, ἐπὶ δ ' ἡμᾶς αὐτοὺς ψήφισμα , εἰσαγγελία , πάραλος ταῦτ ' ἔστιν . ταῦτ ' ἦν εὖ φρονούντων | ||
, ἡ δὲ κατὰ τὸ τέλος . 〛 ἀντιλέγει ὁ πάραλος καὶ οὐ κωπηλατεῖ . . 〚 καὶ τικτούσας : |
ταῦτα οὕτως ἔχει , ὁμολογουμένως ὀφείλει τὸ ἴδιον τοῦ συμβεβηκότος προτάσσεσθαι . τρίτη δὲ αἰτία ἐστὶ τοιαύτη : τὸ ἴδιον | ||
τὸ καὶ πάλαι γινωσκόμενον . πῶς οὖν δυνατὸν τὸ ἄρθρον προτάσσεσθαι τῆς πρώτης δείξεως ; ἀκωλύτως γὰρ ὑποταγήσεται , ἀναπολοῦντα |
ἀτυχία καὶ ἀδοξία καὶ θλῖψις . διὰ τοῦτο γὰρ τῇ παράσημος λέξει ἐχρήσατο κατ ' ἐναντίωσιν τοῦ ἀτρεκής , ἤτοι | ||
εἰώθασι λέγειν τοὺς παραχαράκτας παρακόπτοντας : ὅθεν καὶ παρὰ Ἀθηναίοις παράσημος ῥήτωρ . Γ παρακεκομμένα ] μηδὲν ἐντελὲς ἔχοντα . |
ἐμοῦ καταπροίξει . θαυμασίως ἥσθην θεοῖς , καὶ Ζεὺς γελοῖος ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν . ἦ μὴν σὺ τούτων τῷ χρόνῳ | ||
ἐμοὶ τῷ Στρεψιάδῃ . γελοῖος ] ἄξιος γέλωτος . . ὀμνύμενος ] εἰς ὅρκον προκείμενος . . ἴσθι , ὅτι |
συμβουλεύειν : ἀπολαβὼν δὲ τὴν ἐπιτιμίαν ὑπὸ τοῦ δήμου παραχρῆμα ἐξεπέμφθη πρεσβευτὴς μετὰ Φωκίωνος καί τινων ἑτέρων . τοῦ δ | ||
μετὰ Ἁρμονίας εἰς δράκοντα μεταβαλὼν εἰς Ἠλύσιον πεδίον ὑπὸ Διὸς ἐξεπέμφθη . Πολύδωρος δὲ Θηβῶν βασιλεὺς γενόμενος Νυκτηίδα γαμεῖ , |
, περιπατεῖ Τρύφων , ζῇ Πλάτων , ἀναπνεῖ Διονύσιος , πλεῖ , τρέχει , χωρὶς εἰ μὴ ἐπὶ τῶν αὐτοπαθῶν | ||
μὲν εὖρος πλεθριαῖαι , βαθεῖαι δὲ ἰσχυρῶς , καὶ πλοῖα πλεῖ ἐν αὐταῖς σιταγωγά : εἰσβάλλουσι δὲ εἰς τὸν Εὐφράτην |
ὁ ἐκλειπτικὸς χρόνος ἐν ἴσοις μησὶν καὶ ἐν ἴσοις κινήμασιν ἀνακυκλεῖται , μιβ ἐστιν καὶ ἔτι ͵Ϛζ ἡμερῶν καὶ μιᾶς | ||
γῇ ἐφάνη , τοῦτο αὖθις καὶ νῦν ὥσπερ νόσημα περιτρεπόμενον ἀνακυκλεῖται . ποιεῖται μὲν γάρ που καὶ τἆλλα ἀγαθὰ τοὺς |
ἐπείσθη ἐγγυήσασθαι , ἐπείσθη ἂν καὶ γαμηλίαν ὑπὲρ αὐτῆς τοῖς φράτερσιν εἰσενεγκεῖν καὶ εἰσαγαγεῖν τὴν ἐκ ταύτης ἀποφανθεῖσαν θυγατέρα ὡς | ||
ἀλλὰ μὴν ὁ πατὴρ αὐτὸς ζῶν ὀμόσας τὸν νόμιμον τοῖς φράτερσιν ὅρκον εἰσήγαγέν με , ἀστὸν ἐξ ἀστῆς ἐγγυητῆς αὑτῷ |
αὐτὸν τρόπον ὅνπερ ἤργμεθα τῶν περὶ τὰ σώματα μύθων λεχθέντων διαπεραίνειν . Πάνυ μὲν οὖν ὀρθῶς . Λάβωμεν τοίνυν τοῦτο | ||
ἀθύρειν , πανοπλίᾳ δὲ παντελεῖ κοσμηθεῖσα , οὕτω τὴν ὄρχησιν διαπεραίνειν : ἃ δὴ πάντως μιμεῖσθαι πρέπον ἂν εἴη κόρους |
ἐστι : καί : οὗτος ἄχρι κόρου φενακίζει . Ἀχνυμένη σκυτάλη : ἐπὶ τῶν λυπρὰς ἀγγελίας ἀγγελλόντων . ἔθος γὰρ | ||
* χυτόν : ὑγρόν , χλωρόν * περιβόσκεται : ἡ σκυτάλη * ἔρνος : κλάδον , φύλλον φυτόν , κλάδον |
ἐστιν . ἡ πόλις δὲ ἡμῖν καὶ ταῦτα ἀπὸ θαλάσσης ᾠκισμένη πολλοῖς πλήττεται τοῖς κύμασι , κἂν ἔρῃ τι περὶ | ||
Τραπεζοῦς , πόλις Ἑλληνὶς , Σινωπέων ἄποικος , ἐπὶ θαλάσσῃ ᾠκισμένη . Ἀπὸ οὖν Τραπεζοῦντος ἕως τῆς Ἀρητιάδος νήσου , |
. ἢν δέ τι διάφορον ᾖ πρὸς ἀλλήλους , δικαίῳ χρήσθων καὶ ὅρκοις , καθ ' ὅτι ἂν ξυνθῶνται . | ||
. χρεῖος Ἀττικοί , ἐνδεής Ἕλληνες . χρεών χρείη χρῆναι χρήσθων πάντα Ἀττικοί . χαμαιτύπη Ἀττικοί , πόρνη ἡ ἄδοξος |
δ ' ἔστιν ἕτερός τις Ποσειδῶν , τὸν ἕτερον . Εἶτ ' οὐ διαπέμπεις καὶ πρὸς ἡμᾶς , τοὺς φίλους | ||
