δὲ τοῦτο ἀντεχόμενοι φρονήσιος καὶ σωφροσύνας καὶ μελετὰν ποιούμενοι τοῖς παρεοῦσι καὶ μὴ πολλῶν ὀρεγόμενοι . οἱ γὰρ ἄνθρωποι τὰ
αὐτοῦ τούτου εἵνεκα ἐπικτώμενον , καὶ ὅκως αἰεί τι τοῖσι παρεοῦσι προσθέῃ πρήγματα μὲν ἔχοντα , μήτε δὲ ἐς ἑωυτὸν
6927596 ματαιε
γήρᾳ τῷ μακρῷ κεκοίμημαι . μή μ ' , ὦ μάταιε ναῦτα , τὴν ἄκραν κάμπτων χλεύην τε ποιεῦ καὶ
γαστέρ ' , ἀλλὰ δεῖ βίου οὐκ ἔστιν , ὦ μάταιε , σὺν ῥᾳθυμίᾳ τὰ τῶν πονούντων μὴ πονήσαντας λαβεῖν
6924577 θεομανες
θεοῖς ἐπιμαινόμενε : ἐπιστρατεύῃ γὰρ πατρίδι καὶ πατρῴοις θεοῖς . θεομανές ] θεοῖς ἐπιμαινόμενε . θεομανές ] μισητὸν τοῖς θεοῖς
] σώζειν . θ ναυκληρεῖν ] διεξάγειν . Ξ ὦ θεομανές τε : ὦ θεοῖς ἐπιμαινόμενε : ἐπιστρατεύῃ γὰρ πατρίδι
6914103 μαστιγια
, τὸν δὲ θυγατριδοῦν λαβὼν ἔνδον πρόσειπε . θυγατριδοῦν , μαστιγία ; παχύδερμος ἦσθα καὶ σύ , νοῦν ἔχειν δοκῶν
ἵν ' ἐγὼ τουτῳὶ αὐτὸν περιθῶ . Κατάθου ταχέως , μαστιγία . Οὐ δῆτ ' , ἐπεί μοι χρησμός ἐστι
6910977 δησειν
σὺν μὲν ὅ γ ' ἠπείλησε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθε δήσειν , καὶ περάαν νήσων ἔπι τηλεδαπάων : στεῦτο δ
τῶν πολιτῶν τί χρήσωμαι τῷ πράγματι , ἐπυθόμην ὡς καὶ δήσειν με ἀπειλοῖεν , λέγοντες ὅτι οὐδὲν ἐλάττω χρόνον Καλλικράτους
6846813 ὀγδοηντα
τριτάτῳ , ἑξήντα τριὰ , ἑβδομήντα τριὰ , ἕκτον τῶν ὀγδοήντα . Ὁ δεύτερος δὲ δεκανὸς πένητας καὶ ἀρρώστους ,
τὸ τρίτον , σὺν τούτοις καὶ τὸ ἕβδομον πάλι τῶν ὀγδοήντα . Εἰς δὲ τὸ μεσεμβόλημα γεννώμενος ὁ τάλας συντόμως
6844371 ἀνιατωϲ
. τρέφειν οὖν κατὰ βραχὺ ϲυνεχῶϲ . καὶ τούτουϲ δὲ ἀνιάτωϲ ἔχειν νομιϲτέον , ὅταν ἧπαρ αὐτῶν ἢ κοιλία φλεγμαίνῃ
ἄλλου τινὸϲ ὠφεληθέντεϲ : ᾧ καὶ δῆλον ὅτι μόνουϲ τοὺϲ ἀνιάτωϲ ἔχονταϲ οὐκ ὠφέληϲεν . πίνεται δὲ μετ ' οἴνου
6842179 Πετρα
καὶ μνῆμα τῷ Πύρρωνι οὐ πόρρω τοῦ Ἠλείων ἄστεως : Πέτρα μὲν τῷ χωρίῳ τὸ ὄνομα , λέγεται δὲ ὡς
γʹ καὶ ιεʹ : Τῆς δὲ Πετραίας Ἀραβίας ἡ μὲν Πέτρα τὴν μεγίστην ἡμέραν ἔχει ὡρῶν ιδ , καὶ διέστηκεν
6838947 Παγκαλον
. κατεστρατοπεδευκὼς [ ] | δὲ τοὺς στρατιώτας ἐκεῖθι μετεπέμπετο Πάγκαλον [ ] , ὃς ἐπιβάτης τῷ ναυάρχῳ Χειρικράτει πεπλευκὼς
καὶ χρυσίον ἀποτίθεσθαι . κατεστρατοπεδευκὼς δὲ τοὺς στρατιώτας ἐκεῖθι μετεπέμπετο Πάγκαλον , ὃς ἐπιβάτης τῶι ναυάρχωι Χειρικράτει πεπλευκὼς ἐπεμελεῖτο τοῦ
6830506 μεταμελησαι
, ἀνάδυσις , ἀναχώρησις . καὶ τὰ ἀπαρέμφατα μετανοῆσαι , μεταμελῆσαι , μεταγνῶναι , γνωσιμαχῆσαι , ἀναλογίσασθαι , ἐπιθεάσασθαι ,
καὶ τείχη ἡμῖν καὶ χώραν καὶ δύναμιν πειράσομαι ποιεῖν μὴ μεταμελῆσαι τῆς πρὸς ἐμὲ ὁδοῦ . καὶ τὸ μέγιστον δή
6814442 Σον
εἶναί φημι : Πρὸς βραχὺ δὲ πίπτουσα αὖθις ἀνίσταται . Σὸν φίλον εἰ θέλεις δοκιμάσαι , ἢ μέθυσον ἢ ὕβρισον
βωμόν : ὁ δ ' ὡς ματέρι παῖς ἕπεται . Σὸν τόδε , Δάματερ , σὸν τὸ σθένος : ἵλαος
6813078 Πειλατος
ᾔτησε τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου πρὸς ταφήν . Καὶ ὁ Πειλᾶτος πέμψας πρὸς Ἡρῴδην ᾔτησεν αὐτοῦ τὸ σῶμα : καὶ
. Καὶ [ μὴ ] βουληθέντων νίψασθαι ἀνέστη [ ] Πειλᾶτος : καὶ τότε κελεύει Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς παραπημφθῆναι [
