκδέρονται ταῦτα . οἷς : ἑτέροις
6261161 Ἀσσιου
καὶ χορταρίοις . ἔοικε δὲ τῇ χρόᾳ τῷ ἄνθει τοῦ Ἀσσίου λίθου , τῷ δ ' ὅλῳ τύπῳ ἀλκυονίῳ τῷ
μορίων , καὶ ἀνώδυνοι ταχέως ἐγένοντο . Πευκεδάνου ῥίζης , Ἀσσίου λίθου ἄνθους , προπόλεως λιπαρᾶς ἀνὰ # β ,
6260674 ἱπποβαμονα
ἑξῆς , φωτὸς ἀμυνομένου , τουτέστι τοῦ Εὐριπίδου ἀμυνομένου τὰ ἱπποβάμονα ῥήματα τοῦ φρενοτέκτονος ἀνδρός : τουτέστι τοῦ Αἰσχύλου .
σκινδαλάμων τε παραξόνια σμιλευματοεργοῦ φωτὸς ἀμυνομένου φρενοτέκτονος ἀνδρὸς ῥήμαθ ' ἱπποβάμονα . Φρίξας δ ' αὐτοκόμου λοφιᾶς λασιαύχενα χαίταν ,
6260096 ἐλυμα
μέσον εὔτονον , διὸ πρίνινον τὸν γύην . ἐλύματι : ἔλυμα μέρος τι τοῦ ἀρότρου ἐν τῷ μέσῳ ἔνθα συμβάλλεται
. δάφνης δ ' ἢ πτελέης ἀκιώτατοι ἱστοβοῆες . δρυὸς ἔλυμα , πρίνου δὲ γύην . βόε δ ' ἐνναετήρω
6254546 κουφονουν
καὶ μοιχοί . γαστέρα καὶ στήθη ἐπὶ πολὺ κομῶντα ἰδὼν κουφόνουν καὶ ἀλλοπρόσαλλον καὶ ἀσελγῆ λέγε τὸν τοιοῦτον εἶναι ἄνδρα
. εἰ δὲ εἷς τῶν τοῦ βρόγχου σπονδύλων ἐξέχοι , κουφόνουν ἄνδρα λέγει , εἰς δὲ γλῶσσαν τοῦτον οὐκ εἶναι
6254017 ἐκλεγῃ
γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθεὶς τῶν προσδοκωμένων ,
γὰρ οἴσεις πᾶν τὸ πρᾶγμ ' : ἂν δ ' ἐκλέγῃ ἀεὶ τὸ λυποῦν , μηδὲν ἀντιπαρατιθείς τῶν προσδοκωμένων ,
6251023 σκελλω
. παρὰ τὸ σκλῶ μονοσύλλαβον , ὅ ἐστι ἀπὸ τοῦ σκέλλω . Στεῖρα . παρὰ τὸ στῶ , οὗ παράγωγον
. . . ἀσκελές : τὸ σκληρόν : παρὰ τὸ σκέλλω ξηραίνεσθαι . . . . ἀσκωλιάζειν : ἐφ '
6250098 ὁρμᾳν
. Εἴωθε δὲ πολλάκις τὸ ἔλαιον οὐκ εἰς ἔμετον μόνον ὁρμᾷν . Τοῦτο ποιεῖ διὰ τὴν ἐπιμιξίαν τῶν ἄλλων τῇ
κεῖσθαι τὴν βόσιν ἢ παρὰ τὸ κίειν τὸ πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα
6249303 κατεδεται
καὶ πονῶν κτήσεται , καὶ οὕτως οὐχὶ τὰς σάρκας αὐτοῦ κατέδεται ἀλλὰ τὰς ἀπὸ τῶν σαρκῶν ἐργασίας . ἀγαθὸν δὲ
δειλίαν λέγεις . οὐκ ἴστε τὸ κακὸν οἷόν ἐστι . κατέδεται ἡμᾶς . τυχὸν ἴσως ὅδ ' ὀδυνώμενός τι νῦν
6248599 διποδων
Ἔστιν οὖν ὁ ἄνθρωπος ἀμφόδους , πολυσχιδὴς καὶ μόνος τῶν διπόδων ζῳοτοκῶν . ἔχει δὲ ὁ μὲν ἄρρην ἐπὶ τοῦ
ἐντὸς ἔχει πρὸς τὴν ὀσφὺν τοὺς ὄρχεις , καθάπερ τῶν διπόδων ἀλεκτρυών , τῶν δὲ τετραπόδων σαῦρος . τὰ μακροσκελῆ
6242791 ἀποκειμενων
