οἰνάνθη δὲ ἡ πρώτη τῶν βοτρύων ἐξάνθησις καὶ ἔκφυσις , οἴναρα δὲ τὰ τῶν ἀμπέλων φύλλα . οὔκουν παροξυτόνως μὲν | ||
ἐγκύμων πάντα ἀποτίκτει , πέταλα καὶ κληματίδας , ἕλικας , οἴναρα , καρπὸν ἐπὶ πᾶσιν : εἶθ ' ὅταν τελεσθῇ |
τοῦ ἐγκεφάλου . ἔστι γὰρ ὥσπερ δύο θρῖα συγκείμενα . θρῖα δὲ , τὰ τῆς συκῆς φύλλα , καὶ τὰ | ||
τυπῇσι : τὰ δ ' οὐ βάσιν ἐστήριξαν , [ θρῖα δ ' οὐ λέγει τὰ τῆς συκῆς , ἀλλὰ |
τοῦ πλησίον τοῦ Κρονίου λόφου κειμένου . * † τῶν δένδρων . . Ἀπορήσειεν ἄν τις ἐνταῦθα , πῶς τὸ | ||
καὶ τοῖς ἀγρίοις εἶναι κοινὰς καὶ κατὰ τὴν ὅλην τῶν δένδρων φθορὰν καὶ ἔτι μᾶλλον κατὰ τὴν τῶν καρπῶν : |
αὐτός φησιν : θύματα οὐκ ἦν τοῖς θεοῖσι ζῷα , πέλανοι δὲ καὶ καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι . Διονύσιος Θρᾷξ : | ||
. εἰσὶ δὲ καὶ λαγαρώδεις παρὰ τὸ λαγαρόν . καὶ πέλανοι παρ ' Εὐριπίδῃ . Γ ἐλατήρ : πλακουντῶδες πέμμα |
πλατύ , ἐν δὲ τούτῳ καρπὸν πλατύτερον καὶ σαρκωδέστερον , εὐώδη . δυνάμεις δὲ τὰς αὐτὰς ἔχει . φύεται δ | ||
εὔοσμα δὲ οὐδὲ μεγάλα τοῖς μεγέθεσιν . τὰ δὲ πεντάφυλλα εὐώδη μᾶλλον ὧν τραχὺ τὸ κάτω . εὐοσμότατα δὲ τὰ |
, οὕτω καὶ τὰ πράγματα αὐτοῦ μαρανθῆναι , ἀλλ ' ἀειθαλὴς αὐτοῦ μένοι ὁ βίος μηδέποτε φθίνων μηδὲ φυλλορροῶν . | ||
φθείρεται , οὕτω καὶ πράγματα τούτῳ μαρανθῇ , ἀλλ ' ἀειθαλὴς αὐτῷ διαμένοι ὁ βίος , μήποτε φθίνων μηδὲ φυλλορροῶν |
πεζῶν ζῴων : ἐκλέγεσθαι δὲ ἐξ ἁπάντων τὰ εὐδιάλυτα καὶ ἄβρωμα καὶ ψαθαρὰν ἔχοντα τὴν σάρκα καὶ στυπτικήν , οἷον | ||
μαλάχης , ἰχθύων δὲ οἱ πετραῖοι καὶ τῶν ὀρνίθων τὰ ἄβρωμα καὶ ἀπίμελα καὶ ὄρεια : ὀστρέων ὠφελιμώτατοι ἐχῖνοι πρόσφατοι |
. . . . . . . . ἁδρύνει δὲ βλαστὰ βαθεῖ ' ἐν τεύχεϊ κόπρος σαμψύχου λιβάνου τε νέας | ||
ἆσαι δὲ ῥάδικα κακοχλοίοιο κονύζης , ἢ πέπεριν τά τε βλαστὰ κατασμώξαιο βάτοιο , καί κεν πηγνυμένοιο χύσιν διὰ ῥεῖα |
τῶν ἀμπέλων : Ἀλκμάν καὶ ποικίλον ἴκα , τὸν ὀφθαλμῶν ἀμπέλων ὀλετῆρα . ἱππεὺς καὶ ἱππότης διαφέρει . ἱππεὺς μέν | ||
, ἡ δὲ προσάρκτιος καὶ μᾶλλον , ὥστε καὶ τῶν ἀμπέλων σπάνιν εἶναι καὶ ἐν ταῖς ὑψώσεσι καὶ ἐν τοῖς |
, ὁ δὲ οἶκος αὐτῶν χῆρός ἐστι , καὶ τὰ ἄνθη τὰ ἐν τῷ λειμῶνι περὶ αὐτὰ γηρᾷ . ἐγὼ | ||
δόξαν κεκτῆσθαι , καὶ κομίζειν αὐτὸν τῇ Αἰγίνῃ φαιδρὰ τὰ ἄνθη τῶν στεφάνων μετὰ τῶν Χαρίτων φθέγξαι . προθύροις δέ |
ἔπειτα ἐκθλίψαϲ καὶ διηθήϲαϲ ἀποτίθεϲο . Ναρκίϲϲινον ἐκ τῶν λευκῶν ἀνθῶν γίνεται τῆϲ ναρκίϲϲου προεψυγμένων νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ ἐμβαλλομένων | ||
τὸ γελοῖος . Λείριον τὸ ἄνθος : καὶ λειρίων τῶν ἀνθῶν . λέγει δὲ ὁ Ὧρος : οὐ δεῖ λέγειν |
οὔτε νόημα γναμπτὸν ἐνὶ στήθεσσι , λέων δ ' ὣς ἄγρια οἶδεν , ὅς τ ' ἐπεὶ ἂρ μεγάλῃ τε | ||
ἀντιτυπεῖ δὲ ἔνδοθεν ταῖς τῶν λόγων ὁδοῖς παθήματα χαλεπὰ καὶ ἄγρια , καὶ ἐθισμοὶ φαῦλοι , καὶ ἀσκήσεις ἄδικοι , |
εἰς θυσίαν ἐπιτήδεια : ὡς αὐτός φησι , καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι . Διονύσιος Θρᾷξ : θεοῖς ἀπαρχαί τινες . λέγεται | ||
ἦν τοῖς θεοῖσι ζῷα , πέλανοι δὲ καὶ καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι . Διονύσιος Θρᾷξ : θεοῖς ἀπαρχαί τινες . λέγεται |
