? [ δίκᾳ δ ? ' Ὀδυσσῆϊ ? ? ? ξυνῇσαν [ οὐκ ] ἰσορρόπῳ ? [ ] ? [
εἰρημένον : ὡς τῶν Λακεδαιμονίων ὁρισάντων τὴν προθεσμίαν τῆς συνάξεως ξυνῇσαν τὰ δύο μέρη : ἵνα ἑκάστη πόλις τὸ μὲν
6841118 ἰσορροπῳ
' ὧδε δαίμων τις κατέφθειρε στρατόν , τάλαντα βρίσας οὐκ ἰσορρόπῳ τύχῃ . θεοὶ πόλιν σῴζουσι Παλλάδος θεᾶς . ἔτ
εἱμαρμένην ἀνύσωσι πορείαν ; ἐν ἀγῶνί φασιν ἱερῷ δύο ἀθλητὰς ἰσορρόπῳ κεχρημένους ἀλκῇ , τὰ αὐτὰ ἀντιδρῶντάς τε καὶ ἀντιπάσχοντας
6653614 δαμασσατο
ἀγαυοῦ Τυδέος υἱὲ ἦ μάλα ς ' οὐ βέλος ὠκὺ δαμάσσατο πικρὸς ὀϊστός : νῦν αὖτ ' ἐγχείῃ πειρήσομαι αἴ
δηλονότι . Θαρσαλέος : ὁ Ἀχιλλεύς . παρέδραμε : γράφεται δαμάσσατο . Δηϊδαμείης : παρακοῖτις , Ἀχιλλεύς . Πιμπληΐδι :
6649790 ψαλλ
κώλων ηʹ . ἄνια ] † λυπηρὰ ἢ ἀθεράπευτα . ψάλλ ' ] τέμνε , κόπτε . ἔθειραν ] τὴν
νόμους . πρὸς Ἄρειον δὲ τὸν ψάλτην ὀχλοῦντά τι αὐτὸν ψάλλ ' ἐς κόρακας ἔφη . ἐν Σικυῶνι δὲ πρὸς
6633702 ἐπεξιακχασας
] ᾄσας . θ ἐπεξιακχάσας ] πρὸς θεοὺς ὕμνον . ἐπεξιακχάσας ] μετὰ χαρᾶς ᾄσας καὶ καυχασμοῦ . ἐπεξιακχάσας ]
τύχας : πύργοις ἐπεμβὰς κἀπικηρυχθεὶς χθονί , ἁλώσιμον παιῶν ' ἐπεξιακχάσας , σοὶ ξυμφέρεσθαι καὶ κτανὼν θανεῖν πέλας , ἢ
6624217 προθυμεισθε
καὶ τὴν Ἰώ φησιν ὁ Προμηθεὺς , ἐπεὶ θέλετε καὶ προθυμεῖσθε μαθεῖν , οὐκ ἀντιστῶ ὑμῖν εἰς τὸ μὴ εἰπεῖν
πάντως , ὦ δήμαρχοι , ψῆφον ἐπενεχθῆναι περὶ τοῦ ἀνδρὸς προθυμεῖσθε , μηθὲν ἔξω τοῦ ἐγκλήματος κατηγορεῖτε : ἀλλ '
6565789 Νικᾳ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει , ἡμέρα δ ' ἔργον ποιεῖ . Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις . Νόμιζε πάντα κοινὰ
βροτοῖσι περίοδον τ ' ἔχει Χρόνος διοικῶν ἀστέρων γνωρίσματα . Νικᾷ δὲ τούτων οὐθεὶς ἕτερον , ἀλλ ' ἀεί Ἥκει
6541282 ᾀδουσων
οὗτοι : συλληπτικὸς ὁ τρόπος . οἵτινες καὶ τῶν Μουσῶν ᾀδουσῶν καὶ ἐν τῷ Πηλίῳ ὄρει καὶ ἐν ταῖς ἑπταπύλοις
ἐκκομισθῆναι μετὰ χορείας γαμηλίου τε καὶ κερτόμου καὶ τὸν ὑμέναιον ᾀδουσῶν γυναικῶν . ἐμοὶ δοκεῖν , τοῦ Διονύσου τιμωροῦντος παρθένῳ
6521269 πυλωρον
Θ . . στρεφόμενον . ἱδρύσασθε : Ποιήσατε . . πυλωρόν . . ἐπωνυμία ἐστὶ τοῦτο τοῦ θεοῦ : παρὰ
ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον ] ἀγοραῖον παλιγκάπηλον ] κλέπτην
6516760 κυν
ὁ Τρωός . Ἡ κυνός γενικὴ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τῆς κύν εὐθείας , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς κύων κύονος κατὰ
ἕρπωμες . Φρυγία , τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα , τὰν κύν ' ἔσω κάλεσον , τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον . ὦ
6483868 ἐπικεκριται
γὰρ τῶν ἀμφισβητουμένων χωρὶς κρίσεώς ἐστι πιστόν . εἰ δὲ ἐπικέκριται , πάλιν τὸ κρῖναν αὐτὸ ἤτοι ἀνεπίκριτόν ἐστιν ἢ
: εἰ δὲ ἐπικέκριται , πάλιν τὸ ἐπικρῖναν αὐτὸ ἤτοι ἐπικέκριται ἢ οὐκ ἐπικέκριται , καὶ οὕτως εἰς ἄπειρον .
