ἐκλήθη παρὰ τοῦ Μελανθίου πῆ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις ; μολοβρὸς * ἀρτοζήτης * ἀπὸ τοῦ μολεῖν καὶ παραγίνεσθαι πρὸς | ||
περὶ ἃς μέγας πόλεμος συνέστη περὶ τοῦ σώματος Ἀχιλέως . μολοβρὸς : καὶ γὰρ ἐκλήθη παρὰ τοῦ Μελανθίου πῆ δὴ |
τὸ φέρω φὸρ καὶ τροπῆ τοῦ ο εἰς ω μέγα φώρ . φάτνη παρὰ τὸ φαγεῖν φάγνη : καὶ τροπῆ | ||
κε ῥεῖα αὐτὸ κίχοις , οὐδ ' αὐτὸς ὀνήσεται ἠλίθιος φώρ , κέρδεος ἁρπαλέοιο δίκην ἰθεῖαν ὑποσχών : φράζεο δ |
, τυπείητε , τυπείησαν : πρόδηλος ἡ τεχνολογία ἀπὸ τῆς τυπείς μετοχῆς . Ἑνικά . Τυψαίμην : εἴπομεν ὡς ὅσα | ||
: δαφνήεις κητώεις . αἱ δὲ μετοχαὶ ὀξύνονται : τυφθείς τυπείς . [ τὸ δὲ κτείς ὀξύτονον , ὡς μονοσύλλαβον |
ὁ ἀγνώστους ποιῶν , ἡ γενικὴ Ἀΐδου , ἡ δοτικὴ Ἀΐδῃ * * * ὥσπερ ἀπὸ τῆς ὑσμίνῃ δοτικῆς κατὰ | ||
: ” ἀπὸ δὲ τῆς Ἀΐδης “ ἰφθίμῳ τ ' Ἀΐδῃ καὶ ἐπαινῇ . Περσεφόνεια . ” ποτὲ δὲ ἀπὸ |
κἀμπιπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας , κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . λήψει δ ' ἐν Ἅιδου κραπάταλον τριωβόλου καὶ | ||
κἀμπιμπλάμενος κάθευδε τῆς μεσημβρίας : κᾆτα σφακέλιζε καὶ πέπρησο καὶ βόα . Τηλεκλείδης δ ' ἐν Ἀμφικτύοσι : ὡς καλοὶ |
καὶ πάλιν : οἱ δεξιτερὴ μὲν ἐπὶ κλισμὸν τετάνυσται πενθερίου δίφροιο . καὶ ὡς ἐπὶ τοῦ Ὄρνιθός φησι : δεξιὰ | ||
. , . . Ἀϊχθῆναι : ὁρμηθῆναι : ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι , . . . Ἀΐω : [ |
γίνεται καρπνὸς καὶ ἐν ὑπερθέσει κραπνὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι κραιπνός . Φιλόξενος . Ὠρίων . . . , : | ||
ὄντα καὶ μὴ ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους ΟΡ : πυκνός κραιπνός τερπνός στρυφνός ἰσχνός : σεσημείωται τὸ λίχνος βαρύτονον , |
ἔχε ποιμένι λαῶν . Πείσανδρος δ ' ἰθὺς Μενελάου κυδαλίμοιο ἤϊε : τὸν δ ' ἄγε μοῖρα κακὴ θανάτοιο τέλος | ||
παράγωγον βῆμι καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν βίβημι , ἔνθεν τὸ „ ἤϊε μακρὰ βιβάς „ , βάτρον τι γίνεται ῥηματικὸν ὄνομα |
γράφεται : σπάνια δὲ τὰ παραδείγματα : ἔστι γὰρ τὸ κλὲψ , ὃ δηλοῖ τὸν κλέπτην : καὶ τὸ φλὲψ | ||
παρὰ τὸν τρίψω μέλλοντα , ὡς ἁρπάξω ἅρπαξ , κλέψω κλὲψ καὶ βοῦκλεψ , καὶ τέξω τὲξ καὶ ἐπίτεξ . |
ἄγαν ὠγύγιος ἐγγύς . τὸ μέντοι ἁγνός καὶ ἅγιος τοῦ ἅζω ῥήματος τὴν δασεῖαν ἐφύλαξεν . Τὸ Α πρὸ τοῦ | ||
: . . . ἐπὶ δὲ τοῦ σέβομαι δασύνεται : ἅζω . Τὸ Α πρὸ δασέως ψιλοῦται . σεσημείωται τὸ |
, λασιότριχον , ὄμμασι νωθές , ἀλλ ' ὀνύχεσσι πόδας κεκορυθμένον ἀργαλέοισι καὶ θαμινοῖς κυνόδουσιν ἀκαχμένον ἰοφόροισι : ῥίνεσι δ | ||
μοῖραν ἐφείη . Εἰ δ ' ἄγε , καὶ κέντρῳ κεκορυθμένον ἀλγινόεντι σκορπίον αὐδήσω καὶ ἀεικέα τοῖο γενέθλην . τῶν |
τὰς πάχνας αὐτάς . Ἡσίοδος . Λιασθείς : τὸ θέμα λιάζω . τοῦτο παρὰ τὸ ἀλῶ τὸ πλανῶ καὶ ἐκκλίνω | ||
τοῦ στερητικοῦ α , ἄκρατος . Ἀλίαστος , παρὰ τὸ λιάζω τὸ ἐκκλίνω . ὁ μέλλων λιάσω : ὄνομα ῥηματικὸν |
μέμνῃ , ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα | ||
