, οὗ μέλλων μώσω . δηλοῖ δὲ τὸ ζητῶ . μῶμος οὖν , ὁ ἀεὶ ἐπιζητῶν , καὶ μηδὲν τῶν
ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται : τεκμαίρει χρῆμ ' ἕκαστον : μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς , οἷς ποτε πˈρώτοις
7444370 πανδαματωρ
ἕλκος ἀκέσσεται . οἷσι δ ' ἀνάσσει , αὐτὸς ὁ πανδαμάτωρ βουληφόρος ἐστὶ βροτοῖσιν . αὐτὸς καὶ ποθέοντι τότε χραίσμησε
' ἡ μεγάλη Μοῖρα κομίζει γνώμη τε φίλων , χὠ πανδαμάτωρ δαίμων ὃς ταῦτ ' ἐπέκρανεν . Χωρῶμεν δὴ πάντες
7308548 ἀπημων
φιλότητος . Ἀλλ ' ὅτε δὴ καὶ τοῖσιν ἐπήλυθεν ὕπνος ἀπήμων , δὴ τότ ' Ἀχιλλῆος κρατερὸν κῆρ ἰσοθέοιο ἔστη
ἀρχηγέται ὀπτῆρας εἷεν ἀγγέλων πεπυσμένοι . ἀλλ ' εἴτ ' ἀπήμων εἴτε καὶ τεθηγμένος ὠμῇ ξὺν ὀργῇ τῶνδ ' ἐπόρνυται
7276370 δμωσιν
τ ' ἀρούραις , λείαις παντοίαις τ ' , ἀγέλαις δμωσίν τ ' ἀναρίθμοις : δῶκε καὶ εἰναλίων κτῆσιν νηῶν
χάριν τήνδ ' ἐπιδώσω . καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης ἀποταυροῦται δμωσίν , ὅταν τις μῦθον προφέρων πέλας ὁρμηθῆι . σκαιοὺς
7200169 ἀνωφελης
φερόντων . Ἐν νυκτὶ λαμπρός , ἐν φάει δ ' ἀνωφελής . Ἐν τῷ σκάφει τῷ δ ' ἔνεστιν ἀγύρτης
εἰς ἐμέ . πέπονθα δεινά . τότε γὰρ ἦσθ ' ἀνωφελής . ἔχεις με . σαυτὸν σύ γ ' ἔλαβες
7197988 ἐπαρσις
πᾶν τὸ ἐζυμωμένον ἐπαίρεται : χαρὰ δὲ ψυχῆς ἐστιν εὔλογος ἔπαρσις : ἐπ ' οὐδενὶ δὲ τῶν ὄντων μᾶλλον χαίρειν
: φυλακή . Εἰρχθῆναι : φυλακισθῆναι . Ὀφρῦς : ἡ ἔπαρσις . Ἄθρους : ὁμοῦ . Ἀάπτους : ἀπροσπελάστους .
7156103 ἀκαμπτος
δυσκλεὴς ] ἄδοξος θέα ] θεωρία σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος τὸ φρόνημα καὶ ὥσπερ ὑπὸ πετρῶν συμπαγεὶς τὸν νοῦν
ἀνένδοτος . σιδηρόφρων ] ἀνδρεῖος . σιδηρόφρων ] σκληρὸς καὶ ἄκαμπτος . θ θυμὸς ] αὐτῶν . θ θυμὸς ]
7154880 λυπηρος
πρώραν „ , ἔφη : „ ἀλλ ' ἔμοιγε οὐκέτι λυπηρὸς ὁ θάνατός ἐστι , εἴγε ὁρᾶν μέλλω τὸν ἐχθρόν
ἄν ; Οὐδ ' ἄρα ὁ μέσος βίος ἡδὺς ἢ λυπηρὸς λεγόμενος ὀρθῶς ἄν ποτε οὔτ ' εἰ δοξάζοι τις
7147778 ὀλβος
: περισσὸν τὸ ἓν ὡς : οὐ μόνιμος ὁ μέγας ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος
καταστᾶσα ὅτι αὐτὴν δίκαιόν ἐστι , ἀναγορεύειν : ὁ γὰρ ὄλβος οὐ βέβαιος , ἀλλ ' ἐφήμερος ἐξίπτατ ' οἴκων
7140321 εὑδει
αἰῶνος εἴδωλον : τὸ γάρ ἐστι μόνον ἐκ θεῶν : εὕδει δὲ πρασσόντων μελέων , ἀτὰρ εὑδόντεσσιν ἐν πολλοῖς ὀνείροις
ἐπὶ τῶν ὑπὲρ μηδὲν πονούντων . Ὑπὸ παντὸς λίθου σκορπίος εὕδει : ἐπὶ κακοήθων . Ὑπὲρ τὰ ἐσκαμμένα πηδᾶν :
7138603 ποθεινος
τέρψιν ἔχοντα , δηλονότι πρὸς τὸν νενικηκότα , καθὰ παῖς ποθεινὸς ἀπὸ γυναικὸς γνησίας τῷ πατρὶ φαίνεται γεννηθεὶς αὐτῷ ἤδη
διὰ βίου θαυμασθείς . ὦ ποθεινὸς μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς
7047701 φιλεων
Λύκιε καὶ Δάλοι ' ἀνάσσων Φοῖβε Παρνασσοῦ τε κράναν Κασταλίαν φιλέων , ἐθελήσαις ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν .
καὶ φρενοβλαβείη ἔχει . ἐπιθυμέει δὲ τῶν οὐδαμὰ τεύξεται , φιλέων γυναῖκα ἐμήν , τὴν ἐγὼ οὔτι μετήσομαι . “
7035976 μοχθος
τίν ' ἐκ τῶν εὐόλβων Ἄργει βασιλέων ἀρχά † . μόχθος δ ' ἐκ μόχθων ἄισσει δινευούσαις ἵπποις πταναῖς .
