συνῳκισμένης μὲν ἤδη ὑπ ' Ἀντιγόνου καὶ προσηγορευμένης Ἀντιγονείας , μεταβαλούσης δὲ τοὔνομα : ἔδοξε γὰρ εὐσεβὲς εἶναι τοὺς Ἀλέξανδρον | ||
δὲ Καταναίοις τοῦτο βουληθεῖσιν , εἰς ἄλλο τι τῆς φύσεως μεταβαλούσης , τελευτῆσαι . καὶ ἐν μὲν Ἱμέρᾳ νεὼς ἱστάσθω |
υ προτακτικὴν συλλαβὴν ἔστιν εὑρέσθαι καὶ ἁπάσας τὰς ἐν φωνήεσιν δασείας κατὰ τὸ κοινὸν ἔθος , ὑποτακτικὰς δὲ τὰς διὰ | ||
παρακείμενος ἦρκα , ὁ παθητικὸς ἦρμαι , ἁρμός , τῆς δασείας διελθούσης , ὡς εἴρω εἱρμός . . . . |
δὲ καὶ τοπικὸν ἕλκος ὑπερσαρκῶσαν οὕτως ὠνομάσθη ἀπὸ τῆς παρεπομένης δυσκινησίας καὶ τοῦ βάρους : παρακολουθεῖ δὲ αὐταῖς ὄγκος περὶ | ||
. ἐπιτήδειόν φασιν τὸ τῆς ἀμφισβαίνης δέρμα εἰς ἴασιν τῆς δυσκινησίας . ξανάᾳ οὖν ἀντὶ τοῦ ἐπιτείνεται . * ξανάᾳ |
ἰχθύσιν ἑφθοῖσιν ἐν ἅλμῃ δριμείῃ : χρέεσθαι μὲν καὶ τοῖσι σαρκώδεσιν , οἷον ἀκροκωλίοισί τε διέφθοισι τοῖσιν ὑείοισι , τοῖσί | ||
καὶ μηλέας : ἔνια δ ' ἐν ξυλώδεσιν ἅμα καὶ σαρκώδεσιν καὶ ὅλως ὅσα κάρυον ἐντὸς ἔχει τῆς σαρκός . |
Ἄραγον ἐκ τοῦ Καυκάσου ῥέοντα καὶ ἄλλα ὕδατα διὰ στενῆς ποταμίας εἰς τὴν Ἀλβανίαν ἐκπίπτει : μεταξὺ δὲ ταύτης τε | ||
ῥέουσί τινες ποταμοί . πρὸς δὲ τούτοις ἐν βάθει τῆς ποταμίας τά τε Σύηβα ὄρη , ὧν τὰ πέρατα ἐπέχει |
, πίνεται καὶ πρὸς δυσεντερίαν . ὅλη δὲ κοπεῖσα μετὰ ἀξουγγίας παλαιᾶς τὰ παλαιὰ τῶν ἑλκῶν καὶ δυσαπούλωτα θεραπεύει , | ||
Δημοκρίτου δυνάμεις . ἀργεμώνη : αὕτη ἡ βοτάνη κοπεῖσα μετὰ ἀξουγγίας χοιράδας διαλύει : ποιεῖ καὶ πρὸς ἀλφοὺς μέλανας μετὰ |
Μεσαππίων . ὑπὸ δὲ τρυφῆς οἱ Τυῤῥηνοὶ πρὸς αὐλὸν καὶ μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . διαβόητοι δ ' ἐπὶ | ||
τρυφῆς οἱ Τυρρηνοὶ , ὡς Ἄλκιμος ἱστορεῖ , πρὸς αὐλὸν μάττουσι καὶ πυκτεύουσι καὶ μαστιγοῦσιν . : , , . |
ἐπιδικασίας τοῦ κλήρου μαρτυρίαν πάλιν , ἔπειτα τὴν περὶ τῆς ἐγγυήσεως τῆς γυναικός . Ἀναγίγνωσκε αὐτοῖς . Ἀνάγνωθι δὴ καὶ | ||
