μηδὲν αὐτὸ προσδεῖται , ἓν δὲ καθαρῶς ὂν πᾶσιν ἑνώσεως μεταδίδωσιν , ἧς ἄνευ συστῆναι τὴν ἀρχὴν ἢ συστάντα διαμένειν | ||
: τὸ γὰρ γένος καὶ τῷ εἴδει καὶ τῷ ἀτόμῳ μεταδίδωσιν ὀνόματος καὶ πράγματος καὶ τὸ εἶδος ὁμοίως τοῖς ἀτόμοις |
προσμονῇ . τόλμαν : τὴν τοῦ Βρασίδου ἀνεπιστημοσύνης : σημείωσαι ἀνεπιστημοσύνη ʃ τοῦ Κλέωνος καθημένους : ἐνήλλαξεν , ἀντὶ τοῦ | ||
ὑπέμενεν , εἴπερ ἀψευδῶς ἐγίνωσκεν αὐτόν : ἀλλ ' ἡ ἀνεπιστημοσύνη τοῦ ἑνὸς τὴν ἐπὶ πολλοῖς ὡς ὑπάρχουσι , πρὸς |
τὴν καρδίαν , καὶ ἐντεῦθεν ἄρχεται τὸ κακόν , καὶ μεταδίδωσι τῷ παντὶ δηλαδὴ σώματι . Γίγνεται δὲ ἀμήχανος περί | ||
ἀφίησιν ἀδικεῖν [ ὁ νόμος ] : ἐξαιρέτου δὲ προνοίας μεταδίδωσι χήραις καὶ ὀρφανοῖς , ἐπειδὴ τοὺς ἀναγκαίους βοηθοὺς καὶ |
[ καὶ ] καταβολᾶς τε καὶ γεννήσιος . ἐγκέφαλος δὲ σαμαίνει τὰν ἀνθρώπω ἀρχάν , καρδία δὲ τὰν ζώου , | ||
οὐ δυνατόν : τὸ γὰρ ἀξίωμα τοῦ ἤθεος ἁ προαίρεσις σαμαίνει . διὸ καὶ μετὰ βίας μὲν ἐπικρατέων ὁ λογισμὸς |
οἱ καρποὶ τῶν πιτύων ἤτοι τὰ λεγόμενα στρόβιλα ὅτι ἐοίκασι φθειρσίν . ἐν δὲ τῷ ὄρει ἐκείνῳ πίτυες πολλαί . | ||
οἱ καρποὶ τῶν πιτύων ἤτοι τὰ λεγόμενα στρόβιλα ὅτι ἐοίκασι φθειρσίν . ἐν δὲ τῷ ὄρει ἐκείνῳ πίτυες πολλαί . |
καὶ χαλκὸς καὶ σίδηρος , πάντα ὁμότιμα ἤγετο , ὁμοίως ἐγγείοις ὀχήμασι καὶ ναυτικοῖς . ὡς δ ' εἰς ταυτὸν | ||
πατρίς ἐστιν ἀνθρώπου , καὶ ὅπερ τοῖς πᾶσι ζώοις τοῖς ἐγγείοις ἐστὶν ἡ πᾶσα γῆ , τοῦτο ἥδε νενίκηκεν εἶναι |
ἐπειδὴ ἐγένετο παρ ' ἡμῶν ἀπὸ τῆς Προνοίας συνετάττετο . Δύναμις δὲ καὶ τοῦτο μεγάλη , καλῶς καὶ τοῖς κακοῖς | ||
αἷμα καὶ πνεῦμα , καὶ θερμασίη διὰ τούτων φοιτᾷ . Δύναμις μίη καὶ οὐ μίη , ᾗ πάντα ταῦτα καὶ |
, φονῶσαν κατὰ τοῦ κρείττονος , ἰοβόλοις καὶ ἀνωδύνοις γλιχομένην δήγμασιν ἀποκτεῖναι : τὸν δὲ Μωυσέως ὄφιν τὴν ἡδονῆς ἐναντίαν | ||
πρὸς τὰς ἀποσφίγξεις ὀμοίαν ποιεῖται τὴν αἴσθησιν τοῖς τῶν μυρμήκων δήγμασιν . ὁ δὲ ἀκροχορδὼν στενὴν ἔχει τὴν βάσιν , |
, ὅπως μήποτ ' ἂν ἄψυχα ὄντα οὕτως εἰς ἀκρίβειαν θαυμαστοῖς λογισμοῖς ἂν ἐχρῆτο , νοῦν μὴ κεκτημένα : καί | ||
αὐτὸν , ἥ τε τῶν Μαγνήτων ἐπιχώριος , ἁρμοζομένη τοῖς θαυμαστοῖς μέλεσι , καὶ ἡ παρὰ Χείρωνι παρ - δαλέα |
κλαίοντες , οἰκτίροντες : ἔρχεται δέ σοι πικρὸν θέαμα καὶ πρόσοψις ἀθλία . ἀλλ ' εὐτρέπιζε φάσγαν ' ἢ βρόχον | ||
κατὰ πάντα τῷ γάλακτι οὗ ] οὗτινος ὠπὴ δὲ ἡ πρόσοψις , ἡ θέα , τὸ εἶδος καὶ ἡ βρῶσις |
ποιήσασθαι , ἧς οὐδὲ τοῖς οὐδὲν γένει προσήκουσιν οὐδεὶς πώποτε ἐφθόνησεν . Οἶμαι δὲ κἂν τοῦτον , εἴ τις ἐρωτήσειεν | ||
ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν . Ζῆν αἰσχρόν , οἷς ζῆν ἐφθόνησεν ἡ τύχη . Ζήτει δὲ συνάγειν ἐκ δικαίων τὸν |
. Ἐκάκωσε : ἔβλαψεν , ἤως τοῦ φαρμάκου τοῦ ἰδίου μετέδωκεν . ποθι : που . εἴ ποθι : καὶ | ||
ταύτην ἔχοντα τὴν θέαν μετρίως ἤνεγκεν ἄν . πόθεν οὖν μετέδωκεν ὧν περιείχετο ; κακῶς ἔπασχεν ὑπὸ τῶν βαρβάρων πανταχοῦ |
. ἀποτρόποισι δαίμοσι ] τοῖς ἀποτρεπτικοῖς κακῶν ὀνειράτων . . ἀποτρόποισι δαίμοσιν ] τοῖς θεοῖς , οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους | ||
ἀχαλίνωτον γενόμενον . πέπλους ῥήγνυσιν ] αἰδεσθεὶς τὸ πτῶμα . ἀποτρόποισι ] οἷς ἀποτροπιαζόμεθα τοὺς ὀνείρους . χηλαῖς : τοῖς |
