| τυφλωθῆναι διὰ τὸ φθείρειν τοὺς καρπούς : ἔχει γὰρ ὀδόντας μιαρωτάτους καὶ ῥύγχον ὥσπερ γαλῆς καὶ πόδας ὡς ἄρκτου : | ||
| „ ἐπ ' αὐτοῖς εἴληφας , ἵν ' οὓς ἐγὼ μιαρωτάτους ἀνθρώπων καὶ τοῖς ἐμοῖς ἐπιπηδῶντας εὗρον , σὺ δ |
| ὄρους τοῦ ἐν Βερεκυντίᾳ Καβείρου . . . , : Τυφλότερος ἀσπάλακος : τοῦτο τὸ ζῷον οὐκ ἔχει ὀφθαλμούς : | ||
| κακόν τι ἐκείνῳ γίνεται . Γυμνότερος λεβηρίδος : Ἀριστοφάνης φησὶ Τυφλότερος λεβηρίδος . Λεβηρὶς δὲ ἐστὶ τὸ σῦφαρ καὶ ἔκδυμα |
| θεραπεύεται αὐτῆς τὸ δῆγμα . κεφ . μʹ . περὶ ἀσπάλακος . ὅτι ἀσπάλαξ ἐστὶ τυφλὴ γαλῆ , ὃς ὑπὸ | ||
| ἁγνός . ἐὰν δὲ καὶ τὴν καρδίαν φορῇ τοῦ τοιούτου ἀσπάλακος , μείζονα καὶ κρείττονα ποιεῖ τὸν φοροῦντα . ἡ |
| καὶ ἐπάνω ἔρια . Κεφ . κεʹ . [ Πρὸς δυσουριῶντας καὶ λιθιῶντας ] Σκορπίοι ὠπτημένοι τρωγόμενοι : πρὸς δὲ | ||
| . ταύτης ἡ ῥίζα σὺν οἴνῳ πινομένη οὖρα κινεῖ καὶ δυσουριῶντας ἰᾶται , καὶ λίθους θρύπτει καὶ στροφοὺς παύει καὶ |
| ἀσελήνῳ λαθόντες τοὺς πολεμίους διεκόμισαν . ταχὺ δὲ καὶ ταύτης ἐξαναλωθείσης τῆς ἀγορᾶς καὶ τῆς αὐτῆς κατασχούσης τοὺς ἀνθρώπους ἀπορίας | ||
| τίνα τρόπον ἔσται παλιγγενεσία , πάντων εἰς πῦρ ἀναλυθέντων : ἐξαναλωθείσης γὰρ τῆς οὐσίας ὑπὸ πυρός , ἀνάγκη καὶ τὸ |
| φλεβῶν γένος κατακερματίζουσιν εἰς ἅπαν τὸ ζῷον τὸ αἷμα , περιήθημα δὲ αἵματος τὸ οὖρον πέφυκεν , εἰκότως ἂν τὰς | ||
| παριστᾷ . Καὶ γὰρ ὥσπερ ἐπὶ τοῦ ἀκριβῶς πεφθέντος αἵματος περιήθημα ὑπόπυρρόν τε καὶ ὑπόξανθον φαίνεται , ἐνδέον δηλονότι τοῦ |
| , τὰ δὲ οὔ , οἷόν ἐστι τὰ τοιάδε , διαχυθὲν , πιληθὲν κενωθῆναι . Τῷ μεμνημένῳ τῶν ἀνωτέρω οὐδὲν | ||
| αὐτὸ δι ' ὀθονίου προσεπιχέων ὕδωρ , ἵνα πᾶν τὸ διαχυθὲν ὑλισθῇ , καὶ ποίει τὸ αὐτὸ πάλιν , μέχρις |
| τινὰς παραπλησίους ὄντας τοῖς ἐπευνάκτοις . τὰ παραπλήσια ἱστορεῖ καὶ Μέναιχμος ἐν τοῖς Σικυωνιακοῖς . . ? . . . | ||
| βίον ἐξέλιπεν εὐθέως . τὴν δὲ ψιλὴν κιθάρισιν πρῶτόν φησιν Μέναιχμος εἰσαγαγεῖν Ἀριστόνικον τὸν Ἀργεῖον , τῇ ἡλικίᾳ γενόμενον κατὰ |
| καὶ ταῖς ἐκδήμοις στρατιαῖς ἕπονται γῦπες , καὶ μάλα γε μαντικῶς ὅτι ἐς πόλεμον χωροῦσιν εἰδότες , καὶ ὅτι μάχη | ||
| , καὶ ἐπὶ πᾶσι τὸν τριπόθητον ἡμῖν θρίαμβον . οὕτω μαντικῶς ἅμα ἔχων ἔσπευδεν ἤδη πρὸς τὸ τέλος τῆς γραφῆς |
| τῆς ἡμέρου ξηραντικωτέρα . Ἰσόπυρον ἢ φασήλιον σπέρμα πικρὸν καὶ ὑποστῦφον : ῥύπτει γὰρ οὖν καὶ τέμνει τοὺς παχεῖς χυμοὺς | ||
| εἰς ὅλην αὐτήν . Ἀγρώστεως ἡ ῥίζα δριμύ τι καὶ ὑποστῦφον ἔχει . Ἀλόη πικρά ἐστι μετὰ τοῦ στύφειν . |
| . ὃν ἀναλαβὼν ὁ Μαίων ὡς ἴδιον ἔτρεφε , τῆς Κριθηίδος μετὰ τὴν κύησιν εὐθέως τελευτησάσης . χρόνου δὲ οὐ | ||
| . ὃν ἀναλαβὼν ὁ Μαίων ὡς ἴδιον ἔτρεφε , τῆς Κριθηίδος μετὰ τὴν κύησιν εὐθέως τελευτησάσης . χρόνου δὲ οὐ |
| ψυχὴν μαθήμασιν . ὡς πρὸ τῶν μεγάλων μυστηρίων τὸ μικρὰ παραδοτέον , καὶ πρὸ φιλοσοφίας παιδείαν . ὁ μὲν τῆς | ||
| διαθέσεως . βʹ . ὅτι ἀριθμητικὴν καὶ γεωμετρίαν καὶ ἀστρονομίαν παραδοτέον . γʹ . τῷ προσέοικεν ἡ ἡμετέρα φύσις παιδείας |
| αἵμασιν . Μάρμαρον λέγεται διὰ τὸ μέρω : ἢ τὸ μαρμαίρειν ἤτοι στίλβειν . Μηρός : παρὰ τὸ μερίζω : | ||