τὴν τοῦ θανάτου γενομένην ἐγγύην . ὁ δὲ τρόπος τῆς ἐγγυήσεως τοιόσδε τις ἦν . εἶναί τινας ἔφη τῶν περὶ |
εἰς Ἀθήνας συνοίκια ἑορτὴν κατεστήσατο . : Λάρανδα , πόλις Λυκαονίας : ὁ πολίτης Λαρανδεύς . Χάραξ τρίτῳ Χρονικῶν . | ||
, ὡς τοῦ Μόψου ἑστία Μοψεᾶται . Πίτνισσα , πόλις Λυκαονίας . τὸ ἐθνικὸν Πιτνισσαῖος , ὡς Σκοτουσσαῖος Πιτυουσσαῖος . |
' ἴπωσιν μενούσης τῆς τάσεως , ἡ δὲ κατὰ περίσφαλσιν ἀνεθείσης [ τῆς τάσεως ] , ὡς ἐκεῖ ἐδηλώθη . | ||
αὐλοῦ φθόγγον συμβάλλοιμεν πρὸς τὸν ἀπὸ τοῦ μέσου τρυπήματος ἐκπεμπόμενον ἀνεθείσης τῆς τοῦ δακτύλου ἐπιθέσεως , εὑρεθείη ἂν διπλάσιος , |
β , νάπυος ⋖ α . ὕδατι διεὶς κατάπλασσε . Τροχίσκος ὁ διὰ τῆς θαψίας πρὸς ἡμικρανίαν . Χυλοῦ θαψίας | ||
⋖ γ ἢ δ , παιδίοις δὲ ⋖ β . Τροχίσκος ἁπάντων ἀμείνων , ὧν ἐπιστάμεθα , προσαγορευόμενος Νυμφοδότου . |
παῖδας τὰς σάρκας αὐτῶν ἐσιτοῦντο . βουλόμενος δὲ ἀπὸ τῆς Ἰκαρίας εἰς Νάξον διακομισθῆναι , Τυρρηνῶν λῃστρικὴν ἐμισθώσατο τριήρη . | ||
οὖν καὶ ἄκρα τις Ἄμπελος βλέπουσά πως πρὸς τὸ τῆς Ἰκαρίας Δρέπανον , ἀλλὰ καὶ τὸ ὄρος ἅπαν ὃ ποιεῖ |
Βύνη : ἡ Λευκοθέα , ἡ Ἰνώ , οἷον : Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης . εἴρηται παρὰ τὸ εἰς βυθὸν δύνειν | ||
. τὸ δὲ σχῆμά ἐστιν ἐφερμηνευτικόν . τὸ ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ |
καὶ κατὰ τὴν τοῦ πνεύματος ἐκπύρωσιν τὴν γινομένην διά τε συντονίαν φορᾶς καὶ διὰ σφοδρὰν κατείλησιν : καὶ κατὰ ῥήξεις | ||
ἄπρακτοι καὶ τὴν ἐν τοῖς ἄλλοις μέρεσι τῆς ἡμέρας ἀμβλύνουσι συντονίαν . τὸν μὲν οὖν Ὅμηρόν φησιν ὁ Πλούταρχος ἐπιθέτοις |
οὐ μόνον ἀνόνητον , ἀλλὰ καὶ ζημίας καταστήσει μοι πρόφασιν πενομένης με γυναικὸς ποιῶν κηδεστὴν τοῖς ἡμετέροις εἰς ἀποτροφὴν κεχρημένης | ||
μόνον βραχεῖαν εὐφροσύνην αἱρεῖται ; νόμιζε δὴ τοὺς ἐκ τῆς πενομένης σοι παῖδας ὁρᾶν ἀπορίᾳ σιτίων δακρύοντας νῦν μὲν εἰς |