ἀφραδέως ] τοῖς γὰρ συνετοῖς ἀλάθητος ἔσται τοιοῦτος ὀπὸς προπινόμενος πάσηται ] γεύσηται , λείπει δὲ τὸ τίς ἐμπληγέες ] | ||
γε μὲν οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο δυσαλθές ἀφραδέως δεπάεσσιν ἀπεχθομένοισι πάσηται , οἱ μέν τ ' ἀφροσύνῃ ἐμπληγέες οἷά τε |
, Διδώ , γυνὴ Τυρία , ἧς τὸν ἄνδρα κατακαίνει Πυγμαλίων , Τύρου τυραννεύων , καὶ τὸ ἔργον ἐπέκρυπτεν . | ||
βιώσας ἔτη λβʹ , ἐβασίλευσεν ἔτη κθʹ . τοῦτον διεδέξατο Πυγμαλίων , ὃς βιώσας ἔτη νϚʹ ἐβασίλευσεν ἔτη μζʹ . |
, ὤχρα , μανδραγόρας , Ἀσσίας πέτρας ἄνθος . τὰ ὀστρεώδη πάντα καυθέντα καθαιρεῖ τὰ ὑπερσαρκοῦντα μετρίως , ἐχῖνοι ὁμοίως | ||
καθάπερ καὶ τὸ τῆς Ἀσσίας πέτρας ἄνθος . καὶ τὰ ὀστρεώδη δὲ πάντα καυθέντα μετρίως καθαιρεῖ τὰ ὑπερσαρκοῦντα καὶ προσστέλλει |
καὶ τοῖς ἑτέροις : Χειμὼν , ἐλαίῳ , καὶ ἄλλοις δωρήμασιν , ἢ τοῖς αὐτῶν καταστήμασιν : ὁ μὲν Χειμὼν | ||
† καταλίπητε ἐξ ἑτέρων ἑτέρους συμπλέκοντες καὶ τοῖς ἡμετέροις κοσμοῦντες δωρήμασιν . ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΤΟΥ ΕΝΑΤΟΥ ΛΟΓΟΥ Αʹ . Περὶ ἐφόδων |
] τοῖς ὑπερβαίνουσι τὴν τῶν ἀνδρῶν ἡλικίαν . ἢ τοῖς ὑπερηφάνοις . ἢ τοῖς τούτων ἰσχυροτέροις καὶ μᾶλλον ἀκμάζουσιν . | ||
ἅπαντα φέροιτο . καὶ γάρ , εἴ τι τῶν δημοσίων ὑπερηφάνοις ᾠκοδομεῖτο δαπάναις , ἐκάλει δὲ τοὺς οἰκήτορας ὁ κῆρυξ |
ὧν ὁ πάππος κατέλιπε , μηδ ' ἀποστερηθέντα , ἀλλὰ βοηθήσατε καθ ' ὅσον ὑμῶν ἕκαστος τυγχάνει δυνάμενος . Ἔχετε | ||
αὑτοῦ τῶν λῃτουργιῶν ἐσόμενον . βοηθήσατ ' οὖν ἡμῖν , βοηθήσατε , καὶ τοῦ δικαίου καὶ ὑμῶν αὐτῶν ἕνεκα καὶ |
, ἀδόκιμος , ἀζήλωτος : ἐπιβόητος δὲ καὶ ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , | ||
, ὑπεύθυνος , ἐγκλητέος , ἐπιλήψιμος , μεμπτὸς ἐπίμεμπτος , ἐπίψογος , ἐπίρρητος , ὁ δ ' ἀναίτιος ἀνεύθυνος , |
ἐπιλέγειν τοῖς ἀληθεστάτοις μὲν , οὐ πιστευομένοις δέ . Ἀλεκτρυὼν ἐπιπηδᾷ : ἐπὶ τῶν ἀγενῶς ἀναμαχομένων τὴν ἧτταν ⋮ Οἱ | ||
. εἰ δὲ καὶ δι ' ὀλίγου χρόνου ἴδοι , ἐπιπηδᾷ ἀτρέμα , ὥσπερ ἀσπαζομένη , καὶ τῷ ἀσπασμῷ ἐπιφθέγγεται |
ἐστεμμένον μίτραις . αὕτη δ ' ἐστεφάνωτο κισσίνῳ χρυσῷ καὶ βότρυσι διαλίθοις πολυτελέσιν . εἶχε δὲ σκιάδα καὶ ἐπὶ τῶν | ||
νῦν μὲν τὰ λήϊα κομᾷ τοῖς ἀστάχυσι καὶ ἡμερίδες τοῖς βότρυσι καὶ ἀκρόδρυα τοῖς ὡραίοις , καὶ κατάκομα τῶν δένδρων |
τῶν λοιπῶν καλουμένων θεῶν . καὶ γὰρ ἱστορούμενα τοῖς συνετοῖς καταγέλωτα φέρει . Ἤτοι οὖν περὶ ἀθεότητος αὐτοὶ ὑπὸ τῶν | ||
' ὄργανα εὑρημέν ' ἀνθρώποις ἀναιδέσιν , Ῥόδη , εἰς καταγέλωτα τῷ βίῳ πεπλασμένα . ὄνου παρακύψεως οὐκ ἔστιν οὐδέν |
ἀναγραφὰς ἐν ταῖς ἱεραῖς βίβλοις ἐκ παλαιῶν χρόνων ἀεὶ τοῖς διαδόχοις παραδεδομένας , ὁπηλίκος ἕκαστος τῶν βασιλευσάντων ἐγένετο τῷ μεγέθει | ||
οὔτε τῷ Ἐπικούρῳ ἄξιον ὀργίζεσθαι οὔτε τοῖς ὁμιληταῖς αὐτοῦ καὶ διαδόχοις τῶν λόγων , εἰ τοιαῦτα περὶ ἡμῶν ὑπειλήφασιν . |
χρυσῷ , μεθ ' ἡμέραν δὲ νύκτα ἐπῆγεν ὁσαχοῦ τοξεῦσαι κελεύσειε . πολλοῖς δ ' ἦν ἀφανὴς ὧν ἦγεν οὗ | ||
; σιτηρέσιον δὲ οὐδὲ Δολοβέλλας ἡμῖν ἅτε μηδ ' εἰ κελεύσειε παρασχεῖν δυνησομένοις ἐπήγγειλε . σύγγνωθι οὖν ἡμῖν καὶ σοὶ |