6472530 ἀποφευγουσι
μὲν δὴ συγκατακαίονται τοῖσι μάντισι βόες , πολλοὶ δὲ περικεκαυμένοι ἀποφεύγουσι , ἐπεὰν αὐτῶν ὁ ῥυμὸς κατακαυθῇ . Κατακαίουσι δὲ
εὐπρεπέστερον κτῶνται τἀγαθὰ τῶν φίλων συμποριζόντων αὐτοῖς ; τίνες δὲ ἀποφεύγουσι τὰ κατὰ ῥᾷον ἢ οἷς ἂν φίλοι συμμαχῶσι ;
6471751 ἀρηγω
: κυνηγὸς , κυνηγῶ : φορτηγὸς , φορτηγῶ : τὸ ἀρήγω οὐχ οὕτως ἔχον , τὴν γραφὴν ἐφύλαξεν , τὸν
ἀρηγών : βοηθός : ἔστιν ὄνομα μετοχικόν : ἀπὸ τοῦ ἀρήγω ῥήματος ὄνομα θηλυκὸν ἡ ἀρηγών καὶ κλίνεται ἀρηγῶνος :
6461815 ὀλβιαι
ἐκ τῶν Μυκηνῶν γ ' , αἵ ποτ ' ἦσαν ὄλβιαι . καὶ μὴν ποθεινός γ ' ἦλθες ἐξ Ἄργους
ἄδακρυν μοῖραν : μοῖραν τὸν καιρόν . καὶ Ἀριστοφάνης ὃν ὄλβιαι Μοῖραι ξυνάγουσιν ἐν Βατράχοις [ ] : λείπει ἡ
6453846 ᾀδοι
ἔχῃς ὥραν ἄγουσαν ἤδη παστάδος , εἴ σοι τὴν οἰκίαν ᾄδοι τις παριών , δέδοικας , μὴ καταλείψασα τὸν ἱστὸν
τὰ ποιήματα Ὅμηρος , ὡς μὴ τὰ ὀνείδη τοῦ Ὀδυσσέως ᾄδοι . ” καὶ ἐπολοφυράμενος αὐτῷ ὁ Ἀχιλλεὺς ὡς μεγίστῳ
6443579 δεχωμεθα
λιθίνων ἢ χαλκῶν μηδὲν ἡμῖν διαφερέτωσαν : καὶ μήτε κήρυκα δεχώμεθα παρ ' αὐτῶν μήτε σπονδὰς σπενδώμεθα : ἡ ἐρημία
τῶν χειρῶν , ἵνα δι ' αὐτῶν διδῶμέν τε καὶ δεχώμεθα κατὰ τὸν κοινωνικὸν λόγον , καὶ τῶν δακτύλων ἁπλῶν
6432625 ταπεινοτατον
τοῖς θεωμένοις . Μετὰ δὲ ταῦτα τῆς Βαβυλωνίας ἐκλεξαμένη τὸν ταπεινότατον τόπον ἐποίησε δεξαμενὴν τετράγωνον , ἧς ἦν ἑκάστη πλευρὰ
καὶ εὐεργέτης καὶ βασιλεὺς βασιλέων καὶ θεὸς θεῶν οὐδὲ τὸν ταπεινότατον ὑπεριδεῖν ὑπέμεινεν , ἀλλὰ καὶ τοῦτον εὐωχῆσαι λογίων καὶ
6428689 ᾀδουσα
ἐρυθρότερα διεσπασμένα περὶ δυσμάς , ἀνομβρίαν δηλοῦσι . καὶ γλαὺξ ᾄδουσα συνεχῶς ἐν νυκτί , καὶ κορώνη πρᾳέως ἐν ἡμέρᾳ
ματτομένων : Τῶν προσοψημάτων . μινυρομένη : Ἀντὶ τοῦ ἠρέμα ᾄδουσα . τῶν Ἰωνικῶν : Τῶν τρυφηλῶν . Ἴωνες τρυφηλοί
6412887 ῥιψασπιν
ἐξαίφνης ] παραυτίκα . , αἰφνιδίως , εὐθέως . τὸν ῥίψασπιν ] τὸν δειλόν . , τὸν ῥίψαντα τὴν ἀσπίδα
αὐτὸν καὶ ὡς θηλυδρίαν , ἡνίκα ἔφη ” Κλεώνυμον τὸν ῥίψασπιν “ . διὰ τὴν ἄκραν φειδωλίαν . εἰ μὲν
6410118 ἐραι
. Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι Αἰσχύλος φησί . . . . : . .
. . Αἰσχύλος : μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾶι . Μ : μόνος θεῶν . . Θάνατος οὐ
6400387 ὠρτ
: οὐδ ' ὅ γε πρὶν δμῶας καὶ ποιμένας ἀγροιώτας ὦρτ ' ἰέναι , πρίν γ ' ἧς ἀλόχου ἐπιβήμεναι
δύεται κατὰ γᾶς , οὐδὲ γὰρ ἐννοσίφυλλος ἀήτα τότ ' ὦρτ ' ἀνέμων , ἅτις κ ' ἀπεκώλυε κιδναμένα μελιαδέα
6395240 ἀντιοων
Ὀδυσσείας . ἀνδρομέοιο ἀνθρωπίνου αἵματος . ἀντιόων ὑπαντῶν : “ ἀντιόων ταύρων τε . ” ἀνόπαια . ἔνιοι μὲν ὄνομα
ἐν τῇ Φ τῆς Ὀδυσσείας . ἀνδρομέοιο ἀνθρωπίνου αἵματος . ἀντιόων ὑπαντῶν : “ ἀντιόων ταύρων τε . ” ἀνόπαια
6392077 κωδων
, οὐδ ' ἑλκοποιὰ γίγνεται τὰ σήματα : λόφοι δὲ κώδων τ ' οὐ δάκνους ' ἄνευ δορός . καὶ
ὠδῖνας τοὺς κύνας τίκτει τυφλούς . Γ χ ' ἡ κώδων Γ : παρὰ τὸ κραυγαστικὸν † ἡ κύων †
6391885 ἐμπυρισθηναι
μὴ μόνον τὰ πλησίον , ἀλλὰ καὶ τὰ πορρωτέρω πάντα ἐμπυρισθῆναι . τοιοῦτόν τι καὶ ἐφ ' ἡμῶν γίνεται ,
. πεπρωμένον : ὅτι πεπρωμένον ἦν δοριάλωτον γενηθεῖσαν τὴν Ἴλιον ἐμπυρισθῆναι : ὅπως κατὰ τὸ τοῦ Αἰακοῦ ἔργον ἁλῴη τὸ
6387925 λευστηρα
. λευστῆρα ] λιθοβόλησιν . λευστῆρα ] λιθαστικόν . θ λευστῆρα ] τὸν ἀπὸ λιθασμοῦ γινόμενον . μὴ ] παρέλκον
χρᾷ φᾶσα Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα , ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα . Ἐπεὶ δὲ ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου
6386829 εἰσελθωμεν
. Τῆς δὲ Παρθένου ζῴδιον πληρώσαντες εὐθέως πρὸς τὸν Ζυγὸν εἰσέλθωμεν , ὃν καὶ Χηλὰς καλοῦσι . φύσει δ '
εἰσαγώγιμον τὴν δίκην οὖσαν . ἀλλ ' εἰς ποῖον δικαστήριον εἰσέλθωμεν , ἄνδρες δικασταί , εἰ μὴ πρὸς ὑμᾶς ,
6384015 ἀγκυρισας
ἐστι ταῦτα καὶ τὸ “ διαλαβὼν ” καὶ τὸ “ ἀγκυρίσας ” . ΓΘ καταγαγὼν ] κατάξας . Γ Χερρονήσου
' ὄντα καὶ κεχηνότα , καταγαγὼν ἐκ Χερρονήσου , διαλαβὼν ἀγκυρίσας , εἶτ ' ἀποστρέψας τὸν ὦμον αὐτὸν ἐνεκολήβασας .