οὐ μόνον ὀχυρότητος καὶ μονίμου συστάσεως ἀλλὰ καὶ εὐπνοίας καὶ εὐαερίας εὖ διακειμένη πρὸς ψύχη καὶ θάλπη κατά τι τῶν | ||
, καὶ τὴν Ἥβην καὶ τὸν Ἄρην , ὅτι ὑπὲρ εὐαερίας καὶ περὶ χωρῶν λιπαρῶν ὁ πόλεμος γίνεται . τινές |
στενοχωρίαν ἐν τῇ παρόδῳ τῶν σιτίων . πῶς οὖν οὐ στενοχωρεῖται καταπινόντων ; πῶς δ ' ἄλλως ἢ κατασπωμένου μὲν | ||
γαστήρ : ἡ διπλῆ ὅτι ἔστι μὲν ἐκδέξασθαι καὶ τὸ στενοχωρεῖται ὥστε καταστρέφειν εἰς τὸ βαρύνεται : βέλτιον δὲ παρεμπεπτωκέναι |
ἐστι τὸ Ἄνδρωνος , ἀνιέντες σιραίῳ ἄχρι γλοιώδους συστάσεως . παυσαμένης δὲ τῆς φλογώσεως , τοῖς ἄλλοις ἕλκεσιν ὁμοίως εἰς | ||
παρακειμένην αὐτὴν καὶ ἀγνοουμένην αὐτῷ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὸ τραῦμα . παυσαμένης δὲ τῆς αἱμορραγίας , οἱ μετὰ ταῦτα πάντες πρός |
βαρεῖ στρατῷ παρεσελθεῖν ἐς αὐτήν . καὶ ὁ Ἀντώνιος αὐτῶν ἐξήπτετο τοῖς ἱππεῦσι καὶ τότε μόνοις . ἀμυνομένων δὲ κἀκείνων | ||
αἱ νῆες πρὸς τὴν Ἀσίαν ἄνω . τροπαίων δὲ τρόπαια ἐξήπτετο καὶ βωμοὶ Διὸς ἐλευθερίου καὶ τρίποδες κοινοὶ τῶν Ἑλλήνων |
μητρὸς αὐτοῦ Ἀστυδαμείας εἰς Ἀμύντορα : Ἀμύντωρ γὰρ ὁ τῆς Ἀστυδαμείας πατήρ . εἶναι . ἀπόγονοι Ἀμύντορος . . Τὸ | ||
δ ' ἐν δευτέρῳ Ἐπιτομῶν Καύκωνός φησι τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Φόρβαντος γενέσθαι τὸν Λεπρέα , ὃν τὸν Ἡρακλέα |
ἐν τῷ τοῦ ΑΒΓ ἐπιπέδῳ , εὐθεῖα ἄρα ἐστὶν ἡ ΔΗΕ . εἰλήφθω δή τι σημεῖον ἐπὶ τῆς ΔΕ γραμμῆς | ||
ὑποτείνουσιν : ἴση ἄρα ἡ ὑπὸ ΒΗΕ γωνία τῇ ὑπὸ ΔΗΕ γωνίᾳ . ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἑκατέρα τῶν ὑπὸ ΒΗΕ |
τὸν δὲ ἐν τῇ ἱεροπόλει νεών , ὃς λοιπὸς ἦν ἄψαυστος ἀσυλίας ἠξιωμένος τῆς πάσης , μεθηρμόζετο καὶ μετεσχημάτιζεν εἰς | ||
κάτω δὴ γῆς , ἐγὼ δ ' ὅδ ' ἐνθάδε ἄψαυστος ἔγχουςεἴ τι μὴ τὠμῷ πόθῳ κατέφθιθ ' : οὕτω |
σῶμα , τὰ δ ' ἐπὶ πιτυριάσεως καὶ ψώρας καὶ φθειριάσεως ἢ κονίδων ἐνοχλουσῶν . ῥυπτικὰ μὲν οὖν ἐστι νίτρον | ||
ιαʹ περὶ κριθῆς . ιβʹ περὶ λιθιάσεως . ιγʹ περὶ φθειριάσεως . ιδʹ περὶ τριχιάσεως . ιεʹ περὶ φαλαγγώσεως . |