μετὰ δόλου ἔλαβεν , ἴσως ἂν εἴποι τις , οὐκ ἐπαινετός . Τί οὖν φησι : καὶ εὐλογημένος ἔστω ; | ||
ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , ὁ δὲ νόμιμος . |
ἂν εἴη διδακτόν ; Οὐκ ἔοικεν , εἴπερ ὀρθῶς ἡμεῖς ἐσκέμμεθα . ὥστε καὶ θαυμάζω δή , ὦ Σώκρατες , | ||
δ ' ἐγώ , τὸ ὑπόλοιπον ἐν τῇ πόλει ὧν ἐσκέμμεθα , σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας καὶ φρονήσεως , τοῦτο εἶναι |
. Ἰού , ἰού , πόση τις ἡ τῶν δώρων ἐπιρροή , ἀλλᾶντες , οἶνος , χιτών , βιβλίον . | ||
διά τε πυκνότητα καὶ ξηρότητα , κατὰ μικρὸν γὰρ ἡ ἐπιρροή , καὶ διὰ τὸ συνεχὲς ἀεὶ τῆς εἰς τὰ |
πᾶν , ἡ δὲ ἑτέρα κύριος , καθ ' ἣν ἀνῆπται τῶν ὅλων τὸ κράτος . θεὸς δὲ οὐκ ἀνθρώπων | ||
ἄλλον ἔμμεναι ἀνθρώπων . τί νύ τοι τόσα κήδε ' ἀνῆπται ; ἦ ῥα θεοὺς ὀλοῇσι παρήλιτες ἀφραδίῃσιν , μαντοσύνας |
ὑπὸ Τηλεγόνου θανάτου αὐτοῦ καὶ πῶς πάλιν φαίνεται ζῶν καὶ θνήσκων διὰ τὸν θάνατον Κίρκης καὶ Τηλεμάχου * . ἄλλοι | ||
δὴ τόνδ ' ἄνδρα θεοὶ δαμάσασθαι ἔδωκαν , ὁ δὲ θνήσκων φράζεο νῦν , μή τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι |
γαλῆν λέγειν ὁρῶ . Οἶνος κοκκύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Τί ὅτι ὥσπερ οἱ σταδιοδρόμοι | ||
τὸν Σκιάθιον ἐπαινεῖ : οἶνος κοχύζει τοῖς ὁδοιπόροις πιεῖν μέλας Σκιάθιος , ἴσον ἴσῳ κεκραμένος . Ἀχαιὸς δὲ τὸν Βίβλινον |
ἕποιτ ' ἀεί „ , κἀν τῇ Παρακαταθήκῃ : ” συνακολούθει μεθ ' ἡμῶν ” φησίν . ἀλοάσαντα : ἐν | ||
. Ἴακχε πολυτίμητε , μέλος ἑορτῆς ἥδιστον εὑρών , δεῦρο συνακολούθει πρὸς τὴν θεὸν καὶ δεῖξον ὡς ἄνευ πόνου πολλὴν |
ἄλλῃ θεῷ : ὅτι γὰρ κατὰ τὴν τοιάνδε ἑαυτοῦ ζωὴν μετεῖχεν ἄλλοτε ἄλλων θειοτέρων δυνάμεων καὶ ἐνελάμπετο καὶ ᾠκειοῦτο ἄλλοτε | ||
δουλείας , οὐκ ἀδικηθήσεται . οὐδὲ γὰρ , εἰ φωνῆς μετεῖχεν , ᾐτιάσατο ἂν τὸν δημιουργὸν ὡς παρὰ τὸ δίκαιον |
ἐνταῦθα λέγει τὴν νευρὰν τοῦ τόξου . . ἠράσσοντο ] ἐπλήττοντο . . θώμιγγος ] νευρᾶς . ὤλλυσαν ] ἔφθειρον | ||
Δείμου , τοῦ Φόβου . τούτοις δὴ τάς τε καρδίας ἐπλήττοντο τά τε ξίφη τῶν χειρῶν μεθίεσαν ἔπασχόν τε ὅπερ |
Θείου . Κόραν ] Ἤγουν νέαν γῆν καὶ νῆσον . Ῥίζαν ] Καὶ μητρόπολιν ἐσομένην . Ἀλεξάνδρου Φορτίου . Κόραν | ||
ῥύσιν καὶ εὐτονωτέραν ποιεῖ . [ Πρὸς ἐνουροῦντας . ] Ῥίζαν κρίνου δὸς πιεῖν προαναζέσας , ἢ ὑοσκυάμου χυλὸν ἢ |
Δωριεῖς οὐ μετέβαλον τὸ ἐξ ἀρχῆς ἦθος . Ὁ δὲ Πάμφυλος πρόγονος ἦν Δωριέων , οὗ καὶ φυλὴ ἐπώνυμος ἐν | ||
Ὀρέστου . θνήσκουσι δὲ συμμαχοῦντες αὐτοῖς οἱ Αἰγιμίου παῖδες , Πάμφυλος καὶ Δύμας . ἐπειδὴ δὲ ἐκράτησαν Πελοποννήσου , τρεῖς |
καὶ ἵππων καὶ ὄνων καὶ τῶν ἄλλων ζῴων τοσαῦτα ἀγαθὰ ἀπολαύει ὅσα ἄνθρωποι ; ἐμοὶ μὲν γὰρ δοκεῖ , πλείω | ||
δὲ καὶ ὁ ἐγκέ - φαλος τῆς ἀπ ' ἐκείνων ἀπολαύει τροφῆς . Ἐπεὶ δ ' οὐκ ἐπιλείπουσιν οἱ χυμοὶ |
ποικίλλειν : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Χυτρεοῦς * * : ὀστράκινος , εὐτελής . Χωρὶς τὰ Μεῤῥᾶς καὶ Σιλωὰμ ῥεύματα | ||
ἀγαθὰ βεβαιότερα καὶ τὰ κακὰ ἰσχυρότερα μαντεύεται , ὁ δὲ ὀστράκινος ἔλαττον : ἀμφότεροι δὲ τὰ κρυπτὰ ἐλέγχουσι . λύχνος |
ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πτόλει μαινομένᾳ φρενί , τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων . τέταρτος ἄλλος , γείτονας πύλας ἔχων | ||
καὶ κακῶς διατίθεται ἐπὶ τοῖς παρ ' ἀξίαν νεμομένοις . νεμέτωρ ] ὁ πάντα διανέμων καὶ διοικῶν . νεμέτωρ ] |
λέξις τηκόμεναι ] ἀναλισκόμεναι δόρπα ] τὰς τροφάς κατέστυγεν ] ἐμίσησεν ἄλλοτε ῥινός : ἀρσενικῶς εἶπεν ὁ ῥινός , τουτέστι | ||
μετριώτερον ἦν , ποτὲ δὲ οὕτως ἄλλος μὲν οὖν τις ἐμίσησεν ἂν καὶ διὰ τόδε . ἔστι δὲ τούτων καλλίων |
Γαμψώνυχον δὲ ἄρα οὐδὲ ἓν οὔτε πίνει οὔτε οὐρεῖ οὔτε συναγελάζεται ἑτέροις . Ἀνθρώπου δὲ ἀσίτου τὸ δῆγμα χαλεπὸν καὶ | ||
λόγον . καὶ γὰρ ζῶια , φησίν , ὁμογενέσι ζώιοις συναγελάζεται ὡς περιστεραὶ περιστεραῖς καὶ γέρανοι γεράνοις καὶ ἐπὶ τῶν |
ῥινοκέρωτες καὶ ἐλέφαντες , λύκοι καὶ ὄϊες περιστερῶν καὶ ἀηδόνων ἀλκιμώτερα μορμύλων τε καὶ τῶν τριγλίδων καὶ τῶν ἄλλων , | ||
; καὶ γὰρ καὶ τὰ μέζω τῶν ζώων καὶ τὰ ἀλκιμώτερα , ὁκοῖον οἱ ταῦροι , αἱμορραγίῃ θνῄϲκουϲι ὤκιϲτα . |
ζύμη : ζύθος , ὁ ἐκ κριθῆς οἶνος : ζύγλορον κιβωτός : ζυχεινεῖ τὸ μύει . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς | ||
καὶ χρυσοῦ , ἡ κιβωτός . ΓΘ διενήνοχε κίστη καὶ κιβωτός . καὶ ὅτι ἡ μὲν εἰς ὑποδοχήν ἐστιν ἐδεσμάτων |
διαλεξόμεθα : προσχρῆται μέντοι τῷ κατὰ φύσιν γιγνομένῳ τούτῳ ἡ γεωργική : σπείρει γὰρ τηνικαῦτα , ἡνίκα καὶ ὑσθήσεσθαι προσδοκᾷ | ||
ὑπὲρ τοῦ καρποῦ τῆς γενέσεως ἐκ τῆς γῆς , ἀλλὰ γεωργική . Δοκεῖ μοι . Τί δ ' ; ἦν |
, ἔχειν δὲ τὰ πτερὰ αὐτοῦ φασι στίγματα ὑπόλευκα . ἀναφαίνει τε δύο ἀπὸ τῶν ὀφρύων παρ ' ἑκάτερον τὸν | ||
, προσέτι τε τὴν λαμπροτάτην πόλεων πασῶν ὁπόσας ὁ Ζεὺς ἀναφαίνει , τὰς Ἀθήνας λέγω . ἐπιλείποι δ ' ἄν |
. φρούρημα ] τῶν κατ ' αὐτῶν πυλῶν . θ προστατηρίας ] βοηθούς . προστατηρίας ] τῆς προστατούσης ἡμᾶς βοηθείας | ||
] τῆς βοηθοῦ ἢ τῆς πρὸ τῶν πυλῶν ἱσταμένης . προστατηρίας ] ὑπερμάχου ἧς ἱερεὺς ἦν , ἢ ὅτι ἐν |
Καὶ πῶς ἀπορραίσας λυχνοῦχον κἄλαθες ; Ἀλλ ' ὥσπερ λύχνος ὁμοιότατα καθηῦδ ' ἐπὶ τοῦ λυχνιδίου . Ὁ δ ' | ||
τοῦ αὐτοῦ γένους τὰ εἴδη ταῖς φαντασίαις ἐγκολπίσωνται , ἐκείνοις ὁμοιότατα τίκτειν : διὸ καὶ εἰκόνας | πρὸς ἵππων τε |
τοῦ ὧν χάριν , φιλονεικία ἐγένετο καὶ θανάτου τέλος τοῖς αἰνομόροις ἀδελφοῖς , μενεῖ καὶ ἀπομενεῖ καὶ ἐπικτηθήσεται τοῖς ἐπιγόνοις | ||
ὧν ] κτημάτων . δι ' ὧν ] κτεάνων . αἰνομόροις ] κακοθανάτοις . Ξ αἰνομόροις ] τοῖς δυστυχέσι καὶ |
συνελθόντος ἰδίου . ὅλως δέ μοι δίδως θαυμάζειν , ὅπως ἐσχόλαζέ σοι μεμνῆσθαι τῆς κόρης ὁ λογισμός . τὸν γὰρ | ||
συνελθόντος ἰδίου . ὅλως δέ μοι δίδως θαυμάζειν , ὅπως ἐσχόλαζέ σοι μεμνῆσθαι τῆς κόρης ὁ λογισμός . τὸν γὰρ |
συμβαίνῃ . θάνατος δέ γε καὶ ζωή , δόξα καὶ ἀδοξία , πόνος καὶ ἡδονή , πλοῦτος καὶ πενία , | ||
δὲ πάλιν τῷ μὲν ἐγκωμίῳ ψόγος , τῇ δὲ δόξῃ ἀδοξία . ψόγος μὲν οὖν ἐστιν ὁ τῷ ἐγκωμίῳ ἀντικείμενος |
τῶν ἐσθιόντων τὸ μέλι , ὥς φησιν Ἡσίοδος : κηφήνεσσι κοθούροις ἴκελος ὁρμήν . ἀπ ' Αἰγίλω : Αἴγιλα δῆμος | ||
τὸ κέντρονκαὶ γὰρ καὶ ἀργὸς καὶ ἄκεντρος : ἢ τὸ κοθούροις ἀντὶ τοῦ κόρου πλήθουσι . καταγέλαστος γὰρ ἂν εἴη |
