ἐκαρτέρουν πρὸς κῦμα λακτίζοντες : ἐς δὲ γῆν πάλιν κλύδων παλίρρους ἦγε ναῦν . σταθεῖσα δὲ Ἀγαμέμνονος παῖς ηὔξατ '
πάλιν ὑποστρέφει βίοτον ἐξ Ἅιδα . ἰὼ δίκα καὶ θεῶν παλίρρους πότμος . ἦλθες χρόνωι μὲν οὗ δίκην δώσεις θανών
8054072 εἰκαια
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα
7903629 συντριψεις
βουλευτηρίου . κλαστάσεις ] κλονήσεις , διασείσεις ἢ κλάσεις καὶ συντρίψεις ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν περιτεμνομένων κλημάτων . ἐν πρυτανείῳ :
τὰς μὲν πλαγίας λαμβάνων καταδύσεις , τὰς δὲ ἀντιπρώρους κινδυνευούσας συντρίψεις καὶ ἐμπρήσεις , καθάπερ εἴρηται : ἐὰν δὲ λάβῃς
7866817 πραγματευτης
Χρεμύλου καὶ τῆς Πενίας ἐστὶ πραγματική . ἔμπορος : ὁ πραγματευτής , κυρίως δὲ ἄνθρωπος ὁ πλέων θάλασσαν , παρὰ
: Ἐλθών . . ἦλθον . . ἔμπορος : Ἤγουν πραγματευτής . . . Πραγματευτὴς , κυρίως ὁ κατὰ θάλατταν
7790248 θρωσκει
ἐκχωρήσας δαίμονι , ὅστις τὴν ὀξύτητα τοῦ πυρὸς προσβάλλων † θρώσκει αὐτὸν † αἰσθητικῶς καὶ μᾶλλον ἐπὶ τὰς ἀνομίας αὐτὸν
ἀγκοίνῃσι λίνοιο κυκλωθεὶς ξιφίης μέγα νήπιος ἀφροσύνῃσιν ὄλλυται , ὃς θρώσκει μὲν ὑπεκδῦναι μενεαίνων , ἐγγύθι δὲ τρομέων πλεκτὸν δόλον
7780694 βαυ
' ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ
ἀνδρὸς ἄνδρα Κερκίδας ἀπέκτεινεν . × – ˘ “ βαύ βαύ ” καὶ κυνὸς φωνὴν ἱείς . ἀνὴρ ὅδ '
7767488 ἀγχομενος
καὶ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ λευκὰ πελιδνὰ , καὶ ἐξορᾷ ὡς ἀγχόμενος : ἐνίοτε καὶ τὴν χροιὴν μεταβάλλει , καὶ ἐκ
αἰὲν ὀρούων , ὁπποῖος περὶ νύσσαν ἀεθλοφόρος θοὸς ἵππος , ἀγχόμενος παλάμῃσι καὶ ἡνιόχοιο χαλινῷ . οἱ δ ' ἄρ
7718639 σιωπᾳς
. Τί κέκραγας ; Ἐμβαλῶ σοι πάτταλον , ἢν μὴ σιωπᾷς . Ἀτταταῖ ἰατταταῖ . Οὗτος σύ , ποῖ θεῖς
; γελοῖον , ὃς κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . Βουβὼν ἐπήρθη
7704221 ἐξεπραξεν
. ἔχειν ] τὸν στρατόν . πόρον ] πορείαν . ἐξέπραξεν ] † ἤγουν κατώρθωσεν . Βόσπορον ] † τὸν
ἐξῆλθεν . ἐξέπραξεν ] ἐτελέσθη . ἐξέπραξεν ] ἐτελείωσεν . ἐξέπραξεν ] ἐτελείωσεν ἑαυτὴν ἢ ἠφάνισεν ἐκείνους . θ οὐδ
7664843 δειμαινεις
. πατὴρ δέ ς ' οὐχ ὧδ ' ὡς σὺ δειμαίνεις , τέκνον , προδοὺς ἐάσει δωμάτων τῶνδ ' ἐκπεσεῖν
οἷόν τε ] πῶς οἷόν τε τοῦτο ] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής
7654398 ἐμπνεων
; Ὦ Πνεῦμα Ἅγιον , δι ' οὗ Θεὸς ἅπασιν ἐμπνέων συνέχει καὶ διασῴζει καὶ ἐπὶ τὸ τέλειον ἀνάγει ,
πῦρ δὲ ἐκ μέσης ᾄττει τῆς νεώς , ἐς ὃ ἐμπνέων ὁ ἄνεμος πλεῖ ἡ ναῦς ἔτι καθάπερ ἱστίῳ χρωμένη
7645498 Ἀντιασας
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα .
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ :
7628474 περιπιτνει
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται
7597127 ἀτρεμεοντα
ἢν μὴ κατὰ φύσιν κείμενα ᾖ , καὶ τὰ μὴ ἀτρεμέοντα ἐν τῷ αὐτέῳ σχήματι , καὶ αἱ πωρώσιες ἀσθενέστεραι
βοηθεῖ . ἀποργέστερον : ἀπηνέστερον . ἀπαιωρέεται : ἀποκρέμαται . ἀτρεμέοντα : ἠρεμοῦντα . ἀποπαλήσει : σαλεύσει καὶ σφοδρᾷ κινήσει
7585668 ἐκδεχου
ἐστίν . οὔ : ἀλλ ' ἐν βοὸς κοιλίᾳ καθήμενος ἐκδέχου σου τὴν μάμμην , μέχρις σε χορτάσῃ . ὁ
τὸ ἀργύριον κατὰ μέρος Ϛ οὐ λήψῃ ἄρτι κομητάτον , ἐκδέχου δέ ζ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου μετὰ χαρᾶς
7584934 ὀστρακινος
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος
7584678 εἱμενος
εἵλως καὶ εἱκώς καὶ εἱλίζω καὶ εἱλόμην καὶ εἷμα καὶ εἱμένος καὶ εἷνα καὶ εἵποντο καὶ εἷσεν εἱστήκει καὶ εἵως
μακρὰ βιβάς : πρόσθεν δὲ κί ' αὐτοῦ Φοῖβος Ἀπόλλων εἱμένος ὤμοιιν νεφέλην , ἔχε δ ' αἰγίδα θοῦριν δεινὴν
7572756 δοξαζουσα
ἀκρότατον ἀγαθόν . ὡσαύτως καὶ τὸ ψεῦδος οἴεται ἀληθές : δοξάζουσα γὰρ τὸν θεὸν πάντα δύνασθαι , οἴεται καὶ τὰ
; Ψευδὴς δ ' αὖ δόξα ἔσται τἀναντία τοῖς οὖσι δοξάζουσα , ἢ πῶς ; Οὕτως : τἀναντία . Λέγεις
7571930 θηρευτικος
κάπηλος καπηλικός , μεταβολεύς μεταβλητικός , ἔμμισθος θηρευτὴς νέων , θηρευτικός , μίσθαρνος μισθοφόρος , κόλαξ κολακευτικός , θώψ ,
ἀφ ' οὗ καὶ τὸ πρᾶγμα φιλοθηρία , φιλοκυνηγέτης , θηρευτικός ἀγρευτικός κυνηγετικός , θηρευτικῶς ἀγρευτικῶς κυνηγετικῶς . θηρᾶν θηρεύειν
7569575 κακοχρασμων
ἵνα μὴ προσδεχθῇ αὐτῶν ἡ θυσία ὑπὸ τῆς Ἥρας . κακοχράσμων : ἢ ὁ ταῦρος ἢ ὁ δῆμος , ἀντὶ
. τινὲς δὲ τὸν πυρρὸν κατὰ τὴν χροιὰν ὀνομάζουσιν . κακοχράσμων γὰρ ὁ δᾶμος : τῶν Λαμπριαδῶν δηλονότι . ὡς
7562711 κρυβεις
ἐλυσθείς : πεσὼν , κρυφθεὶς , τανυσθεὶς , κυλισθεὶς , κρυβείς : ἐλύω τὸ κρύπτω , ὅθεν ἀλύτη ἡ νύξ
τοῖς παθοῦσιν . παθοῦσιν . παθοῦσι . τοῖς κακοῖς . κρυβείς , ἀφανισθεὶς . ἀφανισθεὶς . παντελῶς . ὁμοῦ .
7541536 ἐκλαπαξαι
ὑπερηφάνῳ . ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν
. ἐκλαπάξαι ] πορθῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἡμᾶς . θ ἐκλαπάξαι ] ἐκπορθῆσαι ἡμᾶς ἤγουν ἐξαναστῆσαι . ἐκλαπάξαι ] ἐκβαλεῖν
7539571 σταθηναι
δὲ αὐτὸ τὸ ὕδωρ . σταθῆναι καὶ στῆναι διαφέρει . σταθῆναι μὲν γάρ ἐστι τὸ ὑφ ' ἑτέρου , στῆναι
πτηνῶν , ὄψις δὲ καὶ πρόσωπον ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων . σταθῆναι καὶ στῆναι διαφέρει . σταθῆναι μὲν γάρ ἐστι τὸ
7528684 χελυνη
τοῦ ω εἰς υ . ὡς παρὰ Σαπφοῖ , χελώνη χελύνη . Ἅρπυια , παρὰ τὸ ἅρπω , οὗ παράγωγον
: παρὰ τὸ μύω , τὸ καμμύω , ὁ μέλλων χελύνη . ἢ παρὰ τὸ μυγμή γίνεται μύγμων καὶ ἀμύμων
7525221 ἁψικορος
ἐν τῷ α , οὐχὶ σινόμωρος , ὁ λίχνος καὶ ἁψίκορος . σκορδινᾶσθαι : τὸ παρὰ φύσιν ἀποτείνειν τὰ μέλη
ἀδιόρθωτος ἐνδεὴς ἀεὶ ἀβέβαιος ἀλήτης ἐπτοημένος φορᾷ χρώμενος εὐεπιχείρητος ἐπιμανὴς ἁψίκορος φιλόζωος δοξοκόπος βαρύμηνις βαρύσπλαγχνος βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς
7520179 ἀσθμαινουσα
ὥσπερ οἱ πολλοὶ τῶν λεγομένων ἐνθέων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν , ἀσθμαίνουσα καὶ περιδινοῦσα τὴν κεφαλὴν καὶ πειρωμένη δεινὸν ἐμβλέπειν ,
φοίνικος νέον ἔρνον ἀνερχόμενον . ἀλυσθμαίνουσα : ἤτοι πνευστιῶσα , ἀσθμαίνουσα . νύμφα Διός : πρὸς τὴν Ἥραν ὁ λόγος
7513218 μετασπων
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
Μειδίου , οἷον ἀσεβεῖ καὶ ὑβρίζει Μειδίας : χορηγὸν ὄντα μετασπῶν ἐν ἱερομηνίᾳ : ἡ φάσις μὲν αὕτη : ἡ