| Μάρμαρον : λέγεται διὰ τὸ μαίρω . ἢ διὰ τὸ μαρμαίρειν ἤτοι στίλβειν . Μηρός : παρὰ τὸ μερίζω , |
| πήδημ ' ὀρούσας ἀμφὶ Πλειάδων δύσιν : ὑπερθορὼν δὲ πύργον ὠμηστὴς λέων ἄδην ἔλειξεν αἵματος τυραννικοῦ . θεοῖς μὲν ἐξέτεινα | ||
| ] ὑπεραναβὰς ὁ λαός . πύργον ] τὴν πόλιν . ὠμηστὴς ] ὠμοφάγος . λέων ] ἤγουν ὥσπερ . ἄδην |
| πύργον ἄγουσα . . τὸ θηρευτικὸν δίκτυον , ὃ καὶ σαργάνη καλεῖται . . ποτὶ πτόλιν ] ἐστίν . ὁρκάνα | ||
| ἢ ἀφανισμός . θ ὁρκάνη ] εἶδος δικτύου ὃ καλεῖται σαργάνη . ὁρκάνη ] κλῖμαξ . Ξ πυργῶτις ] ὑψηλὴ |
| ἧκε , ἀνάβηθι , ἀλλὰ καὶ κλαῦσον καὶ γράψον καὶ δεήθητι . „ ἡ δὲ εὖ μάλα πείθεται , παρακούειν | ||
| βίᾳ ἐρεῖν . σὺ οὖν , ὦ Φαῖδρε , αὐτοῦ δεήθητι ὅπερ τάχα πάντως ποιήσει νῦν ἤδη ποιεῖν . Ἐμοὶ |
| ἀντορχούμενον ὥσπερ ὁ νυκτικόραξ ἁλίσκεται . διὸ τοὺς χαύνους καὶ κενοδόξους ὤτους καλοῦσιν . . . , : Κατὰ δὲ | ||
| ἰσχία . Ἀποτελεῖ δὲ εὔχροας , εὐακεῖς , εὐπαθεῖς , κενοδόξους , φιλοκαθαρίους , θρασυδείλους . καὶ ἐπὶ μὲν τοῦ |
| στέγει , ὁτὲ δὲ καταῤῥέει , ἥ τε κύστις οὐ διηθέει κατὰ τρόπον : ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖον φρίκη τε | ||
| , ἐν δὲ τῇσι περισσῇσιν ἀφίει , ἡ δὲ κοιλίη διηθέει ἔξω τῷ ὑγιέϊ . Κατ ' ἀνάγκην τοιήνδε αἱ |
| . τίς γὰρ ἂν εἴης νῦν , ὃς καὶ ἡνίκα ἐφοίτας , πηδᾶν ἐποίεις τοὺς γέροντας ; Ἀντίοχος δὲ καὶ | ||
| καίτοι σύ γε , ὦ βέλτιστε , οὐ μειράκιον ὢν ἐφοίτας εἰς διδασκάλου , ἀλλὰ νέμων τὰς οἶς δάφνην εἴληφας |
| μακρὰ Λυκαίου : ἐπὶ τῷ Λυκαίῳ φασὶ χωρίον καλούμενον [ Καλλιστοῦς ] . . . εἰς ὅ φασι τὰ εἰσερχόμενα | ||
| : σταδίους δὲ ὡς τριάκοντα καταβάντι ἐκ Κρουνῶν τάφος ἐστὶ Καλλιστοῦς , χῶμα γῆς ὑψηλόν , δένδρα ἔχον πολλὰ μὲν |
| . . . . . . . . . α Ἱερεὺς . . . . . . . . . | ||
| : νῦν γὰρ πεινῶν δεινῶς πώς εἰμ ' ἐπιλήσμων . Ἱερεὺς γὰρ ὢν τετύχηκα τῆς Κολαινίδος . Ὁ μὲν ποταμὸς |
| οὐ δακνώδεις , ἐπαναδιδόντες δὲ τῇ ἁφῇ : οἱ δὲ πραεῖς , οἱ δὲ ὀξεῖς , ἡσσώμενοι δὲ τῇ χειρὶ | ||
| λίμναι χειροποίητοι ὡραῖαι , καὶ ἰχθύας ἔχουσι μεγέθει μεγίστους καὶ πραεῖς : καὶ θηρᾷ αὐτοὺς οὐδεὶς ὅτι μὴ οἱ τοῦ |
| ἕλκειν τε καὶ σπαράττειν τῷ λόγῳ τοὺς πλησίον ἀεί . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , ἔφη . Οὐκοῦν ὅταν δὴ πολλοὺς | ||
| ἐμποδὼν εἶναι ἢ τὴν ἀνεπιστημοσύνην ; Σκοπῶμεν νὴ Δία . Ὑπερφυῶς μὲν οὖν , τὸ λεγόμενόν γε , πάντα κάλων |
| δ ' ἄλλο τὸ ἔνδον ἀϲθενὲϲ ὑπάρχει . Μάραθρον . Θερμαίνει μὲν ἰϲχυρῶϲ , ὡϲ ἐκ τῆϲ τρίτηϲ ἤδη δύναϲθαι | ||
| πῶϲ ἐϲτι πρὸϲ τὰ διαφορήϲεωϲ ἰϲχυροτέραϲ δεόμενα . Μελάνθιον . Θερμαίνει μὲν καὶ ξηραίνει κατὰ τὴν τρίτην τάξιν , ἔοικε |
| στρατιώτας πεζοὺς μὲν πλείους τῶν δώδεκα μυριάδων , ἱππεῖς δὲ πεντακισμυρίους . ἀναγκαῖον δ ' ἐστὶ τοῦ πολέμου τούτου προεκθέσθαι | ||
| . εἶχε δὲ τοὺς ἅπαντας , ὡς μέν τινες , πεντακισμυρίους , ὡς δὲ Τίμαιος ἀνέγραψε , πεζοὺς μὲν τρισμυρίους |
| . ἐσμήχθη ψιμυθίῳ . . τρῆμα : εἶδος κοσμίου τὸ ἐπίκλιντρον . ὄφιν ἢ τὸ ζῷον ἢ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου | ||