ἐστι θαλάσσιος . τούτου ἡ κεφαλὴ καυθεῖσα καὶ σὺν μέλιτι χρισθεῖσα τὰ πλαδαρὰ τῶν ἑλκῶν ἰᾶται , καὶ ἀλωπεκίας δασύνει | ||
δὲ χολὴ αὐτοῦ μετὰ μέλιτος καὶ χυλοῦ πρασίου καὶ ὀποβαλσάμου χρισθεῖσα τοῖς ὀφθαλμοῖς ὀξυωπίαν ποιεῖ , ἀλλὰ καὶ ὑπόχυσιν ὀφθαλμῶν |
οὐ τῷ κολάσαντι τὰς τιμὰς μεμφομένους , ἀλλὰ τοῖς οὐκ ἀνεχομένοις σωφρονῆσαι καπήλοις . καὶ γὰρ εἰ τὸ πρᾶγμα μηδὲν | ||
πονηροῖς τὴν τοιαύτην ζωήν . τοῖς δὲ δίκην : τοῖς ἀνεχομένοις τὸν κακὸν ἄνδρα συμπολιτεύεσθαι αὐτοῖς καὶ μὴ ἐκδιώκουσι τῆς |
τὴν κεφαλὴν , [ μετέωρος ] τῶν κεράτων τὴν φύσιν ἀλλόκοτος : οὐ γὰρ πέπηγεν αὐτῷ ταῦτα κατὰ κεφαλῆς καὶ | ||
ἐγγίζειν πολὺ τῇ πρώτῃ , ἵνα μὴ φύρσις τις καὶ ἀλλόκοτος τροπὴ παρακολουθήσῃ . Εἰ δὲ ὡς εἰκὸς συμβῇ καὶ |
τόποι τοῖς τε ἀγαθοποιοῖς καὶ κακοποιοῖς : καὶ διὰ τοῦτο ἀνόνητός ἐστιν ἡ τῶν χρόνων ἐναλλαγή . ἐσφάλησαν δὲ οἱ | ||
ἄχρηστός ἐστι ζωγραφία , καὶ ὃν τρόπον ἐν πόλει κωφῶν ἀνόνητός ἐστι κιθαριστική , οὕτω καὶ ἡ περὶ τὸν βίον |
. Ἀστράγαλος : θάμνος μικρὸς ἐπὶ γῆς , φύλλοις καὶ κλωνίοις ὅμοιος ἐρεβίνθῳ : ἄνθη πορφυρᾶ , μικρά : ῥίζα | ||
γ # , μέλιτος # α . ἕψε κινῶν πηγάνου κλωνίοις ἕως συστῇ . δίδου δὲ νήστεσι καὶ μετὰ τροφὴν |
χαλεπώτεροί εἰσι τοῖς ἑκοῦσι κακὰ ἐργαζομένοις καὶ ψευδομένοις ἢ τοῖς ἄκουσιν . Ὁρᾷς , ὦ Ἱππία , ὅτι ἐγὼ ἀληθῆ | ||
ἑκόντα ἑκοῦσιν ἐπιβάλλοντας οὐδὲν αἰσχυνομένοις , ἀλλὰ ἀνθρώποις αἰσχυνομένοις καὶ ἄκουσιν οἰστρῶντας καὶ ἀκολάστους ἀνθρώπους ἐπ ' ἀτελεῖ καὶ ἀκάρπῳ |
λέγειν . [ σκότος γάρ ἐστιν Αἰσχύλου τεθνηκότος . ] φωνάριον . . . ᾠδικὸν καὶ καμπτικόν ἀσπαζόμεσθ ' ἐρετμία | ||
τοῖς κολλώδεσι βρόχθιζε τούτοις γὰρ τρέφεται τὸ πνεῦμα καί τὸ φωνάριον ἡμῶν περίσαρκον γίγνεται . Εἰ τοῖς μεθυσκομένοις ἑκάστης ἡμέρας |
, οὐκ ἀργαλέοισι κύνεσσιν , οὐδ ' αὐτοῖς δειλοῖς λασιοκνήμοισι λαγωοῖς . Τρηχὺς δ ' αὖτ ' ἐλάφοισιν ἔρως πολλή | ||
εὐόφθαλμοι . Χαροπόν : χαροπῶς . Οὔποτε γάρ : οἶστρος λαγωοῖς μάχεται πρὸς τὴν ἄγρην καὶ μῆτις ἀντίβιος εἰς θήραν |
, οὐδετέρως . ἀπὸ τοῦ ἀνδρός ἄνδρομος , ὡς Διός Δίομος , ὁ πατὴρ Ἡρακλέους , καὶ Διόμεια ἑορτή . | ||
καὶ τοῖς ἡγουμένοις τῶν βοσκημάτων ὁ βουκολισμός , ὃν εὗρε Δίομος βουκόλος ὁ Σικελιώτης , ἡ δ ' ἐπὶ θανάτοις |
ὧδε τὰ οὖρα προϊόντα , καὶ τὰ παρυφιστάμενα δὲ τούτοις ἀθροώτερα φαίνεται , καὶ χρονιώτεραι δὲ αἱ ἐπὶ τούτοις νόσοι | ||
ὧδε τὰ οὖρα προϊόντα , καὶ τὰ παρυφιστάμενα δὲ τούτοις ἀθροώτερα φαίνεται , καὶ χρονιώτεραι δὲ αἱ ἐπὶ τούτοις νόσοι |
δὲ λευκά , πολλαὶ δὲ σκηναὶ χρυσαῖ κατεσκευασμέναι πᾶσι τοῖς χρησίμοις , πολλαὶ δὲ καὶ ξυστίδες καὶ κλῖναι πολυτελεῖς ; | ||
' ἐν ταῖς ἐξουσίαις οὐ τοῖς αὐτοῖς χρῶνται φίλοις ὡς χρησίμοις καὶ ὡς ἡδέσιν . ἄλλοι γάρ εἰσιν αὐτοῖς χρήσιμοι |
' ἀνηλεῶς ἔφη πρὸς ταύτην τάδε : Σὺ δὴ ταῖς πέρδιξι προσαγγεῖλαι θέλεις εἰς χεῖρας ἐμάς τινα μὴ πλησιάσαι . | ||
ἄρα ζῷον ἦν καὶ ὁ χηναλώπηξ , καὶ ταὐτὰ τοῖς πέρδιξι δρᾷ . καὶ γὰρ οὗτος πρὸ τῶν νεοττῶν ἑαυτὸν |
, ἀπατηλαὶ αἰσθήσεις , πάθη ἐπίβουλα , κακιῶν ὁ βαρύτατος ἐπιτειχισμός , ἐν ᾧ δὲ οὐδὲν μὲν τῶν ἐπ ' | ||
, ὁ τὰ ἄψυχα θεοπλαστῶν , ὁ μέγας καὶ δυσάλωτος ἐπιτειχισμός , οὗ τοῖς σοφίσμασι καὶ στρατηγήμασι πᾶσα πόλις δελεάζεται |
