Συγγενικοῖς . ἐκ δὲ τοῦ πάλλακος ἡ παλλακὴ καὶ ἡ παλλακίς , ἡ κόρη . πανστρατιᾷ : οὕτω λέγει καὶ
Μιλτὼ πρότερον καλουμένη . συνηκολούθει δὲ αὐτῷ καὶ ἡ Μιλησία παλλακίς . ὁ δὲ μέγας Ἀλέξανδρος Θαίδα εἶχε μεθ '
5245463 Ἀλαστωρ
αὐτῇ συνῆλθεν . Ἐπεὶ μέντοι γάμου καιρὸς ἦν καὶ παρῆν Ἀλάστωρ , εἷς τῶν Νηλειδῶν , ἀξόμενος αὐτὴν , ᾧ
φησὶ πεποιῆσθαι , ἃς οἱ κιθαρῳδοὶ ᾄδουσιν . . : Ἀλάστωρ . . . . Κατὰ δὲ Ἀπολλόδωρον , ἀπὸ
5029244 σκηπτουχος
Ταύτης γὰρ τὸ ἐπίσημόν ἐστι τὸ σκῆπτρον : ὅθεν καὶ σκηπτοῦχος , ὁ βασιλεύς . Τὸ δὲ ἀμφέπει ποιητικὸν ἀντὶ
Ὀρσάβαρίς τε καὶ Εὐπάτρα . παρήγετο δὲ καὶ ὁ Κόλχων σκηπτοῦχος Ὀλθάκης καὶ Ἰουδαίων βασιλεὺς Ἀριστόβουλος καὶ οἱ Κιλίκων τύραννοι
4989357 νοθος
οὗτος δεκατέσσαρσιν , εἴ γε ἀκριβὴς εἴη : εἰδέ γε νόθος ἐν ὥραις περιορίζεται δώδεκα . Τὸ δ ' ὑποκείμενον
ναοῦ τῆς Ἥρας μὴ ἔχοντες βοῦς . Λιτυέρσης Μίδου υἱὸς νόθος , ὃν ὁ Ἡρακλῆς ἀνεῖλεν ὄντα κακόξενον . ἠνάγκαζε
4939517 Πολυχαρης
, καθ ' οὓς πολιτεύσουσι . καὶ ἡιρέθησαν οἵδε : Πολυχάρης , Κριτίας κτλ . , τῶι μὲν οὖν πρώτωι
ἦγον Ἠλεῖοι καὶ ἀγώνισμα ἦν σταδίου μόνον , ὅτε ὁ Πολυχάρης ἐνίκησεν , τούτῳ τῷ ἀνδρὶ ἐγένοντο βοῦς : καὶοὐ
4903074 Μελανιππος
ταῖς βασάνοις . ἐπεὶ δὲ μακρὸν τοῦτο ἦν , ὁ Μελάνιππος ἧκεν ἐπὶ τὸν Φάλαριν , καὶ ὡμολόγησεν οὐ μόνον
Ἀντέρως ἐν τοῖσδε τοῖς γενναίοις ἐσώζετο . Χαρίτων γὰρ καὶ Μελάνιππος ἐς ἔρωτα ἀλλήλοιν συνεπνευσάτην : καὶ ὁ μὲν Χαρίτων
4899657 γαμει
Ἐπεὶ δὲ τοῦτ ' οὐκ ἔστι , κακοδαίμων σφόδρα ὅστις γαμεῖ γυναῖκα , πλὴν ἐν τοῖς Σκύθαις : ἐκεῖ μόνον
ὑπὸ Διὸς ἐξεπέμφθη . Πολύδωρος δὲ Θηβῶν βασιλεὺς γενόμενος Νυκτηίδα γαμεῖ , Νυκτέως τοῦ Χθονίου θυγατέρα , καὶ γεννᾷ Λάβδακον
4880628 γαμετη
πλησίον δὲ τῶν Ὀνηγησίου οἰκημάτων γενόμενον ὑπεξελθοῦσα ἡ τοῦ Ὀνηγησίου γαμετὴ μετὰ πλήθους θεραπόντων , τῶν μὲν ὄψα , τῶν
ἦν σοφίστρια καὶ διδάσκαλος λόγων ῥητορικῶν : ὕστερον δὲ καὶ γαμετὴ αὐτοῦ γέγονεν . Γ κἀντεῦθεν ἀρχὴ τοῦ πολέμου :
4860624 μητηρ
φρονήσειν Χαιρέαν , ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός , ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ ; μνησθήσεται ἔτι , οἴει
δὲ ὁ τοῦ ἀνδρὸς πατὴρ τῇ νύμφῃ καὶ ἑκυρὰ ἡ μήτηρ , οἷον τῇ Ἑλένῃ , φησίν , ὁ Πρίαμος
4847189 υἱος
ἀρίστης τῶν εὐπαθειῶν , χαρᾶς , γέλως , ὁ ἐνδιάθετος υἱὸς θεοῦ τοῦ διδόντος αὐτὸν μείλιγμα καὶ εὐθυμίαν εἰρηνικωτάταις ψυχαῖς
, Μιτυληναίων ἄποικος , ἧς οἰκισταὶ Σκαμάνδριος καὶ Ἀσκάνιος , υἱὸς Αἰνείου . . . . Κεφάλων δέ φησιν ὅτι
4798525 ἀπολις
νόμους παρείρων χθονὸς θεῶν τ ' ἔνορκον δίκαν ὑψίπολις : ἄπολις ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι τόλμας χάριν : μήτ
ὄλωλας κοὐκέτ ' εἶ , βλέπουσα φῶς , ἄπαις ἄνανδρος ἄπολις ἐξεφθαρμένη . οὐ καινὸν εἶπας , εἰδόσιν δ '
4798466 πατριωτης
λέγεταί τινος ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως ἐλεύθερος ἐλευθέρου , πατριώτης δὲ ὁ τῆς αὐτῆς χώρας δοῦλος δούλῳ : ἡ
