καὶ αὐτή , ἀσθενῶς δὲ καὶ ἐοικότως τῇ διὰ σκελῶν περιπατήσει , ἣν ἐκτελεῖν οὔπω οἷά τε τὰ βρέφη ,
περιγράψας . οὐ πρότερόν τε τροφῆς μεταλαμβάνει , εἰ μὴ περιπατήσει τόπον τινὰ ἐξευρὼν ἑαυτοῦ ἐπιτήδειον : μεθ ' ὃν
7293880 μελαγχολικουϲ
αὐτοῖϲ διαχειρίζεϲθαι . Τοὺϲ μὲν οὖν κατὰ πρωτοπάθειαν τοῦ ἐγκεφάλου μελαγχολικοὺϲ διά τε λουτρῶν ϲυνεχῶν καὶ διαίτηϲ εὐχύμου τε καὶ
ὠμοὺϲ χυμοὺϲ γεννᾷ ϲμε Ὅϲα ψυχροὺϲ χυμοὺϲ γεννᾷ ϲμϚ Ὅϲα μελαγχολικοὺϲ χυμοὺϲ γεννᾷ ϲμζ Ὅϲα χολώδη χυμὸν γεννᾷ ϲμη Ὅϲα
7190152 θερμοτεροϲ
ἁπλῶν : οὐ μὴν οὐδὲ φαλακροῦνται ῥᾳδίωϲ . εἰ δὲ θερμότεροϲ εἴη τοῦ ϲυμμέτρου , ἐρυθρότερα καὶ θερμότερα τὰ περὶ
περιέχων δὲ ἡμᾶϲ ἀὴρ ϲυνεχῶϲ παρατρέπει τὰϲ κράϲειϲ , ἤτοι θερμότεροϲ ἀμέτρωϲ ἢ ξηρότεροϲ ἢ ψυχρότεροϲ ἢ ὑγρότεροϲ γιγνόμενοϲ :
7143162 χρωννυται
ὁ χυλὸς τοιοῦτός ἐστιν . ἀλλ ' ἐπειδὴ ἀπὸ χολῆς χρώννυται , δεῖ αὐτὸ ὑπόξανθον εἶναι καὶ ὑπέρυθρον . Ἀπὸ
Εἰ δέ τινα καὶ ὑφ ' αἵματος καὶ μελαγχολικοῦ χυμοῦ χρώννυται , ὁ μετ ' ὀλίγον δείξει λόγος . Ἐπεὶ
7131974 κενωϲειϲ
δεϲμοῖϲ ἰϲχυρῶϲ , ὅταν μὲν διὰ τῶν κάτω μορίων αἱ κενώϲειϲ γίγνοιντο , τὰϲ χεῖραϲ , ὅταν δὲ διὰ τῶν
ἐλλεβόρου λευκοῦ καὶ καϲτορίου πταρμικὰ προϲαγόμενα ταῖϲ ῥιϲὶ μετὰ τὰϲ κενώϲειϲ , καὶ τὰ ἔρρινα προϲαγόμενα ταῖϲ ῥιϲὶ καὶ ἀποφλεγματιϲμοί
7074127 ὠφελιμοϲ
τοῦτο ἄϲθματοϲ καὶ ὀρθοπνοίαϲ παροξυντική . κεφαλῇ δὲ χρονίωϲ ἐψυγμένῃ ὠφέλιμοϲ : δυϲπαθῆ γὰρ αὐτὴν καὶ ϲτερεὰν ἀπεργάζεται . δεῖ
εἰ δὲ τὸ περιέχον μὴ εἴη ψυχρόν , καὶ ξύρηϲιϲ ὠφέλιμοϲ . εὐθὺϲ δὲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ ϲυγχρίϲμαϲιν ἐπ ' ὀλίγον
7050788 κακοχυμοϲ
πεφθέντεϲ καλῶϲ ὁμοίωϲ ταῖϲ ϲαρξὶν εὔχυμοι . καρδία δὲ οὐ κακόχυμοϲ . οἱ δὲ πόδεϲ τῶν ὑῶν βελτίουϲ εἰϲὶ τοῦ
βελτίων δὲ εἰϲ εὐχυμίαν ἢ κατὰ βοῦϲ καὶ πρόβατα . κακόχυμοϲ δὲ οὐδὲν ἧττόν ἐϲτι καὶ ἡ τῶν ἐλάφων καὶ
7045993 χονδροϲ
μὴ ὀπτά : ἐλαῖαι , φοίνικεϲ , τάριχοϲ ὡραῖον . χόνδροϲ πλυτόϲ , ξύν τινι τῶν γλυκέων , ὁκόϲον ἡδῦναι
Ὕδωρ εὔκρατον καταντλούμενον ὑδρέλαιον ἔλαιον εὔκρατον πύρινον ἄλευρον πύρινοϲ ἄρτοϲ χόνδροϲ χοίρειον ϲτέαρ καὶ μόϲχειον βούτυρον λιβανωτὸϲ πίϲϲα ῥητίνη .
7037057 καλλιϲτα
. Ὅϲα μέϲα τῶν λεπτυνόντων ἐϲτὶ καὶ παχυνόντων . Οἱ κάλλιϲτα καταϲκευαϲθέντεϲ ἄρτοι καὶ αἱ ϲάρκεϲ τῶν ἀλεκτορίδων καὶ φαϲιανῶν
εἰϲ τὰϲ αὐτὰϲ χρείαϲ . πλυθεῖϲα δὲ μετὰ τὴν καῦϲιν κάλλιϲτα ϲαρκοῖ τὰ κοῖλα τῶν ἑλκῶν . τὸ δὲ ἐκ
6992263 ἐπιτηδειοϲ
καὶ ϲκοτώμαϲιν ἐπιληψίαιϲ τε καὶ μανίαιϲ : καὶ θώρακι δὲ ἐπιτήδειοϲ ἐπὶ ὀρθοπνοίαιϲ ἄϲθμαϲι βηχὶ χρονίᾳ . ἐν κατάρρῳ δὲ
δὲ ὑποκαπνιϲμὸϲ οὐ πᾶϲι τοῖϲ περὶ τὸν θώρακα ϲυνιϲταμένοιϲ πάθεϲιν ἐπιτήδειοϲ : οὐδὲ γὰρ ἐπὶ τῶν αἷμα πτυϲάντων κατάλληλοϲ ,
6985212 κυναγχη
ὡς ἐπιτοπλεῖστον ἀπὸ κυνάγχης ἐγίνετο . λοιπὸν ἄκουε , θαυμασίως κυνάγχη ἐγένετο . διετείνετο οὖν τὰ περὶ τὸν θώ -
, τῶν δὲ ἐκτός , παρασυνάγχη . ὥσπερ δῆτα καὶ κυνάγχη μὲν τῶν ἐντὸς τοῦ λάρυγγος φλεγμαινόντων μυῶν , παρακυνάγχη
6962376 πανταπαϲιν
ἐν τῷ βάθει τῆϲ κεφαλῆϲ καὶ ταύτηϲ κατὰ βραχὺ μειουμένηϲ παντάπαϲιν ἐπαύϲατο κατὰ τὴν ὑϲτεραίαν . ὠφελίμωϲ δὲ τὸ μελάνθιον
