μέσον δυναμένη . Συγκείσθωσαν γὰρ δύο εὐθεῖαι δυνάμει ἀσύμ - μετροι αἱ ΑΒ , ΒΓ ποιοῦσαι τὰ προκείμενα : λέγω | ||
οὖν εἰσιν αἱ ΕΔ , ΔΓ δυνάμει μόνον σύμ - μετροι . πάλιν τὸ ἀπὸ τῆς Β , ὅπερ ἐστὶ |
ἡ ΒΜ . λέγω , ὅτι τὸ ΒΖΜ τρίγωνον τοῦ ΑΚΛ διαφέρει τῷ ΚΕΖ . ὅτι μὲν γὰρ ἡ ΑΔ | ||
ΑΛ περιφέρεια τοιούτων ἐστὶν ξ , οἵων ὁ περὶ τὸ ΑΚΛ ὀρθογώνιον κύκλος τξ , ἡ δ ' ἐπὶ τῆς |
' ὁρισμοῦ . συγχρῆται δ ' εἰς τὴν ἀπόδειξιν τοῖς προδεδειγμένοις αὐτῷ : δέδειχε γὰρ πρὸ ὀλίγου δι ' ὧν | ||
[ ἐστι ] τῇ ΑΒ μήκει . ὁμοίως δὴ τοῖς προδεδειγμένοις δείξομεν , ὅτι ἡ ΜΞ ἐστιν ἡ τὸ ΑΓ |
λόγοις αὐτοῦ τούτοις . Καὶ ἐκαιόμην τοῖς σπλάγχνοις ἀναγγεῖλαι ὅτι πέπραται : ἀλλ ' ἐφοβούμην τοὺς ἀδελφούς μου . Καὶ | ||
ἐξανίσταμαι τὸν ἀμφιτάπητα συστορέσας , καὶ Ἀλκιβιάδου δὲ ἀμφιτάπης τις πέπραται . Ὁμήρου δὲ τὴν αἰγίδα ἀμφιδάσειαν εἰπόντος , ἔστι |
: αὐτὸς δὲ πάντα ἀνηρεύνα , εἴ που τὸν Ἁβροκόμην ἀνεύροι . Ὁ δὲ Ἁβροκόμης τὰ μὲν πρῶτα ἐπιπόνως ἐν | ||
Παρσώνδην ἐξέκαμε , καὶ δῶρα προτείνων , εἴ τις αὐτὸν ἀνεύροι ἢ ζῶντα ἢ τεθνεῶτα , ὑπελάμβανέ που ἐν κυνηγεσίῳ |
ἐγένοντο τῷ βασιλέϊ τῶν Ταρτησσίων , τῷ οὔνομα μὲν ἦν Ἀργανθώνιος , ἐτυράννευσε δὲ Ταρτησσοῦ ὀγδώκοντα ἔτεα , ἐβίωσε δὲ | ||
παρὰ Λατίνοις . Ταρτησὸς δὲ νῆσος καὶ πόλις , ἧς Ἀργανθώνιος ἐβασίλευσε ζήσας ἔτη ρκʹ , ἀφ ' ὧν ἐβασίλευσε |
ἔπειτα λέγειν ἀρξάμενον οὐχ ὑπομένων , ἀλλ ' ἀντικρούων καὶ δυσκολαίνων ἐποίησεν ἀποσιωπῆσαι . Τῶν δὲ περὶ τὸν Φωκίωνα διαλεχθέντων | ||
οἱ πολλοί . καὶ πολλὰ ἔχοντα κομψῶς τῶν δραμάτων ἠφάνιζε δυσκολαίνων τοῖς θεαταῖς διὰ τὸ γῆρας . ὅτι ἦν παλαιὸς |
πανωλεθρίᾳ ἀπολλυμένων . Παρόσον ἡ πεύκη κοπεῖσα οὐ φύει . Πλίνθον πλύνεις , Χαμαὶ ἀντλεῖς : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . | ||
πονηροί . Πίθηκος ὁ πίθηκος κἂν χρύεα σύμβολα ἔχῃ . Πλίνθον πλύνεις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Πλείους προσκυνοῦσι τὸν |
δὲ βαθὺ κνώσσοντι θεὰ μενέδουπος Ἀθήνη ἄγχι παρισταμένη παρ ' ἐτήτυμα σήματ ' ἔφαινεν : ὧδε δ ' ὁμοκλήσασα θεηγόρον | ||
. Ἐνταῦθα δὲ προσθήκη γίνεται συλλαβῆς , ὡς ἐν τῷ ἐτήτυμα καὶ ἑτέροις . . ΑΓΟΡΗΣ . Ἀντὶ τοῦ τῶν |
ἐκγόνων τινὶ ἢ κληρονόμων φιλονεικῆσαι . ἀεὶ δὲ ἄμεινον τὸ ῥήσσειν . Πυκτεύειν παντὶ βλαβερόν : πρὸς γὰρ ταῖς αἰσχύναις | ||
φησιν ὁ ποιητής „ αἰχμηταὶ ” μεμαῶτες ὀρεκτῇσι μελίῃσι θώρηκας ῥήσσειν . „ ἀλλοίων ἴσως ὄντων τῶν παλτῶν , οἵαν |
, ἢ ἡ τοῦ ἓν εἶναι , εἴ τις ἱκανῶς ἐπεξίοι . διὰ τοιαύτην δὴ φιλονικίαν ὑπὸ νέου ὄντος ἐμοῦ | ||
ἐστιν ἤπερ ἡ τοῦ ἓν εἶναι , εἴ τις ἱκανῶς ἐπεξίοι . [ . ] . Ζ . δὲ ὁ |
ἔνδον ἐπιφθέγγεσθαι : “ αὔριον ἴσως ἀποθανῇ . ” “ δύσφημα ταῦτα . ” “ οὐδὲν δύσφημον ” , ἔφη | ||
ὠφελοῦσιν , οὐκ ἐπιστρέφομαι , μόνον ὠφελείτω . σὺ δὲ δύσφημα καλεῖς ἄλλα ἢ τὰ κακοῦ τινος σημαντικά ; δύσφημόν |
τοὺς μηδὲν ὀνήσαντας ἡμᾶς Παταρεῦσι καὶ Μυρεῦσι καὶ Κωρυκίοις καὶ Φασηλίταις ὡς βεβαιοτέροις προσφεύξεσθαι βοηθοῖς . δῆλον γὰρ πεποίηκας , | ||
τὴν θυσίαν ταύτην καλεῖσθαι θυνναῖον . καὶ τάριχοι δὲ παρὰ Φασηλίταις ἀποθύονται . Ἡρόπυθος γοῦν ἐν Ὥροις Κολοφωνίων περὶ τῆς |
