δ γʹ νο ιϚ δʹ δʹ με ὁ ἐπὶ τῆς νωτιαίας νοτίου ἀκάνθης . . . . . . .
χερσί : μέσον δέ τις ἐχέτω . Ἔπειτα διασημήνασθαι τὰς νωτιαίας φλέβας , σκοπεῖν δὲ ὄπισθεν . Ἔπειτα καίειν παχέσι
7106561 ῥαχεως
τηχθείς , πᾶσαν φλεγμονὴν θεραπεύει . ὁ δὲ ἐκ τῆς ῥάχεως αὐτῆς μυελὸς ἐπαλειφόμενος , πάντα πόνον ψυῶν καὶ ῥάχεως
τὸ πλησίον τοῦ αὐχένος ἀνάστημα , λοφιαὶ τὸ μέσον τῆς ῥάχεως καὶ κεφαλῆς ὀστοῦν , ἢ νεῦρον τοῦ τραχήλου .
7096611 ὀσφυος
∠ ʹ βο ε ∠ ʹ εʹ ὁ ἐπὶ τῆς ὀσφύος . . . . . . . . .
καὶ ὀπίσω ἀπῆγον ἐμαυτὸν ἀτρέμα , ἡ δὲ τῆς τε ὀσφύος τῆς ἐμῆς εἴχετο , ὥστε μὴ ὑποχωρεῖν , καὶ
6994609 μεταφρενου
Ἰχθύων β Ϛʹ βο λα βʹ ἐλς ὁ ἐπὶ τοῦ μεταφρένου καὶ τοῦ ὤμου τῆς πτέρυγος . . . .
, ὡς χίασμα κατ ' αὐτοῦ γενέσθαι καὶ λοξὴ κατὰ μεταφρένου ὑπὸ μασχάλην ἐγκύκλιος . αἱ δ ' ἐπινομαὶ κατὰ
6993116 ἰσχιων
κάτω τῇ ἕδρᾳ , τὰ δὲ πλάγια τοῖς σαρκώδεσιν τῶν ἰσχίων , τὸ δὲ ἄνω τῷ τραχήλῳ τῆς κύστεως :
, τὸ μεταξὺ τῶν μηρῶν καὶ τῆς κοτύλης καὶ τῶν ἰσχίων : μέμνηται δὲ τῆς κοχώνης καὶ ἐν Σκηνὰς Καταλαμβανούσαις
6906671 παγεντος
τῶν ὀφθαλμῶν τὸ πάθος , ὅπερ οὖν ὑγροῦ ἐπικλύσαντος καὶ παγέντος ἀφαιρεῖ τὴν ὄψιν αὐτούς . Κόχλος ἐστὶ θαλάττιος ,
τὰς Ἀθήνας στρατεῦσαι , Ἑλλάνικος δὲ ὁ Λέσβιός φησιν ὅτι παγέντος τοῦ Κιμμερικοῦ Βοσπόρου διέβησαν αὐτὸν καὶ ἦλθον εἰς τὴν
6880918 στενου
φρενῶ : ἑνὸς , ἑνῶ : ξένου , ξενῶ : στενοῦ , στενῶ τὸ περισπώμενον , οὗ τὸ δεύτερον στενοῖς
γὰρ τὸ μὴ κατ ' αὐχένα εἶναι διαβατὴν μηδὲ ἀπὸ στενοῦ τινος ὡρμῆσθαι , ἀλλ ' ἐπὶ μήκους παρατείνουσαν τὴν
6839161 λεπτης
δὲ πυρετοὶ γένωνται οὐ δυναμένῃ ἐν γαστρὶ λαβεῖν , καὶ λεπτῆς τῆς γυναικὸς ἐούσης , πυνθάνεσθαι χρὴ μή τι αἱ
τὰ ἄκαρπα , καθάπερ θριγγὸς χειροποίητος : καὶ ταῦτα μέντοι λεπτῆς αἱμασιᾶς περιέθει περίβολος . Τέτμητο καὶ διακέκριτο πάντα καὶ
6808566 μηρων
τῶν ἀῤῥένων τέτακται καὶ τῶν θηλειῶν κατὰ τὴν διάφυσιν τῶν μηρῶν , ὅπως κρύπτηται ὑπὸ τούτων . τοῦ μὲν οὖν
ὁ ἔρως θερμοτέρου τινὸς ἅπτεται πράγματος : εἶτ ' ἀπὸ μηρῶν προοιμιασάμενος κατὰ τὸν κωμικὸν αὐτὸ ἐπάταξεν . ἐμοὶ μὲν
6751683 λαγαρον
κέχρηται , ὁμοῦ καὶ τὸ τοῦ τρόπου ὕπουλον καὶ τὸ λαγαρὸν αὐτοῦ δεικνύς , καὶ σκώπτων ὡς βυρσέα , ἀφ
λελαπάχθαι : λάπτειν δὲ τὸ τὴν τροφὴν ἐκπέττειν καὶ κενούμενον λαγαρὸν γίγνεσθαι . . . : . . . Αἰσχύλος
6673170 ἀναφερομενης
τελματοῦνται διὰ τὴν ἐκ τῶν ἡλίων ἀναθυμίασιν : βορβορώδους οὖν ἀναφερομένης τοσαύτης ἰκμάδος , νοσώδης ὁ ἀὴρ ἕλκεται καὶ λοιμικῶν
μὲν γὰρ ἀνατέλλειν τῆς αʹ καὶ κʹ μοίρας τῶν Χηλῶν ἀναφερομένης , τὸ δὲ λοιπὸν τῷ Σκορπίῳ μέσῳ μάλιστα συναναφέρεται
6665433 ἐκθλιβεται
: κατὰ γὰρ τὴν πῆξιν τοῦ ὕδατοϲ πᾶν τὸ λεπτομερέϲτερον ἐκθλίβεται . καλῶϲ δ ' ἂν ἔχοι τά τε ἰλυώδη
σκληρὰ καὶ ἐπωθεῖται τοῖς προτέροις . καὶ τὰ μὲν πλείω ἐκθλίβεται ὑπὸ τῆς ἰσχύος τῆς ἔνδον , ἤδη δέ τινα
6659738 λαγονος
δὲ φλεγμαίνοντος κατὰ μὲν τὰ πλάγια μέρη πόνος τῆς καταλλήλου λαγόνος γίνεται , σφοδρυνόμενος κατὰ τὴν εἰς τὰ ἐναντία ἐπιστροφήν
ὦ γαῖα κεραμί , τίς σε Θηρικλῆς ποτε ἔτευξε κοίλης λαγόνος εὐρύνας βάθος ; ἦ που κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν
6645406 σταγονα
ψύξας ἐπίβαλλε τὰ λοιπὰ προλειωθέντα μετ ' ὄξους : κατὰ σταγόνα δ ' ἐπίβαλλε , ἵνα μὴ ἀναβάλῃ : καὶ
