δραχ . γ , ἐπίχεε τοῖς λειωθεῖσι καὶ ἀναλάμβανε εἰς μολύβδινον ἀγγεῖον , καὶ ἀνέσας ὅσον ἐλαίας μέγεθος μετὰ ῥοδίνου | ||
ἔχε . Γ δελφίς ἐστιν ὄργανόν τι ναυτικὸν σιδηροῦν ἢ μολύβδινον εἰς δελφῖνα ἐσχηματισμένον . τοῦτο δὲ ἐκ τῆς κεραίας |
. διόπερ πρόβατον τεθυκέναι φήσας πρὸς ἑστίασιν αὐτὸν ἐκάλεσε βουλόμενος κατακλιθέντα αὐτὸν καταγωνίσασθαι . ὁ δὲ ἐλθὼν καὶ θεασάμενος λέβητάς | ||
φησιν ἐν τῇ γʹ τῶν ἱστοριῶν τὸν Μίλωνα ταῦρον καταφαγεῖν κατακλιθέντα πρὸ τοῦ βωμοῦ τοῦ Διός : διὸ καὶ ποιῆσαι |
συνκατάμισγε : ὅταν δὲ ψυγῇ , εὑρήσεις αὐτὸν θραυστὸν καὶ τριπτόν . Τοῦτον λειώσας , ἐπίβαλε αὐτῷ χαλκίτεως # # | ||
φαρμάκου # γʹ κατὰ μικρὸν , ἕως ἂν γένηται ὑπόλευκον τριπτόν . Καὶ λαβὼν ἀπὸ τῆς χώνης , μίξον αὐτῷ |
ϲκευαϲθέντα καὶ ϲταλτικὰ γαϲτρόϲ : εἰ δ ' ἑψήϲαϲ μὴ ἀποχέων τὸ πρῶτον ὕδωρ , εἶτ ' ἀρτύϲαϲ ἁλϲὶν ἢ | ||
θεῖον ἄθικτον , ἕψησον πυρὶ μαλθακῷ ἀπὸ θαλλίων ζʹ : ἀποχέων εἰς οὖρον ἀφθόρου παιδὸς πρόσφατον , ἕψον αὐτὸ ἕως |
, τὴν δὲ ϲφίγξιν ἀνιέντεϲ τὸν δεϲμόν , τὸν δὲ θρόμβον ἢ ἐλαίου ἐπιχύϲει ἢ τῇ τῶν δακτύλων ἐπιθάλψει διαλύοντεϲ | ||
ὁμοίωϲ φυράϲαϲ χρῶ . Πρὸϲ ϲπληνικούϲ . Ϲποδὸν κληματίνην καὶ θρόμβον τρυγίαϲ ὄξουϲ φυράϲαϲ τῇ γῇ χρῶ , ἢ ἀφεψήματι |
. τῷ δὲ ὀβελίσκῳ ἐχρῶντο ἀντὶ δόρατος . καὶ τὸν ὀβελίσκον δὲ , φησὶν , ὅστις ἐστὶν ἠμῶν δόρυ , | ||
τρίμμα μετ ' αὐτοῦ . ὄπτα δ ' ἀμφ ' ὀβελίσκον ἑλὼν ὑπογάστριον αὐτοῦ . ΤΕΥΘΙΣ . Ἀριστοτέλης εἶναί φησι |
λοπάδα νεανικήν τὸ τρῖμμ ' ἐπιπολῆς εὐρύθμως διειμένον ὄξει , σιραίῳ χρωματίσας καὶ σιλφίῳ πυκνῷ πατάξας . Σηπίας τόσας δραχμῆς | ||
σφοδρῶν τι φαρμάκων , οἷόν ἐστι τὸ Ἄνδρωνος , ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως . παυσαμένης δὲ τῆς φλογώσεως , |
γὰρ καλοῦμεν τοὺς κακὰ ὑπομείναντας πολλά : πήλινον δὲ ἢ ὀστράκινον δοκεῖν γεγονέναι πᾶσι θάνατον σημαίνει χωρὶς τῶν διὰ γῆς | ||
χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων εἰς λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ |
τις ἀνέλκει τὸν ζυγόν , ἀρτάνην ὠνόμαζον . σκεῦος δὲ μαγειρικὸν καὶ ἡθμός , Εὐριπίδου ἐν Εὐρυσθεῖ σατυρικῷ εἰπόντος ἢ | ||
ἕν : χρῶ μετ ' ὄξουϲ . Ἄλλο . ῥοῦν μαγειρικὸν ϲὺν ἐλαίῳ λεάναϲ ἄλειφε . Ἄλλο . ϲτυπτηρίαν ϲχιϲτὴν |
ἰσχυρὸν καὶ ἀς βράσῃ ὥρας δʹ : καίεται γὰρ τὸ χάλκωμα καὶ γίνεται τοιοῦτον ὅ τι τρίβεται ὥσπερ ἅλας : | ||
λύχνον ἐντίθει εἰς κοῖλον λοπάδιον ὀστράκινον καινόν , εἶτα περικάθαψον χάλκωμα εἰς κοῖλον τετρημένον κατὰ μέσον ἐπιμελῶς , ὑποτιθείς τε |
Θέμεν ] Λαμβάνει . Δαιμονίαις ] Θείαις . Ἵππαιχμον ] Ἱππόμαχον , πολεμικόν . Κεκόσμηται ] Ἡτοίμασται . Τρόπῳ ] | ||
δοκεῖν Νίκη . Κάλλωνα δὲ τὸν Ἁρμοδίου καὶ τὸν Μοσχίωνος Ἱππόμαχον , γένος τε Ἠλείους καὶ πυγμῇ κρατήσαντας ἐν παισί |
διελέγχων δύο φησὶ στύλους εἶναι καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ ἑτέρου λέβητα ἑστάναι , ἐπὶ θατέρου δὲ παῖδα κρατοῦντα μάστιγα , | ||
τοῦ κήτους ἀφλέκτοις . . . . * λέβητος : λέβητα τὸ κῆτος λέγει καὶ ἀφλόγους ἐσχάρας * τὴν ἐν |
. . . . . δραχ . μʹ . ἰρίνῳ ἀνάκοπτε καὶ ὑπάλειφε τὸν ὀμφαλόν . Ἀλόης οὐγγ . γʹ | ||