ἐστιν ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς πόλεως , ἐλεύθερος ἐλευθέρῳ , πατριώτης δὲ ὁ ἐκ τῆς αὐτῆς χώρας , δοῦλος δούλῳ
4745337 Βιας
καὶ Πολύβοια καὶ Ἀμφιάραος ἐγένοντο . Μελάμπους μὲν οὖν καὶ Βίας καὶ οἱ ἀπ ' ἐκείνων οὕτω τῆς ἐν Ἄργει
παραζευγνύναι , Σάτυρος δὲ Λυκοῦργον . . . , : Βίας Τευτάμου , Πριηνεὺς , προκεκριμένος τῶν ἑπτὰ ὑπὸ Σατύρου
4738434 αὐτονομος
οὔτε ἄλλῳ δυναστεύοντι τῶν ἐθνῶν οὐδενί , ἀλλ ' ἦν αὐτόνομος . , . . Μαρκελλῖνος ᾧ συνῆν Σαλούστιος ὁ
Φίλιππον ἐκχωρεῖν ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος , ὅπως ἀφρούρητος ᾖ καὶ αὐτόνομος , ἀποδοῦναι δὲ καὶ τοῖς παρεσπονδημένοις τὰς βλάβας εὐδοκουμένως
4733076 γαμον
υἱῶν ταύτην ἐσκέψατο . συνέθετο γὰρ τῷ Αἰγύπτῳ συνάψαι πρὸς γάμον τὰς ἑαυτοῦ θυγατέρας τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ . ἑτοίμως δὲ
, ἃ συνέβησαν αὐτῷ μετὰ ⌈ τοὺς γάμους [ τὸν γάμον ] , ⌈ ἀναβοᾶται [ ἀναβοᾷ καὶ ] τὸ
4727474 τισουσι
ἕκαστος κατὰ τὰς ἐπιθυμίας τῶν ἀνθρώπων τῶν ἁμαρτανόντων . ἀλλὰ τίσουσι δίκην τινά : κεῖται δὲ αὐτοῖς μετάνοια διὰ τὸ
παραιφασίη δέ τις ἔσται ἥττης : οὐ λήσουσι πόλιν , τίσουσι δὲ ποινήν . ταῦτα μὲν δὴ ἐπὶ τοσοῦτον εἰρήσθω
4725987 πατρις
, πατρὸς δ ' αὖ κητοφάγοιο , μητρόθεν Ἰδογενής , πατρὶς δέ μοί ἐστιν ἐρυθρή Μάρπησσος , μητρὸς ἱερή ,
ἔθηκε τὰ ὅπλα πρὸ τοῦ στρατηγίου καὶ εἰπὼν , Ὦ πατρὶς , βεβοήθηκά σοι καὶ λόγῳ καὶ ἔργῳ , ἀπέπλευσεν
4720814 φιλος
' ἴσης φυλάττεσθαι καὶ μὴ πιστεύειν μηδὲν μᾶλλον , κἂν φίλος ἢ συνήθης ἢ πρὸς αἵματος εἶναι δοκῇ ; Πάντας
πάντα φέροντες ἐϋσσέλμῳ ἐνὶ νηῒ κάτθεσαν , ὡς ἐκέλευσεν Ὀδυσσῆος φίλος υἱός . ἂν δ ' ἄρα Τηλέμαχος νηὸς βαῖν
4710537 παις
δεῖ ἡμέας ἀλλήλων πειρηθῆναι ; Εἶς μέν μεο τῆς ἀδελφεῆς παῖς , ἔχεις δέ μεο ἀδελφεόν . Σὺ δή μοι
ἡμᾶς ὁμολογίαν . Καὶ ἧς μὲν ἐγὼ ἐπεδικασάμην , ἡ παῖς τύχῃ χρησαμένη καμοῦσα ἀπέθανεν : ἡ δ ' ἑτέρα
4707492 ἠστην
χῆνες οὐκ ἦσαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν , δύο δ ' ἤστην μόνω . προσελθοῦσι δ ' αὐτοῖς καὶ ὠνουμένοις ἔφη
κᾆτα ἐμιμήσαντο ἐς τὸ εὖ καὶ καλῶς . φιλοχρημάτω τε ἤστην καὶ ἡδονῶν ἀκράτορε . καὶ τὸν τρόπον ἀφειδεστάτω ἤστην
4698054 παιδα
δῆτ ' ἐστὶ πάσχειν τοῦτ ' ἐμέ , τὸν Λευκολοφίδου παῖδα τοῦ Πορθάονος ; Ἐξ Ἡρακλείας ἀργύριον ὑφείλετο . Ἔστι
ἐπὶ Κρεούσῃ τῇ ταύτης ἀδελφῇ , ἐξ ἧς Κρεούσης ἔσχε παῖδα Ἀσκάνιον . ὕστερον δὲ τῆς Τροίας πορθουμένης ἐλευθερωθεὶς ὑφ
4686771 Πριαμιδων
ὅτου πάσχεις τάδε . λέγοιμ ' ἄν . ἦν τις Πριαμιδῶν νεώτατος , Πολύδωρος , Ἑκάβης παῖς , ὃν ἐκ
ὃ κἀμὲ καὶ τέκν ' εἰδέναι χρεών ; χρυσοῦ παλαιαὶ Πριαμιδῶν κατώρυχες . ταῦτ ' ἔσθ ' ἃ βούληι παιδὶ
4675355 ἀπωλετο
δυστυχίαν ἐλεήσας : περιπαθεῖς ἄγαν αἱ Φοίνισσαι τῇ τραγῳδίᾳ . ἀπώλετο γὰρ ὁ Κρέοντος υἱὸς ἀπὸ τοῦ τείχους ὑπὲρ τῆς
ὄναρ ] ἐν Ἰσθμῷ γινόμενος τὸν ἴδιον υἱὸν ζητεῖν . ἀπώλετο ὁ υἱὸς αὐτοῦ διὰ τὸν μῦθον τὸν Μελικέρτειον .