μελικράτῳ δὲ πρόκλυζε ἢ φακοῦ ἀφεψήματι ἢ ῥόδα ἐν οἴνῳ ἔγκλυζε σὺν μέλιτι ἢ ἐλαίας φύλλα τρίψας καὶ χυλίσας σὺν | ||
ὄξοϲ δριμὺ λευκὸν καὶ ὕδωρ ἴϲον καὶ νίτρον λειότατον θερμάναϲ ἔγκλυζε ἡμέραϲ πλείουϲ καὶ μετὰ τοῦτο ὕδατι θερμῷ ἀπόπλυνε : |
, ζώνης ; ἀπεύχῃ μητρὸς αἷμα φίλτατον ; ἤδη σὺ μαρτύρησον , ἐξηγοῦ δέ μοι , Ἄπολλον , εἴ σφε | ||
ὅτι περιφανῶς ἐτόλμησάν μου καταψεύσασθαι . Ἀνάβηθι δέ μοι καὶ μαρτύρησον . Περὶ μὲν τοίνυν αὐτῆς τῆς αἰτίας οὐκ οἶδ |
, ὦ φίλη παῖ , λῆγε μὲν κακῶν φρενῶν , λῆξον δ ' ὑβρίζους ' , οὐ γὰρ ἄλλο πλὴν | ||
χειρός ἔκστηθι εἶπον , ὦ ἄθλιε , τῆς ταλαιπωρίας καὶ λῆξον τοῦ τύφου , ὅς σε Ὀλυμπίαζε ἀναβάντα ἀνεπίγνωστον τοῖς |
ἦλθε , δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης , ὃς δὴ πολλὰ κάκ ' ἀνθρώπους ἐεόργει : | ||
: „ δὴ τότε Φοῖνιξ ἦλθεν ἀνὴρ ἀπατήλια εἰδώς , τρώκτης „ . ἐκ τοῦ τρῶ σημαίνοντος τὸ βλάπτω παράγωγον |
πολύ γε μᾶλλον ὅταν ἔχῃ τι ϲηπεδονῶδεϲ , καὶ τοὺϲ ἀχῶραϲ καὶ πίτυρα δι ' αὐτοῦ θεραπεύουϲι καταντλοῦντεϲ . ἡμεῖϲ | ||
ἐϲώθηϲαν , λέπραϲ τε καὶ τὰ ϲηπεδονώδη τῶν ἑλκῶν καὶ ἀχῶραϲ καὶ πίτυρα θεραπεύει καὶ τὰ προϲπταίϲματα τῶν ποδῶν , |
νῆσον μικρὰν οὐ πάνυ πελαγίαν , προκειμένην τῆς ἐκβολῆς τοῦ Λίγηρος ποταμοῦ : οἰκεῖν δὲ ταύτην τὰς τῶν Σαμνιτῶν γυναῖκας | ||
τῶν Αὐσκίων . Τὰ δὲ μεταξὺ τοῦ Γαρούνα καὶ τοῦ Λίγηρος ἔθνη τὰ προσκείμενα τοῖς Ἀκυιτανοῖς ἐστιν Ἐλουοὶ μὲν ἀπὸ |
〚 γράφεται λιγύμυθος , ἢ λιγύμοχθος . 〛 〚 παῦσαι μελῳδῶν : Εἴσθεσις περιόδου ἀμοιβαίας στίχων καὶ κώλων κηʹ . | ||
καὶ περιᾴδων τὰ ἰαμβεῖα καί , τὸ δὴ αἴσχιστον , μελῳδῶν τὰς συμφοράς , καὶ μόνης τῆς φωνῆς ὑπεύθυνον παρέχων |
ἔθει τις δρόμῳ δηλώσων τῷ Περσεῖ λουομένῳ καὶ τὸ σῶμα ἀναλαμβάνοντι . ὃ δὲ ἐξήλατο τοῦ ὕδατος βοῶν , ὅτι | ||
καὶ προγνώσεις . Ἐμοὶ γὰρ ἔργον ἔδοξεν αὖθις τὸν λόγον ἀναλαμβάνοντι τὰ δέοντα συμπλέκειν καὶ τοὺς ἐπὶ τούτοις λόγους ἀποδιδόναι |
. . ἐκ δὲ τῶν σκευῶν . . . καὶ κρεάγρα . . . καὶ ἐξαυστήρ . . . . | ||
, ἀνιμῶσα τὰ ζεστὰ διὰ τὸ τὰς χεῖρας καίεσθαι . κρεάγρα δὲ εἴρηται ἀπὸ τοῦ τὰ κρέα τὰ ἐπὶ τοῖς |
μέν εἰσι χρηστοὶ καὶ δοκοῦσιν , οἱ δὲ δο - κοῦσι μέν , εἰσὶ δ ' οὔ . ταὐτὸν δὲ | ||
. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ . Τὰ δὲ ἔξω τῆς Σύρτιδος παροι - κοῦσι Λίβυες Λωτοφάγοι ἔθνος μέχρι τοῦ στόματος τῆς ἑτέρας Σύρτιδος |
κρείσσους ὄντες , διέφευγον αὐτοὺς οἱ πολέμιοι ὑποκρίνοιντο : τὸ ξύνθημα . παιωνισμός : τὸν παιονισμὸν βουλγαρισμὸν εἰ γράφεις , | ||
ὕδρας . δράκοντας δὲ εἶπεν εἶδος ἀντὶ εἴδους παραλαβών : ξύνθημα : ἀντὶ τοῦ σημεῖόν τι ἴδιον † ἐπιγινώσκουσιν ὑπὲρ |
θεωρήματος τοῦ βου . Γίνεται δὲ οὕτως . Τὰ γ ιγα ἐφ ' ἑαυτὰ γίνεται θ ρξθα . Ἀναλυθέντα καὶ | ||
' ἑαυτὰ γίνεται θ ρξθα . Ἀναλυθέντα καὶ τὰ ιθ ιγα εἰς ἑκατοστοεξηκοστοέννατα γίνονται σμζ ρξθα , καὶ γίνονται ὁμοῦ |
. σκῆψιν οὖν λέγει τὸ ὀμωμοκέναι αὐτῇ . τὸ δὲ ἐξηγοῦ θεούς ἀντὶ τοῦ : ὀνόμαζε τοὺς θεοὺς οὓς βούλει | ||
πέρι , γένοιτο δ ' οὕτως . τἄλλα δ ' ἐξηγοῦ φίλοις , τοὺς μέν τι ποιεῖν , τοὺς δὲ |