Λιλυβαίου εἰς Πελωριάδα στάδια αψʹ : ἀπὸ Λιλυβαίου διάπλους εἰς Ἀσπίδα τῆς Λιβύης ἐγγὺς στάδια ͵αχʹ . Κέρκινα νῆσος μῆκος | ||
Εὐφραντῶν ἐπὶ τὸν Δυσωπὸν στάδιοι ρνʹ . Ἀπὸ Δυσωποῦ ἐπὶ Ἀσπίδα στάδιοι τνʹ . Ἀπὸ Ἀσπίδος εἰς Ταριχείας στάδιοι τνʹ |
παρὸ καὶ τῆς Λείας ἀνήρ ἐστι . μία μὲν ἀρίστη γύμνωσίς ἐστιν αὕτη , ἡ δ ' ἑτέρα ἐστὶν ἐναντία | ||
ἐνεστῶτες καὶ οἱ παρεληλυθότες πάντες οὐ κυρίως εἰσίν , ἀλλὰ γύμνωσίς ἐστι τοῦ λόγου , ἤγουν σχηματισμός . Καὶ σχήματα |
θυμὸς ἰάνθη , ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , καὶ ἀναλδήσκοντες ἀπὸ χθονός , ἀντὶ τοῦ ἀναδιδόμενοι | ||
δὲ θυμὸς ἰάνθη ὡς εἴ τε περὶ σταχύεσσιν ἐέρση ληΐου ἀλδήσκοντος , ὅτε φρίσσουσιν ἄρουραι : ὣς ἄρα σοὶ Μενέλαε |
: „ Συρίαν ἀπέβαλον οἱ ἀρχηγέται τοῦ γένους ἡμῶν καὶ μετανέστησαν εἰς Αἴγυπτον . ὀλίγος ὄντες ἀριθμὸς ηὐξήθησαν εἰς πλῆθος | ||
τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον Φιλονόμου προδόντος τὴν χώραν τοῖς Δωριεῦσι μετανέστησαν ἐκ τῆς Λακωνικῆς εἰς τὴν τῶν Ἰώνων τὴν καὶ |
. τῷ δὲ λέπεσθαι χρῶνται Ἀθηναῖοι ἐπ ' ἀσελγοῦς καὶ φορτικῆς δι ' ἀφροδισίων ἡδονῆς . κοινὸν δὲ ὄνομα πάντων | ||
τῷ δὲ λέπεσθαι χρῶνται οἱ Ἀθηναῖοι ἐπ ' ἀσελγοῦς καὶ φορτικῆς δι ' ἀφροδισίων ἡδονῆς . καὶ ὁ Ἀρτεμίδωρος ἐν |
, βροτὸν ἄνδρα παρεῖναι . τὸν μὲν ἐγὼν ἐσάωσα περὶ τρόπιος βεβαῶτα οἶον , ἐπεί οἱ νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ | ||
πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ : τὸν δ ' ἄρ ' ἐπὶ τρόπιος νηὸς βάλε κῦμ ' ἐπὶ χέρσου , Φαιήκων ἐς |
ἢ ' ς Πανὸς ἢ ' πὶ Κωλιάδ ' εἰς Γενετυλλίδος , οὐδ ' ἂν διελθεῖν ἦν ἂν ὑπὸ τῶν | ||
. . . ὡς τῆς γενέσεως ἔφορος . Κωλιάδος , Γενετυλλίδος ] ἐπίθετα ⌈ καὶ ἀμφότερα Ἀφροδίτης , τῆς Ἀφροδίτης |
' οὗ φασιν Ἀθηναίοις τὴν τῶν Κοδριδῶν συγγένειαν εἰς παροιμίαν περιστῆναι : “ εὐγενέστερος Κόδρου ” ἐπὶ τῶν πάνυ εὐγενῶν | ||