δὲ μιγνύων οἶνον κατὰ βραχὺ ὡς τὸ τρίτον τοῦ ἐλαίου ἀνάκοπτε ἐπιμελῶς . ποιεῖ καὶ πρὸς τοὺς ἐν δικαστηρίῳ ξεσθέντας |
τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ κἀκεῖ βάλε αὐτόν , καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ | ||
. Εἰς δὲ τὸν λύγγουρον λίθον γλύψον γῦπα , καὶ ὑπόθες ὀλίγον λίβανον καὶ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ φόρει . |
τὸ ἡμιαμφόριον ἡμικάδιον : Ἐπίχαρμος μέντοι ἐν Φιλοκλίνῃ διακρίνειν ἔοικε κάδον καὶ ἀμφορέα , εἰπὼν οὔτ ' ἐν κάδῳ δηλοίμην | ||
ἔξεστι κυαθίζειν γάρ . . . . . τὸν δὲ κάδον ἔξω καὶ τὸ ποτήριον λαβὼν ἀπόφερε τἄλλα πάντα . |
τοῦ μεταξὺ τόπου ταῖς ἁμάξαις εἰς ταύτην κομίζουσι δαψιλῆ τὸν κασσίτερον . ἴδιον δέ τι συμβαίνει περὶ τὰς πλησίον νήσους | ||
μέρος αʹ , καὶ ὑδραργύρου μέρη βʹ , καθάρισον τὸν κασσίτερον : οὕτως χωνεύσας αὐτὸν χύσον εἰς ὕδωρ θαλάσσιον τρὶς |
τὴν μάννην καὶ τὴν ἀριστολοχίαν καὶ ἕψε , ἕως ἂν συστραφῇ . ἄρας δὲ τὴν κάκαβον κίνει . τινὲς δὲ | ||
τὰ λειωθέντα καὶ ἕψε μαλακωτάτῳ πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ |
ἔδυνεν , τὸ ματαίως δὲ αὐτὰρ ἔμ ' αὔτως ἧσθαι δευόμενον , . , , . . α . * | ||
δ ' ἔξωθεν κατ ' αὐτοῦ καὶ ἔριον ἁπαλὸν περιβάλλειν δευόμενον καὶ αὐτὸ τῷ χυλῷ , προνοεῖν δ ' ὅπως |
καταταμὼν στρογγύλον , καὶ ποιήσας οἷον σπείραν , κατειλίξαι λίνῳ αἰγυπτίῳ καὶ ποιῆσαι σκληρόν : εἶναι δὲ μέγεθος ὥστε ἐπαρτίζειν | ||
ῥάκει λεπτῷ : βάψασα δὲ τὸ ῥάκος ἐν μύρῳ λευκῷ αἰγυπτίῳ εὐώδει καὶ ἀποδήσασα λίνῳ , λουσαμένη , προστιθέσθω . |
δερῶ σε ] ἐκδερῶ σε ὥστε τὸ δέρμα σου ποιῆσαι θύλακον εἰς ὑποδοχὴν κλεμμάτων . διαπατταλευθήσῃ χαμαί : ἐκταθήσῃ χαμαί | ||
πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν οὐ φέροντα . Πτίσσε πτίσσε τὸν Ἀναξάρχου θύλακον : οὐ γὰρ πτίσσεις Ἀνάξαρχον : οὗτος συσχεθεὶς ὑπὸ |
Τελέσιλλα δὲ τὴν ἅλω καλεῖ δεῖνον , Κυριναῖοι δὲ τὸν ποδονιπτῆρα . δακτυλωτόν : Ἴων : ἔκπωμα δακτυλωτόν , ἄχραντον | ||
ἃ ἠβούλοντο , πολλοὶ εἶπον . καὶ Στησίχορος δὲ λιθαργύρεον ποδονιπτῆρα ἔφη . Ἴων δέ πού φησι περὶ τοῦ ἰξοῦ |
ἐχρήϲαντο . ὁ δὲ Ϲωρανὸϲ οὕτωϲ : Καθέδριον τὸν κάμνοντα ϲχηματίϲαντεϲ ἤ , ὅπερ ἄμεινον , ὕπτιον διὰ τὸ ἀταλαίπωρον | ||
τῇ χειρουργίᾳ . καθέδριον τοίνυν τὸν ἄνθρωπον πρὸϲ ἡλιακὴν ἀκτῖνα ϲχηματίϲαντεϲ καὶ τῆϲ ῥινὸϲ τὸν πόρον διὰ τῆϲ ἀριϲτερᾶϲ χειρὸϲ |
. Λιθάργυρος καλλίων ἐστὶν ἡ χρυσῖτις καλουμένη καὶ ἀποστίλβουσα . Λίθον Ἄσσιον παραληπτέον τὸν κισηροειδῆ τὴν χρόαν , χαῦνόν τε | ||
ὀποβαλσάμου κοχλιάρια β , καὶ ἀνακόψας καὶ ξηράνας χρῶ . Λίθον αἱματίτην διεὶς ἐπ ' ἀκόνης γάλακτι γυναικείῳ πολλάκις ὑπόχριε |
ϲίνηπι ἐϲ τὰ ϲτέρνα καὶ ἐϲ τὰ παρὰ γνάθουϲ μέρεα ἐπιθεὶϲ εἵλκυϲε ἔξω καὶ διέπνευϲε . μετεξετέροιϲι δὲ ἐϲ μὲν | ||
τὰ τοιαῦτα ἄμι λεάναϲ κατάχριε τὸν ὀμφαλὸν καὶ ξυϲμάτια ὀθόνηϲ ἐπιθεὶϲ ἐπίδηϲον ἐπὶ ἡμέραϲ γ καὶ πάλιν λύϲαϲ τὸ αὐτὸ |
διακλυζέτω , καὶ ἐπὴν μέλλῃ τι ἐσθίειν ἢ ῥοφάνειν , σπόγγιον ἐντιθέναι : ταῦτα ποιέειν ἔστ ' ἂν ὑγιὴς γένηται | ||
μέγεθος ὥστε ἐπαρτίζειν ἐς τὸν μυκτῆρα , καὶ δῆσαι τὸ σπόγγιον λίνῳ τετραχόθι : μῆκος δὲ ἔστω ὅσον πυγονιαῖον ἕκαστον |