φίλε . Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς πλούσιος , πένης ἔσῃ . Ῥᾳθυμία γε τὰ πόλλ ' ἐλαττοῦσθαι ποιεῖ . Ῥᾷον βίον | ||
ἐπικαμπὴς , ἣν ἀεὶ φέρουσιν οἱ κήρυκες . Ὀλιγωρία . Ῥᾳθυμία καὶ ἀμέλεια παρὰ τὸ ὀλίγην ὤραν ἔχειν καὶ φροντίδα |
Διόνυσος πολλοὶ μαρτυροῦσι κωμικοί . ὅ τ ' Ἀδωνιασμός : Ἑορτὴν γὰρ ἐπετέλουν τῷ Ἀδώνιδι αἱ γυναῖκες καὶ κήπους τινὰς | ||
οὕτως ἐς ἀνθρώπους παρῆλθεν , ὡς ὁ Τυρίων λόγος . Ἑορτὴν δὲ ἄγουσιν ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐκείνῳ τῷ θεῷ . |
διαλογικά , ἃ καὶ ἐξωτερικὰ λέγονται . καὶ ὡς μὲν αὐτοπρόσωπα ἀντίκεινται τοῖς διαλογικοῖς , ὡς δὲ ἀκροαματικὰ ἀντίκεινται τοῖς | ||
Καλεῖται δὲ τὰ μὲν διαλογικὰ καὶ ἐξωτερικά , τὰ δὲ αὐτοπρόσωπα καὶ ἀξιωματικὰ ἤτοι ἀκροαματικά . καὶ ἄξιον ζητήσεως τί |
πέμποντος τὰ βάρβαρα λόγια σαφηνῆ καὶ σαφῆ ; οὐ γὰρ δυσνόητα ταῦτά φημι τὰ ποικίλα βάγματα καὶ φωνήματα , τὰ | ||
σκότῳ ποδηγετεῖ φανεροῖ καὶ σαφηνίζει τὰ * δεινὰ καὶ * δυσνόητα . * τὸ δὲ ποδηγετεῖ δὲ ἀπὸ τῶν κυνηγῶν |
διαβεβρωμένουϲ κανθοὺϲ καὶ μυδῶντα βλέφαρα . ἡ δὲ φρυγομένη ῥητίνη χρηϲιμεύει εἰϲ τὰ εὐώδη μαλάγματα καὶ ἄκοπα . Ῥόδα . | ||
ϲτύφει : δι ' ὃ πρὸϲ τὰ ἐν μηροῖϲ παρατρίμματα χρηϲιμεύει . Λίθοι πάντεϲ μὲν ὥϲπερ καὶ ἡ γῆ ξηραίνουϲιν |
τε Νεστορίδην Θρασυμήδεα ποιμένα λαῶν , ἠδ ' ἀμφ ' Ἀσκάλαφον καὶ Ἰάλμενον υἷας Ἄρηος ἀμφί τε Μηριόνην Ἀφαρῆά τε | ||
διαφθεροῦσι . λέγει δὲ τοὺς περὶ Πάτροκλον καὶ Πηνέλεων καὶ Ἀσκάλαφον καὶ Ἀρκεσίλαον καὶ τοὺς παραπλησίους . πολλοὺς δὲ ἀριστεῖς |
τὴν στρατείαν , διδόασί τε οἱ Λακεδαιμόνιοι ὅσαπερ ᾔτησε καὶ ἑξαμήνου σῖτον . ἐπεὶ δὲ θυσάμενος ὅσα ἔδει καὶ τἆλλα | ||
ὅλος ὁ κύων ἄνω ἐστὶ , καὶ γίνεται τοῖς ἐκεῖσε ἑξαμήνου φῶς τὰς νύκτας καὶ τὰς ἡμέρας . Ἕως οὗ |
ἀλλὰ σωφρονισμοῦ . ὅπου γε καὶ οἱ μουσικοὶ ψάλλειν καὶ λυρίζειν καὶ αὐλεῖν διδάσκοντες μεταποιοῦνται τῆς ἀρετῆς ταύτης . παιδευτικοὶ | ||
, κιθαρισταὶ κιθαρίστριαι , ψάλται ψάλτριαι . καὶ τὰ ῥήματα λυρίζειν , κιθαρίζειν , ψάλλειν , ὑποβάλλειν καὶ ὡς Ἀριστοφάνης |
αʹ . ὕδατι ἀναπλάττων τροχίσκους ἔχοντας ἀνὰ ⋖ αʹ . ἀπυρέτοις μετὰ οἴνου κεκραμένου δίδου , πυρέσσουσι μετὰ ὑδρομέλιτος . | ||
τὸ ἀρκοῦν : ἡ δόσις καρύου ποντικοῦ μετὰ κονδίτου τοῖς ἀπυρέτοις : τοῖς δὲ πυρέττουσιν , ἐν μελικράτῳ . Ἄλλο |
κάλλιστα ἀποδιδόντων γνώμῃ . Ἀρχαϊκὰ φρονεῖς : ἤτοι εὐήθη . Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα : τὸ ἀηδές , διὰ τὸ τοὺς Ἀβυδηνοὺς | ||
ὤρουσεν : ἐπὶ τῶν ἀπὸ μικρῶν εἰς μείζω χωρούντων . Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα : ἐπὶ τῶν ἀηδῶν τάττεται ἡ παροιμία . |
τὰς δυνάμεις ἐν Σάμῳ , τάς τε παρούσας τῶν νεῶν ἐξηρτύετο καὶ τὰς παρὰ τῶν συμμάχων ἤθροιζε , σπεύδων ἐφάμιλλον | ||
Ἀντιόχου παρακελευομένου τοῖς κοινοῖς ἐπιβαλεῖν πράγμασιν , αὖθις ὥσπερ ὄργανον ἐξηρτύετο τὸν ῥητορικὸν λόγον καὶ ἀνεκίνει τὴν πολιτικὴν δύναμιν . |
εἶχε , Λεπτίνη , μὴ καὶ ξύμπαντας τοὺς ἐξ ἀρχῆς νομοθετικοὺς ταῦτα τοῖς σφῶν νόμοις προσγράψαι , ἀλλ ' ἁπλῶς | ||
πείρας τὰ τοιαῦτα διεξιοῦσιν ἀνόνητος ἡ σπουδὴ πρός γε τὸ νομοθετικοὺς γενέσθαι : οὐ γὰρ δυνήσονται κρίνειν ὀρθῶς περὶ αὐτῶν |