δὲ καὶ τούτοιϲ ἡ δίαιτα λεπτυντική τε καὶ εὐδιοίκητοϲ καὶ παντάπαϲιν ἀπέριττοϲ . Ὁ τρόμοϲ καθόλου μὲν διὰ τὴν τῶν
6950628 ξηροτεροϲ
δραϲτικώτατόν ἐϲτι βοήθημα μόνοϲ ὁ πάτοϲ ἐπιτιθέμενοϲ . ἐὰν δὲ ξηρότεροϲ ᾖ , κυπρίνῳ δεῖ αὐτὸν ἀναμαλάττειν , μὴ παρόντοϲ
ἀὴρ ϲυνεχῶϲ παρατρέπει τὰϲ κράϲειϲ , ἤτοι θερμότεροϲ ἀμέτρωϲ ἢ ξηρότεροϲ ἢ ψυχρότεροϲ ἢ ὑγρότεροϲ γιγνόμενοϲ : τοῖϲ μὲν γὰρ
6945439 προϲηκοντωϲ
, ὥϲπερ ἐπὶ τῶν λιθιώντων , καὶ κομιϲάμενον τοὺϲ θρόμβουϲ προϲηκόντωϲ θεραπεύειν . Ὅϲαι δὲ ϲκληρότητεϲ κατὰ νεφροὺϲ γίνονται ,
ἐξ ἐναντίων ὦϲι δυνάμεων : οὐ γὰρ πέττεται τὰ ληφθέντα προϲηκόντωϲ . Ὅϲα λεπτύνοντά ἐϲτιν ἐν τροφαῖϲ . Ϲκόρδα κρόμμυα
6926535 θανατοϲ
τε καὶ ἱδρὼϲ καὶ λειποθυμία , καὶ χωρὶϲ ἀναβολῆϲ ὁ θάνατοϲ ἐπακολουθεῖ . πνεύμονοϲ δὲ τρωθέντοϲ εὐρυχωρίαϲ μὲν οὔϲηϲ διὰ
ὠκίϲτη ἐκ τοῦ πάθεοϲ ἡ ἔγερϲιϲ , ὅκωϲ καὶ ὁ θάνατοϲ ὤκιϲτοϲ . καὶ γὰρ ῥηϊδίωϲ τοῖϲι ἄνω προϲχωρέει ,
6915708 χρηϲιμοϲ
' ἄμφω καὶ διὰ τοῦτο πρὸϲ ϲηπεδόναϲ καὶ τὰ ῥεύματα χρήϲιμοϲ ὑπάρχει , πρὸϲ δὲ τὰ ϲηπόμενα ἐν τῷ ϲτόματι
καὶ μάλιϲτα τραγήματοϲ παντὸϲ φείδεϲθαι . οἶνοϲ λεπτὸϲ καὶ λευκὸϲ χρήϲιμοϲ εἰϲ ἡδονὴν δὲ καὶ ὁ γλυκὺϲ καὶ τὸ οἰνόμελι
6909925 ὀχευει
, ἀνατμηθεῖσα δὲ κυνὶ τὰ ἐντόσθια πάντα κέκτηται ὅμοια . ὀχεύει δὲ ἐπιβαίνουσα καθάπερ καὶ ὁ κύων : τίκτει δὲ
ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος καὶ πολὺν χρόνον πλησιάζει διὰ τὸ ἄναιμος
6900204 ξυνεπειγῃ
χρονίζουϲι , εὖτε καὶ ὀξύμελι διδόναι χρή , ἢν δύϲπνοια ξυνεπείγῃ . ψυχρὸν δὲ ὕδωρ ὁκόϲοι τῶν ἰητρῶν τοῖϲι πλευριτικοῖϲι
τῷ λείῳ καὶ τὸ παγερὸν ἴϲχει . ἢν μὲν ὦν ξυνεπείγῃ ἡ φορή , ἅπαξ τῆϲ ἡμέρηϲ πρὸ τῆϲ προϲάρϲιοϲ
6897561 λευκοϲ
τινοϲ δριμύτητοϲ . Λίβανοϲ πρωτεύει ὁ ἄρρην , ϲτρογγύλοϲ ἄτμητοϲ λευκὸϲ τμηθεὶϲ δ ' ἔνδοθεν λιπαρόϲ . δολοῦται πιτυίνῃ ῥητίνῃ
διαφορητικῇ ϲυμφέρει χρῆϲθαι . Ὁ μὲν ἧλοϲ τύλοϲ ἐϲτὶ περιφερὴϲ λευκὸϲ ὡμοιωμένοϲ ἥλου κεφαλῇ κατὰ πᾶν τοῦ ϲώματοϲ μέροϲ ϲυνιϲτάμενοϲ
6897181 θερμοϲ
ὑπάρχων δυνάμεωϲ : ἔχει δέ τι καὶ καθαιρετικόν . Ϲίνων θερμὸϲ οὐρητικόϲ τε καὶ πεπτικόϲ ἐϲτιν ἔμμηνά τε ἄγει καὶ
Ἀθηναίου . Ἐν μὲν οὖν τῇ ἐαρινῇ ὥρᾳ ὑγρὸϲ καὶ θερμὸϲ ὁ ἀήρ , ἐν δὲ τῇ θερινῇ θερμὸϲ καὶ
6894621 ἀμετρωϲ
τῆϲ κυπαρίϲϲου καὶ τῆϲ βάτου ϲτύφει , μάλιϲτα ὅταν ἐκκρίνῃ ἀμέτρωϲ : ὕειον δὲ καὶ χήνειον ϲτέαρ καὶ μαλάχινον ἔλαιον
δεῖ ϲυχνότερον ἀποϲκέποντα καὶ θεωροῦντα : μὴ ϲυναιϲθανόμενοι γὰρ πολλάκιϲ ἀμέτρωϲ ἐφλέχθηϲαν . καὶ τῶν αἰγῶν αἱ ϲπύραθοι ϲὺν ὄξει
6892541 δυϲπεπτοϲ
τοῦ πέπονοϲ ψυχρὸϲ καὶ ὑγρόϲ , μᾶλλον δὲ διουρητικὸϲ καὶ δύϲπεπτοϲ καὶ κακόχυμοϲ , κἂν πεφθῇ . καθόλου δὲ πᾶϲα
τε καὶ βοῶν . ἡ δὲ τῶν ἐλάφων ϲκληρὰ καὶ δύϲπεπτοϲ . καθόλου δὲ τὰ μὲν νέα ὑγρότερά τε καὶ
6891170 θαμνοϲ
τοῦτο καὶ διαφορητικόν . Κίϲθοϲ ἢ κίϲθαροϲ . Ϲτυπτικὸϲ ὁ θάμνοϲ ἐϲτὶν εἰϲ τοϲοῦτον ὡϲ τὰ φύλλα αὐτοῦ καταπλαϲϲόμενα κολλᾶν
καὶ ῥυπτικὸν καὶ ἐπιϲπαϲτικόν . Νήριον ἢ ῥοδοδάφνη γνώριμοϲ ἅπαϲι θάμνοϲ : ἔξωθεν μὲν οὖν τοῦ ϲώματοϲ εἰ καταπλαϲθείη διαφορητικῆϲ
6885593 πραϲιῳ
καὶ καϲτόριον τῷ ϲικυωνίῳ παραμικτέον : ἐπὶ ποδαγρικῶν τε καταιονοῦμεν πραϲίῳ ἐν ὕδατι ἢ οἴνῳ ἡψημένῳ . Περὶ ἐγκαθιϲμάτων .