Ἑρμόλαον ἀλγήσαντα τῇ ὕβρει φράσαι πρὸς Σώστρατον τὸν Ἀμύντου , ἡλικιώτην τε ἑαυτοῦ καὶ ἐραστὴν ὄντα , ὅτι οὐ βιωτόν | ||
Τυχιάδη , καὶ τὸν Πέλλιχον σκῶπτε κἀμὲ ὥσπερ τοῦ Μίνωος ἡλικιώτην παραπαίειν ἤδη δόκει . ” “ Ἀλλ ' , |
καὶ ἐκέλευσε τοὺς παῖδας ἑνὶ ἑκάστῳ λαβεῖν τὴν δέσμην καὶ συνθλάσαι . οἱ δὲ δοκιμάσαντες οὐκ ἠδυνήθησαν . ὕστερον δὲ | ||
μέγεθος : καὶ ὀρόβους καταῤῥηγνύντας καὶ ἀλέσαντας ἅπαξ , ὡς συνθλάσαι μόνον καὶ διελεῖν , μιγνύναι ταῖς βαλάνοις , καὶ |
ἰσχνότης . Νίκανδρος δὲ ἀντὶ τῆς ἐκμαλθάξεως αὐτὴν τέθεικεν . ἐπίθημα ἔχειν : ἀντὶ τοῦ πῶμα ἔχειν . ἰδίως γὰρ | ||
εὐρόουϲ ποιέειν . τέγξιϲ κεφαλῆϲ ὁκοῖον ἡ ἐν καύϲοιϲι . ἐπίθημα ἐϲ θώρηκα καὶ μαζὸν ἀριϲτερὸν ὁκοῖον ἐν ϲυγκοπῇ . |
καὶ οἴνου συνεψήσας , ἕως πάχος σχῇ σύμμετρον , εἰς μοτὸν χρίων ἐπιτίθει . Ῥοιὰν γλυκεῖαν ἑψήσας ἐν οἴνῳ καὶ | ||
καὶ γλίσχρον τῷ δακτύλῳ ψαυόμενον , καὶ ὀλίγον , ἐντιθέναι μοτὸν κασσιτέρινον κοῖλον : ἐπὴν δὲ παντάπασι ξηρανθῇ ἡ κοιλίη |
μετ ' ὄξουϲ : μόνον δὲ χρῖε τὸν ἀλφὸν μηδὲν μολύνων τοῦ ἀπαθοῦϲ , ξηρανθὲν δὲ ἔκκλυζε ὕδατι ψυχρῷ . | ||
λυμαίνεται , ἐν κασαυρείοισι λείχων τὴν ἀπόπτυστον δρόσον , καὶ μολύνων τὴν ὑπήνην καὶ κυκῶν τὰς ἐσχάρας , καὶ Πολυμνήστεια |
κατὰ πῆχυν ἕνα βραχεῖ μόλυβδον οἱ ἁλιεῖς πρὸς τὸ ἄκρον ἐγχέουσι πυκνάς τε αὐτῷ γλωχῖνας ἐμπήξαντες μηκίστης ἀπαρτῶσι σχοίνου καὶ | ||
καὶ μίξαντες ἐλαίου κυάθους τρεῖς , μετὰ οἴνου κοτύλης μιᾶς ἐγχέουσι . Ναυτιῶντα δὲ θεραπεύσεις σκόρδα κοτύλῃ οἴνου μίξας , |
τῷ λέπει ἀλέϲαϲ χρῶ . Ἄλλο . πιτύρων χοίνικοϲ ἥμιϲυ βρέξαϲ ἐν ὕδατι # α , εἶτα τρίψαϲ ταῖϲ χερϲὶν | ||
πολλάκιϲ , ἐπὶ τῶν εἰϲ ὁδοιπορίαν ϲτελλομένων . μοτὸν γὰρ βρέξαϲ , καὶ ἐπιθεὶϲ κατὰ τοῦ ἕλκουϲ , εἶτ ' |
Ἀθήνας ἐρημωθῆναι , τούτοις ἔχρησεν ἡ Πυθία τὰ ἐς τὸν ἀσκὸν ἔχοντα . Σύλλᾳ δὲ ὕστερον τούτων ἐνέπεσεν ἡ νόσος | ||
ὄνομα τῆς γυναικὸς , ἧς ἥρπασε τὸ παιδίον ἤτοι τὸν ἀσκὸν ὁ κηδεστής . ὁ Εὐριπίδης . ὁ γὰρ Εὐριπίδης |
βασιλέων ἰδεῖν ἔστι καπήλους καὶ τελώνας καὶ πορνοβοσκούς ; ἀλλὰ Δρόμωνα μὲν καὶ Σάραμβον , ὅτι ἐν Ἀθήναις καπηλεύουσι καὶ | ||
, Καρίων , ὅταν μὲν ἔλθῃς εἰς τοιοῦτον συρφετόν , Δρόμωνα καὶ Κέρδωνα καὶ Σωτηρίδην , μισθὸν διδόντας ὅσον ἂν |
μίγνυμεν ἐπὶ τῆς χρήσεως ὀλίγον ἀλφίτου λεπτοῦ καὶ ἀναδεύσαντες ὀθόνιον δίπτυχον ἐπιτείνομεν ἔξωθεν αὐτὸ κατὰ τῶν ὑποχονδρίων , οὐκ ἐῶντες | ||
μήλων , παναπάλῳ , οἷοί τε ἀνάκτων παῖδες ἔασι , δίπτυχον ἀμφ ' ὤμοισιν ἔχους ' εὐεργέα λώπην : ποσσὶ |
ἐπίχεε τοῖς λεωθεῖσι , καὶ ἑνώσας χρῶ . Κηρὸν , πιτυΐνην , πίσσαν , νίτρον , δαφνόκοκκον , στέαρ ταύρειον | ||
νενοτισμένην ὀξυκράτῳ καὶ ἀναμαλάξας χρῶ . τινὲς πίσσαν ξηρὰν καὶ πιτυΐνην καὶ κηρὸν βάλλουσιν ἀνὰ γο ιʹ καὶ ἐλαίου γο |
παρετίθεσαν , οἱ δὲ καλούμενοι ἔφερον ἑψήματα καὶ κίστην καὶ χοᾶ . “ κίστην ” δὲ τὴν ὀψοθήκην . Ὅμηρος | ||
εὐτυχοῦσι . Γ ] μεθύοντες ταῦτα ἐπαγγέλλονται . Γ οἴνου χοᾶ : χοῦς μέτρον Ἀττικὸν χωροῦν κοτύλας ὀκτώ . ΓΘ |
οἶδ ' , ἣν Φλέγραι Γίγαντες ἔστησαν θεοῖς . ἐνταῦθα Γοργόν ' ἔτεκε Γῆ , δεινὸν τέρας . ἦ παισὶν | ||