6810377 ἐφιλοτιμηθη
ὁμιλίας ἐκτενῶς ἅπαντας παρελάμβανε , φιλίαν κατασκευάζων πρὸς ἕκαστον . ἐφιλοτιμήθη δὲ καὶ τὸν βασιλέα κατ ' ὄψιν ἰδεῖν καὶ
. . . . Ἀθήνησι δέ τις ἑστιῶν πρέσβεις βασιλικοὺς ἐφιλοτιμήθη σπουδάζουσιν αὐτοῖς συναγαγεῖν εἰς ταὐτὸ τοὺς φιλοσόφους : χρωμένων
6805127 ἐπεσκηψεν
τὸν Ἀμφιαράου παῖδα , ᾧ ὁ πατὴρ ἀνελεῖν τὴν μητέρα ἐπέσκηψεν , εἰ δὲ μή , ἔσται τὸν πατέρα λυπῶν
γάρ σε κῆρυξ ἢ γερουσία Φρυγῶν ἐλθοῦς ' ἀμύνειν οὐκ ἐπέσκηψεν πόλει ; ποῖον δὲ δώρων κόσμον οὐκ ἐπέμψαμεν ;
6802111 εὐκολωϲ
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου
6798603 Μουσωνιος
ἠκριβωμένος . [ . . . . , . ] Μουσώνιος ἐπὶ Ἰοβιανοῦ ἦν βασιλέως . πάντα ὅσα ἦν ἄριστα
Θρασύβουλος ἢ ἄρχειν ὡς Κριτίας , καὶ φεύγειν | ὡς Μουσώνιος [ ] ἢ βασιλεύειν ὡς Νέρων | ; πολλῷ
6784796 Αὐτ
' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . εἰπών , ὅτι τοῦτον ἐπὶ λόγοις δεῖ κολάσαι
κέχρηται τῷ ὀνόματι καὶ Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . καὶ ἄλλοι . . , . . ̈
6778344 ἐμπυρισθηναι
μὴ μόνον τὰ πλησίον , ἀλλὰ καὶ τὰ πορρωτέρω πάντα ἐμπυρισθῆναι . τοιοῦτόν τι καὶ ἐφ ' ἡμῶν γίνεται ,
. πεπρωμένον : ὅτι πεπρωμένον ἦν δοριάλωτον γενηθεῖσαν τὴν Ἴλιον ἐμπυρισθῆναι : ὅπως κατὰ τὸ τοῦ Αἰακοῦ ἔργον ἁλῴη τὸ
6775097 Συνελοντι
, συντέτακται δὲ πρὸς τὸ πλησίον κατὰ κοινὴν μοῦσαν . Συνελόντι δ ' εἰπεῖν , ἡ Ὁμήρου ποίησις τοιάδε τίς
Καὶ γὰρ τὸν κυρίως ἄνθρωπον τὴν λογικὴν ψυχὴν ἀποκαλεῖ . Συνελόντι οὖν φάναι , περὶ πάσης λογικῆς ψυχῆς ὁ λόγος
6748854 δουλευσω
' οὐχ ἑκὼν μεθήσομαι . [ ἄρχειν παρόν μοι τῶιδε δουλεύσω ποτέ ; ] πρὸς ταῦτ ' ἴτω μὲν πῦρ
φεῦ . τῶι δ ' ἁ τλάμων ποῦ πᾶι γαίας δουλεύσω γραῦς , ὡς κηφήν , ἁ δειλαία , νεκροῦ
6731688 ὑπεροψει
τὸ κακὸν ἐπικρύπτοντα καὶ προτιμώμενον αὑτῷ θανάτου , ἀλλ ' ὑπερόψει μὲν οὕτως Ἀντίοχον , ὑπερόψει δ ' ἐπ '
τὸ κακὸν ἐπικρύπτοντα καὶ προτιμώμενον αὑτῷ θανάτου , ἀλλ ' ὑπερόψει μὲν οὕτως Ἀντίοχον , ὑπερόψει δ ' ἐπ '
6718908 καταστρεφεις
: συγκέκυφε γὰρ καὶ ὑπὸ τῶν διωκόντων τύπτεται . Γ καταστρέφεις ] δουλοῖς . Γ καταστρέφεις ] καταβάλλεις . ἀλλ
. τόσα ] ὅσα Ξέρξης . ἄναξ ] ὦ . καταστρέφεις ] τελειοῖς . λόγων ] ἤγουν εἰς τί τὸ
6718143 βιαζηι
ἀπολείπει μ ' ἡ γυνή . τί συνταράττεις ? καὶ βιάζηι Παμφίλην ; τί ] ? ς ? ' αὖ
. ἕτοιμος πάντα πειθαρχεῖν . ἄγε . τί κακοπαθεῖν σαυτὸν βιάζηι ; βούλομαι ὡς πλεῖστον ἡμᾶς ἐργάσασθαι τήμερον τοῦτόν τε
6712023 Μασσανασσῃ
πολέμῳ , οὐδ ' αὐτοὶ διαρκεῖν δυνάμενοι Ῥωμαίοις τε καὶ Μασσανάσσῃ . πρέσβεις οὖν ἑτέρους ἐς Ῥώμην ἔπεμπον αὐτοκράτορας ,
τῶν πέντε μυριάδων τῶν χθὲς ἀπολομένων ὑπὸ λιμοῦ ; ἀλλὰ Μασσανάσσῃ πεπολεμήκαμεν . πολλά γε πλεονεκτοῦντι : καὶ πάντα δι
6704520 δυσαιανη
ἀπώλλυτο στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς . ἴυζ ' ἄποτμον δαΐοις δυσαιανῆ βοάν , ὡς πάντᾳ πᾶν κακῶς † ἔθεσαν :
. βόα , θρήνησον . ἄποτμον ] ἀθλίαν . . δυσαιανῆ ] γρ . δυσεανῆ , ἤγουν πολυποίκιλον . .