θήρην ὁπλίζεο τοῖα γένεθλα αἰχμητῶν σκυλάκων , τοὶ κνώδαλα πάντα δίενται . χροιαὶ δ ' ἀργενναί τε κακαὶ μάλα κυάνεαί | ||
; αἳ δέ τ ' ἄνευθεν ἵπποι ἀερσίποδες πολέος πεδίοιο δίενται . οὔτε νεώτατός ἐσσι μετ ' Ἀργείοισι τοσοῦτον , |
ὅλον ἀναιρεῖ τὸν βίον . } Τοῖς μὲν καλῶς πράττουσι προστατεῖ θεός , χαίρει δ ' ὁρῶν πάσχοντας † τοὺς | ||
χρώμεσθα συμμάχοισιν Ἀργείων , ἄναξ : τῶν μὲν γὰρ Ἥρα προστατεῖ , Διὸς δάμαρ , ἡμῶν δ ' Ἀθάνα . |
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου οὐ μείζοσιν φακῶν . οὗτοι | ||
σῶμα ἅπαν ποικίλον , μέλανος ὄντος τοῦ χρώματος ὅλου , πτίλοις λευκοῖς καὶ πυκνοῖς διειλημμένου [ οὐ ? ] μείζοσι |
Ἰβηρικοί . πηλαμὺς μικρὰ γίνεται ἐν Μαιώταις , εὔστομος , εὔφθαρτος , εὐέκκριτος . κυβινοπηλαμὺς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας , ἀπὸ | ||
ἄγαν τρόφιμος , εὐέκκριτος . σκάρος εὔστομος , δυσδιαφόρητος , εὔφθαρτος , διαχωρητικός : ὁ δ ' ἀρτιάλωτος καὶ μὴ |
ἀνὰ κράτος ἱδροῦντι τῷ ἵππῳ , καὶ εὐθὺς πᾶσιν οἷς ἐνετύγχανεν ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ ἑλληνικῶς ὅτι βασιλεὺς σὺν στρατεύματι | ||
φοβεροὶ γίνονται . ὄφις ὑπὸ πολλῶν ἀνθρώπων πατούμενος τῷ Διὶ ἐνετύγχανεν . ὁ δὲ Ζεὺς πρὸς αὐτὸν εἶπεν : ” |
τῇ Ἀρτέμιδι . περὶ τῆς Ὀρθωσίας Ἀρτέμιδος Ἀπολλόδωρος γράφει . Ὀρθωσία δὲ ὅτι ὀρθοῖ εἰς σωτηρίαν : ἢ ὀρθοῖ τοὺς | ||
* κομίσοντα . ἔλαφον . ἡ θυγάτηρ Ἄτλαντος . . Ὀρθωσία ἡ Ἄρτεμις παρὰ τὸ Ὀρθώσιον , ὅπερ ἐστὶν ὄρος |
, διὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν εἰκοσιτεσσάρων . πορφυρὶς : Ἡ πορφυρὶς ἀναγέγραπται , κερχνῂς δὲ οὐκ ἀναγέγραπται , ἀλλὰ κέρχνη | ||
ἐχθαίρει γὰρ τοὺς προσιόντας αὐτοῦ τῇ τροφῇ . ἡ δὲ πορφυρὶς διίσταται πορφυρίωνος . μνημονεύει δὲ αὐτοῦ Ἀριστοφάνης ἐν Ὄρνισι |
συμπλήρωσιν τοῦ λόγου τοῦ κατὰ τοῦ μηδὲν ἐργασαμένου ἡ ἑξῆς ἐπιλεγομένη ἀπειλὴ οὐ περὶ αὐτοῦ , ἀλλὰ περὶ τοῦ προτέρου | ||
, ἧς τὸ ἄκρον αἰσθητικώτερον τοῦ μέσου : εἶτα ἡ ἐπιλεγομένη ἐπιγλωττίς : προσπέφυκε δὲ ταύτῃ ὁ λεγόμενος οἰσοφάγος . |
ὑμῖν οἱ θεοὶ τὰς ἀξίας ἀμοιβάς . χρήσασθαι δὲ τοῖς ἐνταφίοις δυσοιώνιστον ὑπολαμβάνω . πάντα μοι φυλάξατε καλῶς : ἐμοὶ | ||
μὲν σὰ βλέπω , σὺ δὲ ποῦ ; μόνη τοῖς ἐνταφίοις ἡ νεκρὰ λείπει . ” τούτων ἀκούσας ὁ Θήρων |
τὸ μετὰ τοὺς ἀστραγάλους πᾶν : ἀφ ' οὗ ὀνόματα εὔπους ὠκύπους ταχύπους καὶ ὡς Πλάτων ἀντίπους , εὐποδία ἀποδία | ||
καὶ αὕτη ὠκεῖά τε ἦν καὶ φιλόπονος καὶ εὔψυχος καὶ εὔπους , ὥστε καὶ τέτταρσιν ἤδη ποτὲ λαγωοῖς ἐφ ' |
ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἐπρέσβευσεν εἰς Δημητριάδα πρὸς Ἀντίγονον καὶ οὐκ ἐπέτυχε . τὸ πᾶν δὴ διέτριβεν ἐν τῇ Ἀκαδημείᾳ τὸν | ||
περὶ δὲ τὴν τῶν βουκολικῶν ποίησιν εὐφυὴς γενόμενος πολλῆς δόξης ἐπέτυχε . κατὰ γοῦν τινας Μόσχος καλούμενος Θεόκριτος ὠνομάσθη . |
. ἐπήρκεσεν : ταῦτα συνεχῶς ἀγγελλόμενα τῷ Ἀντωνίῳ αὐτόν τε ἐπήρκει ἐς τὴν ἀποχώρησιν καὶ τοὺς στρατιώτας μαλακωτέρους ἐποίει . | ||
οὐδένα πώποτε μισθὸν τῆς συνουσίας ἐπράξατο , ἀλλὰ πᾶσιν ἀφθόνως ἐπήρκει τῶν ἑαυτοῦ : ὧν τινες μικρὰ μέρη παρ ' |