. ἐν τῇ ἀσπίδι δὲ ἐντετύπωτο ἡ Γοργών . Γ Γοργόν ' ] ἤγουν τὴν ἀσπίδα , ὡς τῆς Γοργόνος |
ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ ἀμφορεύς | ||
καὶ κρατὴρ καὶ κρατηρίδιον καὶ κρατήριον , καὶ στάμνος καὶ σταμνίον . καὶ ἔνιοι μὲν οὕτως οἴονται καλεῖσθαι μόνον τὸ |
χώρῳ κολάζεσθαι , βαρβάρων δὲ Κύρους τε ἀμφοτέρους καὶ τὸν Σκύθην Ἀνάχαρσιν καὶ τὸν Θρᾷκα Ζάμολξιν καὶ Νομᾶν τὸν Ἰταλιώτην | ||
μὲν Ἀγάθυρσον αὐτῶν , τῷ δ ' ἑπομένῳ Γελωνόν , Σκύθην δὲ τῷ νεωτάτῳ : τοῦτο δὲ τῆς ἐπιστολῆς μεμνημένην |
ὥς χ ' ὁ ξεῖνος . παῖσαι : Ἀντὶ τοῦ παῖξαι Ἀττικῶς . . ταινιοῦσθαι : Ἀντὶ τοῦ στεφανοῦσθαι . | ||
. πράξεται Ἀττικοί , πράξει Ἕλληνες . παῖσαι Ἀττικοί , παῖξαι Ἕλληνες . πεπραγώς ἐν τῷ γ Ἀττικοί , πεπραχώς |
Ὅτι πᾶν ὑπόληψις . δῆλα μὲν γὰρ τὰ πρὸς τὸν Κυνικὸν Μόνιμον λεγόμενα : δῆλον δὲ καὶ τὸ χρήσιμον τοῦ | ||
χρείας τὸ φασί , τὸ λέγεται , οἷον Διογένην τὸν Κυνικὸν φιλόσοφον ἰδόντα μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτόν φασιν εἰπεῖν , ἢ |
ἂν παρεῖναι τὸν καιρὸν γνοίη τῆς θήρας , τὸν περιφερῆ μόλυβδον ἐκεῖνον ἐμβάλλει τῷ κύρτῳ ῥύμῃ πολλῇ : καὶ ὁ | ||
πολλῶν κάλους ποιησάμενος καὶ συνάψας ἀλλήλοις , ἀπαρτήσας δὲ καὶ μόλυβδον ἀπ ' αὐτῶν καὶ εἰ δή τι χρήσιμον ἄλλο |
οὖρον . ἐντίθεμεν δ ' εἰς τὴν βάλανον νίτρον ὕδατι διειμένον , ἅλμην , ἁλὸς ἄνθος , χολήν , κυκλάμινον | ||
οὖρον , ἐντίθεμεν εἰϲ τὴν βάλανον ταῦτα : νίτρον ὕδατι διειμένον ἅλμην χολὴν κυκλάμινον . Λίθων κενωτικὰ τῶν τε ἐν |
δακτύλοιϲ ἐπιλαβόμενοι τῇδε κἀκεῖϲε καί ποτε καὶ κατὰ περιαγωγὴν κινοῦντεϲ ἐξελκύϲομεν καὶ μετὰ τὴν κομιδὴν πτύγμα δεύϲαντεϲ ὀξυκράτῳ καὶ ἐπιθέντεϲ | ||
μήληϲ πυρῆνοϲ ῥαφαῖϲ πρὸϲ ἀλλήλαϲ ζυγώϲομεν , ἔπειτα τὸν πυρῆνα ἐξελκύϲομεν οὔτε τὸν περιτόναιον ἀποκόπτοντεϲ οὔτε τὸν δίδυμον ἀναβάλλοντεϲ οὔτε |
φωνὴν ἔχων ξύλινος βαδίζων αὐτόματος ἐλήλυθα . λύσας δὲ ἀργὴν στάμνον εὐώδους ποτοῦ ἵησιν εὐθὺς κύλικος εἰς κοῖλον κύτος , | ||
ἡ γυνὴ τοῦ Θρᾳκὸς , ἐπὶ μὲν τῆς κεφαλῆς βαστάζουσα στάμνον , ἐπὶ δὲ τῶν χειρῶν ἠλακάτην καὶ ἄτρακτον , |
ἵππου ἐπιβῆναι , ἀλλὰ ἐπὶ κλίνης γὰρ κομισθῆναι φερόμενον , ἐστεφανωμένον τε τῷ Ἰνδῶν νόμῳ καὶ ᾄδοντα τῇ Ἰνδῶν γλώσσῃ | ||
γ ' ἐμοὶ λέγουσιν ὡς ἄρξαι σε δεῖ χώρας ἁπάσης ἐστεφανωμένον ῥόδοις . Οὑμοὶ δέ γ ' αὖ λέγουσιν ὡς |
ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα , καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον . Οἱ μὲν πλείους τῶν πυρετοῖς ἁλισκομένων τῆς τοῦ | ||
ἐπιγράψομεν ἐλεγεῖον ; ἢ τοῦτο ; ἄκρον ἰατρὸν Ἄκρων ' Ἀκραγαντῖνον πατρὸς Ἄκρου κρύπτει κρημνὸς ἄκρος πατρίδος ἀκροτάτης . “ |
κάμψαντεϲ δὲ τὸν καυλὸν διεκβαλοῦμεν τὸ λιθίδιον καὶ λύϲαντεϲ τοὺϲ δεϲμοὺϲ ἐκθρομβώϲομεν τὸ ἕλκοϲ . ὁ μὲν οὖν ὄπιϲθεν ἐπεβέβλητο | ||
μέχριϲ ἂν ἱκανῶϲ κάμνωϲιν , εἶτ ' ἐξαίφνηϲ λύομεν τοὺϲ δεϲμοὺϲ καὶ τὸν λύχνον αἴρομεν . ἡϲυχίαν δὲ πολλὴν εἶναι |
ξύλα κυπαρίσσινα καὶ κέδρινα . Καὶ αὐτὸν μὲν τελευτῆσαι , Σαλομῶνα δὲ βασιλεύειν , καὶ γράψαι πρὸς Οὐαφρῆν τὸν Αἰγύπτου | ||