6703942 διδωμ
καὶ βούλεσθέ μοι χρῆσθαι προθύμωι , τὴν ἐμὴν ψυχὴν ἐγὼ δίδωμ ' ἑκοῦσα τοῖσδ ' , ἀναγκασθεῖσα δ ' οὔ
δὴ σύ μοι . μαρτύρων ἐναντίον σοι τήνδ ' ἐγὼ δίδωμ ' ἔχειν γνησίων παίδων ἐπ ' ἀρότωι , προῖκα
6702838 διομαι
, τὴν ἐμὴν αἰδῶ μεθείς . δίομαι μὲν χαρίσασθαι , δίομαι δ ' ἀντία φάσθαι , λέξας δύσλεκτα φίλοισιν .
χαρίσασθαι ] τὰ πρὸς χάριν εἰπεῖν δέδια μέν σοι . δίομαι ] δέδια . ἀντία ] ἀληθεῦσαι : λυπηθήσῃ γάρ
6695145 θεωρειτε
δ ' , ἔφην ἐγώ , διδόντα μὲν καὶ ὑπισχνούμενον θεωρεῖτε Φίλιππον , ἐξηπατηκότα δ ' ἤδη καὶ παρακεκρουμένον ἀπεύχεσθε
σύνιστε καὶ πέπεισθε περὶ Τιμάρχου τουτουί , ἔπειτα τὸ πρᾶγμα θεωρεῖτε μὴ ἐκ τοῦ παρόντος , ἀλλ ' ἐκ τοῦ
6693029 Γαστηρ
, καὶ ἀτιμίαις . ἐγκατέδησε : συνέκλεισεν , ἐδέσμησεν . Γαστήρ : γνώμη . ἀνάσσει : βασιλεύει . Ἠερίῃς :
γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν . Γλουτοί
6683413 κατηγορησω
λεγόμενον ἐτήτυμον : τὸ ἀληθές ἄχθομαι : λυποῦμαι γράψομαι : κατηγορήσω κατωκάρα : κατακέφαλα ὦ γλίσχρων : ὦ γουλάριε ,
[ ἐπιτάξαντος ] . καὶ σὺ λέγε τίνος θέλεις [ κατηγορήσω ] . Κλαύδιος Καῖσαρ : ἀσφαλῶς [ ἐκ ]
6683304 Τηλεμος
παρὰ τὸ † βέλος βέλεμος , ὡς ἔχω Ἔχεμος καὶ Τήλεμος , τὸ οὐδέτερον βέλεμον , πλεονασμῷ τοῦ ν βέλεμνα
ἦν δὲ Κύπριος ὁ Τήλεμος . αὐτὰρ ὁ μάντις ὁ Τήλεμος : ὁ μάντις , ὅς μοι εἴρηκε τυφλωθῆναι ,
6683150 Δημοκηδης
καὶ πάλιν ἐκ Σικελίας παρὰ βασιλέα ὀπίσω . τοῦτο δὲ Δημοκήδης ὁ Κροτωνιάτης οὐκ ἐποίησε , καὶ διὰ τοῦτο Δαρεῖος
οἳ δὲ προαισθόμενοι , οἳ μὲν εἰς πανδοκεῖον ἔφυγον , Δημοκήδης δὲ μετὰ τῶν ἐφήβων εἰς Πλατέας ἀπεχώρησεν . οἳ
6679460 ἐξεσωσεν
μετὰ αὐξήσεως . Εὐριπίδης , ἀλλ ' ἥδε μ ' ἐξέσωσεν , ἥδε μοι τροφός , [ ἡ ] μήτηρ
θεριστήν τις ἀετὸς ἐρρύσατο θανάτου , ἀνθ ' ὧν αὐτὸς ἐξέσωσεν ἐκ δράκοντος ἐκεῖνον . . . . . .
6679030 Κτησιππε
ἄλλος γε οὐδεὶς ἀνθρώπων . εἰπὲ γάρ μοι , ὦ Κτήσιππε , εἰ ἀγαθὸν νομίζεις εἶναι ἀσθενοῦντι φάρμακον πιεῖν ἢ
ἔχει . Πῶς λέγεις , ἔφη ὁ Διονυσόδωρος , ὦ Κτήσιππε ; εἰσὶν γάρ τινες οἳ λέγουσι τὰ πράγματα ὡς
6675648 Γλυκεριον
δ ' αἰσχρὸν εἰ μὴ τοῖσι χρωμένοις δοκεῖ ; Ἡ Γλυκέριον λαβοῦσα παρ ' ἐραστοῦ τινος Κορίνθιον παράπηχυ καινὸν λῄδιον
δίθυρον καὶ παράστασις , μία δραχμή . Χαῖρ ' ὦ Γλυκέριον . καὶ σύ . πολλοστῷ χρόνῳ ὁρῶ σε .
