ἀντὶ τοῦ ἐπειδή . . ὅπως ] ἐπεί . τὸν πατρῷον θρόνον ] τὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Κρόνου . .
. ἐν ταύτῃ δὲ τραφέντες καὶ γενηθέντες ἐνήλικοι τόν τε πατρῷον φόνον μετῆλθον , καὶ τὸν τύραννον ἀνελόντες δυναστεύειν οὐ
7075166 Νινυαν
ἤδη γηραιὸς ὢν ἐγάμησεν . ἡ δὲ ἐτέκνωσεν ἐξ αὐτοῦ Νίνυαν παῖδα . μετὰ δὲ τὸν Νίνου θάνατον ἐτείχισε τὴν
ἤδη γηραιὸς ὢν ἐγάμησεν . ἡ δὲ ἐτέκνωσεν ἐξ αὐτοῦ Νίνυαν παῖδα . μετὰ δὲ τὸν Νίνου θάνατον ἐτείχισε τὴν
6987445 κτανων
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών . . : ἀναφορά : , : , ,
παρών , αὐτὸς τάδ ' εἰπών , αὐτός ἐστιν ὁ κτανών τὸν παῖδα τὸν ἐμόν . Ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως
6944372 πατρωιαν
] . οὗτος δὲ πῶλος τῆιδ ' ἀνειμένος πόλει θανὼν πατρώιαν γαῖαν ἐκσώσειεν ἄν . πικρὸν δ ' Ἀδράστωι νόστον
Τέκνον , οὐ τολμᾶις ὅσια κτείνων σὰν ματέρα : μὴ πατρώιαν τιμῶν χάριν ἐξανάψηι δύσκλειαν ἐς αἰεί . τίς νόσος
6727967 προγονον
Ξενοκλέους τοῦ Σοφοκλέους τοῦ Λέοντος τούτους τε ἐς τὸν τέταρτον πρόγονον Λέοντα δᾳδούχους πάντας ὑπῆρξε γενέσθαι καὶ παρὰ τὸν βίον
καθαρώτερον πρὸς τὴν Ἡσιόδου ποίησιν , καὶ τὸν τῆς ἀληθείας πρόγονον ἀντιβλέ - πουσιν ἥλιον , κἄν περ αὐτοῖς οὐ
6711085 φυγαδα
[ ] ! ' εὐά̄ς ? [ ! ] ! φυγάδα τοτ ? ! [ [ ] ! τιγ ?
εἰς ταφὴν , Πολυνείκην δὲ ἀκήδευτον ἔρριψεν , Οἰδίπουν δὲ φυγάδα τῆς πατρῴας ἀπέπεμψεν , ἐφ ' ὧν μὲν οὐ
6672092 Ἀθαμαντα
τοῦ Ὀρχομένιος : πολλοὶ γάρ φασιν ἐν Ὀρχομενῷ οἰκῆσαι τὸν Ἀθάμαντα . ζητητέον δὲ τί βούλεται αὐτῷ ταῦτα τὰ ποικίλματα
καὶ δίδωσιν Ἑρμῇ . ὁ δὲ κομίζει πρὸς Ἰνὼ καὶ Ἀθάμαντα καὶ πείθει τρέφειν ὡς κόρην . ἀγανακτήσασα δὲ Ἥρα
6656539 φυλακα
ἐτέθη , ὡς μέν τινες ἐπὶ τῷ δράκοντι , ὃν φύλακα ὄντα τοῦ ἐν Δελφοῖς μαντείου ὁ Ἀπόλλων ἔκτεινεν :
. Ἐξερχόμενος Διομήδης ἐπὶ Τροίαν Κομήτην τὸν υἱὸν Σθενέλου εἴασε φύλακα τῇ γυναικί . Εἶτα ὀργισθεῖσα ἡ Ἀφροδίτη διὰ τὴν
6639840 Λαομεδοντα
. . . ὁ δέ ἀντὶ τοῦ γάρ . ἐπεὶ Λαομέδοντα τῆς τειχοδομίας μισθὸν ᾔτησεν τὰς οἰνάνθας : Οἰνάνθη ἡ
μυθολογοῦσι τὸν Ἡρακλέα πάντων ἄριστα διαγωνίσασθαι : τόν τε γὰρ Λαομέδοντα φονεῦσαι καὶ τῆς πόλεως ἐξ ἐφόδου κρατήσαντα κολάσαι μὲν
6627867 ἐθαψε
ὡς ἡ παῖς ἀπήγξατο ὑπὸ ἄχεος , ὁ δέ μιν ἔθαψε ἐν τῇ βοῒ ταύτῃ , ἡ δὲ μήτηρ αὐτῆς
, καὶ Εὐαγόρας δὲ ὁ Λάκων καὶ ἐκεῖνος Ὀλυμπιονίκας ἵππους ἔθαψε μεγαλοπρεπῶς . Ὁ Γάγγης ὁ παρὰ τοῖς Ἰνδοῖς ῥέων
6624749 κτεινας
ἔχων ὑπὸ τὴν ἀσπίδα λαθραίως περιέβαλε τὸν Φρύνωνα , καὶ κτείνας ἀνεσώσατο τὸ χωρίον . ὕστερον μέντοι φησὶν Ἀπολλόδωρος ἐν
περὶ τὰ τοιαῦτα μέχρι τούτων οὕτως : ὧν δὲ ὁ κτείνας ἐφ ' οἷς τε ὀρθῶς ἂν καθαρὸς εἴη .