4665865 οἰκετης
καὶ τὸ καινότατον αὑτοὺς ζηλοτυπούντων , ἀγνοούντων δὲ ὡς κατάρατος οἰκέτης ἢ οἰκονόμος πεδότριψ ὑπεισιὼν λαθραίως ἐμπαροινήσει , τὸν κακοδαίμονα
σύμμαχος ἐπὶ ποδάγραν : ἀγροὶ δὲ καὶ ἵπποι καὶ πονηρὸς οἰκέτης οὐχ ὑποδεξάμενος φερόμενον νῦν μὲν ᾄδεται πρὸς ἡμᾶς ,
4663983 τεθνηκεν
' αὐτόν ; τί δ ' ] οὐκ , εἰ τέθνηκεν , τούτου αἰτία εἶ σύ , ἐπεὶ οὐ ζῶσαν
Ἀττικοῖς παρολκῇ τοῦ μαλα γίνεται , καθάπερ ἦ μάλα δὴ τέθνηκεν . ἦ μάλ ' ἐλαφρὸς ἀνήρ . τὸ δὲ
4655658 ὀψιγονος
κατὰ τοὺς πολλοὺς ποιητὰς τηλύγετος εἴτε ὁ ἀγαπητὸς εἴτε ὁ ὀψίγονος , ὁπότε τινὶ πρὸς τῷ γήρᾳ παῖς γένοιτοκαὶ τηλυγέτη
δοκεῖ ἀναρμόστως ἀποδοθῆναι . δέον γὰρ οὕτως εἰπεῖν : ὥσπερ ὀψίγονος παῖς ποθεινὸς τῷ πατρί , οὕτω καὶ τὸ ὕστερον
4655596 Πριαμος
ὁ τρόπος : οὐδὲ γὰρ αὐτὴ ἐγέννησεν , ὁ δὲ Πρίαμος ἐξ ἄλλων γυναικῶν : † ἡμεῖς δὲ πεντήκοντά γ
βαρβάροις καὶ Ἕλλησιν . ἡ δὲ ὑπόθεσίς ἐστι τοιαύτη : Πρίαμος ὁ Λευκίππης καὶ Λαομέδοντος ἐξ Ἑκάβης τῆς Δύμαντος ἢ
4653801 ἐδεκτο
ἐννεσίῃσιν , ἀέθλιον Ἡρακλῆι ὕστερον ὄφρα γένοιτο , πάγος Κερύνειος ἔδεκτο . σὺν δὲ καὶ ὧλλοι : τῆς νεωτέρας Ἰάδος
οὐδέ μιν ἔμπης ἔλλαθεν , ἀλλ ' ἐνόησε κακορραφίην καὶ ἔδεκτο παῖδ ' ἑτέρην , ἀμφοῖν δ ' ἐμίγη συνομαίμοσιν
4634277 βαρβαρος
ἀπὸ ἔθνους : διπλοῦν δὲ τὸ ἔθνος , Ἕλλην ἢ βάρβαρος . μετὰ τὸ κοινὸν ἐρχόμεθα ἐπὶ τὸ ἴδιον :
ἐγένετο . δεκάτῳ δὲ ἔτει μετ ' αὐτὴν αὖθις ὁ βάρβαρος τῷ μεγάλῳ στόλῳ ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα δουλωσόμενος ἦλθεν .
4629164 θεραπων
γενναῖός που κἀναφέρων ἐς τὴν ὑφ ' Ἡρακλεῖ τροφήν , θεράπων δὴ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου ,
' ἴσως . Ἀλλ ' ἐκποδὼν πτήξωμεν , ὡς ἐξέρχεται θεράπων τις αὐτοῦ πῦρ ἔχων καὶ μυρρίνας , προθυσόμενος ,
4617828 λαγβατα
τῷ γ , [ ἐν ] οἷς ὑποτέτακται ἐν τῷ λάγβατα ὅρκια ” . τὴν δὲ διὰ τοῦ γ γραφὴν
× – ˘ – οἳ δ ' ἀμφινίσονται Νέδαν ἐσκληκότα λάγβατα ὅρκια πισσοκώνητον μόρον λάσκουσι κύνες λεκτρίτῃ θρόνῳ λεόντειος πόρος
4612533 μωμον
τὸ μὲν ἄξιον ἐπαίνου ἐπαίνωι τιμᾶν , τῶι δὲ ἀναξίωι μῶμον ἐπιτιθέναι : ἴση γὰρ ἁμαρτία καὶ ἀμαθία μέμφεσθαί τε
τῷ προσώπῳ εὐειδεῖς καὶ ἐπιτερπεῖς , ἐοικότες γυναικί , ἀλλὰ μῶμον ἕξουσιν ἐν τῷ ἀριστερῷ ὀφθαλμῷ ἢ περὶ τὸν ἕνα
4604330 δορυφορος
, πίπτειν ἐξ ἀνάγκης ὀφείλουσιν . ὁ μὲν δὴ σώματος δορυφόρος πλοῦτος φύσεως εὕρημα καὶ δῶρον ὢν ἤδη λέλεκται .
ἄλυπον καὶ ἄφοβον , ἔτι σοι τύραννος ἔσται τις ἢ δορυφόρος ἢ Καισαριανοὶ ἢ ὀρδινατίων δήξεταί σε ἢ οἱ ἐπιθύοντες
4601931 φιλτατον
εἶτα βαρύφωνος γέρων , τηθίδος πατήρ , ἔπειτα γραῦς καλοῦσα φίλτατον . ὃ δ ' ἐπινεύει πᾶσι τούτοις . οὐθεὶς
βλέπεις τ [ καὶ πρῶτον αὐτὴν κατὰ μόνας [ τὸν φίλτατον καὶ τὸν γλυκύτατον [ ] ! οτρ ? ?