τοῦ Διός . Θεόφιλος δέ φησι τὸν περισσεύσαντα χρυσὸν τὸν Σαλομῶνα τῷ Τυρίων βασιλεῖ πέμψαι : τὸν δὲ εἰκόνα τῆς |
δ ' ἀγοράζει κλῇδ ' ἔχων . οὐ φενίνδα σφαιριῶν ἀρραβῶνα Σίφνιον κύων παρ ' ἐντέροισι οὐδ ' ἐτρύπησεν κρόκην | ||
καὶ διωμολογήσατο τῶν μὲν ἠγορασμένων τιμὴν ἀπολαβεῖν , ὧν δὲ ἀρραβῶνα ἔφασκε δεδωκέναι συστῆσαι τοὺς λαβόντας . Εὐθὺς οὖν τοῦτο |
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον | ||
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ |
' ἧς ἔπλεε Πυθέης ὁ Ἰσχενόου , τὸν οἱ Πέρσαι κατακοπέντα ἀρετῆς εἵνεκα εἶχον ἐν τῇ νηὶ ἐκπαγλεόμενοι : τὸν | ||
μὲν δὴ παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες οὐκέτι περιεόντα ἀλλὰ πρῶτον κατακοπέντα , αὐτὸν δὲ Ψαμμήνιτον ἀναστήσαντες ἦγον παρὰ Καμβύσην : |
δέ εἰμι ξύλον εὐμέγεθες ἀνελόμενος κατὰ τοῦ βρέγματος πατάξαι τὸν ἀλιτήριον : ἃ γὰρ οὐδ ' οἱ τρέφοντες παίζουσι , | ||
ἤδη . Δέδοικε δὲ οὐδεὶς οὐ παλαμναῖον λογιστήν , οὐκ ἀλιτήριον ἐκλογέα , οὐ τοὺς καταράτους πευθῆνας , οὐ τοὺς |
, τήρει ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς ἢ καὶ πλείους , καὶ πώμασον αὐτὸ εἰς τὴν τρίτην . τοῦτό ἐστι τὸ καλούμενον | ||
βρύου κινστέρνης κεκαυμένου καὶ τετριμμένου καλῶς μέρος ὀλίγον . Εἶτα πώμασον αὐτὸ : καὶ ἐπιχρίσας ἀσφαλῶς τὸ ἐν τῷ στόματι |
τὸν καθαρὸν , ἀλλὰ καὶ τὸν μιαρὸν καὶ ἐναγῆ καὶ ἐξάγιστον : καὶ ἁγιστεία ὡσαύτως : λέγεται οὖν ἐνταῦθα τῷ | ||
καὶ κεραμεῖα ἐνῳκοδομημένα καὶ αὔλια : ὁρᾶτε τοῖς ὀφθαλμοῖς τὸν ἐξάγιστον καὶ ἐπάρατον λιμένα τετειχισμένον : ἴστε τούτους αὐτοί , |
θραύει τοῖν προσθίοιν ποδοῖν τὸν ἕτερον . καὶ ἀνειλόμην χωλεύουσαν σκύλακα ἀγαθὴν καὶ τὸ ζῷον ἡμίβρωτον , καὶ γέγονέ μοι | ||
ἀνθρώπων παιδεύεται , ἀλλ ' εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς τόν τε σκύλακα καὶ τὸν πῶλον ταῦτα συνεθίζεσθαί τε καὶ μανθάνειν , |
ἐπάνω καυκίου τίποτας : ἔναι γὰρ κολλημένος εἰς τὸ ἐπάνω καυκίον : καὶ ξύσε τον ὅλον , καὶ ἔπαρέ τον | ||
: ξύλινον ἔκπωμα κεκοσμημένον γομφίσι πολλαῖς . κισσύβιον : ποιμενικὸν καυκίον ξύλινον , τὸ οἱονεὶ χυσίπιον . κισσύβιον : ἢ |
τὸ στόμα μετὰ σκεπάσματος μολυβδίνου καλῶς , καὶ τὸ ῥηθὲν ὑέλινον κλοκίον ἀλείψας μετὰ πηλοῦ πυριμάχου λεπτὸν ἄλειμμα . Εἶθ | ||
οὕτως : ἐγχέαντα τὸ ὄγδοον μόριον τοῦ γάλακτος εἰς ἀγγεῖον ὑέλινον ἐμβάλλειν ταμίσου τὸ σύμμετρον καὶ διαθλῖψαι τοῖς δακτύλοις , |
δεξιᾷ χειρὶ κατέχειν , τὴν καμπὴν δὲ αὐτοῦ τοῖς δακτύλοις κρύψαντα τῇ εὐωνύμῳ χειρὶ πρᾴως συνεισφέρειν καὶ καταπείρειν εἴς τινα | ||
οὐδὲ ἀνερωτώμενος , τὴν μὲν ἤλεγχε ψευδομένην , τὸν δὲ κρύψαντα . καὶ ὁ Βροῦτος τὸν μὲν νεανίαν ἀπεδέξατο τῆς |
τῆς Αἴτνης ἤμενος ] καθήμενος Μυδροκτυπεῖ ἤτοι χαλκεύει μύδρον καὶ πεπυρακτωμένον σίδηρον : μύδρος δὲ γίνεται ἀπὸ τοῦ μὴ ἔχειν | ||
τὸ αὐτὰ διάφορα ὄντα ἓν γενέσθαι . μύδρον : τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , παρὰ τὸ μύρεσθαι καὶ διαρρεῖν . πρηόσιν |
β ἐν ὕδατι ξέϲτῃ καὶ ἐάϲαντεϲ μεῖναι νυχθήμερον τῇ ἐπιούϲῃ ἕψομεν τὸν ἐλλέβορον ἐν τῷ ὕδατι , ὥϲτε καταλειφθῆναι τὸ | ||