κγʹ . θʹ Ἄνουβις ἡμίθεος ἔτη ιζʹ . ιʹ Ἡρακλῆς ἡμίθεος ἔτη ιεʹ . ιαʹ Ἀπολλῶ ἡμίθεος ἔτη κεʹ . | ||
ἀνδραγαθήμασιν , οἷς τῷ πλοίῳ ἐκείνῳ εἰργάσατο , ἐδόκει τις ἡμίθεος εἶναι καὶ ὑψηλότερα τοῦ αἰθέρος ἐφρόνει . ἀντιπνευσάσης δὲ |
Πέλοψ νικήσας τὸν ἀγῶνα , καὶ λαβὼν τὴν Ἱπποδάμειαν , ὑπέστρεφεν ἐπὶ τὴν Πελοπόννησον μετὰ τῶν ὑποπτέρων ἵππων καὶ τοῦ | ||
καὶ ἔμεινε τὸ διάλειμμα ἄχρι . * τεσσαράκοντα ἡμέρας κακοηθέστερον ὑπέστρεφεν . εἶπε γὰρ ὁ Γαληνὸς , ὅτι πολλάκις εἰσβάλλει |
ὅταν οὖν ἡ ὑγρότης ῥυῇ πρὸς τὸν πνευματικὸν τόπον ποιεῖ λειποψυχεῖν . Ὅτι ὑπὸ καταψύξεώς φησιν , ὡς κοινῷ λόγῳ | ||
δὲ παρεστῶτας διὰ τὴν περὶ τοῦ γινομένου δόξαν ὡς φαύλου λειποψυχεῖν . ὁ μέντοι γε ὑποθέμενος τὸ φύσει τι ἀγαθὸν |
περὶ πολλῶν . καὶ πάλιν τῶν συνταγματικῶν τὰ μέν ἐστι διαλογικά , ὡς ὅσα δραματικῶς διεσκεύασται κατὰ πεῦσιν καὶ ἀπόκρισιν | ||
ὁ δὲ Ἀλέξανδρος ἄλλην διαφορὰν λέγει τῶν ἀκροαματικῶν πρὸς τὰ διαλογικά , ὅτι ἐν μὲν τοῖς ἀκροαματικοῖς τὰ δοκοῦντα αὐτῷ |
. . . . . . ξϚ μ γʹ : Στρατηγίας Σαργαραυσηνῆς Φίαρα . . . . . . . | ||
. . . . . . ξη Ϛʹ λη γʹ Στρατηγίας Λαουϊνιανῆς πρὸς μὲν τῷ Εὐφράτῃ ποταμῷ Κόρνη . . |
ἀσέβειαι πρὸς τὸ μὴ δύνασθαί σε ὁρᾶν τὸν θεόν . Ἐρεῖς οὖν μοι : “ Σὺ ὁ βλέπων διήγησαί μοι | ||
εἴσπραξις , ἀπαίτησις : ὁ γὰρ κατενεχυρασμὸς φαῦλον ὄνομα . Ἐρεῖς δὲ ἐκληρώθη τὸ δικαστήριον , ἐκάθισε ἐνεκληρώθη , συνέστη |
. φῶμεν οὕτως ἢ μὴ φῶμεν , ὦ Πῶλε ; Ἄτοπα μέν , ὦ Σώκρατες , ἔμοιγε δοκεῖ , τοῖς | ||
, τί καὶ ποιοῦντά σέ φησι διαφθείρειν τοὺς νέους ; Ἄτοπα , ὦ θαυμάσιε , ὡς οὕτω γ ' ἀκοῦσαι |
ἐν τοῖς χρηματισμοῖς καὶ διακρίσεσιν εὐφημίας τυγχάνοι καὶ ὑπὸ τῶν ἀποτυγχανόντων ; Ὁ δὲ εἶπεν : Εἰ πᾶσιν ἴσος γένοιο | ||
ἡ μηχανή . παροιμία ἐπὶ τῶν ἐπιχειρούντων τι ποιεῖν καὶ ἀποτυγχανόντων . ἐπεὶ ἄνω αἰγυπτιάζειν αὐτοὺς ἔφη , οἱ δὲ |
συνετάσσοντο ἱππέες , ἐκ δὲ Παρθυαίων δύο , τῶν σὺν Κράσσῳ πεπολεμηκότων τὰ ὑπόλοιπα , . . . καί τι | ||
ὅτι μετὰ τὴν νίκην ὁ Περσεύς , εἴτ ' ἐπιγελῶν Κράσσῳ καὶ τωθάζων αὐτόν , εἴτ ' ἀποπειρώμενος , ὅπως |
δὲ ὠνόμασεν αὐτοὺς Φερεκράτης ἐν Ἐπιλήσμονι : τοῖς σοῖσι συνὼν κορακινιδίοις καὶ μαινιδίοις . Ἄμφις δ ' ἐν Ἰαλέμῳ : | ||
θρᾴττης ὄνομα παρ ' οὐδενὶ τῶν Ἀττικῶν . Ἀναξανδρίδης : κορακινιδίοις μετὰ περκιδίων καὶ θρᾳττιδίων . Ἀντιφάνης : θρᾷτταν ἢ |
. . . . Αἰγόκερω δ # βο λ γʹ ἐλς τῶν ἐν τῷ ἀριστερῷ ὤμῳ β ὁ προηγούμενος . | ||
. . . Καρκίνου κα Ϛʹ νο ε # δʹ ἐλς τῶν ἑπομένων ὑπὲρ τὸ νεφέλιον β ὁ προηγούμενος . |
κλαυσούμεθα μεῖζον , ἐξὸν σπεισαμένοις κοινῇ τῆς Ἑλλάδος ἄρχειν ; Οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν . Οὔποτε δειπνήσεις ἔτι | ||
τῆς Ἀγαρίστης , ὑποτυχὼν ἔφη : οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ . Οὔποτε δουλείη κεφαλὴ εὐθεῖα πέφυκεν , ἀλλ ' αἰεὶ σκολιὴ |
μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Χελώνη μυῶν : ἐπὶ τῶν ἀφροντίστων τινός : τῷ δὲ Ἀγαμέμνονι τῆς Θερσίτου παῤῥησίας ἔλαττον | ||
Ἄιδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέον : ἐπὶ τῶν φιληδόνων καὶ ἀφροντίστων . Ἀδελφὸς ἀνδρὶ παρείη : ὅτι προτιμητέον τοὺς οἰκείους |