ἀνυπόδητος ὄρθρου περιπατεῖν γέρανος , καθεύδειν μηδὲ μικρὸν νυκτερίς . Εἶτ ' οὐ δικαίως ἔστ ' ἀπεψηφισμένος ὑπὸ τῶν θεῶν |
τε μόνον τῶν ῥημάτων πρὸς τὸ κατηγορούμενον πέφυκεν , αὐτὸ προσκατηγορεῖσθαι λεγόμενον , καὶ μίαν τήν τε κατηγορίαν ποιεῖν καὶ | ||
ἐν ταῖς προτάσεσιν , ἀλλὰ διώρισεν ἀκριβῶς τί ἐστι τὸ προσκατηγορεῖσθαι πεφυκός , ὅτι μόνον τὸ ἔστιν , ὅπερ ὅτι |
“ ἀπὸ κοινοῦ , ὅταν σὺ μέγας ὢν ἐξελαύνῃς . Φελλέως ] ὄρος . . . Ἀττικῇ ⌈ τραχὺ [ | ||
μὴ συστρέφῃ τὰ πράγματα . Ἐπέδωκε βαλάνων ἄβακα τῶν ἐκ Φελλέως . Ἔστιν ἄκμων καὶ σφῦρα νεανίᾳ εὔτριχι πώλῳ . |
τότε γὰρ ἦρχεν Ἀμεινίας Προνάπους υἱός . Θ ἐκεῖνον οὖν ἐπισκῶψαι θελήσας παρέτρεψε τὸ ι εἰς υ καὶ παρεγραμμάτισε γελοίως | ||
τῶν ἑταίρων ἐκκλέψαι βουλομένων αὐτὸν οὐκ ἐφείπετο , ἀλλὰ καὶ ἐπισκῶψαι ἐδόκει ἐρόμενος εἴ που εἰδεῖέν τι χωρίον ἔξω τῆς |
ταύτῃ πεζὸς ὥδευεν ἐπὶ Λουπίας . Καὶ ὡς ἀφίκετο , ἐντυγχάνει τοῖς ἐν Ῥώμῃ θαπτομένῳ Καίσαρι * , οἳ ἀπήγγελλον | ||
πελάγει γῇ πελάζειν μέλλωμεν , πρώταις ταῖς ἀκρωρείαις ἡ ὄψις ἐντυγχάνει , τὰ δὲ ἄλλα ὑπὸ τῆς περὶ τὸ ὕδωρ |
ἐκ τῶν συνδυαζομένων δυσκρασιῶν γενόμενά τε καὶ φαινόμενα οὖρα . Ὁποῖα δὲ τοῖς τε πολλὰ καὶ ὑπὲρ τὴν δύναμιν γυμναζομένοις | ||
Κύμῃ , τῇ πρὸ τῆς Σικελίας νήσῳ . Οἷα ] Ὁποῖα . Ἀρχῷ ] Ἡγεμόνι , τῷ Γέλωνι τῷ ἀδελφῷ |
. τὴν Πελωρίδα : Πελωρὶς ἀκρωτήριον Σικελίας τὸ βορειότατον χειρὶ σιδηρᾷ ἐπιβληθείσῃ : δηλονότι ὑπὸ τῶν Συρακοσίων ἐπιβληθείσῃ Ἀττικῇ νηΐ | ||
ἱερόν . Αὕτη ἡ βίβλος Συριακοῖς ἐγκεχαραγμένη γράμμασιν ἐν στήλῃ σιδηρᾷ ἐν λίμνῃ τῆς Συρίας κατεχώσθη ὡς προείρηται ἐν τῇ |
τήμερον . φρόντιζε δὴ καὶ διάθρει πάντα τρόπον τε σαυτὸν στρόβει πυκνώσας . ταχὺς δ ' , ὅταν εἰς ἄπορον | ||
ὧδ ' οὐδ ' ἐλαφρόν . Ἀλλ ' ἔπιθι καὶ στρόβει , μηδὲν ὀλίγον πόει : νῦν γὰρ ἔχεται μέσος |
ὅπερ οἱ πολλοὶ ἀτράφαξυν καλοῦσι . Φερεκράτης Κοριαννοῖ : ἀδράφαξυν ἕψους ' , εἶτ ' ὀκλὰξ καθημένη . ἀδύνατα εἶναι | ||
κόρον ἡβώοντα γῆρας ἀποξύσας ' εἰδυίῃσι πραπίδεσσι φάρμακα πόλλ ' ἕψους ' ἐπὶ χρυσείοισι λέβησιν . Αἰσχύλος δ ' ἐν |
τοῦ ἐλούσω . Ἀχελώϊον : ποταμὸς Αἰτωλίας . Καλλιχόρῳ : Καλλίχορον φρέαρ ἐκαλεῖτο ἐν Ἐλευσῖνι . Τριπτόλεμος : Τριπτόλεμον λέγουσιν | ||
] [ ! ] ! ! ! [ ] [ Καλλίχορον ] ? φρέαρ [ ] [ α ] ? |
καὶ ὅλον τὸ σῶμα . . . . : ὦ Κραναὰ πόλις ] τοῦτο τέτριπται ὑπὸ τῶν παλαιῶν : καὶ | ||
ἐχρήσαντο δὲ τῇ λέξει καὶ Αἰσχύλος καὶ Σοφοκλῆς . ὦ Κραναὰ πόλις ] ἤγουν ὦ Ἀθῆναι . οἱ βάρβαροι γὰρ |
κατηγόρηκα , ἢ πεποιηκὼς περὶ τὴν ἑορτὴν ἀδικεῖ , τοῦτο δεικνύτω : τὸν αὐτὸν δὲ τρόπον καὶ ἐπὶ τοῦ ἱεροσύλου | ||
γνώριμος , καὶ ὁ σὸς κηδεστὴς τὸν ἀθλοθέτην τῶν αὑτοῦ δεικνύτω φίλων , ἵν ' ὁ μὲν θαυμάζηται , ὁ |
, σκαιῇ γε μὲν ὑψόθι πολλός . Καὶ δή οἱ Στεφάνῳ παρακέκλιται ἄκρα γένεια : νειόθι δὲ σπείρης μεγάλας ἐπιμαίεο | ||
καὶ πρῶτος μὲν ἀστὴρ δύνει ὁ λαμπρότατος τῶν ἐν τῷ Στεφάνῳ , ἔσχατος δὲ ὁ ἀμαυρότερος καὶ ἔσχατος ὢν τῆς |
γύην τὸ ἔλυμα ἁρμόσῃ , τότε ὀχυρώτατός ἐστιν οὗτος οὕτω κατασκευασθεὶς ἐκ τῆς τοιαύτης ὕλης . ὁ μὲν δὴ γύης | ||