οὐ μέμνῃ ὅτε τ ' ἐκρέμω ὑψόθεν , ἐκ δὲ ποδοῖιν ἄκμονας ἧκα δύω , περὶ χερσὶ δὲ δεσμὸν ἴηλα |
καὶ Κάλαϊς δέμας εἴκελοι ἀθανάτοισιν . Αὐτὰρ δὴ Πελίαο Φεραιόθεν ἤλυθ ' ἄνακτος ἀγχιστεύς : νηὸς γὰρ ἐπ ' Ἀργῴας | ||
ἱππότα Νέστωρ φθεγξάμενος : τὸν δ ' αἶψα περὶ φρένας ἤλυθ ' ἰωή , ἐκ δ ' ἦλθε κλισίης καί |
πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα , ἑξείης πέτασαν παρὰ θῖν ' ἁλός , ἧχι μάλιστα λάϊγγας ποτὶ χέρσον ἀποπτύεσκε | ||
Ἀγαμέμνων . πολλὸν γάρ ῥ ' ἀπάνευθε μάχης εἰρύατο νῆες θῖν ' ἔφ ' ἁλὸς πολιῆς : τὰς γὰρ πρώτας |
καὶ τοῦ ὀχὴ ἡ τροφή : τὸ δ ' εἰπεῖν νύσσαν ἀοιδῆς κέρδιστον ἀνθρώποις νόημα ἀττικὴ ἡ σύνταξις . κέρδιστον | ||
ὡς ἀπὸ καμπτῆρος ὁμοίως ἐπὶ τὴν ἑκατοντάδα ἐπανέλθοιμεν ὡς ἐπὶ νύσσαν , ἔσται ἀριθμὸς ὁ τῶν μυρίων ἡ πεντωδουμένη μονάς |
' αὐδῶσαν θεὸς ὁμευνέτας ἆγες ἀναιδείαι Κύπριδι χάριν πράσσων . τίκτω δ ' ἁ δύστανός σοι κοῦρον , τὸν φρίκαι | ||
ἐξ Ἀχιλλέως θανόντ ' ἐσεῖδον , παῖδά θ ' ὃν τίκτω πόσει ῥιφθέντα πύργων Ἀστυάνακτ ' ἀπ ' ὀρθίων , |
δὲ δὴ ἄλλοι οἴχονται μετὰ δεῖπνον , ὃ δ ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος . ἀλλ ' ἴθι οἱ νέκτάρ τε | ||
δὴ ἄλλοι / οἴχονται μετὰ δεῖπνον , ὁ δ ' ἄκμηνος καὶ ἄπαστος „ . . . . ἀπροτίμαστος , |
εἷς δ ' ἐνόρουσε βοάσαις . ἔννεπε δ ' ἀντίον ὁρμαίνων τέρας εὐθὺς Ἀπόλλων : Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς , ἥρως | ||
προθυμούμενος . ὁρμαίνων ] ὁρμῶν . ὁρμαίνει ] ὁρμᾷ . ὁρμαίνων ] σφαδάζων . θ ὁρμαίνει ] ταράττεται . Ξ |
„ ἀγροικηρὴν φύσιν „ , καὶ ἀγροιῶτις καὶ ἀγρωστῖνος καὶ ἀγρεῖος καὶ ἀγρίτης , ὡς τόπος τοπίτης , καὶ ἀγρείη | ||
ἀγρεῖος διαφέρει . ἄγριος μὲν γάρ ἐστιν ὁ ὠμός , ἀγρεῖος δὲ ὁ ἀγροῖκος . ἀγνοεῖν καὶ ἀμφιγνοεῖν διαφέρει . |
δισύλλαβα ἔχοντα τὸ Α ἐν τῇ πρὸ τέλους βαρύνεται : ἄχω μάχω ἄρχω πάσχω , μεθ ' ὧν καὶ τὸ | ||
ὁ μὴ χωρούμενος διὰ τὴν λύπην , γίνεται δ ' ἄχω ἀχύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν ἀχνύω καὶ ἄχνυμι |
, ἀτρηρὸς , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ο , ὀτρηρός . ἀπὸ δὲ τούτου ἄλλο παράγωγον ὄνομα ῥηματικὸν τρέης | ||
τοῦ α εἰς ο ὄρχαμος . . . , : ὀτρηρός : Φιλόξενος ἀπὸ τοῦ τρέω , τὸ φοβοῦμαι , |
: καὶ μετάγεται ὁ μέλλων , εἰς ἐνεστῶτα καὶ γίνεται ἀλεξῶ . ἐφεῖντο : ἔστιν ἕω ῥῆμα : καὶ σημαίνει | ||
, ὁ προμαχῶν : ἐπάλαξις τὶς οὖσα : ἀπὸ τοῦ ἀλεξῶ ῥήματος : περισπώμενον : τοῦτο παρὰ τὸ ἀλέγω ἀλέξω |
: χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτῃ ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος | ||
. χωλός , στιγματίης , πολυγήραος , ἶσος ἀλήτηι ἦλθε κνισοκόλαξ , εὖτε Μέλης ἐγάμει , ἄκλητος , ζωμοῦ κεχρημένος |
, παρὰ τὸ θῶ , τρίτης ἐστὶ συζυγίας , τὸ στρέφω , θήσω μέλλων . ῥηματικὸν ὄνομα θώνη , καὶ | ||
τέρπω τερπνός . . , : στραβός : παρὰ τὸ στρέφω , τροπῇ τοῦ ε εἰς α καὶ τοῦ φ |
καὶ ἀνηδόνου δαίμονος : οὐ γὰρ ἡδονὴν ἔχει ὁ ἐμὸς γόος ὥσπερ ὁ τῶν βακχῶν . . . δαίμων : | ||
