ἅλματι , γονάτων κρότος καὶ χειρῶν φαίνεται , ὡς ἀνάγαυρος περιβλέπει εἰς ἑαυτὸν καὶ καταβλέπει , φωνὴ λεπτὸν κράζουσα λιγυρὰ | ||
δυνάμενος οὐδὲ ἀρκούμενος τοῖς παροῦσιν Αἰγυπτίους καὶ Σύρους φαντάζεται καὶ περιβλέπει τὸ δεῖγμα , καὶ πολύς ἐστι νὴ Δία τόκους |
ἅμαξαν εἷλκον ἐν πόλει . Ἡ δ ' ἐπεβόα , κράζουσα δὴ μεγάλως . Ὁ δὲ βοηλάτης αὐτῇ ταῦτα λέγει | ||
ὡς ἀνάταυρος , παραβλέπει ἑαυτὸν καὶ περιβλέπει , φωνὴ λεπτὴ κράζουσα λιγυρὰ σχολαία πάνυ καὶ ἐπίτρομος . Πικρὸν ἄνδρα σεσηρέναι |
ἡ πρᾶξις . συγκαταπαύεται δὲ αὐτῇ σὺν θεῷ καὶ τὰ σχόλαια τῶν Κατηγοριῶν . Εἰ μέρος ἢ ὄργανον ἡ λογικὴ | ||
ἡ πρᾶξις . συγκαταπαύεται δὲ αὐτῇ σὺν θεῷ καὶ τὰ σχόλαια τῶν Κατηγοριῶν . Εἰ μέρος ἢ ὄργανον ἡ λογικὴ |
ὀσφὺς μακρά , στέρνα ἀσθενῆ , χεῖρες μακραί , φωνὴ λιγυρὰ μαλακή . ταῦτα ὑπάρχουσι σημεῖα δειλοῦ . Τὸν εὐφυῆ | ||
ἀνάταυρος , παραβλέπει ἑαυτὸν καὶ περιβλέπει , φωνὴ λεπτὴ κράζουσα λιγυρὰ σχολαία πάνυ καὶ ἐπίτρομος . Πικρὸν ἄνδρα σεσηρέναι . |
μὴ φέρουσα κέντρα . Γάμιαι πνέουσιν αὖραι , μέλος ὀργάνων δονεῖται , τάχα παστὸν Ἀφροδίτῃ Χαρίτων πλέκουσι κῶμοι . Ὁ | ||
τὸ στόμα ἐναπερείσῃ , προσίασι καὶ αἱ λοιπαί , καὶ δονεῖται τὰ ἄγκιστρα ὑπὸ τὸν αὐτὸν καιρὸν περιπαρέντα τοῖς ἰχθύσιν |
ἐμποιεῖ οὐδὲ ἔρχεται ἐφ ' ἡμᾶς , ἀλλὰ τὰ μὲν ἀτρεμεῖ , ἡμεῖς δέ ἐσμεν οἱ τὰς περὶ αὐτῶν κρίσεις | ||
πάσχεις ; ἔφη : καὶ τί δή ποτε οὐδὲ μικρὸν ἀτρεμεῖ σου τὸ οὖς ; καὶ ὁ ἐλέφας , κατὰ |
ἄιστος , ἐπεί ῥά οἱ υἱέος ἐσθλοῦ Δαρδάνου ἱερὸν ἄστυ κατήριπεν , οὐδέ οἱ αὐτὸς Ζεὺς ὕπατος χραίσμησεν ἀπ ' | ||
καὶ ἱπποκόμου τρυφαλείης τύψεν : ὃ δ ' ἐκ πύργοιο κατήριπεν , εὖτ ' ἀπὸ πέτρης ἄγριον αἶγα βάλῃσιν ἀνὴρ |
καὶ ὄψ : ἔνθεν ὀπός , οἷον ” οὐδέ πω Ἀτρεΐδεω ὀπὸς ἔκλυον αὐδήσαντος ” : ὀξυδερκὲς γὰρ τὸ ζῷον | ||
κῆρυξ Εὐρυβάτης Ἰθακήσιος ὅς οἱ ὀπήδει : αὐτὸς δ ' Ἀτρεΐδεω Ἀγαμέμνονος ἀντίος ἐλθὼν δέξατό οἱ σκῆπτρον πατρώϊον ἄφθιτον αἰεί |
τὸν βασιλικὸν κοιτῶνα : καὶ ἐμὲ κατὰ τὴν καρδίαν ἔσωθεν κόπτει φροντίς : εἰς ὑμᾶς δὲ εἴπω λόγον οὐδαμῶς ἐμαυτῆς | ||
τὸ κομίσασθαι καὶ ἀπολαβεῖν . κόπτει καὶ ψοφεῖ διαφέρει . κόπτει μὲν γὰρ τὴν θύραν ὁ ἔξωθεν , ψοφεῖ δὲ |
γέννηι τε κρήσει τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι , πάντηι συγγίνεσθαι ἀήθεα καὶ μάλα λυγρά Νείκεος ἐννεσίηισιν , ὅτι σφίσι γένναν | ||
μοι , κελάδοντος ἀπορνύμεναι ποταμοῖο , ἐξ ὀρέων πόθεν ἦλθεν ἀήθεα πόντον ἐλαύνων ἀγνώσσων ἁλὸς ἔργα ; τί δὲ χρέος |
ὁμολογοῦσιν . ἀποτίκτει δὲ ἰσήλικα τὸ μέγεθος μόσχῳ ἐνιαυσιαίῳ , σπᾷ δὲ τῆς θηλῆς τῷ στόματι . ἐνθουσιῶν δὲ εἰς | ||
ὥσπερ ὑπ ' αὐτοῦ ἐκείνου διδαχθείς , τὸ ἀκινδυνότατον , σπᾷ τὴν μάχαιραν αὐτοῦ καὶ ῥιπτεῖ πόρρω , εἶτα αὖθις |
διακόψαι . μενεαίνων : προθυμούμενος . Ἄρα : ὄντως . κενεός : μάταιος . Σπερχόμενος : ταρασσόμενος . φλογέῃσι : | ||
διακόψαι . μενεαίνων : προθυμούμενος . Ἄρα : ὄντως . κενεός : μάταιος . Σπερχόμενος : ταρασσόμενος . φλογέῃσι : |
εἰ καὶ μακρὸς ὑπάρχει : ὁ δὲ παχὺς ἅμα καὶ εὐμήκης θυμικὸν ἄνδρα καὶ μεγάλαυχον καὶ αὐθάδη σημαίνει : ὁ | ||