τὸν καιρὸν εὖ , τἀπροσδόκητον τὴν τέχνην ἐξηύρατο . τοῖς ἀναιδέσιν βοηθεῖ γὰρ λόγοις τοῦθ ' ἓν μόνον , ἂν | ||
ἔστι τόλμης καὶ βίου ταῦτ ' ὄργανα εὑρημέν ' ἀνθρώποις ἀναιδέσιν , Ῥόδη , εἰς καταγέλωτα τῷ βίῳ πεπλασμένα . |
ἀγών , ἀνδρῶν τιμίων καὶ τοῖς εἴδεσι καὶ τοῖς ψυχικοῖς προτερήμασι , καὶ περὶ τῆς λοιπῆς πόλεως , ἧς οὐδὲν | ||
καὶ πεντήκοντα τοῖς μεγέθεσι καὶ ταῖς ἀλκαῖς καὶ τοῖς ἄλλοις προτερήμασι θαυμαζομένους , οὓς ἔφασαν ταῖς τίγρεσιν ἐπιμεμῖχθαι . βουλόμενος |
ἐβλάστησεν , ἀναπείθει : οὕτω τοι καὶ ἐν ἐλαίᾳ συκῆν κατανοήσεις καὶ ἐν ἄλλῳ ἄλλο . Θ . δὲ ἐν | ||
ἐξ ὧν ἐβλάστησεν . οὕτω τοι καὶ ἐν ἐλαίᾳ συκῆν κατανοήσεις , καὶ ἐν ἄλλῳ ἄλλο . Φωλεύει δὲ ἐν |
τοιοῦτον ἀναισχυντίας , ἀσελγείας τῆς ἐσχάτης . οὐκοῦν εἰκὸς ἐν δυστυχέσι μᾶλλον ἀνθρώποις ἐθέλειν διατρίβειν ἢ ἀκολάστοις . ἐγὼ μὲν | ||
. Ἐπεὶ δὲ δεῖ φίλων τοῖς τε εὐδαίμοσι καὶ τοῖς δυστυχέσι , ζητητέον ποτέροις μᾶλλον δεήσει τῶν φίλων . οἵ |
ἰδιώτας μὴ μιμεῖσθαι τούτους . πάλαι μὲν γὰρ δήπου οἷς μεμέληκεν ἀκηκόαμεν ὅτι Νικίας ποτὲ ὁ Νικηράτου ἐκτήσατο ἐν τοῖς | ||
εἰρημένῳ σοι ζῆν ἐν σώματι . οἷς δὲ καὶ τούτου μεμέληκεν , ὑγρά τε καὶ θερμὴ ἡ προσήκουσα δίαιτα , |
βλαπτομένων . ἀμφικαλύπτει : περισκέπει , κρύπτει , ἀφανίζει , περιέπει . Διά : ἀνὰ , κατὰ , εἰς τό | ||
δέ ἐστι , τὴν εὐμενῆ καὶ πραεῖαν καὶ ἵλεων κατάστασιν περιέπει : καθάπερ δὲ | τῆς χυτῆς οὐσίας ἡ κρατίστη |
Ἀττικήν , ἵνα μὴ ἄνδρας τε φίλους καὶ ξυγγενεῖς τοῖς ἐχθίστοις προῆσθε καὶ ἡμᾶς τοὺς ἄλλους ἀθυμίᾳ πρὸς ἑτέραν τινὰ | ||
οὔτ ' Ἀθηνῶν μέτεστιν , ἀλλὰ καλούμεθά τε ὃ τοῖς ἐχθίστοις ἥδιστον καλεῖν , φυγάδες , αὐτοί τε ὅτι τοῦτ |
. . . . . . . . . . Λιμήν χωστὸς ὑπόκειται καὶ Λέχαιον λεγομένη πόλις . . . | ||
καὶ Λιλυβαιίτης καὶ Λιλυβηίς . Λιμενῶτις , χερρόνησος Κελτική . Λιμήν , ὁ ὕφορμος τόπος . καὶ λιμενίτης ὁ ἐν |
ἐν μὲν τοῖς ἀλόγοις ἡ ὄρεξις γνώσει καὶ κρίσει ἀμφοῖν ὑπηρετεῖ , ἐν δὲ τοῖς λογικοῖς λόγῳ τε καὶ νῷ | ||
τὸ εἰωθὸς ποιοῦσα ἐμφορεῖταί τε τοῦ ἐπιβούλου νάματος , καὶ ὑπηρετεῖ καὶ ἄκουσα τῷ βουλήματι τοῦ ἐραστοῦ . Μέθης γὰρ |
χωρικὸν καὶ χωρικῶς , καὶ κατὰ χώραν ἔμεινεν , καὶ φιλοχωρεῖν καὶ φιλοχωρία , καὶ χωροφιλεῖν παρὰ Ἀντιφῶντι , ἦ | ||
ἄπιτε καὶ λέγετε τοῖς ἀνδράσι ταῦτα καὶ πείθετε αὐτοὺς μὴ φιλοχωρεῖν τοῖς ἀλλοτρίοις ἀδίκως , ἀλλ ' ἀγαπᾶν , ἐὰν |
γε μητρὸς ἥ ς ' ἐγείνατο . φιλεῖ γὰρ ἡ δύσκλεια τοῖς φθονουμένοις νικᾶν ἐπ ' αἰσχροῖς ἢ ' πὶ | ||
ἐπίρρητος καὶ ἐπίψογος : καὶ τὰ πράγματα ἀδοξία κακοδοξία , δύσκλεια , δυσφημία , ἀγνωσία , καταβοὴ ὡς Θουκυδίδης . |
τίμιον , ἧς μετανισταμένης καὶ μετοικιζομένης τὰ ἀπολειφθησόμενα πάντα μιαίνεται στερόμενα θείας εἰκόνος , ἐπειδὴ θεοειδὴς ὁ ἀνθρώπινος νοῦς πρὸς | ||
ποτιζόμενα αὔξεται καὶ βλαστάνει καὶ πρὸς καρπῶν γενέσεις εὐτοκεῖ , στερόμενα δὲ ἐπιρροῆς ἀφαυαίνεται , οὕτως ἡ ψυχή , καθάπερ |
κατὰ στέρησιν ἀφαρός καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ ἀφαυρός , ὁ ἀλαμπὴς καὶ εὐτελής . ὀξύνεται δὲ τὸ φαρός πρὸς ἀντιδιαστολὴν | ||
, ὃ σημαίνει τὸν πεπυρακτωμένον σίδηρον , ἀμυδρός , ὁ ἀλαμπὴς καὶ σκοτεινός , . , , . . α |