ἔρρετε λωβητῆρες ἐλεγχέες : οὔ νυ καὶ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος , ὅτι μ ' ἤλθετε κηδήσοντες ; ἦ ὀνόσασθ |
βάς Ἄβας , φάς Περίφας , χωρὶς τῆς ἑκών καὶ ἀέκων . Αἱ εὐθεῖαι καὶ αἰτιατικαὶ τῶν ἄρθρων ὀξύνονται : | ||
τρομέω νιν ἐπερχόμενον , ὥστε φερέζυγος ἵππος ἀεθλοφόρος ποτὶ γήραι ἀέκων σὺν ὄχεσφι θοοῖς ἐς ἅμιλλαν ἔβα . Εὐρύαλε γλαυκέων |
καὶ δηλοῖ νοσοῦντας . τὰ δὲ νεανίσκων πρόσωπα πάγχρηστος , οὖλος , πάρουλος , ἁπαλός , πιναρός , δεύτερος πιναρός | ||
τι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίιος οὐδὲ νόημα . οὖλος ὁρᾶι , οὖλος δὲ νοεῖ , οὖλος δέ τ ' ἀκούει . |
, ὀρτός : καὶ συνθέτως κονιορτὸς , ὁ τὴν κόνιν ὀρούων καὶ ὁρμῶν , ὡς σπείρω σπαρτός . Κοντὸς , | ||
αἶψα αὖ ἐρύων , τῷ δ ' αὖτις ἀάσχετος ἰθὺς ὀρούων . ὡς δ ' ὁπότ ' ἐν πολέμοισιν ἀρήϊον |
λαοῖς κατασχεῖν τὰς πύλας ἐπιτρέπει , καὶ τὸ πρόσωπον χερσὶ τύψας , ὁ δράκων , ἀφῆκε καπνὸν συμφορῶν ἐκ καρδίας | ||
⌈ ἑαυτόν , [ σεαυτόν . / ] κόψας ] τύψας ἀττικῶς . κρημνός τις ἦν ἐν Ἀθήναις , ἐν |
ζώω : τρέω , τρώω : ῥέω , ῥώω : σέω , σώω : πλέω , πλώω : εἰ δὲ | ||
σαίνειν κυρίως ἐπὶ τῶν κυνῶν ἀπὸ τοῦ σῶ σαίνω καὶ σέω . σαίνειθέλγει . ὄνειρος : ὁ τὸ ὂν εἴρων |
κυβιστητῆρι δ ' ἐοικὼς ἄλλοτε μὲν βαθὺ κῦμα διατρέχει ἠΰτε λαίλαψ , ἄλλοτε δ ' ἐς νεάτην φέρεται βρύχα , | ||
βυθὸν , ἤως τὸ πέλαγος . διατρέχει : διαβαίνει . λαίλαψ : ἄνεμος , σφοδρὰ πνοιὴ , ταχὺς ἄνεμος . |
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ | ||
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ |
α καὶ ο εἰς α μακρόν , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ | ||
αο εἰς α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ |
ἐπὶ τῶν φονευόντων καὶ νικώντων λαμβάνεται . ἢ παρὰ τὸ αἴνυμαι , τὸ λαμβάνω , ἀπὸ τοῦ νικῶντας . . | ||
σκαρθμὸς ὁ πούς αἰνύμενος ] λαμβάνων : αἰνύμενος ἐκ τοῦ αἴνυμαι , τὸ ἀφαιροῦμαι καὶ λαμβάνω μογέοντι ] τῷ νοσοῦντι |
νώτου ἐνὶ γαίῃ ἔστη ἱεμένηἡ διπλῆ ὅτι σαφῶς παρίστησιν ὅτι βέβληται . . . . ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη | ||
” οὐ γὰρ ἐκ χειρὸς ὁ Μενέλαος τέτρωται , ἀλλὰ βέβληται ὑπὸ Πανδάρου : παρὰ γὰρ τὸ οὐτάσαι ὠτειλή . |
ὄπισθε λαύρας διὰ δενδροφόρου φάραγγος ἐξέωσε βροντὴν ἠλέματον , ὁκοίην ἀροτὴρ γέρων χαλᾷ βοῦς . ἔγραψε δὲ ταῦτα εἰς Φιλῖνον | ||
ἔλυσέν τις αὐτοῦ τοὺς βόας καὶ ἀπήλασεν . ὁ δὲ ἀροτὴρ ἐπιστὰς καὶ μὴ εὑρὼν αὐτοῦ τοὺς βόας ἐκ ψυχῆς |
τὰς δὲ ἀναπαύσεις σεμνὰς ὁμοῦ καὶ ἀφελεῖς , ὡραῖος καὶ ἁβρὸς κατ ' ἀνάγκην ἡμῖν ὁ λόγος γίνεται : ὥστε | ||
. ἀτὰρ εἰπέ μοι καὶ τόδε : τί δή ποτε ἁβρὸς οὕτω θεὸς ὢν καὶ γέρων ἐπιλεξάμενος τὸ ἀτερπέστατον , |
γαυριῶν καὶ ἐπαιρόμενος , μαργαίνων καὶ ἐνθουσιῶν . παρὰ τὸ βρέμω βρεμαίνω καὶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ | ||
φοβῶ , ἀφ ' οὗ ” οὐδὲ φέβοντο ” , βρέμω βρομῶ , „ σταθμῷ ἐνὶ βρομέουσι „ , οὕτως |