ἀγαπηθῆναι καὶ τοῦ βασιλέως διὰ τῆς γυναικὸς δολοφονηθέντος εἰς τοῦτον περιστῆναι τὴν βασιλείαν . ὁ δ ' Ἀλέξανδρος , καίπερ |
δὲ , ἐν τῷ περὶ Βίαντος λέξομεν . , : Φανόδικος δὲ κόρας αἰχμαλώτους λυτρωσάμενον Μεσσηνίας θρέψαι τε ὡς θυγατέρας | ||
. . οἱ δὲ τὸν πατέρα αὐτῶν , ὡς καὶ Φανόδικος . . . εἰς τὴν ἐκκλησίαν , καὶ εἰπεῖν |
στάδιοι διακόσιοι ἑξήκοντα . Μετὰ δὲ τὸ στόμα τοῦ Σιλάριδος Λευκανία καὶ τὸ τῆς Ἥρας ἱερὸν τῆς Ἀργῴας , Ἰάσονος | ||
Λιγουρία , Πικηνόν , Τουσκία , Ῥώμη , Καμπανία , Λευκανία , Ἀπουλία , καὶ ὅσαι νῆσοι τῇ ταύτῃ θαλάσσῃ |
. καὶ ΚΥΜΑΙΟΙ δὲ οἱ ἐν Ἰταλίᾳ , ὥς φησιν Ὑπέροχος ἢ ὁ ποιήσας τὰ εἰς αὐτὸν ἀναφερόμενα Κυμαικά , | ||
: Καὶ Κυμαῖοι δὲ οἱ ἐν Ἰταλίᾳ , ὥς φησιν Ὑπέροχος ἢ ὁ ποιήσας τὰ εἰς αὐτὸν ἀναφερόμενα Κυμαϊκὰ , |
, ἐπὶ δὲ τῶν κατὰ τοὺς ἄλλους τρόπους μεταβαλλόντων . Κίνησις δὲ διχῶς διαιρετή , ἕνα μὲν τρόπον τῷ χρόνῳ | ||
ἡ δὲ εἰς τὸ μὴ ὂν ἐκ τοῦ ὄντος . Κίνησις μὲν οὖν κινήσει ἐστὶν ἐναντία , κινήσει δὲ στάσις |
χερσί , μάλιστα ἐπὶ παιδίων , ἑλκώδεις φλεγμοναί . ἐρυσίπελας μώλωψ ἐρυθρὸς ἐπίπονος ἔμπυρος , ἔσθ ' ὅτε καὶ φλυκταινώδης | ||
ΩΨ πολυσύλλαβα κύρια ὄντα ἢ προσηγορικὰ βαρύνονται : κύκλωψ ἴωψ μώλωψ . σεσημείωται , ὥς τινές φασι , τὸ εὐρώψ |
. στεῖραι , παρὰ τὸ στερεὰν ἔχειν τὴν ὑστέραν . Στρατεία . ἡ ἐνέργεια καὶ ὥσπερ πάλη . Στρατιά . | ||
κήπου καὶ τῶν ἄλλων τῶν κατὰ τὴν Βαβυλωνίαν παραδόξων . Στρατεία Σεμιράμιδος εἰς Αἴγυπτον καὶ Αἰθιοπίαν , ἔτι δὲ τὴν |
: καὶ γὰρ ἐνταῦθα τὸν κατὰ Στήλας ἐκραγῆναι πόρον , πληρωθείσης ὑπὸ τῶν ποταμῶν τῆς θαλάττης , κατὰ δὲ τὴν | ||
Ταύρῳ , τὸν ἑνδέκατον Διδύμοις , τὸν δωδέκατον Καρκίνῳ . πληρωθείσης δὲ τῆς αʹ δωδεκάδος πάλιν ἀρξάμενοι ἄνω - θεν |
Νύψιος διαφαινούσης ἤδη τῆς ἡμέρας κατέπλευσε μετὰ τοῦ στόλου καὶ καθωρμίσθη περὶ τὴν Ἀρέθουσαν . διόπερ τῆς ἐνδείας παραχρῆμα μεταβαλούσης | ||
