κατὰ τριακοσίους ἄνδρας , περιηγμένοι τοὺς ἀγκῶνας ὀπίσω προσεδοῦντο τοῖς παττάλοις γυμνοί : ἔπειτα μάστιξιν αἰκισθέντες ἁπάντων ὁρώντων ἀπεκόπτοντο τῷ
συστέλλοιντο ἐκ τῆς τοῦ ἡλίου καύσεως , κατὰ τὰ ἄκρα παττάλοις κατακρούοντες ἐκτείνουσιν . ΓΘ ἄλλως : χαμαὶ ἐπὶ τῶν
7385110 δερμασι
- αρ - . κοιμηθῆναι ἐν κλίνῃ καταδαρθεῖν ] ἐν δέρμασι γὰρ ἐκοιμῶντο πρίν οὔτε ἐν ] ' ἐν .
] κατεπράϋνε . Γ κοσκυλματίοις : τοῖς περικεκομμένοις καὶ ἀπορριφεῖσι δέρμασι . βούλεται δὲ λέγειν λογαρίοις αἱμύλοις . τὸ δὲ
7229703 δορασιν
μετώπου κατὰ τὸ τεῖχος καὶ ὑφεδρεύοντες ἕτεροι τὰς γεφύρας μακροῖς δόρασιν ὑπεκέντουν μᾶλλόν τε ἐθάρρησαν μιᾶς γεφύρας καὶ δευτέρας ἐπ
μέγα τι πλῆθος καταφράκτους τε ἀπὸ καμήλων † ἔξωθεν μακροῖς δόρασιν . ὡς δ ' ἀπηγγέλη προσιών , συγκαλέσας τοὺς
6925667 ἀγκιστροις
μίαν συλλαβὴν . Καθέτοισι : ἀγκίστροις , μολύβδοις , μεγάλοις ἀγκίστροις , ταῖς ὁρμιαῖς . πελώριοι : μεγάλοι . ἀμφιχάνωσιν
, εἶτα ἐπιζητήσαντες καὶ εὑρόντες τὴν αἱμορραγοῦσαν ἀρτηρίαν , τοῖς ἀγκίστροις ταύτην ἀνασπῶντες , ἀποσφίγγομεν ὁμοίως τῇ προτέρᾳ , καὶ
6884575 καταπελταις
καὶ ὅταν Ἀθήνας πολιορκῇ , μυρίαις πανοπλίαις καὶ τοῖς ἴσοις καταπέλταις καὶ πᾶσι τοῖς ἄλλοις βέλεσιν εἰς τὸν πόλεμον ἱκανοῖς
γὰρ αὐτοῖς οἱ ἀπὸ τῶν τειχῶν συναγωνιζόμενοι καὶ τοῖς ὀξυβελέσι καταπέλταις οὓς μὲν ἀπέκτεινον τῶν πολεμίων , οὓς δὲ κατετίτρωσκον
6826063 τριβεις
οἱ πόνοι γίνονται μετ ' εἰδήμονος προγυμναστοῦ καὶ ἐν - τριβεῖς χεῖρες πραότεραι τῶν εὐαφῶν εἰσιν εἰς τὰς ἀποθεραπείας .
τρήματα στρογγύλα ἐν ἀκινήτῳ τινὶ πήγματι εὐλύτως στρέφεσθαι τῶν τρημάτων τριβεῖς χαλκοῦς ἐχόντων ὑποκειμένους ταῖς χοινικίσι : καλεῖται δὲ τὸ
6820599 πυρφοροις
τὴν πόλιν . γενόμενος δ ' ἐντὸς βέλους τοῖς μὲν πυρφόροις πολλοῖς οὖσιν εἰς τὰ διωρμισμένα πλοῖα τῶν Ῥοδίων ἐνέβαλε
τε ὕλῃ καὶ τῷ σταυρώματι δέρρεις καὶ διφθέραι τοῦ μὴ πυρφόροις ὀϊστοῖς βλάπτεσθαι . ἔτι δὲ χῶμα μέγα ἔχουν ἀπὸ
6701532 διειλημμενοι
ἐν φυλακῇ μᾶλλον ἔσονται ἢ φυλάξουσί τι . Ἔστωσαν δὲ διειλημμένοι † ὡσεὶ παρὰ τρισίν † : οὕτως γὰρ ἂν
ὅρα , οἱ περιπεφραγμένοι τόποι , καὶ οἷον ὅροις τισὶ διειλημμένοι , καὶ εἰς ἀπόθεσίν τινος πεποιημένοι : καὶ ἴσως
6681195 πετροβολοις
ἄλλον τινὰ δύνῃ τρόπον , καὶ τῷ ἐνετῆρι καὶ τοῖς πετροβόλοις ἄνωθεν τύπτοντας κελεύειν διακόπτειν τὰς ὀροφὰς αὐτῶν . πρὸς
εἰς τὰ διωρμισμένα πλοῖα τῶν Ῥοδίων ἐνέβαλε , τοῖς δὲ πετροβόλοις τὰ τείχη διέσεισε , τοῖς δ ' ὀξυβελέσι τὰ
6608430 ὀγκιον
ευω ῥημάτων , διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , ὀγκίον : ἀντίον , τὸ τοῦ ἰστοῦ : κυμβίον :
ευω ῥημάτων , διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον , ὀγκίον : ἀντίον , τὸ τοῦ ἰστοῦ : κυμβίον :
6588960 κατενεγκοντες
, οἳ μετὰ τῆς πρότερον ἀρουμένης καὶ τὰς πόλεις αὐτὰς κατενεγκόντες ἐγεώργουν , τὸν χειμῶνα μὲν ἀνήλισκεν εἰς βουλήν ,
τῇ Παλαιστίνῃ Συρίᾳ τῶν μὲν μέρη , τὰς δὲ ὅλας κατενεγκόντες : ἐδόκει γὰρ ἡμῖν ὁ θεὸς μεγάλοις πά -
6562446 ἀρωμασι
δὲ συμβαίνει διὰ τὴν ἀνωμαλίαν τῶν δυνάμεων τῶν ἐν τοῖς ἀρώμασι . Τῆς δ ' ἀνωμαλίας αἰτίαι πλείους . Μία
Ταῦτα μὲν οὖν ἐπισκεπτέον . Χρῶνται δὲ πρὸς πάντα τοῖς ἀρώμασι , τοῖς μὲν ἐπιστύφοντες τὸ ἔλαιον τοῖς δὲ καὶ
6544083 πλεκτοις
καὶ τελευταῖαι ἐπεισῆλθον ἐπιδόρπιαι τράπεζαι , τραγήματά τ ' ἐν πλεκτοῖς ἐλεφαντίνοις ἐπεδόθη πᾶσι καὶ πλακοῦντες ἕκαστα γένη , Κρητικῶν
ἐπιδεομέ - νοις καὶ τοῖς καρποδέσμοις καλουμένοις . τοῖς δὲ πλεκτοῖς ὡς ἐφ ' ἡνιοχῶν συνοχῆς τῶν πλευρῶν ἕνεκεν .
