, . , , ≌ . . , . : ναῦλα : τὰ ἐφόδια . Αἰσχύλος . . . .
' ἐπὶ τῇ μνᾷ γεγονέναι καὶ δώδεκα , λαλῶν τὰ ναῦλα καὶ τὰ δάνει ' ἐρυγγάνων , ἀφροδίσι ' ὑπὸ
8780967 μαστροποις
καὶ τὰ δάνει ' ἐρυγγάνων , ἀφροδίσι ' ὑπὸ κόλλοψι μαστροποῖς ποιῶν , ὑπὸ τοῦτον ὑπέμυξ ' εὐθὺς ἐκβεβηκότα ,
ὥς τ ' αὖ τὰ κρέ ' ἐξ Ἀπατουρίων ταῖς μαστροποῖς διδοῦσαι ἔπειτα τὴν γαλῆν φαμεν Τάλαιν ' ἐγώ :
8448247 δανει
. μετρεῖσθαι μέτρῳ σῖτον λαμβάνειν ἤ τι τῶν τοιούτων ἐν δάνει , ἵνα ἀποδῷ τις : χρήσασθαι δὲ ἔλεγον ἱμάτιον
ἐὰν ἐπὶ ξένοις , εὐφροσύνην σημαίνει , καὶ τοῖς ἐν δάνει οὖσιν ἀπόδοσιν χρεῶν , δούλοις καὶ κλέπταις μετάβασιν ,
8330131 ἀφροδισι
[ ] ους καὶ τὰ [ ] [ ] εις ἀφροδισι [ ] [ ] ὅλος ἀπὸ λογισμοῦ [ ]
[ ] ους καὶ τὰ [ ] [ ] εις ἀφροδισι [ ] [ ] ὅλος ἀπὸ λογισμοῦ [ ]
7962123 εὐπορηκως
ὢν ἀπαλλάττοιτο τῆς οἰκίας , ἀλλὰ τῶν εἰς τἀναγκαῖα ἀφορμῶν εὐπορηκώς , ἵνα μὴ πάλιν ὑπ ' ἐνδείας εἰς τὴν
δὲ ἐπὶ πολὺ τοῦ ὀβολοῦ γε στερηθήσεται ὡς πολλοῦ χρυσίου εὐπορηκώς . καὶ ἔμοιγε δοκεῖτε “ ἐπὶ Λευκάδα πέτρην ”
7826648 ἐκβεβηκοτα
Καιρὸν εἰ φθέγξαιο ] * Αἰσθόμενος ἑαυτὸν ὁ Πίνδαρος ἀκαίρως ἐκβεβηκότα , φησίν : εἰ φθέγξαιο , ὦ θυμέ ,
ὑπὸ κόλλοψι μαστροποῖς ποιῶν , ὑπὸ τοῦτον ὑπέμυξ ' εὐθὺς ἐκβεβηκότα , τὴν δεξίαν ἐνέβαλον , ἐμνήσθην Διὸς Σωτῆρος ,
7646918 μνᾳ
τοῦ σωροῦ τῷ μεδίμνῳ καὶ ἐπὶ τῶν βαρέων , τῇ μνᾷ , καὶ ἐπὶ τῷ ἀριθμῷ τῆς μονάδος . μένει
ἀπαθής , εὐπορηκώς , περιχαρὴς εἰς δέκ ' ἐπὶ τῇ μνᾷ γεγονέναι καὶ δώδεκα , λαλῶν τὰ ναῦλα καὶ δανεῖ
6648842 Ὑμηττον
ὦ Δίκη , ταύτῃ εὐθὺ τοῦ Σουνίου μικρὸν ὑπὸ τὸν Ὑμηττὸν ἐπὶ τὰ λαιὰ τῆς Πάρνηθος , ἔνθα αἱ δύο
φησίν : ἡμεῖς ποτ ' ἄνδρας Κεκροπίδας ἐπείσαμεν λαβόντας εἰς Ὑμηττὸν ἐξελθεῖν ὅπλα καὶ σιτί ' ἐπὶ μύρμηκας ἡμερῶν τριῶν
6532569 πορφυριδι
' αὐτοῦ Ἀλκιβιάδες καλεῖται . ὅτε δὲ χορηγοίη πομπεύων ἐν πορφυρίδι εἰσιὼν εἰς τὸ θέατρον , ἐθαυμάζετο οὐ μόνον ὑπὸ
κακῶς . Ἄλλον κάλει τὸν Κυρηναῖον , τὸν ἐν τῇ πορφυρίδι , τὸν ἐστεφανωμένον . Ἄγε δή , πρόσεχε πᾶς
6522965 ἐντευθενι
εἰς τὴν ἐδώδιμον χρείαν , ὡς ἐν Ὄρνισιν Ἀριστοφάνης ὀξύβαφον ἐντευθενὶ προσθοῦ λαβὼν ἢ τρύβλιον , κἀν ταῖς Φρυνίχου Μούσαις
: αὕτη γὰρ ἀφανίζει τὴν προϋπάρξασαν ὕλην τῶν ξύλων . ἐντευθενὶ τὴν πατρίδ ' : Ἐρωτηματικῶς . δύναιο δ '
6428558 πλατανιστῳ
, ἆ φίλος , ἀνθέρικα . Ἰξῷ Δεξιόνικος ὑπὸ χλωρῇ πλατανίστῳ κόσσυφον ἀγρεύσας , εἷλε κατὰ πτερύγων : χὠ μὲν
, οὗτός ἐστι ὅς τοι τὸν πατέρα Δαρεῖον ἐδωρήσατο τῇ πλατανίστῳ τῇ χρυσέῃ καὶ τῇ ἀμπέλῳ : ὃς καὶ νῦν
6303913 χοιριδια
εἰς τὴν ἀγορὰν ἐπίπρασκεν ὀρνίθια , εἰ τύχοι , καὶ χοιρίδια , καὶ τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας ἐκάθαιρεν ἀδιαφόρως .