6672386 βεβλαμμενων
πίστεως γυναικῶν . Τῶν δὲ Ἰχθύων τὸ μὲν αʹ περὶ βεβλαμμένων πραγμάτων καθύγρων , τὸ βʹ περὶ κόσμου ἢ συζεύξεως
πίστεων γυναικείων . Τὸ δὲ τῶν Ἰχθύων πρῶτον δωδεκατημόριον περὶ βεβλαμμένων πραγμάτων δηλοῖ παρύγρων , τὸ δὲ βʹ περὶ κόσμου
6671051 ξυμμαχικον
. ἦλθον δὲ καὶ Θεσσαλῶν ἱππῆς τοῖς Ἀθηναίοις κατὰ τὸ ξυμμαχικόν , οἳ μετέστησαν ἐν τῷ ἔργῳ παρὰ τοὺς Λακεδαιμονίους
ὄντων πρεσβείαν ἀφικέσθαι παρ ' Ἰδομενέως φησὶν ὑπισχνουμένου τὸ Κρητῶν ξυμμαχικόν , εἰ συμμετέχοι τῆς ἀρχῆς τῷ Ἀγαμέμνονι . τὸν
6670988 Μἀλλα
Ζεῦ : καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ ' ἂν λαλῶσι ; Μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι . Τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα
; Αὖθις εἰς τὸ πρόσθεν οἴχεται . Οὐκ ἐγγεταυθί . Μἀλλὰ δεῦρ ' ἥκει πάλιν . Ἰσθμόν τιν ' ἔχεις
6668451 Ἀσπασιως
, ὁ ζῶν . καὶ ἀλίβας ὁ νεκρὸς εἴρηται . Ἀσπασίως , σπῶ ἐστὶ τὸ ῥῆμα , οὗ παθητικὸν σπῶμαι
ἅμ ' ἄμφω δάκρυ κατὰ βλεφάροιιν ἐλείβετο ἡδὺ γοώντων . Ἀσπασίως δ ' ἄρα τώ γε παρ ' ἀλλήλοισι κλιθέντε
6650774 ἀξιε
δείλαιε , ὦ πονηρέ . ἔνιοι δέ , ὦ ἐπιμελείας ἄξιε καὶ οἷον μεμελημένε . καὶ οἱ φάσκοντες . ἐντεῦθεν
μέγα στύγος καὶ μῖσος τῶν θεῶν , ὦ πολλῶν δακρύων ἄξιε ἀδελφέ φεῦ μοι , αἱ τοῦ πατρὸς , ἤγουν
6649627 κατελειψεν
. ἧκε : ἔξω ἔπεμψεν , ἔπεμπε , κατήλειψε , κατέλειψεν , ἀφῆκεν . ἐξήφυσσεν : ἔμεσεν , ἐξήντλησεν ,
τε καὶ πατέρα καίνων σύ . ἀκούσας δὲ τοῦ χρησμοῦ κατέλειψεν ἀπελθεῖν εἰς Κόρινθον πρὸς τὸν Πόλυβον διὰ τὰ κατὰ
6644632 ἠθειε
, φησί , τοῦ Αἰήτου ἐσμὲν χείρους . τὸ δὲ ἠθεῖε οἶμαι κατ ' ἐπένθεσιν τοῦ η γεγονέναι , ὥσπερ
τὸν πρότερος προσέειπε βοὴν ἀγαθὸς Μενέλαος : τίφθ ' οὕτως ἠθεῖε κορύσσεαι ; ἦ τιν ' ἑταίρων ὀτρυνέεις Τρώεσσιν ἐπίσκοπον
6641650 δυσμαχωτατον
θράσους διδάσκαλον ἐν τοῖς ἀμηχάνοισιν εὐπορώτατον , Ἔρωτα , πάντων δυσμαχώτατον θεόν . Ἔρως γὰρ ἄνδρας οὐ μόνους ἐπέρχεται οὐδ
ἐπιεικῶς ἀντὶ τοῦ πάνυ . παρὰ προσδοκίαν τὸ σχῆμα . δυσμαχώτατον . . . βέλτιστον ] φοβήσας τοὺς Ἀθηναίους διὰ
6641101 Σικιννον
τῶν Ἑλλήνων φυγεῖν διὰ τὸ πλῆθος τῶν Περσῶν , Θεμιστοκλῆς Σίκιννον τὸν παιδαγωγὸν ἔπεμψε πρὸς τὸν Ξέρξην ὡς αὐτομολήσαντα ,
γενέσθαι , ἄλλοι δὲ Κρῆτα λέγουσι τὸ γένος εἶναι τὸν Σίκιννον . ὀρχησταὶ δ ' οἱ Κρῆτες , ὥς φησιν
6633416 θαυμαστ
ἠγωνίζετο ; νέος μεθέστηκ ' ἐκ γέροντος αὖθις αὖ . θαυμάστ ' ἔλεξας : ἀλλά ς ' εὐτυχῆ φίλων μάχης
ὦ Ξενοπείθη καὶ Ναυσίμαχε , εἰ μεγάλ ' ὑμῖν καὶ θαυμάστ ' εἶναι τὰ δίκαια ταῦθ ' ὑπολαμβάνετε , ἀποδόντες
6630332 καλλωπιζομενος
συνάψει αἰσθήσεως πρὸς διάνοιαν ; “ φήσω δὲ ἐγὼ οἶμαι καλλωπιζόμενος ὥς τι ηὑρηκότων ἡμῶν καλόν . Ἔμοιγε δοκεῖ ,
ὁ τῷ γένει λαμπρός , ἀλλ ' ὁ ταῖς οἰκείαις καλλωπιζόμενος πράξεσιν . Δεῖ τὸν στρατηγὸν οὐ τὰ παρόντα μόνον
6628362 ὑποστειλασθαι
ἀνθισταμένου τοῦ πένητος : οὐ μὴν διὰ τοῦτο τὴν τιμωρίαν ὑποστείλασθαι δίκαιον , οὐδὲ σιωπῆσαι τὸν φόνον : οὔτε γὰρ
, λαθεῖν , ἀγνοηθῆναι , συσκιάσαι , παρακαλύψασθαι προκαλύψασθαι , ὑποστείλασθαι , παραπετάσασθαι . καὶ τὰ ἐπιρρήματα ἀδήλως , ἀφανῶς
6628033 σπευδεις
γένωμαι . τί γάρ με διαφθεῖραι γλίχῃ , τί δὲ σπεύδεις ἀπολέσαι με ἐς ἑστίασιν καὶ θοίνην παρακαλῶν ; πρῶτον
μεταχειρίσεως λέγων : εἰ μὲν οὖν ἠγνόεις παρ ' ἣν σπεύδεις , ἔδει καὶ διδάσκειν τυχόν : εἰ δὲ τὴν
6625628 ἠιδη
γλώσσης τε σιγὴν ὄμμα θ ' ἥσυχον πόσει παρεῖχον : ἤιδη δ ' ἅμ ' ἐχρῆν νικᾶν πόσιν κείνωι τε
αἰσχρὰ δρώσηι μάρτυρας πολλοὺς ἔχειν . τὸ δ ' ἔργον ἤιδη τὴν νόσον τε δυσκλεᾶ , γυνή τε πρὸς τοῖσδ
6621696 ξυμφορα
Ξέρξου δυνάμει ἀντιτάξασθαι , ἐπῃνοῦντό τε μᾶλλον οἱ μὴ τὰ ξύμφορα πρὸς τὴν ἔφοδον αὑτοῖς ἀσφαλείᾳ πράσσοντες , ἐθέλοντες δὲ
ὅσα γε καὶ ἀξίην λόγου ὠφελείην ἔχει . Ὅσα ὑγιαίνουσι ξύμφορα , ταῦτα καὶ νοσέουσι προσφερόμενα ἰσχυρότερά ἐστι , καὶ
6618032 ταγευσαι
πύλαις . ἐξόδοις ] ἐξελεύσεσιν . τάγευσαι ] τάξον . τάγευσαι ] τάξαι . τάγευσαι ] ἡγεμόνευσαι . τάγευσαι ]
] ἡγεμόνευσαι . τάγευσαι ] τάξαι ταγοὺς καὶ ἡγεμόνας . τάγευσαι ] ὡς ταγὸς καὶ ἡγεμὼν τῆς πόλεως τάξαι .