6507371 ὁδευουσι
τὸν βίον : καὶ γὰρ πολεμοῦσιν ἀπ ' αὐτῶν καὶ ὁδεύουσι καὶ τρέφονται τῷ τε γάλακτι χρώμενοι καὶ ταῖς σαρξί
καὶ διὰ τοῦτο κρόνιον ἔχοντες βίον ἀεὶ ἐπὶ τὸ ἀκμαιότερον ὁδεύουσι τὴν τῇ γενέσει σύζυγον φθορὰν ἀφιέντες . ἐν γὰρ
6504361 πυκνοις
Ζεύς οἱ μὲν εἰς τὴν ἀκρόπολιν ἀξιοῦσι καταφεύγειν κοτίνοις τότε πυκνοῖς περιπεφραγμένην , Θεμιστοκλῆς δὲ πρὸς τὰς τριήρεις κελεύει μετασκευάζεσθαι
γυναῖκες : αἵδε , Γοργόνων δίκην , φαιοχίτωνες καὶ πεπλεκτανημέναι πυκνοῖς δράκουσιν : οὐκέτ ' ἂν μείναιμ ' ἐγώ .
6499062 φλοιοις
οὔτε πόλεις οἰκοῦσιν οὔτε στέγας ἔχουσιν , δένδρων δὲ ἀμφιέννυνται φλοιοῖς , καὶ ἀκρόδρυα σιτοῦνται καὶ ὕδωρ ταῖς χερσὶ πίνουσιν
βάπτεται τοῖς φυομένοις , πολλὰ δὲ ῥίζαις , πολλὰ δὲ φλοιοῖς ἢ φύλλοις ἢ καρποῖς . ἔτι δὲ γῇ μὲν
6490175 κοντοις
αὐτοὺς ἐξαγκωνίζοντες ἐνεπίμπρασαν , ὕλῃ χρώμενοι πηδαλίοις , οἴαξι , κοντοῖς καὶ ταῖς ἐπὶ τῶν καταστρωμάτων σανίσι . τοῖς δὲ
ἐκεῖ , ἐκεῖσε . ἰφθίμοις : ἰσχυροτάτοις . Δούρασι : κοντοῖς . καταΐγδην : συντόμως . Πέφνουσι : βάλλουσιν .
6481678 σιδηροις
, καὶ ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας λακτίζοντες καὶ κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῖς κέρασί τε καὶ ὁπλαῖς ἀποκτεινύασι δι ' ἀπληστίαν ,
τοὺς προτρέποντας καὶ παρορμῶντας : συμπράττει μὲν γὰρ οὐδὲν τοῖς σιδηροῖς , ὀξύτερα δὲ αὐτὰ ποιεῖ . πολλάκις δὲ ἀκόνη
6467523 δερρεις
Ὅταν δὲ οὕτως ἔχῃ , ἐφ ' ἑκάτερα κρεμαμένας ἐχέτω δέρρεις ἢ λινᾶς ἢ τριχίνας διὰ τὰ πλαγίως ἐπιφερόμενα βέλη
σφενδόνῃ τυχεῖν . διόπερ ὁ Μέτελλος προσπλέων πρὸς τὰς νήσους δέρρεις ἔτεινεν ὑπὲρ τῶν καταστρω - μάτων σκέπην πρὸς τὰς
6460230 κουφοις
ἀθροίζουσι : καὶ τοῦτο διατελοῦσι πράττοντες μετὰ πάσης καταφρονήσεως : κούφοις γὰρ χρώμενοι καθοπλισμοῖς καὶ παντελῶς ὄντες εὐκίνητοι καὶ ὀξεῖς
κομψῶς προτείνατε , ἵνα γυμνασθῶ . καὶ οἱ ἀθληταὶ τοῖς κούφοις νεανίσκοις δυσαρεστοῦσιν : οὐ βαστάζει με , φησίν .
6449943 Ὑρκανοις
καὶ ἡ συνοικία ὡς Ἔφορος . Βαρκάνιοι , ἔθνος τοῖς Ὑρκανοῖς ὅμορον . Βάρκη , πόλις Λιβύης , ἥ τις
, κύνας δὲ τρέφουσι πολλοὺς καὶ μεγάλους , ὁμοίως τοῖς Ὑρκανοῖς : καὶ τοὺς ἐπιφοιτῶντας αὐτῶν τὴν χώραν Ἰνδικοὺς βόας
6422014 θερμαινουσι
ἢ εὔκρατον ἔχουσι ποιότητα σπουδάζειν ἰᾶσθαι βοηθήμασι καὶ μὴ τοῖς θερμαίνουσι καὶ ἰσχυρὰν ἔχουσιν ἐπαγγελίαν εἰς τὸ μαλάττειν δύνασθαι :
ἀσθένειαν , ἄμεινόν ἐστι μετὰ τὴν τῆς ὀδύνης παῦσιν τοῖς θερμαίνουσι καὶ κατασυγκρίνειν δυναμένοις ἀνασκευάσαι καὶ ἐκμοχλεῦσαι τοῦ μορίου τὸ
6414109 κορυθας
λόφους . ἄλλοι δὲ δοχμολόφων φασὶ , διότι οἱ πολεμοῦντες κόρυθας ὑπὲρ τῆς κεφαλῆς ἐπεφέροντο τρεῖς λόφους ἐχούσας , νεύοντας
σφι σταδίῃ ὑσμίνῃ μίμνε φίλον κῆρ : οὐ γὰρ ἔχον κόρυθας χαλκήρεας ἱπποδασείας , οὐδ ' ἔχον ἀσπίδας εὐκύκλους καὶ
6412002 ὁλοκληροις
† τοὺς ὑπηκόους , οἷον ὅτι προαπηντήκαμεν δέ σοι ἅπαντες ὁλοκλήροις τοῖς γένεσι , παῖδες , πρεσβῦται , ἄνδρες ,
δὲ ἔμπαλιν νόσους μὲν τοῖς ὑγιαίνουσι , πηρώσεις δὲ τοῖς ὁλοκλήροις , καὶ συνόλως θανάτους τοῖς ζῶσι χειροποιήτους πρὸ τοῦ
6408918 ἐπελαυνοντων
οἱ ὄνοι ἐτάρασσον τὴν ἵππον τῶν Σκυθέων : πολλάκις δὲ ἐπελαυνόντων ἐπὶ τοὺς Πέρσας μεταξὺ ὅκως ἀκούσειαν οἱ ἵπποι τῶν
κοντοφόροι ἐπιστροφάς τε καὶ ἀποστροφάς , τῶν ἱππέων ἐν μέρει ἐπελαυνόντων , καὶ ἀκροβολισμοὺς ἐν τούτῳ πολυειδεῖς καὶ πολυτρόπους ἐς
6401494 τροχοις
, σφῶν δὲ τὰς ἀσπίδας προβεβλημένοι , καὶ μετακινοῦντες αὐτὰ τροχοῖς καὶ μοχλίαις . Οἱ δέ τινες ξύλα προμήκη ,
κωλύοντες ἐξιέναι τὸν τροχόν . ἐπίσωτρα οἱ ἐπικείμενοι κύκλοι τοῖς τροχοῖς ἤτοι οἱ κανθοὶ οὕτω λέγονται , διὰ τὸ ἐπιτρέχειν
6396558 ἐφεστωτες