ληφθεὶϲ αἷμα δι ' οὔρων ἄγει . Ὅρμινον παραπλήϲιόν ἐϲτι πραϲίῳ τὴν ἰδέαν θερμόν τε καὶ μετρίωϲ ξηρὸν καὶ ῥυπτικόν
6880566 διαλειπει
ποιεῖ : μόνον δὲ ἀπὸ τροπῶν χειμερινῶν μέχρις ἐαρινῆς ἰσημερίας διαλείπει . τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ ἐνιαυτοῦ τίκτει , καὶ
καὶ λευκόια καὶ ἀσπάραγοι καὶ τὰ παραπλήσια τούτοις οὐ πλεῖον διαλείπει μηνῶν τριῶν , τὸ δὲ θαλάττιον ὄψον καὶ κατὰ
6878843 κοποϲ
τέμνειν ἢ ἀποϲχάζειν τὰ ϲφυρά . ὁ δὲ φλεγμονώδηϲ αὐτόματοϲ κόποϲ οὐδὲ ὡρῶν ὀλίγων μήτι γε δυοῖν ἢ τριῶν ἡμερῶν
Ἄλλη δὲ τετάρτη διάθεϲίϲ ἐϲτι παραπληϲία μὲν ὑπάρχουϲα κόπῳ , κόποϲ δὲ οὐκ οὖϲα , τῷ μήτε ἑλκώδη μήτε τονώδη
6876345 ἑφθοϲ
καὶ μᾶλλον τὰ ὀπτά , φακὸϲ ϲὺν πτιϲϲάνῃ ἡψημένοϲ κέγχροϲ ἑφθόϲ . φευκτέον δὲ ἐπὶ πάντων τὰ ϲφοδρῶϲ ϲτύφοντα καὶ
, βλίτον , θριδακίνη , ἑψητὴ κολοκύντη , [ ϲίκυοϲ ἑφθόϲ , ] πεπέων ὡραῖοϲ . οἴνου δὲ καὶ κρειῶν
6872385 αἱμορροϊδαϲ
καὶ ἐπιϲπᾶται καὶ διαφορεῖ . ὁ μὲν οὖν χυλὸϲ αὐτῆϲ αἱμορροΐδαϲ ἀναϲτομοῖ προϲτιθέμενοϲ καὶ ϲκληρίαϲ διαφορεῖ ϲὺν ἄλλοιϲ , μετὰ
Ϲικυωνίαϲ καὶ τῷ διὰ τοῦ μέλανοϲ ἐλλεβόρου . καὶ τὰϲ αἱμορροΐδαϲ δὲ ἀναϲτομώϲομεν καὶ καταμήνια προτρέψομεν , εἰ διὰ τὴν
6869934 ἐγκαθιϲματα
τινων γὰρ τοῦτο καὶ μόνον εἰϲ τελείαν ἀποθεραπείαν ἤρκεϲεν . ἐγκαθίϲματα δὲ καὶ πεϲϲοὶ μαλακτικοὶ παραλαμβανέϲθωϲαν . ταῦτα μὲν οὖν
κεφαλωτὸν πράϲον πλείοϲι καθηψημένον ὕδαϲι καὶ ἰχθύεϲ οἱ ἁπαλώτατοι . ἐγκαθίϲματα δὲ ἐπιτηδευέϲθω ἄχριϲ ὀμφαλοῦ καὶ ὀϲφύοϲ ὅληϲ δι '
6850786 διακρινομενη
τρόπος , ὅμως γε μέθεξις ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως προϊοῦσα καὶ διακρινομένη . Τί οὖν τὸ διακρῖνον τὸ δεύτερον ἀπὸ τοῦ
οὐσίαν αὐτὴν καθ ' αὑτὰς οὖσαι . οἷον ἡ ὄψις διακρινομένη μὲν ὑπὸ λευκοῦ αἰσθάνεται , τί δ ' ἔστιν
6847661 ϲφιγγει
: ὅθεν ξηραίνει καὶ ἀποκρούεται τὰ ῥεύματα καὶ ϲυνάγει καὶ ϲφίγγει τὰ χαλαρὰ καὶ ἄρρωϲτα μόρια καὶ πᾶϲι τοῖϲ ῥοώδεϲιν
' ἣν καὶ ξηραίνει καὶ ἀποκρούεται ῥεύματα καὶ ϲυνάγει καὶ ϲφίγγει τὰ χαλαρὰ καὶ ἄρρωϲτα μόρια καὶ πᾶϲι τοῖϲ ῥοώδεϲι
6847487 πλυθειϲα
καὶ ἀποκρουϲτικόν . ἔχει δέ τι καὶ διαφορητικὸν βραχύ : πλυθεῖϲα δὲ ἀποτίθεται τὸ διαφορητικόν . παρὰ δὲ τὴν τῶν
. ἡ δὲ Ἐρετριὰϲ ἐναργῶϲ ϲτύφει , καυθεῖϲα δὲ καὶ πλυθεῖϲα ξηραίνει ἀδήκτωϲ : ἀμείνων δέ ἐϲτιν ἡ τεφρώδηϲ .
6829592 μολυβδοϲ
δὲ διαχεῖ πέταλον ἐπιτιθέμενον αὐτοῖϲ μολιβοῦν . ὁ δὲ κεκαυμένοϲ μόλυβδοϲ ξηραντικώτεροϲ μέν ἐϲτιν , ἔχει δέ τι δριμύ :
τὰϲ πρὸϲ ἀφροδίϲια ὁρμάϲ . ὁ δὲ κεκαυμένοϲ καὶ πεπλυμένοϲ μόλυβδοϲ πρὸϲ τὰ κακοήθη τῶν ἑλκῶν καὶ χειρώνεια καὶ καρκινώδη
6826655 ἀχρηϲτοϲ
, ἐμπαϲϲέϲθω δὲ αὐτῷ καὶ ἶριϲ καὶ μάννα . οὐκ ἄχρηϲτοϲ δὲ καὶ ἡ ὠμὴ λύϲιϲ μετὰ ῥητίνηϲ καὶ κηροῦ
διαυγὴϲ οὖϲα εὐώδηϲ δριμεῖα : ἡ δὲ τῇ χρόᾳ πιϲϲώδηϲ ἄχρηϲτοϲ . Ϲμύρνα ϲτακτὴ καλὴ ἡ εὐώδηϲ λεῖα καὶ ἀμιγὴϲ
6823077 σπανιζομεν
, ὥστε μηδὲν τῶν διαφερόντων ἀγνοεῖν , καὶ φίλων οὐ σπανίζομεν , οἷς , ἐάν τι δέῃ , συμβούλοις χρησόμεθα
. ἀλλ ' ἔστ ' ἐν οἴκοις : οὐ βίου σπανίζομεν . τί δῆτα χρήιζεις ὧν κέκευθεν Ἴλιον ; ἑλὼν
6817996 ποιοτηϲ
, ἐκφρακτικῆϲ τε καὶ λεπτυντικῆϲ , καὶ ὅταν ἥ τε ποιότηϲ αὐτοῦ τῇ τοῦ χρωμένου φύϲει μηδὲν ὑπεναντίον ἔχῃ ,
μάλιϲτα κατὰ τὰϲ φλέβαϲ , φλεβοτομήϲομεν , εἰ δὲ μᾶλλον ποιότηϲ , καθαρτικῷ χρηϲόμεθα φαρμάκῳ : εἰ δὲ μορίῳ ϲυμπάϲχοι
6810142 χεζει
χαρίτων μὲν ὄζει , καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει , μῆλα δὲ χρέμπτεται . Ἀντιφάνης Δευκαλίωνι : σησαμίδας
Εὔπολις ἐν Κόλαξιν : καλλαβίδας δὲ βαίνει , σησαμίδας δὲ χέζει . θερμαυστρίς , ἑκατερίδες , σκοπός , χεὶρ καταπρηνής
6807189 ὑγροτηϲ
ὅταν οὖν πολὺ ᾖ τὸ θερμόν , δαψιλὴϲ δὲ ἡ ὑγρότηϲ , τό τε τὴν μὲν προϲπελάζουϲαν ἐπιπολῆϲ ὑγρότητα ἐκκαίει
. Θερμοῦ καὶ ὑγροῦ ἐγκεφάλου ϲημεῖα . Εἰ δ ' ὑγρότηϲ προϲείη τῇ θερμότητι , βραχὺ μὲν ὑπερβαλλουϲῶν ἀμφοτέρων τὸ
6797827 καυθειϲα
μαλακῶν ϲωμάτων δριμύτερόν ἐϲτι τὸ φάρμακον . καὶ μέντοι καὶ καυθεῖϲα λεπτομερεϲτέρα γίνεται : διὸ καὶ πρὸϲ ἀλωπεκίαϲ ἁρμόττει καὶ
ὡϲ εἰϲ τὴν διαφορητικὴν μεταπίπτειν δύναμιν . εἰ δὲ ἡ καυθεῖϲα πλυθείη , τὸ μὲν δριμὺ καταλιποῦϲα τῷ ὕδατι ,
6796824 ἀναληφθειϲα
καυθεῖϲα καὶ ξηρὰ ἐπιπαϲϲομένη ἰᾶται ϲύριγγαϲ , καὶ μέλιτι δὲ ἀναληφθεῖϲα ἀπέφθῳ ἢ καέντι ἐντίθεται τῇ ϲύριγγι ὡϲ κολλύριον καὶ
λειοτάτη γενομένη ὅϲον ⋖ β μετὰ ϲύκων ἢ μέλιτοϲ ἑφθοῦ ἀναληφθεῖϲα εἰϲ καταπότια καὶ διδομένη ἄγει φλέγμα ἱκανόν . Βδέλλιον
6794204 ἀτραφαξυϲ
ῥητέον τὴν ὕλην ἀναμίξ . ὠφελεῖ τοίνυν ἥ τε ἀγρία ἀτράφαξυϲ καὶ ἡ ἥμεροϲ ϲὺν ἄρτῳ καταπλαϲϲομένη ἢ φλόμου φύλλα
γάλακτοϲ δὲ καὶ ϲπέρματόϲ ἐϲτι γεννητικόν . βλίτον δὲ καὶ ἀτράφαξυϲ ὑγρὰ μὲν καὶ γαϲτρὸϲ ὑπακτικά , ὀλιγότροφα δέ .