ὀδύνη πόνος * ἐνιτρέφεται : ἐντρέφεται ἀμφοτέροις τοῖς βουβῶσιν ὁ μόχθος * πελιός : ὠχρός ἢ μέλας * πελιὸς δέ
7017752 ἀφνειου
κτείνοντο σύες ὣς ἀργιόδοντες , οἵ ῥά τ ' ἐν ἀφνειοῦ ἀνδρὸς μέγα δυναμένοιο ἢ γάμῳ ἢ ἐράνῳ ἢ εἰλαπίνῃ
μὲν τὸ κρύος , παγετὸς δὲ ὁ χειμών . πλούσιος ἀφνειοῦ καὶ ὀλβίου διαφέρει . πλούσιος μὲν γὰρ ὁ πολλὴν
7015650 ἀστατος
πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος βέβηλος ἐναγὴς βωμολόχος ἀλάστωρ παλαμναῖος ἀνελεύθερος ἀπότομος θηριώδης
ἀλλ ' ἡ φύσις ἡ ἔνυλος καὶ διὰ τὸ ἔνυλον ἄστατος , καὶ δῆλον ὅτι τοῖς ὀρθῶς κρίνουσιν οὐχ ὁ
7002899 ἀπεχθης
: ἐμέμφθης , φησὶ , τιμῆς χάριν τῆς ἐμῆς , ἀπεχθὴς δέ σοι ἡ Ἀφροδίτη ἐγένετο : τί δ '
Οἴμοι : φρόνησον , ὦ κασιγνήτη , πατὴρ ὡς νῷν ἀπεχθὴς δυσκλεής τ ' ἀπώλετο , πρὸς αὐτοφώρων ἀμπλακημάτων διπλᾶς
6986631 ἰοστεφανου
' ἐδόκουν χρυσῆς παρὰ δῶρον ἔχοντα ἐλθεῖν Κυπρογενοῦς . δῶρον ἰοστεφάνου γίνεται ἀνθρώποισιν ἔχειν χαλεπώτατον ἄχθος , ἂν μὴ Κυπρογενὴς
κνώσσεις . καὶ ἐν ἄλλοις ἐπ ' Ἀρχεμόρου εἴρηκεν : ἰοστεφάνου γλυκεῖαν ἐδάκρυσαν ψυχὰν ἀποπνέοντα γαλαθηνὸν τέκος . Κλέαρχος δ
6983164 χαλεποισι
μὲν ἀρίστη πρώτας ἀκτῖνας ξυνουμένη ἠέ τε πλήρεις , σὺν χαλεποῖσι δ ' ἐοῦσα πανεικέλιον μένος ἴσχει κείνοισιν , λυγροῦ
δ ' ὑπεδέξατο γαῖα . ἦ μὲν δὴ πολέεσσι πεφύρησαι χαλεποῖσι , θυμέ , γαληναίῃ δ ' ἐπιμίσγεαι οὐδ '
6982069 ὀφελλει
καὶ ἔργῳ καὶ λόγῳ φαίνωμεν . Μελέτη δέ τοι ἔργον ὀφέλλει : ποιητοῦ φιλοτίμου ταῦτα τὰ ῥήματα . ἀλλ '
ἐσαυτίκα δώσει Ζεύς : ὁ γὰρ οὖν γενεὴν ἀνδρῶν ἀναφανδὸν ὀφέλλει πάντοθεν εἰδόμενος , πάντη δ ' ὅ γε σήματα
6968918 ἐπιχαιρεκακια
πράττουσι : καὶ ὁ τοιοῦτος ἐπιχαιρέκακος καλεῖται καὶ ἡ ἔλλειψις ἐπιχαιρεκακία : τῆς δὲ μεσότητος νεμέσεως καλουμένης , ὁ ἔχων
κήλησις μὲν οὖν ἐστιν ἡδονὴ δι ' ὤτων κατακηλοῦσα : ἐπιχαιρεκακία δὲ ἡδονὴ ἐπ ' ἀλλοτρίοις κακοῖς : τέρψις δέ
6960362 ὀλλυται
. Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός . Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας . Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους
ἐρωτικῷ . ὄλλυτ ' : φθείρεται , διὰ τὴν μίξιν ὄλλυται . Ὡς δ ' αὕτως : ὁμοίως , ἐκ
6936685 ἀμοιβη
εὐφημία . καὶ τιμωρία μὲν ἐλαττουμένη φιλανθρωπίας εὔκλειαν ἤνεγκεν , ἀμοιβὴ δὲ συστελλομένη ψόγον ἀχαριστίας . Φέρε δή , καὶ
προπερισπῶνται : οἷον , ἀρχὴ ἀρχαῖος : πηγὴ πηγαῖος : ἀμοιβὴ ἀμοιβαῖος : σπουδὴ σπουδαῖος : τροπὴ τροπαῖος : εὐνὴ
6931810 ἀκλεα
. . . . . . μηδὲ θεῆς προλίπῃ Λητωΐδος ἀκλέα ἔργα . . . . ὡς Ἀγαθοκλεῖος λάσιαι φρένες
Σὲ δὲ σταλάων ἅμα δάκρυ λίσσετ ' ἀλεξῆσαι μηδ ' ἀκλέα τεῦξαι ἀμοιβὴν σῶι ἱκέτει , θανάτου δὲ κακὰς ἀπὸ
6909568 ὀξυθυμος
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας
6907390 μινυθει
κλαιούσης . κλαιομένας ] θρηνούσης . μινύθει ] ἐλαττοῦται . μινύθει ] σμικρύνεται . μινύθει ] σμικρύνεται , πάσχει .