, καὶ θαλαττίῳ ὕδατι καταῤῥαντέον , καὶ θυμιατέον . Οἱ ἐφεστῶτες τοῖς μείζοσι κοφίνοις , τοῖς καλουμένοις κανθηλίοις , ἐκλεγέτωσαν
κλίμακα καὶ μὴ ὑποσύρωνται . Στήσονται οὖν ἐν ταῖς κλίμαξιν ἐφεστῶτες . . . καὶ ἀφορμῆς γενομένης ὁμοῦ τε ἐπικλιθήσονται
6394562 ἑστιωνται
ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύωσι , βουθυσία μεγάλη γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν δούλων : οἱ δὲ παῖδες ἐν
ὅταν δὲ τοῖς ἥρωσι θύσωσι , μεγάλη βουθυσία γίνεται καὶ ἑστιῶνται πάντες μετὰ τῶν δούλων : οἱ δὲ παῖδες ἐν
6380968 πυρροι
, ἀγρίου λαπάθου καρπός , ὑοσκύαμος καὶ τῆς γλυκερίδος οἱ πυρροὶ κόκκοι , κάστανον , κισσός , νυμφαία , φοίνικες
παραλλάττει δὲ τοῦ χερσαίου καὶ ταύτῃ . κατάστικτός ἐστι , πυρροὶ δέ εἰσίν οἱ κατὰ τοῦ ἰνίου πλατεῖς , ὡς
6367646 πασσαλοις
ἵππιοι λόφοι νεύουσιν , κεφαλαῖσιν ἀνδρῶν ἀγάλματα : χάλκιαι δὲ πασσάλοις κρυπτοῖσιν περικείμεναι λαμπραὶ κναμίδες , ἄρκος ἰσχυρῶ βέλευς :
ἐκ τῆς ἕδρας τοῦτο ποιήσομεν . Ταύτην δὲ τὴν σχεδίαν πασσάλοις πεπηγόσιν ἐν ἀπογείῳ κατασχόντες ἐκ τοῦ κάτωθεν μέρους τοῦ
6365837 δεδεμενοι
τὰ μαντεύματα : ὑπὸ ζυγὸν ὁ θάλαμος , καὶ κάλω δεδεμένοι . ἀλλὰ καὶ πηδάλιον τοῦ θαλάμου πλησίον : ἰδοὺ
ξυστρατευόμενοι τοῖς Πέρσαις καὶ τότε ἐν Μακεδονίᾳ ξὺν τοῖς δισχιλίοις δεδεμένοι ἦσαν : καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἄπρακτοι ἐν τῷ τότε
6362539 κερασιν
ἀποδίδοσθαι . Δωρόθεος δ ' ὁ Σιδώνιός φησιν τὰ ῥυτὰ κέρασιν ὅμοια εἶναι , διατετρημένα δ ' εἶναι , ἐξ
καὶ ὅσοι περίοικοι συνεστρατεύοντο τὸ μέσον ἐπιτρέψαντες , ἐπὶ τοῖς κέρασιν αὐτοί τε καὶ οἱ βασιλεῖς ἐτάσσοντο βαθείᾳ τε ὡς
6362388 ἐπεφεροντο
οἱ γὰρ ποιούμενοι τὰς λιτὰς πρὸς τὸ θεῖον ἀεὶ κλάδους ἐπεφέροντο νεωστὶ δρεφθέντας ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας
πολεμικόν , οἱ δ ' ἄνδρες μετὰ πολλῆς βοῆς ἀλλήλοις ἐπεφέροντο . καὶ πρῶτον τὰ δρεπανηφόρα τῶν ἁρμάτων ἀπὸ κράτους
6357813 κακουργοις
κότον ἔχουσιν ἐν οὐρᾷκατὰ δὲ Ἀριστοφάνην ἀκέντροις , Ἀμερίας δὲ κακούργοις . μόνος δὲ Ἡσίοδος τῇ λέξει ἐχρήσατο ἅπαξ .
περὶ τὰς τιμωρίας ἔθη καὶ νόμιμα φυλάττων , ὅσα τοῖς κακούργοις ἀπόκειται παθεῖν , ἐν ἀγορᾷ πάντων ὁρώντων αἰκισθέντας τὰ
6339051 οἰκτροτερον
] οἰκτρὸν κακόν , ἐρημία δὲ παίδων ὀρφανῶν , | οἰκτρότερον τοῦ προτέρου , χλευάζεται : καὶ κατιδόντες ὅτι οὕτω
οὐ τοίνυν τοῦτο ἀπέχρησε μόνον , ἀλλ ' ἐκεῖνο τούτου οἰκτρότερον συνέβη . Πάθος δὲ κινήσομεν οὐ μόνον ἐφ '
6336769 ἐκκρεμεις
τὸν δὲ ἀνεψιὸν ἀδελφιδῆν . : ἐπτοημένοι ] Ἠσθενηκότες : ἐκκρεμεῖς ὑπάρχοντες ἐν τῷ καιρῷ τῆς συνουσίας . . :
. γαστέρες μεγάλαι σαρκώδεις , εἰ μὲν μαλθακαὶ εἶεν καὶ ἐκκρεμεῖς , ἀναισθησίαν , οἰνοφλυγίαν , ἀκολασίαν , εἰ δὲ
6325173 τρυγωσι
δὲ Διονύσου ἐπίθετον , ἀπὸ τοῦ τὸ πρόσωπον μολύνεσθαι ἐπειδὰν τρυγῶσι τῷ ἀπὸ τῶν βοτρύων γλεύκει καὶ τοῖς χλωροῖς σύκοις
πανοῦργον ἐγγλωττογαστόρων γένος , οἳ θερίζουσίν τε καὶ σπείρουσι καὶ τρυγῶσι ταῖς γλώτ - ταισι συκάζουσί τε : βάρβαροι δ
6321534 δρεπανοις
τομάς , ἃς ἥδε βοῶς ' ἀλαλαζομένη γυμνὴ χαλκέοις ἤμα δρεπάνοις Ἥλιε δέσποτα καὶ πῦρ ἱερόν , τῆς εἰνοδίας Ἑκάτης
τῶν τὴν ὀπώραν ἐχόντων , καὶ τὰ ἀκρόδρυα , ὀξυτάτοις δρεπάνοις πᾶν τὸ φαῦλον καὶ περιττὸν ἐξαιροῦντας . Τοῖς δὲ
6320296 γλυκεσιν
ἀνάλογον τοῖς πρὸς γλῶτταν γλυκέσι , δυσώδη δὲ τοῖς μὴ γλυκέσιν : ἀνώνυμον γάρ , ὅσον γε ἐπὶ τῶν χυμῶν
μετὰ τὴν κάθαρσιν ὑγραίνειν , καὶ ῥοφήμασι χρῆσθαι καὶ οἴνοισι γλυκέσιν . Ἢν δὲ μὴ ἐξ ἀρχῆς παραλάβῃς , ἀλλὰ
6317161 κοιλωμασι
ὀρῶν λόφοι , προσαναβάσεις , ὑπεροχαί , καὶ αἱ τοῖς κοιλώμασι περικείμεναι ὀφρῦς . Συναγ . λέξ . χρησίμ .