6623900 βοηθον
πρότερον Λακεδαιμόνιοι καὶ Πελοποννήσιοι καὶ οἱ τὴν Ἀσίαν κατοικοῦντες Ἕλληνες βοηθὸν ἐπεκαλοῦντο , τοῦτον ἔδει τότ ' ἐξ Ἄνδρου καὶ
τάττων , ἐναντία λέγων ταῖς μεγίσταισιν ἐπιθυμίαις καὶ οὐκ ἔχων βοηθὸν ἄνθρωπον οὐδένα , λόγῳ ἑπόμενος μόνῳ μόνος . Τίν
6595408 Πελιαν
: τὴν ἡμετέραν ἀρχὴν τῶν ἀρχεδικῶν μου γονέων πεύθομαι τὸν Πελίαν ἀποσυλῆσαι . ἄλλως : ἀρχεδικᾶν ἐὰν περισπωμένως , τῶν
: ἔκλεψε δὲ καὶ τὴν Μήδειαν ἑκοῦσαν , τὴν τὸν Πελίαν φονεύσασαν . ὁ δὲ νοῦς : κατεργασάμενος μὲν τὸν
6581949 Αἰγισθον
εὐσεβῶς διεπράξατο φονεύσας αὐτήν , ἔφη τὸ ἔθυσα : τὸν Αἴγισθον μὲν ἔκτεινα , ἐπὶ τούτῳ δὲ τὴν μητέρα ἔθυσα
πρὸς ἄνδρα νήπιον . στένω ] εὐγνωμόνως ἐλεοῦσι τοὺς περὶ Αἴγισθον . ἐπήκρισεν ] ἐπ ' ἄκρον ἦλθεν . διπλοῦς
6580742 παιδα
δῆτ ' ἐστὶ πάσχειν τοῦτ ' ἐμέ , τὸν Λευκολοφίδου παῖδα τοῦ Πορθάονος ; Ἐξ Ἡρακλείας ἀργύριον ὑφείλετο . Ἔστι
ἐπὶ Κρεούσῃ τῇ ταύτης ἀδελφῇ , ἐξ ἧς Κρεούσης ἔσχε παῖδα Ἀσκάνιον . ὕστερον δὲ τῆς Τροίας πορθουμένης ἐλευθερωθεὶς ὑφ
6576332 γαμβρον
πρὸ τῆς πόλεως πεδίῳ , δεξιούμενος νυμφίον μὲν τῆς θυγατρὸς γαμβρὸν δὲ αὑτοῦ . πᾶν δὲ τὸ πλῆθος τῶν βαρβάρων
μᾶλλον καὶ εὐθηνεῖται . καὶ ἀδελφόν τις αὑτοῦ τιμήσας ἢ γαμβρὸν ἢ παῖδα οὐ ποιεῖ πλείονας ἀδελφοὺς οὐδὲ κηδεστὰς οὐδὲ
6570155 Ἀμφιαραον
καὶ σὺ φέρειν τιμῆεν ἐμοὶ γέρας , ᾧ ποτε μήτηρ Ἀμφιάραον ἔκρυψ ' ὑπὸ γῆν αὐτοῖσι σὺν ἵπποις : Μενελάῳ
γεγονέναι . Πρὸς τὸν τὰ χωρία κατεδηδοκότα , τὸν μὲν Ἀμφιάραον , ἔφη , ἡ γῆ κατέπιε , σὺ δὲ
6556662 ἱκετην
οὐδ ' ἐπαισχύνῃ μ ' ὁρῶν τὸν προστρόπαιον , τὸν ἱκέτην , ὦ σχέτλιε ; Ἀπεστέρηκας τὸν βίον τὰ τόξ
τίσω . ” γελάσας δ ' ὁ θὴρ παρῆκε τὸν ἱκέτην ζώειν : καὶ φιλαγρευταῖς ἐμπεσὼν νεηνίσκοις ἐδικτυώθη καὶ σφαλεὶς
6556601 ὑμνει
καὶ ] | | τὸ αὑτοῦ ἀγαθὸν [ πᾶν ] ὑμνεῖ τε ? ? καὶ συναύξει κατὰ πολλὰ ὁμοιοῦν αὑτὸν
' ἀντιθέῳ ψυχῇ γεννήσαο κούρας δισσὰς ἡμιθέων γραψάμενος σελίδας : ὑμνεῖ δ ' ἡ μὲν νόστον Ὀδυσσῆος πολύπλαγκτον , ἡ
6539707 ᾠκτειρε
τῆς πόλεως . Τότε δή τις ἂν καὶ τὴν τύχην ᾤκτειρε , καὶ Κροῖσον ἐθαύμασε τῆς πρὸς τῶν ἀρχομένων φιλίας
: νόος γε μὲν ἔμπεδος ἦεν . τὸν δὲ ἰδὼν ᾤκτειρε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός , καί ῥ ' ὀλοφυρόμενος ἔπεα
6533112 κλεινοτατον
τὸν δὲ τροχὸν γαίας τε καμίνου τ ' ἔκγονον εὗρεν κλεινότατον κέραμον , χρήσιμον οἰκονόμον , ἡ τὸ καλὸν Μαραθῶνι
μειχθεὶς ἐν φιλότητι Κορωνίδι τῇ Φλεγύαο Ἰὴ Παιᾶνα Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν . Τοῦ δὲ καὶ ἐξεγένοντο Μαχάων
6497969 ἐγεννησεν
καὶ νύκτας ἴσας ποταμοὺς ἄνωθεν ἐκ τῆς ἀκρωρείας τῶν ὀρῶν ἐγέννησεν , οἳ ῥύμῃ κατασυρόμενοι ἰλὺν ἐπεσπάσαντο καὶ τοὺς βόθρους
ἀγαπωμένην , ἀνέλαβεν αὐτήν : καὶ διὰ τοῦ ποταμοῦ κομίσας ἐγέννησεν υἱὸν Μῆδον : ὃς ἀκμάσας εἰς τιμὴν τοῦ συγκυρήματος
6482207 Ἀσκληπιον
. ὄγδοος δὲ ἐγένετο ἐπὶ τούτοις ὁ Ἔσμουνος , ὃν Ἀσκληπιὸν ἑρμηνεύουσιν . οὗτος κάλλιστος ὢν θέαν καὶ νεανίας ἰδεῖν
, Λέοντι , Τοξότῃ , ἐν Τοξότῃ δὲ καὶ Ἰχθύσιν Ἀσκληπιὸν καὶ Ὑγίειαν , ἐν δὲ Παρθένῳ καὶ Αἰγοκέρωτι Διόνυσον
6481463 πατρικον
ἢ ἐν οἴκῳ ἢ τριγώνῳ ὑπάρχων , ἐκεῖνος ἀναλαμβάνει τὸν πατρικὸν τόπον : ὁμοίως δὲ καὶ ἡ Ἀφροδίτη τὸν μητρικὸν
Ἄρεα ὢν θεωρήσῃ τὸν Ἥλιον ἐκ κοιλιακῆς διαθέσεως κινδυνεύσει καὶ πατρικὸν κίνδυνον ποιεῖ τοῖς ἔχουσι καὶ ὀφθαλμῶν πόνους . ἐν
6476927 Θησεα
Πειρίθου μὲν οὐδὲν ὤιετο ποιήσειν πλέον ἐγκαλῶν , τὸν δὲ Θησέα παρηιτεῖτο , καὶ χάριν ἠξίου ταύτην αὐτῶι δοθῆναι .
⌈ ἐκ Φερῶν Γ * * * Ἄδμητος ἦλθε πρὸς Θησέα Γ μετ ' Ἀλκήστιδος καὶ Ἱππάσου τοῦ νεωτάτου τῶν
6471451 φρουρον
: εἰ δὲ δίκην βλάπτοι , πουλὺ χερειοτέρη . τὸν φρουρὸν φρουρεῖν χρή , τὸν ἐρῶντα δ ' ἐρᾶν .