κατὰ συγκοπήν , ἐκ τούτου γίνεται ῥῆμα ἀφνῶ , καὶ ἀφνήμων ' . . . . ἄφνει : οἷον : | ||
οὕτως ὁ αὐτός . . . . . ἀφνήμων : ἀφνήμων : Ἀντίμαχος : ” πολλὰ δὲ μῆλα τά περ |
” Μέλλων ὁδεύειν τῆς κυνός τις ἑστώσης εἶπεν “ τί χάσκεις ; πάνθ ' ἕτοιμά σοι ποίει : μετ ' | ||
μεμνῆσθ ' ἃ λέγω , πρόσεχ ' οἷς φράζω , χάσκεις αὐτός . βλέψον δεῦρ ' εἴ πως αὐτὰ φράσεις |
θέμα , πλῆμι , τοῦτο δὲ ἐκ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ , καὶ τὸ παθητικὸν πλῆμαι , καὶ ὁ παρατατικὸς | ||
” εὐκτικῆς ἐστιν ἐγκλίσεως . ἀπὸ γὰρ τοῦ πλῶ τὸ πληρῶ γίνεται εἰς - μι πλῆμι καὶ τὸ παθητικὸν πλέμαι |
ὃ γεραιὸς ἑοῦ ἐπεβήσετο δίφρου , ἐκ δ ' ἔλασε προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου . πρόσθε μὲν ἡμίονοι ἕλκον τετράκυκλον | ||
ἅρματα ποικίλ ' ἔβαινον , [ ἐκ δ ' ἔλασαν προθύροιο καὶ αἰθούσης ἐριδούπου : ] μάστιξεν δ ' ἐλάαν |
μεγαλαυχίαις οὐ προσποιήτως , ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλος γιγνόμενος ληρώδης δοκεῖ εἶναι . τύραννόν τε γὰρ ἢ βασιλέα ἐγκωμιαζόμενον | ||
ἄλλων μεγαλαυχίαις οὐ προσποιήτως ἀλλὰ τῷ ὄντι γελῶν ἔνδηλος γιγνόμενος ληρώδης δοκεῖ εἶναι . τύραννόν τε γὰρ ἢ βασιλέα ἐγκωμιαζόμενον |
τρώω σημαίνοντος τὸ βλάπτω . παράγωγον τρώσω , οὗ μέλλων τρώξω , ῥηματικὸν ὄνομα , τρώκτης , ὁ ἐπὶ βλάβῃ | ||
βλάπτω : οὗ παράγωγον , τρώγω : ὁ μέλλων , τρώξω : καὶ ἐξ αὐτοῦ ὄνομα ῥηματικὸν , τρώκτης . |
; οὐ θέμις ἀκοῦσαί ς ' , ἔστι δ ' ἄξι ' εἰδέναι . εὖ τοῦτ ' ἐκιβδήλευσας , ἵν | ||
τηλουρὸς οὖσα δωμάτων κλύω βοήν . τί δ ' ; ἄξι ' ἡμῖν τυγχάνει στεναγμάτων . εὔφημος ἴσθι : τί |
πόλιν † εὐθενεῖσθαι † : τὸν δὲ κατηγοροῦντα τί ; ἐμβεβροντῆσθαι , τὴν πόλιν ἀγνοεῖν , οὐκ ἔχειν ὅποι τὰ | ||
τὰ ῥήματα εὐ - ηθίζεσθαι , μωραίνειν , ἀνοηταίνειν , ἐμβεβροντῆσθαι , ληρεῖν , παραπεπλῆχθαι . καὶ τὰ ἐπιρρήματα εὐήθως |
καταλύειν τὴν τυραννίδα , τῆς Πυθίας , ὡς οἱ Ἀλκμαιωνίδαι ἐμισθώσαντο τὸν ἐν Δελφοῖς νεὼν οἰκοδομεῖν , συνεχῶς τοῦτο χρώσης | ||
' ἐν δευτέρῳ Γελοίων Ἀπομνημονευμάτων Γνάθαιναν , φησί , δύο ἐμισθώσαντο , στρατιώτης καὶ μαστιγίας : ἀναγωγότερον οὖν τοῦ στρατιώτου |
ἄριστον χρυσόν . Χαμαὶ ἀντλεῖς , Πλίνθον πλύνεις , Φακὸν κόπτεις : αὗται πᾶσαι ἐπὶ τῶν τοῖς ἀδυνάτοις ἐπιχειρούντων εἴρηνται | ||
σαυτῶι καὶ πέδας : εὔδηλος εἶ . τί γὰρ σὺ κόπτεις τὴν κεφαλὴν οὕτω πυκνά ; τί τὰς τρίχας τίλλεις |
: “ αὐτὰρ ἐπεί ῥ ' ὤπτησέν τε καὶ εἰν ἐλεοῖσιν ἔχευεν . ” ἑλέτην εἷλον , ἔλαβον , δυϊκῶς | ||
γὰρ λέγονται αἱ μαγειρικαὶ τράπεζαι . καὶ Ὅμηρος “ εἰν ἐλεοῖσιν ἔθηκεν ” . τοὐλεόν ] τὸ μαγειρικὸν τραπέζιον . |
, πειράσομαι καὶ περὶ ὧν οὗτος ἔψευσται διδάσκειν ὑμᾶς . Ἐτόλμησε γὰρ εἰπεῖν ὡς αὐτὸς μὲν τριακοσίας δραχμὰς ἔδωκε Θεοδότῳ | ||
Ἑλλήνων , συναγορευόντων δέ μοι Φωκέων καὶ Βοιωτῶν ἁλοίην ; Ἐτόλμησε δ ' εἰπεῖν ὡς ἐγὼ τοῖς ἐμαυτοῦ λόγοις περιπίπτω |
τιθέμενα πάντως δαπανᾶται . καὶ τυχὸν ἂν ἀπέθανεν ἐν τοῖς μονομάχοις , εἰ μὴ κατατεθεὶς εἰς τὸν οἶκον ἦλθε τὸν | ||
ἔδει πάντας ὑμᾶς . ἀλλ ' ἐν μὲν τοῖς Καίσαρος μονομάχοις εἰσί τινες οἱ ἀγανακτοῦντες ὅτι οὐδεὶς αὐτοὺς προάγει οὐδὲ |