ὀλίγον διαλείπουσιν οἱ ἁλιεῖς , καὶ ἐμβάντες καταλαμβάνουσιν ἐν τοῖς κοιλώμασι τῶν βημάτων καὶ τοῖς ἴχνεσι τοὺς ἰχθῦς τοὺς πλατεῖς
6314742 λεπτοδομοις
ἀφριζομένης , δηλαδὴ τῇ κωπηλασίᾳ , πίσυνοι καὶ θαρροῦντες πείσμασι λεπτοδόμοις : τοῖς λεπτῶς κατεσκευασμένοις ἤτοι ταῖς ναυσί . πλὴν
, διὰ τοῦτο πόντιον εἶπεν . πίσυνοι ] θαρροῦντες . λεπτοδόμοις ] λεπτοῖς . πείσμασιν ] σχοινίοις . μηχαναῖς ]
6294576 ἀπορωσι
ποιοῦνται . Εἰσὶ καὶ τοξείας ἐπιστήμονες . Ἐπὰν δὲ θήρας ἀπορῶσι , τοῖς δέρμασι τῶν προτεθηραμένων τὴν ἔνδειαν ἀναπληροῦσι ,
παρέχειν καὶ μὴ παντάπασιν ἐκπεπολεμῶσθαι , δεδιὼς μή , ἢν ἀπορῶσι πολλαῖς ναυσὶ τῆς τροφῆς , ἢ τοῖς Ἀθηναίοις ἀναγκασθέντες
6294194 σχοινιοις
μέρεσι ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ποδήρεις ἐχόντων χιτῶνας . ποδωτοῖς * σχοινίοις * . Θρῇσσαι δὲ αἱ Θρᾳκικαὶ γυναῖκες ἀπὸ τοῦ
: προθυμουμένη λαβεῖν . Θείνουσι : τύπτουσιν . Βροχίδεσσιν : σχοινίοις . μεθέπουσιν : σύρουσιν , Ὡς δ ' ὅτε
6287784 λεουσιν
γινόμεθα , ἄπιστοι καὶ ἐπίβουλοι καὶ βλαβεροί , οἱ δὲ λέουσιν , ἄγριοι καὶ θηριώδεις καὶ ἀνήμεροι , οἱ πλείους
ὑπολαμβάνω καὶ τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα . μᾶλλον γὰρ ἐμπελασθεὶς λέουσιν ἀκινδύνως συναυλισαίμην ἂν καὶ συνευνηθείην ἑρπετοῖς πᾶσιν ἢ τοῖς
6286120 ναρκᾳν
νάρκης τοῦ ἰχθύος λεγόμενον φερωνύμως : τὸ γὰρ ὄνομα αὐτῆς ναρκᾷν δεινῶς τοὺς ἁλιέας ποιεῖ . Ἐκ παλάμης : τοῦ
. καὶ ὅτι οὕτως εἶπε τὸ ἐνάρκησεν ἐν ἴσῳ τῷ ναρκᾷν ἐποίησε τὴν χεῖρα κατὰ τὸν καρπόν . . τῷ
6283858 τετηρηνται
φυγεῖν . ἐπειδὰν δὲ πολλοὶ ὦσιν οἱ βάλλοντες , ἀγαθοὶ τετήρηνται μόνοις τοῖς ἐξ ὄχλου ποριζομένοις . Τέττιγες ἄνδρας σημαίνουσι
λόγον . αὗται δὲ καὶ δάκνουσαι ἀγαθαὶ παρά γε ἐμοὶ τετήρηνται καὶ προσιοῦσαι καὶ περιπλεκόμεναι . οἷον δ ' ἂν
6279529 ὁμοχροους
. χρόνῳ δ ' αἴρει τοῦτο . μώλωπας δὲ ταχέως ὁμοχρόους ποιεῖ κρίθινον ἔλαιον ἐπαλειφόμενον συνεχῶς . Νεῦρον τρωθὲν διὰ
αὐτῶν . Χρὴ τὰς μὲν κεφαλὰς τῶν βάνδων ἑκάστου μέρους ὁμοχρόους γίνεσθαι , τὰ δὲ φλάμουλα ἑκάστης μοίρας ἰδιόχροα εἶναι
6275817 ἀκοντιοις
ζῶντα μὲν οὖν τέλειον οὐκ ἂν λάβοις , βάλλονται δὲ ἀκοντίοις καὶ ὀιστοῖς , καὶ τὰ κέρατα οὕτω τὰ ἐξ
τὸ πόρρωθεν βάλλειν , οὔτε προκνημῖσιν οὔτε θώραξι κεκοσμημένον , ἀκοντίοις δὲ καὶ σφενδόναις καὶ ὅλως τοῖς ἐξ ἀποστήματος λεγομένοις
6274995 παραμηκεις
τὸ λαισήια , ὅτι οἱ μὲν κατὰ ἀντιπαράθεσιν τῶν εὐκύκλων παραμήκεις τὰ λαισήια , οἱ δὲ ἐλαφρά . . λαισήια
τῆς εἰρημένης συνδέσεως ἔχοντες , ἐκ δὲ τοῦ κάτωθεν ἐδάφους παραμήκεις αὐλῶνας κατασκευάζοντες , πρὸς ἀλλήλους πάντοθεν συντετρημένους , ἐν
6273714 Σκυθικοις
καὶ Ἀλωρῖτις . Ἀμάδοκοι , Σκυθικὸν ἔθνος , Ἑλλάνικος ἐν Σκυθικοῖς . ἡ γῆ δὲ τούτων Ἀμαδόκιον . Ἀμαζόνειον ,
, ἀλλ ' ἐπὶ τῷ Ἴστρῳ καὶ τοῖς χειμῶσι τοῖς Σκυθικοῖς τὰ αὐτὰ καὶ σιτία σιτούμενον καὶ ποτὰ πίνοντα τῷ
6271580 φορουμενοι
γὰρ καὶ εὐκρασίαν περιποιοῦσι τοῖς τόποις καὶ πρὸς τὸ παθεῖν φορούμενοι κωλύουσιν ἁλίσκεσθαι τῇ διαθέσει τοὺς λιθιῶντας συνεχῶς . εἰ
θ φορούμενοι ] φερόμενοι . θ φορούμενοι ] ἀγόμενοι . φορούμενοι ] κινούμενοι , περιαγόμενοι . σέσωσται ] ἐσώθη .