, καὶ τὸν Αἰακόν , ὅσπερ ἐν Αἵδου λέγεται , φρουρὸν ἡγεῖσθαι τουτωνὶ τῶν πυλῶν εἶναι , τεθνεῶτι γὰρ δὴ
6470119 Πλουτωνα
. κινήσαις ἀδάμαντα : τινὲς ἀδάμαντα τὸν Πλοῦτονβέλτιον δὲ τὸν Πλούτωνα λέγεινδιὰ τὴν στερρότητα τῶν πόνων . κινήσαις δέ ,
ἧς ἀποθανούσης ὑπὸ ὄφεως κατελθὼν καὶ τῇ μουσικῇ θέλξας τὸν Πλούτωνα καὶ τὴν Κόρην , αὐτὴν ἀνήγαγεν ἐξ Ἅιδου :
6459905 ἀπολιν
καὶ ἄλλο παράδειγμα τῆς αὐτῆς ὕλης : οἷον νόμος τὸν ἄπολιν μὴ ἀγωνίζεσθαι : μετὰ τὰ ἐν Σαλαμῖνι Ἀθηναῖος ἀνὴρ
πολέμια καὶ φρονεῖν τὰ δέοντα ἱκανώτατον , ξένον δὲ καὶ ἄπολιν : Σερούϊος αὐτῷ προσηγορικὸν ὄνομα ἦν , Τύλλιος δὲ
6449627 μητροθεν
οἷς ἐπομένως καὶ δεῦρο τιθεῖμεν ἄν , ὡς τοὺς μὲν μητρόθεν προσήκοντας στέργειν πλέον πρέπει , τοὺς δ ' αὖ
' ἡ τεκοῦς ' εἴη γυνή , ὥς μοι γένηται μητρόθεν παρρησία . καθαρὰν γὰρ ἤν τις ἐς πόλιν πέσηι
6447534 Παριν
ν ποιεῖ τὴν αἰτιατικήν , οἷον ἰχθύος ἰχθύν , Πάριος Πάριν , πλὴν τοῦ Διός Δία : αἱ μέντοι ἀπὸ
, ἀποθνῄσκων περ , ἀπίστει . Ἔκτανε δ ' ἠπεροπῆα Πάριν Ποιάντιος ἥρως , κεκλομένου Δαναοῖς Ἑλένου Τροίηνδε κομίσσαι λοιγὸν
6447321 τροφον
σφάλλεται κερόεσσαν ἔλαφον προσειπών , καὶ Σοφοκλῆς κεροῦσσαν τὴν Τηλέφου τροφόν , Ὅμηρος δ ' ὀρθῶς λέγει ἀμφ ' ἔλαφον
δεῖ χρᾶσθαι , πολὺν μὲν χρόνον τὸ παιδίον λούουσαν τὴν τροφόν , μὴ σφόδρα θερμοῖς τοῖς ὕδασι χρωμένην , καὶ
6438662 νυμφιον
ἐς ἄνδρας ὕβρισε τοῦ δήμου καὶ παρθένον κομιζομένην παρὰ τὸν νυμφίον ᾔσχυνεν ἀφελόμενος τοὺς ἄγοντας . ἐπιλαβούσης δὲ τῆς νυκτὸς
, αἷς ἔτρεφον καὶ διετύπουν τῇ φαντασίᾳ παστάδα , πολίτην νυμφίον , ὑμέναιον , τὴν θυγατέρα κύουσαν , ὠδίνουσαν ,
6427823 Ἀτρει
ᾖ : ἡ θεὰ Ἔρις τὸν πόλεμον ἐπέκλωσε Θυέστῃ καὶ Ἀτρεῖ . οὐ παράλογον δὲ καὶ ἄλλον θεὸν ἐπικλώθειν ἢ
τὴν Ἀλκμαιωνίδα γράψας τὸν ποιμένα τὸν προσαγαγόντα τὸ ποίμνιον τῷ Ἀτρεῖ Ἀντίοχον καλεῖ : τὸ ἑξῆς : λόχευμα ἀρνός ,
6421578 κηδος
, χωρὶς Σπαρτιητέων , ἀριθμῷ τῶν περιοίκων ἀναγκαστοὺς ἐς τὸ κῆδος ἰέναι : τούτων ὦν καὶ τῶν εἱλωτέων καὶ αὐτῶν
ἁρπασθῆναι : καὶ συνοικεῖν Ὠρειθυίᾳ Βορέαν καί σφισι διὰ τὸ κῆδος ἀμύναντα τῶν τριήρων τῶν βαρβαρικῶν ἀπολέσαι τὰς πολλάς .
6410351 Εὐρυσθεως
γὰρ ζωστῆρα Ἱππολύτης ἔλαβεν . ἆθλον δὲ ἦν τοῦτο τοῦ Εὐρυσθέως ὡς καί φασιν ἕκτον Ἀμαζονίδος κόμισε ζωστῆρα φαεινόν .
Φοινικικῶν φησὶν ὅτι ἐκλήθη ἀπὸ Ἡρακλέους „ χαλεπωτάτῳ γὰρ ὑπὸ Εὐρυσθέως ἐπιταγεὶς ἄθλῳ , περισχεθεὶς τῷ τῆς Λερναίας ὕδρας ἰῷ
6404672 Ἁρμονιαν
Κάδμος ὁ Ἀγήνορος ἐφιλοποιήσατο : καὶ ἀποθανούσης Τηλεψάης γαμεῖ τὴν Ἁρμονίαν ὁ Κάδμος καὶ ἀποστέλλει τὸν Δάρδανον εἰς τὴν Ἀσίαν
φυτευθῆναι . ὅπου αἱ δυνάμεις τῶν ἐννέα Μουσῶν : ξανθὰν Ἁρμονίαν : ἔνιοι λέγουσι τὸν Εὐριπίδην τὰς Μούσας λέγειν Ἁρμονίας
6393354 παραδουσα
τὸν ναὸν ἐν τῶι Ἡλιοπολίτηι νομῶι . . . . παραδοῦσα δὲ τούτοις ἡ Κλεοπάτρα τὴν στρατιὰν οὐδὲν δίχα τῆς
ἐπιβουλεύσαντα κακὸν οὐδὲν εἰργάσατο , τοὐναντίον δὲ τὴν βασιλείαν αὐτῷ παραδοῦσα καὶ τοῖς ὑπάρχοις ἀκούειν ἐκείνου προστάξασα , ταχέως ἠφάνισεν
6390142 γεραιρει
τὸν αὐτὸν τρόπον [ ἂν ] τοῖς αὐτοῖς εἴ τις γεραίρει τὸν πεποιηκότα τοῖς γεγονόσιν , ἴστω πάντων ἀβουλότατος ὢν
! ! ! ! ] α ? μήδεται ? ἠδὲ γεραίρει ! ! ! ! ! ! ! ! !