εὐώδηκαὶ γὰρ τοῦτο αὐτῶν ἔοικεν ἐγγεγράφθαικαὶ κηρίον ὀρέγει τῇ χειρὶ σταγόνα λεῖβον δι ' εὐνομίαν τῶν μελιττῶν . ὅταν γὰρ
6630825 ἰσχιου
πρὸ τῆς κενώσεως τοῦ παντὸς σώματος δριμέσι χρήσηται κατὰ τοῦ ἰσχίου φαρμάκοις , σφηνώσας τὸ πλῆθος δυσιατότατον κατασκευάσει τὴν διάθεσιν
κινῆσαι τὴν κνήμην ἄνευ τοῦ μηροῦ : ἀπὸ δὲ τοῦ ἰσχίου μέχρι τῆς κατὰ τὸ γόνυ διαρθρώσεως συνέχειά τις φυλάττεται
6630230 ὀμφαλου
λόγχῃ πλατείῃ ὄπισθεν , καὶ τὸ ἄκρον διήνεγκε κάτω τοῦ ὀμφαλοῦ , πελιὸν , ἀποιδέον , καὶ διῆλθε χωρίον πουλύ
μετὰ τροφήν , δὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ : ἐκπεϲόντοϲ δὲ τοῦ ὀμφαλοῦ μετὰ τὴν τρίτην ἢ τὴν τετάρτην ἡμέραν κοχλίου ὄϲτρακον
6627794 βουβωνων
ἀναξηραίνει , κατορθοῖ τὰς σύριγγας . Τοῦτον οἱ κούρσορες εἴσω βουβώνων φοροῦσι . Λίθος σεληνίτης , ὃν ἀφροσέλινον καλοῦσι ,
τε πυρετὸν ἐξ ἀνάγκης , ὅταν εἰς τὰς ἐντὸς τῶν βουβώνων καὶ μασχαλῶν ἀρτηρίας αἵματος παρέμπτωσις γένηται . εἴρηται τὸ
6581240 ἁπαλης
κόλαξι παρεχόμενος , οὐ χρυσίου μόνον , ἀλλὰ νέου ψυχῆς ἁπαλῆς καὶ ῥᾳδίως ὑπὸ τῶν τοιούτων θηρίων καταβοσκομένης , ὥσπερ
ἤν τε ὕδωρ : τρωγέτω δὲ καὶ τῆς ὀριγάνου τῆς ἁπαλῆς ὡς πλεῖστον , ἐς μέλι ἀποβάπτων : ἢν δὲ
6577626 κρυσταλλου
θοιναζόντων , Φάβιος , τῶν ὑπατευκότων εἷς , λαβὼν ἔκπωμα κρυστάλλου μέγα τίμιον , εἶτα ἄκων κατέαξεν αὐτό : καὶ
ἐσθῆτα πᾶσαν καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐξ ἀργύρου τε καὶ κρυστάλλου τὴν βασιλικήν τε ἅπασαν σκευὴν ὤνιον προθεῖναι καὶ τὸ
6570591 ἐκφυσεως
κβ Ϛʹ βο μδ ∠ ʹ βʹ ὁ ἐπὶ τῆς ἐκφύσεως τῆς οὐρᾶς . . . . . . .
τῆς οὐρᾶς : τὴν δὲ οὐρὰν παχεῖαν , ἀπὸ τῆς ἐκφύσεως μυουρίζουσαν ὅλην , ὕλαγμα ἔχοντας βαρύτατον , χρώμασι λευκούς
6568397 κυστεως
καὶ ἀναρραφῇ . Πρὸς κύστιν παρεθεῖσαν . Ἡ δὲ τῆς κύστεως πάρεσις , εἴτε κατέχοι τὰ οὖρα , εἴτε καὶ
ἰδίως δ ' ἐνέματα τῷ δακτυλίῳ ἐνιέσθω ἀνακαλέσαντα τὴν τῆς κύστεως ἐνέργειαν , κατ ' ἀρχὰς μὲν ἔλαιον πηγάνινον ἢ
6552374 σχιζονται
, ἐν μέρει δὲ ἄλλου ἄλλοθεν δημαγωγοῦντος τὸν πόθον , σχίζονται τὴν θέαν τῷ θαύματι : οὕτω καὶ αἱ σαὶ
ἄμφω καὶ ἐπὶ τὸν Ῥῆνον καὶ ἐπὶ τὸν ὠκεανὸν δίοδοι σχίζονται . Ἔτι φησὶ Πολύβιος ἐφ ' ἑαυτοῦ κατ '
6551353 παρισθμια
πιμελῆς παραρροὴ ὑπὸ τῷ δέρματι . λοιμώδη ἕλκη περὶ τὰ παρίσθμια καὶ τὴν σταφυλήν . ἐσχάρωσις νομὴ δύσχρους , εἰς
ἕλκωσις καὶ ἀπόστασις . ἄφθα ἕλκωσις ἐπιπολῆς λευκαίνουσα γλῶτταν ἢ παρίσθμια ἢ κίονα ἢ φάρυγγα , ἔσθ ' ὅτε μέντοι
6546244 στηθους
ἔσται συνιδεῖν . βουλόμενος δὴ θεωρεῖν , εὑρήσεις ταῖς τοῦ στήθους διαφοραῖς ἀκολούθως ἔχοντας ἡμᾶς καὶ τοὺς πνεύμονας : ὡς
Ὀργυιά . ἔκτασις τῶν δύο χειρῶν σὺν τῷ πλάτει τοῦ στήθους , παρὰ τὸ ὀρέγειν καὶ ἐκτείνειν τὰ γυῖα ,
6537005 ἁλμυρου
τὰ ὕδατα ἁλίζονται ἤγουν συναθροίζονται , εἴτε ἐπὶ τούτου τοῦ ἁλμυροῦ , ὃ ἡ συνήθεια λέγει τὸ ἅλας οὐδετέρως ,
κεφαλὴν συμφέρει καὶ ἡσυχάζειν καὶ διαδέσμοις χρῆσθαι τῶν ἄκρων . ἁλμυροῦ δ ' ὄντος καὶ δριμέος τοῦ ῥεύματος , ἐγχέοντα
6522965 μετωπου
ἅπαν ἔξω τῆς καιροῦ φύσεως , τὴν δὲ κατὰ τοῦ μετώπου κόμην , ὅτι προσιόντος μὲν αὐτοῦ λαβέσθαι ῥᾴδιον ,
ἢ τοὺς ὀδόντας . οἱ τοίνυν πηρωθέντες τὸν ἕτερον ἐπὶ μετώπου ἑστᾶσι , τῶν λοιπῶν προβαλλομένων αὐτούς , ἵνα οἱ