| κλιντήρια , χαμεύνια , χαμεύνη , τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη , τὸ δ ' ἐνήλατον κλιντήριον . |
| αὐτοῦ γιγνώσκει , ὥσπερ τῷ ἑαυτὸν κατὰ τὸν ἑαυτοῦ ὅρον ἱστάνειν ἀφομοιοῖ τὴν ἑαυτοῦ οὐσίαν τῇ τοῦ παράγοντος , ὡς | ||
| . τὸ δὲ ἱστάναι μόνως οὕτως , ἀλλ ' οὐχ ἱστάνειν . ὀξυθυμεῖσθαι , οὐχὶ ὀξυθυμεῖν λέγουσι τὸ ὀργίζεσθαι ἀκραχόλως |
| τῷ Βρυεννίῳ , δεῖν ᾠήθη μηκέτι μένειν , ἀλλ ' ἐξορμᾶν καὶ οἴκαδε ἀπιέναι . Ἐξῄει οὖν ὀλίγην τινὰ μεθ | ||
| τοὺς πρυτάνεις . . . ἀποδημεῖν : οὐ δηλοῖ τὸ ἐξορμᾶν καὶ ἐξιέναι , ἀλλὰ τὸ ἀπεῖναι καὶ μὴ εἶναι |
| Ϛ Μεσσηνιακῶν . τὸ ἐθνικὸν Ἀταβύριος , ἐξ οὗ καὶ Ἀταβύριος Ζεύς . ἔστι καὶ Σικελίας Ἀταβύριον , ὡς Τίμαιος | ||
| Ἀταβύριον , ὡς Τίμαιός φησι : καλεῖται δὲ καὶ ὁ Ἀταβύριος . εἰσὶ δὲ καὶ βόες χαλκοῖ ἐπὶ τῷ ὄρει |
| Βρεττίων καὶ Λευκανῶν συμμαχικόν . ἐπὶ μέσης δὲ τῆς φάλαγγος Θεσπρωτούς τε καὶ Χάονας , τούτοις δὲ συνεχεῖς τοὺς Αἰτωλῶν | ||
| δὴ γὰρ κεχολώσατο λίην , οὕνεκα ληιστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν ἤκαχε Θεσπρωτούς : οἱ δ ' ἡμῖν ἄρθμιοι ἦσαν . Τὸν |
| δὲ ὡς παρὰ τὴν βδέλλαν τὸ ζωΰφιον , ὅπερ ἐστὶν ἀναιδέστατον καὶ δυσαπόσπαστον . . . . ἀπολογούμενον ] οἱονεὶ | ||
| ἔπραξεν ζῶν . Ἐτόλμα τοίνυν πρὸς τῷ διαιτητῇ πρᾶγμ ' ἀναιδέστατον λέγειν , ὡς ὁ πατὴρ αὑτοῦ δεκάτην ἐποίησεν ὥσπερ |
| δὲ πρὸς τὴν ἐξόρμησιν οἱ περὶ τὸ Πάγγαιον ὄρος οἰκοῦντες Βορεάδαι τοῖς ἥρωσι συνεστέλλοντο . καὶ γὰρ ἑκών : καὶ | ||
| δὴ ἀγώγιμα τῆς νεὼς Διόσκουροι καὶ Ἡρακλῆς Αἰακίδαι τε καὶ Βορεάδαι καὶ ὅσον τῆς ἡμιθέου φορᾶς ἤνθει , τρόπις δὲ |
| : τὸ ἀναλαμβάνειν τὸ πρᾶγμα διὰ χρόνου . . . ἀναζυγῶσαι : τὸ τὰς θύρας ἀναπετάσαι : Ἀριστοφάνης : τὴν | ||
| σὺν τούτοις ἄλλα , ἐν τοῖς περὶ φωνῆς προείρηται . ἀναζυγῶσαι δὲ τὸ φθέγμα ἔλεγον , καὶ καταπεπνῖχθαι τὸ φθέγμα |
| , τὸ δὲ εʹ πενθημιμερές . ἔχουσι δὲ τοὺς πόδας πεντασυλλάβους . ἴαμβοι βʹ . + ἑτέρα ἀντιστροφὴ ἔχουσα κῶλα | ||
| ἀντὶ ἰωνικοῦ καὶ συλλαβῆς : τὸ μέντοι κῶλον τῆς ἀντιστροφῆς πεντασυλλάβους ἔχει τοὺς πόδας . ἐπὶ τῷ τέλει τῆς τε |
| ] * Τοῖς Λητοῦς παισίν , Ἀπόλλωνι καὶ Ἀρτέμιδι . Δίκαιον γὰρ ἐν τοῖς τῶν νικώντων ὕμνοις γεραίρεσθαι καὶ Ἀπόλλωνα | ||
| ἃ χρὴ αἱρεῖσθαι . Σῶφρον τὸ κόσμιον τῆς ψυχῆς . Δίκαιον νόμου τάγμα ποιητικὸν δικαιοσύνης . Ἑκούσιον τὸ αὑτοῦ προσαγωγόν |
| εἴ τί μοι ὑγιείας πέρι ἢ ῥώμης ἔλεξεν , ὡς δεῆσον τούτων ὥσπερ καὶ τῆς στρατηγίας τὸν στρατηγὸν ἐπιμελεῖσθαι . | ||
| δύναιτο ἀντίπαλον ἑαυτῷ , ἀντιπαρεσκευάζετο ἐρρωμένως , ὡς μάχης ἔτι δεῆσον : ὥστ ' ἐξεπίμπλη μὲν τὸ τῶν Περσῶν ἱππικόν |
| δεύτερον ἔτος ὁ ναὸς ἐπετελέσθη . . . , : Ἀγάλματα μὲν θεῶν οὐ ξύλα καὶ λίθους ὑπειλήφασιν ὥσπερ Ἕλληνες | ||
| ἀπαιδεύτων . Ὑπηνέμια τίκτει : τὰ ψευδῆ καὶ ἀβέβαια . Ἀγάλματα Ἑκάτης . Ἀγνοεῖ δ ' ἀράχνη παῖδα ἔως παιδεύει |
| καὶ οἱ ἐρωτικοὶ συμπάσχοντες μελιχλώρους καλοῦσι τοὺς ὠχρούς . τὴν ἀψεύδειαν κτλ . ►φιλαλήθης φιλοψευδής φιλόσοφος◄ ἑκόντας . ἀντὶ τοῦ | ||
| καὶ Δαμάσκιός φησιν , ὡς Ἰσίδωρος πρὸς τῇ ἀφελείᾳ καὶ ἀψεύδειαν ἠγάπα διαφερόντως καὶ ἀπεδέχετο , ὥστε καὶ εὐθύγλωττος εἶναι |