6617345 βουλευτην
, τίνα με θέλεις εἶναι ; ἄρχοντα ἢ ἰδιώτην , βουλευτὴν ἢ δημότην , στρατιώτην ἢ στρατηγόν , † παιδευτὴν
. . . . προσλαβὼν ] οἱονεὶ πείσας τινὰ εὐήθη βουλευτὴν γράψαι τοῦτο τὸ ψήφισμα . . . . τὸ
6614816 ἐπιθεμενον
καὶ πρὸς τούτοις τῷ κυρίως αἰσθητηρίῳ τὸ αἰσθητὸν ἐν χρῷ ἐπιθέμενον κατέχει ἀναίσθητον , καίπερ τοσούτου ἐναπειλημμένου ἀέρος τῷ μεταξύ
δὲ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχεύσαντα , μετ ' ἐκείνης ἐπιθέμενον τῷ βασιλεῖ ἀποκτεῖναι καὶ τὴν ἀρχὴν οὕτω κατασχεῖν .
6614093 ἐξαμαρτειν
χρήματα . Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν . Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ . Διάλυε , μὴ σύγκρουε
μὲν ἀδικεῖν εἶναι τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων ἴδιον , τὸ δὲ ἐξαμαρτεῖν καὶ περὶ τὰς πράξεις ἀτυχεῖν οὐ μόνου εἶναι ἑαυτοῦ
6606758 παρατιλλεσθαι
δὲ τὴν ὁρμήν . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα : οἱ μὲν πολλοὶ τὰ
ὁρμὴν ἐρεῖς Ἀττικῶς . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων
6606328 ἀπηγετο
, ἠλέει δὲ αὐτὴν ὁ Κλυτός . Καὶ ἡ μὲν ἀπήγετο εἰς Ἰταλίαν , ἡ δὲ Ῥηναία ἐλ - θόντι
εἴθ ' ὡς ὁ Φάβιος παραδέδωκε δέσμιος εἰς τὴν Ἄλβαν ἀπήγετο . Ῥωμύλος δ ' ἐπειδὴ τὸ περὶ τὸν ἀδελφὸν
6605818 διημαρτεν
αἱ κατεπιτετηδευμέναι κυκλικαὶ περίοδοι καὶ οἱ ὁμοιειδεῖς τῶν σχηματισμῶν . διήμαρτεν δὲ καὶ ὁμαλότητος πραγματικῆς κατὰ τὰς τῶν παρεκβάσεων ἐπεισαγωγάς
εἴσοδον ἁπάντων εἴ τις ἐθεάσατο τὸ πλήρωμα , οὐκ ἂν διήμαρτεν εἰπών , ἀντίμιμον εἶναι γῆς ἁπάσης ἐν ἑαυτῷ φέρον
6599679 ἐκλεγομενον
δή Τοῦτο [ μὲν ] καταγέλαστον εἰς τοὺς πλείστους ὁρᾶν ἐκλεγόμενόν τι καὶ μὴ εἰς τοὺς ὀλιγωτέρους . Καὶ γὰρ
δή Τοῦτο [ μὲν ] καταγέλαστον εἰς τοὺς πλείστους ὁρᾶν ἐκλεγόμενόν τι καὶ μὴ εἰς τοὺς ὀλιγωτέρους . Καὶ γὰρ
6594656 Ῥᾳθυμια
φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον
ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα
6593465 Ἱππομαχον
Θέμεν ] Λαμβάνει . Δαιμονίαις ] Θείαις . Ἵππαιχμον ] Ἱππόμαχον , πολεμικόν . Κεκόσμηται ] Ἡτοίμασται . Τρόπῳ ]
δοκεῖν Νίκη . Κάλλωνα δὲ τὸν Ἁρμοδίου καὶ τὸν Μοσχίωνος Ἱππόμαχον , γένος τε Ἠλείους καὶ πυγμῇ κρατήσαντας ἐν παισί
6593226 οἰηθηναι
ἱπποτοξότας , αὐτὸν δὲ ἄγειν τοὺς ἱππέας : προσάγειν γὰρ οἰηθῆναι Πῶρον ξὺν τῇ πάσῃ δυνάμει : τὴν δὲ ἵππον
κωμικοῦ ὑποκριτοῦ , οὕτω δὲ ψυχαγωγεῖ τοὺς ἀκούοντας , ὥστε οἰηθῆναι ἐν συμποσίῳ εἶναι : εἶτα ἀντιτίθησι συμπόσιον ἕτερον ὡς
6592292 ἐσεπεμψαν
λαμπρὰ εἰργασμένου αὐθένται γενέσθαι , Γαλάτην ἄνδρα ἐπιδημοῦντα μετὰ ξίφους ἐσέπεμψαν ἀνελεῖν . τὸν δὲ Γαλάτην φασὶν ἐν τῷ σκότῳ
μὴ ἐπηγγέλθαι πω ἐς Λακεδαίμονα τὰς σπονδάς , ὅτ ' ἐσέπεμψαν τοὺς ὁπλίτας . Ἠλεῖοι δὲ τὴν παρ ' αὐτοῖς
6590961 Ἀπριης
μύθου πλάσμα καταχωρισθεῖσα . μετὰ δὲ Ψαμμήτιχον ὕστερον τέτταρσι γενεαῖς Ἀπρίης ἐβασίλευσεν ἔτη δυσὶ πλείω τῶν εἴκοσι . στρατεύσας δὲ
, καὶ τῶν Αἰγυπτίων τῆι μάχηι κρατησάντων , ὁ μὲν Ἀπρίης ζωγρηθεὶς ἀνήχθη καὶ στραγγαλισθεὶς ἐτελεύτησεν , Ἄμασις δὲ διατάξας
6590040 κατηγορηθηναι
ὡς ἕν . ἀντὶ τοῦ συμπλακέντα καὶ ὡς ἓν γενόμενα κατηγορηθῆναι τοῦ ἀνθρώπου , ἵνα ᾖ οὕτως ἄνθρωπός ἐστι ζῷον
τῷ μὲν ἀχωρίστῳ οἰκεῖον τὸ ἐν τῷ ποῖόν τί ἐστι κατηγορηθῆναι , τῷ δὲ χωριστῷ οἰκεῖον τὸ ἐν τῷ πῶς
6588957 Τεανον
Λιβύῃ . τὸ ἐθνικὸν Ταχεμψίτης τῷ τύπῳ τῆς χώρας . Τεανόν , πόλις Ἰταλίας , ὡς Ἀρτεμίδωρος τετάρτῳ γεωγραφουμένων .