' στιν : ἐς κεφαλὴν τράποιτ ' ἐμοί . Ὦ χοιρίδια , πειρῆσθε κἄνις τῶ πατρὸς παίειν ἐφ ' ἁλὶ
6256337 ἐμβαινων
δυσχερείας καὶ ἀγριότητας τῇ παραλίᾳ χαλεπῶς ᾔει , τὰ πολλὰ ἐμβαίνων ἐπὶ τὴν θάλατταν , ἕως ἐπὶ τὴν τῶν Ἀχαιῶν
τριχῶν : εἰς ἄνδρας , ἢ εἰς ἀνδρὸς ἡλικίαν , ἐμβαίνων : παῖς Πολύβου , ἀλλὰ θετός : ἢ γνοὺς
6238723 ἀποβας
ἄλλας τε ναῦς καὶ ὁπλίτας . αὐτὸς δὲ τῆς νυκτὸς ἀποβὰς εἰς τὴν Αἴγιναν πορρωτέρω τοῦ Ἡρακλείου ἐν κοίλῳ χωρίῳ
παιδὶ παραδοῦναι , καὶ διὰ τοῦτο ἦλθεν εἰς Ῥόδον . ἀποβὰς δὲ τῆς νεὼς σὺν τοῖς ἥρωσι κατά τινα τῆς
6233994 ἐπειρωτα
κακόν , καταλαμπτέος ἐστὶ ἡμῖν θανάτῳ . Δαρεῖος μὲν ταῦτα ἐπειρώτα , τῷ δὲ ἄνδρες τριήκοντα ὑπέστησαν , αὐτὸς ἕκαστος
αὐτῶν ἔσεσθαι , παρίεσαν θείῃ πομπῇ χρεωμένους , οὐδ ' ἐπειρώτα οὐδείς . Ἐπείτε δὲ καὶ παρῆλθον ἐς τὴν αὐλήν
6231777 πυλαισιν
δ ' Ἀρκάς , οὐκ Ἀργεῖος , Ἀταλάντης γόνος τυφὼς πύλαισιν ὥς τις ἐμπεσὼν βοᾶι πῦρ καὶ δικέλλας , ὡς
' ὑψηλαῖς σπιλάδεσσι † στομάτων † νῦν δ ' ἐν πύλαισιν Αἰνέας ὁ τῆς θεοῦ πάρεστ ' , ἐπ '
6192333 ἡλατο
σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο , τείρετο δ ' αἰνῶς : ἥλατο δ ' ἐς τάφρους , ὅππως φύγῃ αἰπὺν ὄλεθρον
τῆς νεὼς ἐπήδησεν . οὕτως δὲ , φησὶ , βίᾳ ἥλατο ὡς καὶ ὕδωρ ἀναδοθῆναι : τὸ ἑξῆς : δύσφημος
6174438 πενταθλον
αὐτοῦ , ἐν αἰγίνῃ : τουτέστιν , ἔδωκας νικῆσαι αὐτὸν πένταθλον ἐν αἰγίνῃ . καὶ ἐπήγαγες καὶ ἐπέφερες αὐτῷ ταύτην
[ * * δόλιχον : ] / Πυθοκλῆς [ Ἠλεῖος πένταθλον : ] / Λεοντίσκος [ Μεσσήνιος ἀπὸ Σικελίας πάλην
6157607 καλπιν
τε καὶ τοὺς ἐμπλέοντας . τὸ μὲν δὴ περὶ τὴν κάλπιν τὴν χρυσῆν τὴν ἐν Χίῳ ποτὲ φανεῖσαν τῇ νήσῳ
περιρρεομένην ὑπὸ τοῦ ὕδατος πηγήν . ἢ τὴν δυναμένην βάψαι κάλπιν καὶ οὐ περαιτέρω : καὶ ἄλλως : ὡς κοτυλήρυτον
6154529 Χοασπην
καὶ καταφερομένους εἰς τὸν Περσικὸν κόλπον . μετὰ γὰρ τὸν Χοάσπην ὁ Κοπράτας ἐστὶ καὶ ὁ Πασίτιγρις , ὃς ἐκ
καὶ τὸν Τίγριν ἦν δυνατὸν διακόψαντα τὸν Κύδνον εἰς τὸν Χοάσπην ἐκβαλεῖν . Οὐ μόνον δὲ ταῦτ ' ἄν τις
6146925 Πασιων
οὖν ὑμῖν ἀναγνώσεται τὰς συνθήκας , καθ ' ἃς ἐμίσθωσε Πασίων τὴν τράπεζαν τούτῳ καὶ τὸ ἀσπιδοπηγεῖον . καί μοι
ὑμῶν , λαβέ μοι ταυτασὶ τὰς μαρτυρίας , ὡς ἐγένετο Πασίων Ἀρχεστράτου . Εἶτα τὸν σῴσαντα μὲν ἐξ ἀρχῆς τὰ
6134587 Μηθυμνα
. . . . . νε γοʹ λθ ∠ ʹγ Μήθυμνα . . . . . . . . .
γὰρ καὶ παρὰ τὸ ῥίζα ῥιζόθεν , ἐσχάρα ἐσχαρόθεν , Μήθυμνα Μηθυμνόθεν , Μέγαρα Μεγαρόθεν . Οὐ βίαιον δὲ καὶ
6122585 Πολυβος
ὁ δὲ Ἄδρηστος ἦν Πολύβου θυγατριδέος , ἄπαις δὲ ὁ Πόλυβος τελευτῶν διδοῖ Ἀδρήστῳ τὴν χώρην . Μέναιχμος δὲ ὁ
. Βουκόλοι δὲ Πολύβου τοῦτον ἀνείλοντο : λέγεται δὲ ὁ Πόλυβος Ἑρμοῦ εἶναι : ὃν ἐφευρόντες ἀπεκόμισαν τῷ δεσπότῃ .
6115035 κρυψει
τὸ ἐμὸν σῶμα ὀδυνηρῶς ἔχον πρὸς τὸν βίον ὁ θάνατος κρύψει : οὐ γὰρ μόνη ἡ σοφία διδάσκει , ἀλλὰ
ἦν γὰρ Ἀννίβᾳ τις χρησμὸς οὕτω που γεγραμμένος : Λίβυσσα κρύψει βῶλος Ἀννίβα δέμας . Οὔτε ποιητὴς οὔτε συγγραφεὺς οὔτε
6110548 Δαμαγητος
εἰς ἑαυτὸν ἐπικλίνων . μετὰ δὲ τοῦτον ἵσταται καὶ ὁ Δαμάγητος ὁ πρεσβύτερος τῶν παίδων αὐτοῦ , ὃς ἦν καὶ
Λακεδαιμονίων μὲν οἵδε , Πλειστοάναξ , Ἆγις , Πλειστόλας , Δαμάγητος , Χίονις , Μεταγένης , Ἄκανθος , Δάιθος ,
6103402 ταχθεις
λάτρις δὲ ὁ κατὰ πολεμικὴν περίστασιν ἁλοὺς καὶ εἰς δουλείαν ταχθείς . ἀμφίπολος δὲ καὶ ἄρσενος καὶ θηλείας ὄνομα .