6367479 ξενην
σοι τὸ μέγιστον καὶ τιμιώτατόν μου τῶν κτημάτων , τὴν ξένην . βούλομαι δὲ αὐτὴν μηδενὸς σπανίζειν , ἀλλὰ καὶ
τοῖς αὐτοῖς διέφθειρε τόκον . οἱ δὲ στειλάμενοι πρὸς τὴν ξένην καὶ τὸ τρίτον ἥκοντες καινόν τινα ὄρνιν καὶ οὐκ
6367011 γαμον
υἱῶν ταύτην ἐσκέψατο . συνέθετο γὰρ τῷ Αἰγύπτῳ συνάψαι πρὸς γάμον τὰς ἑαυτοῦ θυγατέρας τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ . ἑτοίμως δὲ
, ἃ συνέβησαν αὐτῷ μετὰ ⌈ τοὺς γάμους [ τὸν γάμον ] , ⌈ ἀναβοᾶται [ ἀναβοᾷ καὶ ] τὸ
6347870 γεννηθεντα
Ἥβης τυχεῖν . εἰκότως : οὐ γὰρ οἷόν τε μὴ γεννηθέντα καὶ ταῦτα ἰδεῖν καὶ αὐξηθῆναι . ἢ οὕτως :
ταπεινότεροι τῶν παρειῶν τῶν μειζόνων μόνων τυγχάνουσι : τὰ δὲ γεννηθέντα αὐτοῖς παιδία μετὰ τετραετίαν βλέπουσι . Καὶ ἄλλα εἰσὶ
6346494 ὑποδεξαμενον
ἀλφίτοις τρεφομένους , ἃ παρέχειν αὐτοῖς πάντα τὸν αἰτηθέντα καὶ ὑποδεξάμενον ξενίᾳ : δύνασθαι δὲ καὶ πολυγόνους ποιεῖν καὶ ἀρρενογόνους
αἵματος ἀλλήλων . καὶ εἰ μὲν εἴη ἑρμαϊκὸν τὸ ζῴδιον ὑποδεξάμενον τοὺς δεσπότας τοῦ τε ὡροσκόπου καὶ τοῦ δύνοντος ἔσται
6339825 καλεω
ἀτρεκέως Φαέθοντος ἐράσσατο , τίκτε σε μήτηρ . τούνομά σευ καλέω παναοίδιμον Ἀφρογενείην : ῥηιδίως Παφίης πολυήρατος [ ] ἔπλεο
, ἐλθεῖν εὐάντητον ἐπ ' εὐιέρωι σέο μύστηι . Θεσμοφόρον καλέω ναρθηκοφόρον Διόνυσον , σπέρμα πολύμνηστον , πολυώνυμον Εὐβουλῆα ,
6314479 ὀρφανον
Σπαρτῶν ἀκαμαντολογχᾶν ; ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανόν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον ; ἢ Δωρίδ '
λέγουσι δὲ αὐτὸν υἱὸν Καλλιόπης γενέσθαι κακοδαίμονα καὶ ὑστερούμενον καὶ ὀρφανόν . Ἴαννος ἄλλος : ἐπὶ τῶν διπροσώπων . τοιοῦτος
6307295 πανωλεθρον
ὁ Μυρτίλος ἡνίοχος Οἰνομάου , Ψύλλα δὲ ὄνομα ἵππου . πανώλεθρον κηλῖδα : * καὶ τοῦτο ἐρρέθη * ὅτι ῥιπτόμενος
τὸν τῶν τριήρων ἐμπρησμὸν , ἢ πρὸς τὴν ἀναχώρησιν τὴν πανώλεθρον ; ἀλλὰ μὰ τὸν Δία καὶ τοὺς θεοὺς οὐκ
6306229 θεραποντα
σε ἀπὸ τῆς ἀδικίας , καὶ γενέσθαι αὐτῷ υἱὸν καὶ θεράποντα καὶ λειτουργὸν τοῦ προσώπου αὐτοῦ . Φῶς γνώσεως φωτεινὸν
ἐϋστεφάνου . * κρύπτω τὸν θεὸν ἄνδρα Λίνον , Μουσῶν θεράποντα τὸν πολυθρήνητον Λίνον Αἴλινον ἥδε πατρῴα Φοιβείοις βέλεσιν γῆ
6302957 Οἰδιποδα
, κακόμαντιν , πατρὸς εὐκταίαν Ἐρινὺν τελέσαι τὰς περιθύμους κατάρας Οἰδιπόδα βλαψίφρονος : παιδολέτωρ δ ' ἔρις ἅδ ' ὀτρύνει
, τὸν σὸν δαίμονα , τὸν σόν , ὦ τλᾶμον Οἰδιπόδα , βροτῶν οὐδὲν μακαρίζω : ὅστις καθ ' ὑπερβολὰν
6297496 Πολυδωρον
βληθέντι ἐς τὸν Σεμέλης θάλαμον πέσοι ξύλον ἐξ οὐρανοῦ : Πολύδωρον δὲ τὸ ξύλον τοῦτο χαλκῷ λέγουσιν ἐπικοσμήσαντα Διόνυσον καλέσαι
εἰς τὴν πυρκαϊὰν , ταῦτά φησιν : τῶν κατὰ τὸν Πολύδωρον : † νέων δὲ πημάτων οὐχ ἅπτεται : τῆς
6294874 σωτηρα
' οἴκου ἡδομένους τε καὶ πρὸς πάντας αὐτὸν ὑμνοῦντας , σωτῆρά τε ὀνομάζοντας . Ἐντεῦθεν πολλοὶ συνέρρεον προστασίας δεόμενοι ,
ἔμελλεν αὐτοῦ τῆς οἰκίσεως περιέσεσθαι , νομίσαντες τὸν μὲν Βρασίδαν σωτῆρά τε σφῶν γεγενῆσθαι καὶ ἐν τῷ παρόντι ἅμα τὴν
6289968 Θυεστην
τὰ σκῆπτρα αὐτῶι καταλείψηι , θάνατον ἐπεβούλευσαν , Ἀτρέα καὶ Θυέστην τοὺς πρεσβυτάτους τῶν παίδων εἰς τοῦτο προστησάμενοι . ἀναιρεθέντος
ἡγεμόνας . τῶν λαῶν ἡγουμένους . λέγει δὲ Ἀτρέα : Θυέστην : Πιτθέα : Ἀλκάθουν : Πλεισθένην : Χρύσιππον .