, ἐν ᾗ προαπεζέϲθη ὕδωρ διὰ τὴν γεώδη ποιότητα , ἕψομεν πυρὶ ἀκάπνῳ , ἀφαιροῦντεϲ ἑκάϲτοτε τὸν ἐφιϲτάμενον ἐν τῇ |
περιόδῳ τὰ φωνήεντα μέν , εἴ τις αὐτὰ βούλοιτο συναλείψας ἐκθλίβειν ὥσπερ τὸ οἴομαι καὶ δέον , οὐκ ἂν εὕροι | ||
Αἰολικῶς καὶ γίνεται ἀμύσσω . ἢ ἀπὸ τοῦ μύζειν καὶ ἐκθλίβειν τὴν ψυχήν , . , . * . . |
ἀθετεῖται ὅτι παρὰ τὸ σύνηθες αὐτῷ χέρνιβον τὸ ἀγγεῖον τὸ ὑποδεχόμενον τὸ ὕδωρ , ὡς ἡμεῖς : τοῦτο δὲ αὐτὸς | ||
φευγόντων οὐδένα , ἢ ἐν τοῖς αὐτοῖς κελεύουσιν ἐνέχεσθαι τὸν ὑποδεχόμενον τοὺς φεύγοντας . ἀποπλεύσομαι οὖν πάλιν ὡς τὸν στρατηγὸν |
, σκότος γὰρ γίγνεται , καὶ τὸν λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον Κἀναψηφίσασθ ' ἀποδοῦναι πάλιν τὰ χρυσία . | ||
μηδὲν προσενεγκὼν ἥδυσμ ' , ἀλλ ' ἐς ὕδωρ μόνον ἐνθεὶς καὶ θαμὰ κινῶν ὕσσωπον παράθες τρίψας , κἂν ἄλλο |
Βακχέως Διονύσου καλουμένου εἶναι ἀμπέλινον , τὸ δὲ τοῦ Μειλιχίου σύκινον . τὰ γὰρ σῦκα μείλιχα καλεῖσθαι . ὅτι δὲ | ||
δὲ τὸν θώρακα πεποιημένον , τὸ δ ' αὖ δόρυ σύκινον , καὶ κράνος δὴ καὶ ἀσπίδα ὡς ἀπὸ τούτων |
Χαλεπὰ τὰ καλά . Χαλεπὸν χορίου κύνα γεύειν : τὸ ἔλυτρον τοῦ ἐμβρύου χόριον καλεῖται . οἱ δὲ κύνες γευσάμενοι | ||
τὰ δὲ ἄλλα ὅσα περὶ τὸ ἱερὸν τοῦ Μαλεάτου καὶ ἔλυτρον κρήνης , ἐς ὃ τὸ ὕδωρ συλλέγεταί σφισι τὸ |
μιγνὺς ὠοῦ τῷ λευκῷ καὶ λεπτῷ καὶ ἀλεύρου πυρίνου τὸ χνοωδέστατον , ὃ προσιζάνει τοῖς τοίχοις , ποιήσεις φάρμακον πρὸς | ||
καὶ σήσας λεπτοτάτῳ κοσκίνῳ , λείου πάλιν ἐν θυίᾳ ὡς χνοωδέστατον γενέσθαι : εἶτα ἐπιβαλὼν ὕδατος τὸ ἀρκοῦν , ἐκλείωσον |
ἀποκρινάμενος ἀνάσωσαί μοι τὸ παιδίον , μὴ καὶ φθάσῃ αὐτὸ καταπιών . Θάρρει : καὶ ἄλλα γάρ σε διδάξομαι θαυμασιώτερα | ||
θύννος ἐκ μυχοῦ τῆς σαγήνης διέφυγεν οὐκ ὀλίγον τὸ δέλεαρ καταπιών . ὁ δὲ ἐμπεσὼν ἀθρόως εἰς ἐμὲ ἀπειρόκαλος καὶ |
τούτοις οὐδ ' ἐν τῷ Πειραιεῖ ὄντα ἄφθονα ὀθόνια καὶ στυππεῖον καὶ σχοινία , οἷς κατασκευάζεται τριήρης , ὥστε πρίασθαι | ||
ἀεὶ τοῦτο τὸ λὰξ ἐν μνήμῃ . καί ποτε κελεύεται στυππεῖον ἐξ ἑτέρου χωρίου εἰς ἕτερον χωρίον μετενεγκεῖν : κομίσας |
πυρὸς ἐπίπασσε τὰ ξηρὰ λεῖα κατ ' ἰδίαν ἕκαστον γενόμενον χνοῶδες , καὶ ἑνώσας χρῶ ἐμπλάσσων καὶ προστιθείς , καί | ||
ὅταν ξηρανθῇ , ἐπίβαλλε νάρδον καὶ τὸ πέπερι καὶ ποιήσας χνοῶδες χρῶ . Μίσυος ὀπτοῦ ⋖ Ϛ , χαλκάνθου ⋖ |
γὰρ εἰς ἀχάριστον καταθήσῃ τὴν χάριν , ἀλλ ' εἰς βοῶντα καὶ κηρύττοντα ὃ λάβοι . οὔκουν ἐσίγησε πρὸς ἡμᾶς | ||
πρὸς τὰς βλασφημίας θρασύτατος . καίτοι τὸν διατεινόμενον αὐτὸν καὶ βοῶντα καὶ κατηγοροῦντα τῶν ἄλλων ἢν ἔρῃ , Σὺ δὲ |
τρυφὴ λάμπει μέν , ἐς δ ' ὀλίγον χρόνον . Γέροντα δυστυχοῦντα τῶν αὑτοῦ κακῶν ἐπαγόμενον λήθην , ἀνέμνησας πάλιν | ||
' αὐτοῖς Πύλῳ , καὶ γνωρίσματα δεικνύντες Γέρηνον τόπον καὶ Γέροντα ποταμὸν καὶ ἄλλον Γεράνιον , εἶτ ' ἀπὸ τούτων |
ἐγκατέστησαν : ἁλῶναι δὲ αὐτόθι καὶ Φαρνάβαζον ἐγκαταληφθέντα καὶ Ἀριστόνικον Μηθυμναῖον τὸν τύραννον ἐσπλεύσαντα ἐς τὸν λιμένα τῆς Χίου ξὺν | ||
ἐπινέοντα ἔσωσεν αὑτῷ , ὅτι μὴ ὁ δελφὶς λέγεται τὸν Μηθυμναῖον Ἀρίονα . ὁ δὲ ῥήτωρ οὐχ αὑτὸν μόνον οὐδὲ |
ὠμὴν συλλείου , καὶ ὅταν κερατοειδὲς γένηται , εἰς ὀθόνην ἐμπλάσας ἐπιτίθει , καὶ παραχρῆμα παύει . [ Περίχρισμα ὀφθαλμῶν | ||