ὁ ἐμὸς πατὴρ ἔδωκεν ὑπήκοον εἶναι ἐμοί : ἐπεὶ δὲ ταχθείς , ὡς ἔφη αὐτός , ὑπὸ τοῦ ἐμοῦ ἀδελφοῦ
6097277 κατεκρυψε
, καὶ τοὺς μὲν ἐφόρους καὶ τῶν ἄλλων Σπαρτιατῶν τινας κατέκρυψε , τοῦ δὲ Παυσανίου παραγενομένου πρὸς αὐτὸν καὶ πυνθανομένου
τε γὰρ Ἡραΐσκον ἐπιζητούμενον ὑπὸ Ζήνωνος βασιλέως οἴκῳ τῷ ἰδίῳ κατέκρυψε παραβαλόμενος πρὸς τὸν κίνδυνον , καὶ ἐπειδὴ ἐν τῇ
6093914 Παις
καὶ Σόλων ὁ τῶν Ἀθηναίων νομοθέτης ἐλεγεῖα ποιήσας τάδε : Παῖς μὲν ἄνηβος ἐὼν ἔτι νήπιος ἕρκος ὀδόντων φύσας ἐκβάλλει
δέ σε πολλάκις ἤδη εὖ ἕρδων αἰδοῦς οὐδεμιῆς ἔτυχον . Παῖς τε καὶ ἵππος ὁμοῖον ἔχει νόον : οὔτε γὰρ
6075793 Γλαυκετῃ
περὶ ταύτας ἡμᾶς ἁθρόους ὀψωνοῦντας τυρβάζεσθαι Μορύχῳ , Τελέᾳ , Γλαυκέτῃ , ἄλλοις τένθαις πολλοῖς : κᾆτα Μελάνθιον ἥκειν ὕστερον
ὀνόματα κύρια . οὗτοι ἐπὶ μαγγανείᾳ διεβέβληντο . . , Γλαυκέτῃ ] καὶ οὗτος λίχνος . τένθαις : ἀντὶ τοῦ
6074626 ἀποστειχειν
ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς ἑκατόμβας ἀθανάτοισι θεοῖσι , τοὶ
ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς ἑκατόμβας ἀθανάτοισι θεοῖσι , τοὶ
6061212 πεδιονδ
τάδε παρακελευόμενος : ἀλλ ' ἄγ ' , ὃ μὲν πεδίονδ ' ἐπὶ βοῦν ἴτω καὶ τὰ ἑξῆς : ὁσιωτέρα
τάδε παρακελευόμενον . Ἀλλ ' ἄγ ' , ὁ μὲν πεδίονδ ' ἐπὶ βοῦν ἴτω , καὶ τὰ ἑξῆς .
6059496 Κεῳ
ὅλου τοῦ Λέοντος καὶ λήγουσιν ἐν διμοίρῳ τῆς Παρθένου . Κέῳ δ ' ἔτι νῦν ἱερῆες : ἐνομοθέτησε γὰρ τοῖς
κάθηνταί μοι γυναῖκες τέτταρες . οὐδεὶς γὰρ οἶδεν , ἐν Κέῳ τίς ἡμέρα . ἀλλ ' ἢ τρίορχος ἢ πτέρων
6046818 ἀπεσταλμενος
, διὰ μετριότητα ὁ Παῦλος ὡς ἂν εἰς τὰ ἔθνη ἀπεσταλμένος , οὐκ ἐγγράφει ἑαυτὸν Ἑβραίων ἀπόστολον , διά τε
Μικρὸν δ ' ὕστερον τούτων τῶν χρόνων Κάδμος ὁ Ἀγήνορος ἀπεσταλμένος ὑπὸ τοῦ βασιλέως κατὰ ζήτησιν τῆς Εὐρώπης , κατέπλευσεν
6044616 ᾠχετ
ἐπὶ τὴν κατήλιφ ' εὐθὺς ἀνεπηδήσαμεν : ὁ δ ' ᾤχετ ' ἐξᾴξας γε τὰς ψιάθους λαβών . Καὶ τοῦτο
: οὐ βαθὺν οἰνοπότην Ἐρασίξενον ἡ δὶς ἐφεξῆς ἀκρήτου φανερῶς ᾤχετ ' ἔχουσα κύλιξ . ἔπινε δὲ πλεῖστον καὶ Ἀλκέτας
6041503 ἐπεσταθη
' ὁλοσχερὴς ἀνήρ * * * ταχὺς δὲ βαθμοῖς νυμφικοῖς ἐπεστάθη ὁ μοιχός * * * ὁ δ ' οὔτε
τοῦ στόλου παντὸς Εὐαγόρας Εὐκλέωνος Κορίνθιος . ναύαρχος δὲ αὐτοῖσιν ἐπεστάθη Νέαρχος Ἀνδροτίμου , τὸ γένος μὲν Κρὴς ὁ Νέαρχος
6040466 ἐπανελθοντος
τῶν σωμάτων φυλακὴν πολυχρόνιον . Ὁ δ ' Ἀντίγονος , ἐπανελθόντος τοῦ Δημητρίου καὶ τὰ κατὰ μέρος τῶν πεπραγμένων ἀπαγγείλαντος
κρίσεως καὶ τῶν ἐγκλημάτων ἀπολυθῆναι . μετὰ δὲ ταῦτα Θησέως ἐπανελθόντος ἐκ Τροιζῆνος εἰς τὰς Ἀθήνας , ἐγκληθεῖσαν ἐπὶ φαρμακείᾳ
6035101 προπιειν
καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπὶ δεξιὰ καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην , ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων γλώσσας τε
κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοι - ούτων πόσεων
6034223 Ἡρῳδης
τοῖς ὀνόμασι , πλουσιώτερος καὶ εἰς γῆρας ἀναφανήσῃ φρονήσεως . Ἡρῴδης δὲ ὁ Ἀττικὸς ῥήτωρ τροχοπέδην εἶπε τὸ διαβαλλόμενον ξύλον
πρὸς μητρός σου πάππος , ἐν Ἰουδαίᾳ γενόμενος , ἡνίκα Ἡρῴδης ὁ ἐμὸς πάππος ἐβασίλευε τῆς χώρας , ἀναβῆναι μὲν
6030090 Λαοδαμας
ἀναπαιστικὰ δίμετρα βʹ . μαινόμενος δ ' ἐπιπνεῖ λαοδάμας : Λαοδάμας κύριον : νῦν δὲ ὡς ἐπίθετον Ἄρεος εἴρηται .