6269856 σπογγοις
ὑστέρας χωρὶς φλεγμονῆς ἐγκατέχεται τὸ ἔμβρυον , καὶ τοῖς ἐσκελετευμένοις σπόγγοις ἢ παπύροις χρῆσθαι , πρῶτον μὲν ἰσχνοτέρους ἐντιθέναι ὕστερον
ἄλλαις αἱμοῤῥαγίαις , σφίγγοντα τὰ ἄκρα καὶ σκέποντα τὸ ἦτρον σπόγγοις βεβρεγμένοις ὀξυκράτῳ . Εἰ δέ τις φλεγμονὴ ὑποπτεύοιτο ,
6262866 μελασιν
μέλανος τούτοις : εἰσὶ δὲ καὶ αἱματώδεις κέγχροι ἐν τοῖς μέλασιν . ἄλλοι δὲ κεγχρωτὰ μὲν οὐ φέρουσι τὰ εἴδη
ἑαυτὸν ὡς λέγουσιν ἐτελεύτησεν . ἀνήγετο μὲν γὰρ ἡ ναῦς μέλασιν ἱστίοις ἡ τοὺς παῖδας φέρουσα ἐς Κρήτην , Θησεὺς
6252451 παρατιθεασιν
οὐχ ὥσπερ ἐν τοῖς πολιτικοῖς τὰς [ τε ] ποιότητας παρατιθέασιν , ὅταν λέγωσιν ἢ δεινότατα ἁπάντων ἢ ἐφ '
, ἵν ' ὅπου ἂν κλίνῃ , μείνῃ . καὶ παρατιθέασιν ἑκατέρωθεν κεράμια δύο τετρυπημένα , ἵνα διὰ τῶν ἀγγείων
6247892 νεαλεις
καὶ ἐρέττειν ἐδόκει . Καὶ ἤρεττον ἐρρωμένως : ἠπείγοντο γὰρ νεαλεῖς ἰχθῦς εἰς τὴν πόλιν διασώσασθαι τῶν τινι πλουσίων .
ὃ δὲ τῶν τε ἱππέων τὸ ἄριστον ἄγων καὶ δύο νεαλεῖς σπείρας ἐν τῇ παρόδῳ προσλαβών , αἳ ἐτετάχατο ἐφεδρεύειν
6245870 σημηνῃ
' ἀναστρέψωσιν οἱ πολέμιοι καὶ ἐκ τοῦ ποταμοῦ ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν , ἀναστρέψαντας ἐπὶ δόρυ ἡγεῖσθαι μὲν τοὺς
ἱππέας ἐκέλευσεν ὀπίσω τῶν ἐλεφάντων ἀτρεμεῖν , ἕως αὐτός τι σημήνῃ . γενομένων δ ' ἐν χερσὶ πάντων οἱ μὲν
6244790 τοξοις
. τάν τ ' ὀρεινόμον ἀγρίων Κενταύρων ποτὲ γένναν ἔστρωσεν τόξοις φονίοις , ἐναίρων πτανοῖς βέλεσιν . ξύνοιδε Πηνειὸς ὁ
τὸ τεῖχος ἔχειν ἐᾶσαι τοὺς προμαχομένους ἐλεύθερον βαλλομένους τοῖς τε τόξοις καὶ τοῖς ἀπὸ τῶν μηχανῶν λίθοις : οὕτως εἶχεν
6235866 Οὐιεντανοις
τὰ πρὸς τὴν ἄλλην ἐστραμμένα Τυρρηνίαν , ἔνθα ἦν τοῖς Οὐιεντανοῖς τὰ βοσκήματα , οὐδέποτε στρατὸν ἥξειν Ῥωμαίων ἐκεῖ προσδεχομένοις
: δυσὶ ταῖς ἐπιφανεστάταις πόλεσι Τυρρηνῶν , Ταρκυνιήταις τε καὶ Οὐιεντανοῖς κατάγειν βουλομένοις τοὺς βασιλεῖς μεγάλῃ στρατιᾷ , παρακινδυνεύσαντες ὀλίγοι
6234515 μελανοφθαλμοι
ἀκμάζοντες , λεῖοι , ὑπολευκοχρῶτες , ἰθύτριχες , μελανότριχες , μελανόφθαλμοι , οἱ εἰκῆ καὶ ἐπὶ τὸ ῥᾴθυμον βεβιωκότες ,
φαλάνδες , χείλη λεπτὰ ἔχοντες , χαροποιοί , πανωραῖοι , μελανόφθαλμοι , φωνὴν ἀνειμένοι , φύσει εὔχρηστοι ἐν τῇ δωρεᾷ
6233088 ἰσχιοις
ἐμφερῶς δὲ τῇ κύστει θεραπεύεται τῶν αὐτῶν βοηθημάτων προσφερομένων τοῖς ἰσχίοις , οἷον σικυῶν , καταπλασμάτων , δρωπάκων , μαλαγμάτων
ὅτι τοῦς συναίμους καὶ φίλους ἐνεδρεύεις . ” Ὄνος λεοντῆν ἰσχίοις ἐφαπλώσας ἔφασκεν εἶναι πᾶσι φοβερὸς ἀνθρώποις : σκιρτῶν δ
6232119 ἐπινεφελον
ἡ μήτηρ ὄνον τὸν Μελιτέα , κοὐκ ἔπαθεν οὐδέν ; ἐπινέφελον ἴσσα ὅταν δέωμαι γωνιαίου ῥήματος , τούτῳ παριστῶ καὶ
, ἐθερμαίνετο σμικρά : ἐπεδίψη : οὖρα λεπτά : ἐναιώρημα ἐπινέφελον : σμικρὰ παρέκρουσεν . Περὶ ἐννεακαιδεκάτην , ἄπυρος :
6227811 καβαλλαριοις
μεταξὺ διαστήματι τῶν ἐχθρῶν ποταμὸς εὑρεθῇ δύσβατος , καὶ μάλιστα καβαλλαρίοις . Γεφύρας ἐνταῦθα συμπηγνυμένης , ἢ διὰ ξύλων ζυγωμάτων
τῶν πεζῶν κουνία εἰς φυλακὴν νώτου . Παραγγεῖλαι δὲ τοῖς καβαλλαρίοις , ἵνα , ἐὰν οἱ πεζοὶ ὠθήσωσι τοὺς ἀντὶς
6225266 κωδωνας
αὐλωτοὶ φιμοί : οἱ κημοί , διὰ τὸ τοῖς κημοῖς κώδωνας προσῆφθαι , εἰς οὓς ἐμφυσῶντες οἱ ἵπποι φωνὴν σάλπιγγος
ἐπὶ δὲ τῶν ἄκρων ὑπῆρχε θύσανος δικτυωτός , ἔχων εὐμεγέθεις κώδωνας , ὥστ ' ἐκ πολλοῦ διαστήματος προσπίπτειν τὸν ψόφον
6224071 ἀναστελλοντες
μὲν τῶν ἡττημένων πραΰνοντες λύπην , τὴν δὲ τῶν νενικηκότων ἀναστέλλοντες ὕβριν . κηλούμενοι γὰρ οἱ μὲν ἔλαττον ἀθυμοῦσιν ,