6383518 βοηλατην
, ἐκπρεπέστατος γένους . ἡ δ ' ἀντὶ τούτων τάρροθον βοηλάτην τὸν ἑξάπρυμνον στέρφος ἐγχλαινούμενον στείλασα λίστροις αἰπὺν ἤρειψεν πάγον
συμβεβλημένα ? [ ] : δεινὸς κυκησμὸς εἶχε [ τὸν βοηλάτην ] . τίν ' αὖ τέχνην σὺ τήνδ [
6367720 Ναυπλιον
ἦλθες δεῦρο πῶς τίνι στόλωι ; [ ] ναῦται κώπαις Ναύπλιον εἰς λιμένα ξενικὸν πόρον ἄγαγόν με δουλοσύνας τ '
ἀλλ ' ἐχῖνος ἓν μέγα . ὅθεν τὸν Παλαμήδους πατέρα Ναύπλιον διὰ τὸ πανοῦργον ἐχῖνον καλεῖ . Παλαμήδης γὰρ συστρατεύσας
6363675 Ἀριστονικον
καὶ τῶν περὶ μουσικὴν ὄντων , ὡς τόν τε κιθαρῳδὸν Ἀριστόνικον καὶ τὸν αὐλητὴν Δωρίωνα , καὶ τῶν τὰ γέλοια
τοὺς κακῶς ἀπολωλότας , Ἱμεραῖον τὸν Φαληρέα καὶ τὸν Μαραθώνιον Ἀριστόνικον καὶ τὸν ἐκ Πειραιῶς Εὐκράτην , τῶν ῥαγδαίων ῥευμάτων
6356776 Ἀβαριν
ἐξέπεμπον τῶν καρπῶν ἁπάντων τὰς ἀπαρχάς . ὅτε δὴ καὶ Ἄβαρίν φασι τὸν Ὑπερβόρειον ἐλθόντα θεωρὸν εἰς τὴν Ἑλλάδα ,
ἄνθρωποι τῶν καρπῶν ἁπάντων τὰς ἀπαρχάς . ὅτε δὴ καὶ Ἄβαρίν φασι τὸν Ὑπερβόρειον ἐλθόντα ἐπὶ ἱστορίᾳ τῆς Ἑλλάδος Ἀπόλλωνι
6350748 ἡλιοστιβεις
τὸ πας βραχὺ καὶ οἰκεῖον τῷ μέτρῳ φλογῶπας ] καυστικάς ἡλιοστιβεῖς ] ἔνθα ὁ ἥλιος στίβει καὶ διατρίβει πόντον ]
Τάναϊν τῆς Ἀσίας καὶ Εὐρώπης ὁρισμόν . . φλογῶπας , ἡλιοστιβεῖς ] ἤγουν πρὸς τὴν ἀνατολὴν , ἔνθα βαδίζει ὁ
6347396 οἰμησε
θάλασσαν λευγαλέῃς ῥιπῇσι μεμηνότας . Ἣ δ ' ἀίουσα ἐσσυμένως οἴμησε περιγναμφθεῖσα νέφεσσι : φαίης κεν πῦρ ἔμμεν ἅμ '
ἢ ἄρν ' ἀμαλὴν ἢ πτῶκα λαγωόν : ὣς Ἕκτωρ οἴμησε τινάσσων φάσγανον ὀξύ . ὁρμήθη δ ' Ἀχιλεύς ,
6337004 τεγεοι
ἐξετείνοντο διὰ τὴν προθυμίαν τοῦ τρέχειν . τάνυσσα ἐνέτεινα . τέγεοι ὑπερῷοι : “ δώδεκ ' ἔσαν τέγεοι θάλαμοι .
τάνυσσα ἐνέτεινα . τέγεοι ὑπερῷοι : “ δώδεκ ' ἔσαν τέγεοι θάλαμοι . ” τεήν τὴν σήν . καὶ ἐπὶ
6330375 ἱκων
. * * ἐλθών γράφε διὰ τὸ μέτρον καὶ μὴ ἱκών . * ἐλθὼν ἐν τῇ Καμαρίνῃ . * *
. * * ἐλθών γράφε διὰ τὸ μέτρον καὶ μὴ ἱκών . * ἐλθὼν ἐν τῇ Καμαρίνῃ . * *
6329411 ἀλιω
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
+ . ἀλίωσεν : ἐκ τοῦ ἄλιον γίνεται περισπώμενον ῥῆμα ἀλιῶ ἀλιώσω ἠλίωσα , συστολῇ Ἰωνικῇ τοῦ η εἰς α
6309335 ἱκετευσω
δὲ πρόσωπον ἀποστρέφοντα , ἵνα μὴ ἱκετεύω σε : οὐχ ἱκετεύσω σε , ἐπεὶ πέφευγας παρ ' ἐμοῦ τούτου τυχεῖν
μετὰ ἱκετείας . . , Χ ὅτι τὸ ἵκωμαι ἀντὶ ἱκετεύσω . δ . ζ . . . . ,
6308206 φιλαγαθης
] φιλόγελως : γήθω γὰρ τὸ χαίρω . θ οὐ φιλαγαθὴς ] ἀλλὰ μισητός . ἐτύμως ] ἀληθῶς . δακρυχέων
τὸ δὲ ἐτύμως πρὸς τὸ δαΐφρων καὶ οὐ πρὸς τὸ φιλαγαθὴς συντακτέον : ἀληθῶς γάρ ἐστιν ὁ γόος δαΐφρων .