ἐνιαυτῷ δ ' ὕστερον ἑτέρῳ μετὰ τὴν πρώτην θυσίαν ὁ κατασκευασθεὶς ἐκ τῶν δημοσίων χρημάτων νεὼς συνετελέσθη τε καὶ καθιερώθη |
ὡς ἐπεδείξατό μοί τις κακοείμων , ἐξ ὀρέων παραγενόμενος , κεκαρμένος τὴν κόμην , ἐν τῷ θεάτρῳ ἀναγεγραμμένον οὔνομα ἱερογλυφικοῖς | ||
ἐν δὲ τοῖς Δημόταις οἴ μοι , τί δράσω σύμβολον κεκαρμένος ; κεκάρθαι ἔοικε τὸ ἥμισυ , ὥστε ἢ ἐκ |
παρὰ τὸ ἄγαλμα τὸ τῆς Ἀρτέμιδος : καί οἱ Βελλεροφόντης ἔπεστι καὶ τὸ ὕδωρ [ ὁ ] δι ' ὁπλῆς | ||
λίθον εἰργάσατο ἄγαλμα μὲν εἶναι Νεμέσεως , τῇ κεφαλῇ δὲ ἔπεστι τῆς θεοῦ στέφανος ἐλάφους ἔχων καὶ Νίκης ἀγάλματα οὐ |
περιθετὴν πεζῇ διὰ τῆς Περικλέους χώρας ἐσώθη . Καλλιάδης κυβερνήτης καταλαμβανόμενος ὑπὸ νεὼς ταχυτέρας τὸ πηδάλιον ἔσχαζε συχνῶς , καθ | ||
μετὰ δὲ οὗτος μὲν ἀπῇε τὴν ὁδὸν ὁ ὄνος , καταλαμβανόμενος δὲ ὑπὸ δίψης πικρῶς καὶ πνευστιῶν λίαν ἔρχεται ἐπὶ |
ἐμὰ στήσεσθαι Ἀχαιοὺς λισσομένους : χρειὼ γὰρ ἱκάνεται οὐκέτ ' ἀνεκτός . ἀλλ ' ἴθι νῦν Πάτροκλε Διῒ φίλε Νέστορ | ||
τὸ ἀποθνῄσκειν πάρισον . εἰ μέτριος εἴη μέχρι δεῦρο , ἀνεκτός , ἀλλ ' οὐκ ἀνήσει . πάλιν γοῦν ἐν |
Τηλέφου παιδὸς Τάρχωνος . . πλάναισιν : ὁ Ὀδυσσεὺς παρὰ Τυρσηνοῖς νάνος καλεῖται δηλοῦντος τοῦ ὀνόματος τὸν πλανήτην . ἐγὼ | ||
λέγων . τύρσις δὲ τὸ τεῖχος , διότι παρὰ τοῖς Τυρσηνοῖς πρῶτον ἐπενοήθη τεῖχος . τύρσις τὸ τεῖχος , ὅτι |
ἀναπαιστικὸν πενθημιμερές . πρόβολος ] τεῖχος , ἀσφαλὴς προστάτης . πρόβολος : προστάτης , τεῖχος , ἀσφάλεια . προβαλλόμενος . | ||
φυλάττειν οἷσπερ ἀγαθὸν ἦν φίλιον ὄν , ὅπως αὐτοῖς μὲν πρόβολος εἴη πολέμου , τοῖς δ ' Ἀσσυρίοις ἐπιτετειχισμένον . |
τε ἐπιμείνῃ καὶ λαμπρὸς ὁ ἥλιος , ἵνα ξηρανθῇ ὁ κέραμος , εἶπε πρὸς αὐτήν : ” ἐὰν σὺ μὲν | ||
, εἰ μὴ προηγεῖται τῷ Α τὸ Τ : πλόκαμος κέραμος κάλαμος θάλαμος κύαμος Πρίαμος . τὸ μέντοι ἰταμός καὶ |
. . . . . ξγ δʹ λζ ∠ ʹ Σέλγη . . . . . . . . . | ||
πλάνητας ἀνθρώπους , καὶ συμμεῖναι διὰ τὴν ὁμοιοτροπίαν αὐτόθι . Σέλγη δὲ ἐξ ἀρχῆς μὲν ὑπὸ Λακεδαιμονίων ἐκτίσθη πόλις , |
κατὰ πέλλας . παρ ' Ἱππώνακτι δὲ πελλίς : ἐκ πελλίδος πίνοντες . οὐ γὰρ ἦν αὐτοῖς κύλιξ , ὁ | ||
κατὰ πέλλας . τοῦτο δὲ Ἱππῶναξ λέγει πελλίδα : ἐκ πελλίδος πίνοντες : οὐ γὰρ ἦν αὐτῇ κύλιξ , ὁ |
, ἀσθενής τις οὖσα καὶ εὐτελὴς , ἐν ἑτέραις δὲ ἀναφύεται στάσεσιν , ὡς καὶ ὁ Δημοσθένης ἐν τῷ παραπρεσβείας | ||
ἐφεστίους , οἱ γὰρ ἀγχιτέρμονες διθυραμβῶδες . Γίνεται , φύεται ἀναφύεται , γεννᾶται , σπείρεται , τίκτεται , ἄρ - |
ἐπὶ τῇσι χολῇσι γένηται : ἀλλὰ τῇσι μὲν χολῇσι πολὺ ἀποῤῥεῖ , καὶ ἀποῤῥεῦσαν παύεται : τοῖσι δ ' ἐμπύοισιν | ||
τὸ ἔμβρυον γένηται : οὐ γὰρ ῥώννυται , ἀλλ ' ἀποῤῥεῖ . Γνοίης δ ' ἂν τῷδε : ὑγρὴ γίνεται |
μέσα χροιισθεῖσαι : ἃ κρίνα , λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἳ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ | ||
κρόκῳ μέσα χροιισθεῖσαι , ἃ κρίνα λείρια δ ' ἄλλοι ἐπιφθέγγονται ἀοιδῶν , οἱ δὲ καὶ ἀμβροσίην , πολέες δέ |
μάντεως πέπεικεν ὡς οὐκ ἄνευ θεοῦ προὔλεγεν , ἃ δὴ τετέλεσται . σὲ μὲν οὖν ἐπαινῶ , καὶ ὅτι τεθήρευκας | ||