δὲ Φορμοφόροις δράματι : τῇδ ' ἐξιόντι δεξιᾷ , ὦ λυχνίδιον . πανὸς δ ' ὀνομάζεται τὸ διακεκομμένον ξύλον καὶ | ||
τὸν κακοδαίμονα καὶ ἀνέραστον δεσπότην πρὸς ἀμαυρόν τι καὶ μικρόστομον λυχνίδιον καὶ διψαλέον θρυαλλίδιον ἐπαγρυπνεῖν ἐάσας τοῖς τόκοις . πῶς |
κεʹ περὶ ἐλεφαντιάσεως . αʹ Περὶ λιθιάσεως . βʹ περὶ τριχιάσεως νεφροῦ . γʹ περὶ διαβήτου . δʹ περὶ ἰσχουρίας | ||
τῷ τοῦ ὄγκου μεγέθει καὶ ἐκτέμνειν ἀναρράπτειν τε ὡς ἐπὶ τριχιάσεως . Ὁ κυρίως λεγόμενος πῶρος οὐσία λιθώδης ἐστὶν ἀλλόκοτος |
κόρης ἐλευθέρας εἰς ἔρωθ ' ἥκων σιωπᾷς καὶ μάτην ποθουμένους περιορᾷς γάμους σεαυτῷ . τίς γὰρ οὑτοσὶ κακοδαίμων ἔφυ , | ||
ἀκούσας ; Ἀλλ ' οὐδὲν ἧττον ἐπιστάμενος χρᾷς , ἔπειτα περιορᾷς διαμαρτάνοντα . Ἀλλ ' ἀμφίβολος ἡ στενύγρη , ὅπως |
Καικίας καὶ Βορρᾶς , ἀπὸ ἄρκτου ἐπὶ δύσιν Θρασκίας καὶ Ἰάπυξ , ἀπὸ δὲ μεσημβρίας ἐπὶ δύσιν Λιβόνοτος καὶ Λίψ | ||
τοῖς ἐπιχωρίοις Δάκρυον Βυβλίδος . Λυκάονος τοῦ αὐτόχθονος ἐγένοντο παῖδες Ἰάπυξ καὶ Δαύνιος καὶ Πευκέτιος . οὗτοι λαὸν ἀθροίσαντες ἀφίκοντο |
τὸ ἀπὸ φόνου ἀνθρώπου καὶ τὸν μολυσμόν . βρύκειν καὶ βρύχειν διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ βρύκειν σημαίνει τὸ τρύζειν | ||
μαθεῖν ταχύς . βρύκειν μὲν τὸ πρίειν τοῖς ὀδοῦσιν : βρύχειν δὲ ἐπὶ τοῦ λεόντος τὸ βρυχᾶσθαι . ἐξελεύθερος καὶ |
γέροντα . ἦ γάρ τοι νέον ἦσθα γέρων καὶ ἀεικέα ἕσσο : νῦν δὲ θεοῖσιν ἔοικας , οἳ οὐρανὸν εὐρὺν | ||
ἀλλὰ μάλα Τρῶες δειδήμονες : ἦ τέ κεν ἤδη λάϊνον ἕσσο χιτῶνα κακῶν ἕνεχ ' ὅσσα ἔοργας . Τὸν δ |
νῦν ὅτι “ ἀφίεμέν σε ἐπὶ τούτοις , ὅπως μηκέτι διαλέξῃ τούτους τοὺς λόγους οὓς μέχρι νῦν διελέγου μηδὲ παρενοχλήσεις | ||
προσῆκον αὐτοῖς χρῆσθαι εἴπερ στερόμεθα ἐπιστήμης . Ἀλλὰ τίνα τρόπον διαλέξῃ , ὦ Σώκρατες , τούτων ἀπεχόμενος ; Οὐδένα ὤν |
ἐκτρέπεται μικρὸν ἀπὸ τῆς Ἀρίας πρὸς νότον εἰς Προφθασίαν τῆς Δραγγιανῆς : εἶτα πάλιν ἡ λοιπὴ μέχρι τῶν ὅρων τῆς | ||
Σηρικῆς . [ Πίναξ ἔννατος ] Ἀρείας , Παροπανισαδῶν , Δραγγιανῆς , Ἀραχωσίας , Γεδρωσίας . [ Γίνονται ἐπαρχίαι κα |
ἐφορατικὴ δύναμις μᾶλλον δὲ περιφραστικῶς , αὐτὴ ἡ Εἱμαρμένη . ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ ΔΙΟΣ ΟΦΘΑΛΜΟΣ . Ἤγουν πάντα βλέπων ὁ Ζεὺς | ||
Πρόκλος , ὀβελίζει τοὺς ἑπτὰ τούτους στίχους : ἀπὸ τοῦ ΠΑΝΤΑ ΙΔΩΝ , μέχρι τοῦ , ΑΛΛΑ ΤΑΓ ' ΟΥΠΩ |
ταῖς ἀβουλήτοις συντυχίαις , ἐπιβουλευόμενος , πιπρασκόμενος , δουλεύων , συκοφαντούμενος , ἐν δεσμωτηρίῳ καταδούμενος , τοὺς δ ' ἄλλους | ||
οὐ ξένος , ἀλλ ' ὁ μὲν οὐδὲν ἀδικῶν καὶ συκοφαντούμενος ἀπώλλυτο μὴ διδούς , ὁ δὲ καὶ σφόδρα πονηρευόμενος |
θαρρεῖν . τὰ δ ' ἐπιρρήματα τολμηρῶς τολμηρότατα , θρασέως θρασύτατα , φιλοκινδύνως , ῥιψοκινδύνως , παρακεκινδυνευμένως , παρακινδυνευτικῶς , | ||
τῶν τε δημάρχων Μᾶρκον Καίλιον πριάμενος ἐς τὴν πόλιν κατῄει θρασύτατα . καὶ αὐτὸν ὁ Καίλιος εὐθὺς ἐσιόντα εἷλκεν ἐς |
ὅτι ἡ ΔΕ ἐν πλείονι χρόνῳ δύνει ἢ ἀνατέλλει . Κατεσκευάσθω γὰρ τὰ αὐτά . ἐπεὶ οὖν τὸ Α ἀρχή | ||
, ὅτι ἡ ΔΗ ἐκ δύο ὀνομάτων ἐστὶν ἕκτη . Κατεσκευάσθω γὰρ τὰ αὐτὰ τοῖς πρότερον . καὶ ἐπεὶ ἡ |