δὴ Ζήνων διακήκοε Παρμενίδου καὶ γέγονεν αὐτοῦ παιδικά . καὶ εὐμήκης ἦν , καθά φησι Πλάτων ἐν τῷ Παρμενίδῃ , |
γίγνεται τὸ σῶμα , καὶ ὅλον ἀσθενές , καὶ κομιδῇ τρέμει , οἵ τε πόδες φέρειν σφαλλόμενοι τοῦτο ἥκιστα δύνανται | ||
καὶ ὁ ἄριστος . Ἀνάσσειν : βασιλεύειν . Πεφρίκει : τρέμει , φοβεῖτε . Πόσιν : ἄνδρα . Μυκήσαιντ ' |
, ἀλλ ' ὑπότρομός τε καὶ † ὑπὸ τὴν γῆν ὀκλάζων . ὁ δὲ λίθος ὑπὸ τοῦ πάθους ἐῴκει πληγέντι | ||
ἵππου . καὶ λοφιὴν κύρτωσε καὶ αὐχενίην τρίχα πῶλος δόχμιος ὀκλάζων , βραδυπειθέα γούνατα σύρων οὐκ ἐθέλων ἔστησε , μόλις |
δ ' Εὔμαιος ἐδέξατο καὶ κατέθηκε : κλαῖε δὲ βουκόλος ἄλλοθ ' , ἐπεὶ ἴδε τόξον ἄνακτος . Ἀντίνοος δ | ||
δ ' αὐτοῖς δαῖτα πένεσθαι ; μὴ μνηστεύσαντες μηδ ' ἄλλοθ ' ὁμιλήσαντες ὕστατα καὶ πύματα νῦν ἐνθάδε δειπνήσειαν : |
τερπωλὴν ἀκόρεστον : ὁ δ ' οὐ φρονέων περ ἕκαστα παπταίνει , μέγαρόν τε καὶ ἤθεα πάντα τοκήων : ὣς | ||
δ ' ἄϊσος : τὰ μακˈρὰ δ ' εἴ τις παπταίνει , βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν : ὅ τοι |
γονεῖς . Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας . Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον . Θεοῦ πέφυκε δῶρον εὐγνώμων τρόπος | ||
γαμηλίους μολπὰς ἀϋτεῖ παρθένοις ἡγούμενος . οὐ θᾶσσον ; οὐ σταλαγμὸν ἐξομόρξετε , εἴ πού τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών |
δὲ τὸν Μελικέρτην ποιούμενος ὡς ἐν τῇ γῇ ἔχοι , μειδιᾷ καθορμιζομένου καὶ κελεύει τὸν Ἰσθμὸν ἀναπετάσαι τὰ στέρνα καὶ | ||
νεανίαν χωροῦσιν . ὁ δ ' ἐς αὐτοὺς βλοσυρὸν ὁρῶν μειδιᾷ καὶ ὑφίσταται τὸ στῖφος καὶ τάχα που κρύψει τὸν |
πεπλάνημαι ] † ἤγουν πλανωμένη [ ] ἦλθον χρίει ] κεντεῖ , διεγείρει : ἤγουν οἰστροῦμαι καὶ ἀναβακχεύομαι φανταζομένη τὴν | ||
ἐνταῦθα συμβαινόντων ἡμῖν τεκμαιρόμενοι . Τὸ δὲ ἐγχρίει ἀντὶ τοῦ κεντεῖ καὶ ἐμπίπτει : ὡς ἐπὶ τῶν φαλαγγίων καὶ τῶν |
ὡς ἤκουσεν Ἀσενὲθ τὰ ῥήματα Ἰωσήφ , ἐλυπήθη σφόδρα καὶ ἀνεστέναξε καὶ ἦν ἀτενίζουσα τῷ Ἰωσὴφ καὶ ἐπλήσθησαν δακρύων οἱ | ||
ἐξέπιεν . ἄφνω δὲ ὥσπερ ὑπό τινος πληγῆς ἰσχυρᾶς πεπληγμένος ἀνεστέναξε μέγα βοήσας καὶ ὑπὸ τῶν φίλων ἀπηλλάττετο χειραγωγούμενος . |
δάκνων ἤτοι ἄλογος ἐπιθυμία . ὠμοδακὴς ] χαλεπῶς καὶ ἀπηνῶς δάκνων . ὠμοδακὴς ] ἄλογος . ὠμοδακὴς ] ἀπηνής . | ||
τοὺς μῦς ἐσθίει : οὐκ ἀναιρεῖ γοῦν οὐδ ' οὗτος δάκνων , ἀλλὰ μόνον φλεγμονὴν ἐπιφέρει , διὸ καὶ οἱ |
ἀγῶνι σκοποῦ . Βαλεῖν ] Ῥίψειν τὸν λόγον . Παλάμᾳ δονέων ] Τῇ χειρὶ στρέφων . Ῥίψαις ] Τὸν λόγον | ||
μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων , μακˈρὰ δὲ ῥ̄ίψαις ἀμεύσασθ ' ἀντίους . εἰ |
αἱ ἑλίξεις τῶν ἀνέμων ἑλίσσουσι καὶ συστρέφουσι τὴν κόνιν : σκιρτᾷ δὲ τῶν ἀνέμων πάντων τὰ πνεύματα , ἀποδεικνύντα πρὸς | ||
: ἔνθεν τοι καὶ κοῦφον αὐτὸν εἶναι οὐκ ἀπεικός . σκιρτᾷ γοῦν τὰ πρῶτα ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πηδᾷ , |
τό γε σῶμα , νόος δέ οἱ ἐμπεπύκασται : καὶ πτερόεις ὅσον ὄρνις ἐφίπταται ἄλλον ἐπ ' ἄλλῳ , ἀνέρας | ||
μή μιν Φρίξοιο θεὰ σὺν παισὶ φέβεσθαι ὦρσεν ἀτυζομένην . πτερόεις δέ οἱ ἐν φρεσὶ θυμός ἰάνθη , μετὰ δ |
. αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν . μῶν οὖν Ὀρέστου κρύβδα δῶρον ἦν τόδε ; μάλιστ ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται | ||
ὡσείτε φθιμένου δνοφερόν ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν , κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις , νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν , |
τὸ α πρῶτος ἐδίκαζε , καὶ οἱ ἄλλοι ὁμοίως . ὑβρίζει αὐτήν . . λαχοῦς ' : Κληρωθεῖσα . ἔπινες | ||
, λυτικοὶ κακῶν . Λωβᾶται , βλάπτει , λυμαίνεται , ὑβρίζει . Μαθηματικόν , ἀντὶ τοῦ φιλομαθῆ . ἐν Τιμαίῳ |
γὰρ εἴ τις ἄχθεται , πλανᾶται ἢ ἀδυνατεῖ πάντως καὶ ἀλύει . οἱ γοῦν ἀλύοντες ἄχθονται μὲν ἐν τῷ ὀδυνᾶσθαι | ||
, καὶ πνεύματος ἐμπίπλαται , καὶ ἀκούει οὐδὲν , καὶ ἀλύει , καὶ ῥιπτάζει αὐτὸς ἑωυτὸν ὑπὸ τῆς ὀδύνης : |
Αἴσωπος : ” οὐ πάρεστί σοι παιδία οἴκοι ἀτακτοῦντα καὶ κλαίοντα ; τούτοις ἐπίστησόν με παιδαγωγόν , καὶ πάντως αὐτοῖς | ||
, καὶ εὗρον αὐτὴν νεκράν , τὰ δὲ περιεστῶτα ζῷα κλαίοντα ἐπ ' αὐτήν . καὶ οὕτως προκομίσαντες αὐτὴν ἐκήδευσαν |
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , | ||
δειπνεῖ , πίνει , σκιρτᾷ , λορδοῖ , κεντεῖ [ βινεῖ ] . σεμναὶ δ ' αὐλῶν ἀγαναὶ φωναί , |
τοὺς Λυδούς ἐστιν ὄρνιθας , χρόα δὲ ἐμφερὴς κόρακι , κάλλαια δὲ καὶ ὁ λόφος κατὰ ἀνεμώνην μάλιστα : λευκὰ | ||
σύστημα : χρόνος δὲ πολλῶν καιρῶν περίοδος καὶ σύλληψις . κάλλαια καὶ κάλλη διαφέρει . κραιπάλη καὶ μέθη διαφέρει . |
τοι χόλος ἐστήρικται ; ἀάσθη , καὶ γάρ τε θεοὺς ἐπινίσσεται ἄτη . ναὶ μὲν ἐφημοσύνῃσιν ἐμαῖς Ἥφαιστον ὀίω λωφήσειν | ||
Ὀλύμπιον ἀστέρες οὐδὸν εἰλεῦνται , μετὰ τοῖσιν ἀεὶ δ ' ἐπινίσσεται αἰών : νυκτιφανὴς Μήνη , στυγνὸς Κρόνος , Ἥλιος |
σοφοὺς σῴζουσιν , ἢν ὦσιν σοφοί ἄδοξον , ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον ἁγνὸν εἰς σηκὸν θεοῦ × – ˘ ἔργων μυστικῶν | ||
σῴζουσιν , ἢν ὦσιν σοφοί . ἄδοξον , ἄκραν γλῶσσαν ἠκονημένον ἁγνὸν εἰς σηκὸν θεοῦ ἔργων μυστικῶν προφάντιδες ῥινηλάτην κύνα |
κεκινημένοι . ὦκα : ταχέως . Πίμπλαται : γέμει . ἀγρευτῆρι : ἁλιεῖ . εὔθηρον : καλήν . ἀμοιβήν : | ||
οἰδαίνουσα καὶ ἄσχετον ἀσθμαίνουσα ὑψός ' ἀναπλώσῃ καὶ ὑπ ' ἀγρευτῆρι γένηται . ὡς δ ' ὅτε τις πλείου πειρώμενος |
ἀναπηδῶν ἐμπίπτων , ῥύμῃ φερόμενος , στρόβιλος , ἄνεμος , καταιγίς , χειμάρρους , ἀκατάστατος , ἀναρριπίζων τὸν δῆμον , | ||
βίαιος , σκληρός , δύσφορος , τυφών , πρηστήρ , καταιγίς , στρόβιλος . ἄνεμος ἐξώστης , ἐξωθῶν , ὑποφέρων |
. ἀρρενωπὸς καὶ ὁ παρὰ τῷ Κρατίνῳ ἀρρενωπάς : ὁ ἀνδρόγυνος καὶ ὁ ἀνδρεῖος , ὁ στερρός . λέγουσι δ | ||
ἐγένετο πάσῃ μὲν ἀκολάστῳ χαρισάμενος ἡδονῇ [ θηλυδρίας τε καὶ ἀνδρόγυνος ὤν ] , μόνῳ δὲ τῷ αἰδοίῳ κατὰ νόμον |
εἶτα θρῖον καὶ βότρυς . ἡ δημιουργὸς δ ' ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι ' ὀπτᾷ καὶ κίχλας τραγήματα . ἔπειθ ' ὁ | ||
σομφάς , δι ' ὧν τὴν ὑγρασίαν ἐκδέξεται : τὰ κρεάδι ' ἔσται τ ' οὐκ ἀπεξηραμμένα , ἔγχυλα δ |
Νεῖλος . εἰσὶ δὲ καὶ ἄλλοι πρόσοικοι Μαύροις Αἰθίο - πες ἄχρι Νασαμώνων παρήκοντες . Νασαμῶνες γάρ , οὓς Ἄτλαντας | ||
[ ] ισέχομε [ [ ] σκύ̆ρον [ [ ] πες ? ? ! [ . . . . . |
ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλε , τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ ' αὔλια ποσσὶ χορεῦσαι , οἷον δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε , | ||
καὶ ἐνεργάζεται κάρον μόνον προσθιγοῦσα . πάρεισι γοῦν ἐς τὰ αὔλια πολλάκις , καὶ ὅταν ἐντύχῃ τινὶ καθεύδοντι , προσελθοῦσα |
δὲ αὐτῶν καὶ συμπατούμενοι διαφθείρονται καὶ ἄλλα μὲν τῶν μελῶν ἡμίβρωτα φέρει [ δὲ ] τὸ ἔδαφος εἰσέτι ζῶντα καὶ | ||
συστρέφεται . ἡμιδάϊκτα : ἡμίκοπα , ἡμίτμητα , ἡμιμέριστα , ἡμίβρωτα . Εἰσέτι : ἀκμὴν , καὶ ἕως οὗ . |
Ἆ δειλοί , τί φέβεσθε φιλοπτολέμου Ἀχιλῆος υἱέα θαρσαλέον ; Θνητός νύ τίς ἐστι καὶ αὐτός , οὐδέ οἱ ἶσον | ||
. ὡς βῶ βάπτω , οὕτω καὶ θῶ θάπτω . Θνητός . παρὰ τὸν θάνατον . πρὸς ἀντιδιαστολὴν τῶν θεῶν |
οἱ δὲ ἀσθματίαι , ὁπόσοις καθάπερ ἐκ δρόμου τὸ πνεῦμα ἐλαύνεται , ἄβουλοι , κακόθυμοι . . . . παντολόγοι | ||
γαίης . καὶ δρόμον ἰσοκέλευθον ὀπιπεύουσα τοκῆος , παρθένος ἀντιπρόσωπος ἐλαύνεται οὐδ ' ἀπολήγει λοξὰ παραΐσσουσα : φιλαγρύπνοιο δὲ κούρης |
τῶν ὡρῶν διαφορᾶς αἱ ῥῖνες αὐτῷ γνώμων . οὐ μὴν ἐπιμύει καθεύδων ὁ λαγώς , καὶ τοῦτο αὐτῷ ζῴων μόνῳ | ||
ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας , οἷον ἐπικλίνει . . εἰ |
Κ . Τεῦκρος δ ' εἴνατος ἦλθε , παλίντονα τόξα τιταίνων : ἡ διπλῆ , ὅτι πάντων ὑποστρεψάντων μόνος ὁ | ||
ἐς ἠέρα χεῖρας ἀείρων , αὐχένα δοχμώσας , πεπονημένα γυῖα τιταίνων , φόρτον ἐλαφρίζων πεφυλαγμένος . ὡς δ ' ἐπὶ |
ὑπομιμνῄσκει αὐτὸν παλαιᾶς πράξεως ⌈ τόλμαν [ τόλμην ] . ἵεις ] ἔπεμψας . ὅτε Νάξος ἑάλω : τὴν Νάξον | ||
τοῦ ὦ καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν ἱῶ , ὁ παρατατικὸς ἵουν ἵεις ἵει καὶ ἐν συνθέσει ἀφίει , . . . |
πρώτας ἡμέρας σφόδρα , ἔπειτα μέντοι βληχρότερος ἔχει , καὶ ψαυόμενος ἀλγέει τὸ ἧπαρ , καὶ ἡ χροιὴ ὑποπέλιδνος αὐτέου | ||
ἦν δῆλος ἔγκοιλον ἔχων ὁ τράχηλος : καὶ ἤλγεε ταύτῃ ψαυόμενος : ἦν δὲ καὶ κατωτέρω τινὶ τοῦ ὀδόντος καλεομένου |
λύσις οὐδ ' ἀλεωρή : πολλῇ δὲ ῥιπῇ τε καὶ ἅλματι κυμαίνονται τειρόμενοι : τὸ δὲ πολλὸν ἐπιτρέχει Ἀμφιτρίτῃ ὀλλυμένων | ||
πείθει πρὸς θάλασσαν σὺν φοβερῷ τῷ μυκήματι καὶ ἀσχέτῳ τῷ ἅλματι . Οὐδὲν πρὸς ἐκεῖνον τὸν ἦχον καὶ τὸ σφοδρὸν |
: καὶ ὁ τόνος τοῦ σώματος , ἔκτηξις ἐσχάτη καὶ ἀδυναμίη , οὐδ ' ἀνίστασθαι ἄλλου ἐπαίροντος ἔτι δυνατὸς ἦν | ||
τὴν νειαίρην γαστέρα καὶ κενεῶνας καὶ ἰσχία καὶ ἰξύας , ἀδυναμίη ψυχρὴ , καὶ ἡ χροιὴ τρέπεται ὡς ἰκτερώδης . |
ἐν τῇ ὕλῃ ὡς ἔχει : πολλὴ γάρ τις καὶ λάσιος ἐφαίνετο . δαίμων δέ τις , ὡς ἔοικεν , | ||
ἐκεῖνος ; εἶτα πῶς σύριγγα οὐκ ἔχεις οὐδὲ κέρατα οὐδὲ λάσιος εἶ τὰ σκέλη ; Μόνον γὰρ ἐκεῖνον ἡγῇ θεόν |
ἐξοχῇ κλίνας . ὁ δ ' Ἥλιος τὸ πρῶτον ἡδὺς ἐκκύψας ἀνῆκεν αὐτὸν τοῦ δυσηνέμου ψύχους , ἔπειτα δ ' | ||
πρόξενον θλίβων . μικρὸν δ ' ἐπισχὼν εἶτ ' ἔσωθεν ἐκκύψας ψαύειν ἔμελλεν ἰσχάδος Καμειραίης : ἕτερος δ ' ἐπῆλθεν |
ἐν μέσῃ τροφῇ ποτὸν διδόναι , ἀναξηραντικὰ τῆς γαστρός : πρόποσις δὲ καὶ πολυποσία καθυγραίνουσι τὰ σκύβαλα : ὕπνος πέττει | ||