Λιβύῃ . τὸ ἐθνικὸν Ταχεμψίτης τῷ τύπῳ τῆς χώρας . Τεανόν , πόλις Ἰταλίας , ὡς Ἀρτεμίδωρος τετάρτῳ γεωγραφουμένων .
6587472 ἐξωρμα
ἐγὼ δ ' ἀμύνων θῆρας ἐξεγείρομαι πώλοισιν : ἔννυχος γὰρ ἐξώρμα φόβος . κλύω δ ' ἐπάρας κρᾶτα μυχθισμὸν νεκρῶν
, καὶ ὁ μὲν κρατῶν αὐτίκα πρὸς τὸν ἐν Βλαχέρναις ἐξώρμα ναὸν τῆς Θεομήτορος , ὁ δὲ Κομνηνὸς τὸ γράμμα
6586896 φωρα
ἀνοσιώτατον : ὃς δ ' ἂν ἀπηγήσηται τὰ περὶ τὸν φῶρα γεγενημένα , τοῦτον συλλαμβάνειν καὶ μὴ ἀπιέναι ἔξω .
, ὀλίγαι δὲ αὐτῶν ἐλλοχῶσιν . εἶτα ὅταν ἕλωσι τὸν φῶρα , παίουσιν αὐτὸν πεφεισμένως καὶ ἐξωθοῦσι , καὶ ἐκβάλλουσι
6580319 Ὡμολογει
σὺ γράμματα ; Ναί , ἔφη . Οὐκοῦν ἅπαντα ; Ὡμολόγει . Ὅταν οὖν τις ἀποστοματίζῃ ὁτιοῦν , οὐ γράμματα
; ἢ οὐκ ἔστι κρεῖττον αἰδήμονα εἶναι ἢ πλούσιον ; Ὡμολόγει . Τί οὖν ἀγανακτεῖς , ἄνθρωπε , ἔχων τὸ
6562807 αὐχω
, ὅτε μὴ ἐν κλίσει ῥήματος , αὐλῶ ηὔλουν , αὐχῶ ηὔχουν . ἀναγκαία ἄρα ἡ διάστασις τοῦ ἠΰτε .
ὑπὲρ σοῦ πρὸς αὐτόν ἀντισπάσῃς ] κωλύσῃς καὶ ἀποστήσῃς τούτου αὐχῶ ] θαρρῶ . ὃ γὰρ θαρρεῖ τις καὶ καυχᾶται
6562799 ἐμβεβροντησθαι
πόλιν † εὐθενεῖσθαι † : τὸν δὲ κατηγοροῦντα τί ; ἐμβεβροντῆσθαι , τὴν πόλιν ἀγνοεῖν , οὐκ ἔχειν ὅποι τὰ
τὰ ῥήματα εὐ - ηθίζεσθαι , μωραίνειν , ἀνοηταίνειν , ἐμβεβροντῆσθαι , ληρεῖν , παραπεπλῆχθαι . καὶ τὰ ἐπιρρήματα εὐήθως
6560908 μυριοπλασιον
] κύκλου , ὅπερ ἐπέχει τὸ τοῦ ἡλίου μέγεθος , μυριοπλάσιον εἶναι δεῖ τούτου τοῦ τμήματος τῆς γῆς , ὅπερ
εἰς Ἑλλάδα μετὰ στρατοῦ ἐλθεῖν καὶ ἡττηθῆναι , καὶ ταῦτα μυριοπλάσιον πλῆθος ἔχοντα ἢ πρώην ἐκεῖνος . Δαρεῖος μὲν γὰρ
6559323 ἀπηγορευε
Θηβαίων τε τῶν ἄλλων μήτε ἀποκτεῖναι μηδένα μήτε αἱρεῖν φεύγοντα ἀπηγόρευε : Πυθέαν δὲ ἢν ἕλωσιν , ἀνάγειν ἐκέλευσεν ὡς
ἔφη καὶ Φιλίππῳ . Ἁλόννησον ἐδίδου : ὁ δ ' ἀπηγόρευε μὴ λαμβάνειν , εἰ δίδωσιν , ἀλλὰ μὴ ἀποδίδωσι
6559130 ξυνεχωρησε
καὶ ὅπως ὁ φιλοσοφήσειν μέλλων ἑαυτὸν βασανίσας ἐπιχειρεῖ , τούτῳ ξυνεχώρησε τῷ λόγῳ , τουτὶ γὰρ καὶ περὶ ἑαυτοῦ ἐπέπειστο
ἔφη „ ξένον εἴρηκας ἀσπαζόμενον ἐπιτήδευσιν , ἣ μηδὲ ἐκείνῳ ξυνεχώρησε γενναίῳ γενέσθαι . ” ὁ μὲν δὴ Ἰάρχας ”
6555433 ἀπαγ
. ὢ δυστυχής , ὢ δυστυχής , ὢ δυστυχής . ἄπαγ ' εἰς τὸ βάραθρον : τοῦ γέροντός τις γυνὴ
; δρᾶ δ ' , εἴ τι δράσεις , ἢ ἄπαγ ' οἴκαδε στρατόν , τὰ τῶν Ἀτρειδῶν μὴ μένων
6553661 Θεομνηστου
Δείναρχος κατὰ Κηφισοκλέους . Ἀπίλλειν : Λυσίας ἐν τῇ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος , ” ἀποκλείειν “ νομίζεται .