6303737 ἐκβαλοντα
εὐαγοῦντ ' εὐσεβεῖν , τὰ δ ' ἔξω νόμιμα δίκας ἐκβαλόντα τιμᾶν θεούς . ἴτω δίκα φανερός , ἴτω ξιφηφόρος
τὰ ἱερὰ καθᾶραι ἀπ ' ἀνθρώπων ἀνάγνων καὶ δυσσεβῶν , ἐκβαλόντα αὐτοὺς ἐκ τῶν ἱερῶν εἰς τόπους ἐρήμους , τοὺς
6292111 Ἑψε
: μίλτου Σινωπικῆς οὐγγίας ἕξ : ὄξους κύαθον ἕνα . Ἕψε λιθάργυρον , ψιμμύθιον , ἅλας λειότατον ποιήσας , μέχρις
, ἀνὰ λίτ . α , ὄξους τὸ ἀρκοῦν . Ἕψε ἔλαιον , λιθάργυρον , ψιμμύθιον : μεσαζούσης δὲ τῆς
6290916 Σατνιοεντος
ὄχθας : ἡ διπλῆ , ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ὃς ναῖε Σατνιόεντος , ὁ Ἔλατος . κακόφωνον δὲ γίνεται . .
τῶν ὀίων λέγει . . . Δ . ναῖε δὲ Σατνιόεντος ἐυῤῥείταο παρ ' ὄχθας : ἡ διπλῆ , ὅτι
6290880 Τερμα
οὔτ ' ἐστὶν οὔτε μήποτε γένοιτο : ἐξ ἀποφθέγματος . Τέρμα δ ' ὁρᾶν βιότοιο , Σόλων ἱεραῖς ἐν Ἀθήναις
βλαβερὰ , ἐπώ . ἐδάησαν : ἔγνωσαν , ἔμαθον . Τέρμα : τέλος . βίου : ζωῆς . εὐρέα :
6286146 ἀνελκουσι
ἀνασπᾷ τὴν ταπεινοτέραν , οὕτω καὶ οἵδε πρὸς τὴν κλεῖν ἀνέλκουσι τὴν πρώτην πλευράν . Τῶν τοῦ θώρακος μυῶν οἱ
τὸ κενόν , καὶ κατ ' αὐτοῦ βαίνοντες ἀποδιδράσκουσιν . ἀνέλκουσι δὲ καὶ ἐκεῖνον οὕτως . ἄνωθέν τις τὸν πόδα
6282928 Σερμυλιων
ἡ Σερμυλὶς Χαλκιδικὴ πόλις τὰ Ἀθηναίων φρονοῦσα ʃ καὶ τῶν Σερμυλίων πολλοὺς διέφθειρεν Φορμίων . . . ἐδῄου : ἄπορον
κτἑ . : τὸ ἑξῆς οὕτως : καὶ πολλοὺς τῶν Σερμυλίων , λοχήσας αὐτοὺς πρὸς τῇ ἑαυτῶν πόλει , διέφθειρεν
6279417 Ὀπισθεν
εἰσὶν ἀμαυροί . Ἐν δὲ τῷ ἐπιγραφομένῳ Ἐνόπτρῳ οὕτως : Ὄπισθεν δὲ τοῦ Περσέως καὶ παρὰ τὰ ἰσχία τῆς Κασσιεπείας
δʹ εἰς τὸ εὑρεῖν τὴν τοῦ ἀριθμοῦ ὑπόστασιν . . Ὄπισθεν ἀπὸ τοῦ ιβʹ τοῦ βου . Καὶ γίνεται ὁ
6275963 εἰπους
ἐπὶ κνέφας ἱερὸν ἔλθῃ . ἣ μὲν ἄρ ' ὣς εἰποῦς ' ἀπέβη πόδας ὠκέα Ἶρις , Ἕκτωρ δ '
' ἵππους ἑλέειν οὔτε κλυτὰ τεύχεα τοῖο . ” Ὣς εἰποῦς ' ἐς δίφρον ἐβήσατο δῖα θεάων , νίκην ἀθανάτῃς
6275442 παροιτατος
, ἐπὶ δέ σφισιν ἤλυθε κούρη φραζομένοις . Πηλεὺς δὲ παροίτατος ἔκφατο μῦθον : “ Ἤδη νῦν κέλομαι νύκτωρ ἔτι
: τάχα δ ' ἐγγύθεν ἀντεβόλησαν ἀλλήλοις . Ἄργος δὲ παροίτατος ἔκφατο μῦθον : “ Ἀντόμεθα πρὸς Ζηνὸς Ἐποψίου ,
6273382 ἐκποιησαι
οἰκίαν τὴν Πουλυτίωνος κειμένην ὑπώβολον . Ὑποζυγίοις ἀλοάσαντ ' εὐθὺς ἐκποιῆσαι . Τί οὐκ ἐπανεχώρησα δεῦρο κἀπέδραν ; Ἀνέπλησα τὠφθαλμὼ
οὐ μὴν οὐδ ' ἰχθυοπώλαιναν . ὑποζυγίοις ἀλοάσαντ ' εὐθὺς ἐκποιῆσαι . φέρε δὴ κατακλινῶ : σὺ δὲ τράπεζαν ἔκφερε
6272154 ἀλαθη
ψευδῆ ἄρα τὰ αὐτὰ ταῦτα . καὶ αἴ τινα ἄνδρα ἀλαθῆ οἶδε , καὶ ψεύσταν τὸν αὐτόν . ἐκ δὲ
καὶ τά γε δικαστήρια τὸν αὐτὸν λόγον καὶ ψεύσταν καὶ ἀλαθῆ κρίνοντι . ἔπειτα τοὶ ἑξῆς καθήμενοι αἰ λέγοιμεν μύστας
6270257 δουλοσυνας
; ναῦται κώπαις Ναύπλιον εἰς λιμένα ξενικὸν πόρον ἄγαγόν με δουλοσύνας [ ] τ ' ἐπέβασαν , ἰὼ τέκνον [
Νεοκλείδα , δίδυμον γένος , ὧν ὁ μὲν ὑμῶν πατρίδα δουλοσύνας ῥύσαθ ' , ὁ δ ' ἀφροσύνας . Κορινθίῳ
6268434 ἐοιχ
αὐτῷ καταμαθεῖν . Τοῦτ ' αὐτὸ δὴ νῦν , ὡς ἔοιχ ' , ἡμῖν ἤδη πειρατέον φράζειν . καί μοι
πάρεργον ἐπεκράτης ' ἢ τοὔνομα . Ἐδόκει δὲ λιθιᾶν ὡς ἔοιχ ' ἡ Μανία , Γνάθαινα δ ' εἰς τὰ
6264098 Λευκονοιευς
' ἔστιν ὁ μετὰ ταῦτα φροντίζων ; Μέτων , ὁ Λευκονοιεύς . οἶδ ' , ὁ τὰς κρήνας ἄγων .