4599777 Κρηθηος
, ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι , φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο : ἣ ποταμοῦ ἠράσσατ ' Ἐνιπῆος
, ἣ φάτο Σαλμωνῆος ἀμύμονος ἔκγονος εἶναι : φῆ δὲ Κρηθῆος γυνὴ ἔμμεναι Αἰολίδαο : εἶτα τὸ ἑξῆς : τοὺς
4597542 γεινομενον
ἅμ ' αἰδοίοισιν ὀπηδεῖ , ὅντινα τιμήσωσι Διὸς κοῦραι μεγάλοιο γεινόμενόν τε ἴδωσι διοτρεφέων βασιλήων . ἔπη μὲν οὖν ποιεῖν
ἀλλ ' ἐμὲ μὲν κὴρ ἀμφέχανε στυγερή , ἥπερ λάχε γεινόμενόν περ καὶ ὕστερον αὖτε τὰ πείσεται , ἅσσα οἱ
4593994 ἐγαμηθη
ἦν μειρακίσκος , Πυθιὰς δὲ ἡ Ἀριστοτέλους θυγάτηρ τρισὶν ἀνδράσιν ἐγαμήθη , πρῶτον μὲν Νικάνορι τῷ Σταγειρίτῃ , οἰκείῳ ὄντι
καὶ Μυρτοῦς , ἀπὸ κώμης Κυνοκεφάλων . ἡ δὲ Μυρτὼ ἐγαμήθη Σκοπελίνῳ τῷ αὐλητῇ , ὃς τὴν αὐλητικὴν διδάσκων τὸν
4576024 θυγατηρ
' ἕτερον ὄνομα , τιμωρῶν πατρί . ἡ σὴ δὲ θυγάτηρ ἰδίοισιν ὑμεναίοισι κοὐχὶ σώφροσιν ἐς ἀνδρὸς ἤιει λέκτρ '
* τμηθῇ , ἣν αὐτῷ ἐχαρίσατο . τούτου τοῦ Πτερελάου θυγάτηρ ὑπῆρχε Κομαιθὼ καὶ ἄρρενες παῖδες Χρόμιος , Τύραννος ,
4561140 πατρωιος
κοῦροι Ἀχαιῶν : τοιοῦτον γάρ τί φησι : ξένος ἄρα πατρώιος εἶ , μεγάλων ἄρα δώρων ἐπιθυμεῖς . καὶ ἐπ
? ? [ : ] κεῖνος δὴ Νόος ἐστὶν ἐμὸς πατρώιος Ἑρμῆς . τῷ μάλα πόλλ ' ἐπέτελλε καμεῖν περικαλλέα
4550523 νυμφιος
, πάντας ἐψυχαγώγησεν : ἦν δὲ διθυραμβοποιός . καὶ ὁ νυμφίος Φιλόξενε , εἶπε , καὶ αὔριον ὧδε δειπνήσεις :
, εἰ γάμου χρῄζεις , μηδ ' ἄγριος θὴρ ἀλλὰ νυμφίος γίνου . ” ὁ δὲ πτερωθεὶς τῇ δόσει τε
4549900 ἀποκτεινας
. ταῦτα ἤδη Ἀχιλλέως καθάπτεται , ὅτι τὸν ἄνδρα αὐτῆς ἀποκτείνας ἔχει αὐτὴν συνοικοῦσαν , καὶ δεῖ αὐτῇ πολλῆς παραμυθίας
λέγοντι δὲ ἐπ ' ἀληθείᾳ Πάτροκλός ἐστιν ὁ τὸν Λᾶν ἀποκτείνας : οὗτος γὰρ καὶ ὁ μνηστευσάμενός ἐστιν Ἑλένην .
4549429 γενεῃ
λέγει , ἀλλ ' ἐν τιμῇ . . ἀμφότερον , γενεῇ τε καὶ οὕνεκα σὴ παράκοιτις κέκλημαι : ἡ διπλῆ
. . ἐπεί ἑό φημι βίῃ πολὺ φέρτερος εἶναι καὶ γενεῇ πρότερος . τοῦ δ ' οὐκ ὄθεται φίλον ἦτορ
4548117 πεφευγασιν
Κρόνου ἐπὶ τὸν ὡροσκόπον ἢ τὸ μεσουράνημα γένηται , δύο πεφεύγασιν : Ἀφροδίτη , λέγε νεώτερον , ἀπὸ μʹ ἕως
μᾶλλον δὲ αὑτῶν ἔξω . Οὐ δύνανται οὖν ἑλεῖν ὃν πεφεύγασιν , οὐδ ' αὑτοὺς ἀπολωλεκότες ἄλλον ζητεῖν , οὐδέ
4547710 γυνη
ἀτρεκέως ταῦτα : περὶ δὲ τῆς λειότητος , εἰ ἑτέρη γυνὴ ψαύσειε τῶν μητρέων κενεῶν ἐουσέων , οὐ γὰρ ἄλλως
ἔχει δὲ οὕτως : “ σὲ δ ' ἄλλη τις γυνὴ κεκτήσεται , σώφρων μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον , εὐτυχὴς
4536894 Πολυβωτου
λόγος . ἄδηλον δέ , πότερον θυγατέρα ἢ θεράπαιναν τοῦ Πολυβώτου λέγει . ἡ τοῦ Πολυβώτου οὖν , φησί ,
πότερον θυγατέρα ἢ θεράπαιναν τοῦ Πολυβώτου λέγει . ἡ τοῦ Πολυβώτου οὖν , φησί , λυμαίνεταί με , ἥτις πρώην
4536056 πατρη
ὁ Ποσειδῶν ἦ μὰν ἀμφοτέροισιν ὁμὸν γένος ἠδ ' ἴα πάτρη , ἀλλὰ Ζεὺς πρότερος γεγόνει καὶ πλείονα ᾔδει .
καί φησι παρὰ Ποσειδίππῳ : ἔφαγόν ποτε Μῃόνιον βοῦν : πάτρη γὰρ βρώμην οὐκ ἂν ἐπέσχε Θάσος . Μίλων δ
4524795 συμμαχος
οὐδ ' ἐγὼ γὰρ ἤλπισα . ἐκεῖνος εἶ σύ ; σύμμαχός γέ σοι μόνος . ἢν δ ' ἀνσπάσωμαί γ
ἐλήλυθα : ἀνὴρ γὰρ ἀλκῆς μυρίας στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας γῆς ἐρημώσας πέδον
4524545 δυναστης
ὅ τε γὰρ μυρίους ἐπὶ μυρίοις ἀνελὼν ἀδίκως λῃστὴς ἢ δυνάστης ἢ τύραννος οὐκ ἂν ἑνὶ θανάτῳ λύσειεν τὴν ἐπὶ