' ἐπιμένει , κατακλίνας τὸν πάσχοντα καὶ λίτρον ὠμὸν λεῖον ἐμπλάσας εἰς τὸ οὖς , ὄξος δριμὺ χλιαρὸν ἔγχει . |
δὲ καὶ μολιβδίνοιϲ ϲωληναρίοιϲ ἄχριϲ ἀφουλώϲεωϲ ἐχρήϲαντο διὰ τὸ μὴ ϲάρκωμα ἐκ τῶν ἑλκῶν ἐπιτραφῆναι . Περὶ μὲν τοῦ θλαϲθέντοϲ | ||
εἶτα τοῖϲ πέραϲιν αὐτῆϲ ἀμφοτέροιϲ τὸ λίνον προϲάψαντεϲ ἀνατείνωμεν τὸ ϲάρκωμα διὰ τῆϲ βελόνηϲ καὶ οὕτωϲ αὐτὸ ϲμιλίῳ ἐκτέμωμεν ϲυναφαιροῦντεϲ |
χρὴ ὡς , ἢν μὴ λάβῃ παρ ' ἐμοῦ τὸν σκύφον , οὔποτε τοιοῦτος ἂν υἱὸς αὐτῇ γένοιτο οἷος ἐγώ | ||
Διονύσου τόδε ὀσμῆι κατῆρες , σμικρὸν ἀλλ ' ἐπεσβαλεῖν ἡδὺ σκύφον τοῦδ ' ἀσθενεστέρωι ποτῶι . ἴτω φέρων τις τοῖς |
τὸν Λάκωνα , ” ἀλλ ' ἀνάπαλιν “ τὸν Λάκωνα ἐξέλισσε ” καὶ . . . . . . παράστηθι | ||
“ ἐπὶ δόρυ μεταβάλλου ” φήσαιμεν , οὐδ ' “ ἐξέλισσε τὸν Λάκωνα , ” ἀλλ ' ἀνάπαλιν “ τὸν |
ἀμφίπολος , ” ἐπὶ δὲ τῆς λεκάνης “ γρηῦς δὲ λέβητ ' ἕλε παμφανόωντα , ” ἐπὶ δὲ τοῦ ἡμῖν | ||
ἔπι , τρισσῶν ἁμαξῶν ὡς ἀγώγιμον βάρος , καὶ χάλκεον λέβητ ' ἐπέζεσεν πυρί . ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσεν |
δάκνει : διαφορητικὸν δ ' ἱκανῶς ἐστι καὶ ξηραντικόν . Ψιμύθιον ἐμπλαστικόν τε καὶ ἐμψυκτικόν ἐστι , καιόμενον δ ' | ||
τῆς ἑψήσεως . Μόλυβδος κεκαυμένος μεσούσης τῆς ἑψήσεως ἐμβάλλεται . Ψιμύθιον ἐμβάλλεται εἰς μὲν τὰς λευκὰς ἐμπλάστρους ἐπὶ τέλει , |
δὲ Σκύθαι καλὸν νομίζοντι , ὅς κ ' ἄνδρα κατακανὼν ἐκδείρας τὰν κεφαλὰν τὸ μὲν κόμιον πρὸ τοῦ ἵππου φορῆι | ||
τὴν σάγην τε τοῦ κτήνους , καὶ τὴν ὀνείην προσεπέθηκεν ἐκδείρας . ὁ δ ' ἵππος “ οἴμοι τῆς κακῆς |
τι ἄλλο τοιοῦτον : ὡς καὶ Ὅμηρος : οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο : ἢ τὸ πανέσχατον , εἴ ποτε πυρὸς | ||
. δρύον ἂν εἴη : παρὰ τὴν δρῦν , οἷον δρύϊνον . Δεῖπνον . τὸ παρ ' ἡμῖν ἄριστον . |
ἐστὶ τὸ τῷ μέσῳ δακτύλῳ παίειν τινὸς τὸν μυκτῆρα : ῥαθαπυγίζειν δὲ τὸ σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν , | ||
ὑπὸ τοῦ μείζονος ἀφεθέντι τὴν ῥῖνα παίειν , τὸ δὲ ῥαθαπυγίζειν σιμῷ τῷ ποδὶ τὸν γλουτὸν παίειν . τὰ δὲ |
οὔτε κατάξηρος . δολίζουσι δ ' αὐτὴν μιγνύντες ῥητίνην καὶ ἐρεγμὸν καὶ ἀμμωνιακόν : καθαίρει δ ' αὐτὴν ὁ βουλόμενος | ||
ἤρικε δ ' ἱπποδάσεια κόρυς : ” καὶ ἡμεῖς ἔτι ἐρεγμὸν λέγομεν τὸν ἐσχισμένον κύαμον . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος ὑποκατεκλῶντο |
. καὶ κολοιῷ δὲ ἔνδον τρεφομένῳ δεινὸς κλιμάκιον πρίασθαι καὶ ἀσπίδιον χαλκοῦν ποιῆσαι , ὃ ἔχων ἐπὶ τοῦ κλιμακίου ὁ | ||
δ ' οὐδ ' ἀφύην κινεῖν δοκεῖς . ἔχοντες ἴσον ἀσπίδιον ὀγκίῳ . οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ αὐτοσχεδίς [ βᾶ ] |
ξηρῷ προσάπτου , πρότερον ἀναγαργαρίσας ὕδατι θερμῷ : ἢ σχιστὴν καύσας ἐπιμελῶς παράπτου : ἢ ἀσκαλαβώτην ἐπ ' ἀμπελίνοις ξύλοις | ||
τῶν ὤμων μέχρι τῶν νεφρῶν ὀστοῦν τῆς ῥάχεως πυρώσας ] καύσας δυστέκμαρτον ] δυσκατανόητον τέχνην ] ἤγουν τὴν θυτικὴν μαντείαν |
εἰς τὸν βίον ἦλθεν . οἱ δὲ καὶ ἄλλον ἀνδριαντοποιὸν Ῥηγῖνον γεγονέναι φασὶ Πυθαγόραν , πρῶτον δοκοῦντα ῥυθμοῦ καὶ συμμετρίας | ||