καὶ χόνδρος ἐσκευασμένος ἐν ῥοφήματος ἰδέᾳ , καὶ χοίρεια κρέα ἀπίμελα λίαν ἑφθά : οἶνος δὲ ἐρυθρὸς παχύτερος , ψυχρῷ | ||
λευκοῦ καὶ ὑποστύφοντος , καὶ τῶν πτηνῶν τὰ ἄβρωμα καὶ ἀπίμελα καὶ τὰ παραπλήσια : εἰ δὲ χυμὸς λεπτὸς χολώδης |
θρηνοῦντα , καὶ οὕτω τελευτᾶν . τὰ δὲ ἕτερα τὰ παραπεφυκότα τῶι τῆς Ἡδονῆς ποταμῶι ἀντίπαλον ἐκφέρειν καρπόν : ὃς | ||
καρπὸς βραχύς . λάμβανε δὲ τὰ φυτὰ τῶν κιναρῶν τὰ παραπεφυκότα τοῖς μείζοσι στελέχεσιν , ὀξεῖ δρεπάνῳ ἀφαιρῶν ἀπὸ γῆς |
δὲ καὶ λεαινόμενον καὶ πριόμενον τὸ ξύλον . Τὸ δὲ θύον , οἱ δὲ θύαν καλοῦσι , παρ ' Ἄμμωνι | ||
λεύκη , δάφνη , πίτυς , κυπάριττος , κέδρος , θύον , ἰτέα , μυρίκη , μυρρίνη : εἰ μὴ |
καρκίνῳ ἀμφιχανόντες καρκινάσιν τ ' ὀλίγῃσι καὶ εἰ κρέας ἁλμυρὸν ἅπτοις πετραίαις θ ' ἑλμῖσι καὶ ὅττι τοι ἄγχι παρείη | ||
θυσάνοις . ἀμφιχανόντες : ἀμφιπεσόντες . Ὀλίγαισι : μικραῖς . ἅπτοις : προσβάλῃ . Ἑλμῖσι : σκώληξιν . ὅττι : |
. οἰνάνθας οὖν βότρυν τὸν ἐξ οἰνάνθης βότρυν προκόπτοντα . οἴνη δὲ καλεῖται αὐτὴ ἡ ἄμπελος . Σοφοκλῆς δὲ ἐν | ||
ἔλεος , οἰκτισμὸς δὲ ὁ λόγος ὁ τοῦ οἰκτείροντος . οἴνη καὶ οἰνάνθη διαφέρει . οἴνη μὲν ἡ ἄμπελος , |
ἦρος καὶ τοῦ μὲν ἀέρος φαιδροῦ γενομένου , τῶν δὲ φυτῶν θάλλειν ἀρχομένων καὶ τῶν λειμώνων τὰ σύντροφα κομώντων , | ||
μάλ ' ἐν νεφέεσσιν ἔχων ὀνύχεσσι μεμαρπώς . ἀπὸ δὲ φυτῶν , ὡς παρὰ Καλλιμάχῳ : ἄκουε δὴ τὸν αἶνον |
δυσπεπτότερα γίνονται . διὰ τοῦτο γάρ ἐστιν ὅ φησιν , ὠὰ συγχωρεῖν ῥοφᾷν . οὐ γὰρ ἁπλῶς ῥοφᾶσθαι δύνανται τὰ | ||
ἔλεγε : „ δίκαια ἔγωγε πέπονθα , εἴγε πάντα περιφερῆ ὠὰ πεπίστευκα . „ διδάσκει ἡμᾶς ὁ λόγος , ὅτι |
τε καὶ ξηραντικώτεραι τῶν ἐν τοῖς τετράποσι , τῶν δὲ πτηνῶν αὐτῶν αἵ τε τῶν ἀλεκτορίδων καὶ τῶν περδίκων ἀμείνους | ||
τὰ πτερὰ τῶν χηνῶν καὶ μᾶλλον ἀλεκτορίδων καὶ πάντων τῶν πτηνῶν αἱ κοιλίαι , κοχλίοι , καὶ μᾶλλον τρὶς ἑψηθέντες |
ἀνδραπόδων . ῥοδωνιά ἐστιν ἡ τῶν ῥόδων φυτεία , ὥσπερ ἰωνιὰ ἡ τῶν ἴων , ὡς Ἑκαταῖος ἐν αʹ περιηγήσεως | ||
εἴ τι κέκληται , τῶν δὲ ῥόδων ῥοδωνιά , καὶ ἰωνιὰ τῶν ἴων . ἐπὶ φυτῶν καὶ δένδρων καρποφόρων ἐρεῖς |
καὶ ἔλαιον ἐνέγκοι ἂν κάλλιον ἡ ἐλαία , καλλιελαίου φυτοῦ κλάδων ἐμβληθέντων . δεῖ δὲ λαμβάνειν τοὺς κλῶνας ἀπὸ τῶν | ||
δὲ οὕτως ὅτι καθάπερ πέταλα δένδρων ἐν αὐτῷ διαφαίνονται μετὰ κλάδων συνεχεστέρων . Ζώνας διαφανεῖς ἔχει ἐν ἑαυτῷ . Ἔχει |
. ἀσθενῆ , ἀδύνατον . . ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆς συκῆς , διότι ἔνι ἡ συκῆ ἀνίσχυρος , καὶ θραύεται | ||
μείζονος αἴτιον τῷ ἐσχάτῳ , ὡς τοῦ φυλλορροεῖν καὶ τῆς συκῆς μέσα τὸ πήγνυσθαι τὸν ὀπὸν καὶ τὸ πλατύφυλλον , |
μόνον ἦν τοῦτο ὃ λέγεται , ψυχρὰ ἂν ὑπῆρχε καὶ ξηρὰ καὶ διὰ τοῦτο κρᾶσιν θανάτου κομίζουσα νεκρά τε ἂν | ||
τερεβινθίνης χίας δραχμὰς ζ : μυρσινίνου δραχμὰς ρο . Τὰ ξηρὰ κόψας , σήσας , τρῖβε ἐν θυίᾳ μολυβδίνῃ καὶ |
καὶ τὰ ἄλλα ὅσα ἄνω προείρηται : καὶ ὠμὰ δὲ κρέα ἐπεχείρησε φαγεῖν , ἀλλ ' οὐ διῴκησεν . κατέλαβέ | ||
. φησί που Εὔβουλος : παρέσται σοι θύννου τέμαχος , κρέα δελφακίων χορδαί τ ' ἐρίφων ἧπαρ τε κάπρου κριοῦ |