αὐτοὺς κατὰ θάλατταν εἰς Ἡράκλειαν , Μεγαρέων ἄποικον : καὶ καθωρμίσθη πᾶς ὁ στόλος πρὸς τὴν Ἀχερουσίαν χερρόνησον , ὅπου |
ἔχειν , ἔχεμα , καὶ ἔχμα κατὰ συγκοπήν . : ὤχμασεν ] Ἔδησεν : παρὰ τὸ ἔχειν , ἔχεμα , | ||
καταξίους ποινὰς θεοῖς ἔτεισεν [ μανίας τροχῶι περι [ οἰστρηλάτοισιν ὤχμασεν [ , κἄπειθ ' ἑλὼν ἄπυστον ἀνθρώποισιν [ αἰθέρος |
. βʹ ἔστι καὶ ἄλλη πόλις Καρίας , ἡ νῦν Ἀφροδισιάς , ἡ πρότερον Λελέγων πόλις . καὶ διὰ τὸ | ||
πόλις Πελοποννήσου , ἀπὸ Τροιζῆνος τοῦ Πέλοπος . ἐκαλεῖτο δὲ Ἀφροδισιάς καὶ Σαρωνία καὶ Ποσειδωνιάς καὶ Ἀπολλωνιάς καὶ Ἀνθανίς . |
καταποθὲν εὐχερῶς ἐκκρίνεται . βήσσοντος δὲ τοῦ βρέφους τοῖς διὰ στροβιλίων καὶ ἀμυγδάλων φρυκτῶν καὶ λινοσπέρμου καὶ γλυκυρρίζης χυλοῦ καὶ | ||
δικτάμνου , δαφνίδων , ὠκίμου σπέρματος ἀνὰ # α , στροβιλίων # Ϛ , ζιγγιβέρεως # # , σελίνου σπέρματος |
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ λευκοὺς ἅλας ; ἡμεῖς μὲν οὖν σοι ταῦτα | ||
πῶς ἐγὼ Σθενέλου φάγοιμ ' ἂν ῥήματα ; εἰς ὄξος ἐμβαπτόμενος ἢ ξηροὺς ἅλας . τότε μέν γε , Μανῆ |
φόλις Φοινίκης , ἡ νῦν καλουμένη Πτολεμαΐς : οἱ δὲ Ἀκήν φασι καλεῖσθαι τὴν ἀκρόπολιν τῆς Πτολεμαΐδος , ὅτι Ἡρακλῆς | ||
ἀφορμήθητε λιπόντες , . , . + . , . Ἀκήν : ἐπ ' ἄκρας ἡσυχίας , οἷον : ἀκὴν |
μόνον δὲ διὰ τῶν ἔξωθεν προσφερομένων πειρᾶσθαι δεῖ βοηθεῖν τοῖς ἐμψύχουσιν , ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ μηχανᾶσθαι τὸν ἀέρα μεταβάλλειν | ||
μέχρις ὀμφαλοῦ , καὶ ἐγχυματισμοῖς δὲ χρηστέον στύφουσι καὶ ἠρέμα ἐμψύχουσιν , ὡς τῷ ἀρνογλώσσου χυλῷ καὶ πολυγόνου καὶ στρατιώτου |
λούεσθαι καὶ ἀλείφεσθαι μυρσίνῳ ἐλαίῳ ἢ ὀμφακίνῳ , ἐν ᾧ ἐτάκη στέαρ ἀρκεῖον ἢ συάγρων . ἐὰν δὲ νεοσσὸν μικρὸν | ||
τὴν πτέρωσιν ἡρμοσμένος , ἐπειδὴ τάχιστα πρὸς τὸν ἥλιον ἐκεῖνος ἐτάκη , πτερορρυήσας εἰκότως κατέπεσεν : ἡμῖν δὲ ἀκήρωτα ἦν |