6790633 ὑγροτεροϲ
τὰϲ κράϲειϲ ἤτοι θερμότεροϲ ἀμέτρωϲ ἢ ψυχρότεροϲ ἢ ξηρότεροϲ ἢ ὑγρότεροϲ γινόμενοϲ . τοῖϲ μὲν γὰρ ἄλλοιϲ αἰτίοιϲ οὔτε πάντεϲ
μεταβολαῖϲ καὶ τὰ τῶν ζῴων ϲώματα . ἔϲτι δὲ ὅτε ὑγρότεροϲ καὶ θερμότεροϲ ὁ περιέχων ἡμᾶϲ ἀὴρ γιγνόμενοϲ λοιμώδη κατάϲταϲιν
6787981 ϲανδαραχη
κατάχριε ἐν βαλανείῳ . ἰδίωϲ δὲ τοὺϲ μέλαναϲ ἄκρωϲ αἴρει ϲανδαράχη μετὰ ἡμίϲουϲ θείου , προνιτρώϲαϲ δὲ κατάχριε ἐν ἡλίῳ
ἄνθοϲ ἰϲάτεωϲ . ἀντὶ ὑπερικοῦ ἀνήθου ϲπέρμα . ἀντὶ φέκληϲ ϲανδαράχη . ἀντὶ φύκουϲ ἄγχουϲα . ἀντὶ φοῦ ϲφάγνοϲ .
6778475 ἑτοιμωϲ
γεννητικόϲ : ἀλλ ' ὁ μὲν πλυτὸϲ μοχθηρόϲ , ἐπείπερ ἑτοίμωϲ παχυνόμενοϲ ἄνεφθοϲ μένει , κρείττων δὲ ὁ χυλὸϲ αὐτοῦ
αἰτίοιϲ ϲφοδρότερον γιγνόμενον ϲφυγμόν : ὁ τοίνυν ϲφοδρότεροϲ οὐ μεταβάλλων ἑτοίμωϲ οὗτοϲ κατὰ φύϲιν τε καὶ ϲύμμετροϲ ἂν εἴη .
6774095 οὐροιϲι
] ἴϲχουϲι οἱ λίθοι , ἀλλὰ τὰ ψαμμία ξὺν τοῖϲι οὔροιϲι κάτω διαπλέει , τάπερ καὶ ϲημήϊα καὶ ὕλη τοῦ
οὐρηθέν , ἄλλοτε μὲν καθαρόν , ἀμιγέϲ , ἄλλοτε δὲ οὔροιϲι ξυμμεμειγμένον . τοῖϲδε χρὴ καὶ ἀποϲτάϲιαϲ διαγιγνώϲκειν : ἢν
6768179 ἐγκεφαλοϲ
εὐρύτηϲ θερμότητοϲ γνώριϲμα , πλὴν εἰ μὴ κἀνταῦθα μεγάλωϲ ὁ ἐγκέφαλοϲ ἀντιπράξειεν . ἡ δὲ ψυχροτέρα καρδία ϲφυγμοὺϲ ἔχει μικροτέρουϲ
θερμότητοϲ γνώριϲμα , πλὴν εἰ μὴ κἀνταῦθά ποτε μεγάλωϲ ὁ ἐγκέφαλοϲ ἀντιπράξειεν . Ψυχροτέραϲ καρδίαϲ γνωρίϲματα . Ϲφυγμοὶ μικρότεροι τῶν
6759913 διαφορητικηϲ
, ἰϲχυρότερον δὲ ξηραίνει μετὰ τοῦ θερμαίνειν ϲυμμέτρωϲ . Ἀφόνιτρον διαφορητικῆϲ ἐϲτι καὶ ῥυπτικῆϲ δυνάμεωϲ , ὡϲ μὴ μόνον τὰ
ἐν νεφροῖϲ θρυπτικὸν καὶ ἐμμήνων ἀγωγόν . Ϲιϲύμβριον λεπτομεροῦϲ καὶ διαφορητικῆϲ καὶ θερμαινούϲηϲ καὶ ξηραινούϲηϲ κατὰ τὴν τρίτην τάξιν ἐϲτὶν
6758010 δυϲπεπτα
Ὅϲα εὔχυμα ϲνγ Ὅϲα κακόχυμα ϲνδ Ὅϲα εὔπεπτα ϲνε Ὅϲα δύϲπεπτα ϲνϚ Ὅϲα εὐϲτόμαχα καὶ ῥωϲτικά ϲνζ Ὅϲα κακοϲτόμαχα ϲνη
δὲ καὶ λειόβατοι καὶ ῥῖναι καὶ τὰ τοιαῦτα ϲκληρότερα καὶ δύϲπεπτα καὶ μᾶλλον τρόφιμα : καθόλου γὰρ τὰ ϲκληρόϲαρκα τῶν
6757473 πιμεληϲ
τῶν ἐντὸϲ ἐνδεικνύμενον καὶ τὸ λιπαρὸν καὶ ἐλαιῶδεϲ ϲύντηξιν τῆϲ πιμελῆϲ ϲημαῖνον καὶ τὸ γλίϲχρον αὐτῶν τῶν ϲτερεῶν ϲωμάτων ϲύντηξιν
καὶ ἐνύδρων ρν Περὶ γάρου ρνα Περὶ ἅλμηϲ ρνβ Περὶ πιμελῆϲ καὶ στέατοϲ ρνγ Περὶ μυελοῦ ρνδ Περὶ πνεύμονοϲ ρνε
6756681 παχυϲ
: εἰ δ ' ἅμα τιϲ εἴη πιμελώδηϲ τε καὶ παχὺϲ καὶ τὰϲ φλέβαϲ εὐρείαϲ ἔχοι , δι ' ἔθοϲ
καὶ μᾶλλον ὁ αὐϲτηρὸϲ καὶ μέλαϲ ἄνευ γλυκύτητοϲ καὶ ὁ παχὺϲ καὶ νέοϲ πᾶϲ . τὸ δὲ ὕδωρ βραδυπορώτερον .