7510735 ἀνελαβετο
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ *
7494305 ἀτρομον
τιμὴν ἑλικώπιδι Νηρηίνῃ . Ζεὺς δὲ μέγ ' Ἀργείοισι καὶ ἄτρομον ἔμβαλε θάρσος , ὄφρα μὴ ἐσθλὸν ὅμιλον ὑποδδείσωσι θεάων
ἐπιχθονίων ἡρώων , οὐδ ' εἴ περ στέρνοισι μάλ ' ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσιν , ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσι λίην καὶ χάλκεος
7488590 Αἰβοι
σκόπει τὰ πρόσωφ ' , ἵνα γνῷς τὰς τέχνας . Αἰβοῖ τάλας . Ἐκεινονὶ γοῦν τὸν λοφοποιὸν οὐχ ὁρᾷς τίλλονθ
; Σὺ μέντοι νὴ Δί ' . Υἱὸς Λαμάχου . Αἰβοῖ . Ἦ γὰρ ἐγὼ θαύμαζον ἀκούων , εἰ σὺ
7485298 βουβωνιῳη
καὶ ἰσχυροῦ τάττεται . καὶ βριμούμενος , καὶ βριμήσαιο . βουβωνιῴη : Ἀριστοφάνης . τὸ εὐκτικὸν βουβωνιῴην , βουβωνιῴης ,
. τὸν βουβῶνα πάθοι . βουβωνιῴη ] βουβῶνας σχοίη . βουβωνιῴη ] τὸν βουβῶνα ⌈ ἀλγεῖ [ ἀλγοίη ] .
7484376 κομιειν
τότε τὴν λύσιν ἐπήνεγκεν . ὡμολογήκειν γὰρ τοῖς αἰχμαλώτοις λύτρα κομιεῖν , καὶ διὰ τοῦτο δεύτερον ἐπρέσβευσα , ἵνα αὐτοὺς
Ἀσκληπιὸς οὐχὶ καὶ τούτων ἐκόμιζε μέλλων γε δώρων τὰ μέγιστα κομιεῖν ; ἔστι μὲν γὰρ καὶ αὐτὸς δῶρον ἡδυεπής τις
7477292 Ἐγνω
ἐγὼ δὲ σέ , ὦ παῖ , ἑπτάμηνον ἔτεκον . Ἔγνω δὲ καὶ αὐτὸς ὁ Ἀρίστων οὐ μετὰ πολλὸν χρόνον
, ὥσπερ οἴονταί τινες , διὰ τὸ γένος μόνον . Ἔγνω μὲν οὖν καὶ πρότερον παῖδα ἀποδεῖξαι , δεδιὼς δὲ
7472222 φρουρημα
βία ] ὁ Πολυφόντης . βίᾳ ] δυνάμει . φερέγγυον φρούρημα : ἱκανὸν φρουρεῖν τὴν πατρίδα . φερέγγυον ] ἀξιόμαχον
θ φερέγγυον ] πιστὸς φύλαξ . φρούρημα ] ἀσφάλεια . φρούρημα ] φύλαγμα . φρούρημα ] τῶν κατ ' αὐτῶν
7470722 προλιπειν
φοβῶνται μηδὲ φεύγωσιν , ἀλλὰ κἂν τὴν γῆν ἅπασαν δέῃ προλιπεῖν , κἂν τῶν σωμάτων αὐτῶν ἀποστῆναι , ῥᾳδίως ὑπομένωσιν
ὃς τότε κῆρας ἐπερχομένας σάφα εἰδὼς οὐκ ἔτλη Σπάρτης ἡγεμόνας προλιπεῖν . Γράψε Πολύγνωτος Θάσιος γένος , Ἀγλαοφῶντος υἱός ,
7469506 ἀμφιπολοιο
ἀλλ ' οὐδ ' ὧς ἀπίθησεν , ὅτ ' ἔκλυεν ἀμφιπόλοιο μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ
ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια . Καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . Κοιτὼν ἁπάσαις εἷς , πύελος δὲ μί '
7468926 ἀπαγξεται
τὴν Σελήνην ἴδῃ ἢ συναφὴν αὐτῆς ἐπέχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
Σελήνην ἴδῃ ἢ πρὸς αὐτὴν συναφὴν ἔχῃ αὐτοχειρίᾳ ὁ φυγὼν ἀπάγξεται ἐὰν μή τις ἀγαθοποιὸς ἰδὼν τὴν Σελήνην λύσῃ τὴν
7462921 ὠφελεις
αὐτῇ κατεσκεύαζες πολίτην πιστὸν καὶ αἰδήμονα , οὐδὲν ἂν αὐτὴν ὠφέλεις ; ναί . οὐκοῦν οὐδὲ σὺ αὐτὸς ἀνωφελὴς ἂν
σκαιός τίς ἐσσι καὶ φίλοισιν ἀγνώμων , ὃς προσκυνοῦντας οὐδὲν ὠφέλεις ἥμας , ἀγαθοῖς δὲ πολλοῖς ὑβρίσαντας ἠμείψω . τὴν
7461894 Ἀρσακομᾳ
ἐπιστὰς ἀποθνήσκει , ὁ δὲ Μακέντης ἐγχειρίσας τὴν Μαζαίαν τῷ Ἀρσακόμᾳ , “ Δέδεξο , ” εἶπεν , “ καὶ
πολλοῦ διεστῶτας . ἐπὶ τούτοις ἐπείσθημεν , δόξαν πολὺ πρότερον Ἀρσακόμᾳ καὶ Λογχάτῃ , καὶ ἐγένετο εἰρήνη ἐκείνων πρυτανευόντων ἕκαστα
7460170 ἐμβλεπειν
διὰ τῶν ἄνω κενώϲεων ἐκ τῶνδε ἂν μάλιϲτα γνοίηϲ : ἐμβλέπειν γὰρ ἤδη πρὸϲ τοῖϲ εἰρημένοιϲ καὶ τὸ τοῦ νοϲοῦντοϲ
ὅταν μὴ παρόντος τοῦ εὐθυνομένου καταδικασθῇ ὁ διωκόμενος . Ἔρημον ἐμβλέπειν : ἀκίνητον καὶ νωθρόν . οἷον ὅταν εἰς ἐρημίαν
7458915 ἀποθνῃσκω
ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους
ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ ,
7457120 θυραζ
οὐκ ἢν οἴκοι γε καθεύδῃς : οὐδ ' ἤν γε θύραζ ' ὥσπερ πρότερον : βίοτος γὰρ πᾶσιν ὑπάρξει .