Ἀδράστου Λαοδάμας ἀποκτίννυσι , κρατησάντων δὲ τῇ μάχῃ τῶν Ἀργείων Λαοδάμας σὺν τοῖς ἐθέλουσιν ἕπεσθαι Θηβαίων ὑπὸ τὴν ἐπιοῦσαν νύκτα
6029246 ἡστ
δ ' ἤγγειλε παρασχεδόν . ἡ δ ' ἐνὶ παισίν ἧστ ' , ἐπιμητιόωσα κασιγνήτην ἀρέσασθαι : ἀλλ ' οὐδ
Περίηρς : † ὅπως ἀνὴρ δ ' ἐν ἀσμένοισιν ἀλιτηρὸς ἧστ ' ἐπὶ θάκας κατὰ πέτρας ὁρέων μὲν οὐδὲν δοκέων
6026932 Τεγεην
ἀποκωλύσουσιν . Ἐγὼ δέ τοι οὔτι μεγαίρω : δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι καὶ καλὸν πεδίον σχοίνῳ διαμετρήσασθαι . Ταῦτα
ὥστε φυλασσόμενος ὑπὸ φυλάκων , διορύξας τὸν τοῖχον ἀπέδρη ἐς Τεγέην , τὰς μὲν νύκτας πορευόμενος , τὰς δὲ ἡμέρας
6021964 ἐνεδρευθεις
ἐπιβαλεῖν πρεσβύτηι νέον ὄντα [ Ἐρατοσθένει ] : ἐτελεύτησε δὲ ἐνεδρευθεὶς ὑπὸ Ἀντιγόνου , ὅτι διεβλήθη προσκεκλικέναι τῆι Πτολεμαίου βασιλείαι
. Ὃς ταῖς ὁδοῖς χρώμενος ταῖς ὑπὸ Ἀννίβου προηνυσμέναις , ἐνεδρευθεὶς ὑπὸ τῶν ὑπάτων Ἀππίου τε Κλαυδίου Νέρωνος καὶ Λιβίου
6014327 Ἀγκαιον
τι πασχόντων . καὶ Φερεκύδης ἐν τῇ ηʹ φησὶ τὸν Ἀγκαῖον ὑπὸ τοῦ Καλυδωνίου συὸς πληγέντα τὸν μηρὸν ἀποθανεῖν .
δεδουπὼς καὶ ἤχῳ φερόμενος τὸν κτανοῦντα καὶ μέλλοντα κτανεῖν αὐτὸν Ἀγκαῖον ἠμύνατο καὶ ἐτιμώρησε πλήξας ἀφύκτως κατὰ τὸ βουβωνόσφυρον ἐκείνου
6012394 Ἐρασινον
οὐχ ὑπέστρεψεν , ἀλλ ' ᾑμοῤῥάγεε πολλάκις μετὰ κρίσιν . Ἐρασινὸν , ὃς ᾤκει παρὰ Βοώτου χαράδρην , πῦρ ἔλαβε
οὐχ ὑπέστρεψεν , ἀλλ ' ᾑμοῤῥάγεε πολλάκις μετὰ κρίσιν . Ἐρασινὸν , ὃς ᾤκει παρὰ Βοώτου χαράδρην , πῦρ ἔλαβε
6008430 καθεζετ
: οὐρὰν δ ' ὑπίλας ⌋ ' ὑπὸ λεοντόπουν βάσιν καθέζετ ' ⌋ ] δ ' ἀποφέρους ' ὠκύπτερον [
ἀπὸ τῆς τιμῆς καὶ τῆς καθέδρας δηλοῖ τὴν βασιλείαν : καθέζετ ' ἀρχῆς : ἀντὶ τοῦ * * τῆς βασιλείας
6008155 κλιντηρι
μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξεσάλαξεν , κείμαν δ ' ἐν κλιντῆρι δέκ ' ἄματα καὶ δέκα νύκτας . φράζεό μευ
μετὰ τεῦς ἀνὰ νύκτα τὸν ἱερὸν ὕπνον ἐμόχθει : παγχρυσέῳ κλιντῆρι πόθες καὶ στυγνὸν Ἄδωνιν , βάλλε δέ νιν στεφάνοισι
6000375 Θαττον
Βύτος ἐστὶ σοφιστὴς οὔτε λόγον κοινὸν οὔτε λογισμὸν ἔχων . Θᾶττον ἔην λευκοὺς κόρακας πτηνάς τε χελώνας εὑρεῖν ἢ δόκιμον
: ἴσως γάρ τις σώζεται περὶ τῆς κόμης λόγος . Θᾶττον σὺ τὸν Θεόδωρον ἡμῖν ἄρχοντα τοσοῦτον ἔδειξας ἢ ἡμεῖς
5993130 Ἀρισβην
εἰς τὴν Τρωάδα τὴν Τεύκρου τοῦ Κρητὸς τὴν θυγατέρα γαμεῖ Ἀρίσβην . Ἑλλάνικος δὲ Βάτειαν αὐτήν φησι . . .