6281479 τιμησας
εἰς τὴν βασίλειον περιωπὴν ἀνήχθη Ἰσαάκιος , κουροπαλάτην τὸν ἀδελφὸν τιμήσας ἄρχοντα τῶν τῆς δύσεως στρατευμάτων ἀποδέδειχεν , ὃν πάλαι
εἰς τὴν πατρίδα , τοὺς δὲ Καμπανοὺς ταῖς καθηκούσαις δωρεαῖς τιμήσας ἐξαπέστειλεν ἐκ τῆς πόλεως , ὑφορώμενος αὐτῶν τὴν ἀβεβαιότητα
6272517 Ἀλκμηνης
διαναπαύειν ταῖς παιδιαῖς . ἔπαιζε δὲ ἄρα ὁ Διὸς καὶ Ἀλκμήνης μετὰ παιδίων πάνυ σφόδρα . τοῦτό τοι καὶ ὁ
. ἡ δὲ ἱστορία ἔχει οὕτω . Λικύμνιον νόθον κασίγνητον Ἀλκμήνης ἐκ τῆς πατρίδος αὐτοῦ ἐλθόντα εἰς Τίρυνθα Τληπόλεμος στασιάσας
6267865 Ὑακινθον
συντελοῦσι , καὶ διὰ τὸ πένθος τὸ γενόμενον περὶ τὸν Ὑάκινθον οὔτε στεφανοῦνται ἐπὶ τοῖς δείπνοις οὔτε ἄρτον εἰσφέρουσιν ,
ἴσχει ἔρωτα , πρῶτος ἀρξάμενος ἐρᾶν ἀρρένων . ἀλλ ' Ὑάκινθον μὲν ὕστερον Ἀπόλλων ἐρώμενον ὄντα δίσκῳ βαλὼν ἄκων ἀπέκτεινε
6265175 φονευσας
καὶ τῶν ἐλευθέρων μὴ φονεύεσθαί τινα παρόσον καὶ ὁ δοῦλον φονεύσας τῷ αὐτῷ ἄγει ἐνέχεται . ἐὰν οὖν ταῦτα εἴπῃς
Ἄρεως δὲ υἱοῦ φησιν εἶναι τὴν Ἁρμονίαν θυγατέρα , ὃν φονεύσας Κάδμος ἔγημεν Ἁρμονίαν . Ἔφορος δὲ Ἠλέκτρας τῆς Ἄτλαντος
6260139 Θρᾳκα
βασιλέα Ἀλέξανδρον : ὁμολογήσασαν δὲ αὐτὴν , ὡς παρανομοῦντα τὸν Θρᾷκα καὶ βιαζόμενον ἠμύνατο , θαυμάσας Ἀλέξανδρος αὐτήν τε ἐλευθέραν
τελετὴν ἄγουσιν ἀνὰ πᾶν ἔτος Ἑκάτης , Ὀρφέα σφίσι τὸν Θρᾷκα καταστήσασθαι τὴν τελετὴν λέγοντες . τοῦ περιβόλου δὲ ἐντὸς
6252760 ἀρωγον
ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος , Ἀδραστιδᾶν θάλος ἀρωγὸν δόμοις : ὅθεν σπέρματος ἔχοντα ῥίζαν πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου
ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου , ταῖς δὲ τοῦ ἀνθρώπου ἀρωγὸν καὶ τῷ ἄλλῳ σώματι . οὕτω δὲ ποικίλον τί
6248545 Τελαμωνι
ξανθὸς ὕδωρ ἐπιδόρπιον οἴσων αὐτῷ θ ' Ἡρακλῆι καὶ ἀστεμφεῖ Τελαμῶνι , οἳ μίαν ἄμφω ἑταῖροι ἀεὶ δαίνυντο τράπεζαν ,
Οὐκ ἀγαθόν , ὡς εἰπεῖν , Πηλεῖ τε καὶ ἀγαθῷ Τελαμῶνι γράφειν , ἀλὰ Πηλεῖ κἀρίστῳ δὴ Τελαμῶνι : οὕτω
6244126 γεννησαντα
βίον ὤφειλε με - τρῆσαι , οὔτε ὑποτακτικὸν οὔτε ταπεινὸν γεννήσαντα τὸν οἰκοδεσπότην ἐχρῆν λαμπρὸν καὶ ἐπίσημον ἐξ ὑστέρου κατασκευάσαι
ὑπὸ πόντων δύνοντα καὶ τῇ Μελανίππῃ περιπλεκόμενον καὶ υἱὸν ἀνθρωποβόρον γεννήσαντα , ἢ περὶ τῶν τοῦ Διὸς παίδων ὁπόσα οἱ
6240094 Εὐρυτον
ἑτοιμάσας , ἐπιστρατεύει πατρίδα τὴν ταύτης , ἐν ᾗ τὸν Εὔρυτον τῶνδ ' εἶπε δεσπόζειν θρόνων , κτείνει τ '
οἱ μὲν Λάϊον καὶ Φέρανδρον : οἱ δὲ Κτέατον καὶ Εὔρυτον . Οἱ Κρῆτες τὴν θυσίαν : Ἀγαμέμνων , ὥς
6236107 Ἀριαδνην
ἢν ὀπίσω πλέῃ τοῦ ταύρου κρατήσας : τούτων λήθην ἔσχεν Ἀριάδνην ἀφῃρημένος : ἐνταῦθα Αἰγεὺς ὡς εἶδεν ἱστίοις μέλασι τὴν
προειρημένων ἐννοιῶν , οἷον εἰ λέγοις ὅτι γαμοῦντος Διονύσου τὴν Ἀριάδνην παρῆν ὁ Ἀπόλλων νέος ὢν καὶ τὴν λύραν ἔπληττεν
6231776 Ποσειδωνα
δὲ τοῦ Ἀχιλέως ἐφωράθη καὶ ἐκωλύθη . Πίνδαρος δὲ λέγει Ποσειδῶνα Ἀπόλλωνα † Δία περὶ γάμων τῆς Θέτιδος ἐρίσαι ,
' υἱόν : Χρύσιππος , παρείληφε , φησί , τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὴν γειτνίασιν τοῦ Ὀγχηστοῦ , καθὼς συμβέβηκεν ἱπποδρομίου
6222816 Ἁρμονιας
δὲ Δρίλων καὶ Ἀῶος , περὶ οὓς οἱ Κάδμου καὶ Ἁρμονίας τάφοι δείκνυνται ” . ὅμως δὲ νῦν Δυρραχηνοί λέγονται
κατεδυναστεύετο ἕκαστα , ὧν ἐν τοῖς Ἐγχελείοις οἱ Κάδμου καὶ Ἁρμονίας ἀπόγονοι ἦρχον , καὶ τὰ μυθευόμενα περὶ αὐτῶν ἐκεῖ
6211864 Ἀρη
, εἰσπεσών . ἐν δὲ Σφαττομένῃ : καλῶ δ ' Ἄρη Νίκην τ ' ἐπ ' ἐξόδοις ἐμαῖς , καλῶ
. Εἴην ὅθι δαΐων ἀνδρῶν τάχ ' ἐπιστροφαὶ τὸν χαλκοβόαν Ἄρη μείξουσιν , ἢ πρὸς Πυθίαις , ἢ λαμπάσιν ἀκταῖς
6209618 θυσειν
Ἑλένης νόστος ἦν πεπρωμένος ; πάντ ' ἔχεις : Ἀρτέμιδι θύσειν παῖδα σὴν μέλλει πατήρ . ὁ δὲ γάμος τίν
τε τὴν εὐσέβειαν ἐπιστήμην θεῶν θεραπείας . ἀλλὰ μὴν καὶ θύσειν αὐτοὺς θεοῖς ἁγνούς θ ' ὑπάρχειν : ἐκνεύειν γὰρ
6209453 ἐρασθεντα
ἰάμβων ποιητρίας , ἐν τῇ ἐπιγραφομένῃ Σκύλλῃ ἱστορεῖ τὸν Γλαῦκον ἐρασθέντα Σκύλλης ἐλθεῖν αὐτῆς εἰς τὸ ἄντρον ἢ κόγχου δωρήματα
μορφῆς αὐτῷ καθ ' ὑδάτων ὀφθείσης παρὰ Νύμφαις τελευτῆσαι λέγουσιν ἐρασθέντα τῷ εἰδώλῳ συμμῖξαι καὶ νῦν ἐν λειμῶσι φαντάζεσθαι ἐν
6207312 ἀγγελον
ἀκολασίαν κατηγορῆται , τὴν κοινὴν πασῶν ἐπικαλεῖται μαρτυρίαν . καὶ ἄγγελον μετὰ νῆα : ἀντὶ τοῦ ἐπὶ τὴν ναῦν .