Ὀρύγματα γῆς εἰώθασί τινες εὖ μάλα βαθύνειν ἢ φλέβας πηγαζούσας ἀναστέλλοντες ἢ πρὸς ὑποδοχὴν ὀμβρίου ὕδατος , εἶθ ' ὑπονόμους
6222735 ἐλαφροτατους
ὁδός , καὶ λεπτὰ λίνα καὶ κύρτους φέρειν ὑπὸ μάλης ἐλαφροτάτους , ἔστι δ ' ὅτε καὶ φυτόν , ἀλλοτρίους
μετεπέμψατο παρ ' Εὐδάμου τοῦ τὸ λαιὸν κέρας ἔχοντος τοὺς ἐλαφροτάτους τῶν ἱππέων , ἐξαγαγὼν δὲ ἐπὶ κέρας τὴν ὅλην
6215036 φορουσι
ἕως μὲν οὖν ἂν ὦσι παῖδες μικροί , ξύλινα ἱμάτια φοροῦσι , καὶ περιέρχονται οὕτως ἠμφιεσμένοι : ἐπειδὰν δὲ νεανίσκοι
τραχηλοκοπηθῆναι τὸν ἰδόντα σημαίνει : τοῦτο γὰρ καὶ τοῖς κέρατα φοροῦσι ζῴοις συμβαίνει . Ὦμοι παχεῖς καὶ εὔσαρκοι πᾶσιν ἀγαθοὶ
6212276 συκοις
τρυγῶσι , τῷ ἀπὸ τῶν βοτρύων γλεύκει καὶ τοῖς χλωροῖς σύκοις : μορύξαι γὰρ τὸ μολῦναι . Καταγνωσθῆναι δὲ αὐτοῦ
ἄνδρες . Κυθηρίων : Κυθήριοι δὲ ὄψῳ τυρῷ χρῶνται καὶ σύκοις . φέρει γὰρ ἡ νῆσος πολλὰ καὶ μέλι καὶ
6211197 χορτου
: οἱ δ ' ὑπόνομοι συννόμῳ λίθῳ κατακαμφθέντες ὁδοὺς ἁμάξαις χόρτου πορευτὰς ἐνίας ἀπολελοίπασι . τοσοῦτον δ ' ἐστὶ τὸ
δαπάνη γένηται . μετὰ ἧτταν οὐδεὶς θαρρεῖ ἐξέρχεσθαι εἰς συλλογὴν χόρτου καὶ οἱ ἵπποι λιμώττοντες ἀθυμίαν τοῖς στρατιώταις παρέχουσι καὶ
6209935 τοξευμασι
ὀλίγους καὶ διεσκεδασμένως , ἐλᾶν τε τοὺς ἵππους καὶ τοῖς τοξεύμασι χρῆσθαι καὶ πέμπειν βέλη συχνὰ κατ ' ἐκείνων .
τῶν χιλίων . τῶν δ ' ἐν ταῖς ναυσὶν ἀνειργόντων τοξεύμασι τοὺς διώκοντας , οἱ λοιποὶ μετ ' ἀσφαλείας διεσώθησαν
6209610 ἀξοσιν
καὶ ἐπὶ μικροῖς τιμωρίαν ὑπέχειν . Ἐν γὰρ τοῖς Σόλωνος ἄξοσιν ὁ νόμος καὶ τοὺς βόλιτον ὑφελομένους κολάζει . Βόσκουσι
ἄξονος τρίγωνα ἴσα ἀλλήλοις ᾖ , ἀντιπεπόνθασιν οἱ κῶνοι τοῖς ἄξοσιν . ὑποκείσθω γὰρ τὸ ΑΓΔ τρίγωνον τῷ ΒΕΖ τριγώνῳ
6209302 χλιαροις
τηκτοῖς ἐπαρθέντων ἐκ τοῦ πυρὸς ἐμπάσσεται ἡ ἄσφαλτος λειοτάτη : χλιαροῖς δὲ γενομένοις τὸ αἴρινον , καὶ ἐπιρραίνεται ὄξος δριμὺ
ἢ κύστεις θερμὸν ἔλαιον περιεχούσας ἢ ὠμὴν λύσιν ἐν μαρσίποις χλιαροῖς ἢ | σπόγγον εἰς ζεστὸν ὕδωρ ἀποτεθλιμμένον καὶ ῥάκει
6202124 καυσωδεσιν
ξυμπέσῃ : πεμπταίῳ δὲ , ἧσσον κινδυνῶδες . Ἐν τοῖσι καυσώδεσιν ὑποπεριψύχουσι , διαχωρήμασιν ὑδατοχόλοισι , συχνοῖσιν , ὀφθαλμῶν ἴλλωσις
ἐπιπόνου πυρετὸς καυσώ - δης , ὀλέθριον . Ἐν τοῖσι καυσώδεσιν , ἤχων προσγενομένων μετὰ ἀμβλυωγμοῦ καὶ κατὰ ῥῖνας βάρους
6198909 κλωθοντος
: ἰσόζυγον * ἀμφοῖν : ἐκ τῶν δυοῖν τοῖς δυσί κλώθοντος : γράφεται καὶ χλοάοντος ἐν ἀρπέζαισιν ἐρίνου . τὸν
ἀκάνθου ῥίζεα λειήναιο , φέροις δ ' ἰσορρεπὲς ἄχθος ἀμφοῖιν κλώθοντος ἐν ἀρπέζῃσιν ἐρίνου : λάζεο δ ' εὐκνήμοιο κόμην
6198447 ἐφυδροις
ὧνπερ καὶ ἡ σκληρότης . Ἐν δὲ τοῖς ἑλώδεσι καὶ ἐφύδροις ἀχρεῖα τὸ ὅλον : οὐ γὰρ ἐνδιδοῖ βρεχόμενα δι
τὸ τοῦ λίνου σπέρμα . φύεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῖς ἐφύδροις καὶ ἐν τοῖς ξηροῖς , ὥσπερ ὁ βάτος .
6194926 πελασαντες
δὲ ἐπὶ τοῦ φρουρίου τῇ καταλήψει ὀλίγαις ἡμέραις ὕστερον Ζαριάσποις πελάσαντες τῇ μὲν πόλει προσβαλεῖν ἀπέγνωσαν , λείαν δὲ πολλὴν
. μάχονται δὲ ἀπὸ ἵππων , σειρὰς ἱμάντων ἑλίσσοντες : πελάσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφιᾶσι τοὺς ἀπὸ τῶν ἱμάντων βρόχους
6194114 βησσουσιν
κυάμου τὸ μέγεθος ἡ δόσις αʹ . ὠφελεῖ γὰρ τοῖς βήσσουσιν . [ Ἡπατικὰ ἐκλελεγμένα διὰ πείρας . ] Κηκίδας
τῶν βηχέων ἐς ὄρχιν : λύεται φλεβοτομηθέντα , καὶ φλεγμαίνοντες βήσσουσιν : οἱ ἐν τοῖς ἐπὶ βουβῶσι πυρετοῖς ἐπιβήσσουσιν .