καὶ Κεραυνίων ὀρῶν καὶ Ἰβηρίας κείμενον οἳ καλοῦνται Ναρβωνήσιοι . Ἀρίσβην ἢ κατά τινας Βάτειαν θυγατέρα Τεύκρου γήμας Δάρδανος γεννᾷ
5991466 Λαμπον
| ἀπεκάλουν : [ ὁ δὲ ] Ἀπόλλων [ ] Λάμπον ! [ ! ] ! τὸν Μεγαρέα | φυγάδα
τῇ Ὀδυσσείᾳ , ἐπὶ τοῦ Κλείτου οὐ δεόντως . . Λάμπον τε Κλυτίον τε . . Ο . ἀλλ '
5989630 Ῥηναιαν
, ὡς ἐν τοῖς περὶ Κνιδίας Ἰάσων φησίν . καὶ Ῥήναιαν : Ῥήναια νῆσος παρακειμένη τῇ Δήλῳ , ἣν καὶ
, ἶσον Δωριέεσσι νέμων γέρας ἐγγὺς ἐοῦσιν : ἶσον καὶ Ῥήναιαν ἄναξ ἐφίλησεν Ἀπόλλων . ὣς ἄρα νᾶσος ἔειπεν :
5988141 ἀγαπημα
γλαῦκός τις ἐν πόντῳ γαλεοὺς σῖτον ὀψοφάγων καὶ λίχνων ἀνδρῶν ἀγάπημα φέρων κατὰ τῶν ὤμων . τίνα τῷδ ' ἐνέπω
γ ' ἁλούς , σῖτον ὀψοφάγων . καὶ λίχνων ἀνδρῶν ἀγάπημα φέρων κατ ' ὤμων . τίνα τῷδ ' ἐνέπω
5981982 φυλακηι
βοῶν ἀρξάμενον : καὶ ἀναχθέντα αἰχμάλωτον ὡς βασιλέα καὶ ἐν φυλακῆι ὄντα πάλιν τὰ αὐτὰ παρατίθεσθαι ζῶντα λαμπρῶς . διὸ
ἐρυθρὸν ἀπὸ τρυγός : οὐδὲ γὰρ ἡμεῖς νηφέμεν ⌊ ἐν φυλακῆι τῆιδε δυνησόμεθα . ἀσπίδι μὲν Σαΐων τις ἀγάλλεται ,
5981101 παρειληφα
αὐτῶν τηρεῖς ; ἀποκρινοῦμαι πρὸς αὐτὸν ὅτι οὐκ οἶδα : παρείληφα δ ' ἱστορίαν τοιαύτην , ὅτι Διόδωρος μὲν ἐκεῖνα
βαλὼν ἡμῖν τὰς ὕβρεις , ἀλλὰ καὶ ἀκούσῃ : οὐ παρείληφα νόμον παρὰ τοῦ πατρὸς ὥστε ἀντὶ τῶν παίδων ἀποθνῄσκειν
5966783 ἀνασπαστον
εἶτα δὲ καὶ παρὰ Ἑρμίου τοῦ εὐνούχου , ὃν νῦν ἀνάσπαστον ἐποιήσατο , ἄρχοντα Ἀταρνέως , μαθὼν αὐτὸν συμπράττειν Φιλίππῳ
, καὶ βαλεῖν αὐτὰ ἐν κλοκίῳ ὑελίνῳ , καὶ ὕδωρ ἀνάσπαστον χωρὶς ἀσβέστου ἅπαξ . Ἔστω δὲ ἀπὸ ὕδατος τούτου
5959831 Λαμαχος
” . μισολάμαχος ] μισοπόλεμος . φιλοπόλεμος γὰρ ἦν ὁ Λάμαχος στρατηγὸς ὤν . † ἀκολαμάχου † : ἀλλοτρία τῶν
ἀπὸ Παιήωνος , ἰατροῦ παλαιοῦ . ἕκαστον δὲ ὧν ὁ Λάμαχος λέγει τρέπει οὗτος εἰς παιδιάν . Παιώνια ] ἑορτὴ
5957556 κερναις
ἐπὶ νοῦν βαλλόμενος : φησὶ γάρ που οὗτος : ἔγχεε κέρναις ἔνα καὶ δύο . ἐν τούτοις γάρ τινες οὐ
τὸν χείμων ' , ἐπὶ μὲν τίθεις πῦρ ἐν δὲ κέρναις οἶνον ἀφειδέως μέλιχρον , αὐτὰρ ἀμφὶ κόρσαι μόλθακον ἀμφι
5955893 ἀγρευσας
καὶ ἀκανθόχοιρος ζῷόν ἐστι μικρόν , πονηρὸν πάνυ . τοῦτον ἀγρεύσας καὶ ταριχεύσας ἔχε ὡς μέγα ἴαμα . τὴν μέντοι
τῇ χλωρᾷ . Τὴν ἡλιακὴν σαύραν ἐὰν τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἀγρεύσας ποιήσῃς περόνας βʹ ἢ χρυσᾶς ἢ ἀργυρᾶς καὶ δι
5951289 σῳος
οἴχοιτο , τὸν ὑποστράτηγον , ὅπου δ ' αὖ λοχαγὸς σῷος εἴη , τὸν λοχαγόν . ἐπεὶ δὲ πάντες συνῆλθον
θελήσῃς συλλαβεῖν τι τοῦ φόρτου , τάχ ' ἂν γενοίμην σῷος : εἰ δὲ μή , θνῄσκω . ” ὁ
5946810 δᾳδι
μάννηϲ ⋖ β , ἐρίων οἰϲυπήρων μαλακῶν ὅϲον χειροπληθὲϲ ἐνειληθέντων δᾳδὶ καὶ καυθέντων τὴν τέφραν , ἀνάλαβε πάντα καὶ χρῶ
ὑστέρας προσθεῖναι τὴν κυκλάμινον : πινέτω δὲ τὸ ξὺν τῇ δᾳδὶ , ἔστ ' ἂν τὸ ῥεῦμα κινηθῇ : ἐσαλείφειν
5946248 περικλυστῳ
ἐν εὐκόλποισι Φαλήρου ἀγκῶσιν ληφθένθ ' ἱεροῖς . κἀν τῇ περικλύστῳ ἐστὶ Ῥόδῳ γενναῖος , ἐὰν ἐπιχώριος ἔλθῃ . ἂν
κούρην ἐρικυδέα , τήν ποτε Θησεὺς κάλλιπεν οὐκ ἐθέλων γε περικλύστῳ ἐνὶ Δίῃ : τοὺς δ ' ἠὺς Διόνυσος ἑῷ
5945275 ἐξαναδυς
, ζωμοῦ κεχρημένος : ἐν δὲ μέσοισιν ἥρως εἱστήκει βορβόρου ἐξαναδύς : Ἀντιόπη δ ' ἔτεκε Ζῆθον κἀμφίονα δῖον Ἀσωποῦ
, ζωμοῦ κεχρημένος : ἐν δὲ μέσοισιν ἥρως εἱστήκει βορβόρου ἐξαναδύς . ὁ δὲ κνισολοιχός ἐστι παρὰ μὲν Σωφίλῳ ἐν
5945238 ἁγωμενος
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
5943662 χλανιδι
πρυτανείαν ἔχει . πυρφόρος παῖς αἱρετὸς ἐκ καθαρευούσης οἰκίας ὑπὸ χλανίδι καὶ στροφίῳ περιέρχεται , πῦρ ἐπὶ τοὺς βωμοὺς ἐπιτιθείς