Ἄλλως . ἅπαντα , φησὶ , τοῖς θεοῖς πέπρακται καὶ τετέλεσται καὶ τέλειά εἰσι πλὴν τῆς κοιρανίας : αὕτη γὰρ |
τὴν οἰκίαν δευτέρους εἶναι , καὶ μόνοις τοῖς Ἕλλησι τούτοις ἀνέῳκται ἡ Ῥωμαίων πόλις : καίτοι τί ἐστιν ἐφ ' | ||
καρδίαν ἐκφάγῃ , κατέρρηκται μὲν τῆς ψυχῆς τὸ τραῦμα , ἀνέῳκται δὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡ τῶν δακρύων θύρα , τὰ |
χρήματα ὑμῖν καταβαλόντες Θηβαῖοι τὴν συμμαχίαν εὕροντο , εὐφήμει , φαίητε ἂν , ἡμῖν Θηβαῖοι ; πόθεν ; ἢ τί | ||
Σωκράτης Ἀναξαγόρου φαυλότερος , οὔκουν , ὥς γε ὑμεῖς ἂν φαίητε , οὐδὲ Μιλτιάδης οὐδὲν ἴσως τῶν σοφιστῶν . οἶμαι |
ἀγνοεῖν . ἕκαστα δὲ τούτων ἀπαραλείπτως ἔνεστί σοι καὶ ῥᾳδίως ἐντυγχάνοντι τοῖς ὑπὸ τοῦ Πτολεμαίου πεπραγματευμένοις περὶ τούτων συντάγμασιν ἐπιγινώσκειν | ||
οἵπερ χρησιμώτατοί εἰσιν καὶ κοινῇ πᾶσιν ὑμῖν καὶ ἰδίᾳ τῷ ἐντυγχάνοντι . διόπερ δεῖ ὑμᾶς αὐτῶν ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι . Ἐγὼ |
συκίνη ναῦς : ἐπὶ τῶν παρ ' ἐλπίδα καὶ ἀναξίως εὐπραγησάντων , εἶτα θρυπτομένων ἐπὶ τοῖς παροῦσι . Ναύαρχος γὰρ | ||
. Ὁ διὸς κόρινθος . παροιμία ἐπὶ τῶν πάλαι μὲν εὐπραγησάντων , ὕστερον δ ' οὐ καλῶς ἀπαλλαξάντων . Ὀθνεῖος |
. Ἀντιφάνης δ ' ἐν Ἀνταίῳ περὶ τῆς τῶν φιλοσόφων τρυφερότητος διαλεγόμενός φησιν : ὦ ' τάν , κατανοεῖς τίς | ||
' ἀρτηρίαν συνήρπασεν . Ἀντιφάνης δὲ περὶ τῆς τῶν φιλοσόφων τρυφερότητος διαλεγόμενός φησιν : ὦ ' τάν , κατανοεῖς τίς |
, μόνον δὲ ποιεῖ : ὃ γὰρ ἔχει τῷ ἐφεξῆς διδοῦσα ἀπροαιρέτως , τὴν δόσιν τῷ σωματικῷ καὶ ὑλικῷ ποίησιν | ||
σαυτὸν διαφθείρεις , αἴσθοιτο , μέγα ἂν στενάξαι τοσούτῳ κακῷ διδοῦσα ἀφορμήν . ἀλλ ' ὑπὲρ μὲν τούτων εἰ μὴ |
ἐκ συγγενείας εἰς τὴν βασιλείαν τῷ Κομνηνῷ προσαρμόττον ἦν , ἀφιλονείκως τὴν ἀρχὴν ἀποτίθεται , οὐχ ὅπλα αἴρειν ὑπὲρ αὐτῆς | ||
ἀμφοτέροις ἀκριβῶς ἐν οἷς τε συμφωνοῦσι καὶ διαφέρονται καταμαθών , ἀφιλονείκως τὰς ἔριδας ὑπερβάς , τὴν ἀλήθειαν ἐζήτει , μηδὲν |
ὁ μὲν Ἀπίων βοήσας , ἔστι δὲ ἰδίωμα βοῆς . μεσόδμη β . . . . . , : μεσόδμη | ||
: καὶ θεμελίους δὲ λίθους αὐτοὺς ὠνόμαζον . κατῆλιψ ἡ μεσόδμη . κάπνην δὲ καὶ καπνοδόκην Εὔπολις τὸ μὲν εἴρηκεν |
' ἑκάστην ἡμέραν ἀπαναλίσκεται ὁ βίος καὶ μέρος ἔλαττον αὐτοῦ καταλείπεται , ἀλλὰ κἀκεῖνο λογιστέον , ὅτι , εἰ ἐπὶ | ||
β ↑ μο γ . Δοὺς οὖν αὐτὸ τῷ πρώτῳ καταλείπεται ἔχων Ϟ ιβ ↑ μο ιη . Ἀλλὰ καὶ |
. ὁ γὰρ ἐπιστάμενος αἰδεῖσθαι πρὸς ἑκάστην τῶν εἰρημένων ὑπεροχὴν προσέρχεται [ ] οὕτω διακείμενος οὐ διὰ τὸ ἡμαρτηκέναι τι | ||
φιλοτιμίᾳ διαλλαγεὶς Ἀγαμέμνονι . τοιγαροῦν ὅτε τῶν πολεμούντων ἡ ταραχὴ προσέρχεται ταῖς ναυσί , σφοδρότερόν πως ὑποκινεῖ τὰς χορδὰς καὶ |
οὐκ ἐς πάντας ἐξεφοίτησεν . Σταγειριτῶν νόμος οὗτος καὶ πάντη Ἑλληνικός . ὃ μὴ κατέθου φησί , μὴ λάμβανε . | ||
ὁμοίως τῷ πρωτοτύπῳ , καὶ Ἑλληνίς τὸ θηλυκόν , καὶ Ἑλληνικός , καὶ Ἑλλαδικός ἀπὸ τῆς Ἑλλάδος . Ἑλληνικόν καὶ |
κρατεῖν : πιστὸν γὰρ οὐδέν ἐστιν : εἰ δέ τις κυρεῖ γυναικὸς ἐσθλῆς , εὐτυχεῖ κακὸν λαβών . γαμεῖτε νῦν | ||