ματαία [ ] [ γλῶσς ' ] ⌊ ἀϊδὴς ⌋ μινύθει [ ] ἐλπίδι θυμὸν ἰαίν [ – ] τᾷ
6906140 ἀφθονητος
τοξοφόροισιν ἐβούλετο δῖ ' Ἀφροδίτα Μήδοις Ἑλλάνων ἀκρόπολιν δόμεναι . ἀφθόνητος ἔπεσσιν : ἐπὶ τοῖς ἔπεσι [ τῆς Ὀλυμπίας ]
αὐτοὺς παρόντες , ἀλλ ' ἀεὶ μνείαν αὐτοῖς πορίζουσιν . ἀφθόνητος δ ' αἶνος : ἀφθόνητος ὁ ὕμνος ἐστὶν ἔπαινος
6904380 δυστυχια
' ] ἐν ἄλλῳ καιρῷ ἄλλον ] ἄνθρωπον πημονὴ ] δυστυχία προσιζάνει ] προσέρχεται , προσκάθηται [ ] . σύστημα
ἀντὶ τοῦ οὐκ ὀδύρομαι : ἀλλὰ ἡ τοῦ ἀποθανεῖν μοι δυστυχία βελτίων ἐφάνη τοῦ ζῆν ἀτίμως . τοῦτο δὲ λέγει
6904245 Ἀσθενης
Πένης , ἔφη . Πότερον δὲ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρός ; Ἀσθενής . Πότερον δὲ ἔντιμος ἢ ἄτιμος ; Ἄτιμος .
αἰγοπόλος . Ἄῤῥωστος : παρὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥῶσιν . Ἀσθενής : παρὰ τὸ μὴ ἔχειν σθένος . Βίος λέγεται
6876854 ξεινοισιν
οὐδ ' ἂν μειλίχως μυθεόμενος , οὐδ ' εἰ παρὰ ξείνοισιν ἡμένη τύχηι , ἀλλ ' ἐμπέδως ἄπρηκτον αὑονὴν ἔχει
πατέρ ' ἐκ πόντοιο Ποσειδάωνα κικλήσκων , μήποτ ' ἔτι ξείνοισιν ἑκὼν ἀνιηρὸς ἔσεσθαι . Καὶ σὺ μὲν ὕμνησαί μοι
6876359 αἰσχροκερδεια
. πολὺ γὰρ ηὔξηται ἐν αὐτοῖς ἡ ἀδικία τε καὶ αἰσχροκέρδεια . ὁ δὲ Οἰδίπους [ δι ' ἐκπώματα ]
μισθοφορία , μισθοδοσία , πρᾶσις , ἀπόδοσις ἀπεμπόλησις , φιλοκέρδεια αἰσχροκέρδεια . ὁ δ ' ἐναντίος ἄδωρος , ἀδωροδόκητος ,
6862919 φιλοψυχος
συνεσταλμένος , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος
οὕτως ἀωρὶ τοῦ παντὸς χρόνου μελῳδῶν . εἶτα φῂς εἶναι φιλόψυχος καὶ καταψεύδει σαυτοῦ . καὶ τίς ὦ πρὸς θεῶν
6859895 πραπιδων
Ζεύς , μὴ τὸν αὐτὸν δυστυχῆ καθιστάναι . πολλάκι μοι πραπίδων διῆλθε φροντίς , εἴτε τύχα τις εἴτε δαίμων τὰ
. . . πόροι ] πυκνοὶ γάρ εἰσιν οἱ τῶν πραπίδων αὐτοῦ τοῦ Διὸς πόροι . πανώλεις ] τοὺς τοῦ
6858422 ἀχρημοσυνη
τὸ ἐπιπολάζον τῇ θαλάσσῃ ἄχνη . ἀχρημοσύνη πενία : “ ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει . ” ἀχθομένους βαρυνομένους . ἀχαρίστερον ἀχαριστότερον
: ἐξ ὧν καὶ πενία , ἀκληρία , ἀπορία , ἀχρημοσύνη ἀχρηματία , ἀκτημοσύνη , σπάνις , ἔνδεια ἔκδεια ,
6849193 πενιχρος
. Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν
. Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν . Χρήματ ' ἀνήρ : πενιχρὸς δ ' οὐδέποτ ' ἐσθλός . Χωρὶς τὰ Φρυγῶν
6846606 αὐταρκεια
φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ βίος κεκραμένος δίκαιός ἐστιν , αὐτάρκεια γὰρ πρὸς πᾶσιν ἡδονὴ δικαία . Πλειστάκις ἀδικούμενός τις
σὺ σῶσον νῦν τὴν Πολυξένην : ἀντὶ τοῦ παρατίθημι : αὐτάρκεια τῶν ἀποθανόντων μου τέκνων : † ταύτῃ γέγηθα :
6838429 πρηξεις
μόνον πιναραῖς ἀλόχοις γάμον ἐζεύξαντο , καὶ δ ' αὐτοὶ πρήξεις κυθέρης ἀγάπησαν ἀθέσμους . εἴκελα δ ' ἀντέλλουσα πάλιν
. τῆς Τροίας . . . . οὐ γάρ τι πρήξεις ἀκαχήμενος υἷος ἑῆος , οὐδέ μιν ἀνστήσεις , πρὶν
6834251 ἀμηχανος
ἄλλην οἶσθα καιριωτέραν βουλὴν ἑτοίμαζ ' , ὡς ἔγωγ ' ἀμήχανος χρησμῶν ἀκούσας εἰμὶ καὶ φόβου πλέως . ξένοι ,
πρῶτον μὲν ἔνδοθεν ἐγείρεται καὶ περὶ τὰ χείλη τοῦ πιόντος ἀμήχανος κνησμός , καὶ οἷος δὴ τοὺς χριομένους τῷ ὀπῷ
6830559 Περσεφονεια