ὣς τῆνος δινοῖτο ποθ ' ἁμετέραισι θύραισιν . ἶυγξ , ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα . ἐς | ||
βαίνεις τ ' εἰς Ἀίδαο δόμους κυφὸς διὰ γῆρας . ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ βηλοῦ θεσπεσίοιο . τίθει μαγείρωι μνᾶς |
εὔποκ ' ἐς [ ποίμνια , κἐς λάϊα ] καρπῶν θόρε , κἐς τελεσφόρος [ ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε | ||
ἔμμεναι Εὐρώπειαν . ἣ δ ' ἀπὸ μὲν στρωτῶν λεχέων θόρε δειμαίνουσα , παλλομένη κραδίην : τὸ γὰρ ὡς ὕπαρ |
ἀνθρώποισιν ἀείδειν ἄρχεται , ᾧ τε πόσις καὶ βρῶσις θῆλυς ἐέρση , καί τε πανημέριός τε καὶ ἠῷος χέει αὐδὴν | ||
* * θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση † λήϊον ἀλδήσκων † , καὶ ἀναλδήσκοντες ὑπὸ χθόνα |
μοῦνον ὁρᾶν τέμενος . Θρήσασθαι πλατάνῳ γραίῃ ὕπο Γηρύσαιτο δὲ νεβρὸς ἀπὸ ψυχὴν ὀλέσασα , ὀξείης κάκτου τύμμα φυλαξαμένη . | ||
ἥλατο . τάττεται δὲ ἐναλλάξ , πρότερον τὸ ὡς ὁ νεβρὸς ἅλλεται ἐπὶ τὴν μητέρα , εἶτα τὸ οὕτω καὶ |
οὐδέ μ ' ἔασκες , ὅτ ' ἄνδρ ' ἐμὸν ὠκὺς Ἀχιλλεὺς ἔκτεινεν , πέρσεν δὲ πόλιν θείοιο Μύνητος , | ||
ἄφαρ δ ' ἀνεπήλατο ταῦρος , ἣν θέλεν ἁρπάξας , ὠκὺς δ ' ἐπὶ πόντον ἵκανεν . ἣ δὲ μεταστρεφθεῖσα |
δεσμὰ καὶ κάλους ῥήξας ἐς μέσσον αὐλῆς ἦλθ ' ἄμετρα λακτίζων . σαίνων δ ' ὁποῖα καὶ θέλων περισκαίρειν , | ||
μὲν κατέδυνεν ὑφ ' ὕδατι , πολλάκι δ ' αὖτε λακτίζων ἀνέδυνε : μόρον δ ' οὐκ ἦν ὑπαλύξαι . |
Εὔρυτος οὐδ ' ἐπὶ γῆρας ἵκετ ' ἐνὶ μεγάροισι : χολωσάμενος γὰρ Ἀπόλλων ἔκτανεν , οὕνεκά μιν προκαλίζετο τοξάζεσθαι . | ||
' οὐ πάντες ἀκούσαμεν , οἷον ἔειπεν . μή τι χολωσάμενος ῥέξῃ κακὸν υἷας Ἀχαιῶν . θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ |
διὰ καθαροῦ τοῦ ω ἐκφέρεται , βαρύνεται : οἷον , χέω , χώω : ζέω , ζώω : τρέω , | ||
καλύψω Καλυψώ : καὶ εἰς ων : τέρπω τερπών , χέω χεών καὶ χιών . οὕτως οὖν καὶ ἀρήγω ἀρηγών |
τύπτομαι . παρεπιγραφή : συγκέκυφε γὰρ καὶ ὑπὸ τῶν διωκόντων τύπτεται . Γ καταστρέφεις ] δουλοῖς . Γ καταστρέφεις ] | ||
οὐ μὰ Δία νηί , οὐ γὰρ ἔτι τοῖς κύμασι τύπτεται , ἀλλὰ ἐν πολλῷ τῷ πεδίῳ λόφῳ τινὶ ἀνεστῶτι |
. Πόνος , τοῖσιν ἄρθροισι καὶ σαρκὶ σῖτος , ὕπνος σπλάγχνοισιν . Ψυχῆς περίπατος , φροντὶς ἀνθρώποισιν . Ἐν τοῖσι | ||
ἐν οὐδενί . Φροντὶς νοῦσος χαλεπή : δοκέει ἐν τοῖσι σπλάγχνοισιν εἶναι οἷον ἄκανθα καὶ κεντέειν , καὶ ἄση αὐτὸν |
ὁ παρακείμενος ἦρκα καὶ ὁ μέσος ἦρα , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν Ἀττικὸν ἄρηρα , ἡ μετοχὴ ἀρηρώς : οὔτε φρεσὶν | ||
, ὡς ῥίπτω ῥιπτάζω καὶ ἐνθουσιῶ ἐνθουσιάζω , καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν παφλάζω . . . , πεπάλη : πάσω πάλη |
κέλευθον μακρὴν ἠδ ' εὐρεῖαν , ὅσον τ ' ἐπὶ δουρὸς ἐρωὴ γίγνεται , ὁππότ ' ἀνὴρ σθένεος πειρώμενος ᾗσι | ||
ἔπειτα ὑπὲρ σάκεος μεγάλοιο αἰὲν ἐπ ' αὐχένι κῦρε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκῇ . καὶ τότε δή ῥ ' Αἴαντι περιδείσαντες |
ἑλέσθαι : καὶ τό γε χειρὶ λαβοῦσα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη ὦσεν ὑπὲκ δίφροιο ἐτώσιον ἀϊχθῆναι . δεύτερος αὖθ ' ὡρμᾶτο | ||