ὅσα βούλοιτο ἑαυτῷ . „ ἐκ τούτων οὖν ὁ μῦθος προσανεπλάσθη , καὶ οἱ γραφεῖς γράφοντες τὸν Ἡρακλέα προσγράφουσι τὸ | ||
τοῦ Πηγάσου τὴν Ἀμισωδάρου Χίμαιραν ἀπώλεσε „ . τούτου γενομένου προσανεπλάσθη ὁ μῦθος . Φασὶν ὅτι Πέλοψ ἦλθεν ἔχων ἵππους |
πανστρατιᾷ , παναισχές , παμπρασία , πανδαισία , πανθοινία , παγκαρπία , πανοπλία . Ἀντιφῶν δὲ καὶ ἐξαλᾶσθαι πανοικεσίᾳ ἔφη | ||
ὁ πάντα ἐπιστάμενος . πανσθενέστατον : ἰσχυρότατον . πανσπερμία : παγκαρπία . πάντα θεῖν ἐλαύνετα : παροιμία ἐπὶ τῶν εὐπόρων |
ἔλθῃ καὶ ἄρῃ αὐτά ; ἀλλὰ σὺ πλακοῦντα δεικνύων ἀνθρώποις λίχνοις καὶ μόνος αὐτὸν καταπίνων οὐ θέλεις ἵνα αὐτὸν ἁρπάσωσι | ||
σφὰς Ἀγασσαίους ὀνόμηναν . τῶν ἤτοι μέγεθος μὲν ὁμοίϊον οὐτιδανοῖσι λίχνοις οἰκιδίοισι τραπεζήεσσι κύνεσσι , γυρόν , ἀσαρκότατον , λασιότριχον |
δ ' ἀπ ' αὐτῶν ὀνόματα εὔθριξ , εὔτριχος , καλλίτριχος , εὐθύθριξ , καὶ ἀπότριχες οἱ ἄνηβοι . τετανόθριξ | ||
, ἵππουρις , καλαμίνθη , κάλαμοι λεπτοὶ καὶ ἁπαλοί , καλλίτριχος ἣ καὶ ἀδίαντος , μελίλωτος , ὀξυλάπαθος , πενταδάκτυλος |
; Μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας : ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ τοῦ ὅλου καὶ παντὸς ἀεὶ ἐπορέξεσθαι θείου | ||
, μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας . ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ φιλίας ἀληθινῆς ἐπορέξεσθαι . ὁρῶμεν γάρ που |
ζῷα τετραπάλαιστα ἐπιμελῶς πεποιημένα , πολλὰ τὸν ἀριθμόν : καὶ κυλικεῖα δύο καὶ ὑάλινα διάχρυσα δύο : ἐγγυθῆκαι χρυσαῖ τετραπήχεις | ||
, ὑδρίαι δώδεκα , μαζονόμια πεντήκοντα , τράπεζαι διάφοροι , κυλικεῖα χρυσωμάτων πέντε , κέρας ὁλόχρυσον πηχῶν τριάκοντα . Ταῦτα |
σοφὸς ἐρωτηθεὶς τί ἂν εἴη ἐλευθερία εἶπεν : ” ἀγαθὴ συνείδησις ” . Ὁ αὐτὸς ἔλεγε δεῖν τοὺς μέλλοντας ἀσφαλῶς | ||
τὸ θεῖον τοὺς κακοὺς πρὸς τἀγαθά . Ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις θεός . Ἀνώμαλοι πλάστιγγες ἀστάτου τύχης . Ἄγει πονηρὰ |
, πάντα ἀπὸ δυναμίων γίνεται . Τοῦτο μὲν , ὅταν πικρότης τις ἀποχυθῇ , ἣν δὴ χολὴν ξανθὴν καλέομεν , | ||
σώματος παχυτέραν τε καὶ γλισχροτέραν ἔχοντες , ἀλλ ' ἡ πικρότης ἀντιπράττει τῷ πάχει , τέμνειν τὰ γλίσχρα καὶ παχέα |
ἀγαυοῖσιν κομόωσαν βότρυσί θ ' οὓς Ἥφαιστος ἐπασκήσας Διὶ πατρὶ δῶχ ' , ὃ δὲ Λαομέδοντι πόρεν Γανυμήδεος ἀντί . | ||
τῆς γάρ τοι γενεῆς , ἧς Τρωί περ εὐρύοπα Ζεύς δῶχ ' υἷος ποινὴν Γανυμήδεος , οὕνεκ ' ἄριστοι ὅτι |
ἐνιστρέφεται : διέρχονται . Ἀτέκμαρτοι : ἄγνωστοι , ἀπέραντοι , ἀπλήρωτοι . Ἀτέκμαρτοι : ὧν οὔκ ἐστι τέκμαρ ἤως τέλος | ||
τῆς θαλάσσης αἱ ἀπέρανται περισκοπήσεις , αἱ μεγάλαι , αἱ ἀπλήρωτοι , ἀτελείωτοι , ὑψηλαὶ κατοικίαι . Παῦρα : ὀλίγα |
αὑτὸν Ἀθηναῖον ἢ ἐκ τούτων , ὧν καὶ ἡμεῖς Εὐφίλητον ἐπιδείκνυμεν . ἐγὼ μὲν γὰρ οὐκ οἶμαι ἄλλο τι ἂν | ||
ὅτ ' ἂν γὰρ τοῦ αἰτοῦντος τὴν δωρεὰν τὸ ἦθος ἐπιδείκνυμεν , καὶ ὅτ ' ἂν ἀποφήνωμεν πολλὰ καὶ ἄλλα |
πολυωρίας . παρὰ μὲν οὖν τοῖς ἐκτὸς εἴωθε τοῖς τοιούτοις ἀείμνηστος ἐπακολουθεῖν ἔπαινος , παρὰ δὲ τοῖς εὖ παθοῦσιν ἡ | ||
ἀνεπαίσθητος , ἐκείνοις δὲ ἐν καιρῷ τῆς χρείας ἡ δόσις ἀείμνηστος . ἄλλως τε οὐδ ' ἂν οἰκεῖν δύναισθε τὰς |