6755376 ὑδατωδηϲ
πετραῖοι , λαχάνων πράϲα ἀϲπάραγοϲ πετροϲέλινα χαμαιδάφναι , οἶνοϲ ὁ ὑδατώδηϲ λεγόμενοϲ λεπτὸϲ καὶ λευκὸϲ ὑποϲτύφων καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια
ἂν δὲ ὑγραίνηται μόνον , ἂν μὲν παχυμερήϲ τε καὶ ὑδατώδηϲ ἡ ὑγρότηϲ εἴη , αὐϲτηρὸν ἀποτελεϲθήϲεται : τὸ γὰρ
6753692 ἀλικοϲ
διαλέκτου , καὶ τὸ παλαιὸν ἀπόμελι δώϲομεν μετὰ ψιχῶν ἢ ἄλικοϲ , κἄπειτα δοτέον καὶ τῆϲ ἱερᾶϲ ὀλίγιϲτον . μετὰ
ὅ τε τῆϲ πτιϲϲάνηϲ χυλὸϲ ψυχρὸϲ λαμβανόμενοϲ ὅ τε τοῦ ἄλικοϲ χόνδροϲ ὁμοίωϲ πτιϲϲάνῃ ϲκευαϲθείϲ . ἐπιτήδειοϲ δὲ τοῖϲ ὧδε
6752836 ἰαϲπιϲ
χαλκίτηϲ μίϲυ ϲτυπτηρία πᾶϲα λεπὶϲ χαλκοῦ μίλτοϲ λίθοϲ φρύγιοϲ λίθοϲ ἴαϲπιϲ λίθοϲ μαγνῆτιϲ λίθοϲ μοροξὸϲ λευκογραφὶϲ λεγόμενοϲ καὶ ὁ γαλακτίτηϲ
κηρωτῆϲ αὐτῷ πρὸϲ ἀφούλωϲιν ἑλκῶν χρῶνται . ὁ δὲ ὑπόχλωροϲ ἴαϲπιϲ ἰϲχυροτέραϲ ὢν δυνάμεωϲ οὐλάϲ τε καὶ πτερύγια λεπτύνει :
6748027 ξηραντικη
πεντέβορον . ταύτης ἡ ῥίζα δριμεία τε καὶ ὑπόπικρος καὶ ξηραντικὴ καὶ στυπτικὴ ὑπάρχει . γλυκισίδη δὲ εἴρηται διὰ τὸ
τῷ ἀφεψήματι αὐτῶν τὰ πωρώϲεωϲ δεόμενα κατάγματα καταντλεῖν . Πτέριϲ ξηραντικὴ τὴν δύναμίν ἐϲτι καὶ πικρά : ὅθεν ἔμβρυά τε
6747066 ἐμετοϲ
τῇ καταψύξει ϲυνειϲβάλλον χάϲμη τε καὶ ϲκορδινιϲμὸϲ ἢ ναυτία ἢ ἔμετοϲ ἢ λειποθυμία , ἄλγημα κεφαλῆϲ ἢ ἄλλου τινὸϲ μορίου
ὑπερβαλλόντωϲ κατιϲχνωμένοιϲ καὶ τὰϲ ῥευματικὰϲ δὲ διαθέϲειϲ πάϲαϲ φιλεῖ ὁ ἔμετοϲ ἐξιᾶϲθαι , οἷον ἕλκωϲιν νεφρῶν καὶ κύϲτεωϲ καὶ δακτυλίου
6745725 ἱϲτηϲιν
τὴν δύναμιν : ἕλκη τε οὖν ἐπιπόλαια ἀφουλοῖ καὶ ῥεύματα ἵϲτηϲιν . Βαλϲάμου τὸ μὲν οἷον ξύλον ξηραίνει καὶ θερμαίνει
μὲν οὖν κούφη ϲικύα πνευματώϲειϲ τε λύει καὶ ϲτόμαχον ῥευματιζόμενον ἵϲτηϲιν καὶ αἷμα ἐπιϲπᾶται καὶ φερόμενον αὖ πάλιν ἵϲτηϲιν ἐν
6741274 νεοιϲι
αἷμα πουλύ , οἵδε μαίνονται , τοῖϲι ἀμφὶ ἥβην καὶ νέοιϲι καὶ οἷϲι πάντων ἡ ἀκμή : ὁκόϲοιϲι δὲ τὸ
. φέρει δὲ καὶ νοῦϲοϲ μακρή , φθινώδηϲ , καὶ νέοιϲι ἀργίη μάλιϲτα , ὁκόϲοιϲι ἀπ ' ἀγωνίηϲ ἢ γυμναϲίων
6740655 διαταϲιεϲ
ἑλικοειδὲϲ ἔντερον . ἢν καὶ πλημυρῇ τὸ οὖρον , καὶ διατάϲιεϲ : προθυμίη ἀπουρήϲιοϲ ὅκωϲπερ ὠδίνων . φυϲώδεεϲ , ἀδιέξοδοι
καὶ δακνῶδεϲ ἐγγένηται , ψύξιεϲ , τρόμοι , ϲπαϲμοί , διατάϲιεϲ καὶ πληρώϲιεϲ τῶν ὑποχονδρίων . ἰκέλη ἡ ξυμμορφὴ ἥδε
6739406 ϲπλην
τελείων ὄρχειϲ πλὴν τῶν ἐν τοῖϲ ἀλεκτρυόϲιν : ἐγκέφαλοϲ νωτιαῖοϲ ϲπλὴν ὠὰ τηγανιϲτὰ τυροὶ ἁπαλοὶ βωλῖται ἀμανῖται τῆλιϲ φακὴ βρόμοϲ
καὶ βραδυπόρα : τὸ δὲ τῶν χοίρων ἧπαρ ἄμεινον . ϲπλὴν δὲ κακόχυμόϲ τε καὶ μελαγχολικόϲ . ὁ δὲ πνεύμων
6737111 τιτανοϲ
ἐν Ἡρακλείᾳ γεννώμενον , μεταλλικὰ δὲ γύψοϲ , ψιμύθιον , τίτανοϲ , ἀρϲενικόν , ϲανδαράχη , λιθάργυροϲ , ἀδάρκη ,
ἀπὸ τοῦ μελαγχολικοῦ . κοινῶϲ μὲν οὖν ἀμφοτέροιϲ ἁρμόζει πεπλυμένη τίτανοϲ ὕδατι λυθεῖϲα ἢ δρακοντίου ῥίζα ϲὺν ὄξει καταπλαϲϲομένη :
6735695 δριμειαϲ
τῷ πετραίῳ . Ϲφονδυλίου ὁ μὲν καρπὸϲ καὶ ἡ ῥίζα δριμείαϲ εἰϲὶ καὶ τμητικῆϲ δυνάμεωϲ , ὡϲ ἀϲθματικούϲ τε καὶ
θηριοδήκτοιϲ ἁρμόζει . Κληματῖτιϲ ἑτέρα περιελίττεται τοῖϲ δένδροιϲ ὡϲ μῖλαξ δριμείαϲ τε καὶ καυϲτικῆϲ οὖϲα δυνάμεωϲ . ταύτηϲ ὁ καρπὸϲ
6728496 χρηϲιϲ
. καὶ τῇ δὲ ϲκληρᾷ ἕξει ἐκ διαλειμμάτων πλειόνων ἡ χρῆϲιϲ ὠφέλιμοϲ : μαλάϲϲει γὰρ τὰ ὄργανα καὶ ἀνευρύνει τοὺϲ
ψυχροῦ πόϲει θεραπεύϲομεν : ἐπιτήδειοϲ δὲ ἡ τῶν ϲτυφόντων ἐδεϲμάτων χρῆϲιϲ , ἔϲτω δὲ καὶ ταῦτα χωρὶϲ τοῦ θερμαίνειν αὐϲτηρά
6727893 τριταιοϲ
πόϲιϲ , ὅϲα τε τῶν ἀλειμμάτων μανωτικά . Ὁ μὲν τριταῖοϲ πυρετὸϲ ἔκγονοϲ ὑπάρχων τῆϲ ξανθῆϲ χολῆϲ κινουμένηϲ εὐθὺϲ κατ
, δυϲεντερία , λειεντερία , εἰλεόϲ , ἰϲχιάϲ , πυρετὸϲ τριταῖοϲ , ποδάγρα , ἀποπληξία , αἱμορροίδεϲ , ἀρθρῖτιϲ .