ἐπὶ γαίης κλάσσε βαρύν περ ἐόντα , πάλιν δέ μιν ὦσεν ὀπίσσω ὤμῳ ἐπιβρίσας : ὁ δέ οἱ περὶ νεῦρα |
στήθει τοῦ λέοντος ἐπιτέλλει . τῇ κεʹ τοῦ Αὐγούστου , ὀϊστὸς δύνει . τῇ ιεʹ τοῦ Σεπτεμβρίου , ἀρκτοῦρος ἐπιτέλλει | ||
τούς γε ὀρεῖς καὶ τοὺς κύνας τί τοὺς ἀθῴους ὁ ὀϊστὸς ἐν τοῖς πρώτοις ἐπεπορεύετο ; ἀλλὰ διδάσκει , ὡς |
ὧν καὶ τὸ τυκίζειν , ὑπαγωγεύς , ᾧ παρέξεον , πέλεκυς , στάθμη , μολύβδαινα , κανών , διαβήτης : | ||
, σφενδόνη Ἀκαρνάνων , ἀκόντιον Αἰτωλικόν , μάχαιρα Κελτική , πέλεκυς Θρᾴκιος . καὶ τὰ ἔμπροσθεν εἰρημένα ὑπὲρ τῆς ἑκάστου |
αὐτὸς βέβαπται βάμμα Κυζικηνικόν : κᾆτα φεύγει πρῶτος ὥσπερ ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν τοὺς λόφους σείων : ἐγὼ δ ' ἕστηκα λινοπτώμενος | ||
[ ] δεκέμβολος † ἀπὸ δ ' αὖτε † ξουθὸς ἱππαλεκτρυὼν στάζει † κηρόθεν τῶν † φαρμάκων πολὺς πόνος σέβας |
δύο συμφώνων , κύρια ὄντα ἢ ἐπίθετα , προπαροξύνεται : ἄρταμος ὄρχαμος Πέργαμος ἐμπέραμος . τὸ μέντοι σχινδαλαμός ὀξύνεται προσηγορικὸν | ||
ἄνυμφον ἀολλεῖς ἀπαιόλημα ἁπαλά ἀπάνθρωπος ἀπολωπίσαι ἀπόμορφα ἀποφανῶσαι Ἀργειφόντης ἀρραγῶς ἄρταμος ἀτιμαγέλης ἀτιμοσύνη αὐλῶπιν ἀυπνίαν αὐτάγγελτος αὐτόπαιδα ἀφαιᾶσαι ἀχανές βαῖται |
, καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα : τίπτε δεδάκρυσαι Πατρόκλεες , ἠΰτε κούρη νηπίη , ἥ θ ' ἅμα | ||
πολλὰ μένων ἐπετέλλετ ' ἰόντι : μή μοι πρὶν ἰέναι Πατρόκλεες ἱπποκέλευθε νῆας ἔπι γλαφυρὰς πρὶν Ἕκτορος ἀνδροφόνοιο αἱματόεντα χιτῶνα |
. Ὡς δ ' ὅτ ' ἀν ' οὔρεα μακρὰ θορὼν εἰς ἄγκεα βήσσης δρυτόμος ἐγκονέων νεοθηλέα δάμναται ὕλην , | ||
! ! ! ] , ἀφ ? ' ἱμερτοῦ δὲ θορὼν ? γλυκὺς ? ? ἵμερος προσώπου ? [ πέπτωκεν |
ἐποτρύνει καὶ ἀνώγει , τειρομένους δ ' ἐπὶ νηυσὶν ἰδὼν ἐλέησεν Ἀχαιούς . αὐτάρ τοι καὶ κείνῳ ἐγὼ παραμυθησαίμην τῇ | ||
καὶ πλείονα φθαρῇ ἀπὸ τῆς λύπης . Οὕτως γάρ σε ἐλέησεν ὁ θεὸς καὶ οὐκ ἔασέν σε ἐλθεῖν εἰς Βαβυλῶνα |
προσηύξησεν : ὡς καὶ Ὅμηρος : ἐπεὶ οὔ μιν ἀφαυρότατος βάλ ' Ἀχαιῶν : ἀλλὰ ἰσχυρότατος δηλονότι . διὰ τὸ | ||
, αἶψ ' ἐπὶ Τυδεΐδῃ ἐτιταίνετο καμπύλα τόξα , καὶ βάλ ' ἐπαΐσσοντα τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον θώρηκος γύαλον : |
“ δὲ διὰ τὴν τραχύτητα . ἀλλ ' ἔχ ' ἀτρέμας : μένε ἐφ ' ἡσυχίας . βαλλόμενος γὰρ ὁ | ||
, χὤσπερ βροντὴ τὸ ζωμίδιον παταγεῖ καὶ δεινὰ κέκραγεν , ἀτρέμας πρῶτον , παππὰξ παππάξ , κἄπειτ ' ἐπάγει παπαπαππάξ |
δέ μ ' ἐπιγράψας ταρσὸν ποδὸς εὔχεαι αὔτως . οὐκ ἀλέγω , ὡς εἴ με γυνὴ βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων | ||
, . ἀλέγω : τὸ φροντίζω ἡ φροντίς . καὶ ἀλέγω μετὰ τοῦ ἐπιτατικοῦ α καὶ οὐκ ἀλέγω , τὸ |
Σωτάδεια διὰ τὸ μαλακώτερον : σκήλας καύματι κάλυψον , καὶ σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον ἀντὶ τοῦ σείων | ||
ἄλλοις εὑρίσκεται μέτροις , ὡς παρὰ Σωτάδῃ ἐν τῇ Ἰλιάδι σείων μελίην Πηλιάδα δεξιὸν κατ ' ὦμον , ἐν δὲ |