ἐπεὶ αὐτὸς οὗτος ὁ Ὀδυσσεὺς ποτὲ μὲν οὔλῃ καὶ ἁπαλῇ χλανίδι ἠμπίσχετο , ποτὲ δὲ ῥακίοις καὶ πήραις , καὶ
5940916 προσισχει
ἀφαιρεῖται , πρὸς δὲ τὰς λοιπὰς ἀγωνισάμενος ἀποπλεῖ , καὶ προσίσχει Τροίᾳ . συνεβεβήκει δὲ τότε κατὰ μῆνιν Ἀπόλλωνος καὶ
ἐφ ' ἡμέρας ἐννέα καὶ νύκτας τὰς ἴσας τῷ Παρνασῷ προσίσχει , κἀκεῖ τῶν ὄμβρων παῦλαν λαβόντων ἐκβὰς θύει Διὶ
5940251 ἐγεγονεε
Σούσοισι ἐξιησάμενος Δαρεῖον οἶκόν τε μέγιστον εἶχε καὶ ὁμοτράπεζος βασιλέϊ ἐγεγόνεε , πλήν τε ἑνός , τοῦ ἐς Ἕλληνας ἀπιέναι
δὴ ἐς Λεωνίδην ἀνέβαινε ἡ βασιληίη , καὶ διότι πρότερος ἐγεγόνεε Κλεομβρότου καὶ δὴ καὶ εἶχε Κλεομένεος θυγατέρα . Ὃς
5938547 Κασιλινον
δ ' αὐτῶν ἡ Λατίνη ἡ συμπίπτουσα τῇ Ἀππίᾳ κατὰ Κασιλῖνον , πόλιν διέχουσαν Καπύης ἐννεακαίδεκα σταδίους . ἄρχεται δὲ
ὕπνον . Ἀννίβας ἐπιπεσὼν πάντας διέφθειρεν . Ὅτι Ἀννίβας περὶ Κασιλῖνον νυκτὸς χειμερίου γενομένης διελὼν εἰς μέρη προσήγαγε τὴν δύναμιν
5937568 ὑεν
ἀποστέλλουσιν ἐς Δελφούς : οὐ γὰρ δή σφισιν ἔτος δεύτερον ὗεν ὁ θεός . τούτοις αἰτοῦσιν ἐπανόρθωμα τοῦ αὐχμοῦ προσέταξεν
δὲ ἐπὶ ἔτη συμβάντος σφίσιν ἐννέα , ἐν οἷς οὐχ ὗεν ὁ θεός , τὰ μὲν ἄλλα ἀναξηρανθῆναί φασιν ὕδατα
5936798 Λυκιης
! [ ! ] ? ? ? ? ΧΟΡΟΥ ΜΕΛΟΣ Λυκίης ? ? ? ? [ ! ! ! !
' ἄρα εἶπεν ἑκηβόλῳ Ἀπόλλωνι : κλῦθι ἄναξ ὅς που Λυκίης ἐν πίονι δήμῳ εἲς ἢ ἐνὶ Τροίῃ : δύνασαι
5934866 Τεναγην
ἑπτὰ υἱοὺς Ὄχιμον , Κέρκαφον , Μάκαρα , Ἀκτῖνα , Τενάγην , Τριόπαν , Κάνδαλον , θυγατέρα δὲ μίαν ,
Φαέθων ὁ νεώτερος , ὃν οἱ ἐν τῇ νήσῳ ὀνομάζουσι Τενάγην . τοῦ δὲ Κερκάφου υἱοὶ Λίνδος , Ἰηλυσὸς ,
5933165 ἀπικομενος
Ἐρασῖνον , ὃς λέγεται ῥέειν ἐκ τῆς Στυμφηλίδος λίμνης , ἀπικόμενος ὦν ὁ Κλεομένης ἐπὶ τὸν ποταμὸν τοῦτον ἐσφαγιάζετο αὐτῷ
Λευτυχίδεα ἐς Ἀθήνας ἀποδοῦναι Αἰγινήτῃσι τοὺς ἄνδρας . Ὡς δὲ ἀπικόμενος Λευτυχίδης ἐς τὰς Ἀθήνας ἀπαίτεε τὴν παρακαταθήκην , οἱ
5932751 Λασιος
ὀφρῦσιν . μεσόφρυα : μέτωπα . Χαροπαῖσι : εὐχαρίαις . Λάσιος : πολύτριχος . Μένος : θυμός . Ἄφραστον :
Ὀπούντιος : Ἀκαρνάν : Εὐρύμαχος : Εὐρύλοχος : Αὐτομέδων : Λάσιος : Χάλκων : Τρικόρωνος : Ἀλκάθους ὁ Πορθάονος :
5932022 διεπλευσεν
τιμαῖς ἀμφέπει ἀθανάτων . ἐνδιατρίψας δὲ τῇ πόλει χρόνον τινὰ διέπλευσεν εἰς Δῆλον εἰς τὴν πανήγυριν . καὶ σταθεὶς ἐπὶ
ἐπειχθεὶς σκάφους ἐπέβη σμικροῦ καὶ νεὼς παραπλεούσης ἐπιτυχὼν ἐς Μιτυλήνην διέπλευσεν : ὅθεν τὴν γυναῖκα Κορνηλίαν ἀναλαβὼν καὶ τριήρων τεσσάρων
5925071 Βαργυλια
' εὐθὺς ἡ Μύνδος λιμένα ἔχουσα , καὶ μετὰ ταύτην Βαργύλια , καὶ αὕτη πόλις : ἐν δὲ τῷ μεταξὺ
. Ἐκ Μύνδου εἰς Πάνορμον στάδιοι πʹ Ἐκ Μύνδου εἰς Βαργύλια στάδιοι σνʹ . Ἀπὸ Πανόρμου εἰς Ποσείδιον [ τὸ
5924691 ἠρεμος
αὐτὸς ὑποδεχόμενος τὰ εἴδη τῶν ψόφων διὰ τὸ εἷς καὶ ἤρεμος καὶ ἄθρυπτος εἶναι τῇ αἰσθητικῇ ἀρχῇ διαπέμπει . ὅτι
κρατερῶν σύνθημα λοχαγῶν ; πολλάκι καὶ δῆριν ἀνδρῶν ἐπελάσσατο πύργοις ἤρεμος ἀσπιδόεσσαν ὑπόπτερον , εὖτε βροτοῖσιν ἀσπὶς ὑπὲρ κεφαλῆς ἐπικάρσιον
5921242 εἰσελθουσα
εἰσέλθῃς καὶ φύγωσι πάντες τὸ τέρας ἰδόντες . “ καὶ εἰσελθοῦσα θεωρεῖ ἔτι μαχομένας τὰς συντρόφους καὶ λέγει ” τί
αὐτήν . ὁ δὲ ὑπέδειξεν αὐτῇ τὴν ἑαυτοῦ καλύβην , εἰσελθοῦσα δὲ ἐκρύπτετο εἰς τὰς γωνίας . τῶν δὲ κυνηγῶν
5918818 ἱπποκομος
τούτου τὰ ὑποπτευόμενα αἴτια εἶναι . ἐπειδάν γε μὴν ὁ ἱπποκόμος τὸν ἵππον παραδῷ τῷ ἀναβάτῃ , τὸ μὲν ἐπίστασθαι
τὸ ἐπιμελοῦμαι παράγεσθαι , βουκόμος καὶ βουκόλος , ὥσπερ καὶ ἱπποκόμος . . . . . . . , .