6520736 ἐπιπολης
ἐναντίον : ἡ μὲν γὰρ μίνθα βαθύρριζον τὸ δὲ σισύμβριον ἐπιπολῆς καὶ οὐχ ὁμοίως πολύρριζον . Ὥστε μᾶλλον ἔοικεν ἐπί
. καὶ ἡ μὲν φύσις ἀποστέλλει τὸ αἷμα εἰς τὰ ἐπιπολῆς , τὸ δὲ χρῶμα τοῦ χυμοῦ ποιεῖ τὸ ἔρευθος
6520646 γλουτοι
ἡ κοιλία καὶ τὰ σπλάγχνα ὑπὸ τῆς Παρθένου , οἱ γλουτοὶ ὑπὸ τοῦ Ζυγοῦ , τὰ αἰδοῖα καὶ ἡ ἕδρα
ᾧ ἐγκάθηται ὁ ἐπιβάτης . ἰσχία πλατέα καὶ εὔσαρκα , γλουτοὶ εὐπαγεῖς , οὐρὰ προμήκης . Σίμων δ ' αὐτὴν
6518625 φρικης
ὀξεῖ καὶ ἀδιαλείπτῳ πυρετῷ μετ ' ὀδύνης νυγματώδους ὁμοῦ καὶ φρίκης καὶ δυσπνοίας καὶ βηχός . σξεʹ . Καρδιακὴ διάθεσίς
. αἵματος δὲ οὐκ ἔνι πίθος αὐτῷ οὐδὲ δείματος οὐδὲ φρίκης , ἀλλὰ καὶ ὅπου ἔλαθε κατορωρυγμένος μένει εὐρωτιῶν καὶ
6502101 πομφολυγες
ἐπινηχομένων τῷ χύματι . Ἐπινήχονται τοίνυν τῇ τῶν οὔρων ἐπιφανείᾳ πομφόλυγες , αἳ δὴ καὶ λάμπαι λέγονται καί τινα συντήγματα
ἀκτὶς τοῦ ἡλίου , καὶ τὸ νέφος , καὶ αἱ πομφόλυγες , αἱ ἐκ τοῦ ὑετοῦ γινόμεναι : καὶ εἰ
6490829 σφυρα
τοῖοί τοι Μενέλαε μιάνθην αἵματι μηροὶ εὐφυέες κνῆμαί τε ἰδὲ σφυρὰ κάλ ' ὑπένερθε . Ῥίγησεν δ ' ἄρ '
ἐν χειρὶ , καὶ ἐν κνήμῃ , τοῖσι παρὰ τὰ σφυρὰ , καὶ ἐν πήχεϊ , τοῖσι παρὰ τοὺς καρποὺς
6488739 στερνου
γερανίδα ἄγομεν ἐκ περισσοῦ τὴν ἐπείλησιν , ἐγκύκλιον μὲν κατὰ στέρνου , βραχίονος καὶ νώτου , λοξὴν δὲ κατὰ στέρνου
, καὶ ῥυπαρὰ ἔρια βραχέντα ἐν αὐτοῖς ἀποτίθεσθαι κατὰ τοῦ στέρνου . καὶ ταῦτα ἱκανὰ βοηθεῖν τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους
6476071 σιδηρα
αὐτὸν φλὸξ πυρός , καὶ ἐτάκησαν πάντα τὰ περὶ αὐτὸν σίδηρα , καὶ ἰάσατο κύριος τὸν Μανασσῆν ἐκ τῆς θλίψεως
ἔστι δὲ μία τῶν Αἰολίδων . λέγεται δέ , ὅτι σίδηρα διάφορα θέντες ἐν αὐτῇ ναῦται ἕωθεν εὑρήκασιν αὐτὰ ἐκ
6474184 ἰσχια
τύχῃ ἐξιὸν τὸ λυποῦν ἐκεῖνο φλέγμα , ἤτοι δὲ πρὸς ἰσχία ἢ τὴν κύστιν αὐτὴν χωρήσῃ , τοὺς ἰσχιαδικοὺς καὶ
γὰρ λέγονται οἱ τοιοῦτοι ἀστράγαλοι . καὶ οἱ λίσποι τὰ ἰσχία . καὶ λίσποι οἱ ἐκτετριμμένοι ἀστράγαλοι ἐπιθετικῶς . Λίσφοι
6467805 ῥειθρου
. ἐπεὶ δὲ ἐγγὺς ἐγένοντο καὶ εἶδον ἔξω τοῦ γνησίου ῥείθρου τὸν Τέβεριν ὑπὸ χειμώνων συνεχῶν ἐκτετραμμένον εἰς τὰ πεδία
. ἡ δὲ μέχρι μέν τινος ἐνήχετο , ἔπειτα τοῦ ῥείθρου κατὰ μικρὸν ὑποχωροῦντος ἐκ τῶν περὶ ἔσχατα λίθου προσπταίσει
6466094 μυελον
ἂν ὠξ Ἐφύρας κτίσσε ποτ ' Ἀρχίας , νάσω Τρινακρίας μύελον , ἄνδρων δοκίμων πόλιν . νῦν μὰν οἶκον ἔχοις
μένει . τῷ δ ' ὀ πόθος καὶ τὸν ἔσω μύελον ἐσθίει ὀμμιμνασκομένῳ , πόλλα δ ' ὄραι νύκτος ἐνύπνια
6465192 ἑτοιμης
παντελῶς ἀπίστου : ἑψήματα γὰρ αὐτοῖς χορηγοῦσιν ἔκ τινος εὐτελείας ἑτοίμης γινόμενα , καὶ τῶν ἐκ τῆς βύβλου πυθμένων τοὺς
διδακτῆς τε καὶ αὐτομαθοῦς , τὸ μὲν ἀσθενέστερον διδασκομένης , ἑτοίμης δὲ τὸ ἐρρωμένον . ” Εἰς δὲ τὸν καιρὸν
6463625 λινου
ξανθίου τὸ σπέρμα τὸ ἐν τοῖς ἀκανθώδεσι σφαιρίοις εὑρισκόμενον παρεοικὸς λίνου σπέρματι , ἐλειῶν ἀσπαράγων ῥίζαι , ὕαλος κεκαυμένη λεία
ἐπὶ τῶν ἄκρων , ἃς ἡμεῖς πλαγίως νοοῦμεν τὰς τοῦ λίνου ἀδιεξοδεύτους ῥαφάς ἃς ἐποίησεν . * θερμὴν στέγην φησὶ
6453457 ἐπιγαστριον
δ ' ἔχει τάξιν ἡ μετρίως ἐντείνουσα τοὺς κατ ' ἐπιγάστριον μῦς ὑπὲρ τοῦ τὰ κάτω φρενῶν ἀποθεραπεῦσαι σπλάγχνα .