ἐστι καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῖ : ἥτις γὰρ ἡμῶν καρδίαν θύραζ ' ἔχει , θᾶσσον μὲν οἰστοῦ καὶ πτεροῦ χαρίζεται
7449818 ἀλευσον
. καὶ Κύπρις , ἅτ ' εἶ γένους προμάτωρ , ἄλευσον : σέθεν γὰρ ἐξ αἵματος γεγόναμεν : λιταῖς [
ἄλευσον ] φύλαξον , ἀποδίωξον καὶ ἀποσόβησον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] καὶ δίωξον τοὺς ἐχθρούς . ἄλευσον ] βοήθησον
7449334 ἐφημεναι
ἤτοι τῷ φάρυγγι . ἢ τοῦ ἥπατος ἢ τοῦ στομάχου ἐφήμεναι ] καθήμεναι ἔνθα ] ὅπου αἰέν ] ἀεί ἀθροιζόμενον
γυναικὸς ἔῃ γενέθλη , τοῖσιν δὲ συνείη Ἀφρογενής , τεγέεσσιν ἐφήμεναι αἴσχεα δρῶσιν . ὁππότε δ ' ὡρονομῇ Στίλβων ζῶον
7446055 ἀκουσε
ἀπόδειξις ; ἡ ἐπιφερομένη . ἐν Τροίᾳ μὰν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσε : τούτῳ γὰρ μονομαχήσας ἐλείφθη . δυνατός : ἀντὶ
. ὣς φάτο , τὸν δὲ ἄνακτα χόλος λάβεν οἷον ἄκουσε : κτεῖναι μέν ῥ ' ἀλέεινε , σεβάσσατο γὰρ
7445784 ἀκριοεις
καὶ ἐστὶν ἀκρὸς ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , ἀκριόεις , ὡς βροτὸς βροτόεις . Ὀμιχεῖν . τὸ οὐρεῖν
παρὰ τὸ ὀμιχεῖν οὖν ὀμίς καὶ ἀμίς , ὡς ὀκριόεις ἀκριόεις . ἢ παρωνύμως ὑποκοριστικὸν ἄμη ἀμίς , ὡς σκάφη
7442636 ἀλθω
καὶ ἀπαλθήσεσθον : σημαίνει δὲ τὸ ἰαθήσεσθον . τὸ δὲ ἀλθῶ παρὰ τὸ ἄλδω , ὃ σημαίνει τὸ αὐξάνω .
: τὸ ἐθνικὸν Ἀπτερεύς . . . ἀπαλθήσεσθον : ἀλθέω ἀλθῶ πρώτης συζυγίας τῶν περισπωμένων , ὁ μέλλων ἀλθήσω ἀλθήσομαι
7440831 φθερει
. τοιγαροῦν τοῦ μὲν τὴν πενίαν τοῦ δὲ τὸν πλοῦτον φθερεῖ , ἐπεὶ καὶ ὁ κεραυνωθεὶς αἰφνίδιον παρασημότερος γίνεται .