ἰωνιάδας τε χαμηλάς ὀρφνοτέρας , ἃς στύξε μετ ' ἄνθεσι Περσεφόνεια . σὺν δὲ καὶ ὑψῆέν τε πανόσμεον , ὅσσα
ἰωνιάδας τε χαμηλὰς ὀρφνοτέρας , ἃς στύξε μετ ' ἄνθεσι Περσεφόνεια . σὺν δὲ καὶ ὑψῆέν τε πανόσμεον ὅσσα τε
6829870 νεογνος
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον . φίλων
φριξαύχεν ' οὐ μόνον γυνή , παῖς δ ' ἂν νεογνὸς χειρὶ προσκνήθων νέᾳ κλίνοι παλαιστοῦ παντὸς εὐμαρέστερον φίλων γε
6827822 θηκτοιο
ὅτ ' ἐκείνου ἔκγονος αἰνογόνοιο πολύμνιον ἔλλαχε κῦδος . Ἀρτίχερος θηκτοῖο ξιφηφόρον ἐντύνοντος λήμμασι , καὶ σφαράγοιο παρακλιδὸν ἀθροισθέντος ,
δέχεται ταναήκεϊ δοχμὸς ὑποστάς : ἡ δὲ καὶ εἰσορόωσα γένυν θηκτοῖο σιδήρου ἄγρια κυμαίνουσα κορύσσεται , ἐν δ ' ἄρα
6813127 Ἀϊδα
τανισφύρου , καρχαρόδοντα κύν ' ἄξοντ ' ἐς φάος ἐξ Ἀΐδα , υἱὸν ἀπλάτοι ' Ἐχίδνας : ἔνθα δυστάνων βροτῶν
ἐν τῷ βίῳ . ἁρμόδια αὐτῷ ἤτοι καλά . . Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξας ἀνὴρ ] εἰς κατασκευὴν τοῦ
6803750 ἁγνεια
οὐ συγχειρουργησάντων τὸ ἀδίκημα . τοῦτον τὸν τρόπον ἡ μὲν ἁγνεία τῆς γυναικὸς διασῴζεται , τοῦ δὲ ἀνδρὸς τὴν καλοκἀγαθίαν
οἷς σωφροσύνη πάρεστιν , ἐγκράτεια ἀσκεῖται , μονογαμία τηρεῖται , ἁγνεία φυλάσσεται , ἀδικία ἐκπορθεῖται , ἁμαρτία ἐκριζοῦται , δικαιοσύνη
6800981 κελαινος
† βοᾷ δὲ πόντιος κλύδων ξυμπίτνων , στένει βυθός , κελαινὸς [ δ ' ] Ἄιδος ὑποβρέμει μυχὸς γᾶς ,
] τῶν ὀρνέων ἀπὸ μέρους . βασιλεῦσι ] τοῖς . κελαινὸς ] ὁ μέλας . ὅ τ ' ἐξόπιν ]
6798323 διματωρ
βροτοῖς αὐδώμενος οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνών ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ
νεώτερον . οὐδεὶς φιλοπότης ἐστὶν ἄνθρωπος κακός : ὁ γὰρ διμάτωρ Βρόμιος οὐ χαίρει συνὼν ἀνδράσι πονηροῖς οὐδ ' ἀπαιδεύτῳ
6795207 βροτειων
ἀγχονῶν , δεσμῶν . βρέτας : εἴδωλον . βροτοσσόων : βροτείων λόγων . γεγῶσα : γεγονυῖα . γῆρυν : φωνήν
[ Θεοῦ μὲν οὐδεὶς ἐκτὸς εὐτυχεῖ βροτός . Φεῦ τῶν βροτείων ὡς ἀνώμαλοι τύχαι : οἱ μὲν γὰρ εὖ πράσσουσι
6790927 Αἰαντειος
εἰς ΕΙΟΣ ὑπερτρισύλλαβα μὴ πλεοναζούσης τῆς ΕΙ διφθόγγου προπαροξύνεται : Αἰάντειος Ὁμήρειος γαλήνειος Ἱππάρχειος . τὸ δὲ ἀδελφειός ἀπὸ τοῦ
ἐλπισάντων νικᾶν , εἶθ ' ὑπ ' ἐκείνων ἁλόντων . Αἰάντειος γέλως : ἐπὶ τῶν παραφρόνως γελώντων . Ἀνίπτοις χερσίν
6786598 ἀλγεσιν
ἄχος δέ με δέχνυται αἰνὸν ἐκ Τρώων στυγεροῖσιν ἐπ ' ἄλγεσιν οἰωθεῖσαν . Ἦ ῥα λιλαιομένη χθόνα δύμεναι : οὐ
σχετλία , τάδε πάσχομεν ἄλγη οἰχομένας πόλεως ἐπὶ δ ' ἄλγεσιν ἄλγεα κεῖται . δυσφροσύναισι θεῶν , ὅτε σὸς γόνος
6786224 παμβασιλεια
ἐσθλὸν ὀπάζων . Ἱμερόεσς ' , ἐρατή , πολυθάλμιε , παμβασίλεια , κλῦθι , μάκαιρ ' Ὑγίεια , φερόλβιε ,
, σὺ δέ κεν θυμηδέα νόστον ἕλοιο ; μὴ τόγε παμβασίλεια Διὸς τελέσειεν ἄκοιτις , ᾗ ἔπι κυδιάεις : μνήσαιο
6783596 δεσποζεται
οὐδεὶς ἀνάγκης μεῖζον ἰσχύει νόμος μόνη γὰρ ἐν θεοῖσιν οὐ δεσπόζεται Μοῖρ ' οὐδ ' ἐν ἀνθρώποισιν , ἀλλ '
κεῖται μετὰ τίνων καὶ ὑπὸ τίνος ἢ τίνων μαρτυρεῖται ἢ δεσπόζεται . ἐν τροπικοῖς γὰρ ζῳδίοις οὖσα ἢ δισώμοις χρηματίζουσα
6775687 ἀβουλος
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος
6761369 ἀνολβος
* αἰδώς τοι πρὸς ἀνολβίῃ : διὰ τὴν αἰδῶ ταύτην ἄνολβος ἔσῃ καὶ ἄπορος αἰσχυνόμενος ἐργάζεσθαι : διὰ δὲ τὸ