, ἔοικε τῆς ἐν Προποντίδι μνημονεύειν ὁ ῥήτωρ νῦν . Λευκονοιεύς : Δημοσθένης ἐν τῷ κατ ' Ἀφόβου . Λευκόνοιον
6259426 ἀθρησειε
ἔμπαλιν ὄμματ ' ἔνεικε , καλυψαμένη ὀθόνῃσιν , μὴ φόνον ἀθρήσειε κασιγνήτοιο τυπέντος : τὸν δ ' ὅγε , βουτύπος
φρένες ἐντός . ἤτοι ὅτ ' ἐς πεδίον τὸ Τρωϊκὸν ἀθρήσειε , θαύμαζεν πυρὰ πολλὰ τὰ καίετο Ἰλιόθι πρὸ αὐλῶν
6251778 Μενεστρατον
ἐν τῷ λόγῳ ὑποσημαίνει , καὶ Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Μενέστρατον , εἰ γνήσιος ὁ λόγος ἐστίν . Πρόκλησις :
τὰ ἥδιστα πεποιηκέναι . Ἀκούω δ ' αὐτὸν καὶ εἰς Μενέστρατον ἀναφέρειν τι περὶ τῶν ἀπογραφῶν τούτων : τὸ δὲ
6251357 εἰσηι
ἢ νέκυν ἔνερθεν ἢ πτανὸν ὄνειρον ; δυστυχὲς ἀγγελίας ἔπος εἴσηι , πάτερ : οὐκέτι σοι τέκνα λεύσσει φάος οὐδ
τῶι προτέρωι τῆς Ἀληθείας οὕτω λέγων : ταῦτα δὲ γνοὺς εἴσηι ἕν τι οὐδὲν ὂν αὐτῶι οὔτε ὧν ὄψει ὁρᾶι
6248068 ποιτινος
ἀντὶ ἔργων προϋπαρξάντων ὀπιζομένα καὶ ὄπισθεν ἐρχομένη , ποταπή ; ποίτινος καὶ ἀμειπτικὴ τῶν φίλων τῶν , δι ' ὧν
ὕστερον . Χάρις φίλων ] τὸ φίλων ἢ πρὸς τὸ ποίτινος συναπτέον ἢ πρὸς τὸ ἔργων , ἵν ' ᾖ
6246083 Ἀγυρριον
οὐκ ἐχρώμεθα οὐδὲν τὸ παράπαν : ἀλλὰ τόν γ ' Ἀγύρριον πονηρὸν ἡγούμεσθα . νῦν δὲ χρωμένων ὁ μὲν λαβὼν
ὡς καὶ πορδὰς ἀφιέναι . καὶ εἰς θρασύτητα δὲ τὸν Ἀγύρριον κωμῳδοῦσι . πέρδεται δὲ , στρηνιᾷ πλουτῶν , ἐπεὶ
6241626 Εἱλε
μιν οὐλομένη Κὴρ ἐσσυμένως ἵπποιο θοοῦ παρὰ ποσσὶ πεσόντα . Εἷλε δ ' ἄρ ' Ἀσκάνιόν τε καὶ Οἴνοπα ,
ἀποφοβηθείς . ἀνεχάσσατο : ἀνεχώρησεν , ἀνέβλεψεν , ὑπεχώρησεν . Εἷλε : ἔλαβεν . ψαύοντα : πλησιάζοντα , προσεγγίζοντα .
6240422 ἐτυπτησεν
. Γ τὴν μητέρα ] λείπει ⌈ τὸ Γ ⌈ ἐτύπτησεν Γ [ ἔτυψεν ] . Γ μῦς καὶ γαλῆ
, ὡς ἵνα λέγῃ τις , ὁ δεῖνα τὸν δεῖνα ἐτύπτησεν ἑταῖρόν μου . ἐν λόγῳ δέ , ὡς ἵνα
6238150 θυας
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ
6234955 κεκλεισμενης
πολίτης εὐεργετῶν . Φέρε δή , πρὸς Διός , εἰ κεκλεισμένης ἔτι τῆς πόλεως καὶ πόρον οὐδένα σωτηρίας ὁρώσης περιθεόντων
ξυνδικασταὶ καὶ Κλέων , ἀμύνατε . ἔνδον κέκραχθι τῆς θύρας κεκλεισμένης . ὤθει σὺ πολλοὺς τῶν λίθων πρὸς τὴν θύραν
6229082 Κηκιδας
ξύλα καὶ τὰς ὅλας μορφὰς ἐν τούτοις αἱ διαφοραί . Κηκίδας δὲ πάντα φέρει τὰ γένη , μόνη δὲ εἰς
βυζὶν δῆσον . [ Πρὸς βιασμοὺς καὶ αἱμοῤῥοίας . ] Κηκίδας ἀλέσας καὶ ῥοιᾶς φλοιὸν , τοὺς δὲ κόκκους κοπανήσας
6228835 θροεις
? ? ! [ οἲ ] ἐγώ ? : τί θροεῖς ; ὠλόμαν [ [ ! ! ! ! !