λεγόμενον πυρίεφθον . εἶτα κρίμνα , μᾶζα , κόλλυρα , στέμφυλα , κυρήβια : τὰ γὰρ φαυλότερα τῶν πυρῶν κυρήβια | ||
. Γλυκύτερα ποιήσεις τὰ σκόρδα , ἐν τῷ φυτεύειν συνεπιβάλλων στέμφυλα τῶν ἐλαΐνων . ἄνοσμα δὲ ἔσται . ἐὰν καὶ |
γὰρ πᾶσι φαίνεται τὰ αὐτὰ ἡδέα τε καὶ λυπηρὰ καθάπερ λευκά τε καὶ μέλανα . Χρύσιππος τὸ μὲν γενικὸν ἡδὺ | ||
τις ῥοφῶν . χηνείων δ ' ᾠῶν Ἔριφος : ᾠὰ λευκά γε καὶ μεγάλα : χήνει ' ἐστίν , ὥς |
ἐκεῖνος ὁπανίκα καὶ τὺ φιλάσεις . ἁνίκα τὰν κραδίαν ὀπτεύμενος ἁλμυρὰ κλαύσεις . ἀλλὰ τύ , παῖ , καὶ τοῦτο | ||
ῥύπτουϲι χρηϲτέον : τοιαῦτα δέ εἰϲι μάλιϲτα τὰ γλυκέα καὶ ἁλμυρὰ καὶ ἄλλωϲ ϲμηκτικὰ θερμαίνοντα . οἶνον [ τε ] |
λεκάνην . τυφογέρων εἶ κἀνάρμοστος . καταπύγων εἶ κἀναίσχυντος . ῥόδα μ ' εἴρηκας . καὶ βωμολόχος . κρίνεσι στεφανοῖς | ||
γε λευκὰ πικρὰ καὶ κακώδη παλαιούμενα καὶ οὐχ ὥσπερ τὰ ῥόδα διατηρεῖ τὴν εὐοσμίαν ἀποξηραινόμενα μέχρι οὗ ἂν ἐκλίπῃ : |
ὁμοίως δ ' ἐξ ἐλαιῶν ἔλαιον καὶ ἀπὸ τῶν ἄλλων ἀκροδρύων ἡμέρους καρπούς , ἵνα μὴ τἀναγκαῖα μόνον ἔχοντες αὐχμηρότερον | ||
φησὶ καλεῖσθαι ἀγνοῶν . Γλαυκίδης γὰρ ἱστορεῖ ἄριστα λέγων τῶν ἀκροδρύων εἶναι μῆλα κυδώνια , φαύλια , στρουθία . κυδωνίων |
χρυσοῦ μέταλλα εἶναι ἐκεῖ : οἱ δὲ ποταμοὶ ἑτέρωθεν τοῖς θυμιάμασι καὶ τοῖς ἀρώμασι πληθύουσιν , αὐτοί τε οἱ κατοικοῦντες | ||
Ἀραβίαν : φέρει γὰρ πόας εὐώδεις , αἷς ἀρώμασι καὶ θυμιάμασι χρώμεθα . πολλὰς δὲ κώμας καὶ πόλεις πορθήσας τήν |
καὶ δυσεπούλωτα θεραπεύει . Ὤρμινον βοτάνη ἐστὶν ὅμοιον τὴν ἰδέαν πρασίῳ . ταύτης τὸ σπέρμα πινόμενον συνουσίας παρορμᾷ . τὰ | ||
διαμένει καὶ ἐν μέλιτι ἀποτεθέντα . Στάχυς θάμνος ἐστὶν ἐμφερὴς πρασίῳ , ὑπομηκέστερα δὲ καὶ πλείω τὰ φύλλα ἔχων , |
? κατὰ φάτιν . τῶγ γὰρ [ ] νῦν ἐόντωμ μιχθέντων ἀλλήλοις ? [ ] Ἀφροδίτη ὠνομάσθη [ ] . | ||
φανερὰ ἀφαιρουμένων τῶν πρώτων τὰ ὑπ ' ἄλληλα τεθέντα τῶν μιχθέντων : ὧν οὐδέτερον συμβαίνειν . διὰ τούτων δὲ τῶν |
ἐπιτιθέασιν ἐπὶ πῦρ ἁπαλόν : σποδίσαντες δὲ τὰς τρίχας τὰ δέρματα διαιροῦσι , καὶ κατεσθίοντες βεβιασμένως ἀναπληροῦσι τὴν ἔνδειαν . | ||
οἰκίαν . καταλαμβάνω οὖν λίθους τέ τινας εἰκῇ ξυγκειμένους καὶ δέρματα ἱερείων κρεμάμενα καὶ ῥόπαλα καὶ βακτηρίας , νομέων τινῶν |
ἀνετράφη , εἰ ἁλουργίδες τὰ σπάργανα , εἰ ἐκ πρώτης βλάστης ἐν βασιλικοῖς ἀνετράφη κόλποις : ἢ οὐχ οὕτως μέν | ||
κατεχόμενα καὶ πιλούμενα τοῖς χειμῶσιν ὥστε πολλὰς ἀρχὰς λαμβάνειν τῆς βλάστης . Τὰ δὲ χεδροπὰ μονόρριζά τε καὶ ἰσχυρόρριζα καὶ |
ὀργάνοις . Καρύα τὸ δένδρον ἔχει μέν τι κἀν τοῖς φύλλοις κἀν τοῖς βλαστοῖς στυπτικόν , ἐνεργὲς δὲ καὶ πλεῖστον | ||
στόμαχον σπόγγους ὄξει δριμυτάτῳ θερμῷ βεβρεγμένους ἐντίθει : ἢ κισσοῦ φύλλοις ἑφθοῖς ἐν οἴνῳ κατάπλασσε . [ Περὶ λυγμοῦ . |
λόγον ἐν γῇ μὲν οὐχ οἷόν τε ὥσπερ τὰ ἄλλα σπέρματα φύεσθαι , ψυχὴν δὲ ζῴου δύνασθαι μόνην τὸ σπέρμα | ||
, ἤτοι τὴν θυτικὴν μαντείαν : εὐκίνητος γὰρ οὖσα καὶ σπέρματα ἔχουσα ἡ γαστὴρ θύεται θεοῖς , ἀφ ' οὗ |
χυλός , θρίδαξ μετρίως , ἴου τὰ φύλλα μετρίως , μηλέας Περσικῆς ὁ καρπός , μύκητες , πολύγαλον , ῥόδινον | ||