| , ὡς εἴρηται , ἐπίφυσις ἐκεῖ , ἥτις ἔχει καὶ διάφυσιν ἤτοι τινὰ κατάφυσιν , ὅπερ ἐστὶ , , . | ||
| , ὡς εἴρηται , ἐπίφυσις ἐκεῖ , ἥτις ἔχει καὶ διάφυσιν : διάφυσιν δὲ καλεῖ τὴν κατάφυσιν . , , |
| μῆτερ : δοκεῖ τὸ εἴδωλον τῆς μητρὸς παριστάμενον ὁρᾶν καὶ ἐπισεῖον κατ ' αὐτοῦ τὰς Ἐρινύας : ὦ μῆτερ , | ||
| μῆτερ : δοκεῖ τὸ εἴδωλον τῆς μητρὸς παριστάμενον ὁρᾶν καὶ ἐπισεῖον κατ ' αὐτοῦ τὰς Ἐρινύας : ὦ μῆτερ , |
| καὶ τοὺς πεζοὺς ἀποβιβάσαντες , ταῖς τε ναυσὶν ἐς τὴν Θάψον καθορμισάμενοι : ἔστι δὲ χερσόνησος μὲν ἐν στενῷ ἰσθμῷ | ||
| τὸ ἐθνικὸν Λόκριος ὡς Κύπριος . Λοπαδοῦσσα , νῆσος κατὰ Θάψον τῆς Λιβύης , ὡς Ἀρτεμίδωρος ἑβδόμῳ γεωγραφουμένων . τὸ |
| Πλάτωνι ; Πειρῶνται γάρ τινες λέγειν ὅτι ἔτι ζῶντος Πλάτωνος ἀντῳκοδόμησεν αὐτῷ τὸ Λύκειον ὁ Ἀριστοτέλης , ἐκ τοῦ ἐν | ||
| καὶ ἐφόδια , εἶτα ὑποπλησθεὶς τῶν ἀρίστων καὶ ἀφηνιάσας , ἀντῳκοδόμησεν αὐτῷ διατριβὴν καὶ ἀντιπαρεξήγαγεν ἐν τῷ περιπάτῳ ἑταίρους ἔχων |
| διακρίνειν εἶχες , ὥσπερ ὄψει τῇ διανοίᾳ . πότε γὰρ σκέπτῃ , εἰ τὰ μέλανα λευκά ἐστιν , εἰ τὰ | ||
| πόλεις βουλόμενοι πορθεῖν . διανοεῖ ] ἐπινοεῖς ; διανοῇ ] σκέπτῃ . . , ἐνθυμεῖ , ἐνθυμῆσαι , θέλεις , |
| φασι εἶναι ἱρούς . Ἔστι δὲ χῶρος τῆς Ἀραβίης κατὰ Βουτοῦν πόλιν μάλιστά κῃ κείμενος , καὶ ἐς τοῦτο τὸ | ||
| , ἐπενόεε τείσασθαι τοὺς διώξαντας . Πέμψαντι δέ οἱ ἐς Βουτοῦν πόλιν ἐς τὸ χρηστήριον τῆς Λητοῦς , ἔνθα δὴ |
| λιβάνῳ , ἢ γάλακτι , ἢ ῥοδίνῳ ἐνσταγέντα : καὶ ἐπινυκτίδας ἰᾶται . τοῖς πράσοις τακεροῖς πάνυ χρῆσθαι προσήκει . | ||
| μετώπου καταπλασσομένου μετ ' ὄξους καὶ ῥοδίνου , καὶ πρὸς ἐπινυκτίδας σὺν οἴνῳ , πρὸς δὲ σηπεδόνας καὶ ἕρπητας καὶ |
| ὥσπερ ὁ πίθων . ταῦτα δὲ ἔνιοι τείνειν αὐτὸν εἰς Βακχυλίδην : εὐδοκιμῆσαι γὰρ αὐτὸν παρὰ τῷ Ἱέρωνι . ὃ | ||
| τὴν Μαντινέαν φησὶν εἶναι ἱερὰν Ποσειδῶνος , καὶ παρατίθεται τὸν Βακχυλίδην λέγοντα οὕτω : Ποσειδάνιον ὡς Μαντινέες τριόδοντα χαλκοδαιδάλοισιν ἐν |
| καὶ ὁ νόμος οὕτω εἶχε , τοῖσι ἐπαναστᾶσι τῷ μάγῳ ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου , ἢν μὴ γυναικὶ | ||
| τοῦ ἱροῦ πάντῃ σταδίου ἐστί . Κατὰ μὲν δὴ τὴν ἔσοδον ἐστρωμένη ἐστὶ ὁδὸς λίθου ἐπὶ σταδίους τρεῖς μάλιστά κῃ |
| λικνίτης . Χύτροι , Κύπρου πόλις , ἣν ὠνομάσθαι μὲν Ξεναγόρας φησὶν ἀπὸ Χύτρου τοῦ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ἀκάμαντος . ὁ | ||
| . Ἔνιοι δὲ ὑπὸ τοῦ Τυφῶνος . Ὑπὸ δὲ Ἄτλαντος Ξεναγόρας εἴρηκεν . . , : : Καὶ οἱ Σικελοὶ |
| . Ἀλλ ' εἴπατόν μοι σφὼ τίν ' ἐστόν ; Νώ ; βροτώ . Ποδαπὼ τὸ γένος ; Ὅθεν αἱ | ||
| δή . „ Νυνί . ἐν τῷ ἐνεστῶτι χρόνῳ . Νώ . ἡμεῖς . Νωθρός . ἔστι γὰρ καὶ τοῦτο |
| περὶ τῶν οὕτω μεγάλων καὶ κοινῶν ἅπασιν . Οὐκοῦν ἤδη κήρυττε καὶ παρέστωσαν ἅπαντες : ὀρθῶς γὰρ λέγεις . Ἰδοὺ | ||
| , ἀλλὰ ἤδη προθῶμεν . Οὕτω ποίει : σὺ μὲν κήρυττε καταπτάμενος ὅτι ἀγορὰ δικῶν ἔσται κατὰ τάδε . πάντας |
| πορφυρᾶ ἢ κυανίζοντα ὁρᾶται , ὅθεν διὰ τὴν ποικιλίαν ἀπεικάσθη Ἴριδι τῇ οὐρανίᾳ . ῥίζαι δ ' ὕπεισι γονατώδεις , | ||