στόμα τῆς ὑστέρας , παρ ' ἡμῶν γὰρ διελόντων τὸ ἐπιγάστριον καὶ κομισαμένων τὰ ἐνδοσθίδια , συμπεσόντος τοῦ σώματος εὐχερὴς
6452637 λαιμου
δὲ χαλινοῖς ] ἐν τῷ φάρυγγι χαλινοῖς ] καὶ μέρος λαιμοῦ χαλινοῖς ] τοῖς στόμασι : τὰ γὰρ χαλινὰ τοῖς
ῥεύματος κεφαλῆς τὴν σταφυλήν , ἤτοι κιονίδα , κατὰ τοῦ λαιμοῦ χαλασθῆναι , ὠμῆς κράμβης ὁ χυλὸς κατὰ τῆς κεφαλῆς
6451443 ἐγκυκλιοι
Ἀμφιτρίτας ῥοθίωι δραμόντες , ὅπου πεντήκοντα κορᾶν Νηρήιδων χοροὶ μέλπουσιν ἐγκύκλιοι , πλησιστίοισι πνοαῖς , συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων
τρίτου ἡ μεσότης κατὰ μετώπου , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐγκύκλιοι περὶ κεφαλὴν , τὸ δὲ ἅμμα παρὰ μέρος τῆς
6446226 φαραγγος
πρὸς μυκτῆρας ἠρεθισμένη ᾄσσει : μεμαγμένη δὲ Δήμητρος κόρη κοίλη φάραγγος δακτύλου πιέσματι σύρει τριήρους ἐμβολὰς μιμουμένη , δείπνου πρόδρομον
αὐτὴν διὰ νειόθι τέμνων ἄκρην , ἐκ μεγάλης προχοὰς ἵησι φάραγγος . ἀγχίμολον δ ' ἐπὶ τῇ πολέας παρανεῖσθε κολωνούς
6445512 σικυαι
' ἐπιμελείας καὶ πρῷα εἶχον . ὅτι καλοὶ οἱ πρώϊμοι σικύαι , καὶ ἡ παροιμία δηλοῖ ἀρχομένων σικύων καὶ ληγουσῶν
Σικυωνίου ἢ παλαιοῦ , τροφαὶ σιτώδεις ῥοφηματώδεις , κλυστῆρες , σικύαι τε κολλάσθωσαν ἐν τοῖς παρεθεῖσι μέρεσιν , εἰ μὲν
6444045 ἰλυος
γῆ καὶ λόφοι ἦσαν , ἐμοὶ δοκεῖν , ἐκ τῆς ἰλύος ἣν κατέπινε συνιζάνουσα . ὕλη γοῦν ἐπ ' αὐτῆς
ὁμοίως ἡμῖν τὴν ἀκατέργαστον . χέραδος σωρὸς λίθων μετ ' ἰλύος . χερνῆτις ἡ ἀπὸ τῶν χειρῶν ζῶσα . χεῦαι
6443106 τραχηλου
. προχειρότερον δὲ γίνεται κατὰ τὰς ἀποτέξεις , ἐπεκτεινομένου τοῦ τραχήλου . διάφορον δ ' ἔχει καὶ τὸ μέγεθος ,
ἐνείρας ἐς τὴν μήτρην , διελεῖν τοὺς ὤμους ἀπὸ τοῦ τραχήλου ἐπερείσαντα τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ : ἔχειν δὲ χρὴ πρὸς
6439667 αὐχενος
τὸ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος ἤλυθ ' ἀκωκή . ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο
καὶ μή τι παυσώμεσθα δρῶντες εὖ βροτούς δεινὸς κολαστὴς πέλεκυς αὐχένος τομεύς μικρὸν δὲ ποδὸς χαλάσαι μεγάλῃ κύματος ἀλκῇ στείχει
6437250 πυθμενος
, συνηγμένον εἰς μέσον ἐπιεικῶς , ὦτα ἔχον μέχρι τοῦ πυθμένος καθήκοντα . : Ἀδαῖος δ ' ἐν τοῖς Περὶ
πόρων τῶν εἰς τὴν ὑπερῴαν καθηκόντων ὁ μὲν ἐκ τοῦ πυθμένος τῆς μέσης κατὰ τὸν ἐγκέφαλον κοιλίας ὁρμηθεὶς εἰς τὸ
6428174 καταῤῥου
ηʹ περὶ φλεγμονῆς τοῦ γαργαρεῶνος . θʹ περὶ κορύζης καὶ κατάῤῥου . ιʹ περὶ συνάγχης καὶ παρασυνάγχης . ιαʹ περὶ
αἵ τε ἀπὸ ῥήξιος φλεβῶν τῶν παχειῶν , καὶ ἀπὸ κατάῤῥου τοῦ ἀπὸ κεφαλῆς . Τῶν δὲ ἡλικιῶν ἐπικινδυνόταται πρὸς
6428110 πλευρεων
ἡ γαστὴρ πεφύσηται , καὶ ψόφοι ἔνεισι , καὶ ὀδύνη πλευρέων καὶ ὀσφύος , διαχωρέει δὲ οὐδὲν κάτω , ἀλλ
τῶν πλευρέων , καὶ χρόνον αὐτῷ ὑπέστη πῦον κάτωθεν τῶν πλευρέων . Ὑπὸ τὸν σπλῆνα καυθεὶς , ἔμμοτος ὢν ,
6425925 γαστροκνημιην
τουτέοισι πνεῦμα ἅλις ξὺν τόνῳ διέρχεται , καὶ οἱ κατὰ γαστροκνημίην πόνοι ἐν τουτέοισι γνώμης παράφοροι . Τὰ κατὰ μη
γίνεται , κατά τε τὸ πυγαῖον , κατά τε τὴν γαστροκνημίην , καὶ κατὰ τὴν ὄπισθεν ἴξιν . Οἷσι δ
6425146 ῥιγεος
τοῦ ἀντιστηρίζοντος οὐδενὸς , ἀλλὰ κοιλίης , αἰσθάνεται μάλιστα τοῦ ῥίγεος : καὶ ὁκόταν ῥιγώσῃ τε καὶ ψυχθῇ , ξυνέλκεταί
τοῦ ὠτὸς τέλος , οὐκ οἶδ ' ὅπως : ἄνευ ῥίγεος ἡ κρίσις , ἵδρωσε κεφαλὴν κάρτα . Καὶ ὠτὸς