καὶ τοῦ κιττοῦ : τὰ δὲ φυλλώδη , καθάπερ ἀμυγδαλῆς μηλέας ἀπίου κοκκυμηλέας . καὶ τὰ μὲν μέγεθος ἔχει , |
ὕλης ἔχει πλῆθος . ὅσα δὲ ἐν ταῖς ἐναντίαις ὥραις ἐκβλαστάνει τούτων αἰτιῶνταί τινες τὴν ψυχρότητα καὶ θερμότητα : τὰ | ||
, διαμένει πρὸς τὴν ὥραν τὴν ἑαυτοῦ καὶ οὐ πρότερον ἐκβλαστάνει : καὶ κατὰ λόγον ἐστί : καὶ γὰρ ἐπὶ |
ἐπὶ τῶν κόλπων μήκει μὲν σύμμετρα τοῖς κόλποις ἢ τοῖς σύριγξι , πάχει δ ' ἐλάσσω , ὡς μὴ διεσφηνῶσθαι | ||
καὶ τρίγωνα καὶ αὐλοὶ καλοῦνται , τῶν προτέρων ὅτι μὴ σύριγξι ποιμενικαῖς οὐδενὶ ἄλλῳ μουσικῆς τεχνήματι χρωμένων , νόμους τε |
, καὶ τῶν φυκίων δὲ τῶν βαφικῶν τὰ πρὸς ταῖς ῥίζαις χλωρὰ καὶ πρὸς τούτοις τὰ ἐν ταῖς πέτραις τῆς | ||
προσπεπηγὸς δάκρυον ὅμοιον τῷ λιβανωτῷ πρὸς τοῖς καυλοῖς καὶ ταῖς ῥίζαις . τοῦ δ ' ὀποῦ διαφέρει ὁ ἐν Σαρδόνι |
, ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ ἄλευρα , καὶ πατέονται ταῦτα οὐ μάξαντες οὐδ ' ὕδατι δεύοντες , ἀλλὰ φαύλως ὁκοῖά περ | ||
, ποιοῦσιν ἐξ αὐτοῦ ἄλευρα , καὶ προσφέρονται ταῦτα οὐ μάξαντες οὐδ ' ὕδατι δεύσαντες , ἀλλὰ φαύλως ὁκοῖά περ |
ἀκρίδας λάλους , ἐλάμβανον τέττιγας ἠχοῦντας , ἄνθη συνέλεγον , δένδρα ἔσειον , ὀπώραν ἤσθιον : ἤδη ποτὲ καὶ γυμνοὶ | ||
δὲ καλεῖ ἡ παλαιὰ συνήθεια καὶ πόας καὶ θάμνους καὶ δένδρα . λοιπὸν ὁ Ἱπποκράτης ἐπιφέρει θαυμαστὸν λόγον , ὅτι |
τοῦ φλοιοῦ ἁρμόϲει τὸ ἀφέψημα ἢ ϲίδια καταπλαϲθέντα ἢ μυρϲίνηϲ φύλλα ϲὺν κηρωτῇ μυρϲίνῃ ἐπιτιθέμενα : κρατύνεϲθαι γὰρ δεῖται τὰ | ||
οἰδήματα τῶν ποδῶν ἐξαίρετα ἀνθήλην ἐν ὄξει βεβρεγμένην ἐπιδεῖν καὶ φύλλα κράμβηϲ πλατέωϲ ἐπιτιθέναι καὶ τὴν Κιμωλίαν μετ ' ὄξουϲ |
τὰ μὲν πρόβατα καὶ τὰς βοῦς ἔλαβεν , τὰ δὲ πέμματα καὶ τὰ τραγήματα πρῶτον μὲν οὐδ ' ἔγνω : | ||
μὲν καὶ μόσχους καὶ χῆνας ἔλαβε , τραγήματα δὲ καὶ πέμματα καὶ μύρα διωθεῖτο , καὶ προσβιαζομένων λαβεῖν καὶ λιπαρούντων |
ταῦτα εὐθέως ποιεῖσθαι τὴν τῆς γῆς περίχωσιν , περιχωννύντας ἀπὸ ῥιζῶν δηλονότι ἕως διπαλαιστιαίου ὕψους , τά τε κύκλῳ τῆς | ||
καὶ διηθήσας δὸς πιεῖν . ἄλλο . πίτυρα μετὰ μαράθρων ῥιζῶν ἑψήσας τὸ ὕδωρ δὸς πιεῖν . ἄλλο . μελάνθιον |
ἐξ Ἰνδίας πεπέρει καὶ τῷ καρπῷ τῶν φοινίκων καὶ ἑτέροις τραγήμασι διὰ τὸ μὴ ἐπιχωριάζειν τοῖς βαρβάροις οὖσι τιμίοις , | ||
κριθῶν καὶ γίνεται γλυκέα σφόδρα : χρῶνται δὲ πάντες ὥσπερ τραγήμασι . Τοῖς δὲ βουσὶ καὶ τοῖς προβάτοις ἅπαντα μὲν |
δὲ λίβανον μὲν καὶ σμύρναν ἐκ δένδρων γίνεσθαί φασι , κασίαν δὲ καὶ ἐκ θάμνων : τινὲς δὲ τὴν πλείω | ||
φαρμάκου καὶ προσέτι τὸ ἑλένιον καὶ τὸν ναρδόσταχυν καὶ τὴν κασίαν , ἔχειν δὲ ἐσκευασμένον ἕτοιμον διττόν , ὡς ἡμεῖς |
Ἀμείνω δὲ τῶν μήλων τὰ εἰς ἀπόθεσιν χειμῶνος ὥρᾳ τηρούμενα γλυκέα ὄντα : πλείω γὰρ τὴν πέψιν προσλαμβάνοντα τῷ χρόνῳ | ||
βρόμος , τῆλις , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , μῆλα τὰ γλυκέα , σήσαμον , αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ |
Ἀπίων ψιλῶς γένος δένδρου . λέγεται γὰρ ὅτι ἡ ἀνήμερος ἐλαία λεγομένη φυλία λέγεται . φωριαμός Ω . ο . | ||