σύκων κλοπῆς φωράσεως . . . ἐξολεῖ : Ἐξολέσει , φθερεῖ ὄντας κακούς . οἴμοι τάλας : Φεῦ ὁ ἄθλιος
7438534 ναυκληριαν
ὅστις χρηστὸς ἀπ ' ἀρχῆς νενόμισται . ἀλλ ' οὐδὲ ναυκληρίαν ἔσθ ' ὅποι τις αἴας στείλας , ἢ Λυκίαν
. * Ἀπὸ κοινοῦ δὲ τὸ στένοντος ἄτας καὶ κενὴν ναυκληρίαν καὶ καὶ τὴν ἄφαντον εἶδος ἠλλοιωμένην * . ἄφαντον
7431483 νωτοπληγα
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ
7431304 ἀειραμενος
τοξεύειν : ὃς μέν κε βάλῃ τρήρωνα πέλειαν , πάντας ἀειράμενος πελέκεας οἶκον δὲ φερέσθω : ὃς δέ κε μηρίνθοιο
νόον , ἤ μ ' ἀποειπών ἔχθαιρ ' ἐμφανέως νεῖκος ἀειράμενος . οὕτω χρὴ τόν γ ' ἐσθλὸν ἐπιστρέψαντα νόημα
7430897 ἑρφ
βάθιον τήνω πυγίσματος , ὑβέ , ταφείης . ἀλλὰ γὰρ ἕρφ ' , ὧδ ' ἕρπε , καὶ ὕστατα βουκολιαξῇ
ἀντιφωνεῖς , ἡ δ ' ὁδὸς βραδύνεται : ἀλλ ' ἕρφ ' . Ὑφηγοῦ . Σοὶ βαδιστέον πάρος . Ἦ
7430262 ἐφθασας
γὰρ ὁ γύψ . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . τόσον ἔφθασας : τοσοῦτον προέφθασας , φησί , μεταπεμψαμένη με πρινὴ
: οὐ γὰρ δὴ φρονιμώτερος γέγονας οὐδὲ μικρὸν , ὅτι ἔφθασας τοὺς συντρέχοντας , οὐδὲ σωφρονέστερος νῦν ἢ πρότερον οὐδὲ
7427372 Ἀνθραξ
ὀδυνηρὸς ἀπὸ χολώδους αἵματος ἔχων τὴν γένεσιν . τπδʹ . Ἄνθραξ ἐστὶν ὄγκος ἑλκώδης ἐκ τοῦ μελαγχολικωτέρου σαπέντος αἵματος .
θεραπεύει καὶ σκόλοπας ἐπισπᾶται καὶ θηριοπλήκτους καὶ ἑρπετοδήκτους ἰᾶται . Ἄνθραξ λίθος ἐστὶ πολύτιμος , καθαρός , λυχνίτης , πυραυγίζων
7427078 συνειδησις
σοφὸς ἐρωτηθεὶς τί ἂν εἴη ἐλευθερία εἶπεν : ” ἀγαθὴ συνείδησις ” . Ὁ αὐτὸς ἔλεγε δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς
τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης . Ἄγει πονηρὰ
7424764 ὀλοιμαν
, ἀλλὰ πρὸς πλείονα σύστασιν καὶ ἐνθύμησιν τοῦ πάθους : ὀλοίμαν ἔγωγε : ἀπολοίμην πρίν σε ἀποθανοῦσαν ἰδεῖν καὶ πληρῶσαι
ἔκλυες ὤν , ἀνήκουστα τᾶς τυράννου πάθεα μέλεα θρεομένας ; ὀλοίμαν ἔγωγε πρὶν σᾶν , φίλα , κατανύσαι φρενῶν .
7424545 ἐπιτετιμηκας
γεγράφασι ; καὶ ὁ Δημοκλῆς εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐπιτετίμηκας , ἔφη , Διονύσιε . καὶ Σάτυρον δέ τινα
γεγράφασι ; καὶ ὁ Δημοκλῆς εὖ γε νὴ τοὺς θεοὺς ἐπιτετίμηκας ἔφη Διονύσιε . καὶ Σάτυρον δέ τινα ἀναγράφει ὁ
7423881 προσορων
. ἐδόκουν δὲ βαδίζειν ὁδόν τινα δι ' ἐμαυτοῦ χωρίου προσορῶν τῷ ἀστέρι ἄρτι ἥκοντι , καὶ γὰρ εἶναι πορείαν
λόγον . ἰδοὺ ] ? γελᾶι ? μου ? [ προσορῶν ? ] ? × × ] ! ὁ ?
7422516 δοριμαργος
μέμονας , τέκνον ; μή τί σε θυμοπλη - θὴς δορίμαργος ἄτα φερέτω : κακοῦ δ ' ἔκβαλ ' ἔρωτος
τοῦ θυμὸς ἡ ψυχή . Ξ δορίμαργος ] πολεμική . δορίμαργος ] πρὸς πόλεμον ὁρμῶσα καὶ μαινομένη . δορίμαργος ]
7421626 εὐφιληταν
εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν ] ἀγαπητήν . θ εὐφιλήταν ] καλῶς φιλουμένην , ἀγαπητήν . εὐφιλήταν ] φίλην
ἥν ποτε ἔθου εὖ πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] πεφιλημένην . εὐφιλήταν ] προσφιλῆ . εὐφιλήταν ] εὖ φιλουμένην . εὐφιλήταν
7421302 κἀπογυμναζων
. Ξ κἀπογυμνάζων ] ἀνοίγων . κἀπογυμνάζων ] ἀπολύων . κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων .
κἀπογυμνάζων ] μὴ κατέχων . κἀπογυμνάζων ] μὴ δεσμεύων . κἀπογυμνάζων ] ἀναιδῶς ἀποκαλύπτων καὶ διανοίγων . θ ματαίᾳ ]
7419313 βαληι
ἵππων . κονία δὲ παρὰ τροχὸν μεταμώνιος ἠέρθη . μὴ βάληι φοίνικας ἐκ χειρῶν ἱμάντας , . . . [
λίθωι σκορπίος ὦ ἑταῖρ ' ὑποδύεται . φράζευ μή σε βάληι : τῶι δ ' ἀφανεῖ πᾶς ἕπεται δόλος .