δὲ τὴν ὁρμήν . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα : οἱ μὲν πολλοὶ τὰ | ||
ὁρμὴν ἐρεῖς Ἀττικῶς . Δρωπακίζειν ἀδόκιμον , ἀρχαῖον δὲ τὸ παρατίλλεσθαι ἢ πιττοῦσθαι . Στέμφυλα οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων |
καὶ συγκοπῇ τῆς σα συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν : τὸ δυϊκὸν ἠπειλεῖτον ἠπειλείτην , συστολῇ τῆς | ||
καὶ ὑποθέσεις τοῖς ἰάμβοις ; “ Ταῦτά σοι καὶ αὐτὸς ἀπειλῶ , οὐ μὰ τὸν Δία τῷ Ἀρχιλόχῳ εἰκάζων ἐμαυτόνπόθεν |
ἀνὰ κύκλον κυκλεῖς ; Ὄρνις γενέσθαι βούλομαι λιγύφθογγος ἀηδών . Παῦσαι μελῳδῶν , ἀλλ ' ὅ τι λέγεις εἰπέ μοι | ||
σκύλακος παριόντα φασὶν ἐποικτεῖραι καὶ τόδε φάσθαι ἔπος : „ Παῦσαι , μηδὲ ῥάπιζ ' , ἐπεὶ ἦ φίλου ἀνέρος |
παύσασθ ' ἐνοχλοῦνθ ' ἡμῖν προσιόντα τ ' ἐνθάδε . ἔκφερε δίκελλαν . τὴν παρ ' ἐμοῦ λαβὼν ἴθι . | ||
τοῖς θάκοις , ὁ δὲ Ἰάρχας πρὸς τὸ μειράκιον ” ἔκφερε ” εἶπε „ τῷ σοφῷ Ἀπολλωνίῳ τὸν Φραώτου θρόνον |
Οἰβάρην ἔλιπες ἔλιπες ; ὢ ὢ ὢ δᾴων . Πέρσαις ἀγαυοῖς κακὰ πρόκακα λέγεις . ἴυγγά μοι δῆτ ' ἀγαθῶν | ||
εἰς Δελφούς . ἡ δὲ ἔφη , ἔστι κράτος βασίλειον ἀγαυοῖς Τημενίδαισι γαίης πλουτοφόροιο : δίδωσι γὰρ αἰγίοχος Ζεύς . |
καὶ ἀσάφειαν , ἀσάφεια δὲ βαθὺ σκότος ἐν λόγῳ , κλέπταις δὲ συνεργὸν τὸ σκότος . οὗ χάριν Μωυσῆς τὸν | ||
βιάσασθαι πρὸς φύσιν . συνδιατρίβουσιν οὖν οἱ εἱρκτοφύλακες λωποδύταις , κλέπταις , τοιχωρύχοις , ὑβρισταῖς , βιαίοις , φθορεῦσιν , |
' Ἑκάτη τῶν βασιλείων πρόδομος μελάθρων . τὸν δὲ χαλκὸν ἐπήχουν ἐν ταῖς ἐκλείψεσι τῆς σελήνης καὶ ἐπὶ τοῖς κατοιχομένοις | ||
ἠκόντιζον τῶν ἐν ταῖς ἐπάλξεσι φαινομένων , καὶ τὰ τόξα ἐπήχουν θαμὰ τῶν βελῶν ἀναπεμπομένων σφενδόναι τε ἐφέροντο μετάρσιοι καὶ |
. καὶ τοῦ ἀπευθυϲμένου δὲ παρεθέντοϲ ὡϲ ἐπίπαν ἀροαιρέτωϲ τὰ ϲκύβαλα ἐκκρίνεται , ἐνίοτε δὲ καὶ ἐπέχεται . καὶ τὰ | ||
καὶ ἐφ ' ὧν διὰ φλεγμονὴν τοῦ ἀπευθυϲμένου κατέχεται τὰ ϲκύβαλα καὶ ἐπὶ ῥυπαρῶν ἑλκώϲεων περὶ τὸ ἔντερον . καὶ |
μὲν αὐθιγενέες Σκυθικοὶ ποταμοὶ συμπληθύουσι αὐτόν . Ἐκ δὲ Ἀγαθύρσων Μάρις ποταμὸς ῥέων συμμίσγεται τῷ Ἴστρῳ . Ἐκ δὲ τοῦ | ||
λαπάρης δὲ διήλασε χάλκεον ἔγχος : ἤριπε δὲ προπάροιθε . Μάρις δ ' αὐτοσχεδὰ δουρὶ Ἀντιλόχῳ ἐπόρουσε κασιγνήτοιο χολωθεὶς στὰς |
δυνάμενος λογικὰ θεωρήματα . ἴκες καὶ ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες διαφέρει . ἴκες μὲν γάρ εἰσι τὰ ἐσθίοντα τοὺς | ||
αὐτὰ νόμιμα ἡγεῖσθαι ἐκλήθησαν Ἰδουμαῖοι . ἶπες καὶ θρίπες καὶ κίες καὶ ἴκες διαφέρουσιν . ἶπες μὲν γὰρ λέγονται θηρίδια |
. εὐφήμως τὸν τάφον εὐνὴν εἶπεν . ἔδοξεν οὖν τοῖς προβούλοις τῶν Θηβαίων τὸν Ἐτεοκλέα ἐν τῷ τόπῳ τοῦ τάφου | ||
, ἐὰν οὐχ οἱ θεοὶ διεκώλυσαν . τὰ δόξαντα τοῖς προβούλοις ἀπαγγεῖλαι με χρή . δοκοῦντα καὶ δόξαντα ] τὰ |
κἂν ὑπὸ τῶν ἐκείνου παίδων ἀκούσῃ κακῶς , πεντακοσίας καταδικασθεὶς ὦφλε τῷ δημοσίῳ , τριάκοντα δὲ τῷ ἰδιώτῃ . Ὑπερείδης | ||
καὶ μὴ θαυμάζετε , ὦ ἄνδρες δικασταί , ὅτι τοσαῦτα ὦφλε χρήματα . ἔρημον γὰρ αὐτὸν λαβόντες [ αὐτοῦ τε |
ἐστὶ τούτων τῶν τόπων . Εἰς δὴ τὸν Εὔξεινον πόντον εἰσπλέουσιν ἐκ τῆς Προποντίδος ἐν ἀριστερᾷ μὲν τὰ προσεχῆ τῷ | ||