. Οὐκοῦν ἀποστείχοιμ ' ἄν , εἰ τάδ ' εὖ κυρεῖ . Ἥκιστ ' : ἐπείπερ οὔτ ' ἐμοῦ καταξίως |
τοι πᾶσα μὲν ποίησις ἡ παρ ' ὑμῶν ἀρίστη καὶ τελεωτάτη , καὶ ὅση σεμνότητος καὶ ὅση χαρίτων προέστηκεν . | ||
καὶ δι ' ἧς τὰ τέλη ταῖς ἀρχαῖς συνάψει . τελεωτάτη γὰρ ἡ τοιαύτη ζωὴ καὶ εὐδαιμονία , οὐκέτι διωρισμένως |
τε Λυδίας ἔχει ποδήρεις τίς ποτ ' ἔσθ ' ὁ μουσόμαντις † ἄλλος ἀβρατοῦς ὃν σθένει † : ποδαπὸς ὁ | ||
. . . : τίς ποτ ' ἔσθ ' ὁ μουσόμαντις , ἄτοπος ὄρνις , ὀρειβάτης ; ] . . |
σκεῦος ἐρυθροῦ χαλκοῦ ἐν ἡλίῳ ξήραινε ἐν τοῖς ὑπὸ Κύνα καύμασι , κινῶν ῥάβδῳ ἐρυθροῦ χαλκοῦ , ἕως ξηρανθῇ : | ||
αὐτῆς ἐν οἴνῳ σαπεῖσα ἐπὶ ἡμέρας μαʹ τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασι καὶ τρίχας θραύει τὰς ἐν βλεφάροις . ἡ ἡλιακὴ |
ἀπόθεστος . . . . ἀπορρώξ : ῥήσσω , τὸ σχίζω , ὁ μέλλων ῥήξω , ἀποβολῇ τοῦ ω ῥήξ | ||
ἐρυκόμενος : κωλυόμενος , κυκλούμενος , τεμνόμενος : ἐρείκω τὸ σχίζω καὶ κόπτω διὰ διφθόγγου : ἀνεφάνη γὰρ τὸ ε |
Ἔστι δὲ ταῦτα : εἰρωνεία , ἐπιτίμησις , παράλειψις , διαπόρησις , ἀποστροφή , προδιόρθωσις , ἐπιδιόρθωσις , ἀποσιώπησις , | ||
ὀδυρόμενος πάθη . Ἔτι ἐνδιάθετον ἔχει σχῆμα καὶ ἡ τοιαύτη διαπόρησις , οἷον εἶτα , ὦ τί ἂν εἰπών σέ |
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ | ||
Ἀντὶ τοῦ , πόσα σκεύη ἔχετε . γελοίως δὲ ὁ βασταζόμενός φησιν , ἀσθενῶς δὲ ἐρεῖ . ἡ δραχμὴ δὲ |
μὲν γὰρ μετοχὴν οὕτως ἐκφέρει , “ τῶν τινὰ καρρέζουσα Ἀχαιιάδων ἐϋπέπλων . ” καρρόον . παραπλησία συγκοπή , ἀντὶ | ||
ναὶ γὰρ ἐμῶν γλυκὺ φέγγος ἀποιχόμενον πάλαι ὄσσων , πολλαὶ Ἀχαιιάδων μαλακὸν περὶ γούνατι νῆμα χειρὶ κατατρίψουσιν ἀκρέσπερον ἀείδοισαι Ἀλκμήναν |
καὶ τοξότην αὐτὸν καλεῖ , οἷον ὑπηρέτην . Γ ὁ Εὔαθλος καὶ ὡς εὐρύπρωκτος καὶ ὡς λάλος κωμῳδεῖται . εἴη | ||
Κλεισθένης . Ἔστι τις πονηρὸς ἡμῖν τοξότης συνήγορος εὐρύπρωκτος ὥσπερ Εὔαθλος παρ ' ὑμῖν τοῖς νέοις . Καὶ κολλύραν τοῖσι |
ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος ἐθέλεχθρος δημοκόπος κακοικονόμος σκληραύχην θηλυδρίας ἐξίτηλος ἐκκεχυμένος σκωπτικὸς τρώκτης ἠλίθιος βαρυδαιμονίας ἐμπεφορημένος ἀκράτου . τοιαῦτα | ||
θύειν . ἐρυμάτων : στηριγμάτων . εἶργεν : ἐκώλυεν . ἐξίτηλος : ἀσθενής . ζώνη : ὁ τόπος , εἰς |
καὶ διαφωνίας . Ἐπειδὰν γὰρ ἀπαλλαγῇ ψυχὴ ἐνθένδε ἐκεῖσε , ἀποδυσαμένη τὸ σῶμα , καὶ καταλιποῦσα αὐτὸ τῇ γῆ φθαρησόμενον | ||
καὶ ὑγρῶς τὰ παλαίσματα καὶ εὐτόνως ἔσται . ἡ δὲ ἀποδυσαμένη τὴν ἐσθῆτα καὶ στᾶσα ὅλη γυμνὴ ἔνθεν ἤρξατο ἐπιτάττειν |
σύμφορόν ἐστιν ἀνδρὶ γεραιῷ : οὐ γὰρ πηδαλίῳ πείθεται ὡς ἄκατος , οὐδ ' ἄγκυραν ἔχουσιν , ἀποῤῥήξασα δὲ δεσμὰ | ||
' ἐπὶ πάσης ὁλκάδος : ὁλκὰς εἶδος φορτηγοῦ πλοίου , ἄκατος δὲ πλοίου βραχυτάτου . ὁ δὲ λόγος : διὰ |
δύο , ἵνα πλεονασάσων τῶν δυνάμεων ἐλλείψωσιν οἱ Ϟοἱ . Γενήσεται δὲ καὶ ἡ αὐτὴ τῶν μονάδων ποσότης . Γίνονται | ||
ἢ τὴν σύσχεσιν ἔσεσθαι δηλοῖ καὶ τὰ ἑξῆς . † Γενήσεται οὖν καὶ τὰς ἐπεμβάσεις τῶν ἀστέρων καὶ τὰς μετεμβάσεις |
τοῦτ ' ἐκορυβάντιζ ' : ὁ δ ' αὐτῷ τυμπάνῳ ᾄξας ἐδίκαζεν εἰς τὸ Καινὸν ἐμπεσών . ὅτε δῆτα ταύταις | ||