| κορινθιουργεῖς καὶ ἰκριωτῆρες . ἀκτηρίδα δὲ τὴν βακτηρίαν Ἀχαιὸς ἐν Ἴριδι ὠνόμασεν : καλεῖται δὲ οὕτως καὶ τὸ τὸν ῥυμὸν |
| τὸ φῶς ὥσπερ πρηστῆρα . σχῆμα δὲ αὐτοῦ οἳ μὲν δισκοειδές , Ἡράκλειτος δὲ σκαφοειδές , Στωϊκοὶ δὲ σφαιροειδὲς εἶναι | ||
| . σχῆμα δὲ αὐτῆς οἳ μὲν σφαιροειδές , οἳ δὲ δισκοειδές . κατὰ μῆνα δὲ ἐκλείπει , ὡς μὲν Ἡράκλειτός |
| ψυχροῦ ψαύειν τὸ δὶϲ ἑψόμενον : οὐκέτι γὰρ ἀκριβῶϲ γίνεται τακερόν , οὔδ ' ἂν ἐπὶ πλεῖϲτον ἑψηθῇ . ἀφαιρεθεῖϲα | ||
| ὕδατοϲ ψυχροῦ τὸ δὶϲ ἑψόμενον : οὐκέτι γὰρ ἀκριβῶϲ γίγνεται τακερόν , οὐδ ' ἢν ἐπὶ πλεῖϲτον ἑψηθείη . ἐμβαλόντεϲ |
| ἠχεῖα , ὧν ὁ κτύπος σχηματίζεται εἰς βροντῆς ἀπήχησιν . μυκησαμένης ] ἠχησάσης . ὑπὸ θεῶν καταπεμφθείσης , θείας τινὸς | ||
| Στρεψιάδην . ᾔσθου ] ἐνόησας . , ἤκουσας , . μυκησαμένης ] ἠχησάσης δίκην βροντῆς . θεοσέπτου ] σεμνῆς . |
| ὁδόν , εἰς Αἰγόσθενα τῆς Μεγαρικῆς ἀφικνοῦνται . ἐκεῖ δὲ περιτυγχάνουσι τῷ μετὰ Ἀρχιδάμου στρατεύματι . ἔνθα δὴ ἀναμείνας , | ||
| ἐκ τῆς πόλεως Ἠλεῖοι πρῶτον μὲν ἰόντες ἐπὶ τὴν Πύλον περιτυγχάνουσι τοῖς Πυλίοις ἀποκεκρουμένοις ἐκ τῶν Θαλαμῶν . καὶ προσελαύνοντες |
| . Ὅσια κρῖνε . Γνοὺς πρᾶττε . Φόνου ἀπέχου . Εὔχου δυνατά . Σοφοῖς χρῶ . Ἦθος δοκίμαζε . Λαβὼν | ||
| Εἰ θνητὸς εἶ , βέλτιστε , θνητὰ καὶ φρόνει . Εὔχου δ ' ἔχειν τι , κἂν ἔχῃς ἕξεις φίλους |
| οὐ χρόνου , ἀλλὰ τόπου ἐπὶ μεγίστῃ ἐλπίδι : μείζονα ἐλπισάντων τῆς ὑπαρχούσης δυνάμεως ἐσέκειτο : ἐνεβλήσαν . ἐπετέθειτο ταῖς | ||
| , δεινὰ δὲ λαμβανόντων . Αἱροῦντες ᾑρήμεθα : ἐπὶ τῶν ἐλπισάντων νικᾶν [ τινὰς ] , εἶθ ' ὑπ ' |
| . καὶ τὴν θεὸν Δινδυμήνην . ὅτι καὶ Δινδυμηνός καὶ Δινδυμηνή καὶ Δινδύμιος καὶ Δινδυμία . ἐκ τόπου Δινδυμόθεν . | ||
| ὑπερκείμενον τῆς πόλεως τὸ Δίνδυμον , ἀφ ' οὗ ἡ Δινδυμηνή , καθάπερ ἀπὸ τῶν Κυβέλων ἡ Κυβέλη . πλησίον |
| . . . . . δειπνήσαντες οὖν ἤδη συσκοτάζοντος ἐλθόντες κόπτομεν τὴν θύραν . οἳ δ ' ἡμᾶς ἐκέλευον εἰσιέναι | ||
| μετὰ χόνδρου ἄλικοϲ ἢ μάζηϲ ἀλφίτων : τὸ δὲ λεπτὸν κόπτομεν καὶ ϲήθομεν ἀκριβῶϲ , κἄπειτα ϲὺν μέλιτι κατέφθῳ ϲτερεωτάτῳ |
| ὑβρίζομαι . Ἔοικε διὰ πολλοῦ χρόνου ς ' ἑορακέναι . Ποίου χρόνου , ταλάνταθ ' , ὃς παρ ' ἐμοὶ | ||
| πάλιν λύοντας , ὡς τόδ ' αἷμα χειμάζον πόλιν . Ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην ; Ἦν ἡμίν , |
| εἶπον , καὶ μεθυσθεὶς ἀνὴρ τυραννικόν τι φρόνημα ἴσχει ; Ἴσχει γάρ . Καὶ μὴν ὅ γε μαινόμενος καὶ ὑποκεκινηκὼς | ||
| ὧν οὗτος τείνεται . τένοντος : τοῦ ἐξηπλωμένου νεύρου . Ἴσχει : κρατεῖ . ἐμπεφυώς : ἐμπλακεὶς , περιπλακεὶς , |
| δὲ καὶ τὰς δικαστικὰς λέγει ψήφους , παίζων διὰ τὸ φιλόδικον αὐτῶν . τὸ δὲ φαύλως ἀντὶ τοῦ ἁπλῶς , | ||
| δὲ “ τῶν δικῶν ” προσέθηκεν , ἵνα διαβάλλῃ τὸ φιλόδικον τῶν Ἀθηναίων . ΓΘ ἄλλως : ἐν τῷ Πειραιεῖ |
| δύο συλλαβὰς διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , ψύλλα : Σκύλλα : Ἀγύλλα : Ἐρετύλλα : δίφυλλα : | ||
| , ἔφη , ἔα : ἀλλ ' εἰπέ μοι πόσους ψύλλα πόδας ἐμοῦ ἀπέχει . ταῦτα γάρ σέ φασι γεωμετρεῖν |
| τὸ πρόσωπον καλύπτω ὑπ ' αἰσχύνης . . ἀντὶ τοῦ σκέπω ἐμαυτόν , ὡς ἀπορῶν δῆθεν . ἐκκαλύψειν δὲ ἀντὶ | ||