ἔστω . ἐκ τῶνδ ' ἀνάγκας ἄτερ δίκαιος ὢν οὐκ ἄνολβος ἔσται : πανώλεθρος δ ' οὔποτ ' ἂν γένοιτο
6751603 χαριτεσσι
Ῥόδος πλείστας εὐτυχίας ἐκ τῆς τούτου νίκης ἔχει . σὺν χαρίτεσσι : ἐκ τῶν χαρίτων τῶν Ἐραστιδῶν ἢ σὺν ταῖς
προσφιλέας δ ' ἔρδει καὶ τιμήεντας ἅπασιν , πειθοῖ καὶ χαρίτεσσι τετιμένον ἦτορ ἔχοντας : ἠδὲ καὶ ἄνδρας ἔτευξε γυναικείοισιν
6748396 γενναιοτερος
ἀκροώμενος καὶ κηλούμενος , ἡγούμενος ἐν τῷ παραχρῆμα μείζων καὶ γενναιότερος καὶ καλλίων γεγονέναι . καὶ οἷα δὴ τὰ πολλὰ
, ὅθεν εὐκλεέστερος μὲν Ὀλυμπιονίκης ὁ ἐξ Ὀλυμπιονικῶν οἴκου , γενναιότερος δὲ στρατιώτης ὁ μὴ ἀστρατεύτων ἡδίους τε τῶν ἐπιτηδεύσεων
6744203 ἀδοκιμος
ὁ γεγωνὼς λόγος : οὗτος δὲ ἢ ἀκριτόμυθός ἐστι καὶ ἀδόκιμος ἢ κεκριμένος καὶ δόκιμος : εἰς ἔννοιαν δ '
δόξα ἔπαινος : καὶ ἐμὲ ἀλᾶσθαι ἥτις ἔσωσά σε : ἀδόκιμος φαῦλος : σημεῖα γάρ ἐστι τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ
6743982 ἐρεικομενος
ὅπερ εὐχερῶς σχίζεται , καὶ ἔρειξις ἡ ἐσχισμένη γῆ . ἐρεικόμενος : διασχιζόμενος , ἐξ οὗ καὶ ἐρειγμὸς δίκην κεκοσμημένος
χροὸς ἤρκει ὄλεθρον : δὴ τότε γ ' αὖον ἄϋσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί . δούπησεν δὲ πεσών , δόρυ δ
6742972 γαστριμαργων
γεγηρακότας τοὺς γονεῖς τροφεῖν . Ἄπληστος πίθος : ἐπὶ τῶν γαστριμάργων . Ἄνθρωπος ἀνθρώπου δαιμόνιον : ἐπὶ τῶν ἀπροσδοκήτως ὑπ
μανίαν τῶν ἀνδρῶν κατηγοροῦσιν . προπήδησις ὀφθαλμῶν αἱματωδῶν οἰνοφλύγων καὶ γαστριμάργων ἀνδρῶν σημεῖον . εἰ δὲ γλαυκοί εἰσιν οὗτοι ,
6739922 αὐτοπημων
. αὐτοπήμων ] ἤγουν αὐτοὶ ἀφ ' ἑαυτῶν ἐβλάβησαν . αὐτοπήμων ] αὐτοβλαβής . αὐτοπήμων ] + αὐτῷ πῆμα καὶ
δέ , δαΐζων τὰς φρένας . αὐτόστονος ] αὐτοστένακτος . αὐτοπήμων ] ἀφ ' ἑαυτοῦ ἔχων τὰ κακά . αὐτοπήμων
6739057 ἀγευστος
ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . ,
γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος
6732111 πηων
τὸ δέ πού τινι δοῦναι ἀοιδῶν : πολλοὺς εὖ ἔρξαι πηῶν , πολλοὺς δὲ καὶ ἄλλων ἀνθρώπων , αἰεὶ δὲ
κρυπτοὺς λυμάντορας ἔρδει , δώροις ἠδὲ δόλοισιν ὀπιπεύοντας ἑταίρων εὐνέτιδας πηῶν τε , καὶ αἴσχεα μακρὰ τελοῦντας : ἀλλ '
6731502 μαχλους
δ ' αὐτοὺς φήμῃσι κακαῖς νεότητος ἐν ὥραις ἀμφέβαλεν , μάχλους τ ' ἐς ἀεικέα θήκατο κύπριν , ἀλλοτρίων τε
ἑτέρως πως διαφόρως . Ἐλέγη καὶ Κελαινὴ Προίτου θυγατέρες . μάχλους δὲ αὐτὰς ἡ τῆς Κύπρου βασιλὶς εἰργάσατο , ἐπὶ
6726842 ποδωκης
δ ' ἐν μακάρων σέ φασιν εἶναι , ἵνα περ ποδώκης Ἀχιλεὺς Τυδεΐδην τέ † φασι τὸν ἐσθλὸν † Διομήδεα
γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος ,
6725668 ἐσθλων
τινα μὴ λαμβάνει , μάταια πάντ ' ἂν εἴη . ἐσθλῶν ] ὁποῖον καὶ ὁ νόστος . τὴν ὄνησιν ]
ὀπί . Δάλιε , χοροῖσι Κηΐων φρένα ἰανθεὶς ὄπαζε θεόπομπον ἐσθλῶν τύχαν . Βασιλεῦ τᾶν ἱερᾶν Ἀθανᾶν , τῶν ἁβροβιών
6725595 ἐλπωρῃσι
ἐγένετο . Ἀταλή : ἁπαλή . μελέῃσι : ματαίαις . ἐλπωρῇσι : ἐλπίσιν . Μιν : αὐτόν . ἐρυσσάμενος :
Πυρόεντι , φυγὴν ἀνεμώλιον ἴσχει δοῦλος ἀνὴρ κενεῇσιν ἐπ ' ἐλπωρῇσι γεγηθώς : ἦ γὰρ ἂν ἐς δόμον αἶψα λυγρῇ
6725113 πεπαται
, Ξέναρκες , ὑμετέραις τύχαις . εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ , πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ
εἶναι , καὶ ἔστι τὸ δαιμόνιον αἴτιον τῆς κτήσεως . πέπαται δέ , ἀντὶ τοῦ κέκτηται . καὶ Ὅμηρος :
6723820 θηρεσσι
. ὅσσον γὰρ κούφοισι μετ ' οἰωνοῖσιν ἄνακτες αἰετοὶ ἢ θήρεσσι μετ ' ὠμηστῇσι λέοντες , ὅσσον ἀριστεύουσιν ἐν ἑρπυστῆρσι
κεύθονται δ ' αὐτοὶ πυμάτοις λασίοισί τε θάμνοις , αἰδόμενοι θήρεσσι καρήατα τοῖα φανῆναι , γυμνά , τά τοι προπάροιθε
6719289 μινυνθαδιον
οἰκείους . ὁ γὰρ Λυκάων φησὶν ἀδελφὸς ὢν Ἕκτορος „ μινυνθάδιον δέ με ” μήτηρ γείνατο Λαοθόη , θυγάτηρ Ἄλταο
ἀπεχθέσθαι Διὶ πατρί , ὅς με σοὶ αὖτις δῶκε : μινυνθάδιον δέ με μήτηρ γείνατο Λαοθόη θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος Ἄλτεω
6719195 δολιος
σφάξαι μενοινᾶις ἢ πετρῶν ὦσαι κάτα . οὐδὲν τοιοῦτον : δόλιος ἡ προθυμία . πῶς δαί ; σοφόν τοί ς
καὶ ὑβριστὴς καὶ ἀπότολμος , ἐὰν δὲ ὑπὸ Κρόνου μαρτυρῆται δόλιος καὶ πονηρὸς καὶ πρεσβύτης δηλοῦται ὁ κατήγορος , συνόντος
6718926 ἐπιβοητος
ἐκ διαδοχῆς οὖσα . διαβόητος ὁ ἐν ἀρετῇ ἐγνωσμένος , ἐπιβόητος ὁ μοχθηρὰν ἔχων φήμην . δικαστὴς ὁ κατὰ νόμον
, διέφθορας , διεφθάρης τὰς σαυτοῦ φρένας . διαβόητος καὶ ἐπιβόητος διαφέρει . διαβόητος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ἐπ '
6714109 ζηι
κενῆς . νοῦν ἔχεις , Νικήρατε . Ἀνδροκλῆς ἔτη τοσαῦτα ζῆι , τρέχει , πηδᾶι , πολὺ πράττεται : μέλας
Φθίαν , δοκεῖ μοι ξυγγενοῦς μαθεῖν περὶ γυναικός , εἰ ζῆι κεὐτυχοῦσα τυγχάνει ἡ Σπαρτιᾶτις Ἑρμιόνη : τηλουρὰ γὰρ ναίους
6712912 διαυγεα
ἡ δ ' ἑτέρη φαέεσσι διάκτορον ὄμμα τανύσσει φάρεϊ φοινίξασα διαυγέα κύκλα προσώπου , δεξιτερῆς ὅρπηκας ἐφαπλώσασα ταθέντας . Ἀλλὰ
ὄφρα τοι εὐχομένοιο κλύοι θεός , ἐγγυαλίξω . Κρύσταλλον φαέθοντα διαυγέα λάζεο χερσὶ λᾶαν , ἀπόρροιαν πυριφεγγέος ἀμβρότου αἴγλης :
6710814 ἀναγκαν
λαχόντας Τίρυνθα τὸν ὁπλότερον κτίζειν , πρὶν ἐς ἀργαλέαν πεσεῖν ἀνάγκαν : Ζεύς τ ' ἔθελεν Κρονίδας τιμῶν Δαναοῦ γενεὰν
: τὰ δ ' ἑπόμενά τε καὶ συναίτια ὄντα ἐς ἀνάγκαν ἀνάγεσθαι . τὰ δὲ ξύμπαντα τρία : ἰδέαν ,
6704157 αἱματηρα
] εὐφραίνει . κροκοβαφὴς ] ἀντὶ μιᾶς . κροκοβαφὴς ] αἱματηρά . ἅτε ] καθά . ξυνανυτεῖ ] συμπληροῦται .
ἀναμεμιγμένον καὶ συγκεκραμένον τῷ χολώδει ἰῷ . * φοινίσσοντα : αἱματηρά αἵματι βεβαμμένα * κατέδραμον : καταρρέουσιν αἱ δ '
6702257 φθονεει
. Ὦ βασιλεῦ , ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά
: παρὰ τὸ Ἡσιόδου [ . ] καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ : ναυτίλους θοαί : καὶ δύο
6699340 εὐφραινεται
σωφροσύνην ἢ ὑγίειαν , καὶ ἐνεργεῖ κατὰ ταύτην ἀνεμποδίστως , εὐφραίνεται . ἡ δὲ σωφρο - σύνη καὶ ὑγίεια ,
ἄλλον . Ὁ μῦθος δηλοῖ ὅτι , ὅσον ὁ θεὸς εὐφραίνεται ἐπὶ τῷ δικαίῳ , τοσοῦτον πάλιν ἄχθεται ἐπὶ τῷ
6691751 Μικρος
. . . . πγ ∠ ʹ ια ∠ ʹδ Μικρὸς Αἰγιαλός . . . . . . . .
βάθος καὶ πλάτος τῆς ἀρτηρίας ἐπὶ πολὺ διϊσταμένης γινόμενος . Μικρὸς σφυγμός ἐστιν ὁ τοὐναντίον ἐπ ' ἐλάχιστον κατὰ μῆκος
6689162 ὀλοιτο
οὐ τὰς φρένας ἔχεις ὁμοίας ἀλλὰ διαφόρους πολύ . κακῶς ὄλοιτο μηδ ' ἐπ ' Εὐρώτα ῥοὰς ἔλθοι : σὺ
. λιπὼν δὲ ναὸς ποῦ πάρεστιν ἔκβολα ; ὅπου κακῶς ὄλοιτο , Μενέλεως δὲ μή . ὄλωλ ' ἐκεῖνος .