κάλλιστον ἀναγιγνώσκοντα τὰς Βάκχας οἶμαι τοῦ Εὐριπίδου , κατὰ τὸν ἄγγελον δὲ ἦν τὸν διηγούμενον τὰ τοῦ Πενθέως πάθη καὶ
6202724 Δηιανειρα
ἐπερωτήσοντας τὸν Ἀπόλλωνα τί χρὴ περὶ τῆς νόσου πράττειν , Δηιάνειρα δὲ τὸ μέγεθος τῆς Ἡρακλέους συμφορᾶς καταπεπληγμένη , καὶ
Ἡρακλῆς τοξεύει κατὰ τοῦ Νέσσου . γεγράφαται δὲ ἡ μὲν Δηιάνειρα ἐν τῷ τοῦ κινδύνου σχήματι καὶ περιδεὴς ἐς τὸν
6199465 γημαντα
δ ' Ἄμμωνα σιτοδείαι πιεζόμενον φυγεῖν εἰς Κρήτην , καὶ γήμαντα τῶν τότε βασιλευόντων Κουρήτων ἑνὸς θυγατέρα Κρήτην δυναστεῦσαί τε
ς ' , ὡς ἀπαγγέλλουσί μοι , τὸν δόντα καὶ γήμαντα καὶ γαμουμένην δράσειν τι . ταῦτ ' οὖν πρὶν
6191512 ἡρπασεν
ἁρπαγὰ τὰ Κοννίδα : ὅθεν ὁ δῆμος ἐξελθὼν τοῦ θεάτρου ἥρπασεν τὰ Κοννίδα . Σελινοῦς δὲ πόλις Σικελίας . Ἄρτεμι
τῷ δηλουμένῳ παρήλλακται , ὡς ἔχει τὰ ἀντωνυμικά , ἐμοῦ ἥρπασεν , ἥρπασέ μου : σοῦ ἥρπασεν , ἥρπασέ σου
6191320 ἐκτινων
τῆς ἐκείνων λήξεως ἤδη . τῇ μητρὶ γῇ τὸ χρέος ἐκτίνων τὸν ναυηγὸν θάπτει . ἰδὼν ναυηγοῦ σῶμα ἐρριμμένον ἀκηδῶς
; οὐκ ἀμοιβάς , ὡς ἄν τις ὑπολάβοι , μόνον ἐκτίνων τῆς παιδείας , ἀλλὰ καὶ τὴν πανταχοῦ νεότητα ,
6189299 ἱδρυσατο
τινας ἐξ Ἀρκαδίας ἦλθεν εἰς τὴν Κέω καὶ Διὸς ἱερὸν ἱδρύσατο Ἰκμαίου ἕνεκα τοῦ τοὺς ὄμβρους γίνεσθαι , καὶ τὸν
τὸν πλοῦν καὶ πεποιημένος εὐχὰς ἱδρύσασθαι Ποσειδῶνος ἱερόν , διασωθεὶς ἱδρύσατο κατὰ τὴν νῆσον τοῦ θεοῦ τούτου τέμενος καὶ τῶν
6187857 ἐτιμωρησατο
πεντακοσίους ἄνδρας τῶν πολιτῶν ἀστεφανώτους ποιήσαντες , ὅτι τοῦτον οὐκ ἐτιμωρήσατο , αὐτοὶ δὲ ἀφῆτε , καὶ τὸν τῇ βουλῇ
ἐν τῇ Ἠλείᾳ καὶ οἱ Πισαῖοι . καὶ τοὺς μὲν ἐτιμωρήσατο αὐτῶν ὁ Ἡρακλῆς , τῆς δὲ ἐπὶ τοὺς Πισαίους
6185712 Φοιβον
ὡς ἂν ἔχοντες προμαχομένας αὑτῶν τὰς συλλαβὰς καὶ τὸν ἀκειρεκόμην Φοῖβον ἀποτοξεύοντα τὸν λοιμόν . Πευθῆνας μέντοι ἐν αὐτῇ Ῥώμῃ
μητιέτην καὶ ὑψιβρεμέτην καὶ τὸν Ἥλιον Ὑπερίονα καὶ τὸν Ἀπόλλωνα Φοῖβον καλῶν . μετὰ δὲ τὴν ὀνοματοποιίαν ἴδωμεν καὶ τοὺς
6179905 Λαϊον
πατρὶ ἐτύφθη : ὀργισθεὶς δὲ καὶ τὸν ἡνίοχον καὶ τὸν Λάϊον ὑπερμαχοῦντα τοῦ ἡνιόχου ἀπέκτεινεν . Ἐλθὼν δὲ εἰς Θήβας
, ἐνθύμιον ; Μήπω μ ' ἐρώτα : τὸν δὲ Λάϊον φύσιν τίν ' εἶχε φράζε , τίνα δ '
6174303 Αἰνειαν
συνέβαινεν ὑπ ' οὐδενὶ κοινῷ φύλῳ τεταγμένα . φασὶ δὲ Αἰνείαν μετὰ τοῦ πατρὸς Ἀγχίσου καὶ τοῦ παιδὸς Ἀσκανίου κατάραντας
ἄδειαν σώζεσθαι τοῖς φεύγουσι παρῆκαν . οἱ δὲ ἀμφὶ τὸν Αἰνείαν ἔτι καθ ' ὁδὸν εὑρόντες τοὺς σφετέρους καὶ καθ
6173162 Ἀλκμηνας
Τροΐαν , ἥρωσι μόχθον , Λαομεδοντιᾶν ὑπὲρ ἀμπλακιᾶν ἐν ναυσὶν Ἀλκμήνας τέκος . εἷλε δὲ Περγαμίαν , πέφˈνεν δὲ σὺν
' ἄρ ' ἄτˈλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας , ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει : καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπˈλος ὀρούσαις
6171911 Κυκνον
, ὅτι Λιγύων τῶν Ἠριδανοῦ πέραν ὑπὲρ γῆς τῆς Κελτικῆς Κύκνον ἄνδρα μουσικὸν γενέσθαι βασιλέα φασί , τελευτήσαντα δὲ Ἀπόλλωνος
τῆς Ἀλκμήνης Ἡρακλῆς , καὶ ὁ ἔνδοξος Ἰόλαος σκυλεύσαντες τὸν Κύκνον , ἤγουν ἀποδύσαντες αὐτὸν τὰ καλὰ ὅπλα , ἐπορεύοντο
6169975 Θεμιν
διαδεξάμενον τὴν βασιλείαν τοῦ Κρόνου γῆμαι Ἥραν καὶ Δήμητρα καὶ Θέμιν , ἐξ ὧν παῖδας ποιήσασθαι Κούρητας μὲν ἀπὸ τῆς
* μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου * * * πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις Ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα
6169254 θυων
οὐκ αἰσχύνει τοὺς θεοὺς αὐτοὺς μάρτυρας τοσαύτης κακίας ποιούμενος , θύων καὶ σπένδων καὶ παιανίζων ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς
περὶ ὧν καὶ μάρτυρας ἕξω παρασχέσθαι . Πρῶτον μὲν γὰρ θύων τῷ Διονύσῳ καὶ τοὺς οἰκείους ἅπαντας καλέσας καὶ τῶν
6164442 γημας
τὴν ἰδίαν οἰκίαν . περὶ δὲ τὸν αὐτὸν χρόνον ἀμφοτέρας γήμας συνεχεῖς ἑστιάσεις ἐποιεῖτο τῶν στρατιωτῶν καὶ τῶν πλείστων πολιτῶν
τὸν μετ ' ἀνθρώπων βίον διετέλεσε , πλείστας μὲν γυναῖκας γήμας , ἐκ πλείστων δὲ λάθρᾳ παρθένων παιδοποιησάμενος . εἴποι
6159676 ἐτιμησε
ἐγένετο καί με φεύγοντα ἐκ τῆς πατρίδος τά τε ἄλλα ἐτίμησε καὶ μυρίους ἔδωκε δαρεικούς : οὓς ἐγὼ λαβὼν οὐκ
ὁ δὲ ἡσθεὶς τῷ σοφίσματι τὸν μὲν ἄνθρωπον δώροις λαμπροῖς ἐτίμησε , πρὸς δὲ τοὺς σωματοφύλακας καὶ τοὺς στρατιώτας ἀπήγγειλεν
6159103 Πελιου
ὥρμησεν ὁ Ἰάσων , καὶ δὴ παρεγένοντο εἰς τὸν τοῦ Πελίου οἶκον , σπουδαίως δὲ ἔσω τοῦ οἴκου κατέστησαν .
ἣ τόδ ' ὑπέστη , πόσιν ἐκλύσας ' αὐτὴ προθανεῖν Πελίου παῖς ; θάρσει : δίκην τοι καὶ λόγους κεδνοὺς
6157545 ναον
, παρέξεισιν ἐν ἀριστερᾷ μὲν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Ὀγκαιάτου τὸν ναόν , τὰ δὲ ἐν δεξιᾷ παρὰ Ἀσκληπιοῦ Παιδὸς ἱερόν
ὦ . . αὐτὸς ἑαυτὸν καλέσας ἐπὶ τῷ μιᾶναι τὸν ναόν . ἔξω τῶν . τιμῶν . . ἡμᾶς δηλονότι
6152169 μητερα
τέκνα , δυσαντέας ἀγρευτῆρας , μή με λυγρὴν δμηθέντες ἀμήτορα μητέρα θῆτε . τοῖα φάμεν δοκέοις : τοὺς δ '
κυρίοις α οὐ δύνασαι ἄρξαι νῦν β οὐ κληρονομεῖς τὴν μητέρα γ οὐ κληρονομεῖς τὸν πατέρα δ οὐκ ἐλευθεροῦσαι ἄρτι
6149115 Ἡσιονην
ἀρεστά , ποιοῦντες δὲ ὅμως . Τελαμὼν τὴν σὴν ἀδελφὴν Ἡσιόνην λαβὼν πῶς , οἴει , λέγεται στέργειν ; οὐδὲν
μετανάσταις . καὶ γὰρ Λαομέδοντα Τελαμῶνι δοῦναι τὴν ἑαυτοῦ θυγατέρα Ἡσιόνην : ἐλθεῖν γὰρ αὐτὸν εἰς Τροίαν μνηστῆρα [ μετὰ
6148408 λιποντα
τὸ ἔσω μᾶλλον μέρος ὀρύξαντα τάφρον ἔνθεν καὶ ἔνθεν πάροδον λιπόντα , ἔπειτα ἐπεξελθόντας τινὰς ἀκροβολίζεσθαι καὶ προσάγειν τῶν πολεμίων
ὅρῳ : ἀπὸ δὲ τοῦ ἐναντίου : οἷον νόμος τὸν λιπόντα τὴν τάξιν ἀναιρεῖσθαι , λιπών τις καὶ ἀριστεύσας ἀξιοῖ
6147782 Θησευς
κατεπάλαισεν αὐτὸν σοφίᾳ τὸ πλέον : παλαιστικὴν γὰρ τέχνην εὗρε Θησεὺς πρῶτος καὶ πάλης κατέστη ὕστερον ἀπ ' ἐκείνου διδασκαλία
ἐποίησεν εἰκότα τὸν λόγον ὡς προνοίᾳ θείᾳ καὶ αὐτὸς ἀνασωθείη Θησεὺς καὶ οἱ σὺν αὐτῷ . ἐν τούτῳ δέ εἰσι
6147353 Ἰασονα
τῶν τὴν Ἰωλκὸν οἰκούντων τὸν πατέρα θάπτει , τὸν δὲ Ἰάσονα μετὰ τῆς Μηδείας τῆς Ἰωλκοῦ ἐκβάλλει . οἱ δὲ
δὲ οὐδὲν ὑπόμνημα ἦν ἐνταῦθα τῶν μύθων τῶν ἀμφὶ τὸν Ἰάσονα . τὸ μέντοι φρούριον αὐτό , ἵναπερ κάθηνται τετρακόσιοι
6145548 Αἰητην
Μηδείας ἀεὶ μᾶλλον τῇ προαιρέσει τῶν γονέων , φασὶ τὸν Αἰήτην ὑποπτεύσαντα τὴν ἐκ τῆς θυγατρὸς ἐπιβουλὴν εἰς ἐλευθέραν αὐτὴν
οἱ Κόλχοι μένουσιν ἐν τῇ Σχερίᾳ , δεδοικότες ἐπανελθεῖν πρὸς Αἰήτην . ἀποπλεύσαντες δὲ οἱ Ἀργοναῦται κατασύρονται τῆς Λιβύης εἰς
6144568 Κομαιθω