ἀποπλύναντα τὰ προκαθίσαντα τῷ στομάχῳ χολώδη ἢ φλεγματώδη : καὶ πρόποσις δὲ ἀψινθίου μετὰ τὸ βαλανεῖον ποιεῖ τὸ δέον , |
λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκυνῶν δὲ σέλινα , γελῶν δ ' ἱπποσέλινα καὶ κοσμοσάνδαλα | ||
νομίζων οὐδαμοῦ τότ ' ηὔχετο λιταῖσι , γαῖαν οὐρανόν τε προσκυνῶν . ἐπεὶ δὲ πολλὰ θεοκλυτῶν ἐπαύσατο στρατός , περᾷ |
ψυχή . ἀνίῃ : ἐν , θλίψει . Θρώσκει : πηδᾷ . ἑλίσσεται : συστρέφεται . ἄκριτα : ἀδιαχώριστα , | ||
, ὀρθαὶ αἱ τρίχες ἵστανται ὑπὸ φόβου καὶ ἡ καρδία πηδᾷ . Τί οὖν ; φῶμεν , ὦ Ἴων , |
εἶτ ' εἰς τρίτην ἀγορᾷ κέχρηνται : τὸν γὰρ οἴακα στρέφει δαίμων ἑκάστῳ . ἡμιχρύσους ἀρτίως διηρτάμηκε καὶ τὰ μὲν | ||
ἔχει . Ὁ λογισμὸς πηδαλίῳ τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν : στρέφει γὰρ τὸν βίον ἐπὶ τὸ σῷζον μέρος καθάπερ σκάφος |
μαῖα φίλη , νημερτὲς ἐνίσπες , εἰ ἐτεὸν δὴ οἶκον ἱκάνεται , ὡς ἀγορεύεις , ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας | ||
πονέεσθαι ἐπὶ τοῦ ἐνεργεῖν . . . . χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ ' ἀνεκτός : ἡ διπλῆ ὅτι ἀνεκτὸς ἡ |
τοῦ νώτου ἐπιστραφέντα , αὐτοῦ δὴ τοῦ θυρεοῦ στοχαζόμενον ὡς βιαιότατα ἐναράξαι τὸ δόρυ . καὶ τὸ ἀκριβὲς τοῦδε τοῦ | ||
, ἀλλὰ προσερείσας τῇ καταδρομῇ τοῦ δακέτου τοὺς ἑαυτοῦ μυκτῆρας βιαιότατα ἐσπνεῖ , καὶ ἕλκει ὡς ἴυγγι τῷ πνεύματι , |
ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας : ἐπὶ τῶν ὅμοια πασχόντων . Εὕδοντι κύρτος αἱρεῖ : ἐπὶ τῶν εὐτυχούντων . Ἔνεστι καὶ μύρμηκι | ||
. Μέμνηται δὲ αὐτῆς Ἐπίχαρμος ἐν Τρωσίν . Εὑδόντων ἁλιευτικῶν κύρτος : εἴρηται ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄνευ πόνου κατεργαζομένων |
φιλόσοφος τῇ αὔριον μέλλει γυναικὶ συζευχθῆναι . “ ὁ δὲ δρομαίως ἀναβὰς ἀπήγγειλε ταῦτα τῇ τοῦ Ξάνθου γυναικί . ἡ | ||
μέσῳ κείμενον , εἰσελθοῦσα διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἀραμένη τοῦτο δρομαίως ᾤχετο . οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὴν καὶ ἀναστῆναι μὴ |
; Ὦ Πνεῦμα Ἅγιον , δι ' οὗ Θεὸς ἅπασιν ἐμπνέων συνέχει καὶ διασῴζει καὶ ἐπὶ τὸ τέλειον ἀνάγει , | ||
πῦρ δὲ ἐκ μέσης ᾄττει τῆς νεώς , ἐς ὃ ἐμπνέων ὁ ἄνεμος πλεῖ ἡ ναῦς ἔτι καθάπερ ἱστίῳ χρωμένη |
δὲ Τυφωέως , οἱ δὲ Ἐγκελάδου . θερμάστραι : αἱ κάμινοι . Κοιηΐς : Κοίου γὰρ καὶ Φοίβης ἡ Λητώ | ||
. . . . . . νβ γʹ λα Λευκαὶ κάμινοι . . . . . . . . . |
: προειρήκει γὰρ τῶν νῦν αἷμα κελαινὸν ἐύρροον ἀμφὶ Σκάμανδρον ἐσκέδας ' ὀξὺς Ἄρης , ψυχαὶ δ ' Ἄιδόσδε κατῆλθον | ||
. ] ἀλλὰ γυνὴ χείρεσσι πίθου μέγα πῶμ ' ἀφελοῦσα ἐσκέδας ' , ἀνθρώποισι δ ' ἐμήσατο κήδεα λυγρά . |
πόδεσσι . ” τῶν δ ' ἅπαξ εἰρημένων . ἐπορεξάμενος ἐφορμήσας , ἐπεκτείνας . ἔπορον ἔδωκαν . ἕπουσαν ἀπὸ τοῦ | ||
ἀτάκτως καταγελῶντες τῶν Ἑλλήνων ὡς φευγόντων . Ἰφικράτης ἐξ ἀφανοῦς ἐφορμήσας πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἀπέκτεινεν , πολλοὺς δὲ καὶ αἰχμαλώτους |
ἐπιθυμῶν . ἐρῶν ] ἐφιέμενος . ἵππος χαλινῶν : οὕτως ἀσθμαίνει καὶ σπεύδει , ὡς καὶ ἵππος πολεμιστὴς σάλπιγγος ἀκούων | ||
ἡ γονὴ οὐκ ἐγγίνεται ἐν τουτέῳ τῷ χρόνῳ , καὶ ἀσθμαίνει , ἀφρίζει τε καὶ ἀλύει , καὶ ὅταν ἔγρηται |