ὅς ς ' ἔβαλέν περ , οὐκ ἂν ἀνουτητί γε τεοῦ φύγεν ἔγχεος ὁρμήν . Ἀλλὰ Ζεὺς τάχα που τάδε | ||
δ ' οὐκ ἔστιν ἁλῶναι . Αἰσονίδη , τύνη δὲ τεοῦ βασιλῆος ἐφετμήν , εὖτε διὲκ πέτρας φυγέειν θεὸς ἧμιν |
, ἑκάς , ἑκηβόλος , ἑκών , κἂν ἀπὸ τοῦ εἴκω ἐνεστῶτος ἐσχηματισμένον ᾖ : τοῦ δὲ δευτέρου ἐκάλουν , | ||
ὄνομα εἴη : ῥέγκω δέρκω πλέκω τέκω πέκω ἕλκω δείκω εἴκω . τοιαῦτα καὶ τὰ ὑπερδισύλλαβα τῷ Ε παραληγόμενα : |
παρωνύμως προφῆτις , οἰκέτης οἰκέτις , οὕτως ἄρτης ἄρτις καὶ ἄρδις . ἢ παρὰ τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν | ||
τὸ ἄρης , ὃ σημαίνει τὸν σίδηρον , ἄρις καὶ ἄρδις . οὕτως Ἐπαφρόδιτος , . , , . . |
ᾧ κέν μιν μνηστὴν κομέωσι τοκῆες τῷ ἴκελος προπόλοιο κατὰ στίβον ἤιεν ἥρως : καί ῥ ' ὅτε δὴ πυλέων | ||
Ταῦτα εἴπας ἦγε τοὺς Πέρσας δρόμῳ διαβάντας τὸν Ἀσωπὸν κατὰ στίβον τῶν Ἑλλήνων ὡς δὴ ἀποδιδρησκόντων : ἐπεῖχέ τε ἐπὶ |
ἀντίξουν ἐμοί , λιποῦσα γαῖαν εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός , ἄϊστος , ἀφανής , πύματα Ταρτάρου βάθη . Ἰδού , | ||
ἴσα ἐστὶ καὶ ὅμοια τοῖς πᾶσι . δαίμων δ ' ἄϊστος : τουτέστιν οὐκ ἔστι προφανὴς ὁ δαίμων τοῖς ἀνθρώποις |
ἄμπυκος ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ | ||
κλίσεως ἔτυχε . καὶ ἕνεκα κλίσεως καὶ συντάξεως τὸ μὲν πτύξ ὄνομά ἐστιν , ἐπεὶ καὶ πτυχός καὶ πτύχες : |
ἀντὶ τοῦ ἀκολουθοῦσιν . ἐψιόωνται : διὰ λόγου μετριάζουσιν . ἄατος : ἡ ἄγαν βλαπτική : τὸ γὰρ α τὸ | ||
: ἀκηχέμενος καὶ ἀκηχεμένη . ἆτος σημαίνει τὸ ἀκόρεστον : ἄατος καὶ ἆτος : ἔστι δὲ ἄδω τὸ κορεννύω , |
. Ἄδουλις γὰρ ὀφείλει , ὡς Ἡρωδιανὸς ἐν τοῖς εἰς λις τῷ ω . . . παραληγομένοις . ὁ πολίτης | ||
τὴν ἐξουσίαν τῶν πονηρῶν . πολλάκι καὶ ξύμπασα πό - λις : 〚 πολλάκις , φησί , ἡ πόλις πᾶσα |
ἀστιβῆ χαροπὰ μερόπων στρέφεται τύχα , λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις , γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις . ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βίοτον | ||
ἵπταμαι , σὺ δὲ ὡς ἀλέκτωρ κάτω μετ ' ὀρνίθων βαίνεις . „ ὅτι κρεῖττον περίβλεπτον εἶναί τινα ἐν πενιχρᾷ |
ὠκέϊ δίνηι ἀμφότεροι θρώσκουσι παρηορίηισι δεθέντες τοῖοι νῦν τελέθουσιν ἁμιλλητῆρες ἀέλλης , ἄζυγες ἀσπαίροντες ἐπειγομένηισι κελεύθοις , ἄπνοον ἀσθμαίνοντες : | ||
ἀπὸ τοῦ αἰόλλω , ὃ δηλοῖ τὸ ταχέως καὶ δίκην ἀέλλης κινῶ : ἀφ ' οὗ Ὅμηρος ” αἰολοπώλους “ |
ῥα καὶ ἐξ ἵππων χαμάδις θόρε κύδιμος ἀνὴρ πάλλων ἐγχείην περιμήκετον . Ὃς δ ' ἑτέρωθε χερσὶν ὑπὸ κρατερῇσιν ἀπειρεσίην | ||
θαλάσσης ἄγρην ἐγχελύων τεχνήσατο κοῦρος ἀθύρων . ἔντερον οἰὸς ἑλὼν περιμήκετον ἧκε καθ ' ὕδωρ ἐκτάδιον , δολιχῇσιν ἀλίγκιον ὁρμιῇσιν |
βουγάϊος ὁ μέγα γαυριῶν , καὶ ἀρι καὶ δα , δάφοινος ὁ ἄγαν φόνιος , καὶ λα . ὁρμῇ : | ||
βουγάϊος ὁ μέγα γαυριῶν , καὶ ἀρι καὶ δα , δάφοινος ὁ ἄγαν φόνιος , καὶ λα . ὁρμῇ : |
α . . . . Αἰηνές : τὸ δεινὸν καὶ πολύστονον : Ἀρχίλοχος : προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων . | ||