7419233 ἀψυχιᾳ
. . καὶ μάχην ] γρ . μή . . ἀψυχίᾳ ] δειλίᾳ . . τοιαῦτ ' ἀϋτῶν ] τοιαῦτα
ὀνείδει μάντιν Οἰκλείδην σοφόν , σαίνειν μόρον τε καὶ μάχην ἀψυχίᾳ . τοιαῦτ ' ἀυτῶν τρεῖς κατασκίους λόφους σείει ,
7418797 ὠκειας
μὲν οἰχθεισᾶν πυλᾶν ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν , τέκˈνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμαῶτες : ὁ δ ' ὀρθὸν μὲν
. θηρῶσιν δὲ Κελτοὶ καὶ ἀναμιγνύοντες τοῖς ἰχνευταῖς κυσὶν τὰς ὠκείας . καὶ οἳ μὲν μαστεύουσιν , αὐτοὶ δὲ διί
7417864 ἀπροορατος
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν ,
7415445 Ἀγροικος
, ἡ κοινῶς ῥύμη . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος : Πλάτων δὲ
ὁ ἐν ἀγρῷ κατοικῶν . Ἄγροικος , ὁ ἀμαθής : Ἀγροῖκος , ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ αὐλιζόμενος . Πλάτων δὲ
7410838 Ἐχ
μὴ λέγ ' , ὦ πόνηρε , ταῦτ ' . Ἔχ ' ἥσυχος . Ἐγὼ γὰρ ἀποδείξω σε τοῦ Διὸς
χορδὴν φέρε . Φέρε , τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον . Ἔχ ' , ἀντέχου , παῖ . Καὶ σύ ,
7408646 μελλητης
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ
7407773 Ἰνδικηι
Κτησίου : ὗς οὔτε ἥμερός ἐστιν οὔτε ἄγριος ἐν τῆι Ἰνδικῆι ὅλως γῆι , οὐδ ' ἂν φάγοι Ἰνδῶν οὐδεὶς
ἐπειδὰν ἐκτοξευθῆι , ἀναφύεσθαι . ἔστι δὲ πολλὰ ἐν τῆι Ἰνδικῆι . ἀποκτείνουσι δὲ αὐτὰ τοῖς ἐλέφασιν ἐποχούμενοι ἄνθρωποι κἀκεῖθεν
7403535 στομις
. . . , . = . . Σ : στόμις : ἵππος ἀπειθὴς καὶ βίαιος , ὅν τινες ἄστομον
ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες
7397879 νεμομεθα
ῥινὸς ἀγαγόντες ἐπιπλέκοντες τὴν διμερῆ φορβεὰν καὶ παρ ' αὐτὰς νεμόμεθα ἄχρι τοῦ σκεπασθῆναι ὅλην τὴν κεφαλὴν δίχα τῶν ὀφθαλμῶν
μέλλον , ὃ μέμφονται μάλιστα , μὴ αἰσχύνεσθε . καὶ νεμόμεθα διὰ παντὸς τὴν πόλιν ἐλευθέραν καὶ ἐνδοξοτάτην . σπεύδοντες
7396057 ἠρυξε
ξυνεπαινεῖ . μετὰ γὰρ μάκαρας καὶ Διὸς ἰσχὺν ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ ' νατραπῆναι μηδ ' ἀλλοδαπῶν κύματι φωτῶν
. Καδμείων ] τῶν Θηβαίων . ἤρυξε ] ἐφύλαξε . ἤρυξε ] ἐρύσατο κωλύων . ἤρυξε ] ἐκώλυσεν . θ
7394193 ῥαφιδα
ἐν πέμπτῳ ζῴων μορίων . ἐν δὲ τῷ περὶ ἰχθύων ῥαφίδα αὐτὴν ὀνομάσας ἀνόδουν φησὶν αὐτὴν εἶναι . ῥίνη .
καὶ ῥαφίδος , ἣν Ἕρμιππος καὶ Ἄρχιππος ἐν Πλούτῳ ὠνόμασεν ῥαφίδα καὶ λίνον λαβὼν τὰ ῥήγματα σύρραψον . καὶ βελόνης
7388992 φωλεαις
, καρτεροῦσιν . Φωλειῇς : ἐν ταῖς φωλειοῖς , ἐν φωλεαῖς . Φωλεὰ παρὰ τὸ ἀπολωλεκέναι τὸ φῶς . πρόβατοί
. χαράδραις : κοιλώμασι , βόθροις , σχίσμασι πετρῶν , φωλεαῖς . Καί τιν ' : ἐάν τινα . εἰλυμένον
7387628 ἀκραχολος
τῶν ψηφιζομένων ἀργύριον λαμβανόντων καὶ χειροτονούντων τοὺς διδόντας πλέον . ἀκράχολος δέ , εἰς ὀργὴν εὔκολος . κυαμοτρώξ : τρεφόμενος
σοι δράσω , κακόδαιμον , ἀμφορεὺς ἐξοστρακισθείς ; καὶ κύων ἀκράχολος Ἑκάτης ἄγαλμα φωσφόρου γενήσομαι . λάβραξ ὁ πάντων ἰχθύων
7387398 Τραγικος
ἰσχυρῶς νοσούντων . εἰώθασι γὰρ στεφανοῦν σελίνοις τὰ μνήματα . Τραγικὸς πίθηκος : ἐπὶ τῶν παρ ' ἀξίαν σεμνυνομένων .