| οἷον , βλέπω : δρέπω : ἔπω : τρέπω : σκέπω : λέπω : νέπω τὸ ἐννέπω . Τὰ διὰ |
| Ἀκάμαντος διὰ τῆς ει διφθόγγου . λέγεται καὶ Ἀκαμαντίς ὡς Βυζαντίς . Παρθένιος δ ' ἐν Ἀφροδίτῃ Ἀκαμαντίδα αὐτήν φησι | ||
| . τὸ δὲ κτητικὸν Βυζαντιακός . λέγεται καὶ Βυζαντιάς καὶ Βυζαντίς . ἔστι καὶ ἐπὶ τῆς χώρας Βυζάντεια διὰ διφθόγγου |
| . κατέβαλεν . ἄλλοις . δόξαν . ἀθάνατον καὶ μηδέποτε γηράσκον . πρέπον ἐστί . Δάκος ἀδινόν ] ἤγουν οὐ | ||
| ἐπὶ τὰ τῶν ἀκμαζόντων ἔργα προτρέπειν . γεράνδρυον γὰρ τὸ γηράσκον φυτόν : καὶ δρῦς πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται |
| Κρήτης πρὸς ἥλιον ἀνίσχοντα , οἷον Κάρπαθος , Κάσος , Χάλκη καὶ αἱ ἄλλαι ἔξω : τῆς Πελοποννήσου . ἔκδημον | ||
| πρὸς τῶι Εὐφράτηι : Θεόπομπος ἐν Φιλιππικῶν γ . . Χάλκη : . . . . ἔστι καὶ ἄλλη Χάλκη |
| τυγχάνει ἔχοντα ἀπέσταλκά σοι . περὶ δὲ τῆς φυλακῆς ἀμφότεροι συμφωνοῦμεν , ὥστε οὐδὲν δεῖ παρακελεύεσθαι . ἔρρωσο . “ | ||
| ἔξεστι λαμβάνειν ἐξετάζοντας εἰ καλὰ φρονοῦμεν , καὶ βασανίζειν εἰ συμφωνοῦμεν : λόγοις πρὸς ἔργα εἰ ὅμοιοί ἐσμεν τοῖς ἀγαθῶς |
| κακίας ἀδιάφορα εἶναι . ἔστι δ ' αὐτοῦ τὰ βιβλία ὀλιγόστιχα μέν , δυνάμεως δὲ μεστὰ καὶ περιέχοντα ἀντιρρήσεις πρὸς | ||
| Ἥριλλος δὲ ὁ Καρχηδόνιος . ἔστι δὲ τὰ βιβλία αὐτοῦ ὀλιγόστιχα μέν , δυνάμεως δὲ μεστὰ καὶ περιέχοντα ἀντιῤῥήσεις πρὸς |
| δείπνων σχὼν τὴν προσηγορίαν . . . . : τῶν Σεμνῶν Ἀθήνησιν καλουμένων θεῶν τὰς μὲν δύο Σκοπᾶς ἐποίησεν ἐκ | ||
| . ἱδρύσατο δὲ καὶ παρ ' Ἀθηναίοις τὸ ἱερὸν τῶν Σεμνῶν , ὥς φησιν Λόβων ὁ Ἀργεῖος ἐν τῶι Περὶ |
| : . . . Ἴστρος ἐν αʹ Ἀττικῶν , Τιτᾶνας βοᾷν : ἐβοήθουν γὰρ τοῖς ἀνθρώποις ἐπακούοντες , ὡς Νίκανδρος | ||
| ἀνεμεῖν ὀπισθοτόνῳ διὰ ῥινῶν , ἢ ἐξ ἀρχῆς ἄφωνον ἐόντα βοᾷν ἢ φλυηρεῖν : ἐς γὰρ τὴν ὑστεραίην θάνατον σημαίνει |
| προνοίᾳ τῶν ἀγρῶν ἡ σωτηρία . ἔστω δὴ καὶ τῷ Μαρκιανῷ σωτηρία καὶ καταφυγὴ τὸ παρὰ σοῦ τε ἐγνῶσθαι καὶ | ||
| προτέρου δὲ τἀνδρὸς ἢ τοῦ παιδίου . βοήθησον τοίνυν καὶ Μαρκιανῷ καὶ τοῖς νόμοις καὶ ποίει τοὺς ἀδικοῦντας ἀσθενεῖς . |
| ἡμέρας καὶ νυκτός . Ἔστι δὲ ἡ Κρήτη μακρὰ στάδια βφʹ , στενὴ δὲ , καὶ τέταται ἀπὸ ἡλίου δυσμῶν | ||
| . γίνεται δὲ ἀπὸ Σεσογχώσεως ἐπὶ τὴν Νείλου βασιλείαν ἔτη βφʹ , ἀπὸ δὲ τῆς Νείλου βασιλείας ἐπὶ τὴν Ἰλίου |
| ] ἦλθε , κατέλαβε . τρεῖς μναῖ ] ὀφείλονται . διφρίσκου ] ἤγουν ἅρματος . Ἀμυνίᾳ ] τῷ . ἄπαγε | ||
| ᾧ οἱ ἡνίοχοι ἐφεστῶτες ἐλαύνουσιν : ὑποκοριστικῶς δὲ εἶπε ” διφρίσκου “ διὰ τὸ μικροὺς εἶναι καὶ κούφους τοῖς ἀγωνιζομένοις |
| φασι κεραυνωθέντι ὑπὸ τοῦ θεοῦ συμβῆναι τὴν τελευτὴν Ὀρφεῖ : κεραυνωθῆναι δὲ αὐτὸν τῶν λόγων ἕνεκα ὧν ἐδίδασκεν ἐν τοῖς | ||
| πλούσιον ἄνδρα θανάσιμον ἤδη ὄντα ἰάσασθαι , ὅθεν δὴ καὶ κεραυνωθῆναι αὐτόν . ἡμεῖς δὲ κατὰ τὰ προειρημένα οὐ πεισόμεθα |
| . Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν . Βούλου δ ' ἀρέσκειν πᾶσι , μὴ σαυτῷ μόνον . | ||
| . † Βάρος μολίβδου καὶ κακῶν βροτῶν ἴσον . † Βούλου τὸ πρῶτον εὐσεβεῖν πρὸς τὸν θεόν . Βουλὴ πονηρὰ |