6418110 γονατος
προεθέμεθα καθ ' Ἱπποκράτη , δεδήλωταί σοι : περὶ δὲ γόνατος καὶ σφυροῦ τῷν [ ] τὸν καταρτισμὸν αὐτῶν ἁπλούστερον
ἐν τοῖς δυσί * ἰγνύσι : ἰγνὺς ὁ ὑποκάτω τοῦ γόνατος τόπος ἀσκελές : ἀδιαλείπτως , σκληρῶς , ἢ ἴσον
6405376 σφυρον
τῆς κεφαλῆς παρὰ τὰς σφαγὰς διὰ τῆς ῥάχιος ἐς τὸ σφυρὸν τὸ ἐκτὸς τοῦ ποδὸς καὶ ἐς τὸ μεταξὺ τοῦ
Ἀριστοφάνη τὴν εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασίαν . καὶ τὸ περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή οὕτως ἐξηγοῦνται . μήποτε μέντοι γενικώτερόν
6403913 χωννυουσιν
τούτῳ περιτιθέασι τῶν πελεκημάτων γʹ ἢ δʹ ὀρθά , καὶ χωννύουσιν ἐπὶ παλαιστήν . Τῆς δὲ φυτείας καθ ' οἱονδήποτε
ἁπτόμενοι τοῦ ἐμφυλλισθέντος μέρους , ἀλλὰ τὸ κατώτερον τῆς ἁρμογῆς χωννύουσιν ἀσφαλιζόμενοι σφόδρα , πρὸς τὸ μὴ ἀναδραμεῖν , ἕως
6403004 κνημων
κατιδεῖν . περί γε μὴν τῶν κάτωθεν , ἀστραγάλων ἢ κνημῶν καὶ κυνηπόδων καὶ ὁπλῶν , ταὐτὰ λέγομεν ἅπερ περὶ
καὶ ἀναιδεῖς σημαί - νουσιν : ὡς τὸ πολὺ δὲ κνημῶν καὶ πτερνῶν παχύτης δουλοπρεπῆ ἄνδρα καὶ ἀμαθῆ δηλοῖ .
6400491 βηχος
: πρόσκειται ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ ἡ βήξ τῆς βηχός : τοῦτο γὰρ διὰ τοῦ χ κλίνεται , ἀλλ
τῶν ἔνδον , μετὰ πυρετοῦ ὀξέος καὶ ἀλγημάτων σφοδρῶν καὶ βηχός . γίνεται δὲ ὑπὸ χολῆς μάλιστα . θεραπεία δὲ
6395071 ψοας
τοῖς ἀριθμοῖς , ἔσται ἐναλγὴς τὰς ὠμοπλάτας καὶ περὶ τὰς ψόας , ὅλον τε τὸ σῶμα διάπυρον καὶ περὶ τὴν
ὠφελοῦνται . δεῖ δὲ μὴ μόνον τὸ ἦτρον καὶ τὰς ψόας ἀλείφειν , ἀλλὰ καὶ κροκύδα πληροῦντας διὰ τοῦ δακτυλίου
6390772 χιασθεισαι
δ ' ἄλλαι ὑπὸ λοβοὺς ἐπὶ ἰνίον , ἀπὸ ἰνίου χιασθεῖσαι . εἰ μὲν βραχύτεραι εἶεν ἐπὶ ἰνίον πρὸς τὰς
δ ' ἀρχαὶ ἐπὶ τοὺς ἔξω κανθοὺς ἐπὶ βρέγμα καὶ χιασθεῖσαι διακρατείσθωσαν , ἄλλη δὲ μεσότης ὑπὸ τὸ σφαίριον τῆς
6382453 ὑελου
Δεῖ γε μὴν τὰς ἀμίδας ταύτας μήτε ζώναις περιδεῖν ἐξ ὑέλου ὡς ἐπιπροσθούσαις , ὥστε τοὺς πυθμένας αὐτῶν ἐπὶ πολὺ
ἕτερον ἔχον οὐ δύναται . ἐξάπτεται δὲ ἀπό τε τῆς ὑέλου καὶ ἀπὸ τοῦ χαλκοῦ καὶ τοῦ ἀργύρου τρόπον τινὰ
6382247 θερμοτερου
, φαίνεσθαι ψυχρόν : ὅτι δὲ καυματίζεται , διὰ τοῦ θερμοτέρου μὲν ἡμᾶς ἀντιλαμβάνεσθαι τοῦ ἀέρος , ἐρυθραίνεσθαι δὲ καὶ
παρωτίδας ἐργαζομένης . τινὲς μὲν γὰρ αὐτῶν ἐκ πολλοῦ καὶ θερμοτέρου καὶ χολώδους , ὥσπερ ἔνιαι πάλιν ἐκ παχυτέρου καὶ
6378618 χειται
κατὰ χῶρον ἀπροφάτως ἀΐδηλον ἀνασταλάει μέλαν ὕδωρ , οὐδὲ πρόσω χεῖται κελαρύσμασιν , ἀλλὰ μάλ ' αἰνῶς βλύζει τε σταδίη
τοῦ πνεύματος ] . τὸ γὰρ πνεῦμα συνιστάμενον εἰς ὕδωρ χεῖται καὶ διὰ τῶν πόρων ἐλθὸν ἔξω περαιοῦται τὸν αὐτὸν
6371894 ἀρχου
: εἰ δὲ χωρὶϲ φλεγμονῆϲ , δι ' ὕδατοϲ . ἄρχου δὲ ἀεὶ ἀπὸ τοῦ μετρίωϲ ὑγροῦ διὰ μήληϲ ἐγχέων
. τύνη Μουσάων . σὺ δέ , ὦ νοῦ , ἄρχου λέγειν περὶ πάντων τῶν προαναφωνηθέντων σοι τεχνῶν , αἵ
6362249 νοτου
τὰ ἐνθέματα μὴ τοῦ βοῤῥᾶ πνέοντος ἐντίθεσθαι , ἀλλὰ τοῦ νότου . ἐκεῖνο μέντοι δῆλόν ἐστιν , ὅτι ὄμβρος τῷ
δὲ μεταξὺ καὶ ἄλλοι ποταμοὶ πλωτοὶ , ῥέοντες ὡσαύτως ἀπὸ νότου πρὸς βορρᾶν καὶ τὸν ὠκεανόν . ἐξῆρται γὰρ ἡ
6361889 ἠτρου
ἐστιν : ξηραντικὸν γὰρ πλεύμονος , καὶ κοπῶδες ὑποχονδρίων καὶ ἤτρου καὶ φρενῶν . Τοῦτο δὲ , ἢν ἔτι τῆς
σπάσιος , ἢ ἐμπηδήσιος ἑτέρου . Οἷσι τὸ μεταξὺ τοῦ ἤτρου καὶ τοῦ δέρματας ἐμφυσᾶται , καὶ οὐ καθίσταται .