. ὁ πολίτης Ῥηγῖνος , τὸ θηλυκὸν Ῥηγίνη , καὶ Ῥηγῖνον τὸ οὐδέτερον . Ῥῆγμα , πόλις , ὡς Ἅρμα |
οὗτος , εἰ τοῦτο ἀληθές ἐστι , ἰδοὺ Ῥόδος καὶ πήδημα . „ ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι , ἐὰν | ||
τὸν [ ] ὅλον ἄνθρωπον % καὶ τὸ [ ] πήδημα τῆς καρδίας [ | κεινεῖ ] [ ὅσα τῶν |
περιφερείᾳ ἴση ἐστίν : κατὰ κορυφὴν γάρ : ἡ δὲ ϘϠ τῇ ΧΦ : καὶ ἡ ΦΩ ἄρα περιφέρεια ἴση | ||
δὴ παρακείσθω μὲν τῷ ΧΨ τυμπάνῳ ἕτερον τύμπανον ὠδοντωμένον τὸ ϘϠ , τῷ δὲ ἄξονι αὐτοῦ τύμπανον ἔστω συμφυὲς ΜαΜβ |
ῥίζαν ἢ κράμβηϲ ἢ ϲεύτλου ἢ λαπάθου φύλλα ἐνδήϲαϲ θερμοϲποδίᾳ ἔγκρυψον , ὅταν δὲ μαλακυνθῇ , ϲὺν ἁλὶ τρίψαϲ ἐπίθεϲ | ||
πλέον ἀνασπᾶν κέλευε . ἢ θύμον στέατι φυράσας εἰς τέφραν ἔγκρυψον , καὶ ὅταν ὀπτηθῇ , συντρίψας κέλευε τὴν ὀσμὴν |
Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ | ||
δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς |
, οὗ τάλαντα τρισχίλια ἔκειτο ἀργυρίου , καὶ προσηγορεύετο βασιλικὸν ὑποπόδιον . ἦν δ ' ἐν τῷ κοιτῶνι καὶ λιθοκόλλητος | ||
, σύμμετρον δὲ καὶ τὸ ὕψος , ταῖς γὰρ μικρομεγέθεσιν ὑποπόδιον ὑποτιθέμενον ἀναπληροῖ τὸ ἐλλεῖπον . τῶν δὲ ὑπὸ τῆς |
, Λυσιμάχῳ παραδοὺς ὕστερον αὑτὸν καὶ τὰ χρήματα , Φιλέταιρον Παφλαγόνα εἶχεν εὐνοῦχον . ὅσα μὲν δὴ Φιλεταίρῳ πεπραγμένα ἐς | ||
γὰρ κρινόμενος ἐβοσκόμην . Ἀγορακρίτῳ τοίνυν ἐμαυτὸν ἐπιτρέπω καὶ τὸν Παφλαγόνα παραδίδωμι τουτονί . Καὶ μὴν ἐγώ ς ' , |
ὀνομάτων οὐ διαφυλάττει . εἰκάσειε δ ' ἄν τις τὸ κισσύβιον τὸ πρῶτον ὑπὸ ποιμένων ἐργασθῆναι ἐκ κισσίνου ξύλου . | ||
κίρκος ἱέραξ : “ κίρκος Ἀπόλλωνος ταχὺς ἄγγελος . ” κισσύβιον ἐκ κισσίνου ξύλου ποτήριον . κιχείω καταλάβω , καὶ |
ὡς τοῦ Εὐριπίδου ἡ Ἑκάβη . ηὔξατο δὲ οὗτος ὁ Μανδρόβουλος ὡς εἰ πλουτήσειεν ἐφ ' ἑκάστῳ χρόνῳ χρυσοῦν ἀνατιθέναι | ||
αὐτοῦ οὐδὲν συμβαίνει ἄτοπον . Διάλογός ἐστι τοῦ Πλάτωνος καλούμενος Μανδρόβουλος διὰ τὸ παρεισάγειν αὐτὸν δι ' ὅλου τοῦ διαλόγου |
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
αὐτὰρ ὁ τοῖς ἄμοτον κοτέων Ἀφαρήιος Ἴδας κόψε παρ ' οὐρίαχον μεγάλῳ ξίφει : ἆλτο δ ' ἀκωκή ῥαιστὴρ ἄκμονος | ||
' ἐν κραδίῃ ἐπεπήγει , ἥ ῥά οἱ ἀσπαίρουσα καὶ οὐρίαχον πελέμιζεν ἔγχεος : ἔνθα δ ' ἔπειτ ' ἀφίει |
τῷ Αἰσώπῳ . ὁ Ξάνθος ἀνοίξας τὸ γλωσσόκομον ἐδίδου τὸ κέρμα τῶν λαχάνων . ὁ κηπουρὸς λέγει ” πρὸς τί | ||
. ὡς δὲ ἥκομεν ἔς τινα πόλιν , ἵνα ἠδυνάμεθα κέρμα γενέσθαι αὐτοῖς , προήγαγον ἡμᾶς ἐς ἀγοράν , εἶτα |
Ἐκφαντίδης δ ' ἐν Σατύροις : πόδας ἐπεὶ δέοι πριάμενον καταφαγεῖν ἑφθοὺς ὑός . γλώσσης δὲ μέμνηται Ἀριστοφάνης ἐν Ταγηνισταῖς | ||
τί φής ; . . . ἐνθάδ ' οἴσεις τι καταφαγεῖν ἐπὶ τὴν θύραν , εἶθ ' ὥσπερ οἱ πτωχοὶ |
καὶ σάμψυχον καὶ ὕσσωπον καὶ δαφνίτιδας καὶ λιβανωτίδα καὶ λίθον πυρίτην καὶ ἅλας καὶ τρύγα τὴν κεκαυμένην καὶ νίτρον καὶ | ||
τὸν ἄργυρον , ἵνα καλῶς καταμιγῇ : καὶ πεταλίσας πάσον πυρίτην οἰκονομηθέντι , ὀξάλμῃ ἡμέρας ζʹ καὶ γλυκανθέντι , καὶ |
σμικρότητα αὐτῶν . τὰ ῥυγχία ] τὴν ῥῖνα . τὸν σάκκον ] διὰ δύο κκ τὸ “ σάκκος ” . | ||
' ἀμφίθεσθε καὶ ταδὶ τὰ ῥυγχία , κἤπειτεν εἰς τὸν σάκκον ὧδ ' εἰσβαίνετε . Ὅπως δὲ γρυλλιξεῖτε καὶ κοΐξετε |