κάλυμμα Νηρηΐδες . Τῶ σε , πολέμαρχε Κνωσίων , κέλομαι πολύστονον ἐρύκεν ὕβριν : οὐ γὰρ ἂν θέλοιμ ' ἀμβρότοι |
: νηυσὶν ἀκηχέδαται : παρὰ τὸ ἀχῶ ἀχάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , ἤχακα , ὁ μέσος ἤχαδα , ὁ | ||
σημαίνει τὸ πλανῶ , γίνεται δὲ παράγωγον ἀλάζω , ὡς ἀνιῶ ἀνιάζω , βοῶ βοάζω , σκεδῶ σκεδάζω , πελῶ |
τόξα καὶ ἰούς δέρμα θ ' ἑλὼν ῥόπαλόν τε , παλίσσυτος ὦρτο νέεσθαι . Τόφρα δ ' Ὕλας χαλκέῃ σὺν | ||
ἀπὸ τοῦ πυρὸς ἀναρπάξασα ἔρριψεν ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κράζοντα . παλίσσυτος : μετὰ δὲ ταῦτα οὐκέτι ἐξ ὑποστροφῆς παρεγένετο πρὸς |
πῆλαι Ἀχιλλεύς ” καὶ ὁ εἰπών „ δουρὶ δ ' ἀκοντίζω ” , ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀιστῷ , „ | ||
ἑταῖροι ἄγχι παρασταῖεν καὶ τοξαζοίατο φωτῶν : δουρὶ δ ' ἀκοντίζω ὅσον οὐκ ἄλλος τις ὀϊστῷ . ταῦτα μὲν ἐν |
ἐγείρας εἶπεν : ” οὐ φοβῇ , μή τίς τοι εὕδοντι μετισχίῳ ἐν δόρυ πήξῃ ; ” Ὁ αὐτὸς ὡς | ||
ἐξ οὗ καὶ ἐπίρρημα ἀβακέως , τὸ ἡσύχως : ἀβακέως εὕδοντι ἀφέλῃ , ἤγουν ἡσύχως προορώμενος τὸ μὴ ἀναστῆσαι κοιμώμενον |
βραγχιᾶν : τὸ πάθος , καὶ τὸ τόσον ἔβραχεν Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἀφ ' οὗ βαρεῖαν ἰαχήν , τουτέστι | ||
μὴ κεκορεσμένος : καί νύ κεν ἔνθ ' ἀπόλοιτο Ἄρης ἆτος πολέμοιο . ἔστι δὲ τοιοῦτον περὶ τοῦ Ὤτου καὶ |
. Ὁ σὸς δέ , παμμέγιστε Ῥωμανέ , στόλος τείχη στραφεὶς ἔπληττεν ἐν προθυμίᾳ , χαίρων κατασπῶν ταῦτα , ῥίπτων | ||
μετ ' αὐτοῦ , ἕνα δὲ μόνον ἀφῆκεν , ὃς στραφεὶς οἴκοι ἀπήγγειλε πάντα . ἐλθὼν δὲ εἰς Θήβας ὁ |
ἀναθείη , ἀλλ ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο . ἀμφὶ δὲ πόρκης χρύσεος ἀστράπτει καὶ ἐπ ' αὐτῶι δίκροος αἰχμή . | ||
δὲ λάμπετο δουρὸς αἰχμὴ χαλκείη , περὶ δὲ χρύσεος θέε πόρκης . Πράξεως δὲ διηγήσεις εἶεν ἄλλαι τε καὶ αἱ |
εἶναι ἰσοσυλλάβως τῷ ῥήματι , ὡς μάσσω μάκτρα , καλύψω καλύπτρα . οὕτω Φιλόξενος . . , : φάρυγξ : | ||
οὐράν : ἤρτητο δὲ ἀμφοῖν ἑκατέρωθεν ὑπὲρ τὴν κεφαλὴν ἡ καλύπτρα κύκλῳ τῶν νώτων ἐμπεπετασμένη : ὁ δὲ κόλπος τοῦ |
ἔχω , ὀχὴ , ὀκωχή : ἥκω , ἀκὴ , ἀκωκή : οὕτω μένω τὸ προθυμοῦμαι , μενὴ μενωνὴ , | ||
τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον , ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή : κὰδ δ ' ἔπες ' ἐν κονίῃσι μακών |
ἀλύξας . ἔνθα δύω νύκτας δύο τ ' ἤματα κύματι πηγῷ πλάζετο , πολλὰ δέ οἱ κραδίη προτιόσσετ ' ὄλεθρον | ||
ἀλλ ' οὐκ * ἐν * Τροίᾳ ἐτιμᾶτο . * πηγῷ τῷ μέλανι καὶ εὐτραφεῖ ἀλλαχοῦ νῦν δὲ τῷ λευκῷ |
τανισφύρου , καρχαρόδοντα κύν ' ἄξοντ ' ἐς φάος ἐξ Ἀΐδα , υἱὸν ἀπλάτοι ' Ἐχίδνας : ἔνθα δυστάνων βροτῶν | ||
ἐν τῷ βίῳ . ἁρμόδια αὐτῷ ἤτοι καλά . . Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξας ἀνὴρ ] εἰς κατασκευὴν τοῦ |
δίκτυον . Ὠρίων μὲν ἐτυμολογεῖ παρὰ τὸ βάλλω βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ μετὰ τῆς ἀμφί προθέσεως καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ | ||