λέγει ὑπὸ πάντων πίπτειν . παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἀστεϊζομένη ἡ ἐλαία φησίν , ἐγὼ φαύλη πάντων τῶν δένδρων εἰμί . |
θῖνα καλεῖ τοὺς βρυώδεις τόπους , τοὺς ἔχοντας δηλονότι βρύα χλωρά . πρασόεσσαν : τὴν βοτανώδη , χλοερὰν , τὸν | ||
τέταρτον βοτάνας ἔχον ἡμιξήρους , τὰ μὲν ἐπάνω τῶν βοτανῶν χλωρά , τὰ δὲ πρὸς ταῖς ῥίζαις ξηρά : τινὲς |
ἀνιέρωται τῷ Ἀπόλλωνι , ὁπόσα τῶν ταῖς χερσὶν ἁρμοζόντων τεκτόνων ποικίλματα ἄγων τὸν Κρισαῖον λόφον . . . . . | ||
ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥίπτονθ ' , ἵν ' οἰκεῖς ἀστέρων ποικίλματα . σύ θ ' , ἣ ' πὶ τὠμῶι |
τε πολλὴν καὶ πεύκην καὶ κέδρον καὶ ἄλλα παντοῖα στελέχη ναυπηγήσιμα , ἐξ ὧν στόλον κατεσκευάσατο ἐπὶ τῷ Ὑδάσπῃ πρὸς | ||
καὶ τῶν τε πλοίων ἐπιτυχοῦσαι τὰ πολλὰ διέφθειραν καὶ ξύλα ναυπηγήσιμα ἐν τῇ Καυλωνιάτιδι κατέκαυσαν , ἃ τοῖς Ἀθηναίοις ἑτοῖμα |
: τὰ μὲν γὰρ ἐπικουρεῖ τοῖς ὅπλοις , τὰ δὲ καρποῖς καὶ τέχναις καὶ ἠθοποιίαις . φανεραὶ δὲ καὶ αἱ | ||
ποταμῶν παντοδαπῶν διαρρεῖ , καὶ ποιεῖ κατάφυτον πολλοῖς κηπεύμασι καὶ καρποῖς παντοδαποῖς τὴν χώραν . Τοῦ δὲ κατὰ τοὺς ποταμοὺς |
μαλακτικῶν φαρμάκων ἐστὶ τό τε αἴγειον στέαρ καὶ τὸ τῆς ἀλεκτορίδος , ἀλλ ' ἀσθενέστερον καὶ τὰς μετρίας μαλάττει σκληρότητας | ||
καὶ τεύτλων τρυβλίον λιπαρῶν ἄλφιτα παραπάσας ἐκπιέτω , καὶ νεοσσοῦ ἀλεκτορίδος κρέας ἢ πελειάδος ἢ τρυγόνος ἢ ὄϊος ἢ ὑὸς |
τοῦ περικαθήραντα ἀναξηρᾶναι . Τὰ γὰρ ἐν τῇ Θρᾴκῃ φυόμενα ῥιζία , καθάπερ τό τε τῇ νάρδῳ προσεμφερῆ τὴν ὀσμὴν | ||
καὶ τὸ πολύγονον ἡ βοτάνη , καὶ ἄλλοτε ταύτης τὰ ῥιζία τούτῳ , ἢν ἑψηθῇ ταῦτα ἐν γάλακτι : καὶ |
τούτοις . χρήσιμα δὲ καὶ τὰ μῆλα σὺν ἄρτῳ λεῖα καταπλαττόμενα καὶ τὰ τούτοις παραπλήσια : καὶ κηρωταὶ ἃς καλοῦσιν | ||
, ἢ τοῖς δήγμασι ἐπιτιθέ - μενον , ἢ σκόροδα καταπλαττόμενα καὶ ὀπτὰ ἐσθιόμενα καὶ πινόμενα . [ Πρὸς λυσσοδήκτους |
' ἰδίαν . ὅμοια δὲ τούτοις καὶ τὰ ἐγκαθίσματα παρασκευάζομεν καθέψοντες τῷ ὕδατι σταφυλῖνον καὶ δαῦκον Κρητικὸν καὶ γλήχωνα , | ||
βοτάνη κεγχρῖτις προσαγορευομένη , μελικήρῳ παρόμοιος : ἣν οἱ ἰατροὶ καθέψοντες πιεῖν διδόασι τοῖς ἀπηλλοτριωμένας ἔχουσι τὰς φρένας καὶ ἀπαλλάττουσιν |
κηρύσσουσιν . Τί μοι λοιπὸν καταλέγειν τὸ πλῆθος ὧν σέβονται ζώων Αἰγύπτιοι , ἑρπετῶν τε καὶ κτηνῶν καὶ θηρίων καὶ | ||
δέ τι παρόμοιόν ἐστι τὸ ζητούμενον καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ζώων πρὸς τὸν ἄνθρωπον πότερα κατὰ φύσιν ἢ κατὰ στέρησιν |
τὴν κλαδείαν δρέπανα ὀξύτατα καὶ τομώτατα εἶναι . Εὐφορήσει ἡ ἄμπελος , τοῦ κλαδεύοντος αὐτὴν κισσῷ στεφομένου . εἰ δὲ | ||
: ” ἐκ γὰρ ἀμπέλου ” φησί „ Σοδόμων ἡ ἄμπελος αὐτῶν , καὶ ἡ κληματὶς αὐτῶν ἐκ Γομόρρας : |
: συγχεῖται γὰρ εὐθὺς κινηθέντος ἡ περιέχουσά με ἐπιφάνεια καὶ ἑνοῦται πρὸς ἑαυτήν , τῆς δὲ ἐν τοῖς στερεωτέροις ἀγγείοις | ||
οὐράς , καὶ ἐξαιροῦσι τὸ στέαρ καὶ ἐπιρράπτουσι , καὶ ἑνοῦται πάλιν ἡ τομή , καὶ ἀφανίζεται τὰ ἴχνη αὐτῆς |
μὲν ἡμέρων ἀείφυλλα ἐλάα φοῖνιξ δάφνη μύρρινος πεύκης τι γένος κυπάριττος : τῶν δ ' ἀγρίων ἐλάτη πεύκη ἄρκευθος μίλος | ||