5914255 ξενιᾳ
οἰκέτας , οἷς παρηγγελμένον ἦν ἅπαντας τοὺς ξένους καλεῖν ἐπὶ ξενίᾳ . πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἄλλων Ἀκραγαντίνων ἐποίουν τὸ
: τὰ δ ' εἰς ἐνιαυτὸν ἀτέκˈμαρτον προνοῆσαι . πέποιθα ξενίᾳ προσανέϊ Θώρακος , ὅσπερ ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ '
5901609 ἑκκαιδεκ
ὀπτωμένους κατέλαβον . ἐξόλοι ' . ἀτάρ πόσους φέρεις ; ἑκκαίδεκ ' . οἶσε δεῦρό μοι . λευκοὺς μὲν ὀκτώ
λαβὼν τούτοις . τούτων Ἀρίσταιχμος ἐπίτροπος καὶ κηδεμὼν ἐγένεθ ' ἑκκαίδεκ ' ἔτη . οὐκοῦν ἅ γε τούτων ἀνδρῶν γεγονότων
5900525 γραμματοφορος
νωθρός : λέγεται δὲ παρὰ τοῖς βαρβάροις καὶ ὁ δημόσιος γραμματοφόρος , ὅθεν ἀγγαρεύεσθαι : τὸ εἰς δημοσίαν χρείαν ὑπηρετεῖν
ὃν λέγουσιν οἱ ἰδιῶται κέφος . Ἄγγαρος ὁ ἐκ διαδοχῆς γραμματοφόρος , ὡς Ἡρόδοτος ἐν ὀγδόῳ . καὶ οἱ εὐτελεῖς
5897354 φορεεσκε
νέκταρ δ ' ἐκ πέτρης μέγας αἰετὸς αἰὲν ἀφύσσων γαμφηλῇς φορέεσκε ποτὸν Διὶ μητιόεντι . Τῷ καὶ νικήσας πατέρα Κρόνον
ἀντὶ τοῦ ἄγγελος . . . Γ . τὴν αὐτὸς φορέεσκε ποδηνεκέ ' , ἕρκος ἀκόντων : ἡ διπλῆ ὅτι
5894696 ἀπηνεγκε
! ! ! ! ! ! ! ! ! καὶ ἀπήνεγκέ - ] ? [ με εἰς κλίμα τὸ ἀρκτῷον
μου τὸ ἅγιον πνεῦμα ἐν μιᾷ τῶν τριχῶν μου καὶ ἀπήνεγκέ με εἰς τὸ ὄρος τὸ μέγα Θαβώρ , ἐπαπορήσει
5893323 πυλωρον
Θ . . στρεφόμενον . ἱδρύσασθε : Ποιήσατε . . πυλωρόν . . ἐπωνυμία ἐστὶ τοῦτο τοῦ θεοῦ : παρὰ
ἀστεῖον ] θαυμαστόν στροφαῖον ] θυρωρὸν καὶ δόλιον ἄνθρωπον . πυλωρόν στροφῶν ] πανουργημάτων ἐμπολαῖον ] ἀγοραῖον παλιγκάπηλον ] κλέπτην
5891750 δεκ
μέγ ' ἄριστος ὀκτώ τ ' , ἀμφοτέρων τέσσαρα καὶ δέκ ' ἔτη : τῇ δ ' ἐνάτῃ ἔτι μὲν
καὶ ἐφημερὶς ἡ θρυλουμένη οὕτως ἔχουσα : τίθει μαγείρῳ μνᾶς δέκ ' , ἰατρῷ δραχμήν , κόλακι τάλαντα πέντε ,
5888230 Διομεδων
καὶ μὴ παρούσῃ ἐπικειμένους : ὅ τε Λέων καὶ ὁ Διομέδων αὐτοῖς ναῦς τινάς , ὁπότε ποι πλέοιεν , κατέλειπον
: καὶ καθορῶσιν ἑκκαίδεκα ναῦς , ἃς ὕστερον ἔτι Θρασυκλέους Διομέδων ἔχων ἀπ ' Ἀθηνῶν προσέπλει . καὶ ὡς εἶδον
5886640 Πλακῳ
ἡ Θήβη ἔρημος , ἥν φησιν ὁ ποιητής ” ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ . „ οὔτε δὲ Πλάκος ἢ Πλὰξ ἐκεῖ
θυγάτηρ μεγαλήτορος Ἠετίωνος „ , Ἠετίων , ὃς ἔναιεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ , Θήβῃ ” ὑποπλακίῃ , Κιλίκεσς ' ἄνδρεσσιν
5882817 Δηιδαμειᾳ
ὃς εἴη , ἔκπυστος γίγνεται τῷ τε Λυκομήδει καὶ τῇ Δηιδαμείᾳ . ταῦθ ' ἡ τέχνη βραχεῖ τούτῳ γράμματι ἀναδιδάσκειν
, ὥς * τινες * φασίν , Ἀχιλεὺς τὸν παῖδα Δηιδαμείᾳ ἐν Σκύρῳ τῇ νήσῳ . Τρυφιόδωρος δὲ καὶ οἱ
5881138 ῥηγμινα
[ κύων ] ? ἐπὶ στόμα κείμενος ἀκρασίηι ἄκρον παρὰ ῥηγμῖνα κυμαδου ! ! ! ! ? ? ? :
ἐγὼ εἴπω , πειθώμεθα πάντες . ὑμεῖς μὲν κώπῃσιν ἁλὸς ῥηγμῖνα βαθεῖαν τύπτετε κληΐδεσσιν ἐφήμενοι , αἴ κέ ποθι Ζεὺς
5875608 ἀματι
: ἐπὶ κράναν δέ τιν ' ἄμφω ἑσδόμενοι θέρεος μέσῳ ἄματι τοιάδ ' ἄειδον . πρᾶτος δ ' ἄρξατο Δάφνις
. τὰν γὰρ οὐ φίλαν ἀλλὰ φιλτάταν γυναῖκα κατθανοῦσαν ἐν ἄματι τῶιδ ' ἐπόψηι . ἰδοὺ ἰδού : ἥδ '
5872231 καταρτισας