τ ' ἔχων τὸ μῆκος , οὐ θηρῶν ἁπλῶς πάντων δυνάστης ἀθρόων γενήσομαι ; Λύκον δὲ γαυρωθέντα καρτερὸς λέων ἑλὼν
4520855 ὀλβιον
κάρη παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγανοῖς χαίτην θεράπευε ,
ἐς Αἴτναν , ἔνθ ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι , ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ ' . ἀλλ ' ἐπέων γλυκὺν
4519029 ξεινος
αὐτὸς κλισμὸν θέτο ποικίλον , ἔκτοθεν ἄλλων μνηστήρων , μὴ ξεῖνος ἀνιηθεὶς ὀρυμαγδῷ δείπνῳ ἀηδήσειεν , ὑπερφιάλοισι μετελθών , ἠδ
σχεθέτω , ἵν ' ὁμῶς τερπώμεθα πάντες , ξεινοδόκοι καὶ ξεῖνος , ἐπεὶ πολὺ κάλλιον οὕτω : εἵνεκα γὰρ ξείνοιο
4513187 χρησμος
εὐρύοπα Ζεύς . ἆρά γε καὶ μόνον τοῦτο εἴρηκεν ὁ χρησμός ; οὒκ , ἀλλ ' ὥσπερ ἐπισφραγίζεται τὴν γνώμην
. ἄναξ : ὁ Κύζικος . φάτις : φήμη ἢ χρησμός . ὁ δὲ στόλος ἐνταῦθα ὡς περιληπτικὸν ὄνομα συντάσσεται
4506550 προγονος
ἡ γῆ καταβραβεύειν τῶν λοιπῶν ἐπέχουσα αὐτὴ τὰ πάντα ὡς πρόγονος . Πᾶσαι μὲν οὖν αἱ προκείμεναι ἀγωγαὶ χρηματιστικαὶ καὶ
, ἄνδρες γενειοσυλλεκτάδαι , ἰχθὺν ἐσθίει ; ἢ καθάπερ ὁ πρόγονος ὑμῶν Μελέαγρος ὁ Γαδαρεὺς ἐν ταῖς Χάρισιν ἐπιγραφομέναις ἔφη
4504428 πατηρ
τοῦ δεῖνος . ἀπόκριναι ἀπροαίρετον , οὐ κακόν . ὁ πατὴρ τὸν δεῖνα ἀποκληρονόμον ἀπέλειπεν [ ] . τί σοι
δίδου καὶ μὴ ἀπαίτει : πᾶσα γὰρ θέλει δίδοσθαι ὁ πατὴρ ἐκ τῶν ἰδίων χαρισμάτων . Μακάριος ὁ διδοὺς κατὰ
4502134 Τυνδαρεως
εἴ τις εἴποι Ἀλεξάνδρου παῖδας τοὺς Ἀλεξανδρεῖς . Οἰβάλου δὲ Τυνδάρεως καὶ οἱ λοιποὶ τῶν Λακώνων προὔχοντες . κατὰ δὲ
τιθέμενος τιθήμενος , δότης δώτης , Κόρα Κώρα , Τυνδάρεος Τυνδάρεως , μήστορα μήστωρα , Διόνυσος Διώνυσος . Ἐπέκτασις δέ
4497076 Πριαμου
Ἀγαμέμνων . ἄγει δὲ καὶ Ἑρμῆς παρ ' Ἀλέξανδρον τὸν Πριάμου τὰς θεὰς κριθησομένας ὑπὲρ τοῦ κάλλους , καὶ ἔστιν
Δευ - τέρῃ δὲ λέγουσι γενεῇ μετὰ ταῦτα Ἀλέξανδρον τὸν Πριάμου ἀκηκοότα ταῦτα ἐθελῆσαί οἱ ἐκ τῆς Ἑλλάδος δι '
4494690 γημαμενη
τὰς συνθήκας . ἀνθ ' ὧν ἡ γυνὴ ἡ νόμῳ γημαμένη αὐτῷ παμμέγιστον ἀνδριάντα ἐν Κυρήνῃ ἀνέστησεν , αὐτὸν ἀμειβομένη
ἑνὸς αἰτίου . καίτοι δυσὶν ἀδελφοῖς ἀμφοτέροις πονηροῖς ἐν μέρει γημαμένη , κουριδίῳ μὲν τῷ προτέρῳ , τῷ δ '
4491834 ἀδελφεος
Ἕκτωρ καὶ τῷ δ ' ἅμ ' Ἀλέξανδρος κί ' ἀδελφεός . . Οὐ λέληθε δέ με ἡ ὑπαρκτικὴ τῶν
ἐπῆν στρατηγὸς Κλεόμβροτος [ ὁ ] Ἀναξανδρίδεω , Λεωνίδεω δὲ ἀδελφεός . Ἱζόμενοι δὲ ἐν τῷ Ἰσθμῷ καὶ συγχώσαντες τὴν
4490400 μολῃ
προσιδεῖν ἐθέλεις ὅντινα κεῖται , δέρκου θαρσῶν : ὁπόταν δὲ μόλῃ δεινὸς ὁδίτης , τῶνδ ' ἐκ μελάθρων πρὸς ἐμὴν
τύραννον ἐμπορεύεται , κείνου ' στὶ δοῦλος , κἂν ἐλεύθερος μόλῃ , ” ἐνέβαινεν ἐς τὸ σκάφος . καὶ ἐν
4484452 μαγος
οὔτε γὰρ ἐν τῷ παραδόξῳ , οὗ παράδειγμα τοῦτο : μάγος ὑπέσχετο ἐν τρισὶν ἡμέραις τύραννον καθελεῖν : σκηπτοῦ κατενεχθέντος
αὐτὸς υἱὸν πενθοῦντι καὶ ἐν σκότῳ ἑαυτὸν καθείρξαντι προσελθὼν ἔλεγε μάγος τε εἶναι καὶ δύνασθαι ἀναγαγεῖν τοῦ παιδὸς τὸ εἴδωλον
4479437 Λακαινα
– ˘ – × – ] ἔχεις Ὦ Τυνδάρεια παῖ Λάκαινα [ – ˘ – σὺ δ ' ὦ τὸ
Λάκαιναν οὐδαμῶς , ὡς Εὐριπίδης παραλόγως φησὶν „ τὴν ὡς Λάκαινα τῶν Φρυγῶν μείων πόλις „ . Μιαρία ἀδόκιμον ,
4476350 μορῳ
πρὸς τῶν μάγων πεπονθότος τιμωρέειν ἐμοί , οὗτος μὲν ἀνοσίῳ μόρῳ τετελεύτηκε ὑπὸ τῶν ἑωυτοῦ οἰκηιοτάτων : τούτου δὲ μηκέτι
τυχοῦσα : παύσει . ἢ σχήσει : τίνι μόρῳ : μόρῳ μὲν τῷ θανάτῳ , πότμῳ δὲ τῇ προφάσει .