ἅπερ ἀπείρηται λέγειν εἰς ἀλλήλους δεδήλωκε Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος ὁ λόγος . Ἀπορώτατος : ἀντὶ
6552441 ἀντιλεγω
, καὶ αὖ ὅτι καὶ δύο ἀντιθέσεις ὁμοίως , οἷον ἀντιλέγω : δεῖ γὰρ ἐφ ' οἷς ἁμαρτάνουσιν οἱ λέγοντες
εἰ γὰρ ὅτι μάλιστα οὕτω διενοεῖτο , ὥσπερ ἔγωγε οὐκ ἀντιλέγω , ἀλλ ' ὑπεξήρηται τὴν καθαρὰν καὶ τῷ ὄντι
6552169 Ἐπιγενους
δοῦλοι ἄδειαν οὐκ εἶχον . οὐδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον : Ἐπιγένους τοῦ Σικυωνίου τραγῳδίαν εἰς τὸν Διόνυσον οὐκ ἀνήκουσαν ποιήσαντος
σύγγραμμα τὸν Τριαγμὸν ἐπιγραφόμενον , ὅπερ Καλλίμαχος ἀντιλέγεσθαί φησιν ὡς Ἐπιγένους . ἐν ἐνίοις δὲ καὶ πληθυντικῶς ἐπιγράφεται Τριαγμοί ,
6546926 Ποιου
ὑβρίζομαι . Ἔοικε διὰ πολλοῦ χρόνου ς ' ἑορακέναι . Ποίου χρόνου , ταλάνταθ ' , ὃς παρ ' ἐμοὶ
πάλιν λύοντας , ὡς τόδ ' αἷμα χειμάζον πόλιν . Ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν ,
6546450 ἀρνουμενου
[ ] καὶ ἐκωμώιδησεν αὐτὸ ἐπὶ τοῦ ἀπαιτουμένου συμβολὰς καὶ ἀρνουμένου τοῦ αὐτοῦ εἶναι διὰ τὸ τὰ μὲν προσγεγενῆσθαι ,
ὁ Διονύσιος ἐμήνυσεν αὐτῷ τὸ γεγονός : τοῦ δ ' ἀρνουμένου καὶ ἀπιστοῦντος ἐπέστειλεν ἰδεῖν τὴν παραστιχίδα : καὶ εἶχε
6545401 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
6544025 συναποστηναι
ὑπὸ δὲ τοῦ πλήθους κατισχυόμενοι καί τινας τῶν στρατιωτῶν πείσαντες συναποστῆναι πάλιν ἀπεχώρησαν . εὔζωνοι δ ' ὄντες καὶ πάντες
τὸ ς ἀναδέχεται : ἀποστάντος δὲ τοῦ τόνου ἦν ἔνδεκτον συναποστῆναι καὶ τὸ ς , καθότι καὶ τῶν εἰς ω
6543601 ποδανιπτρον
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . κἀπὸ τῆς Διειτρέφους
' ἅττ ' ἂν καταπέσῃ τῆς τραπέζης ἐντός . Μήτε ποδάνιπτρον θύραζ ' ἐκχεῖτε μήτε λούτριον . Κἀπὸ τῆς Διϊτρέφους
6543600 Ὡμολογηκαμεν
μὴν ὡμολογήκαμεν μὴ εἶναι αὐτοῦ διδασκάλους ; Ἔστι ταῦτα . Ὡμολογήκαμεν ἄρα μήτε διδακτὸν αὐτὸ μήτε φρόνησιν εἶναι ; Πάνυ
Τὸ δὲ ἐναντίως πραττόμενον ὑπὸ ἐναντίων πράττεσθαι ; Ἔφη . Ὡμολογήκαμεν δὲ ἐναντίως πράττεσθαι ὃ ἂν ἀφρόνως πράττηται τῷ σωφρόνως
6541992 ἠχουϲ
ἐντέρων ἐκχέω . πρὸϲ δὲ τοὺϲ ἐπὶ πνεύματι φυϲώδει ϲυνιϲταμένουϲ ἤχουϲ χρήϲιμά ἐϲτι τὰ τοιαῦτα . Ἀπολλωνίου πρὸϲ τοὺϲ ἐξαίφνηϲ
δὲ τὸν ἀκουϲτικὸν πόρον ἐνϲτάζειν ἁρμόζει μὲν καὶ τὰ πρὸϲ ἤχουϲ ἀναγεγραμμένα , ἰδίωϲ δὲ ταῦτα : αἰγὸϲ οὖρον καὶ
6541056 Πολλοις
Εἰ δ ' οὐ γένηται , τὴν κάκωσιν δεῖ λέγειν Πολλοῖς χρόνοις ᾧτινι θάνατος πέλος . Ταῦτα Σελήνη δώδεκα τόποις
δὲ γενήσεται σακέλλων ἐπιτιθεμένων τῷ καταπλάσματι , ἢ πυριατηρίων . Πολλοῖς μὲν δὴ εἰς τὸ οὐρηθῆναι τὸν λίθον ἤρκεσε καὶ
6540180 προφρονι
προτὶ Ἴλιον ἀπονέωνται . Ἀλλ ' ἄγε , δυσμενέεσσι μαχώμεθα πρόφρονι θυμῷ , ὄφρα δαϊκταμένους εἰρύσσομεν ἠὲ καὶ αὐτοὶ κείνοις
ἐθέλω δέ τοι ἤπιος εἶναι . ” ἐντεῦθεν ἕως τοῦ πρόφρονι μυθέομαι ἀθετοῦνται στίχοι ιγʹ , ὅτι ἐξ ἄλλων τόπων
6537146 ἐπειρωτα
κακόν , καταλαμπτέος ἐστὶ ἡμῖν θανάτῳ . Δαρεῖος μὲν ταῦτα ἐπειρώτα , τῷ δὲ ἄνδρες τριήκοντα ὑπέστησαν , αὐτὸς ἕκαστος
αὐτῶν ἔσεσθαι , παρίεσαν θείῃ πομπῇ χρεωμένους , οὐδ ' ἐπειρώτα οὐδείς . Ἐπείτε δὲ καὶ παρῆλθον ἐς τὴν αὐλήν
6529384 Νενοησθω
σημείου τῷ ὑποκειμένῳ ἐπιπέδῳ πρὸς ὀρθὰς εὐθεῖαν γραμμὴν ἀναστῆσαι . Νενοήσθω τι σημεῖον μετέωρον τὸ Β , καὶ ἀπὸ τοῦ