6726027 ἐξαπινηϲ
, ὁκοῖόν τι ζῶον ἐν ζώῳ . ἥδε ὦν ἢν ἐξαπίνηϲ ἀνώϊϲτοϲ γένηται καὶ ἐπὶ πολὺ ἄνω μείνῃ καὶ ἐκβιάϲηται
γνάθον ἔχειν καὶ ϲυμπαράγειν καὶ ϲυνδιδόναι ὡϲ μάλιϲτα , ἔπειτα ἐξαπίνηϲ ϲχᾶϲαι τριϲὶν ϲχήμαϲιν ὁμοῦ προϲέχοντα τὸν νοῦν : δεῖ
6723342 παραλαμβανεϲθω
κῶλον παρεθείη , τὰ προειρημένα ἐπὶ τῆϲ παραλύϲεωϲ κοινὰ βοηθήματα παραλαμβανέϲθω καὶ γυμνάϲια ϲύμμετρα τὰ ἑκάϲτῳ μορίῳ ἁρμόδια . χρῆϲθαι
οἷον ἡλικίαϲ ἢ δυνάμεωϲ , φλεβοτομία πρότερον ἀπ ' ἀγκῶνοϲ παραλαμβανέϲθω : κατὰ δὲ τὸν τόπον πυρίαιϲ χρηϲτέον δι '
6723161 χλωροϲ
γεῦϲιϲ μαρτυρεῖ : καὶ ὑδατώδουϲ οὐϲίαϲ μετέχει χλιαρᾶϲ ὅ γε χλωρόϲ . τὰ οὖν χλωρὰ φύλλα ἑψηθέντα ϲὺν οἴνῳ καὶ
ἄχρηϲτόϲ ἐϲτιν : ὁ πικρότατόϲ ἐϲτιν ἐν τῇ γεύϲει ἔξωθεν χλωρόϲ , ἔνδοθεν λευκόϲ , λεῖοϲ λιπαρὸϲ ταχέωϲ διειμένοϲ βαρύοϲμοϲ
6718042 βωλιται
πάντα σπλάγχνα ζῴων , ὠὰ ταγηνιστά , τυροὶ παλαιοί , βωλῖται , ἀμανῖται , τῆλις , φακή , τίφαι :
τοῖϲ ἀλεκτρυόϲιν : ἐγκέφαλοϲ νωτιαῖοϲ ϲπλὴν ὠὰ τηγανιϲτὰ τυροὶ ἁπαλοὶ βωλῖται ἀμανῖται τῆλιϲ φακὴ βρόμοϲ : ἐρέβινθοϲ οὐκ εὔχυμοϲ :
6706988 πεπειροϲ
κύαμοι . κάϲτανα οὐ κακόχυμα , ϲῦκα πέπειρα καὶ ϲταφυλὴ πέπειροϲ , ἡ δὲ κρεμαϲθεῖϲα ἄμεμπτοϲ . ἰϲχάδεϲ ἀναδοθεῖϲαι μὲν
καρπὸν φέρει μετρίωϲ ϲτύφοντα μετὰ γλυκύτητοϲ . ὁ μὲν οὖν πέπειροϲ καρπὸϲ καὶ γλυκὺϲ μᾶλλον ὑπέρχεται κατ ' ἔντερον ,
6704596 ἰϲχυρα
μετρίωϲ ἢ οὐδόλωϲ . εἰ μὲν γὰρ μετὰ πλήθουϲ αἵματοϲ ἰϲχυρὰ παρείη δύναμιϲ , φλεβοτομητέον ἢ τὰϲ ϲυνήθειϲ ἐκκρίϲειϲ ἐπεϲχημέναϲ
καὶ μικροϲφυξίαιϲ ἄκρων τε περιψύξεϲι καὶ περιιδρώϲεϲι δηλουμένην , ἥτιϲ ἰϲχυρὰ μὲν οὖϲα καὶ αὐτὴ τῶν ἀβοηθήτων ἐϲτίν , ἔτι
6696341 αὐϲτηροϲ
καὶ ὁ τῆϲ ἀχράδοϲ καὶ ὁ τῆϲ δρυὸϲ καρπόϲ : αὐϲτηρὸϲ δὲ μόνον ὁ τῶν ἀμιναίων ἀμπέλων καρπὸϲ καὶ οἶνοϲ
καὶ τοῖϲ πυρέττουϲιν ἀκινδυνότερον δίδοται . οἶνοϲ ὁ λευκὸϲ καὶ αὐϲτηρὸϲ ἥκιϲτα ὡϲ οἶνοϲ θερμαίνει , ὁ δὲ λευκὸϲ ἅμα
6693247 ἑλκωδηϲ
κόπων αἱ πρῶται καὶ ἁπλαῖ διαφοραὶ γ , ἥ τε ἑλκώδηϲ προϲαγορευομένη καὶ ἡ τονώδηϲ καὶ ἡ φλεγμονώδηϲ καὶ πρὸϲ
αἰγείρινον ἔλαιον . Ἐπεὶ διὰ κακοχυμίαν γίνεται δριμέων περιττωμάτων ὁ ἑλκώδηϲ κόποϲ , εἰ μὲν ὀλίγη παντάπαϲιν ἡ κακοχυμία εἴη
6692672 πλειοϲι
τὴν διαίρεϲιν . γυμνωθέντοϲ δὲ τοῦ ὀϲτέου ϲφηνίϲκοιϲ ἢ μοτοῖϲ πλείοϲι χωρίϲομεν ἀπ ' ἀλλήλων τά τε πέρατα τῶν ἀγγείων
. καὶ κατὰ τὸ ποϲὸν δὲ τῆϲ διαϲτολῆϲ ἡ ἐν πλείοϲι μορίοιϲ ἀνωμαλία ϲαφήϲ ἐϲτιν , ἐξ οὗ γένουϲ εἰϲὶν
6691787 μελανιζων
καὶ ὁ μὲν πελάγιος πυρρός , ὃ δ ' ἕτερος μελανίζων . διαφέρει δὲ τῇ γεύσει καὶ τῷ τροφίμῳ ὁ
παρέπεται δὲ τούτων τοῖϲ δήγμαϲιν τόποϲ ἔναιμοϲ καὶ κακόχρουϲ , μελανίζων , μηδὲν ἀποκρίνων εἰ μὴ ὀλίγον ὑδατῶδεϲ , ϲτομάχου
6687454 ἀλωπεκιαϲ
δὲ δέρμα αὐτοῦ καυθὲν ξηραντικώτερόν τε καὶ διαφορητικώτατον γίνεται : ἀλωπεκίαϲ γοῦν μετὰ πίϲϲηϲ ὑγρᾶϲ καταχριόμενον ἰᾶται . τοῦ δὲ
τελευτῶν δὲ ἐν ἄκροιϲ τοῖϲ ποϲίν . αʹ . Περὶ ἀλωπεκίαϲ καὶ ὀφιάϲεωϲ καὶ φαλακρώϲεωϲ . βʹ . Οὐλοποιὰ καὶ
6684343 ὀϲτα
δὲ κἀκεῖνοϲ τὴν λευκοτέραν κόπρον τῶν λύκων μᾶλλον , ἥτιϲ ὀϲτᾶ φαγόντων αὐτῶν ἀπεκρίνατο , ἐλάμβανε δὲ τὴν οὐδέπω πεπτωκυῖαν
τοῦ κυβοειδοῦϲ . τὸ δὲ ϲκαφοειδὲϲ καὶ τὰ τοῦ ταρϲοῦ ὀϲτᾶ καὶ τῶν τοῦ ποδὸϲ δακτύλων καὶ αὐτὸ τὸ κυβοειδὲϲ
6683801 λεπτυνουϲα
διὰ κάμψεων καὶ ἀφάλϲεων καὶ δρόμων . καὶ τροφὴ δὲ λεπτύνουϲα μετρίωϲ καὶ εὔπεπτοϲ . εἰ δὲ πρὸϲ μηδὲν τῶν
ἐμβαίνειν , ταχέωϲ δὲ ἀνιέναι . δίαιτα δὲ πᾶϲα ἔϲτω λεπτύνουϲα . φαρμάκοιϲ δὲ χρηϲτέον τὸ μὲν πρῶτον ἁπλοῖϲ ,
6682617 ὀξωδη
τὸ μνημονευτικὸν ἀμβλύνειν πεπίστευνται , καὶ μάλιστ ' αὐτῶν ὅσα ὀξώδη πέφυκε ψυχρότερά τε ὄντα ἱκανῶς , καὶ τῷ λεπτομερεῖ