ἕξειν , ἐπειδὰν πύθωνται ὅτι τῶν καπήλων , οἳ τοῖς εἰσπλέουσιν ὡμολόγησαν ἐπιβουλεύειν , ἀπεψηφίσασθε ; Οὐκ οἶδ ' ὅ |
κῦδος . Ἀρτίχερος θηκτοῖο ξιφηφόρον ἐντύνοντος λήμμασι , καὶ σφαράγοιο παρακλιδὸν ἀθροισθέντος , ἀλλ ' ὁ μὲν ἐν χείρεσσι κερασφόρον | ||
καὶ λίσσεαι , οὐκ ἂν ἐγώ γε ἄλλα παρὲξ εἴποιμι παρακλιδὸν οὐδ ' ἀπατήσω : ἀλλὰ τὰ μέν μοι ἔειπε |
καὶ τῇ σεμνότητι καὶ δὴ νὴ Δία καὶ μακαριότητι . Ὀκτὼ γὰρ πρὸς τοῖς ἐνενήκοντα βιοὺς ἔτη κατέστρεψεν , ἄνοσος | ||
ἐπενόησας . Ἀλλά μοι συνεργήσαις ταῖς οὐρανοδρόμοις σου ἐντεύξεσιν . Ὀκτὼ δεῖ λαμβάνειν τὰ μέρη τοῦ λόγου ὁμολογουμένως : τινῶν |
στίχος : οὐ γὰρ ἀκολούθως καλεῖ ἐν Ἀθήναις οὖσα . Παύσωνα : τὸν σύντροφον καὶ διαιτητήν . Παύσων δὲ ἐπὶ | ||
δὲ ἐπὶ πενίᾳ κωμῳδεῖται ζωγράφος ὤν . μετακαλοῦ σύντροφον τὸν Παύσωνα κωμῳδεῖται δὲ ἐπὶ πενίᾳ ὁ Παύσων ζωγράφος ὤν . |
, ὃ καλεῖται παρατέλευτον : τὸ ιηʹ “ τοῖς φροντισταῖς παραθέντων ” ἑφθημιμερές , ὃ καλεῖται παροιμιακόν , ὡς εἴρηται | ||
, τοὺς πόδας αὐτῷ καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῷ δείπνῳ παραθέντων . Καὶ τοῦτ ' ἐγένετο αὐτῷ ἐν Ἐλευσῖνι : |
καὶ μιχθέντες , μόνιμον καὶ διουρητικὸν ποιοῦσι τὸν οἶνον . ἑψητὸς μιγνύμενος οἴνῳ μόνιμον αὐτὸν ποιεῖ . κηρὸς ἐν τῇ | ||
δύσπεπτος : ὧν ἡ λευκὴ καλεῖται κωβῖτις . καὶ ὁ ἑψητὸς δέ , τὸ μικρὸν ἰχθύδιον , τοῦ αὐτοῦ γένους |
ἀπώλλυτο στρατὸς δαμασθεὶς ναΐοισιν ἐμβολαῖς . ἴυζ ' ἄποτμον δαΐοις δυσαιανῆ βοάν , ὡς πάντᾳ πᾶν κακῶς † ἔθεσαν : | ||
. βόα , θρήνησον . ἄποτμον ] ἀθλίαν . . δυσαιανῆ ] γρ . δυσεανῆ , ἤγουν πολυποίκιλον . . |
δὲ ἐπὶ τοῦ φρουρίου τῇ καταλήψει ὀλίγαις ἡμέραις ὕστερον Ζαριάσποις πελάσαντες τῇ μὲν πόλει προσβαλεῖν ἀπέγνωσαν , λείαν δὲ πολλὴν | ||
. μάχονται δὲ ἀπὸ ἵππων , σειρὰς ἱμάντων ἑλίσσοντες : πελάσαντες δὲ τοῖς πολεμίοις ἐφιᾶσι τοὺς ἀπὸ τῶν ἱμάντων βρόχους |
. , . . Ἀνακυμβαλιάζω : : δίφροι δ ' ἀνεκυμβαλίαζον : ἀνεκρότουν , ἢ ἀνετρέποντο , . , . | ||
Ὀδυσσείας “ καὶ πολιοί περ ἐόντες ἀναγκαῖοι πολεμισταί . ” ἀνεκυμβαλίαζον . τῶν πεποιημένων . ἤχουν , ἐπὶ τῆς τῶν |
, τί ὑπὲρ ἡμῶν φροντίζεις , τί δι ' ἡμᾶς ἀγρυπνεῖς , τί λύχνον ἅπτεις , τί ἐπανίστασαι , τί | ||
τίνεις δίκας ὧν ἠμέλησας [ φιλοσοφίας ] : τρέμεις , ἀγρυπνεῖς , μετὰ πάντων βουλεύῃ : κἂν μὴ πᾶσιν ἀρέσκειν |
καὶ ἔτι πλείους συνιόντες οἰκίαν κατεσκευάζοντο μίαν ἑτέρων μὲν τὰ κατάγεια λαγχανόντων , ἑτέρων δὲ τὰ ὑπερῷα . ὁ μὲν | ||
Θραικίοις σιροῖς ἐν τῶι βαράθρωι χειμάζειν ] σιροῖς : τὰ κατάγεια : Θεόπομπος καὶ Σοφοκλῆς ἐν Ἰνάχωι σιροὶ κριθῶν . |
γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν “ καὶ τίς αὐτῷ εὐνοεῖ , δραπέτα ; ” Αἴσωπος εἶπεν “ ἔκδεξαί με ὀλίγον καὶ | ||
καταπλήξει ἐπράυνα . “ ὁ Ξάνθος εἶπεν ” οὐᾶ , δραπέτα . “ Ἡ γυνὴ τοῦ Ξάνθου εἶπεν ” Αἴσωπε |
παλινστομεῖς ] περιττογλωττεῖς . παλινστομεῖς ] παρεπιγραφή . παλινστομεῖς ] δυσφημεῖς . παλινστομεῖς ] ἤγουν πάλιν στωμυλεύῃ . θ παλινστομεῖς | ||
ὧν ἁλῷ πόλις : παλινστομεῖς αὖ ; ἤτοι καὶ πάλιν δυσφημεῖς καὶ τὰ αὐτὰ πάσχεις τοῖς πρίν ; ὁ δὲ |