καὶ πρόσθεν Ἀχιλλεύς . ἕσπετο καὶ Κυάνιππος , ὃν εὐπατέρεια Κομαιθὼ Τυδηὶς θαλάμοιο μινυνθαδίοιο τυχοῦσα ὠκυμόρῳ τέκε παῖδα σακεσπάλῳ Αἰγιαλῆι
τιμάς , ὅπου καὶ τότε ἐν τῷ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερῷ Κομαιθὼ καὶ Μελάνιππος [ καὶ ] ἐξέπλησαν τοῦ ἔρωτος τὴν
6143493 φυγοντα
ἕξεις ἐσχάτην καλήν , ἀλλὰ πονηράν η οὐχ εὑρήσεις τὸν φυγόντα θ οὐκ ἄρξεις νῦν ὧν ἐπιθυμεῖς . μὴ προσδόκα
τωι κτείναντι τύραννον ὑπάρχοι παρ ' οὕστινας ἐθέλοι τῶν Ἑλλήνων φυγόντα σώζεσθαι , καὶ ἀποκρίνασθαι αὖθις Καλλισθένην , εἰ καὶ
6139108 ξενιον
ἐπιμελῶς , φυλακτικῶς . Ξενίην συνεθήκατο . ἀντὶ τοῦ ὡς ξένιον ἐδωρήσατο . Ἐπιστρεφέως . ἀπατητικῶς ἢ ἐπιμελῶς . Ἠκούσης
ξένας ἐξ ἄλλης χώρας καὶ τοὺς αὑτῶν ἐκπέμπειν , τιμῶντας ξένιον Δία , μὴ βρώμασι καὶ θύμασι τὰς ξενηλασίας ποιουμένους
6136920 Αἰακον
τὴν Οἰνοπίαν διακομίσας νῆσον συνεκοιμήθη , ἔνθα τὸν ἐνδοξότατον ἐγέννησας Αἰακὸν τῷ μεγαλοήχῳ Διῒ , συνετώτατον πάντων τῶν ἀνθρώπων .
ἐκ Σαλαμῖνος Αἴαντά τε καὶ Τελαμῶνα ἐπεκαλέοντο , ἐπὶ δὲ Αἰακὸν καὶ τοὺς ἄλλους Αἰακίδας νέα ἀπέστελλον ἐς Αἴγιναν .
6135589 Καδμος
. φασὶ γὰρ ὅτι Φοίνικες μὲν εὗρον τὰ στοιχεῖα , Κάδμος δὲ ἤγαγεν αὐτὰ εἰς τὴν Ἑλλάδα . Πυθόδωρος δὲ
δὲ τῇ γʹ † Μουσαῖος Τιτανογραφίᾳ † λέγεται , ὡς Κάδμος ἐκ τοῦ Δελφικοῦ ἐπορεύετο προκαθηγουμένης αὐτῷ τῆς βοός .
6134741 βασιλευειν
ἐλθόντες οὐκ ἐδύναντο ἑλεῖν ; ἢ πῶς τὸν Πρίαμον εἴασε βασιλεύειν ὁ Ἡρακλῆς , ἀποκτείνας αὐτοῦ τὸν πατέρα , ὡς
καὶ φοβούμενοι τὸ ὁμοῦ μὲν εἶναι ἐν ταῖς Θήβαις καὶ βασιλεύειν κατέλειψαν , συμπεφωνήκασι δὲ ἵνα τοῦ ἑνὸς ἐξερχομένου τῆς
6132352 θανοντα
, καὶ αὐτῷ ἐπιγεγράφθαι : ὧδε Λίνον Θηβαῖον ἐδέξατο γαῖα θανόντα , Μούσης Οὐρανίης υἱὸν ἐϋστεφάνου . καὶ ὧδε μὲν
πάλιν , ὄφρα πυρός με Τρῶες καὶ Τρώων ἄλοχοι λελάχωσι θανόντα . Τὸν δ ' ἄρ ' ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη
6129277 ἱερωμενον
. κίδαριν δὲ ἀντὶ διαδήματος ἐπιτίθησι τῇ κεφαλῇ δικαιῶν τὸν ἱερωμένον τῷ θεῷ , καθ ' ὃν χρόνον ἱερᾶται ,
καὶ ἡ πατρὶς δ ' ἱκανῶς αὐτὸν ηὔξησε πορφύραν ἐνδύσασα ἱερωμένον τοῦ σωσιπόλιδος Διός , καθάπερ καὶ ἡ γραπτὴ εἰκὼν
6123000 Κρεοντα
' ἃ μάλιστα εἰκάζουσι τὴν συμβολὴν γενέσθαι τοῖς περὶ τὸν Κρέοντα καὶ Θησέα . Πέτρας δὲ νιφάδος ἂν εἴη λέγων
ὀμνύναι . ἐὰν γὰρ ὀμόσῃς μοι , τοῖς περὶ τὸν Κρέοντα βουλομένοις με ἄγειν ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς οὐκ ἂν μεθεῖο
6122374 παιδ
, ὅπως ἂν μὴ Κλυταιμήστρα τάδε μάθηι , πρὶν Ἅιδηι παῖδ ' ἐμὴν προσθῶ λαβών , ὡς ἐπ ' ἐλαχίστοις
ὡς δ ' ἦλθεν χρόνος , τεκοῦς ' ἐν οἴκοις παῖδ ' ἀπήνεγκεν βρέφος ἐς ταὐτὸν ἄντρον οὗπερ ηὐνάσθη θεῶι
6120098 ἀδελφωι
' ἡμῖν μελήσει . Λοξίαι δ ' ἐγὼ χάριν πράσσων ἀδελφῶι πλεκτὸν ἐξάρας κύτος ἤνεγκα καὶ τὸν παῖδα κρηπίδων ἔπι
πατήρ τε θυγατρὶ παῖς τε μητρὶ μείγνυται κόρη τ ' ἀδελφῶι , διὰ φόνου δ ' οἱ φίλτατοι χωροῦσι ,
6115423 ἐστεφανωσε
δὲ τὸ πέμπτον ἐτελεῖτο ὁ ἀγών . μετὰ τὴν μάχην ἐστεφάνωσε διὰ κλάδων , δηλῶν ὅτι καὶ οἱ μαχόμενοι ἀλόγως
' αὐτὸν ἐς Ἴλιον Μενοίτιός τε ὁ κυβερνήτης χρυσῷ στεφάνῳ ἐστεφάνωσε καὶ ἐπὶ τούτῳ Χάρης ὁ Ἀθηναῖος ἐκ Σιγείου ἐλθὼν

Back