ἡ αὐτὴ γὰρ τῇ μαστίχῃ . δηκτικὰ γὰρ ταῦτα καὶ ὀξώδη . σφηττίῳ : δριμυτάτῳ : δριμὺ γὰρ ὄξος παρὰ
6680479 ξηροϲ
φλεβὸϲ μήτε νεύρου διατείνοντοϲ εἰϲ αὐτήν . καὶ ποτὲ μὲν ξηρὸϲ ὁ κόλποϲ , ποτὲ δὲ καθυγραινόμενοϲ : τὸ δ
ἄμυλον μετρίωϲ ῥόδινον μετρίωϲ πάτοϲ ἀπὸ παλαίϲτραϲ ϲόγχοϲ ὁ μὴ ξηρὸϲ τρίβολοι ἀμφότεροι φοίνικοϲ τῶν κλάδων ὁ χυλὸϲ Ϲαμία γῆ
6677186 παλαιοϲ
βοηθεῖ δὲ ἐν ταῖϲ τοιαύταιϲ ἐκλύϲεϲι καὶ οἶνοϲ ὁ ὑδατώδηϲ παλαιὸϲ ψυχρῷ κεκραμένοϲ . λουτρὸν δὲ τοῖϲ μὲν εἰϲ τὴν
αἱ ῥίζαι μῶλυ ἤτοι πήγανον ἄγριον ἢ βηϲαϲὰ ῥοδοδάφνη οἶνοϲ παλαιὸϲ ὀρίγανοι πᾶϲαι ὀποπάναξ πετροϲέλινον πήγανον ῥαφανὶϲ ϲάμψυχον ϲμύρνιον ὅ
6673427 ϲκορδα
. βολβοὶ λεπτυντικὴν ἔχουϲι δύναμιν καὶ ἐκφρακτικήν . κρόμμυα καὶ ϲκόρδα καὶ πράϲα λεπτύνει τε καὶ τέμνει τοὺϲ παχεῖϲ καὶ
γεῦϲιν ὡϲαύτωϲ κινεῖ , τά τε δριμέα , καθάπερ τὰ ϲκόρδα καὶ τὰ κρόμυα , καὶ ταῦτ ' οὐδὲν ἧττον
6666297 πεπληγμενοιϲ
οὐχ ηὗρον , τὰ δὲ παρακολουθοῦντα τοῖϲ ὑπ ' αὐτῶν πεπληγμένοιϲ καὶ τὰϲ θεραπείαϲ , ἃϲ ηὗρον , ἀναγράψομαι .
τοῖϲ ἐπὶ μυγαλῆϲ εἰρημένοιϲ . τοῖϲ δὲ ὑπὸ τῆϲ ϲαλαμάνδραϲ πεπληγμένοιϲ ϲυμβαίνει περιωδυνία | ϲφοδρὰ καὶ ἐϲχάρωϲιϲ . καὶ ἐπὶ
6664778 γενναιωϲ
ἄνθοϲ τὰϲ πλαδαρὰϲ ϲάρκαϲ ἐκτήκει . πομφόλυξ πλεονάκιϲ πλυθεῖϲα τίτανοϲ γενναίωϲ , ὠοῦ τὸ λευκὸν καὶ λεπτόν : ὁμοίαϲ δὲ
χρῶνται , ὅ τε καρπὸϲ καὶ ὁ τῶν ῥάβδων χυλὸϲ γενναίωϲ τερεβινθίνη μᾶλλον τῶν ἄλλων ῥητινῶν θεῖον κόπροϲ βοῶν καὶ
6663967 μυελοϲ
: πεττόμενοϲ δὲ καλῶϲ ἱκανῶϲ ἐϲτι τρόφιμοϲ . ὁ δὲ μυελὸϲ λιπαρόϲ τε καὶ ἡδύτεροϲ ἐγκεφάλου , τὰ δὲ ἄλλα
καὶ τὸ τῆϲ ἀλεκτορίδοϲ καὶ χηνὸϲ καὶ ταύρου καὶ τράγειον μυελὸϲ ἐλάφου καὶ μόϲχειοϲ ἀμμωνιακὸν ϲτύραξ χαλβάνη βδέλλιον ἔλαιον Ϲικυώνιον
6663045 ὁμοιαϲ
καὶ ἀνόρεκτον καὶ ἄχρουν καὶ λήμαϲ ἔχει παχείαϲ καὶ μύξαϲ ὁμοίαϲ φῦϲαί τε πολλαὶ διαχωροῦϲιν . εἰ δὲ δριμύτερον γένηται
δεύτερα ἐκβάλλει . Ποταμογείτων ψύχει καὶ ϲτύφει παραπληϲίωϲ πολυγόνῳ τῆϲ ὁμοίαϲ αὐτῷ δυνάμεωϲ ὑπάρχον . Ποτίρριον , οἱ δὲ φρύνινον
6659599 δαπαναται
συγκοπὴν ἔπλετο * μέγας : σφοδρός * νέμεται : κατασήπεται δαπανᾶται * ὀλοφώιος : πάνυ ὀλέθριος ὀλέθριος * αὐαλέη :
οὕτως : ἀλλ ' οἴχεται καὶ κατὰ μικρὸν διαφθείρεται καὶ δαπανᾶται μὴ μελε - τώμενον . δεινὴ δὲ πρόφασις λήθης
6659258 ἐξαγγελλονται
, ὥσπερ τὰ πράγματα , τὰ δὲ καὶ ἐξαγγέλλουσι καὶ ἐξαγγέλλονται , ὥσπερ τὰ νοήματα καὶ αἱ φωναί . ἐξαγγέλλουσι
φωνῶν καὶ τῶν γραμμάτων , ἐξαγγέλλουσι μὲν τὰ πράγματα , ἐξαγγέλλονται δὲ ὑπὸ τῶν φωνῶν καὶ τῶν γραφομένων . πάλιν
6659223 ἀκονη
. ἐστὶ δὲ καὶ γένος λίθου φάγρος . ἡ γὰρ ἀκόνη κατὰ Κρῆτας φάγρος , ὥς φησι Σιμίας . χάνναι
. ὃ δοκῶ περὶ τῶν ἀνδρῶν , τοῦτό μοι ἡ ἀκόνη ἡ παροξύνουσα καὶ παρορμῶσα . δόξαν ἔχω ἕως ἔτικτεν
6656576 θερμοιϲ
ἐπὶ τῶν ϲκοτωματικῶν , καὶ μάλιϲτα ὅϲοι χρονίοιϲ νοϲήμαϲι κεφαλῆϲ θερμοῖϲ καὶ πνευματώδεϲι κάμνουϲιν . ἔτι δὲ καὶ δι '
ἢ ἀγχούϲηϲ ἢ κνήκου ἢ ὑϲϲώπου ἢ γλήχωνοϲ ἢ καλαμίνθηϲ θερμοῖϲ . μετὰ δὲ τὰ κλύϲματα ὑποχριϲτέον τὸ ἀπευθυϲμένον ἁπλοῖϲ
6655957 ὀγκουϲ
καὶ κατὰ τῶν αἱμορραγούντων ὠφελίμωϲ ἐπιπλάττεται , καὶ τοὺϲ οἰδηματώδειϲ ὄγκουϲ θαυμαϲτῶϲ διαφορεῖ τε ἅμα καὶ προϲϲτέλλει καὶ πρὸϲ πάντα
τάξιν , ἀλλὰ τὰ μὲν λιπαρὰ πέττει μᾶλλον τοὺϲ ϲκληροὺϲ ὄγκουϲ , τὰ δὲ δριμύτερα ῥύπτει τε καὶ διαφορεῖ :
6655041 τηκεται
θερμασίαν ἐνειργάσατο . συνεργὸν δὲ αὐτέῳ τὸ αἷμά ἐστιν . τήκεται γὰρ χλιαινόμενον καὶ γίνεται ἐξ αὐτοῦ πνεῦμα : τοῦ
τὰ ἐλαιώδη οὖρα ἐκκρίνεται , κατὰ βραχὺ δὲ ἡ πιμελὴ τήκεται : ὅθεν ἀρχὴν ἔχει καὶ ἀνάβασιν καὶ ἀκμήν .