ῥόος ῥέω ῥέεις , νόος νοῶ νοεῖς , θρόος θροῶ θροεῖς : ἐπειδὴ οὖν τὸ γόος ἔχει ῥῆμα ἀντιπαρακείμενον τῆς
6227749 ἐξαλισας
. . : Στρεψιάδης ὁ προλογίζων . ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας : καὶ τοῦτο ὀνειροπολούμενος ὁ νεανίσκος λέγει . ἀλλ
ἀλίσω ἤλισα καὶ ἀλίσαι , οἷον : ἄπαγε τὸν ἵππον ἐξαλίσας οἴκαδε , . , . . Ἀλίωσε : μάταιον
6226994 πολυθρηνον
πένθος λέγει : Ἰλιὰς γὰρ κακῶν ἡ παροιμία φησί . πολύθρηνον ] αἰῶνα πολύθρηνον καὶ μέλεον αἷμα ἀνατλᾶσα . ἔθρεψεν
γαμβροῖσιν ἀείδειν . μεταμανθάνουσα δ ' ὕμνον Πριάμου πόλις γεραιὰ πολύθρηνον μέγα που στένει κικλήσκους ' Ἄπαριν τὸν αἰνόλεκτρον ,
6222410 Στροφιον
δόντος . Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε , Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη
δόντος . Ἑλλάνικος δὲ καὶ τάδε ἔγραψε : Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδηι παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . . . .
6221217 Βιστονις
μεταξύ πως πρὸς τῇ θαλάσσῃ λίμνη ἐστὶν , ἥτις καλεῖται Βιστονὶς λίμνη , ἐπέχουσα μοίρας νβʹ ∠ ʹʹ μαʹ ∠
ἐν κόλπῳ κειμένη καὶ λιμήν : ὑπέρκειται δὲ τούτων ἡ Βιστονὶς λίμνη κύκλον ἔχουσα ὅσον διακοσίων σταδίων . φασὶ δὲ
6220036 στηριζῃ
ὅταν ὑπὸ γῆν ὁ Ἄρης σὺν τῇ Σελήνῃ γένηται ἢ στηρίζῃ , Κρόνου δὲ στηρίζοντος ἀπάγχονται ἢ κρημνίζουσιν ἑαυτούς .
κίνδυνός ἐστιν ἐξ αὐτέου νοῦσόν τινα γενέσθαι , ἤν πη στηρίζῃ τὸ σινεόμενον ἢ πρὸς πλευρὸν ἢ πρὸς σπλάγχνον τι
6219526 Τῃδε
ἡσθείς , οὐ νεμεσητόν : ἐμοὶ τοῖος ἴτω θάνατος . Τῇδε Βίαντα κέκευθα , τὸν ἀτρέμας ἤγαγεν Ἑρμῆς εἰς Ἀίδην
ἐπὶ θεωρίαν ἔλθωμεν . Ἄγ ' ὅπῃ σοι φαίνεται . Τῇδε δὴ ἄγω . Πῇ ; Δόξα , φαμέν ,
6212771 πανομφαιῳ
τοὺς πάντας δέχεσθαι . παννύχιον : ὅλην τὴν νύκτα . πανομφαίῳ : ᾧ πᾶσα φήμη καὶ μαντεία ἀναφαίνεται . πανόπτος
: πὰρ δὲ Διὸς βωμῷ περικαλλέϊ κάββαλε νεβρόν , ἔνθα πανομφαίῳ Ζηνὶ ῥέζεσκον Ἀχαιοί . οἳ δ ' ὡς οὖν
6211253 ἱππιον
, ἐπεὶ οὐκ ἠνέσχετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ τὸ ὀμνύειν τὸν ἵππιον Ποσειδῶ : ἢ διὰ τὸ εἶναι τότε τὴν ἑορτὴν
καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας . ἵππιον λέγει τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὸ ὕδωρ ταχέως καὶ δίκην
6209993 ἐμιχθη
, ὁ δὲ Ἀμφιτρύων τῇ ἑξῆς τὸν Ἰφικλέα , καὶ ἐμίχθη τὰ γένη ἀμφοτέρων . οὐχὶ δὲ ὁ Ζεὺς παρεγένετο
ἴσχειν εἰσορόωντα ἵππους : αὐτὸς δ ' αὖτις ἰὼν προμάχοισιν ἐμίχθη . Τεῦκρος δ ' ἄλλον ὀϊστὸν ἐφ ' Ἕκτορι
6207051 φρουρω
ἄρτοι τρυφῶντες . Ὁτιὴ σχεδόν τι μῆνας ἐγγὺς τρεῖς ὅλους φρουρῶ τὸν Ἐνδυμίωνα . Ἀνδράποδα πέντε , πωλικὸν ζεῦγος βοῶν
παγκάκιστε , ποῦ ποτ ' εἶ ; τηλοῦ σέθεν φυλακαῖσι φρουρῶ σῶμ ' Ὀδυσσέως τόδε . πῶς εἶπας ; ὄνομα
6207045 Ὀφρα
ἀδήλοις , ἀστοχάστοις . ἀρηρώς : ἁρμοσθεὶς , ἡρμοσμένος . Ὄφρα θάνῃ : ἵν ' ἀποθάνῃ . αὐτῷ : ἑαυτῷ
κῆρες φορέουσι , καὶ οἴσους ' ἐπὶ τὸν Ἴστρον , Ὄφρα τις ἐρρίγῃσι καὶ ὀψιγόνων ἀνθρώπων ξεινοδόχον κακὰ ῥέξαι ,
6204816 ἀναθεντα
τοὺς ἐπιτηδείους διηγήσασθαι , ἀλλὰ δημοσίᾳ φράσαι καὶ ἀναγγεῖλαι , ἀναθέντα λέγω καὶ τοῦτον , ὥσπερ οἱ τῶν Καρχηδονίων ἡγεμόνες
ἀλλ ' ἤτοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται : ἀναθέντα ἐξάψαντα : ἐν μέσῳ : ἥκει τις αἰχμάλωτος :