6685446 ἑῃσιν
Τιτῆνος μέτα δερκομένη πατέρων ὀλοῇσιν παλλακίσιν συνέμιξ ' ἢ μητρυιῇσιν ἑῇσιν . εἰ δέ κ ' Ἄρης τούτοισιν ὁμοῦ πέλῃ
ἀτροφίης ἀλεγεινῆς , ὅσσα τ ' ἐπειγόμενοι Μοίρης ὕπο χερσὶν ἑῇσιν αὐτοὶ ἐπ ' οὐλόμενον πότμον ῥίψαντο γονῆες , ἀμφὶ
6680407 λεπτ
Γαλατείᾳ σοφαῖς παλάμαις τεκτόνων εἰργασμένον , πόλλ ' ἐν αὑτῷ λέπτ ' ἔχον καδίσκια κυμινοδόκον , καὶ κυμινοδόκη καὶ κυμινοθήκη
εὐρυμετώπους τριβέμεναι κρῖ λευκὸν ἐϋκτιμένῃ ἐν ἀλωῇ , ῥίμφά τε λέπτ ' ἐγένοντο βοῶν ὑπὸ πόσς ' ἐριμύκων , ὣς
6677934 στεφανωμ
' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν οἵαν οὔτις Ἑλλάνων δρέπει πλούτου στεφάνωμ ' ἀγέρωχον . νῦν γε μὰν τὰν Φιλοκτήταο δίκαν
Οὔ τις ] Οὐδείς . Δρέπει ] Καρποῦται . Πλούτου στεφάνωμ ' ] * Ὥσπερ ὁ στέφανος τιμὴ τῷ δεξαμένῳ
6675796 ῥᾳδιουργος
' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , ἔκνομος παράνομος , ῥᾴδιος ῥᾳδιουργός , προπετής , εὐχερής δωροδόκος , εὐεξαπάτητος , εὔτρεπτος
Κρατῖνος Χείρωσιν . τοιοῦτοι δὲ καὶ οἱ Σωκράτους ὅρκοι . ῥᾳδιουργός : ὁ κακοῦργος : καὶ ῥᾳδιουργία : ἡ περὶ
6675244 ζωει
τοῦ ζῴου , ὡς ὁ χρησμὸς δηλοῖ : ἐννέα γὰρ ζώει γενεὰς λακέρυζα κορώνη ἀνδρῶν γηρώντων : ἔλαφος δέ τε
: γαύρη μὲν εἶδος , πολλὰ δ ' εἰς ἔτη ζώει , κέρας δὲ φοβερὸν πᾶσιν ἑρπετοῖς φύει , δένδροις
6673595 Χὠ
Εἶπας ἀναγγέλλων ] εἰς βασιλῆα λόγον [ . ] [ Χὠ μὲν ] ἐπεὶ μάλα πάντα δι ' οὔατος ἔκλυε
τρὶς ἀθλίοιν ἔρις κακὴ ἀρχῆς λαβέσθαι καὶ κράτους τυραννικοῦ . Χὠ μὲν νεάζων καὶ χρόνῳ μείων γεγὼς τὸν πρόσθε γεννηθέντα
6671577 φυη
γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο ,
γὰρ Πελοπόννησον ᾤκισαν οἱ Δωριεῖς οἱ σὺν Ἡρακλείδαις . μὴ φυῆ , Μελιτῶδες : ἀντὶ τοῦ : μηδεὶς γένοιτο ,
6669297 ἐλεειται
κατειργασμένον γνώρισμα , καὶ διὰ τὸ τοῦ ἤθους ἀπαίδευτον μᾶλλον ἐλεεῖται . Σωπάτρου . Ἀπὸ τῶν εὐπορωτέρων ἐπὶ τὰ ἀπορώτερα
Ἡ σωφροσύνη πάρεστιν , ἂν μετρῇς σεαυτόν . Ὁ πένης ἐλεεῖται , ὁ δὲ πλούσιος φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ
6667117 παριεται
γυῖα φέρειν δύνατ ' , ἀλλά οἱ ἀλκὴ ἦκα μαραινομένοιο παρίεται ἄφρονι νάρκῃ . ἡ δ ' εὖ γινώσκουσα θεοῦ
ἐπιθέματα καὶ ϲιναπιϲμούϲ . Περὶ τῆϲ τοῦ φωνητικοῦ παρέϲεωϲ . παρίεται δὲ καὶ τὸ φωνητικὸν ὄργανον ἔνδοθεν , λέγω δὴ
6663952 πρηξεσι
* * πρῆξίν θ ' ἥσσονα δῶκ ' , ἐν πρήξεσί τ ' ἔμμεν ὑπ ' ἄλλοις . Τόσσα μὲν
* * πρῆξίν θ ' ἥσσονα δῶκ ' , ἐν πρήξεσί τ ' ἔμμεν ὑπ ' ἄλλοις . Τόσσα μὲν
6663744 ἐντιμος
Πότερον δὲ ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρός ; Ἀσθενής . Πότερον δὲ ἔντιμος ἢ ἄτιμος ; Ἄτιμος . Πότερον δὲ ἀνδρεῖος ὢν
ἔχων μιάσματα . οὔτις μερόπων ἀσινῆ βίοτον διὰ πάντ ' ἔντιμος ἀμείψει . αἰαῖ , αἰαῖ , μόχθος δ '
6661801 δοις
[ ´τεχαρα ? ] ? [ [ ] ιδι ? δοῖς [ [ ] δεν ἀμες [ [ ] ος
τὰς ἀρχὰς γίγνονται . πρῶτον στάσις ἔμπεσε . πρωτοεμπε . δοῖς . ὧδέ πως κτλ . . ιθ . περὶ
6660052 γλωσσηι
Μεσοποταμίαι . Ἀρριανὸς ἐν ι Παρθικῶν . ἡ δὲ φάλγα γλώσσηι τῆι ἐπιχωρίωι τὸ μέσον δηλοῖ . . Χωχή :
ἕληται . μισθὸν μοχθήσαντι δίδου , μὴ θλῖβε πένητα . γλώσσηι νοῦν ἐχέμεν , κρυπτὸν λόγον ἐν φρεσὶν ἴσχειν .