6190597 ὀϊστοις
: Διὸς δ ' ἠλεύατο μῆνιν οὕνεκά τοι Κύκλωπας ἀμαιμακέτοισιν ὀϊστοῖς ἐν φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε
πολεμικῶν Αἰθίοπες τοῖς μὲν τόξοις μεγάλοις , βραχέσι δὲ τοῖς ὀϊστοῖς : ἐπὶ δὲ τῆς ἄκρας τοῦ καλάμου κερκίδος ἀντὶ
6189405 ἐνωμων
, ἐπεὶ βιαιότατόν ἐστι τὸ πῦρ : ῥήξεις τ ' ἐνώμων : τὰς τῆς χολῆς ῥήξεις ἐπεσκόπουν τὴν ὄψιν μεταφέροντες
' ἔσφαζον ἐμπύρους τ ' ἀκμὰς ἐνώμων ἄκραν τε λαμπάδα ἐνώμων : ἐπετήρουν . ἀντὶ τοῦ διέκρινον καὶ ἐσκόπουν .
6181925 τραχηλοις
ἐπιμελῶς [ ὡς ] αἱ γυναῖκες , περίκεινται δὲ τοῖς τραχήλοις κογχία ἀντὶ βασκανίων . πολεμοῦσι δὲ περὶ τῆς νομῆς
ζῴου ἀκουστέον : ἢ ἐπὶ τοῦ ἱμάντος τοῦ περιδεδεμένου τοῖς τραχήλοις τῶν κυνῶν . ὃς λύκως ἄγχει : πνίγει καὶ
6180205 ἀγελαιον
, κύων . Ἀριστοτέλης δ ' ἐν τῷ περὶ ἰχθύων ἀγελαῖον καὶ ἐκτοπιστικὸν εἶναι τὴν θυννίδα . Ἀρχέστρατος δ '
ἀπέψυχον οὐκ εἰδότες ὃ πάσχουσι : φιλαλληλίαν δὲ μόνον ἀσκοῦντες ἀγελαῖον διέζων τὸν βίον δίκην ποιμνίων ἐπὶ νομὰς ἐξιόντες καὶ
6179110 αἰγειροις
κρηνῖδος καθαρῶν ὑδάτων πῶμ ' ἀρυσαίμαν , ὑπό τ ' αἰγείροις ἔν τε κομήτηι λειμῶνι κλιθεῖς ' ἀναπαυσαίμαν ; ὦ
Τίκτεται δὲ ἄρα ἐν τοῖς τῶν πυρῶν ληίοις καὶ ταῖς αἰγείροις καὶ ταῖς συκαῖς προσέτι τὸ τῶν κανθαρίδων φῦλον ,
6174494 φακελους
αὐτοβοεὶ καὶ τὸ πολεμησείοντες καὶ παγχάλεπον καὶ ἁμαρτάδα καὶ ὕλης φακέλους : τὰ δὲ ποιηταῖς μέλει , οἷον τὸ †
ἰσχυρῶς : καὶ ὕλην ταύταις ἐπεφόρουν παντοίαν λίθων καὶ ξύλων φακέλους τε χόρτων παντοδαπῶν καὶ κληματίδων καὶ καλάμων καὶ ἄλλων
6167083 καθεστωσι
χρημάτων καὶ στρατιωτῶν ἐνδεῖν αἰσχρὸν οὐ τοῖς μὴ ἐν ἰδίᾳ καθεστῶσι χρείᾳ , πολὺ δὲ μᾶλλον τοῖς εἰ καὶ οἴκοθεν
χάριν τοῦ μὴ μετὰ περιθλάσεως τὴν σκέπην τρυφεροῖς ἔτι σώμασιν καθεστῶσι παρέχειν : καθαροὺς δέ , ἵνα κοῦφοι καὶ μὴ
6165150 ἐξανθημασιν
μόνον δὲ ὅταν ἐπείγῃ τι , μολυνόμενον ἐπὶ πλεῖον ἢ ἐξανθήμασιν τραχυνόμενον . | ὁ δὲ τρόπος ὁ τοῦ λουτροῦ
κλυσμοῖς , ἰσχάδι , ἀρθρίτιδι , κεφαλαίᾳ , ὀρθοπνοίᾳ , ἐξανθήμασιν , ὕδρωψι , νεφρίτιδι καὶ ὑστερικῇ διαθέσει , κινοῦσι
6162416 κεδματα
μοι δοκέει γίγνεσθαι , φράσω : ὑπὸ τῆς ἱππασίης αὐτέους κέδματα λαμβάνει , ἅτε αἰεὶ κρεμαμένων ἀπὸ τῶν ἵππων τοῖσι
ἐς τὸ ὑπεῖκον , ἐς τὰ ἄρθρα , καὶ ἢ κέδματα ἢ ἰσχιάδα ἐποίησεν . Ἢν δὲ συνοιδήσωσιν αἱ ῥῖνες
6159242 θραυομενων
ἀρσενικὸν καὶ σανδαράκη καὶ τίτανος ἄσβεστος , τῶν σφοδρῶν δηλονότι θραυομένων τῇ τῶν ἀσθενεστέρων μίξει . τὰ δὲ λεπτύνοντα τὰς
ἁπλῶς δὲ τῶν παραγγελλομένων οὐδεὶς οὐδὲν ἤκουε , τῶν σκαφῶν θραυομένων καὶ παρασυρομένων τῶν ταρσῶν , ἅμα δὲ καὶ τῇ
6158858 κλιναντες
ἐπάλξεσιν : αὐτὰρ Ἀχαιοὶ τείχεος ἆσσον ἴσαν σάκε ' ὤμοισι κλίναντες . Ἕκτορα δ ' αὐτοῦ μεῖναι ὀλοιὴ μοῖρα πέδησεν
οἳ δὲ παρ ' αὐτὸν πλησίοι ἔστησαν σάκε ' ὤμοισι κλίναντες δούρατ ' ἀνασχόμενοι : τῶν δ ' ἀντίος ἤλυθεν
6152776 δονειν
ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες εἰώθασι δονεῖν ψήφους αἴθωνι λογισμῷ ἄρθρων μηλείων ἐπὶ γῆν δωρήματα βάλλων
ὅσοι μὴ πλεκτὸν ὕφασμα σχοίνου ἑλειοτρόφου κοῖλον χείρεσσιν ἔχοντες εἰώθασι δονεῖν ψήφους ὀρθῷ τε λογισμῷ ἄρθρων μηλείων ἐπ ' ἄγρην
6145140 Ἱλεως
, εἶπεν , ὁ κύριος . καὶ ὁ σχολαστικός : Ἵλεως , ἔφη , ὁ κύριος τῷ † παρίω μου
' ὑπὸ τῶν ἁλιέων , ὡς ἐρῶ , διαφθείρονται . Ἵλεως δὲ ἐπεξιόντος ἀκούσειας . Τὰ τῶν κητῶν μέγιστα κατὰ
6140037 ὀσπριοις
μέλανες , στρογγύλοι , ἰσομεγέθεις κέγχροις , οἳ συνεψόμενοι τοῖς ὀσπρίοις οὐ τήκονται . εἴρηνται δ ' οὕτως ἀπὸ τοῦ
δέ τι ἐκαλεῖτο , μηρύματα ἐκ σταιτός , ἃ τοῖς ὀσπρίοις ἐνέβαλλον , ἀφ ' ὧν ἔτι καὶ νῦν ὀνομάζεται
6139451 Δακρυα
γὰρ εὐχαὶ τὰς κείνης εὔξατ ' ἐπ ' ἠιόνος . Δάκρυα καὶ κῶμοι , τί μ ' ἐγείρετε , πρὶν
μὴ ἐῶσα τραφῆναι , ποιεῖ τοὺς γαλιάγκωνας . ιζʹ . Δάκρυα ἐν τοῖσιν ὀξέσι τῶν φλαύρως ἐχόντων , ἑκόντων μὲν
6134744 στιλβοντες
οἱ γινόμενοι περὶ τὴν Βαβυλωνίαν , οὕτω δὲ τοῖς τριχώμασι στίλβοντες ὥστε ἀπὸ τῶν αὐχένων ξανθότητα ἀπολάμπειν χρυσῷ παραπλησίαν .