6351374 ἐξοπισθεν
τὸ ἀντιβαῖνον ταῖς ὑπαναχωρήσεσιν ἔχειν : εἰ γὰρ καὶ γυναικὸς ἐξόπισθεν ἑστώσης ἀνακλιθεῖεν , τῷ ἀνωμάλῳ σχηματισμῷ παραποδίζουσιν τὴν ἐπ
αὐτὰ μαστεύει τὰ γεννηθέντα ἡ μήτηρ . Μετάφρενον . ὅτι ἐξόπισθεν τῶν φρενῶν κεῖται . φρένες δὲ ὑμένες . εἰσὶ
6348679 διαφραγματος
καὶ κύστεως φλεγμαινούσης καὶ νεφρῶν καὶ ἥπατος καὶ σπληνὸς καὶ διαφράγματος καὶ κοιλίας καὶ λαγόνος . ἀλλὰ τὰς μὲν κατὰ
ὀνομάζουσιν οἱ ἀνατομικοὶ πάντες : ἐκφύονται δ ' ἀνωτέρω τοῦ διαφράγματος οἵδε κατὰ τὸν ἑνδέκατον ἢ δέκατον ἐνίοτε τοῦ θώρακος
6338145 πυκνωσεως
ἀπὸ τοῦ πρὸς ταῖς ἄρκτοις ἀέρος * * * τῆς πυκνώσεως ἰσχυρότερον ποιεῖ . Ἐμπεδοκλῆς ὑπὸ τῆς περιεχούσης αὐτὸν σφαίρας
ἢ βαρύτητα γίνεσθαι , συνεργούσης καὶ τῆς ἐκ τοῦ ὕπνου πυκνώσεως . Διὰ τί ἠρέμα μὲν τῇ κινήσει χρώμενοι ,
6324500 ἀντικνημιου
τὴν ἐπίφυσιν , κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ ἐπὶ πέρατα τοῦ ἀντικνημίου καὶ τῆς περόνης , πρὸς μὲν ἄλληλα συνδεῖται νευροχονδρώδει
τὸ ἐκτὸς τοῦ σφυροῦ , καὶ νέμεται ἄνω παρὰ τοῦ ἀντικνημίου τὴν ἀντιβεβλημένην κερκίδα : παρὰ δὲ τὴν γαστροκνημίην οἷον
6322880 στεφανην
ποταμός , ” ἐπὶ δὲ εἴδους περικεφαλαίας “ αὐτὰρ ἐπεὶ στεφάνην κεφαλῆφιν ἀείρας . ” καὶ κόσμου γυναικείου γένος :
δὲ ὕψος πηχῶν εʹ . Ποιῆσαι δὲ ἐπ ' αὐτῷ στεφάνην πρὸς τὴν βάσιν ἔξω ὑπερέχουσαν πῆχυν ἕνα πρὸς τὸ
6321010 ἐκχυσιν
. ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς ἀβύσσου πάντων ὑδάτων . ἴδον τὸ στόμα τῆς
ἥβῃ , ἀπὸ φλεβέων τε καὶ νεύρων πλέγμα , οὔρων ἔκχυσιν ποιεύμενον , συνουσίης ὑπουργὸν , φύσιος ὕπο δεδημιούργηται ,
6318630 βολβου
ἔχειν πλείους καὶ ἅμα γλισχρότητά τινα , καθάπερ αἱ τοῦ βολβοῦ καὶ σκίλλης καὶ ὅλως εὔχυλόν τινα καὶ εὔσαρκον εἶναι
τῶν ἀγρίων ἀνεμώνης γένος τὸ καλούμενον ὄρειον καὶ τὸ τοῦ βολβοῦ κώδυον . συμπλέκουσι γὰρ καὶ τοῦτ ' ἔνιοι εἰς
6317710 ϲπογγοϲ
τέ ἐϲτι καὶ διαφορητικῆϲ καὶ ἰϲχαίμου δυνάμεωϲ . καινὸϲ δὲ ϲπόγγοϲ ψυχρῷ ἢ ὀξυκράτῳ ἢ οἴνῳ βρεχόμενοϲ κατὰ τὰϲ τῶν
Γαληνοῦ ἔμπλαϲτροϲ ἁρμόϲει . μετὰ δὲ τὴν ἐπίθεϲιν τοῦ φαρμάκου ϲπόγγοϲ καινὸϲ ἐξ οἰνομέλιτοϲ ἢ οἴνου περιβαλλέϲθω μαλακὸϲ μάλιϲτα ,
6316808 ὀσφυν
ἐστὶν εἴδη , καὶ πρὸς τούτοις ἔτι τὸ τὰ μὲν ὀσφὺν μᾶλλον ἢ χεῖρας ἢ σκέλη διαπονεῖν , τὰ δὲ
τὸ μὲν μέγεθος μικραί , ἀπὸ δὲ κεφαλῆς ἐπὶ τὴν ὀσφὺν μακραὶ καὶ σιμαί , κέρατα οὐκ ἔχουσαι , ὀστέα
6310503 βραχιονων
ἀγκῶνα . τὸ ὑγιές , τὸ ἐντὸς τῶν χειρῶν ἢ βραχιόνων : τούτοις γὰρ τοῖς μέρεσι προσαγόμεθα πρὸς ἑαυτοὺς ὃ
ἀθυμοῦντος δὲ τοῦ Δαμαιθοῦ τὸν Ποδαλείριον ἀφ ' ἑκατέρου τῶν βραχιόνων αἷμα ἀφελόντα σῶσαι τὴν παῖδα , τὸν δὲ θαυμάσαντα
6310146 πλαγιου
ὅσον διήκει τὴν πρὸς ἀνατολὴν ἐπειγόμενον , τοσοῦτον τὰ ἐκ πλαγίου ἐφ ' ἑκατέρου μέρους ὑποκείμενα διαφεύγει τῆς γῆς .