οὐδὲν ἀφείλετο ἡ τύχη τούς γε ἅπαξ κτησαμένους τῶν οὕτως ἀποκειμένων . οὗτοι γάρ εἰσι θησαυροὶ βέβαιοι καὶ πᾶσι φανεροὶ
, ὡς μηδέποτ ' αὐτοῦ περιαιρεθείη τι καὶ βασταχθείη τῶν ἀποκειμένων , μαθόντα δὴ τοῦτο τὰ θεραπόντια ἀπεσφράγιζε καὶ ὅσα
6241378 ἑλεδωνη
ὀστέον . εἰσὶ δὲ οἵδε , πολύπους τευθὶς ἀκαλήφη ναύπλιος ἑλεδώνη πορφυρίων σηπία . αὕτη δὲ μόνη καὶ τοὺς ἀποδρᾶναι
στυγῶ μεταλλακτῆρα πολύπουν χρόος . εἴδη δ ' ἐστὶ πολυπόδων ἑλεδώνη , πολυποδίνη , βολβοτίνη , ὀσμύλος , φησὶν Ἀριστοτέλης
6240897 ἀμφηκες
παρ ' αὐχένα , πᾶν δέ οἱ εἴσω δῦ ξίφος ἄμφηκες : ὃ δ ' ἄρα πρηνὴς ἐπὶ γαίῃ κεῖτο
χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματα καλά , δώσω δὲ ξίφος ἄμφηκες καὶ ποσσὶ πέδιλα , πέμψω δ ' , ὅππῃ
6239098 ψιαθος
τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον . ἦν δὲ τοῦ μὲν θέρους ἡτοιμασμένη ψίαθος ἐφ ' ἑκάστης κλίνης , τοῦ δὲ χειμῶνος κώδιον
: ὄρος Βοιωτίας φορμηδόν : ψιαθηδόν : φορμὸς γὰρ ὁ ψίαθος ὅστις ἐναλλὰξ ἔχων τὸ πλέγμα ἐστί ἀνύτειν : οἱ
6236617 τελευτα
τῷ πατρὶ λοιμοῦ ἐπελθόντος τῇ Ἀναζάρβῳ μετ ' ὀλίγον χρόνον τελευτᾶ . οἱ δὲ πολῖται θάψαντες αὐτὸν ἄγαλμα πολυτελὲς αὐτῷ
δὲ λοιμοῦ ἐπελθόντος ἐν τῇ τῶν Κωρυκίων πόλει τριακονταέτης ὢν τελευτᾶ , καταλιπὼν τοὺς γονεῖς περιόντας . ἠρίον δὲ θαυμαστὸν
6235765 Δελφυνης
γενέσθαι . . . . , : Οἱ μὲν ὁ Δελφύνης κλίνουσι ἀρσενικῶς , οἱ δὲ ἡ Δελφύνη θηλυκῶς .
κελαρύζει . τῷ πάρα Πυθῶνος θυόεν πέδον , ἧχι δράκοντος Δελφύνης τριπόδεσσι θεοῦ παρακέκλιται ὁλκός , ὁλκός , ἀπειρεσίῃσιν ἐπιφρίσσων
6234831 σκαφοειδες
εἰσὶν καὶ ἄλλα τέσσαρα ὀστᾶ μεγάλα : τό τε καλούμενον σκαφοειδὲς καὶ ὁ ἀστράγαλος καὶ τὸ κυβοειδὲς καὶ ἡ πτέρνα
δὲ σκαφοειδὲς καθὰ μὲν συμβάλλει τῷ ἀστραγάλῳ κεκοίλωται , ὡς σκαφοειδὲς δοκεῖν εἶναι . ἐκ δὲ τοῦ ἀντικειμένου κυρτὸν ὂν
6233464 κατερεικομεναι
πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας : πολλαὶ δ ' ἁπαλαῖς χερσὶ καλύπτρας κατερεικόμεναι διαμυδαλέους δάκρυσι κόλπους τέγγους ' , ἄλγους μετέχουσαι .
ἐγένετο : ἀλλὰ κἂν ἐπὶ τοῖς ζῶσιν ἀνδράσιν εὔξομαι . κατερεικόμεναι ] κατασχίζουσαι , ἐνεργητικῶς . ἁβρογόοι ] ἁβρογόοι αἱ

Back