, ἐκ δ ' ἐγκέφαλος , καὶ πολλὰ δ ' ἄναντα , κάταντα : μεμίμηται γὰρ τῇ κακοφωνίᾳ τὴν ἀνωμαλίαν | ||
δ ' ἄθλιος τὰ μὲν παραδραμών , τὰ δὲ βάδην ἄναντα πολλὰ καὶ κάταντα τοιαύτη γάρ , ὡς οἶσθα , |
ἄγκεσι πῶϋ κομίζων , ἢ δρυτόμος πεύκης ὀλετὴρ ἢ θῆρας ἐναίρων θαμβήσας πόντου τε καὶ ᾐόνος ἐγγὺς ἱκάνει , στὰς | ||
πικρὰ βέλεμνα ἐσσύμενον μίμνει , τὸν δ ' ὤλεσε πρῶτος ἐναίρων . δόχμια γὰρ κλίνας βαιὸν κερόεντα μέτωπα , τεύχεσιν |
πόδεσσι θοοί : τοῖσιν δὲ θεὸς πόρε πάντα , βουλὴν κερδαλέην , κρατερὸν δέμας , ὠκέα γοῦνα . γιγνώσκουσι δ | ||
. Ἡ ἀλώπηξ πονηρὸν ζῷόν ἐστιν , ἔνθεν τοι καὶ κερδαλέην οἱ ποιηταὶ καλεῖν φιλοῦσιν αὐτήν : πονηρὸν δὲ καὶ |
καταγγέλλει βραχείᾳ καὶ διακεκομμένῃ φωνῇ : οὕτω γὰρ ὁμιλεῖν εἰώθει βραδύγλωσσος ὤν . Ὁ δὲ τὸν τρόπον μὴ ἀγνοήσας , | ||
υ : οἷον , ὀξὺς , ὀξύθυμος : βραδὺς , βραδύγλωσσος : ταχὺς , ταχύγραφος : κατὰ δὲ τὸ τέλος |
Μηριόναο πάγη ποδός : αὐτὰρ ἣ ὄρνις ἱστῷ ἐφεζομένη νηὸς κυανοπρῴροιο αὐχέν ' ἀπεκρέμασεν , σὺν δὲ πτερὰ πυκνὰ λίασθεν | ||
: φέρει δέ τε κρατὶ ἑκάστῳ φῶτ ' ἐξαρπάξασα νεὸς κυανοπρῴροιο . τὸν δ ' ἕτερον σκόπελον χθαμαλώτερον ὄψει , |
Κρητικαὶ κύνες ἰχνευτικαὶ πάνυ : ἕτεραι δὲ Κρητικαὶ κύνες καὶ οἰκουροί εἰσιν . αἱ δὲ Παιονικαὶ πρὸς ἐλάφους ἀγρίους ὁμόσε | ||
τοῖς θηρίοις χωροῦσιν : οἱ δὲ ἐπὶ φυλακῇ τῶν κτημάτων οἰκουροί : οἱ δὲ ἐπὶ τέρψει . Μετάδος μοι πηγάνου |
: καὶ παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην | ||
τοῖς θηρίοις μαχόμενος κινδυνεύοι , ἄνωθεν δὲ καὶ ἐξ ἀσφαλοῦς ἀκοντίζων εὐστοχίας μᾶλλον ἢ ἀνδρείας παρέχοιτο δεῖξιν . ἐλάφους μὲν |
σημαίνων ἐξ ὑπερθέσεως ἕκαστα ποιεῖν εἴωθεν , ὡς καὶ ὁ δόλιχος ἐκ πολλῶν ὑπερθέσεων . ἐξαιρέτως δὲ ὁ δόλιχος γυναιξὶ | ||
τοίνυν ἀγωνίας ξυμπάσης τὰ μὲν κοῦφα ταῦτα : στάδιον , δόλιχος , ὁπλῖται , δίαυλος , ἅλμα , , τὰ |
κηδεμόνων ἕνα . λέγει γὰρ Ἀτὰρ μεγάθυμος Ἐπειὸς χειρὶ λαβὼν ὤρθωσεν , ἐν ᾗπερ καὶ κατέβαλλε . ταῦτ ' ἄρα | ||
σκίρτημα τινάξας , ταρσὸν ὀπισθιδίων σκελέων διδυμάονα πήσσων , προσθιδίους ὤρθωσεν ἀνυψώσας πόδας ἵππος θερμὸν ἀερτάζων δέμας ὄρθιον : ἠερίην |
Φρυγίαν ξέναν Ταντάλου Σιπύλῳ πρὸς ἄκρῳ , τὰν κισσὸς ὡς ἀτενὴς πετραία βλάστα δάμασεν , καί νιν ὄμβρῳ τακομέναν , | ||
πλάττειν μύθοις ἐπὶ τῷ κατέχειν τὸν υἱόν . Ὡς δὲ ἀτενὴς ἦν καὶ κατὰ πάντων ὤμνυε θεῶν καὶ ἐδίδου βασανίζειν |
γούνατα . πήξας : στηρίξας . Ἐπημοιβοῖς : δυνατοῖς . τελαμῶσιν : λώροις . Παρῄορον : ὑψηλόν . παλαμάων : | ||
* πεποιημένους ἀρχήν , καθελίξαι δεῖ σφᾶς τὰ ἱερεῖα λίνου τελαμῶσιν ἢ βύσσου : τρόπος δὲ τῆς σκευασίας ἐστὶν ὁ |
. Ἐν διανοίᾳ μέν , ὡς ὁ εἰπὼν Κένταυρος ἑαυτὸν ἱππεύων , καὶ ἐπὶ τοῦ βουλευομένου Ἀλεξάνδρου δρόμον ἀγωνίσασθαι Ὀλυμπίασιν | ||
λόγος τὸν ποταμὸν τὸν Αἰγύπτιον , ἐπειδὰν οὐρανοῦ τὸ μέσον ἱππεύων ἥλιος ὥραν τὴν θερινὴν ἐργάζηται , ὑπὲρ γῆς Αἰγυπτίων |
ῥῖνας ἐπάλμενος : ὃς δὲ καὶ αὐτὸς μήτι παντοίῃ χέρας ὤρεγε . Τοὺς δ ' ἄρ ' Ἀχαιοὶ ἀλλήλων ἀπέρυξαν | ||
ἐν τοῖς ὕδασιν ὠχοῦντο , καὶ δεσπότῃ τε δοῦλος χεῖρα ὤρεγε καὶ δοῦλον ὁ δεσπότης ἀνέσπα . καὶ διὰ τοσούτων |