καὶ ὁ γνώμων τοῦ τρυπάνου εὐχερῶς ὑπὸ τοῦ κανόνος ἐρείδηται πλαγίου τῇ γῇ ἐπικειμένου ἀντερειδούσῃ . καὶ ἡ κλίσις τῶν
6309863 οὐλης
ἐλαῖαι κολυμβάδες καταπλασθεῖσαι . Ξηραίνοντες καὶ στύφοντες τὴν σάρκα τῶν οὐλῆς δεομένων ἑλκῶν εἰς τοσοῦτον ὥστε μὴ μόνον διαφορῆσαι τὸ
τὴν ἀνακάθαρσιν . Ἰστέον μέντοι ὅτι πολλάκις ἐπί τινων , οὐλῆς στερεᾶς γινομένης , ἀποτυφλουμένων τῶν σπερματικῶν πόρων , ἀπόλλυται
6302993 γενειου
δέρμα γίνεται περί τε ἐξάνθησιν καὶ ψίλωσιν τρι - χῶν γενείου καὶ κεφαλῆς : ἁρμόζει δὲ καὶ τοῖς νύκτωρ ὑπὸ
ἤγουν κεῖρε . λευκήρη ] † τὴν λευκὴν πολιὰν τοῦ γενείου . ἄπριγδ ' ] † διόλου ἀπὸ τοῦ ἀπρίξ
6296855 συμφυτου
λιπαροῦ καὶ ῥητινώδους , ἀμμωνιακοῦ θυμιάματος ἀνὰ ⋖ Ϛʹ , συμφύτου ῥίζης ξηρᾶς προσφάτου , βράθυος , ἐρυθροδάνου ῥίζης ,
λιβάνου ἀκακίας στυπτηρίας σχιστῆς χυλοῦ ὑποκιστίδος κηκίδων Λημνίας σφραγίδος κοραλλίου συμφύτου Σαμίου ἀστέρος ἀλόης λαδάνου ἀνὰ ταρʹ α οἴνῳ ἀναλάμβανε
6292220 ῥαχις
ὧν ὁ μὲν τράχηλος ἐκ τεσσάρων συνέστηκε , ἡ δὲ ῥάχις ἐξ εἴκοσιν , ἡ δὲ ὀσφὺς ἐκ πέντε .
τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν κατέχουσι . ταῦτα δ ' ἐστὶν ὀρεινὴ ῥάχις διὰ τοῦ μήκους ὅλου τῆς Ἰταλίας διαπεφυκυῖα ἀπὸ τῶν
6290513 κοιλης
ἐν ταύτῃ στερεόν , διττὸν ὄν , τὸ μὲν ἐκ κοίλης ἐπιφανείας ὡς σφαῖρα καὶ κύλινδρος , τὸ δὲ ἐξ
τὸ ἀγγεῖον ὁ τόπος , ἀλλὰ τὰ ἔσχατα αὐτοῦ τῆς κοίλης ἐπιφανείας , ὃς καὶ μεταφορητὸς ἂν εἴη : μεταφορητὸς
6290426 βουβωνος
ἀπέθανεν , ὡς Ποδαλειρίου υἱὸς διασαπεὶς τὸν πόδα μέχρι τοῦ βουβῶνος καὶ σκωλήκων ζέσας : ὅτεπερ καὶ ἐφωράθη φαλακρὸς ὤν
σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο , πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου
6282545 ὁλκου
ἐντὸς τῆς σπείρης * ὑπὸ σπείρης : ἀντὶ τοῦ ἐντὸς ὁλκοῦ ἐν τῷ ἑλιγμῷ καὶ συστροφῇ ψαφαρὸς δὲ ἤγουν αὐχμηρὸς
πέμπτος τετάρτου καὶ ἑτέρων ἕτεροι κατὰ μακρὸν στοῖχον ὑπὸ μιᾶς ὁλκοῦ δυνάμεως συνεχόμενοι , πλὴν οὐ τὸν αὐτὸν τρόπον :
6278753 αἰδοιων
μέχρι τῶν αἰδοίων ἐπίσειον ἢ ἐφήβαιον . τῶν δ ' αἰδοίων τοῦ μὲν ἄρρενος τὸ μὲν ἐκκρεμὲς στῆμα , τὸ
ἢν ἐκ τόκου φλεγμήνωσιν αἱ ὑστέραι , στρύχνου χυλὸν ἐγχέαι αἰδοίων ἔσω , ἢ σελίνου , ἢ ῥάμνου , ἢ
6277857 γενειαδος
. ἀνθρωποειδὲς θηρίον ὕδατι συζῶν δαῦλος δ ' ὑπήνη καὶ γενειάδος πυθμήν ὁ τὴν ἀείζων ἄφθιτον πόαν φαγών καὶ γεύομαί
κατὰ τοῦ μεσοφρύου ταγῆναι , ἐπιπλέκομεν τὴν διμερῆ φορβεὰν δίχα γενειάδος καὶ μετωπιαίας , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν βρέγμα
6277257 μασχαλης
πλευρὰς καὶ βραχίονος ἐπεγκύκλιοι πάλιν ἐπὶ μασχάλην ἀπαθῆ : ἀπὸ μασχάλης λοξαὶ ἐπὶ ἀκρώμιον πεπονθός : ἀπὸ ἀκρωμίου ὄρθιοι παρὰ
: εἶτα λοξὴ κατὰ στέρνου ὑπὸ μασχάλην ἀπαθῆ , ἀπὸ μασχάλης λοξὴ κατὰ νώτου ἐπὶ κλεῖδα , ὡς μέρη τινὰ
6271122 ὀσφραντα
γὰρ χρῶμα οὔτε σχῆμα οὔτε φωνὰς οὔτε γευστά , οὐκ ὀσφραντά , οὐχ ἁπτά , οὐκ ἄλλο τι αἰσθητὸν ἔχειν
τε τὴν κεφαλὴν ἐπιθέσει χειρὸς εὐαφοῦς μετὰ θλίψεως πιεστέον : ὀσφραντά τε προσφέρειν καὶ ἀνοίγειν ἐπὶ μέγα τὸ στόμα ,
6269670 Ἰχθυος
ἔχων περὶ τὰ ὦτα πτερύγια . οἱ δὲ νυκτικόρακα . Ἰχθύος οὐρανίου θεῖον γένος ἤτορι σεμνῷ Χρῆσε , λαβὼν πηγὴν
ʹ βο θ δʹ τῶν ἐν τῷ στόματι τοῦ ἑπομένου Ἰχθύος β ὁ βορειότερος . . Κριοῦ β βο κα
6269051 νεφελοειδους
πλάτει λελόξωται τῷ τροπικῷ κύκλῳ . Συνέστηκε δὲ ἐκ βραχυμερίας νεφελοειδοῦς καὶ ἔστιν ἐν τῷ κόσμῳ μόνος θεωρητός . Οὐχ