, [ παραλαβὼν ] ἔπλευσεν εἰς Ἔφεσον καὶ Μίλητον . καταρτίσας δὲ καὶ τὰς ἐν ταύταις ταῖς πόλεσι τριήρεις ,
Ἀκεσίνην ποταμόν : καταλαβὼν δὲ τὰ σκάφη νεναυπηγημένα καὶ ταῦτα καταρτίσας ἕτερα προσεναυπηγήσατο . κατὰ δὲ τοῦτον τὸν χρόνον ἧκον
5865311 Δριος
ἐπὶ τὴν χώραν περιέτυχον ταῖς Διονύσου τροφοῖς περὶ τὸ καλούμενον Δρίος τῷ θεῷ ὀργιαζούσαις ἐν τῇ Φθιώτιδι Ἀχαΐᾳ . ὁρμησάντων
θάλατταν ἔφυγον , αἱ δ ' εἰς ὄρος τὸ καλούμενον Δρίος : Κορωνίδα δ ' ἁρπαγεῖσαν συναναγκασθῆναι τῷ Βούτῃ συνοικῆσαι
5862275 φαρετρης
, τουτέστι τὸν δεσμὸν ἢ τὴν νευρὰν , τῆς χρυσῆς φαρέτρης ἀναλύει . Ἀλλ ' οὗτος μὲν ὁ Ἀπόλλων ἵλεως
, βαλέειν δέ ἑ θυμὸς ἀνώγει . ἤτοι ὃ μὲν φαρέτρης ἐξείλετο πικρὸν ὀϊστόν , θῆκε δ ' ἐπὶ νευρῇ
5862001 δειλαιε
ὑποκοριστικόν . γέροντα δὲ τὸν πατέρα Αἴγωνος λέγει . ὦ δειλαῖε : οὐχ ὡς λοιδορῶν , ἀλλ ' ὑποκοριζόμενος καὶ
ὑποκοριστικόν . γέροντα δὲ τὸν πατέρα Αἴγωνος λέγει . ὦ δειλαῖε : οὐχ ὡς λοιδορῶν , ἀλλ ' ὑποκοριζόμενος καὶ
5860084 μιην
καὶ ὑπὲρ τοῦ γούνατος μίην , καὶ ὑπὲρ τοῦ σφυροῦ μίην . Οὗτος , ἢν οὕτω καυθῇ , οὐκ ἀφίησιν
εὐώδεσι καὶ λιπαροῖσι : τῇ δὲ ὑστεραίῃ τὴν γλήχωνα προστιθέναι μίην ἡμέρην : τῇ δὲ ἑπομένῃ πυριῇν τοῖσιν ἀρώμασι :
5858375 Ἠιονι
οἰκήσοντας τοῦδ ' ἐπιγιγνομένου χειμῶνος . . . : μετάβασις Ἠιόνι : Ἠιών : Λυκόφρων [ ] τὸν μὲν γὰρ
μισθοῦ Θρᾷκας ὡς πλείστους , αὐτὸς ἡσύχαζε περιμένων ἐν τῇ Ἠιόνι . Βρασίδας δὲ πυνθανόμενος ταῦτα ἀντεκάθητο καὶ αὐτὸς ἐπὶ
5858234 Προπυλαια
τὰ Ἀθήνας : εἰ γὰρ μήτε τὴν Ἀκρόπολιν μήτε τὰ Προπύλαια μήτε τὰ νεώρια βούλει θεωρεῖν ἀλλ ' ἄνδρα σοφόν
ὁ Σάμον καὶ Εὔβοιαν καὶ Αἴγιναν ἑλών , καὶ τὰ Προπύλαια καὶ τὸ Ὠιδεῖον καὶ τὸ Ἑκατόμπεδον οἰκοδομήσας , καὶ
5855151 πολισμ
, πῶς ἂν Λοξίας ἐθέσπισεν κομίσαι μ ' ἄγαλμα θεᾶς πόλισμ ' ἐς Παλλάδος καὶ σὸν πρόσωπον εἰσιδεῖν ; ἅπαντα
πόλισμ ' ἅπαν ] + ἤγουν ἡ πόλις ἅπασα . πόλισμ ' ] ἡ πόλις . πόλισμ ' ] τὰ
5854778 βεβακες
Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
5844650 Μολοσσους
ἑστίᾳ δεξάμενος . οὗτος δὲ ἧσσον οὐδὲν ἢ σὲ καὶ Μολοσσοὺς προεδίδου , καὶ εἰ κατώρθωσεν , ἡμεῖς , ὦ
. Νεοπτόλεμος δὲ πεζῇ μετὰ βʹ ἡμέ - ρας εἰς Μολοσσοὺς ἀπῆλθε μετὰ Ἑλένου καθ ' ὁδοῦ θάψας τὸν Φοίνικα
5843618 διηθει
. κηρόν , πίσσαν , ῥόδινον τῆκε μαλακῷ πυρὶ καὶ διήθει , χαλβάνην δέ , κρόκον , ἀμμωνιακόν , λιβανωτὸν
χυλὸς ἀναποθῇ : εἶτα ἐν ἄλλῳ τήξας τὰ τηκτά , διήθει κατὰ τοῦ ἑψηθέντος ἐλαίου καὶ χρῶ . Κολοφωνίας λίτρας
5843609 Ἐνδυμιων
φιλεῖσθαι ὑπὸ Σελήνης , ἐμὲ δὲ ὑπὸ σοῦ μισεῖσθαι . Ἐνδυμίων παρὰ τοῖς θεοῖς διατρίβων ἠράσθη Ἥρας . ἐφ '
, τῶν δὲ ὀρχουμένων , ἐν δέ γε ταῖς ἄλλαις Ἐνδυμίων μᾶλλον τετίμηται . Ποίοις δὲ ἔθνεσιν ἡ πόλις οὐ
5843439 Τριοπαν
ἄλλῳ τῶν θησαυρῶν . Κνίδιοι δὲ ἐκόμισαν ἀγάλματα ἐς Δελφοὺς Τριόπαν οἰκιστὴν τῆς Κνίδου παρεστῶτα ἵππῳ καὶ Λητὼ καὶ Ἀπόλλωνά
Ὄχιμον , Κέρκαφον , Μάκαρα , Ἀκτῖνα , Τενάγην , Τριόπαν , Κάνδαλον , θυγατέρα δὲ μίαν , Ἠλεκτρυώνην ,

Back