ὑποτείνει μεγίστου κύκλου περιφέρειαν ἑξηκοστῶν μιᾶς μοίρας λα γʹ . Νενοήσθω γὰρ ὁ μὲν διὰ μέσων τῶν ζῳδίων κύκλος ὁ
6528724 εὐνοων
τῶν οἰκείων , προσκολλώμενος καὶ ἑνούμενος τῇ ἑαυτοῦ γυναικί , εὐνοῶν μᾶλλον αὐτῇ ; διὸ καὶ μέχρι θανάτου πολλάκις ὑπεύθυνοι
δι ' ἐλευθερίαν : ἀπὸ τῆς γνώμης , οἷον εἰ εὐνοῶν , ἢ δύσνους ὤν : ἀπὸ ποσότητος κατὰ πρόσωπον
6527486 ἐποτρυνῃ
ἐσθ ' , ὅς τ ' οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι ξεῖνον ἐποτρύνῃ καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκῃ . [ χρὴ ξεῖνον παρεόντα
τ ' εἰς ὦπα ἴδησθε , ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ . ἀθετοῦνται ἀμφότεροι , ὅτι ἀνηθοποιητοί εἰσι
6525938 προιαψαι
τοῦ καιροῦ πέμψαι . προιάψαι ] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς
] πέμψαι , δοῦναι . προιάψαι ] δοῦναι . θ προιάψαι ] παραπέμψαι . δορὸς ἄγραν ] διὰ δόρατος ἀγρευθεῖσαν
6525522 Βλεπαιος
εἶναι . νοῦν γ ' ἔχων : πλουτεῖ γὰρ ὁ Βλεπαῖος . Κρατῖνος δ ' ὁ νεώτερος ἐν Τιτᾶσι :
βούλεται . νοῦν γ ' ἔχων : πλουτεῖ γὰρ ὁ Βλεπαῖος . Κρατῖνος ὁ νέος : Κόρυδον τὸν χαλκοτύπον πεφύλαξο
6524319 λαβρακιον
ὥσπερ ἄλλοτε , ἕψειν ἐν ἅλμῃ φημί . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον . τὸν γαλεόν ; ἐν ὑποτρίμματι
: τὸ μὲν γλαυκίδιον ἕψειν ἐν ἅλμῃ . τὸ δὲ λαβράκιον ; ὀπτᾶν ὅλον : τὸν γαλεόν ; ἐνυποτριμματίζεσθαι .
6522667 ἀϊσθω
* + , . † Αἶσθα : εἴρηται εἰς τὸ ἀΐσθω , . . Αἰσιμία : ἡ μαντεία , ἢ
] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν
6521978 Ὠγαθε
μέντοι οὐδὲν λέγω . Τί δή , ὦ Σώκρατες ; Ὠγαθέ , ἐννενόηκά τι σμῆνος σοφίας . Ποῖον δὴ τοῦτο
τίνος σοι φῶμεν μάλιστ ' εἰρῆσθαι τοῦτον τὸν λόγον ; Ὠγαθέ , καὶ αὐτὸς ἐμαυτοῦ νυνδὴ κατεγέλασα . ἀποβλέψας γὰρ
6520710 Ἐπιτομηι
γυναῖκα ποτίζων ἐν τῆι σπορᾶι . οὕτως Σερῆνος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι τῶν Φίλωνος . . . . . Βουκεραίς :
Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : κακόβιος : Θεόπομπος ἐν τῆι Ἐπιτομῆι Ἡροδότου . , : φυγαδεῦσαι : τὸ φυγάδα ἐλάσαι
6520635 συνεθηκατο
ὁ ὄρθιος . Ἀνακῶς . ἐπιμελῶς , φυλακτικῶς . Ξενίην συνεθήκατο . ἀντὶ τοῦ ὡς ξένιον ἐδωρήσατο . Ἐπιστρεφέως .
ἐπείτε αὐτῶν τοῦτο παρέλαβε , ἐποίεε τά περ τῷ Δαρείῳ συνεθήκατο . Ἐξαγαγὼν γὰρ τῇ δεκάτῃ ἡμέρῃ τὴν στρατιὴν τῶν
6519540 ἐκτεινα
ἀλλὰ καθαρός εἰμι , ἄναξ , ἐν χειρῶν γὰρ νόμῳ ἔκτεινα . Κείων : ἐκαλεῖτο μὲν Ὑδροῦσα ἡ νῆσος ,
Δαναΐδαι δεύτερον ] , ὑμῖν ἀμύνων οὐδὲν ἧσσον ἢ πατρὶ ἔκτεινα μητέρ ' : εἰ γὰρ ἀρσένων φόνος ἔσται γυναιξὶν
6518597 ἀχθεσθητε
κἂν δοκῶ παρὰ τὸ πρέπον θρασύνεσθαι : καὶ πρὸς θεῶν ἀχθέσθητε μηδὲν , ἂν μικρὸν τοῖς λόγοις χρήσωμαι καὶ τολμηρότερον
κἂν δοκῶ παρὰ τὸ πρέπον θρασύνεσθαι : καὶ πρὸς θεῶν ἀχθέσθητε μηδὲν , ἂν μικρὸν τοῖς λόγοις χρήσωμαι καὶ τολμηρότερον
6515912 ἐμφραττε
κεφαλὴν κέλευε . διαδέσμει δὲ χεῖρας καὶ πόδας καὶ ὦτα ἔμφραττε . ἄλλο . γύψῳ ἢ πηλῷ κεραμικῷ τὸ μέτωπον
, πταρμικὸν ἐνθεὶϲ ταῖϲ ῥιϲὶ τὸ ϲτόμα καὶ τοὺϲ ῥώθωναϲ ἔμφραττε . εἰ δὲ μηδενὶ τούτων ὑπείκοι , πρὶν ἢ
6515167 κηρυσσει
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν

Back