6653970 ποιουϲα
α καὶ ἑνώϲαϲ δίδου κοχλιάριον νήϲτει . Ἄλλη ἀντίδοτοϲ φθιϲικὴ ποιοῦϲα πρὸϲ πᾶϲαν χρονίαν βῆχα : ἀμυγδάλων πικρῶν λελεπιϲμένων #
γὰρ μεθ ' ὑγρότητοϲ ἐναπειλημμένη ξηροτέραϲ ἀναθυμιάϲειϲ καὶ οἷον λιγνυώδειϲ ποιοῦϲα , τοὺϲ ἀνέμουϲ γεννᾷ . ξηρὰν δὲ ἀναθυμίαϲιν ἄκουε
6652644 λυϲει
ῥάχεωϲ καὶ ὀϲφύοϲ προκαταπλαϲϲομένων τῶν μορίων μετὰ τῶν ὑποχονδρίων ὠμῇ λύϲει : ϲκεπέϲθω δὲ καὶ ταῦτα τὰ μέρη ἐρίοιϲ ἐκ
ἁπάντων περιέχει τῶν νοϲημάτων , ὁμοιομερῶν , ὀργανικῶν , ἐν λύϲει ϲυνεχείαϲ θεωρουμένων , οὐ κεφαλαιωδῶϲ μόνον ἀλλὰ κατὰ τὸ
6652069 ζῳοτοκει
καθολικώτερον ἐπιτρέχοντες οὕτως ἂν λέγοιμεν . Μόνη τῶν διπόδων γυνὴ ζῳοτοκεῖ τὰ δὲ ἄλλα δίποδα ᾠοτοκεῖ . μόνη ἡ γυνὴ
τῆς ὅλης οὐρᾶς ἀκινητιζούσης . ἡ ἔχις μόνη τῶν ὄφεων ζῳοτοκεῖ . τὰ μέλανα ζῷα τῶν λευκῶν ἰσχυρότερά ἐστι .
6643553 καλλιϲτοϲ
καὶ οἶνον δὲ πειρατέον αὐτοῖϲ ὑδραγωγὸν διδόναι , ἔϲτι δὲ κάλλιϲτοϲ οὗτοϲ : ϲκίλληϲ # γ , ϲελίνου ϲπέρματοϲ ,
κάλλιϲτόϲ ἐϲτιν ὁ Ἀραβικόϲ , λευκὸϲ ὢν καὶ κοῦφοϲ . κάλλιϲτοϲ δέ ἐϲτι καὶ ὁ Ϲυριακὸϲ τὴν χρόαν πυξώδηϲ πληκτικὸϲ
6643217 ληθαργουϲ
καὶ θανάτουϲ αὐθημερινοὺϲ ἐργάζεται . ἐπὶ δὲ κεφαλῆϲ ἀκαίρωϲ προϲβληθεῖϲα ληθάργουϲ κατόχουϲ ὀφθαλμῶν προπτώϲειϲ ἐπιφέρει . οἷϲ δ ' ἂν
ὅπερ ὀνομάζεται μώρωϲιϲ . ἀπόλλυται δὲ ἄμφω ταῦτα κατὰ τοὺϲ ληθάργουϲ τε καὶ τὰ καρώδη πάθη πάντα , ὅτε καὶ
6642046 διαθεϲιϲ
τρίψεϲιν ἁπαλαῖϲ χρηϲτέον . εἰ δ ' ἔτι χρονίϲει ἡ διάθεϲιϲ , ψύξεωϲ ὑπονοουμένηϲ προποτιϲτέον μελικράτῳ καὶ καϲτορίῳ , καὶ
δὲ ὥραϲ β ἐπὶ λουτρὸν ἐλθεῖν . χειρίϲτη δὲ γίγνϲται διάθεϲιϲ ἐπὶ μοχθηροῖϲ χυμοῖϲ ἀναποθεῖϲιν ἢ ἐμπλαϲθεῖϲι δυϲεκνίπτωϲ ἐν τοῖϲ
6639916 ϲτυφει
δέ τι καὶ ὑποϲτῦφον ὀλίγον . ὁ δὲ φλοιὸϲ αὐτοῦ ϲτύφει ϲαφῶϲ : δι ' ὃ καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν
ἔχει . καιόμενα δὲ λεπτομερέϲτερα ἑαυτῶν γίνεται , ἧττον δὲ ϲτύφει . Μολύβδαινα . Λιθαργύρῳ παραπληϲίαν ἔχει δύναμιν ἐπὶ τὸ
6638465 ϲκληροϲ
μὲν ἀκριβὴϲ ϲκίρροϲ ὄγκοϲ ἐϲτὶν παρὰ φύϲιν ἀναίϲθητόϲ τε καὶ ϲκληρόϲ , ὁ δὲ οὐκ ἀκριβὴϲ δυϲαίϲθητοϲ : καὶ ὁ
ἐϲχάτωϲ καρφαλέον ἐϲτίν , ὁ ϲφυγμὸϲ ἰϲχνὸϲ καὶ πυκνὸϲ καὶ ϲκληρόϲ . ἡ δὲ θερμαϲία κατὰ μὲν τὴν πρώτην ἐπιβολὴν
6636401 παϲ
[ οὐκ ? ? ? ἔϲτιν ὅϲτιϲ ? ? ? πᾶϲ ἀνήρ ? ? ? Ϲθενεβοίαϲ ? [ ἡ ἀρχή
αὐϲτηρὸϲ καὶ μέλαϲ ἄνευ γλυκύτητοϲ καὶ ὁ παχὺϲ καὶ νέοϲ πᾶϲ . τὸ δὲ ὕδωρ βραδυπορώτερον . Ὅϲα εὔφθαρτα .
6635585 φθειρονται
δῆλον γάρ , ὡς τὰ χρόνῳ γεννώμενα καὶ ἐν χρόνῳ φθείρονται . . πεύθετο . ἔμαθε γάρ , φησί ,
οἱ ἄνθρωποι , καὶ οἱ ἐν τῇ χώρᾳ καρποὶ οὐδέποτε φθείρονται : ῥόδα μὲν γὰρ αὐτόθι καὶ λευκόια καὶ ἀσπάραγοι
6632569 εὑριϲκεϲθαι
μὲν ἤδη πεπεμμένα τῶν ἀποϲτημάτων ἀπόνωϲ ἐξηθοῦν , ὡϲ πολλάκιϲ εὑρίϲκεϲθαι ἐπὶ τοῦ ϲπληνίου πῦον , τὰ δὲ μὴ πεπεμμένα
φηϲιν τὸν τῆϲ ἀρτηρίαϲ τόπον ἰδίωϲ ἐπὶ τῶν κατόχων θερμότερον εὑρίϲκεϲθαι , καθάπερ τοῖϲ ϲπαϲθηϲομένοιϲ μετὰ καταφορᾶϲ . ὁ δὲ

Back