ἀπελευθερωσάντων , ἐν δὲ τῷ τέως δουλεύοντες ἔτι συνῴκουν . Τραγικὸς πίθηκος : Δημοσθένης ἐν τῷ ὑπὲρ Κτησιφῶντος . ἔοικε
7386489 εὐφρονως
ἐνταῦθα τὸ πάντα ἤγουν κατὰ πάντα τὰ ποικίλα ἐσθήματα . εὐφρόνως ] φρονίμως . λόγοις ] ἐν . κλύων ]
' αὐλῶν δονέονται : δάφνᾳ τε χˈρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες εἰλαπινάζοισιν εὐφρόνως . νόσοι δ ' οὔτε γῆρας οὐλόμενον κέκραται ἱερᾷ
7385171 αὐτοσιτον
. αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον . αὑτὸν γοῦν τρέφων τὰ πλεῖστα συνερανιστὸς εἶ τῷ
σιτόκουρον , ἄθλιον , ἄχρηστον εἰς τὴν οἰκίαν εἰλήφαμεν . αὐτόσιτον δ ' εἴρηκε Κρώβυλος ἐν Ἀπαγχομένῳ : παράσιτον αὐτόσιτον
7383113 δεσμησας
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν
7382160 ἠλασκαζω
τὸ δὲ ἀλασκάζω Ἰονικῇ τροπῇ τοῦ α εἰς η , ἠλασκάζω . Ἠμαθόους . Ἀμαθοῦς , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων .
ἀΐσσω ἀΐξω αἴγλη μετὰ συναιρέσεως . . . , : ἠλασκάζω : ἀλῶ καὶ τὸ παθητικὸν ἀλῶμαι , ἐξ οὗ
7379010 χαζω
: κύημα καὶ συγκοπῆ κύμα : κακὸς , ἀπὸ τοῦ χάζω : ὅ ἐστιν ἀναχωρῶ : κάδος , ἀπὸ τοῦ
: ἀπὸ τοῦ χῶ τοῦ σημαίνοντος τὸ χωρῶ κατὰ παραγωγὴν χάζω . . . , : χαίρω : παρὰ τὸ
7378195 κατακειμαι
τέθνηκας ζητῶν ἐμὲ , ἐγὼ δὲ ζῶ καὶ τρυφῶ , κατάκειμαι δὲ ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης μετὰ ἀνδρὸς ἑτέρου . πλὴν
ἔστιν , ἡ δ ' οὐ φαίνεται . ἐγὼ δὲ κατάκειμαι πάλαι χεζητιῶν , τὰς ἐμβάδας ζητῶν λαβεῖν ἐν τῷ
7377837 συρισδεν
, ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι , συρίσδεν ; τὰς δ ' αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ
θέμις , ὦ ποιμήν , τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν συρίσδεν . τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες : ἦ γὰρ ἀπ '
7376645 ὀκριοεντα
* μαιμώσσων : διερευνώμενος * ἐπινίσσεται : πορεύεται ἀναστρέφεται * ὀκριόεντα : τραχέα τραχέα , ἀκρότομα τραχέα ἢ ὑψηλά *
χαμᾶζε σκαιῇ ἔγχος ἔχων : ἑτέρηφι δὲ λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα τόν οἱ περὶ χεὶρ ἐκάλυψεν , ἧκε δ '
7375814 Γυψ
ἀπένθητος δόμοισιν : ἐπὶ τῶν καθ ' ὥραν τελευτησάντων . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται : ἐπὶ τῶν ὁμονοούντων ἐπὶ κακίᾳ .
ἔχω καὶ οὐ λούει : εἰ εἶχεν , ἔλουε . Γὺψ κόρακα ἐγγυᾶται . Γέροντά μοι εἶπας : κακόν μοι
7373155 Γε
πευκίοις . πάγοισιν : παγίδεσιν . Κεράων : ἄκρων . Γε μέν : γέμον . Ἄνθεα ταινιῶν : αἰετάνια ,
? φορεῖς ? ? ἡδονήν ? [ | ] [ Γε ] [ ισ ] # [ φοβου ] κ
7372643 μισγετο
χαλκῷ : πρηνὴς δ ' ἐς ποταμὸν προκυλίνδετο , [ μίσγετο ] ? ? ? δ ' ὕδωρ ? [
ἐπὶ τάφρον ἰὼν ἀπὸ τείχεος , οὐδ ' ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο : μητρὸς γὰρ πυκινὴν ὠπίζετ ' ἐφετμήν . ἔνθα
7372114 παισθεις
. ὦ ἀδελφέ μου , πατάξας τὸν πατάξαντα ἀδελφόν . παισθεὶς ἔπαισας ] παταχθεὶς ἐπάταξας . παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες
παισθεὶς ] ὦ Πολύνεικες . θ παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ
7371222 κουριδιου
εὐκταιοτάτην ἁρμοζόμενοι σύνοδον , εἰ δὲ χήρα , διότι τοῦ κουριδίου στερομένη πεῖραν ἑτέρου μελλήσει λαβεῖν , καὶ ταῦτ '
παρόντος πᾶσαν διεσπάραξαν . καὶ ἡ μὲν διὰ πόθον ἀνδρὸς κουριδίου ταύτῃ τέλος ἔσχεν . Κυάνιππος δέ , ὡς ἐπελθὼν
7369419 Λαρον
διεβάλλετο . Λάρισα : πόλις ἀπὸ Λαρίσης τινὸς κληθεῖσα . Λαρόν : τὸ ἡδὺ πόμα . παρὰ τὸ ἱλαρὸν λαρὸν
ἐκτυφλοῖ . Ἔνθα : ὅπου . Μένουσι : καρτεροῦσιν . Λαρόν : ἡδὺ , τὸ γλυκὺ ἢ τὸ θερμόν .