4464502 κεινος
τοῖς καλοῖς μηδὲ μισῇ τὰ μὴ καλά ; ἢ ' κεῖνος ὃς ἂν τῇ μὲν φωνῇ καὶ τῷ σώματι μὴ
αὐτὸς νοέῃ μήτ ' ἄλλου λέγοντος ἐν θυμῷ βάλληται , κεῖνος δ ' αὖτ ' ἀχρήϊος ἀνήρ . οἱ δὲ
4452643 Πολυδωρος
. λέγοιμ ' ἄν . ἦν τις Πριαμιδῶν νεώτατος , Πολύδωρος , Ἑκάβης παῖς , ὃν ἐκ Τροίας ἐμοὶ πατὴρ
οὐκ ἔστιν τόδε . ὅ τ ' ἐν φιλίπποις Θρηιξὶ Πολύδωρος κάσις . εἰ ζῆι γ ' : ἀπιστῶ δ
4450215 ἐγαμησεν
τὸν Νεοπτόλεμον τὴν Ἑρμιόνην : Νεοπτόλεμος γαμεῖ νιν : οὐκ ἐγάμησεν αὐτὴν κατὰ τοῦτο ὅτι τέκνα οὐκ ἔσχεν ἀπ '
Τρώων ὅπλ ' ἔδωκαν Ἑλλάδος τιμᾶν Μακεδόνων εἵνεκ ' εὐανδρησίας ἐγάμησεν Ἑλένη τὸν θεοῖς στυγούμενον γαμεῖ δ ' ὃ μὲν
4447339 πεμπεν
Πηλεύς ἤματι τῷ , ὅτε ς ' ἐκ Φθίης Ἀγαμέμνονι πέμπεν , „ τέκνον ἐμόν „ : σημειοῦνταί τινες ὅτι
ἵν ' ᾖ τῆς ἑαυτοῦ . τῷ κε καὶ ἐλδομένους πέμπεν : παρατατικὸν εἴληφεν ἀντὶ συντελικοῦ , καὶ ἔστιν ὑπερβατὸς
4446438 Κινυρα
ταναοῖς ποσί [ : ] [ - κομος ] νοτία Κινύρα χάρις [ ] [ ἐπὶ παρσενικᾶν ] χαίταισιν ἵσδει
ἐὰν πλουτῇ καὶ μή . ἐὰν δ ' ἄρα πλουτῇ Κινύρα τε καὶ Μίδα μᾶλλον , ᾖ δὲ ἄδικος ,
4440909 Τυδευς
, ὅταν βούλησθε . οἱ δὲ στρατηγοί , μάλιστα δὲ Τυδεὺς καὶ Μένανδρος , ἀπιέναι αὐτὸν ἐκέλευσαν : αὐτοὶ γὰρ
Ὠλενίαν ἀδελφὸν ἴδιον . . . . Ξ , : Τυδεὺς ὁ Οἰνέως , Αἰτωλὸς μὲν ἦν τὸ γένος ,
4435121 γημαι
. Πολυξένη ἐστὶ θυγάτηρ Πριάμου , ἣν ὁ Ἀχιλλεὺς βουληθεὶς γῆμαι , εἰσῆλθεν ἐν τῇ Τροίᾳ , καὶ κατὰ λόχον
: Ἡμίσταθμον , ὃ τοῦ πατρὸς ψευδώνυμος , ἔστω Ὃς γῆμαι δμωῆς υἱέϊ δῶκε κόρην : Στῆσον δ ' αὖ
4431483 Θυεστης
πρὸ τέλους γραφήν : οἷον , κηδεστής : Ὀρέστης : Θυέστης : σεσημείωται τὸ παλαίστης διὰ διφθόγγου . Τὰ διὰ
Ἔτι τὰ διὰ τοῦ ΕΣΤΗΣ μὴ ὄντα ἐπιθετικὰ : Ὀρέστης Θυέστης Ἀκέστης . τὸ μέντοι κηδεστής καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται
4429261 Ἑλενη
ἡ παρθένος . καὶ γεωργοῖς παρέχεις σεαυτήν : ἡ δὲ Ἑλένη καὶ ποιμέσι καὶ κιθαρῳδοῖς : μηδὲ δούλων καταφρονήσῃς ,
λαμβάνῃς , μηδὲν ἀδικεῖσθαι νόμιζε . Ἀλλ ' οὐδὲ ἡ Ἑλένη τοῦ Τηλεμάχου τὸν πατέρα εὑροῦσα τῇ τοῦ Τηλεμάχου μορφῇ
4428239 ἐμῳ
οὐκ ἔστιν ὅ τι ὕστερον αὐτῷ ἡμάρτηται [ , τῷ ἐμῷ πατρί ] , οὐδ ' ὅ τι οὐ πεποίηται
ἔσθ ' ὑπάλυξις , ἄφαρ δέ σε Παλλὰς Ἀθήνη ἔγχει ἐμῷ δαμάᾳ : νῦν δ ' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις
4425970 κτεινας
ἔχων ὑπὸ τὴν ἀσπίδα λαθραίως περιέβαλε τὸν Φρύνωνα , καὶ κτείνας ἀνεσώσατο τὸ χωρίον . ὕστερον μέντοι φησὶν Ἀπολλόδωρος ἐν
περὶ τὰ τοιαῦτα μέχρι τούτων οὕτως : ὧν δὲ ὁ κτείνας ἐφ ' οἷς τε ὀρθῶς ἂν καθαρὸς εἴη .
4424453 ἀδελφη
λογισμὸν ἡ φωνή . θεοῦ δὲ τοῦτο . πρόσταξις ἧκεν ἀδελφὴ τῆς προτέρας προστιθεῖσα θαλαττίῳ χλαμύδος βαφῇ λιθοκόλλητον ταινίαν φέρουσάν
. Παλεῦσαι γὰρ τὸ ἀπατῆσαι φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς
4424136 δυσαπαλλακτος
ἕλκῃ τις ὑπὸ νωθείας οὐ δυνάμενος πεισθῆναι , καὶ ᾖ δυσαπάλλακτος ἀφ ' ἑκάστου λόγου ; Σὺ δὲ δὴ τί
κατακείσθω : ἐπὶ θάτερον καὶ πυριήσθω . Ἡ δὲ νοῦσος δυσαπάλλακτος . Ἢν δὲ ἄγχιστα ἔωσιν , ἐμέειν θαμινά :
4422372 Τανταλου
διεμέρισαν πρὸς ἀλλήλους : * * σοῦ . . Υἱὲ Ταντάλου ] ὦ Πέλοψ , υἱὲ τοῦ Ταντάλου , τὰ
τῆς εὐδαιμονίας . Ὅμοιόν ἐστι τὸ κῶλον τῷ περὶ τοῦ Ταντάλου ἐν τῷ Αʹ Εἴδει τῶν Ὀλυμπίων : . .