6202710 γιγγρας
ἐν δευτέρῳ Ὀνομασιῶν , αἵδε : κῶμος , βουκολισμός , γίγγρας , τετράκωμος , ἐπίφαλλος , χορεῖος , καλλίνικος ,
γε τὸν σοφώτατον . τίς δ ' ἔσθ ' ὁ γίγγρας ; καινὸν ἐξεύρημά τι ἡμέτερον , ὃ θεάτρῳ μὲν
6200650 ἱστοδοκῃ
: ἔστι γὰρ περὶ γυναικός . . . . . ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες : Ἀρίσταρχος ἀφέντες , Ζηνόδοτος ὑφέντες
θέσαν δ ' ἐν νηῒ μελαίνῃ , ἱστὸν δ ' ἱστοδόκῃ πέλασαν προτόνοισιν ὑφέντες καρπαλίμως , τὴν δ ' εἰς
6200532 ἡλικιωτην
Ἑρμόλαον ἀλγήσαντα τῇ ὕβρει φράσαι πρὸς Σώστρατον τὸν Ἀμύντου , ἡλικιώτην τε ἑαυτοῦ καὶ ἐραστὴν ὄντα , ὅτι οὐ βιωτόν
Τυχιάδη , καὶ τὸν Πέλλιχον σκῶπτε κἀμὲ ὥσπερ τοῦ Μίνωος ἡλικιώτην παραπαίειν ἤδη δόκει . ” “ Ἀλλ ' ,
6200498 Πηδαιον
Θεανὼ ἡ Ἀντήνορος γυνή . Ὅμηρος [ Ε ] : Πηδαῖον δ ' ἂρ ἔπεφνε Μέγης , Ἀντήνορος υἱὸν ,
Θεανὼ ἡ Ἀντήνορος γυνή . Ὅμηρος [ Ε ] : Πηδαῖον δ ' ἂρ ἔπεφνε Μέγης , Ἀντήνορος υἱὸν ,
6198904 ἐδεηθης
δι ' ἣν ἐσπείσω τοῖς πολεμίοις , δι ' ἣν ἐδεήθης τῶν Τρώων κατενεγκὼν τὸν Πρίαμον . Καὶ μὴν ἐν
κυνηγέταις , ὡς ὁ σὸς λόγος , χαλεπώτεραι . Ὧν ἐδεήθης ἔχων ἃ δώσειν ἔφης ἀπόστελλε καὶ χαρίζου τῇ πατρίδι
6196416 Πεισανδρον
οἶδ ' ἑτέρους τινὰς λέγειν , Λυκέαν , Τελέαν , Πείσανδρον , Ἐξηκεστίδην . ἀνωμάλους εἶπας πιθήκους * * ὁ
εἰς τὰ ὅμοια διαβέβληκεν , ὡς οἱ κωμῳδιοποιοὶ Κλεώνυμον καὶ Πείσανδρον . περὶ δὲ Χαιρίππου φησὶ Φοινικίδης ἐν Φυλάρχῳ οὕτως
6196275 ἐγρηγορα
, ἐπειδὰν δέ τις περὶ Ὁμήρου μνησθῇ , εὐθύς τε ἐγρήγορα καὶ προσέχω τὸν νοῦν καὶ εὐπορῶ ὅτι λέγω ;
] τάλαντα πένθ ' ἅμα [ ] κόσμον . οὐκ ἐγρήγορα . [ τοὺς γάμους ] γ ' ἤδη ποεῖ
6196157 Χωρωμεν
φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες ἀολλεῖς , Νύμφαις ἁλίαισιν ἐπευξάμενοι νόστου σωτῆρας
γυναιξίν , οὗ παννυχίζουσιν θεᾷ , φέγγος ἱερὸν οἴσων . Χωρῶμεν εἰς πολυρρόδους λειμῶνας ἀνθεμώδεις , τὸν ἡμέτερον τρόπον ,
6195744 Θυατειρα
ἣν ὑπερβᾶσι καὶ βαδίζουσιν ἐπὶ Σάρδεων πόλις ἐστὶν ἐν ἀριστερᾷ Θυάτειρα , κατοικία Μακεδόνων , ἣν Μυσῶν ἐσχάτην τινὲς φασίν
. * τηλοῦ μὲν Φρυγίη , τηλοῦ δ ' ἱερὴ Θυάτειρα , ὦ Μηνόδωρε , σὴ πατρίς , Καδαυάδη .
6195511 περωσι
ἐν Σικελίᾳ . πλοΐμων δὲ γενομένων ἄραντες ἀπὸ τῆς νήσου περῶσι τὸ Τυρρηνικὸν πέλαγος καὶ τελευτῶντες εἰς Λωρεντὸν ἀφικνοῦνται τὸν
ἄλλον ὥρισεν . ποίοισιν ἐν νώτοισι ποντίας ἁλός ; μέσον περῶσι πέλαγος Αἰγαίου πόρου . κἀκ τοῦδε Μενέλεων οὔτις οἶδ
6193934 ἀπολυσομεν
ὅθεν ὁ τάραχος καὶ ὁ φόβος ἐγίνετο ἐξαιτιολογήσομεν ὀρθῶς καὶ ἀπολύσομεν , ὑπέρ τε μετεώρων αἰτιολογοῦντες καὶ τῶν λοιπῶν τῶν
τοῖς δικαζομένοις ποιεῖ . Πῶς οὖν τὰς διαβολὰς τὰς προειρημένας ἀπολύσομεν , τοῦτο δηλώσω . δύο μὲν δὴ στοιχεῖα λέγω
6193440 νεογιλον
φησι τὸν Διομήδην , ὅτι Τυδεὺς ἦν ἐκεῖθεν . βρέφος νεογιλόν : ὅτι ὁ Φιλάδελφος ἐν Κῷ τῇ νήσῳ ἐγεννήθη
οὐ σῦκα ; οὐ τυρὸν ἐκ ταλάρων ; οὐκ ἔριφον νεογιλόν ; οὐκ ἀλεκτορίδων ζεῦγος ; οὐ τὰ λοιπὰ τρυφήματα
6191950 πατριας
. φράτορες δὲ καλοῦνται οἱ τῆς αὐτῆς φατρίας μετέχοντες οἷον πατρίας τινός . μεταπέπτωκε γὰρ τὰ στοιχεῖα καθάπερ ἐπὶ τοῦδε
Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν . Ὁρᾶτ ' ἔμ ' , ὦ γᾶς πατρίας πολῖται , τὰν νεάταν ὁδὸν στείχουσαν , νέατον δὲ