7366643 Ἀληθες
ἀπειργόμενον ἀπὸ τῶν καθαρείων καὶ τῶν ἀλλοτρίων μολυσμοῦ παντός . Ἀληθὲς δὲ καὶ τὸ Ἡροδότου καὶ ἔστιν Αἰγυπτιακὸν τὸ τὸν
αὐτὸ λέγει , εἰ γὰρ ἄνθρωπος πάντως καὶ ζῷον . Ἀληθὲς δέ ἐστιν εἰπεῖν κατὰ τοῦ τινὸς καὶ ἁπλῶς .
7366325 ἐπαλλετο
. ὁσάκις γὰρ ἔβλεπεν ὁ Ἀντίοχος τὴν μητρυιὰν τυχὸν διεξερχομένην ἐπάλλετο τὴν καρδίαν μάλιστα τῷ ταύτης ἔρωτι . τέθαπται δὲ
, αἰδούμενοι , φοβούμενοι , πνευστιῶντες [ ἡδόμενοι ] : ἐπάλλετο δὲ αὐτοῖς τὰ σώματα καὶ ἐκραδαίνοντο αὐτοῖς αἱ ψυχαί
7365577 θνησκων
ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι
δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι
7364532 Μἀλλα
Ζεῦ : καὶ παρακούων δεσποτῶν ἅττ ' ἂν λαλῶσι ; Μἀλλὰ πλεῖν ἢ μαίνομαι . Τί δὲ τοῖς θύραζε ταῦτα
; Αὖθις εἰς τὸ πρόσθεν οἴχεται . Οὐκ ἐγγεταυθί . Μἀλλὰ δεῦρ ' ἥκει πάλιν . Ἰσθμόν τιν ' ἔχεις
7364384 Τοθι
. ἡ διὰ ψηφίσματος τοῖς νικῶσι γινομένη στήλη . . Τόθι , ἤγουν ὅπου , ἐν τῇ Ῥόδῳ δηλονότι ,
. . . . . . . . . . Τόθι κῶας ὄφις εἴρυτο δοκεύων Πεπτάμενον λασίοισιν ἐπὶ δρυὸς ἀκρεμόνεσσιν
7361962 Θασιοις
τοῦ παρόντος γένωμαι , λαβὲ τὰ ψηφίσμαθ ' ἃ τοῖς Θασίοις καὶ Βυζαντίοις ἐγράφη . λέγε . Ἠκούσατε μὲν τῶν
. . . . . . . . . . Θασίοις οἰναρίοις καὶ Λεσβίοις τῆς ἡμέρας τὸ λοιπὸν ὑποβρέχει μέρος
7359435 στορθυγξ
Φλεγρὰς αἶα δουλωθήσεται Θραμβουσία τε δειρὰς ἥ τ ' ἐπάκτιος στόρθυγξ Τίτωνος αἵ τε Σιθόνων πλάκες Παλληνία τ ' ἄρουρα
βροτῶν . ὁ δ ' αὐτὸς ἀργῷ πᾶς φαληριῶν λύθρῳ στόρθυγξ , δεδουπὼς τὸν κτανόντ ' ἠμύνατο πλήξας ἀφύκτως ἄκρον
7359003 ἀπερχου
πολλοῦ γε καὶ δέω . . ἐγκόνει πάλιν ] σπεύδων ἀπέρχου . . ἂν ἱστορῇς ] ζητῇς . . τοιοῖσδε
οὗ δέομαι ; Ἐγὼ δέ σοι λέγω ὅτι ὡς τευξόμενος ἀπέρχου ; οὐχὶ δὲ μόνον , ἵνα πράξῃς τὸ σαυτῷ
7358728 πινυτος
τὸ πεπνύω ὄνομα πνυτὸς , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , πινυτός , ὁ διεγηγερμένος . καὶ γὰρ τὸ ἦτορ παρὰ
, ἀνάπνευσις . ἀπὸ δὲ τοῦ πνύω γίνεται πινύω , πινυτός , ὡς ἀφύω ἀφύσσω , πινύω πινύσσω . ἔνθεν
7357123 ὀψομενος
ἐκπεφορημένα , ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαίως τὸ γεγονὸς ὀψόμενος . τῶν δὲ ὑποτυχόντων τις θεασάμενος εἶπεν : „
Κατῆλθε μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ αἰπόλιον τάς τε αἶγας ὀψόμενος καὶ τὸν νέμοντα . Χλόη μὲν οὖν εἰς τὴν
7356971 Αἰγισθωι
μακάρεσσι θεοῖσιν : ὣς δὲ Κλυταιμήστρη προλιποῦς ' Ἀγαμέμνονα δῖον Αἰγίσθωι παρέλεκτο καὶ εἵλετο χείρον ' ἀκοίτην : ὣς δ
, χάριτα τιθεμένη πόσει : τεκοῦσα δ ' ἄλλους παῖδας Αἰγίσθωι πάρα πάρεργ ' Ὀρέστην κἀμὲ ποιεῖται δόμων . τί

Back