| τὸ μὲν τῷ ἀθροισμῷ καὶ τῇ λεπτότητι διαδυόμενον εἰς τὸ ἔκκαυμα δύναται καίειν , τὸ δ ' οὐδ ' ἕτερον | ||
| , φλεγμαϲίηϲ δὲ τροφή , ταράχου δὲ γνώμηϲ καὶ ἀταξίηϲ ἔκκαυμα . καθαίρειν δὲ καὶ τὸ ξύμπαν ϲκῆνοϲ φαρμάκῳ τῇ |
| . . . [ Ἀγών : οὐχ ] εὗρον αὐτοῦ ἐτυμολογίαν . [ ἐγὼ δέ φημι : παρὰ τὸ ἄγω | ||
| διὰ τῶν τοιούτων ὀνομάτων συμβαίνει νοεῖσθαι τῶν ὑομένων ὑδάτων τὴν ἐτυμολογίαν . διὰ μὲν γὰρ τοῦ Κοίου τὸ ποιὸν νοεῖται |
| Μίδας ” . πέμπτον κατὰ ὑποκορισμόν , ὡς τὸ “ Σωκρατίδιον ” , “ Εὐριπίδιον ” . ἕκτον κατὰ ἐναλλαγήν | ||
| . ἀντὶ τοῦ μεγάλως . ἀττικὴ ἡ φράσις . ὦ Σωκρατίδιον : ἀπὸ τοῦ ὑποκοριστικοῦ διαβάλλει τοῦτον . ὦ ' |
| : οὗ Ἀστυδάμεια ἡ Τληπολέμου μήτηρ . καὶ αὐτὸς δὲ Ἀμύντωρ εἰς Δία τὸ γένος ἀνάγει : ἔνιοι δὲ καὶ | ||
| . . . . ἐπιδείξασθαι ] πρὸς τὸ “ μαρτυρεῖ Ἀμύντωρ ” συντακτέον τὸ Δημοσθένην ἐπιδείξασθαι . . ἐκκλήτευε ] |
| . εὑρέθη βοῦς : ἠκολούθει . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ μὲν Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησεν | ||
| βοῦς : ἠκολούθει οὖν αὐτῇ . ἦλθεν εἰς Θήβας , ὤλισθεν ἡ βοῦς , καὶ ὁ Κάδμος ἐκεῖ ᾤκησε , |
| μιαρώτατ ' ἀνθρώπων ; Ἐγώ ; ἔκρινα νικᾶν Αἰσχύλον . Τιὴ γὰρ οὔ ; Αἴσχιστον ἔργον προσβλέπεις μ ' εἰργασμένος | ||
| μαγειρικῶς σφάξεις τὸν οἶν . Ἀλλ ' οὐ θέμις . Τιὴ τί δή ; Οὐχ ἥδεται δήπουθεν Εἰρήνη σφαγαῖς , |
| : περσικὴ καὶ εἶδος ὑποδήματος : ὅθεν καὶ τὸ ” περιέφυσαν “ ἔθηκε , πρὸς δὲ τὸ ” περσικαί “ | ||
| , ἐγεννήθησαν . , ἡπλώθησαν , τοῖς ποσὶν αὐτῆς . περιέφυσαν : ἐκ μεταφορᾶς τῶν φυομένων ἐν τοῖς δένδρεσιν ὀθνείων |
| διὰ τὸν χειμῶνα ἀποφορτίζεσθαι δόξαν αὐτοῖς λέγειν τὸν κυβερνήτην . συναθροιζομένων οὖν πολλῶν καὶ τὰ ῥιπτόμενα διαρπαζόντων , οὐδ ' | ||
| ἀμφιθέατρα παρὰ τὸ ἀμφοτέρωθεν θεᾶσθαι τοὺς ἑστῶτας . ἐναγρομένων : συναθροιζομένων , συναγομένων : τῶν κακῶν συναθροιζομένων ἐν ταῖς ἀγοραῖς |
| ὁ δὲ Στράτων ἐν μεσοφρύῳ . , : Στράτων ἐν μεσοφρύῳ . : καὶ ὁ μὲν νοῦς καὶ λογισμὸς καὶ | ||
| . Πλάτων Δημόκριτος ἐν ὅλῃ τῇ κεφαλῇ . Στράτων ἐν μεσοφρύῳ . Ἐρασίστρατος περὶ τὴν μήνιγγα τοῦ ἐγκεφάλου , ἣν |
| στενοχωρίαν ἐν τῇ παρόδῳ τῶν σιτίων . πῶς οὖν οὐ στενοχωρεῖται καταπινόντων ; πῶς δ ' ἄλλως ἢ κατασπωμένου μὲν | ||
| γαστήρ : ἡ διπλῆ ὅτι ἔστι μὲν ἐκδέξασθαι καὶ τὸ στενοχωρεῖται ὥστε καταστρέφειν εἰς τὸ βαρύνεται : βέλτιον δὲ παρεμπεπτωκέναι |
| φανῶμεν ἄξιον ἐπιθυμίας ἐργάσασθαι καὶ μηδὲ τὴν ὑπόθεσιν καθυβρίσωμεν . Παρακαλῶ δὲ καὶ πάντας τοὺς ἐντευξομένους τῷ πάσης ἀμουσίας πεπληρωμένῳ | ||
| ἀπὸ σκότους εἰς φῶς . ἐγὼ δὲ εἶπον αὐτῷ : Παρακαλῶ σε , κύριε , λάβε καὶ τὰς ἀκτῖνας μετ |
| , ἔμψυχος οὐσία . τοὺς ἀστέρας δὲ ζῶια εἶναι οὔτε Ἀναξαγόραι οὔτε Δημοκρίτωι ἐν τῶι Μεγάλωι διακόσμωι δοκεῖ οὔτε Ἐπικούρωι | ||
| δὲ Ἀπολλοδώρου . οὗτος ἔφη τὴν μίξιν τῆς ὕλης ὁμοίως Ἀναξαγόραι τάς τε ἀρχὰς ὡσαύτως . οὗτος δὲ τῶι νῶι |
| καὶ ἐπὶ ἀγρίου καὶ ἐπὶ ἑτοίμου . Κωφότερος καὶ ἀφωνότερος κίχλης . Λαγὼς καθεύδει : ἐπὶ τῶν προσποιουμένων . Λάθε | ||
| ἀνερχόμενος τοῦ ἀετοῦ ἐκκυλίει αὐτοῦ τὰ ὠά . ] Κωφότερος κίχλης : ταύτης Εὔβουλος ἐν Διονυσίῳ μέμνηται . Φασὶ γὰρ |