παρελθὼν εἰς τὸ βουλευτήριον . Γ θεύσει ] ὁρμήσει . ᾄξας ] ἀΐξας , εἰσελθών . κραγὸν : Ἀρίσταρχος ὀξυτόνως |
ὅπως οὕτω γέρων ὢν στύομαι τριέμβολον . Διαρραγείης , ὦ μέλ ' , αὐτοῖς ῥήμασιν . Οὐκ ἀποσοβήσεις ; Οὐ | ||
' ὅσαι λαλεῖν μεμελετήκασί που . τίς δ ' ὦ μέλ ' ἡμῶν οὐ λαλεῖν ἐπίσταται ; ἴθι δὴ σὺ |
ἡδυπάθειαν ταύτην τέλος εἶναι ἔφη καὶ ἐν αὐτῇ τὴν εὐδαιμονίαν βεβλῆσθαι : καὶ μονόχρονον αὐτὴν εἶναι , παραπλησίως τοῖς ἀσώτοις | ||
βλητοὺς αὐτοὺς ὀνομάζουσι παρὰ τὸ κατὰ θείαν μῆνιν ὑπὸ ἐναντίας βεβλῆσθαι δυνάμεως . Καὶ τὸ τῶν ἐπιλήπτων δὲ πάθος οὐκ |
, ἀπολεῖς με . τῶν γὰρ ἐκ τῆς ποικίλης στοᾶς λογαρίων ἀναπεπλησμένος νοσεῖς : ἀλλότριόν ἐσθ ' ὁ πλοῦτος ἀνθρώπῳ | ||
, ἀπολεῖς με : τῶν γὰρ ἐκ τῆς ποικίλης στοᾶς λογαρίων ἀναπεπλησμένος νοσεῖς : „ ἀλλότριόν ἐσθ ' ὁ πλοῦτος |
Κ . ὁ τύραννος [ . ] . κότταβος ἐκ Σικελῆς ἐστι χθονός , ἐκπρεπὲς ἔργον , ὃν σκοπὸν ἐς | ||
ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν . Κριτίας δὲ οὕτως : κότταβος ἐκ Σικελῆς ἐστι χθονὸς ἐκπρεπὲς ἔργον , ὃν σκοπὸν ἐς λατάγων |
τὰ ἐν τῷ νοητῷ τὰ αὐτά , πότερον ὁμώνυμος ἢ συνώνυμος ἡ κοινωνία τῶν τῇδε πρὸς τὰ ἐκεῖ ; [ | ||
, ὁμώνυμός τε εἴη πρὸς τὸν τὸ ἦθος ἄγριον καὶ συνώνυμος . τούτοις δὲ κἀκεῖνα παρόμοια , ὅσα ἀπὸ τῶν |
ἢ φλέγματος , οὔτε σήπει ὁμαλῶς , οὔτε τὸ σίελον ἀναδιδοῖ : ὅσον τε ἐν αὐτῷ ἐστιν ἰκμάδος , ἢ | ||
Οὗτος ὦν ὁ Ἲς ποταμὸς ἅμα τῷ ὕδατι θρόμβους ἀσφάλτου ἀναδιδοῖ πολλούς , ἔνθεν ἡ ἄσφαλτος ἐς τὸ ἐν Βαβυλῶνι |
προείλετο πρὸς γάμον συμπραττόντων ἐκείνων . οὕτω δ ' ἐστὶ πετρώδης ἡ νῆσος ὥστε ὑπὸ τῆς Γοργόνος τοῦτο παθεῖν αὐτήν | ||
καὶ ἡδεῖα οὐδὲν ἀντίτυπον ἢ δύσβατον ἔχουσα , ἡ δὲ πετρώδης καὶ τραχεῖα πολὺν ἥλιον καὶ δίψος καὶ κάματον προφαίνουσα |
ὑποστησάμενος ὑπέρ τινων φυγάδων ἐξ Ἡρακλείας : παχὺς γὰρ ὗς ἔκειτ ' ἐπὶ στόμα . καὶ πάλιν : ἐτρύφησεν , | ||
δὲ λαὸς ἧστο πρόσθε τειχέων νεκροὺς ὄπισθε θέμενος , ὧν ἔκειτ ' ἀγών . ἱππεῦσι δ ' ἱππῆς ἦσαν ἀνθωπλισμένοι |
λάβρακα ζώοντα παρήλασαν , εἴ σφι παρείη : εἰ δὲ θάνοι , τάχα οἵ τις ὑπὸ στόμα θῆκε μόλιβδον , | ||
τί μοι λέγεις ; Μὴ σοί γέ που δύστηνος ἀντήσας θάνοι . Πρέπον γέ τἂν ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε . |
φασγάνου ἀκˈμᾷ , κρύψαν ἔνερθ ' ὑπὸ γᾶν διφˈρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι , πατˈροπάτωρ ἔνθα οἱ Σπαρτῶν ξένος κεῖτο , λευκίπποισι | ||
ὁ Πέλοψ , ἑτέρωθι δὲ ὁ Βωμός . ὃν ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος βωμῷ : τὸ μνῆμα τοῦ Πέλοπος τὸ |
οὐ μὴν ἅπασα λέξις ἡ καθ ' ἓν μόριον λόγου ταττομένη ἐπὶ τῆς αὐτῆς λέγεται τάσεως , ἀλλὰ ἣ μὲν | ||
, Μεγαρέων δάκρυα ἔλεγον . Μετὰ Λέσβιον ᾠδόν : παροιμία ταττομένη ἐπὶ τοῖς τὰ δεύτερα φερομένοις , ἐξ αἰτίας τοιᾶσδε |
ὑπεγράψατο . Εἰδότες οὖν χαίροντα πάντα τὰ κρείττονα ὁμοιώσει τῶν ὑποδεεστέρων καὶ βουλόμενοι αὐτὰ ἀγαθῶν οὕτω πληροῦν διὰ τῆς κατὰ | ||
πεῦσις δὲ ἡ μακροῦ δεομένη λόγου : ἀνάκρισις δὲ ἡ ὑποδεεστέρων ἐξήγησις . ἐπάνοδος καθόδου διαφέρει . ἐπάνοδος μέν ἐστι |