πλείων , ἐλάτη τε καὶ πεύκη καὶ κέδρος , ἔτι κυπάριττος δρῦς καὶ ἄρκευθος : ὡς δ ' ἁπλῶς εἰπεῖν |
καθ ' ἃ ἂν ὑφίστασθαι τύχῃ . εἰ μὲν οὖν ὑπόπλατυ τὸ ἀπόστημα τύχοι καὶ μὴ πάνυ ἐξωγκωμένον , εὐθυτομήσομεν | ||
τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν δ ' ἡσυχῆ μὲν ὑπόπλατυ , τῇ δὲ χρείᾳ ὑγιεινὸν καὶ ψυχρὸν , τὰ |
πεπέρεως ⋖ μη . τὰ μὲν ξηρὰ καὶ σκληρὰ τῶν βοτανῶν ἀπορρίπτειν , λαμβάνειν δὲ τὰ ἄκρα τῶν βοτανῶν σὺν | ||
περὶ λίθων κδʹ καὶ πτηνῶν κδʹ καὶ ἰχθύων κδʹ καὶ βοτανῶν κδʹ . τούτων ἑκάστη δύναμις συγκραθεῖσα μιγήσεται ταῖς λοιπαῖς |
αἶρα δέ ἐστι σπέρμα , γινόμενον . . . . αἰραί : πόλις Μακεδονίας . καὶ ἄλλη Ἰωνίας . . | ||
αἶρα δέ ἐστι σπέρμα , γινόμενον . . . . αἰραί : πόλις Μακεδονίας . καὶ ἄλλη Ἰωνίας . . |
δὲ πικρὸς καί τι καὶ στύψεως ἔχει . Δάφνης τῆς πόας ἡ κρᾶσις ἐνεργῶς ἐστι θερμή : δριμεῖά τε γὰρ | ||
ἐγκρύψας εἶτα ὑποθάλπει καὶ μάλα ἀγαπητῶς . δεῖται δὲ οὔτε πόας τηνικάδε οὔτε ἰχθύος ἐς βορὰν ἑτέρου , κρυμοῦ δὲ |
, ὃ σποδιὰν τίθησι τὰ κεκαυμένα , νέμεται δὲ τὰ ἄκαυστα . καὶ τὰ σὰ πάλαι κακὰ εἰς τοὺς σὲ | ||
τε τούτων καὶ τῶν ἄλλων σχεδόν τι πάντων δυναμικώτερα τὰ ἄκαυστα τῶν κεκαυμένων ἡγητέον πλὴν ἁλῶν καὶ νίτρου καὶ τρυγὸς |
τὰ δὲ ὀλιγόρριζα , καθάπερ ῥοιὰ μηλέα : τὰ δὲ μονόρριζα , καθάπερ ἐλάτη πεύκη : μονόρριζα δὲ οὕτως , | ||
μόνοις ὕπεστι πλῆθος ῥιζῶν καὶ δύναμις , τὰ χεδροπὰ δὲ μονόρριζα καὶ ξυλώδη καὶ ἐπιπολῆς . Ὡσαύτως δὲ καὶ ἐπὶ |
πτύσσω : πτύον : πτύχει : πτύανοι , μῖγμα παντοδαπῶν ὀστρέων : πτυγαργὸς , λέγεται , δὲ καὶ δίχα τοῦ | ||
πολὺ διάφοροι τῶν παρ ' ἡμῖν . γίνεται δὲ καὶ ὀστρέων πολὺ πλῆθος : ἓν δὲ ἴδιον ὃ καλοῦσιν ἐκεῖνοι |
ἐστιν ἀνθρώπου φρενῶν ὅπου τὸ τέρπον καὶ τὸ πημαῖνον † φύει † : δακρυρροεῖ γοῦν καὶ τὰ καὶ τὰ τυγχάνων | ||
ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει , ἢ ὡς ὅτ ' ἐν ἀζαλέῃς ξυλόχοισι πῦρ |
δὲ τῇ , εὖρος ἐοῦσα ἑκατέρη ἑκατὸν ποδῶν , δένδρεσι κατάσκιος . Τὰ δὲ προπύλαια ὕψος μὲν δέκα ὀργυιέων ἐστί | ||
τὸ πολλὰς ἐξοχὰς ἔχειν ὀρῶν οἱ κατοικοῦντες ἄνδρες καλοῦσι : κατάσκιος δὲ καὶ πολύϋλος ὑπάρχει τοσοῦτον , ὅσον οὐδεμία τῶν |
. φέρτρῳ φορείῳ : “ κείμενον ἐν φέρτρῳ . ” φηγός ἡ δρῦς , καὶ φήγινος ὁ δρύϊνος : “ | ||
λάχανον , . . γογγυλίς , ὦχρος , λάθυρος , φηγός , βολβός , τέττιξ , ἐρέβινθος , ἀχράς , |
ἐργαζόμενον ὀρρὸν ἄνοστον . φαῦλον δὲ καὶ τὸ ἀφρῶδες , πνευματοῖ γάρ : καὶ γὰρ τὸ ἔπαφρον τοῦ ὑγροῦ καὶ | ||
: ταῦτα μὲν γὰρ φθείρεται ῥᾳδίως , τὰ δριμέα δὲ πνευματοῖ καὶ ἄλλως ἐστὶν τμητικὰ καὶ λεπτυντικά , παρ ' |
τὰ ἐπιμήνια μὴ γίνηται ἐν τῷ καθεστηκότι χρόνῳ , κράμβης πέταλα καὶ πήγανον τρίψας λεῖα , ἔπειτα ἄχυρα τὰ ἀπὸ | ||
εὐρύνει , ὧν δ ' ἐστὶν ἐγκύμων πάντα ἀποτίκτει , πέταλα καὶ κληματίδας , ἕλικας , οἴναρα , καρπὸν ἐπὶ |
ταῖς καπηλίσιν πάντ ' ἀγάθ ' : ἕωθεν εὐθύς , οἰνοῦτταν , μέλι , ἰσχάδας , ὅς ' εἰκός ἐστιν | ||
οἴνου καὶ μέλιτος γινόμενον . ἕωθεν : Ἐκ πρωΐας . οἰνοῦτταν : Μουστόπιτταν . . οἰνοῦττα μέν ἐστιν ἡ κοινῶς |