καρπῶν κατὰ πᾶσαν τὴν γῆν . ὀφθείσης δὲ μικρᾶς γραμμῆς νεφελοειδοῦς ἀποτεινούσης ἀπὸ τοῦ ἀστέρος ἐπὶ ἀπηλιώτην καὶ τοῦ ἄκρου
6259217 νεφρων
ἄλλης διαθέσεως . καὶ ἀτονίαν δή τινα μᾶλλον τῆς τῶν νεφρῶν καθεκτικῆς δυνάμεως σημαίνει . Γονόρροια δὲ καὶ πριαπισμὸς καὶ
γεγόνατε . ἀλλὰ τί δράσω ; βαρεῖαι μὲν αἱ τῶν νεφρῶν ὀδύναι καὶ ὀξεῖαι , ὑμεῖς δὲ βραδεῖς ὡς ἔοικε
6255684 καλια
οἷον οἰκίσκος ὀρνίθειος , παρὰ Ἡροδότῳ καὶ Ἀρχιλόχῳ . καὶ καλιὰ δὲ καὶ καλιὸς ὁ τοιοῦτος οἰκίσκος , ὡς Κρατῖνος
, ἡ περιουσία τῶν καρπῶν καὶ συγκομιδή . καλιήν : καλιὰ [ δὲ ] κυρίως μὲν ἡ νεοττιά , νῦν
6253289 χειλους
ὧν τοὺς μὲν εἴκοσιν ὑπὲρ τὸ προϋπάρχον βάθος πληροῦν μέχρι χείλους τὸ ῥεῖθρον , τοῖς δ ' εἴκοσιν ὑπέρχυσιν εἶναι
τῇ γνώμῃ , βεβαίως καὶ ἀκλινῶς , ἐπὶ τοῦ ποταμίου χείλους , τοῦτο δέ ἐστιν ἐπὶ τοῦ στόματος καὶ τῆς
6252643 τριχων
τὰϲ ψυχικὰϲ ἀμέμπτουϲ ἔχῃ , μέϲοϲ δέ ἐϲτι καὶ ψιλοῦ τριχῶν καὶ δαϲέοϲ καὶ μέλανοϲ καὶ λευκοῦ τὴν χροιὰν καὶ
δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες . οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν . βέλτιον δὲ τὸ πρῶτον . ἱπποκόμων τρυφαλειῶν τῶν
6252325 ἠνοπι
δ ' ὕδωρ . αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ ζέσσεν ὕδωρ ἐνὶ ἤνοπι χαλκῷ , ἔς ῥ ' ἀσάμινθον ἕσασα λό '
ἔπι προβλῆτι καθήμενος ἱερὸν ἰχθύν ἐκ πόντοιο θύραζε λίνῳ καὶ ἤνοπι χαλκῷ . ἡ διπλῆ ὅτι οὐκ ἐπί τι εἶδος
6245826 μεταφρενον
” Ἴθι δή μοι ἀποκαλύψας καὶ τὰ στήθη καὶ τὸ μετάφρενον ἐπίδειξον , ἵνα ἐπισκέψωμαι σαφέστερον , “ καὶ ἐγὼ
λούειν αὐτούς . τῇ δὲ τρίτῃ σικυαστέον ὑποχόνδριά τε καὶ μετάφρενον μετ ' ἀμυχῶν , εἶτα διαστήσαντας ἱκανὰς ἡμέρας καὶ
6245770 πλευρου
ὀξὺς ὁ πυρετὸς ᾖ , καὶ τὰ ὀδυνήματα τοῦ ἑτέρου πλευροῦ ἢ ἀμφοτέρων , καὶ τοῦ πνεύματος δὲ ἀναφερομένου ἢν
: διὸ δὴ παραλείπειν αὐτούς . τοῦ δὲ πρὸς ἕω πλευροῦ τὸ μὲν διὰ τῆς Περσικῆς κατὰ μῆκος ἀπὸ τῆς
6240258 πιμελης
τοῦ παιδίου περὶ τοῖς ὀδοῦσιν κατὰ τὸν ἐφελκυσμὸν τὰς τῆς πιμελῆς κτηδόνας . παραιτεῖσθαι δὲ δεῖ καὶ τὸ βούτυρον καὶ
καὶ διὰ χρόνου : τό τε στόμα τῶν μητρέων ὑπὸ πιμελῆς ξυγκλείεται , καὶ οὐχ ὑποδέχεται τὸν γόνον : αὐταί
6240078 ὑπογαστριον
Ἕλληνες . ἦτρον τὸν ὑπὸ τῷ ὀμφαλῷ τόπον Ἀττικοί , ὑπογάστριον Ἕλληνες . ἡμεδαπός Ἀττικοί , ἐπιχώριος Ἕλληνες . ἥνυσα
ἢ μετὰ τῆς τροφῆς ἀνεμηθείη , ἢ ὑγρὸν ὑπὸ τὸ ὑπογάστριον ἐν ταῖς ἀνακλίσεσιν ἢ ἦχος ἢ κλυδὼν ἐπιφαίνοιτο ,
6238307 εἰλημα
. Κεφ . ρεʹ . Ἀρχὴ κατὰ πλευρᾶς . τὸ εἴλημα λοξῶς κατὰ στέρνον ἐπὶ ἀκρώμιον , εἶτ ' ἐγκάρσιον
τῷ ἐπιδεσμένῳ τὴν ἀρχὴν τάξαντες κατὰ τῆς ἀπαθοῦς μασχάλης τὸ εἴλημα ἄγομεν λοξῶς κατὰ νώτου : ἔπειτα δὲ παρ '
6237577 κληματος
ἀχρεῖον . Βεβαιότερον δὲ συμφυήσεται τὰ νέα κλήματα ἔχοντα περυσινοῦ κλήματος μέρος . Οὐχ ἅμα δὲ τῷ ἀφαιρεθῆναι τῆς ἀμπέλου
γίνηται , ἐὰν δ ' ὀλίγην καὶ πολὺ τοῦ ἔνου κλήματος ἔχωσιν , ἐλάττω μὲν τὸ πλῆθος μείζω δὲ τὸ
6237100 Χρυσαορα
τὸ μετὰ τὴν καρατομίαν τεκεῖν , ὡς εἴπομεν , τὸν Χρυσάορα καὶ τὸν Πήγασον . μαρμαρώπιδος δὲ διὰ τὸ ἀπολιθοῦν
φίλε ματέρα ? [ Καλλιρόαν καὶ ἀρηίφιλον ? ? [ Χρυσάορα ? [ ] ? ? ? ς ? !
6236377 μυουρον
δεσμός . σχῆμα δὲ τοῦ ὑποθήματος κατὰ πύργον μάλιστα ἐς μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ κάτω : ἑκάστη δὲ πλευρὰ
, καλυπτούσης τὰ ἄκρα τῶν ἠπείρων ἑκατέρωθεν καὶ συναγούσης εἰς μύουρον σχῆμα , καὶ τρίτου τοῦ μήκους καὶ πλάτους τοῦ

Back