' ἂν ἀξιόλογος καὶ ἡ Θούλη , καὶ ἡ μεγάλη Σκάνδεια , ἣ κεῖται ὑπὸ τὴν Κιμβρικὴν χερρόνησον : ἔκκειται | ||
τοπικὰ ἐκ Σκαμβωνιδῶν καὶ ἐν Σκαμβωνιδῶν καὶ εἰς Σκαμβωνιδῶν . Σκάνδεια , ἐπίνειον Κυθήρων , ὡς Παυσανίας τρίτῳ . Σκαπτησύλη |
ἐλαύνοντος τὸν ἵππον . Καὶ πῶς , ἔφη , οὐδὲ μεταστρέφεται ; καὶ ὁ Κῦρος ἔφη : Μαινόμενος γάρ τίς | ||
λόγον : οὐ γὰρ ἅμαξα : ὅτι ὁ λόγος ῥᾳδίως μεταστρέφεται . Στρηνιᾷ : ἐπὶ τῶν ἀναίδην σκωπτόντων . Στησίχορος |
. Ἐκκλησίας οὔσης παραγίνονταί τινες πρέσβεις παρὰ Περσῶν καὶ παρὰ Σιτάλκους πάλιν , οἱ μὲν στρατιὰν ἄγοντες , οἱ δὲ | ||
κολακείᾳ κωμῳδεῖται . ὁ κῆρυξ καλεῖ ἄλλον πρεσβευτὴν ἐλθόντα παρὰ Σιτάλκους τοῦ Θρᾳκῶν βασιλέως , πρὸς ὃν ἦσαν ἀποστείλαντες αὐτὸν |
αὐτῶν ὁ ὀρυκτὸς σκώληξ , ἐχόμενος δ ' ἐστὶν ὁ ξυστός , εἶθ ' ὁ σκευαστός , δηκτικώτερος μέντοι καὶ | ||
τυρὸς χλωρός , τυρὸς ξηρός , τυρὸς κοπτός , τυρὸς ξυστός , τυρὸς τμητός , τυρὸς πηκτός . Ἐν ὅσῳ |
δὲ μία κατ ' ἐκείνους τοὺς χρόνους ξυλόφρακτος ἄνευ σιδήρου δεδεμένη ταῖς σανίσιν αὐταῖς , ἣν καὶ μέχρις ἐμοῦ τοιαύτην | ||
καὶ ἐξαίφνης προσπίπτει τοῖς γόνασιν ἡμῶν γυνή , χοίνιξι παχείαις δεδεμένη , δίκελλαν κρατοῦσα , τὴν κεφαλὴν κεκαρμένη , ἐρρυπωμένη |
, καὶ τοῖς τοιούτοις : ὁ δὲ κυριώτατος ἐπίλογος , συγχωρήσατέ μοι πρὸς τὴν ἐρωμένην ἀπελθεῖν : συγχωρήσατέ μοι σχολῆσαι | ||
κυριώτατος ἐπίλογος , συγχωρήσατέ μοι πρὸς τὴν ἐρωμένην ἀπελθεῖν : συγχωρήσατέ μοι σχολῆσαι τῷ πάθει : μή με καταναγκάσητε παρατάξασθαι |
' ἕκαστον τάγμα , ἐπὶ δὲ τοῖς ἄλλοις , τοῖς ὑποδεεστέροις , καθ ' ἕκαστον μέρος κατασκόπους ἤτοι σκουλκάτορας , | ||
ἐνίοτε δὲ καὶ ὀλίγον ὕδωρ παραμίγνυται : παρὰ δὲ τοῖς ὑποδεεστέροις ζύθος πύρινον μετὰ μέλιτος ἐσκευασμένον , παρὰ δὲ τοῖς |
τῷ ἐμῷ , οὐδὲ ὅστις ἐς ὄψιν τὴν ἐμὴν καταστὰς αὐτεπάγγελτος ἐς τὸν πόλεμον ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα , ἔξω | ||
, εἰς ἐπιορκίας ἂν ἀνάγκην περιειστήκει : ὀμωμοκὼς δὲ νῦν αὐτεπάγγελτος οὐδὲν αἰσχρὸν ἑαυτῷ φαίνεται συνειδώς . μὴ γὰρ ὑπολάβωμεν |
νίκας νενίκηκεν : οὑτοσὶ δὲ Χαιρέστρατος τηλικοῦτος ὢν τετριηράρχηκε , κεχορήγηκε δὲ τραγῳδοῖς , γεγυμνασιάρχηκε δὲ λαμπάδι : καὶ τὰς | ||
χάριτας ὑμᾶς ἀπαιτοῦσιν . οὐ γὰρ εἴ τις ἱπποτρόφηκεν ἢ κεχορήγηκε λαμπρῶς ἢ τῶν ἄλλων τῶν τοιούτων τι δεδαπάνηκεν , |
. ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης γυναικεῖος . οἱ δὲ τραγικὸν ἔνδυμα ἐσκευοποιημένον καὶ ἔχον | ||
Ἴωνες δὲ ἐπεκτείνοντες ἦα φασίν . ἑανός : γυναικεία ἐσθὴς ποδήρης . ἐγγύη : γάμου ἀπογραφή . ἔγκαφος : ὁ |
νῦν , μικρὰ πρόφασις καὶ τὸ τυχὸν πταῖσμα ταχέως αὐτὰ διέσεισε καὶ κατέλυσεν . καὶ πολλάκις εὑρίσκω λογιζόμενος οὐ μόνον | ||
πλοῖα τῶν Ῥοδίων ἐνέβαλε , τοῖς δὲ πετροβόλοις τὰ τείχη διέσεισε , τοῖς δ ' ὀξυβελέσι τὰ φαινόμενα τῶν σωμάτων |
λίνον ἐπιφερόμενος , ἕτερος δ ' ἐπὶ τῆς πρῴρας τῷ πηδαλίῳ κατὰ μικρὸν προάγων τὸ σκάφος καὶ λύχνον ἐν κεράμῳ | ||
αὐτὸν β συνεχεῖς καὶ ὁ ἐν ἀρχῇ τοῦ πρὸς τῷ πηδαλίῳ καταστρώματος λαμπρὸς καὶ τῶν ἐν τῇ τρόπει γ ὁ |