4420827 μενοινᾳ
εἶναι , καί οἱ πάντα γένοιτο , ὅσα φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ . ” ἦ ῥα , καὶ ἀμφοτέρῃσιν ἐδέξατο καὶ
ἀνδρὶ ἑκάστῳ , ἀγγελίας προϊεῖσα : νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ . ἡ δὲ δόλον τόνδ ' ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ
4406622 ἐνηρατο
Τεῦκρος δ ' Ἀρετάονα δῖον . Ἀντίλοχος δ ' Ἄβληρον ἐνήρατο δουρὶ φαεινῷ Νεστορίδης , Ἔλατον δὲ ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων
τετραμμένος ἐπὶ στόμα . . . . Μηριόνης δὲ Φέρεκλον ἐνήρατο , τέκτονος υἱόν Ἁρμονίδεω , ὃς καὶ Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο
4399799 ἡγεμονευε
νεωτέροις , ἀλλὰ τῆς Θεσσαλίας . . τῶν αὖθ ' ἡγεμόνευε μενεπτόλεμος Πολυποίτης , υἱὸς Πειριθόοιο , τὸν ἀθάνατος τέκετο
: ἡ διπλῆ περιεστιγμένη , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει τῶν αὖ ἡγεμόνευε Φιλοκτήτης ἀγὸς ἀνδρῶν , ὁ δὲ ποιητὴς προδιασυνίστησιν ἐν
4397766 ἐγηματο
† θαλάμοις † ἐν ᾧ κεῖνος οὐκ ἔγημεν ἀλλ ' ἐγήματο , καὶ Αἰσχύλος ἐν Ἀμυμώνῃ σοὶ μὲν γαμεῖσθαι μόρσιμον
Μήδεια : ὃν γὰρ ἐκεῖνος οὐκ ἐβούλετο Ἰάσονα , τούτῳ ἐγήματο καὶ συναπῆρεν αὐτῷ . ζητεῖται δὲ τί δήποτε τὴν
4397427 Τελαμωνος
] δ ' ἐν Τίρυνθι τέμενος / Ἐνυαλίου μετὰ / Τελαμῶνος τε καὶ Πηλέως / [ καὶ ] Ὀικλέος ἐπὶ
νήφοντες μὲν κακῶς βουλεύονται , μεθύοντες δὲ καλῶς διαπράττονται . Τελαμῶνος : ὁ δὲ νοῦς ὅτι τὰ ἐναντία λέγομεν ἑαυτοῖς
4395066 Δανδαμις
, ὑποτάξας μου τῶι ὑπομνηματικῶι . . . . . Δάνδαμις ὁ τῶν Βραχμάνων διδάσκαλος διηγούμενος τὰ κατὰ τὸν Μακεδόνα
προήσεσθαι , εἰ μὴ μεγάλα ὑπὲρ αὐτοῦ λάβοι . ὁ Δάνδαμις δέ , ” Ἃ μὲν εἶχον , “ φησίν
4389722 ἐμος
ἐστιν , ὡς ὁ σὸς λόγος . ὁ δὲ δὴ ἐμὸς ὅστις , πολλάκις μὲν ἤδη εἴρηται , οὐδὲν δὲ
οὐδὲν κρεῖσσον οἰκείου φίλου . νυμφευμάτων μὲν τῶν ἐμῶν πατὴρ ἐμὸς μέριμναν ἕξει , κοὐκ ἐμὸν κρίνειν τόδε . ἀλλ
4387726 ἀτιμος
αὐτῷ τούτων τῶν κινδύνων ἐμέλησεν , ἀλλ ' ἐβουλήθη καὶ ἄτιμος εἶναι [ καὶ τὰ χρήματ ' αὐτοῦ δημευθῆναι ]
πάρεστι ] ἡ Ἑλένη . πάρεστι ] ἰδεῖν αὐτήν . ἄτιμος ] πολύτιμος . ἀλοίδορος ] οὐ γὰρ λοιδοροῦμεν αὐτὴν
4387612 ἀλεγεινοι
δορή δορέη ] ξείνια ξεινήια , πολέμια πολεμήια , ἀλγεινοί ἀλεγεινοί . Διαίρεσις δέ ἐστι συλλαβῆς μακρᾶς ἀνάλυσις ἢ διάστασις
πυλῶν πυλέων , Εὔτυχον Εὐτύχιον , πολέμια πολεμήϊα , ἀλγεινοί ἀλεγεινοί , Ἡρακλεία Ἡρακληεία δύναμις . Συγκοπή ἐστιν ἀποκοπὴ συλλαβῆς
4379317 δουλος
τῷ γὰρ ἐμός τί μᾶλλον ὑπακούεται οἶκος ἢ ἵππος ἢ δοῦλος ἤ τι τῶν τοιούτων ; Αἱ κτητικαὶ ἀπὸ γενικῶν
μηδεὶς ὑμᾶς ἐγράφετο . ἐγὼ δὲ ἐξιόντας μὲν οὐκ εἶδον δοῦλος ὢν τῆς ἀνάγκης , ἣν οἶσθα , γράψαι δὲ
4377645 ἐτιομεν
Μαστορίδης , ὃν νῶι Κυθηρόθεν ἔνδον ἐόντα ἶσα φίλοισι τοκεῦσιν ἐτίομεν ἐν μεγάροισιν . ἡ διπλῆ ὅτι παραλλήλως καὶ διδασκαλικῶς
, οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος ἑταίρων τῆς ᾗ μιν παρὰ νηυσὶν ἐτίομεν ἔξοχον ἄλλων νηλής : καὶ μέν τίς τε κασιγνήτοιο
4376990 ἀπεβιω
τῆς Ἑσπέρας , ὅπως τε Θευδέριχος ὁ τῶν Γότθων βασιλεὺς ἀπεβίω καὶ Ἀμαλασοῦνθα ἡ τοῦδε παῖς ὑπὸ Θευδάτου ἀνῄρηται καὶ
ἐπεπτώκει , καὶ μόλις φοράδην ἐς τὰ οἰκεῖα ἠγμένος αὐθημερὸν ἀπεβίω . διαδέχεται δὲ τὴν ἀρχὴν Θευδίβαλδος ὁ παῖς ,
4375575 οὐδαμα
, καὶ μέντοι καὶ τῆς ἀθεΐας ἠνέγ - καντο μισθὸν οὐδαμὰ οὐδαμῆ μεμπτόν . οὕτω δὲ ἄρα ἦν ἡδονῆς ἥττων
. Ἐν μέσῳ δὲ ἀμφοτέρων ἕστηκεν ξόανον ἄλλο χρύσεον , οὐδαμὰ τοῖσι ἄλλοισι ξοάνοισι εἴκελον . τὸ δὲ μορφὴν μὲν
4368613 Αἰσωπειον
ψευδέσιν ἀληθῆ . ὅμοιον γάρ ἐστι τοῦτο τῷ κατὰ τὸ Αἰσώπειον αἴνιγμα Σειληνῷ , ὃς ὁρῶν τὸν αὐτὸν ἄνθρωπον χειμῶνος
Αἰθίοπα σμήχων : ἐπὶ τῶν μάτην ἀνήνυτον ἔργον ἐπιτελούντων . Αἰσώπειον αἷμα : ἐπὶ τῶν δυσαπονίπτοις ὀνείδεσι καὶ κακοῖς συνεχομένων
4368169 σος
λαὸς ἅλις ὃς κεῖται νεκρός . τοσαῦτ ' ἔλεξε . σὸς δὲ Πολυνείκης γόνος ἐκ τάξεων ὤρουσε κἀπήινει λόγους .