ἕξουσι καθαρόν , δυσῶδες δὲ τὸ ὕδωρ . Οἱ δὲ ὄστρακα ἐκπυρώσαντες ἐμβάλλουσιν , ἄλλοι κρίθινον ἄρτον θερμὸν ἐν σπυρίδι | ||
τῇ συνθέσει τῶν πίθων ἕνα διαρραγῆναι , καὶ τούτου τὰ ὄστρακα πλησιάζοντα διαρρῆξαι ἕτερον , καὶ τοῦτον πάλιν τὸν ἐγγύς |
ὅτι δὲ τὰ αἰσθητῶς κενούμενα [ διάφορά ] τέ καὶ ποικίλα , ⌈ ὡς ἀπεδείξαμεν ⌋ [ ] ? ? | ||
μόλις . ὠρέξατο : ἐπελάβετο , ἥψατο . Παναίολα : ποικίλα . μερμηρίζει : διανοεῖται , μερίζεται καὶ φροντίζει , |
ἐπὶ τοῦ εἰς ὄξος μεταβάλλοντος οἴνου καὶ ἐπὶ τῆς ἐξ ὄμφακος εἰς γλυκὺν χυμὸν μεταβαλλούσης σταφυλῆς ἢ τοῦ ἄλλοτ ' | ||
“ εὗδον Βορέω ὑπιωγῇ . ” ὑποπερκάζουσι μεταβάλλουσιν ἀπὸ τοῦ ὄμφακος . ὑπεκπροθέων ὑπεκτρέχων . ὑπὲρ τοκήων κατὰ τῶν γονέων |
εἰ μὴ χλωρὸν ἔφυσε θεὸς μέλι , πολλὸν ἔφασκον γλύσσονα σῦκα πέλεσθαι . Καί ποτέ μιν στυφελιζομένου σκύλακος παριόντα φασὶν | ||
μέρη τῶν ἐντέρων . ἄλλοι δέ φασιν ὅτι μὴ δεῖ σῦκα προσφέρεσθαι μεσημβρίας : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε , ὡς |
ὡς νεκροὺς θάψωσιν , ἃς αὐτὰς ἐχρῆν κείνων ταφείσας χερσὶν ὡραίων τυχεῖν . σοφὸν δὲ πενίαν τ ' εἰσορᾶν τὸν | ||
καλούμενοι πάντες κακόχυμοι , σῦκα δ ' ἧττον τῶν ἄλλων ὡραίων : αἱ δ ' ἰσχάδες τοῖς πλεονάζουσιν ἐν αὐταῖς |
ἅμα φέρεται καὶ συντρέχει πρὸς τὴν σάλπιγγα : διὸ φαντασίαν ἀγρίων ποιεῖ : ὑπὲρ ὧν Τίμαιος κακῶς καὶ παρέργως ἱστορήσας | ||
προνοίας καταστησαμένης εὐαίσθητα καὶ ταχύδρομά τινα καὶ ὑποηγουμένους εἶναι τῶν ἀγρίων ζῴων , ἁρμόδιόν ἐστιν μέτρῳ τινὶ καὶ τάξει καὶ |
προσφερέσθωσαν τῶν τε φασιανῶν καὶ τῶν κατοικιδίων ὀρνίθων τὰ μὴ λιπαρὰ καὶ ἀτταγῆνας καὶ πέρδικας καὶ κοσσύφους καὶ κίχλας . | ||
καὶ λεπτυνόμενον . Τὰ γλυκέα καὶ τὰ πίονα καὶ τὰ λιπαρὰ πληρωτικά ἐστι , διότι ἐξ ὀλίγου ὄγκου πολύχοά ἐστι |
προσθεὶς καὶ τὸ ἰδίωμα τῆς χώρας ” τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν . „ πάντα γὰρ τὰ τοιαῦτα | ||
κάτω παρίεμεν , τὰς δὲ ὑποκειμένας πρώτην ἄγομεν ἐπὶ τὰ μῆλα καὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέ - γμα , |
δὲ ταύτας ἡ βοεία . καλλίων δὲ τούτων οὖσα ἡ ὑεία κόπρος ἀνεπιτήδειός ἐστι τοῖς σπορίμοις διὰ τὴν πολλὴν αὐτῆς | ||
ἢ ἀκακίας ἢ ὑποκιστίδος : πάντων δ ' ἄμεινον ἡ ὑεία χολὴ κατάχρισμα ἐρυσιπελάτων : τὰ δ ' ἔνυγρα τοῖς |
μύλλου κρείσσων . τὰ μέντοι τῶν ἰχθύων καὶ τῶν ταρίχων ᾠὰ πάντα δύσπεπτα , δύσφθαρτα , μᾶλλον δὲ τὰ τῶν | ||
καὶ πανοῦργον , ἔτι δὲ ἀφροδισιαστικόν . διὸ καὶ τὰ ᾠὰ τῆς θηλείας συντρίβει , ἵνα ἀπολαύῃ τῶν ἀφροδισίων . |
δὲ ἡμῖν ἀναγκαῖα διὰ τὴν χρείαν . ἀποκριθέντων γὰρ ὧν ἐφάγομεν , δεόμεθα ἑτέρων , ὡς τὴν γαστέρα ἐμπλήσωμεν . | ||
ὄξει δεδευμέναι καὶ μέλιτι : ἔτι μέντοι ὃ μάλιστα ἡδέως ἐφάγομεν , θριδακῖναι καὶ σέλινα : πηλίκαι δοκεῖς θριδακῖναι ; |
τὰ φυτά , προσιόντος δὲ τοῦ χειμῶνος , στεγάζουσι τὰ φυτά . εἰ δὲ βούλει κίτρια ἐρυθρὰ ποιῆσαι , ἐγκέντρισον | ||
ζʹ . ὁποῖα εἶναι δεῖ τὰ μέλλοντα φυτεύεσθαι τῶν ἐλαιῶν φυτά . ηʹ . ἐλαίας πολυφόρους ποιῆσαι . θʹ . |
πέτραις καὶ θριγκοῖς : καυλία ἀπὸ μιᾶς ῥίζης πολλά , περίπλεα φυλλαρίων λιπαρῶν , μικρῶν , ὀξέων ἀπ ' ἄκρου | ||