γὰρ ὤθουν , φαιδίμους βραχίονας ἥβῃ σφριγῶντες ἐμπορεύονται , νέῳ στίλβοντες ἄνθει καρτερὰς ἐπωμίδας : ἄδην δ ' ἐλαίου στέρνα
6130893 προηγουντο
τριακόσιαι λόγχας καὶ σαρίσας καὶ τόξα καὶ ἀκόντια γέμουσαι : προηγοῦντο δὲ αὐτῶν ὡς ἐν πολέμῳ σαλπιγκταί . ἦσαν δὲ
δὲ δεκαδάρχους τῇ δεκάδι ἕκαστον κελεύειν παραγγέλλειν . ἐκ τούτου προηγοῦντο μὲν οἱ Ὑρκάνιοι , αὐτὸς δὲ τὸ μέσον ἔχων
6130863 ἐξερχομενων
: ” ἴχνη μὲν πάντων τῶν θηρίων εἰσερχομένων ὁρῶ , ἐξερχομένων οὐχ ὁρῶ . ” διδάσκει ἡμᾶς ὁ μῦθος τὰ
. σταλαγμοῖς ] ῥανίσι . . διὰ τῶν σταλαγμῶν τῶν ἐξερχομένων ἐγκάτων . θερμαίνεται τῶν ζῴων τὰ ἔγκατα καὶ οὕτως
6129084 ὑποδημασιν
καὶ Ἄγνων χρυσοῦς ἥλους ἐν ταῖς κρηπῖσι [ καὶ τοῖς ὑποδήμασιν ] ἐφόρει . Κλεῖτος δ ' ὁ Λευκὸς καλούμενος
τῷ πλήθει τῶν χιτωνίσκων , οὐ τοῖς ἀμφιέσμασιν , οὐχ ὑποδήμασιν , οὐ κατασκευῇ τριχῶν , οὐκ ὀδμῇ : καὶ
6112361 πιεζομενης
: ἐκεῖνος ὕδωρ ἐπηγάγετο ἐκ τοῦ οὐρανοῦ δίψει τῆς φάλαγγος πιεζομένης , αὐτὸς δὲ ἔσβεσας φλόγα τοσοῦτον μέρος τῆς γῆς
τὴν πρύμναν ἐνέθεσαν , τοῦ ἐξᾶραι ἐς ὕψος τὴν πρῶραν πιεζομένης κατὰ πρύμναν τῆς νεώς . ἔπειτα ἄνεμον τηρήσαντες ὡς
6111124 ῥαμφη
. οἱ δὲ σκόρδα ἐν οὔρῳ ἀνθρωπείῳ ἑψήσαντες ἀποτρίβουσι τὰ ῥάμφη πεφυλαγμένως , ὡς μὴ ἅψασθαι τῶν ὀφθαλμῶν . Οἱ
ὕδωρ φυλάττειν ἄσηπτον , ἐνταῦθα ἐς ὅσον μὲν αὐτοῖς τὰ ῥάμφη κάτεισιν ἐγκύπτοντες , χρῶνται τῷ ποτῷ : ὅταν δὲ
6104147 συγκλειειν
οἰόμενοι στήσειν αὐτοῖς τὸ κακὸν τοὺς θεούς . διὰ τοῦ συγκλείειν τὸν πατέρα . παρατρέχοντες . κεκριμένον δὲ ἦν τοῖς
χρηστὰ ἐνσφραγιζόμενος ἤθη . κελεύει γὰρ τῷ ἑβδόμῳ ἔτει μηδὲν συγκλείειν χωρίον , ἀλλὰ πάντας ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας ἀναπεπταμένους ἐᾶν
6102335 ζωϋφιον
τοῦ γοργονείου εἴδους . Φάλαινά ἐστι καὶ ἐν τῇ γῇ ζωΰφιον ἐν τοῖς λύχνοις ἁλλόμενον . θάλασσαν : θάλαττα ἀπὸ
τὸ ἀσελγαίνειν . εἴρηται δὲ ὡς παρὰ τὴν βδέλλαν τὸ ζωΰφιον , ὅπερ ἐστὶν ἀναιδέστατον καὶ δυσαπόσπαστον . . .
6101962 σαλπιγκταις
τὸ σῶμα παρελύετο : τῶν δὲ πολεμίων ἐπικειμένων παρήγγειλε τοῖς σαλπιγκταῖς ἐπ ' ἀμφότερα τὰ μέρη τοῦ τείχους παρελθόντας σημαίνειν
ἐκ χειρὸς ἐπιθεῖναι τοῖς ἀδικήσασι τὴν δίκην , τοῖς μὲν σαλπιγκταῖς παρήγγειλε σημαίνειν τὸ πολεμικόν , τοῖς δὲ στρατιώταις ἀναιρεῖν
6099697 ἐπερρωσθησαν
ψυχαῖς , οἱ δὲ περὶ τὸν Ἀγαθοκλέα μετεωρισθέντες πολὺ μᾶλλον ἐπερρώσθησαν . ἃ δὴ πυθόμενός τινων Βορμίλκας , ὁ ἕτερος
τούτου δ ' ἀναιρεθέντος οἱ τοῦ βασιλέως πρὸς τὴν μάχην ἐπερρώσθησαν , καὶ τέλος τῷ τε πλήθει καὶ τῇ τόλμῃ

Back