δειροτομῆσαι . καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ ' εἴποι , σὸς φίλος υἱός , ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς
4364729 διδοι
ἔθεε φέρων τὴν ἀγγελίην ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον , περαιωθεὶς δὲ διδοῖ τὸ βυβλίον τῷ Μεγαβάζῳ . Ὁ δὲ ἐπιλεξάμενος καὶ
Σελήνην διαμετρῶν , εἰ μὲν αὐξιφωτεῖ , προεδρίαν καὶ βίον διδοῖ καὶ ἐπίσημον καὶ ἀρχικὸν σημαίνει , ἤθεσιν ὁρμητήν τε
4364167 τεκεθ
Χείρωνι ὁ Ἰάσων , Ἡσίοδός φησιν : Αἴσων , ὃς τέκεθ ' υἱὸν Ἰήσονα , ποιμένα λαῶν , ὃν Χείρων
γαμηθῆναι . . . Υ : Ἶλος δ ' αὖ τέκεθ ' υἱὸν ἀμύμονα Λαομέδοντα ] ἐξ Εὐρυδίκης τῆς Ἀδράστου
4363116 πατρωιον
οὕτω τὸ παλιντράπελον πρὸς τὸ πότμον νόει , τὸ δὲ πατρώιον πρὸς τὸ πῆμα . ἔχει δὲ λόγον καὶ πρὸς
τ ' οὐλοχύτας τε παρέσχεθον . αὐτὰρ Ἰήσων εὔχετο κεκλόμενος πατρώιον Ἀπόλλωνα : “ Κλῦθι ἄναξ Παγασάς τε πόλιν τ
4358197 Εὐπειθεος
ὃ θαρσαλέως ἀγόρευε . τοῖσιν δ ' Ἀντίνοος μετέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ καὶ χαλεπόν περ ἐόντα δεχώμεθα μῦθον
. ” τὸν δ ' αὖτ ' Ἀντίνοος προσέφη , Εὐπείθεος υἱός : “ ἔσθι ' ἕκηλος , ξεῖνε ,
4355073 ἐλλοβιον
τάριχος αὑτῷ οὕτω μέγα ὠψωνηκέναι χθὲς ἐλέγετο ἢ τῇ γυναικὶ ἐλλόβιον ἐωνῆσθαι πέντε δραχμῶν ὅλων ; τἀμὰ οὗτοι σπαθῶσι τοῦ
μὲν ὁ φιλόσοφος Ἀριστοκλῆς πρότερον ἐκαλεῖτο καὶ ἐτέτρητο τὸ οὖς ἐλλόβιον φορήσας ὅτ ' ἦν μειρακίσκος , Πυθιὰς δὲ ἡ
4353007 ἀδελφος
: ὁ Χῖος ῥήτωρ Καύκαλος , ὁ Θεοπόμπου τοῦ ἱστοριογράφου ἀδελφός . . . . : φασὶ δὲ αὐτόν τε
. τοιοῦτος ἦν καὶ Ἀλέξαρχος ὁ Κασσάνδρου τοῦ Μακεδονίας βασιλεύσαντος ἀδελφός , ὁ τὴν Οὐρανόπολιν καλουμένην κτίσας . ἱστορεῖ δὲ
4350239 ἐυφρονεων
, ὅς ῥα Πύλοιο ἄναξ ἦν ἠμαθόεντος : ὅ σφιν ἐυφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν : ὦ φίλοι Ἀργείων ἡγήτορες ἠδὲ
ἀγγελίῃ Φινεὺς πέλεν . ὦκα δὲ τόνγε Αἰσονίδης , περιπολλὸν ἐυφρονέων , προσέειπεν : “ Ἦ ἄρα δή τις ἔην
4340740 Νεοπτολεμος
ᾤκησαν , καθὰ καὶ αὐτὸς ὁ Πίνδαρος σημαίνει λέγων : Νεοπτόλεμος δ ' Ἀπείρῳ διαπρυσίᾳ , βουβόται τόθι πρῶνες ἔξοχοι
μέλλει πρὸς ἀκτὰς ναυστολεῖν Φθιώτιδας : αὐτὸς δ ' ἀνῆκται Νεοπτόλεμος , καινάς τινας Πηλέως ἀκούσας συμφοράς , ὥς νιν
4337648 κλαιοντος
ἀπόπροθι : μακρόθεν , μακρὰν , ἔμπροσθεν . μυρομένοιο : κλαίοντος , θρηνοῦντος : γράφεται τειρομένοιο : δαμαζομένου . Ἔρχεται
ζητῶν τροφήν . γενόμενος δὲ κατά τινα τόπον ἤκουσε παιδίου κλαίοντος καὶ γραὸς λε - γούσης αὐτῷ : ” παῦσαι
4334362 χὠ
' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον .
: κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ ,
4328500 ξενος
τὸν ξενίζοντ ' οὐδεὶς πώποτ ' ᾐτιάσαθ ' ὡς εἴη ξένος . καί μοι λαβὲ τὰς μαρτυρίας . Περὶ μὲν
τὴν πόλιν ταύτην λίθον προσενέγκηι , ἐλεύθερος γίνεται , κἂν ξένος ἦι . ἔστι καὶ ἑτέρα Ἱεροδούλων , ἐν ἧι

Back