τοῦ καυλοῦ , μικρὰ ὡς πηγάνου : τὰ δὲ ῥαβδία περίπλεα σπερματίων , ἐοικότα βοτρυδίοις μηδέπω ἀνθοῦσιν : ὀσμὴ οἰνώδης |
ἐν τοῖς δένδροις πεπαίνεται . Δι ' ὃ καὶ πυροὶ κριθῶν ὀψιαίτεροι καὶ ὀλιγοχούστεροι : καὶ αἱ ῥίζαι δὲ τῶν | ||
τήλεως , μελιλώτου , ἀνήθου , ἀλθαίας , λινοσπέρμου , κριθῶν ὠπτημένων , χαμαιμήλου ξηροῦ , γλήχωνος , ἀνὰ λιτρ |
μὲν τῶν ἐκτὸς μέλαινα , θλασθεῖσα δὲ λευκή . Ἄλλη λιβανωτὶς ἡ λεγομένη ἄκαρπος , κατὰ πάντα ὁμοία οὖσα ταῖς | ||
λιθόσπορον ἤτοι παλιούρου σπέρμαν . λιβανωτὸν ἤτοι τὸ λίβανον . λιβανωτὶς ἤτοι τὸ δενδρολίβανον . λινόζωστις ἤτοι τὸ παρθένιον . |
τὰς ὁδοὺς στορνύντες ὑπορρύσεις οὐκ ἔδωκαν αὐταῖς , ἀλλ ' ἐπιπολάζει τὰ σκύβαλα καὶ μάλιστα ἐν τοῖς ὄμβροις ἐπ - | ||
ἐν ᾗ αἰνοῦσιν τὰ ὕδατα , καὶ πνεῦμα θεοῦ καταβαῖνον ἐπιπολάζει αὐτοῖς καὶ ἁγιάζει αὐτά : εἰ γὰρ μὴ οὕτως |
πάναγρον . Φασὶ τὴν τρίγλαν ἥδεσθαι ἐν παντὶ ῥύπῳ καὶ δυσώδει διαίτῃ , ἐξαιρέτως δὲ τῇ ἀνθρωπίνῃ σαρκὶ σεσηπυίᾳ , | ||
, τῷ δὲ ἰχθυΐνῳ ἐλαίῳ χρίονται λιπαρῷ σφόδρα καὶ οὐ δυσώδει , τὰ δὲ ἔντερα ἐξέλκουσιν αὐτῶν καὶ ἕψουσι , |
ἐστὶ χείρω τὰ κατ ' ἐκεῖνα τὰ ζῷα . οἱ ἐγκέφαλοι τῶν πτηνῶν πολὺ βελτίους εἰσὶ τῶν ἐν τοῖς πεζοῖς | ||
δ . στέατος χηνείου γοδ ἤτοι οὐγ . δ . ἐγκέφαλοι χηνῶν πρόσφατοι δύο : στέατος χηνείου καὶ φασιανοῦ καὶ |
τι καὶ παρακολούθημα . ἢ ὅτι διὰ τί ἡ πλάτανος φυλλορροεῖ ; ὅτι λευκή ἐστιν . οὐ γὰρ τὸ λευκὸν | ||
ὑπέρυθρα δὲ τὰ φύλλα ἐπιεικῶς καὶ χαῦνα καὶ σαρκώδη : φυλλορροεῖ δὲ τοῦτο ὅλον , διόπερ φύλλον ἄν τις εἴποι |
. τῶν δ ' ὀστρακοδέρμων τὰ μαλακόσαρκα , οἷα τὰ ὄστρεα , ὀλιγότροφα . ἄρτοι κρίθινοι , ὅπως ἂν σκευασθῶσιν | ||
ὁ Ἱκέσιος τῶν προειρημένων εὐεκκρίτους μᾶλλον εἶναι , τὰ δὲ ὄστρεα ἀτροφώτερα τε τούτων καὶ πλήσμια , εὐεκκριτώτερα τε τούτων |
ἐν τῇ περὶ Ἀσκάλωνι λίμνῃ διὰ τὴν ὕβριν καὶ ὑπὸ ἰχθύων ἐβρώθη . Ἔφιππος ὁ κωμῳδιοποιὸς παίζων φησίν : ὁπότε | ||
καὶ δεινόν , ὦ θεοί . πρῶτον ὠμῶν κειμένων τῶν ἰχθύων πάρεισιν οἱ κεκλημένοι : δίδου κατὰ χειρός . τοὔψον |
ὧραι ἀμείβουσαι , καὶ γῆ βλαστάνουσα : οὗτοι γεωργοὶ ἀθάνατοι ἐγκάρπων , σιτίων καὶ δένδρων , καὶ μηδὲν ἀνθρωπίνης τέχνης | ||
ἦν οὐδὲ τῶν συμμέτρων νήσων : πόθεν ; οὐδὲ τῶν ἐγκάρπων , ἀλλ ' ἣν μόνον ἐπαινέσαι θέλων αἰγίβοτον εἴρηκεν |
ἐπὶ δὲ τῶν ἑρπετῶν τὸ φωλεύειν : ἐπὶ δὲ τῶν ὀρνέων νοσσεύειν . ὁ γοῦν λέγων νοσσιὰν τέκνων ἀκυρολογεῖ : | ||
τοὺς πάνυ ἀσθενεῖς ὑπὸ τῆς δασύτητος σῳζομένους , καὶ τῶν ὀρνέων τοῖς ἀσθενεστάτοις ἐξαρκεῖ τὰ πτερὰ εἴργειν τὸν ἄνεμον καὶ |
. Πάντων δὲ κάλλιον γῆν προετοιμάζειν ἐψυγμένην ἀργιλλώδη , ἢ ῥοιῶν φύλλα ξηρὰ καὶ σεσησμένα : καὶ ὅταν ὁ σῖτος | ||
τοπικοῖς χρῶ . Ἐπὶ τοίνυν τῶν πολύπων τῷ διὰ τῶν ῥοιῶν χρησόμεθα : πάνυ γὰρ ἄκρως ἐνεργεῖ . λαμβανέσθωσαν δ |
ἰδίων ἐποιεῖτο καὶ μηχανὰς ποικίλας συνεπήγνυτο πυρφόρα τε ἀγγεῖα σιδήρεα ἐξῆπτε κοντῶν μακρῶν , αἰωρεῖσθαι τὸ πῦρ ἐς τὸ πέλαγος | ||
ἀλλὰ καὶ τοὺς πλησίον καὶ αὐτοὺς ὁμοίως καὶ τὰ ὅπλα ἐξῆπτε . τά τε τῶν ἡρώων τηνικαῦτά σφισιν ἐφάνη φάσματα |