ἂν τάδ ' ἐξέχει . νῦν δ ' ὑπὸ σκότῳ βρέμει θυμαλγής τε καὶ οὐδὲν ἐπελπομένα ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν ζωπυρουμένας | ||
μακρὰ πέσῃσιν ὑπ ' ἐκ ῥιζῶν ἐριπόντα ἄλσεος εὐρυπέδοιο , βρέμει δέ τε πᾶσα περὶ χθών : ὣς οἵ γ |
δέσποτα , ὁ τὸν θησαυρὸν καταθέμενος ὡς φιλόσοφος τὰ ἑπτὰ ἐχάραξε στοιχεῖα , ἃ λέγει Α ἀποβάς , Β βήματα | ||
[ λοχείῃ ] : [ ἐκταδίην ] ? δ ' ἐχάραξε τανυπλεύρου πτύχα γαίης [ στοιχάδα ] δινεύων ἐριβώλακα , |
: ἐθέλουσι δὲ πιέμεν ἄμφω : πολλὰ δέ τ ' ἀσθμαίνοντα λέων ἐδάμασσε βίηφιν : ὣς πολέας πεφνόντα Μενοιτίου ἄλκιμον | ||
εὐόδμῳ ῥοδέῳ καὶ ἁλίπνοον ἔσβεσεν ὀδμήν . εἰσέτι δ ' ἀσθμαίνοντα βαθυστρώτοις ἐνὶ λέκτροις νυμφίον ἀμφιχυθεῖσα φιλήτορας ἴαχε μύθους : |
' Ἑλένην ἐπὶ πύργον ἰοῦσαν , ἦκα πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ ' ἀγόρευον : Ζηνόδοτος γράφει ὦκα . εἴτε δὲ | ||
ὁ δὲ νόσφι βεβήκει . οἱ δὲ πρὸς ἀλλήλους ἔπεα πτερόεντ ' ἀγόρευον Φαίηκες δολιχήρετμοι , ναυσικλυτοὶ ἄνδρες . ὧδε |
εἴη , ψευδέσιν ὠδίνεσσι λάθρῃ παίδων ἐγένοντο μητέρες ἀλλοτρίων καὶ ὑποβλήδην ἐτέκοντο . εἰ δ ' ἄρα καὶ Πυρόεις μαλεραῖς | ||
. ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βλήδην ἐπίῤῥημα , καὶ σύνθετον ὑποβλήδην . οὕτω Φιλόξενος . Ὑπερφίαλος . παρὰ τὸ φῶ |
βασταζόντων κιόνων , εὐμεγέθεις λέγων : Στησίχορος ἐπὶ τοῦ εὐτόνου ῥαδινοὺς δ ' ἐπέπεμπον ἄκοντας . παραβλήδην : ἀντὶ τοῦ | ||
: τρυφερᾶς . Ἀνακρέων δὲ ἐπὶ τάχους ἔταξε τὸ ῥαδινόν ῥαδινοὺς πώλους : Ἴβυκος δὲ ἐπὶ τῶν τὸν οὐρανὸν βασταζόντων |
ἐστιν , ἀλλ ' ἕτερα ἑτέροισι ξύμφορα , καὶ ἕτερα ἑτέροισιν ἀξύμφορα . Ὁκόταν μὲν οὖν ὁ ἀὴρ τοιουτέοισι χρωσθῇ | ||
ὁ λόγος ἐπιείκειαν : πολλαχῆ γὰρ ἠδέλφισται τὰ ἕτερα τοῖσιν ἑτέροισιν . Ὁκόσοι μέντοι δικαιοῦσιν εἰρίοισι χρῆσθαι , ἔστ ' |
– × – ] Διός πυρὰν [ ! ! ] οιος ? εἰς μέσην πλ˘ ? ! [ × – | ||
[ ] ! ὰρ πέζηισιν Ἀχαιῶν [ ] ρησιος ? οιος ἀεῖραι [ ] ν ἐπικλείουσι θυείην [ ] ! |
ὁππότε φῶτες κερδαλέοι δειλοῖσιν ἐπίφρονα μητίσαιντο , πέρδικας δόρκοισι φίλοις ἀπατήλια θέντες , ἔμπαλι δ ' αὖ δόρκους ἑτάροις ἴσα | ||
μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθε , δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης , ὃς δὴ πολλὰ κάκ ' |
ἐρείσας παιδοκόμωι πήχυνε φιλήματι μητρὸς ὀπώρην . ὃς δὲ πολυρραθάμιγγος ὀπιπεύων χύσιν ὄμβρου βαιὴν χεῖρα τάνυσσε περίσσυτον ἠέρι πέμπων , | ||
πλησσομένας ἀπὸ τῆς ἁλός . παραβλῶπες παραβλέπουσαι . παρθενοπῖπα παρθένους ὀπιπεύων , ὅ ἐστι περισκοπῶν . παρέξ παρεκτός . παρήπαφεν |
καὶ βοῦς ἀφεὶς τὰς νομὰς τῆς λυρῳδίας ἤκουε καὶ λεόντων ἄτεγκτος φύσις πρὸς τὴν ἁρμονίαν κατηυνάζετο . εἶδες ἂν καὶ | ||
νύμφη , δυσχίμων ὀρῶν ἄναξ ζεῦγος τεθρίππων ναρᾶς τε Δίρκης ἄτεγκτος – × – παρηγορήμασιν μὴ κακοῖς ἰῶ κακά τὰς |
' ἠελίοιο τυπείσας ἀμφότερον δίψη τε φίλη τ ' ἐκάλεσσεν ἀϋτμή : πίδακι δ ' ἐμπέλασαν Βρομιώτιδι καὶ μέγα χανδὸν | ||
ὀλοώτατος εἴρηκεν ] ὅμοιον τῷ ” κλυτὸς Ἀμφιτρίτη καὶ θεσμὸς ἀϋτμή ” καὶ „ κλυτὸς Ἱπποδάμεια „ . . . |
σκιρτεῦσιν μὲν πρῶτα χοροιτυπέουσιν ὁμοῖαι , εἶτα δέμας βαρύθουσι , προσώπατα δ ' ἐς χθόνα δῖαν ἠρέμα νευστάζουσι κάτω : | ||