| παρὰ τὴν παιπάλην , τουτέστι τὸ ἄλευρον , εἰπὼν ” καταπαττόμενος “ . ἀναπαιστικοὶ τετράμετροι καταληκτικοὶ ιβʹ . παρακελεύεται τὸν | ||
| λατύπης , ἣν ἔφαμεν παιπάλην καλεῖσθαι , γενήσομαι παιπάλη . καταπαττόμενος : τῇ χιόνι παττόμενος , ἐὰν αἱ Νεφέλαι διέλθωσιν |
| τὸ δὲ δυσμικὸν Κύδωνας , τὸ [ δὲ ] νότιον Ἐτεόκρητας , ὧν εἶναι πολίχνιον Πρᾶσον , ὅπου τὸ τοῦ | ||
| Ἀρχαιοτάτους ἔχει δὲ τοὺς οἰκήτορας τοὺς δὴ παρ ' αὐτοῖς Ἐτεόκρητας λεγομένους . Πρώτους δὲ Κρῆτάς φασι τῆς Ἑλληνικῆς ἄρξαι |
| θρύψει τοῦ Φαίδρου : ὁ μὲν γὰρ Φαῖδρος τῷ ὄντι ἐσχηματίζετο ἅτε νέος ὢν καὶ μόνοις τοῖς ἔξω εἰωθὼς χαίρειν | ||
| τῆς Ἰθάκης κρατῶν , ἐπειδὴ τῆς αὑτοῦ γῆς ἐπιβὰς πενίαν ἐσχηματίζετο , τῶν τῆς πενίας κακῶν μετελάμβανεν , οἴκοι βαλλόμενος |
| τοῦ δέους ἀπολυθεὶς εἴσεισιν εἰς τὴν Νίκαιαν , παραδόξως οὕτω διασωθείς . Ὁ γὰρ ξὺν αὐτῷ πρὸς ἀποστασίαν χωρήσαντες οὐ | ||
| αὐτομάτου , ὧν εἷς τῶν ἡμετέρων στρατηγῶν ἐπὶ καταδύσης νεὼς διασωθείς , ὃν κελεύουσι τῇ αὐτῇ ψήφῳ κρίνεσθαι , καὶ |
| Σὴμ εὐλογίαν , οὗ τοῖς οἴκοις ἦν εὐχὴ τὸν θεὸν ἐνοικῆσαι : βασίλειον γὰρ ὁ βασιλέως δήπουθεν οἶκος , ἱερὸς | ||
| , ὡς μὲν Ἀνδροκλῆς ἐν τῷ περὶ Κύπρου διὰ τὸ ἐνοικῆσαι αὐτῇ ἄνδρας , οἳ εἶχον κέρατα , ὡς δὲ |
| ὁ πατὴρ αὐτῷ , μᾶλλον δέ πως εἰς τὴν ὁδὸν παρεκλήθη τῷ τὴν Παλαιστίνην ὑπὸ σοῦ διοικεῖσθαι . ὃν δὲ | ||
| κραυγὴ γίγνεται καὶ ᾤχοντο φεύγοντες . Ἀγόρατος δὲ οὑτοσὶ οὔτε παρεκλήθη οὔτε παρεγένετο οὔτε οἶδε τοῦ πράγματος οὐδέν . ὡς |
| . μελαμπαγὲς ] τὸ μετὰ τὸ πεπηγέναι μελαινόμενον . θ μελαμπαγὲς ] τὸ μεμελανωμένον . Ξ αἷμα φοίνιον ] τὸ | ||
| ' ἂν αὐτοκτόνως αὐτοδάικτοι θάνωσι , καὶ γαΐα κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον , τίς ἂν καθαρμοὺς πόροι , τίς |
| χρησμῶν τοῦ Ἀπόλλωνος παράβασιν . παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς | ||
| παραιβασίαν ] τὴν παρανομίαν . παραιβασίαν ] παράβασιν . θ παραιβασίαν ] + ἀντὶ μιᾶς . ὃν ταχέως ὁ Ἀπόλλων |
| , κἂν ἐλεύθερος μόλῃ : Σοφοκλέους καὶ αὕτη . Ὁ Σκιωναῖος κολυμβᾷ : ἐπὶ τῶν ἐμπειρίαν εἰς πράγματα ἐχόντων . | ||
| ἐξ ἀνάγκης κατέμειναν αὐτοῦ πόλιν Σκιώνην οἰκίσαντες . ὁ πολίτης Σκιωναῖος καὶ Σκιωνεύς . ἔστι δὲ ὡς τοῦ Σινώπη Σινωπεύς |
| ἄλλο ποιήσεις , ἢν τόν γε λίαν ὑπερέχοντα μιμήσῃ . Δεῖπνόν τις εἶχε λαμπρὸν ἐν πόλει θύσας . ὁ κύων | ||
| νεκρὸν ὄνον , ἔφη [ πρὸς Σκύθην παρόντα ] , Δεῖπνόν τοι , ὦ Σκύθα . Ὁ δὲ ἐβδελύξατο πρῶτον |
| Σεμνῶν ὀνομαζομένων θεῶν : τὸ δὲ ἐν Μυρρινοῦντι ξόανόν ἐστι Κολαινίδος . Ἀθμονεῖς δὲ τιμῶσιν Ἀμαρυσίαν Ἄρτεμιν : πυνθανόμενος δὲ | ||
| φησὶ δὲ Ἑλλάνικος Κόλαινον Ἑρμοῦ ἀπόγονον ἐκ μαντείου ἱερὸν ἱδρύσασθαι Κολαινίδος Ἀρτέμιδος : καὶ Φανόδημος ἐν τῆι δ . Εὐφρόνιος |
| εἶναι δοκοῦντα . τὸ δὲ ἀπιὸν ὕδωρ τε ἐμπίπλη καὶ ὠψώνει καὶ ἐσκεύαζεν καὶ πάντα δεξιῶς ὑπηρέτει καὶ διηκονεῖτο ἡμῖν | ||
| ὁ γοῦν Κόρυδος ἄκλητος , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , γενόμενος ὠψώνει παρ ' αὑτὸν οἴκαδε . ἦν δὲ τὸ πάθος |