δέ γε , ἐὰν ἀπειλῇ , νὴ Δί ' ἑτέραν ᾄσομαι . “ ὦ ' νθρωφ ' , οὗτος ὁ | ||
ἐπαμφοτερίζει . ἤτοι γὰρ τὴν ἐμαυτοῦ κεφαλὴν ἁρμόσας τοῖς στεφάνοις ᾄσομαι τὸν ἐπίνικον , ἢ οὕτως : τὸν ἐπίνικον ᾄσω |
, τὸ δὲ θηήσασθαι ἤως θεωρῆσαι καὶ ἀποστείλασθαι : γράφεται θηήσασθαι , ἤγουν θεωρῆσαι καὶ ἀναπολήσασθαι . Δούρασι : ξύλοις | ||
τε καὶ ὄλβῳ , ἐλπομένη καὶ ἔτ ' ἄλλα κακώτερα θηήσασθαι , παῖδας μὲν κταμένους , κεραϊζομένην δὲ πόληα καὶ |
] τῶν μετοικισθέντων νεοσσῶν . ὑστερόποινον ] ἤτοι ὕστερον . παραβᾶσι ] τοῖς . παραβᾶσι ] ἤγουν τοῖς παρανόμοις ἐκείνοις | ||
ὀξείας βοῆς γινόμενον . Ὑπὲρ τῶν μετοικισθέντων νεοσσῶν πέμπει τοῖς παραβᾶσι καὶ μετοικίσασιν αὐτοὺς ὕστερον τιμωρίαν . μετοίκων ] τῶν |
βοηθεῖν . εἰσὶ δὲ οἳ καὶ κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τοῖς δωματίοις ἔμενον ἀπρόϊτοι , καὶ πολλοὶ ἐξ αὐτῶν αὐτοῦ θνῄσκοντες | ||
εἰ γνήσιος . . ἐκαλεῖτο δέ τις ἐν τοῖς νυμφικοῖς δωματίοις καὶ κλίνη παράβυϲτοϲ , ἧς μέμνηται Ὑπ . ἐν |
τὴν τέχνην μὴ ἐνεργοῦντος ; ἡ γὰρ ἄνευ πράξεως θεωρία ψιλὴ πρὸς οὐδὲν ὄφελος τοῖς ἐπιστήμοσιν : οὐ γὰρ ὁ | ||
τὴν πρὸς τἀγαθὸν ὁμοίωσιν . καίτοι οὕτως οὐ μόνον γνῶσις ψιλὴ τῶν μαθημάτων παρεδίδοτο , ἀλλὰ καὶ ζωὴ προσήκουσα αὐτοῖς |
παρ ' αὐτῆς ἡ μετὰ νοῦν τῇ μετ ' αὐτὴν ἐλλάμπουσα καὶ τυποῦσα , ἡ δὲ ὡσπερεὶ ἐπιταχθεῖσα ἤδη ποιεῖ | ||
δὲ ἡ τοῦ παντὸς ψυχὴ ἡ μὴ ἐν σώματι , ἐλλάμπουσα δὲ ἴχνη τῇ ἐν σώματι : καὶ ἥλιος δὴ |
. . . Λοκροὶ οἱ Ἀμφισσεῖς ] πόλις τῆς Λοκρίδος Ἄμφισσα . . . μᾶλλον δὲ ] ἐπειδὴ δῆμον κατὰ | ||
ληʹ δʹʹ Λίλαια νʹ ιβʹʹ ληʹ δʹʹ Λοκρῶν Ὀζολῶν μεσόγειος Ἄμφισσα μθʹ ∠ ʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ Λοκρῶν Ἐπικνημιδίων μεσόγειος |
ἄλλα δὲ ἀπέβη : οὐ γὰρ ἦν ὁ πρότερος ὃν ἐθεάσω , ἀλλὰ σοί τις τῶν ψευδηγόρων παρέστη ψευδέσιν ἐξαπατῶν | ||
δύναμις ἀνθρώπων . . ἄρηξις ] βοήθεια . ἐδέρχθης ] ἐθεάσω . . ὀλιγοδρανίην ] ἀσθενῆ δύναμιν . . ὀλίγην |
κάλυπτε . . ἀντὶ τοῦ καλύπτου τὸ σκιάδειον . . πηνίκ ' ἄττ ' ἀπώλετο : 〚 Ὅτι 〛 οὐκ | ||
τε μύρτα . ὡστ ' οὐκ ἔτ ' οὐδεὶς οἶδε πηνίκ ' ἐστὶ τοὐνιαυτοῦ . μέγιστον ἀγαθόν , εἴπερ δι |
σιγῆς . τοῖς δὲ τὸ κενὸν περὶ τὸν οὐρανὸν ὑποτιθεμένοις πεπέραται μὲν ὁ οὐρανός , οὐ θιγγάνει δὲ τοῦ κενοῦ | ||
ἅπτεσθαι δὲ οὐ πρὸς ἅπαντα , οἷον ἡ πηχυαία γραμμὴ πεπέραται μὲν πρὸς ἅπαντα τὰ ἄλλα θεωρουμένη : ἤδη γάρ |
ὑπτία , ἀφανίζουσα τοῖς θηραταῖς τὰ ἴχνη : ἑαυτὴν γὰρ ἐπισύρει κατὰ νώτου . καὶ παρεισελθοῦσα ἡσυχάζει , καὶ τρόπον | ||
τριῶν δακτύλων , καὶ διείληπται ἐξ ἄκρων σχοίνῳ , καὶ ἐπισύρει τὸν τεθηραμένον . καὶ κύρτον τις τῶν ἐν τῇ |
πρῶτον μὲν ἡ ξανθὴ , ἔπειτα δ ' ἡ μέλαινα καλεομένη . Μαρτύριον δὲ σαφέστατον , εἰ ἐθέλεις τῷ αὐτέῳ | ||
. Τὰ δὲ κάτω πλευρέων , ἡ αἱμόῤῥους ἡ παχείη καλεομένη φλὲψ τοῖσι σφονδύλοισιν αὖθις ἐφ ' ἑωυτῆς διαδιδοῖ , |
ὄνυχι τὴν ὑποῦσαν πέτραν . ὑπὸ δὲ τῇ Πειρήνῃ τὸ Σισύφειόν ἐστιν , ἱεροῦ τινος ἢ βασιλείου λευκῶν λί - | ||
σὺ δέξῃ παρ ' αὐτοῦ ἀμογητὶ οὐ σκύφον , ἀλλὰ Σισύφειόν τι βάρος ἀναδιδόντος ; Ἄνθρωπε , μή μοι ἀνάλυε |