λισσομένην ἀγορεύειν : ἆνερ , ἄνερ , τί νυ σεῖο προσώπατα τρηχύνονται , ὄμματα φοινίχθη δέ , τά τ ' |
περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν ' ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ , | ||
ἔτνους χρὴ δεῦρο τρύβλιον φέρειν καὶ τῆς ἀθάρης . τὸν αὐχέν ' ἐκ γῆς ἀνεκὰς εἰς αὐτοὺς βλέπων . ἁλτῆρσι |
αἰθαλόεσσαν δέ φησιν αὐτήν , ἐπεὶ μελανόγειός ἐστιν . * αἰθαλόεσσαν : ὑδατόεσσαν * βόσκει : τρέφει ἅρπην : ἅρπη | ||
κεφαλῆςὅτι τὴν ἀπὸ πυρὸς τέφραν κόνιν λέγει . διὸ καὶ αἰθαλόεσσαν αὐτὴν λέγει . . δμωαὶ δ ' , ἃς |
τοῦτο καὶ προλέγει τὰ συνοίσοντα καὶ συμβάντος τινὸς ἀβουλήτου πάρεστιν αὐτοκέλευστος βοηθήσων , οὐ τὴν ἑτέραν φέρων μόνον ὠφέλειαν , | ||
τὰ ὅπλα ὥρμησαν : καὶ φθάνει τῷ Σερουιλίῳ συναχθεῖσα δύναμις αὐτοκέλευστος ἱκανή , ἣν ἐκεῖνος ἔχων συντεταγμένην , προσπίπτει τοῖς |
δίφροι πεπονήατο δηριόωντε : καὶ τοῦ μὲν προπάροιθε Πέλοψ ἴθυνε τινάσσων ἡνία , σὺν δέ οἱ ἔσκε παραιβάτις Ἱπποδάμεια : | ||
κυμοθαλής , χαριδῶτα , τετράορον ἅρμα διώκων , εἰναλίοις ῥοίζοισι τινάσσων ἁλμυρὸν ὕδωρ , ὃς τριτάτης ἔλαχες μοίρης βαθὺ χεῦμα |
περισπᾶται . ] οὗτος αὐτὸς : [ Ἀντὶ τοῦ ὁ ἔποψ ] ἐρεῖ ἡμῖν . καλός γε καὶ φοινικιοῦς : | ||
κεῖσθαι ἄγαλμα Ἕλληνι χαλινὸν καὶ κόσμον ἵππου , ὁ δὲ ἔποψ οὗτος Ἰνδῶν βασιλεῖ ἄθυρμά ἐστι , καὶ διὰ χειρῶν |
Ἠθάδα : συνήθη , συνηθεστάτη . Λίγα : ὀξέως . ξουθόν : ἡδὺ , θελκτικόν . Ἐνοπῇσι : φωναῖς , | ||
Ἠθάδα : συνήθη , συνηθεστάτη . Λίγα : ὀξέως . ξουθόν : ἡδὺ , θελκτικόν . Ἐνοπῇσι : φωναῖς , |
τοῦτο ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς Πελοποννήσου προὐχώρει καταστρεφόμενός τε καὶ ληϊζόμενος πάντα τὰ ἐν ποσὶ τά τε ἀνάντη καὶ δύσβατα | ||
πλοῦτον καὶ πρᾶγμα λαμβάνεις πορνοβοσκῶν , ἢ καπηλεύων , ἢ ληϊζόμενος , ἢ πανουργῶν , ἢ ψευδομαρτυρῶν , ἢ συκοφαντῶν |
ὅ ἐστι γῆ Αἰγυπτίη ] , ὕδατι διεὶς , εἰρίῳ ἑλίξας , προστίθει . Ἕτερον χολὴν καθαῖρον : σικύης ἐντεριώνην | ||
καταφρονήσει εἴρηται . ἀπηλεγέως : πάλιν ἀντὶ τοῦ ἀφροντίστως . ἑλίξας : οἷον ἐπιστρέψας εἰς αὐτὸν τὰ ὄμματα . ἰλλόμενος |
. Β . Κ . Π . λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα . * ) ὅτι οὕτως λέγει τὰς συναφὰς | ||
δειρήν τε στέρνον τε : τὰ δ ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα , πολλὰ δ ' ὀδόντες ὑπὸ στόμα δαιτρεύουσιν : |
ἄλλην οἶσθα καιριωτέραν βουλὴν ἑτοίμαζ ' , ὡς ἔγωγ ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμὶ καὶ φόβου πλέως . ξένοι , | ||
πρῶτον μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ |
' ἐπίτασιν λαμβανομένου τοῦ ἵππου . κρόνιππος : ὁ μέγας λῆρος : κατ ' ἐπίτασιν γὰρ τὸ ἵππος λαμβάνεται . | ||
' ἄγαν : ἀναιρείσθω γάρ , φησίν , ὁ ποιητικὸς λῆρος σὺν Καλλιμάχῳ τῷ λέγοντι : εἰ θεὸν οἶσθα , |
ἀγριαίνοντα καὶ ἀγανακτοῦντα , ἱπποκόμον τε ἐπέστησεν ἰδίᾳ καὶ παιδεύει ψήχων τε καὶ ἡμερῶν , καὶ πάντα προσήκοντα ἀποδιδοὺς τῇ | ||
ἄθεοι , καθάπερ Εὐήμερος , γέρων ἀλαζών , ἄδικα βιβλία ψήχων , καὶ Διαγόρας ὁ Μήλιος καὶ Πρόδικος ὁ Κεῖος |