6190159 πεπερακεν
εἴρηκεν . † προοίμιον βʹ διηγηματικὸν καὶ αὐτό . † πεπέρακεν μέν : ἐντεῦθεν αἱ κατὰ σχέσιν ἄρχονται στροφαί :
καὶ τὸ λέξασθαι . μακραῖς ἡμέραις λεγόμενον . μηκυνόμενον . πεπέρακεν : κωμῳδεῖται ταῦτα . Εὔπολις ἐν Μαρικᾷ : πεπέρακε
6189236 ἀπαγ
. ὢ δυστυχής , ὢ δυστυχής , ὢ δυστυχής . ἄπαγ ' εἰς τὸ βάραθρον : τοῦ γέροντός τις γυνὴ
; δρᾶ δ ' , εἴ τι δράσεις , ἢ ἄπαγ ' οἴκαδε στρατόν , τὰ τῶν Ἀτρειδῶν μὴ μένων
6188683 ἠθελησαμεν
? ? [ ἡδέ ] - ων πληρώματος , % ἠθελήσαμεν , % ἵνα μὴ προλημφθῶμεν , βοηθεῖν ἤδη τοῖς
τοῦτο δὲ ἦν ὑπότιτθον , πολλῇ δὲ ἐμφράξει κατείχετο : ἠθελήσαμεν οὖν αὐτὸ διὰ καθάρσεως ἐκφράξαι , ἀλλ ' οὐκ
6187463 ὑπασπιδιον
' ἀνάκτων Τρώων εὕρω ; ποῦ δῆθ ' Ἕκτωρ τὸν ὑπασπίδιον κοῖτον ἰαύει ; τίνι σημήνω διόπων στρατιᾶς οἷα πεπόνθαμεν
ἄρ ' ἀμφὶ βραχίος ' ἕσαντες – ⚕⚕τες – – ὑπασπίδιον πολεμιστήν . μέχρις τέο κατάκεισθε ; κότ ' ἄλκιμον
6185983 πνευστιωντα
Πολυδεύκης ἦλθεν ὑποστρέψας , καὶ δὴ αὐτὸν οὔπω τεθνηκότα , πνευστιῶντα δὲ κατέλαβεν . οὔπω , φησί , τὸν Κάστορα
. ἄσθματα : καὶ ἀναπνοάς . φυσιόωντα : μεγάλα , πνευστιῶντα . φυσιόωντος : φυσῶντος καὶ ἐκπνέοντος , ἢ φυσιόωντος
6182758 συγκαθελκυσθησεται
λέγω τοῦ Ὀικλέους τὸν Ἀμφιάρεων , σώφρων καὶ δίκαιος ὢν συγκαθελκυσθήσεται καὶ εἰς τὸν Ἅιδην καταχθήσεται μετὰ τῶν ἀσεβῶν ,
τὸν Ἀμφιάρεων . σώφρων καὶ δίκαιος καὶ εὐσεβὴς ἀνὴρ ὢν συγκαθελκυσθήσεται καὶ εἰς τὸν Ἅιδην καταχθήσεται μετὰ τῶν ἀσεβῶν ,
6180597 ἀλυεις
νόος ἐστίν , ὃ καὶ μεταμώνια βάζεις . [ ἦ ἀλύεις , ὅτι Ἶρον ἐνίκησας τὸν ἀλήτην ; ” ]
: χαίρων , οἷον ἐκλελυμένος : καὶ Ὅμηρος : ἦ ἀλύεις ὅτι Ἶρον ἐνίκησας . πολλὴ δὲ ἡ χρῆσις παρὰ
6179898 τιφος
ὅς ῥ ' ἐνὶ βήσσῃς φέρβετο Λαμπείης Ἐρυμάνθιον ἂμ μέγα τῖφος , τὸν μὲν ἐνὶ πρώτοισι Μυκηνάων † ἀγορῇσι δεσμοῖς
ἔμπης πάντεσσιν νομοὶ ὧδε τεθηλότες αἰὲν ἔασι Μηνίου ἂμ μέγα τῖφος , ἐπεὶ μελιηδέα ποίην λειμῶνες θαλέθουσιν ὑπόδροσοι εἱαμεναί τε
6176709 κωμῳδησαι
, ἀντὶ τοῦ πρὸ αὐτοῦ ἐγράφην . τοῦτο δὲ θέλων κωμῳδῆσαι Καλλίαν ὡς ἀπολέσαντα πάντα τὰ χρήματα . Ἄλλως .
ἐστιν ὁ βοήσας , ὁ ὀξυφωνότατος δηλαδὴ τραγῳδίας ὑποκριτής ; κωμῳδῆσαι βουλόμενος τοὺς τοῦ Καρκίνου παῖδας ὁ ποιητὴς ἕνα τούτων
6175716 ἀμειπτικη
θράσους . ἢ ὀπιζομένη , ὕστερον ἐπακολουθοῦσα : ἡ γὰρ ἀμειπτικὴ χάρις ὑστέρα τῆς προκαταρκτικῆς . τοῦτο δὲ εἶπε διὰ
προϋπαρξάντων ὀπιζομένα καὶ ὄπισθεν ἐρχομένη , ποταπή ; ποίτινος καὶ ἀμειπτικὴ τῶν φίλων τῶν , δι ' ὧν ἐποίησαν ,
6174117 Φυλειδην
πόνοιο : τοῦ ἐν πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . .
πολέμῳ ἔργου . . . . Φυλείδην τε Μέγητα . Φυλείδην τε Μέγην τε . . Κ Ν . .
6172114 Τιλφωσσαιον
, καὶ νυκτὸς συνέφυγον εἴς τι χωρίον τῆς Βοιωτίας ὀνομαζόμενον Τιλφωσσαῖον . ἔπειθ ' οἱ μὲν ἐπίγονοι τὴν πόλιν ἑλόντες
Τικίνιος . Τιλαταῖοι , ἔθνος Θρᾴκης . Θουκυδίδης δευτέρᾳ . Τιλφωσσαῖον , χωρίον Θετταλίας . τὸ ἐθνικὸν Τιλφωσσαῖος ὁμοίως .
6171303 φαλαρον
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸν φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας .
δὲ τοῦτο περίφρασις , πιφαύσκων καὶ δεικνύων καὶ ἀναφαίνων τὸ φάλαρον καὶ τὸν λόφον τῆς βασιλικῆς τιάρας καὶ περικεφαλαίας .

Back