. . Ὠρίων μὲν ἐτυμολογεῖ παρὰ τὸ βάλλω βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ μετὰ τῆς ἀμφὶ προθέσεως καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ |
ὁ Τρωός . Ἡ κυνός γενικὴ οὐκ ἔστιν ἀπὸ τῆς κύν εὐθείας , ἀλλ ' ἀπὸ τῆς κύων κύονος κατὰ | ||
ἕρπωμες . Φρυγία , τὸν μικκὸν παῖσδε λαβοῖσα , τὰν κύν ' ἔσω κάλεσον , τὰν αὐλείαν ἀπόκλᾳξον . ὦ |
Ἔρις βοόωσα . Κόνις δ ' ἐρυθαίνετο λύθρῳ κτεινομένων : ὀλέκοντο δ ' ἀνὰ κλόνον ἄλλοθεν ἄλλος . Ἔνθ ' | ||
τὸ καθαίρω : ὄλω , ὀλέσω , ὀλέκω : ὅθεν ὀλέκοντο δὲ λαοί : δείδω , δείσω , δείκω , |
τι κατηφὲς ἔβλεπε , χὠ σφιγχθεὶς οὐκ ἔμενε στέφανος . Πρόσθε μοι Ἀρχεάδης ἐθλίβετο : νῦν δὲ τάλαιναν οὐδ ' | ||
. ξιφίαι : γράφεται ξιφίου . τρυγόνες : τρυγών . Πρόσθε : πρότερον . ἐπάσαντο : ἔφαγον . πάρος : |
τοὺς ἀθέρας , τουτέστι τὰ ἄχυρα . ἐκ τοῦ θέρος θερίζω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀθερίζω : Ὅμηρος : | ||
ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ θερίζω . . ΕΝΘΑ ΚΕ . Τὸ Ἔνθα , ποτὲ |
οὐκ ἶσος ἄεθλος : ἐπεὶ πόθεν ἶσα τέτυκται , ἰχθὺν ἀσπαίροντα βυθῶν ἀπομηρύσασθαι , καὶ ταναοὺς ὄρνιθας ἀπ ' ἠέρος | ||
ὁ ἐστερημένος τοῦ λάειν , ἤγουν βλέπειν : Ὅμηρος : ἀσπαίροντα λάων , ἀντὶ τοῦ βλέπων . ἢ παρὰ τὸ |
φᾶρος στέλλων , ἐπὶ τάνδε συθεὶς τέκνων ἐμῶν φύλαξ ὀλέθριον κοίταν ; ὦ τλῆμον , ὥς σοι δύσφορ ' εἴργασται | ||
τῷδ ' ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς |
χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , | ||
σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον |
ἀλλὰ καταντικρὺ τέγεος πέσεν : ἐκ δέ οἱ αὐχὴν ἀστραγάλων ἐάγη , ψυχὴ δ ' Ἄϊδόσδε κατῆλθεν . ἐρχομένοισι δὲ | ||
τηλόσε παπταίνεσκε παρακλίνουσα παρειάς . ἦ θαμὰ δὴ † στηθέων ἐάγη † κέαρ , ὁππότε δοῦπον ἢ ποδὸς ἢ ἀνέμοιο |
ἀντὶ τοῦ ἐπορεύοντο ἐλθεῖν . ἐκ τοῦ βῶ , τὸ βαίνω , παράγωγον βῆμι , ὁ παρατατικὸς βῆν : οἱ | ||
συγκοπὴν γίνεται πτῶ , οὗ παράγωγον πταίνω , ὡς βῶ βαίνω , ἀναδιπλασιασμὸς παπταίνω . Παφλάζων . παρὰ τὸ φλέω |
, ἢ Μαντινικήν , ἢ Πελληνικήν , ἢ Θετταλικὴν πολιτείαν ἱσταμένη , φιλότιμος δὲ ἄγαν καὶ φιλόνεικος , καὶ δύσερις | ||
ὑπερβαίνουσα μὲν οὖν τοὺς περιεχομένους ὑπὸ τῶν τάσεων τόπους , ἱσταμένη δὲ ἐπ ' αὐτῶν τῶν τάσεων καὶ φθεγγομένη ταύτας |
καταφαγᾶς . Ὡς ὁ μὲν κλέπτης , ὁ δ ' ἅρπαξ , ὁ δ ' ἀνάπηρος πορνοβοσκός καταφαγᾶς . Φέρωνος | ||
ἦν λίθινον τὸ κιβώτιον . ” Νεοκλείδης : οὗτος ὡς ἅρπαξ τῶν δημοσίων κωμῳδεῖται . τῶν φαρμάκων τὰ μέν εἰσι |
Ἀστυπάλαια τίκτε Ποσειδάωνι , περιπρὸ γὰρ εὖ ἐκέκαστο ἰθύνειν : Πηλῆα δ ' ἐπεσσύμενος προσέειπεν : “ Αἰακίδη , πῶς | ||
ὅτε πατρίδ ' ἐμὴν λιπόμην ἀγανούς τε τοκῆας φεύγων ἐς Πηλῆα δι ' Ἑλλάδος , ὅς μ ' ὑπέδεκτο καί |
βάτραχοι μηδὲν περαιτέρω δρᾶν δυνάμενοι μεγάλα ἐκεκράγεσαν . καὶ ὁ ἔχις νικήσας ᾐτιᾶτο αὐτούς , εἴγε συμμαχήσειν αὐτῷ ὑποσχόμενοι παρὰ | ||
, Μουνίτου τοκάς : ὃν δή ποτ ' ἀγρώσσοντα Κρηστώνης ἔχις κτενεῖ , πατάξας πτέρναν ἀγρίῳ βέλει , ὅταν τεκόντος |