6656884 ἀοκνος
φρικώδης : θαρραλέος θαρσαλέος εὐθαρσής , γενναῖος , ἀνδρεῖος , ἄοκνος , ἀνέκπληκτος ἀκατάπληκτος , ἀδεής , ἐρρωμένος , εὔθυμος
ἡλίου θερμαινόμενος . Μένανδρος : “ ἀλέας Ἀθάνας ” . ἄοκνος ἀνὴρ μέγα οἶκον ὀφέλλει : οὐχὶ διὰ τὴν γεωργίαν
6654857 ἑτοιμη
ἡ δ ' οὔτι τόση , μάλα δ ' ἐστὶν ἑτοίμη εὑρέσθαι : περὶ γὰρ πολέων εὐάστερός ἐστιν . Τῶν
περόωσι θάλασσαν . Ἀλλ ' ἡ μὲν καθαρὴ καὶ ἐπιφράσσασθαι ἑτοίμη πολλὴ φαινομένη Ἑλίκη πρώτης ἀπὸ νυκτός : ἡ δ
6647334 ζηλοτυπια
τῆς ἀγέλης ἡγεμὼν ὁ τράγος , ἀλλ ' αὐτὸν εἴσεισι ζηλοτυπία . καὶ κατέκρυπτε μὲν τέως τὸν θυμόν , καθήμενον
τοῦ κατ ' εὐθεῖαν . ζῆλος καὶ ζηλοτυπία διαφέρει . ζηλοτυπία γάρ ἐστι τὸ ἐν μίσει ὑπάρχον , ζῆλος δὲ
6647076 σφαλερος
, τυχὸν δὲ ὅτι , εἰ καὶ μὴ ξυμμετέσχε , σφαλερὸς ἤδη ἦν περιὼν Παρμενίων τοῦ παιδὸς αὐτοῦ ἀνῃρημένου ,
καὶ περὶ τὰς πράξεις ἐπιφθόνους καὶ ἐγκοπτικούς . Ἄρης Σελήνῃ σφαλερὸς καὶ ἐπικίνδυνος ἀκαταστασίας καὶ συνοχὰς καὶ δίκας καὶ φόβους
6646916 ἰτης
Διοδώρου δὲ σοφιστής , ὑπὸ δὲ Πύρρωνος ἐγένετο παντοδαπὸς καὶ ἴτης καὶ οὐδέν . Ὅ θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ
' ὡς γόης εἶ , φάναι , μήθ ' ὡς ἴτης μήθ ' ὡς ἀλαζὼν μήθ ' ὡς φιλοχρήματος μήθ
6646709 ἀλυπος
Κρόνου καὶ Ἄρεως καὶ Ἡλίου καὶ τῶν ἐκλειπτικῶν εὑρεθῶσιν , ἄλυπος ὁ περὶ τέκνων ἔσται λόγος , ἐπάνπερ μὴ ἐπὶ
' ἔστι περὶ ὃ ἐσπούδακας ; οὐ μανθάνειν , ὥστε ἄλυπος εἶναι καὶ ἀτάραχος καὶ ἀταπείνωτος καὶ ἐλεύθερος ; πρὸς
6640655 πολυμορφος
πολυσκώμμων , πολυτελής , πολύτιμος , πολυειδής , πολυγενής , πολύμορφος , πολυανθής , πολυσχήμων . ἐκ δὲ τοῦ μισο
ὀνομάτων φύσις παντοδαπή , παρὰ δὲ τὰς τῶν ὀνομάτων ἁρμονίας πολύμορφος ὁ λόγος : ὥςτε πολλὴ ἀνάγκη καλὴν μὲν εἶναι
6640313 Τερπωλη
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν .
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις .
6639485 ψυχα
τὸ δὲ ὅλον , ὅτι θνητοὶ πεφύκαμεν . μὴ φίλα ψυχά : ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν : μηδαμῶς δὲ ,
μὲν σκάνεα τῶν ζῴων ζωά , ταύτας δ ' αἴτιον ψυχά : τὸν δὲ κόσμον ἁρμονία , ταύτας δ '
6639153 ἐξοπιν
ἐπήνεγκεν . ὁ γὰρ κελαινὸς καὶ μέλας ἀετὸς καὶ ὁ ἐξόπιν ἀργίας , ἤγουν ὁ πύγαργος , φανέντες τοῖς βασιλεῦσι
. Ἵετο δ ' ὠκύπομπον δόρυ : σόει νιν βορεὰς ἐξόπιν πνέους ' ἀήτα : τρέσσαν δ ' Ἀθαναίων ἠϊθέων
6638698 ἀρημενος
ἐθέλουσα . ὃ μὲν δὴ γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀρημένος , ἄλλα δέ μοι νῦν , υἱὸν ἐπεί μοι
ὁ μὲν ἔνθα καθεῦδε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀρημένος : αὐτὰρ Ἀθήνη βῆ ῥ ' ἐς Φαιήκων ἀνδρῶν
6634405 μησομαι
δρῶ ] δράσω , πράξω . μήσομαι ] βουλεύσομαι . μήσομαι ] μηχανήσομαι . τολμήσω ] ὑπομείνω . τολμήσω ]
φασι συναίρεσιν εἶναι τοῦ ὁποία : ἑρμηνεύτριαν : τί σοι μήσομαι : βουλεύσομαι μηχανήσομαι : κομματικὴ ἡ διάνοια ὡς ἐν

Back