μὲν ἀφέψημα αὐτῶν καὶ δυσεντερικοῖς ἐνίεται καὶ ὠσὶ πυορροοῦσι καὶ κολλητικὸν ὑπάρχει μεγάλων τραυμάτων . ἐνεργέστερον δὲ ταῦτα ποιεῖ μετ | ||
καὶ μηδεμιᾶς δυσχερείας ὑποπτευομένης αὐτόθι , μετὰ τὰς ῥαφὰς σπληνίον κολλητικὸν ἀφλεγμάντου δυνάμεως ἐπιτιθέναι καὶ ἐπιδεσμεῖν : ἐφ ' ὧν |
καὶ κωδίου καὶ δυεῖν προσκεφαλαίων . τοιαύτης δὲ τῆς σκληροτάτης στρωμνῆς ὑπαρχούσης , ἔξεστι λογίζεσθαι τὴν κατὰ τὸν λοιπὸν βίον | ||
περιέργου τροφῆς ἢ περιέργου τε καὶ τρυφερᾶς ἐσθῆτός τε καὶ στρωμνῆς ἢ περιέργου τε καὶ πολυτελοῦς καὶ ποικίλης οἰκήσεως ἐπίκτητον |
βάσεως ἤπερ ἐπὶ τῶν στηθῶν τῶν ποδῶν γίνεσθαι μετ ' ἐντάσεως ἰγνυῶν , καὶ κατὰ μὲν τὰς ἀρχὰς ἠρεμαῖον , | ||
ἀξίαν ἀπονεμητικὸν ἑκάστῳ : καὶ τὸ ἔμπειρον ποῦ μὲν χρεία ἐντάσεως , ποῦ δὲ ἀνέσεως : καὶ τὸ παῦσαι τὰ |
, ὧν ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . 〛 ἀντὶ τοῦ ᾆσον . . πολύδακρυν Ἴτυν : Τὸν Ἴτυλον , ὡς | ||
ὕμνησον . Ξ παιάνισον ] κρότησον . Ξ παιάνισον ] ᾆσον . θ ἡμέτερον + ὅτι καὶ παιὼν παιῶνος γράφεται |
ταύτῃ πόλεις εἰσὶν Ἑλληνίδες αἵδε : Ποσειδωνία , Ἐλέα , Λᾶος Θουρίων ἀποικία , Πανδοσία , Πλατεεῖς , Τερίνα , | ||
πόλις . τὸ ἐθνικὸν ταύτης Χνᾶος , ὡς τῆς Λᾶ Λᾶος . Χοί , ἔθνος Βεχείρων ἐγγύς . Ἑκαταῖος ἐν |
Βίστονες δὲ ἀπὸ Βίστονος τοῦ υἱοῦ Ἄρεος . ? Βιστονίαἀπὸ Βιστόνος τοῦ Ἄρεος καὶ Καλλιρρόης τῆς Νέστου . ἀδελφὸς δὲ | ||
, Πλατανιστών Πλατανιστῶνος . Πρόσκειται μὴ ὄντα ἐθνικά διὰ τὸ Βιστόνος : τοῦτο γὰρ ἐθνικὸν ὂν τρέπει τὸ ω εἰς |
, καὶ τὸ ερι , καὶ τὸ ζα . τὰ λάπτω οὖν δηλοῖ τὸ λίαν ἅπτεσθαι . λάπτοντες , οἷον | ||
, τινὰς γὰρ ἡμέρας τοῦ μηνὸς ἱερὰς εἶχον Ἕλληνες . λάπτω . τὸ ἀναρροφῶ : κυρίως ἐπὶ κυνός . τὸ |
ἐθέλει ἡ τυραννὶς ὑπὸ ῥᾳθύμου τε καὶ τρόπον τινὰ ἀεὶ κοιμωμένης διανοίας θηρεύεσθαι , ἀλλὰ τοὐναντίον ὑπὸ δριμείας τε καὶ | ||
γὰρ πολεμοῦσι τοὺς ἐναντίους οἱ ῥήτορες . δυσκολοκοίτου ] δυσκόλως κοιμωμένης . τρυσιβίου ] καταπονούσης τὸν βίον . τρυσιβίου ] |
δὲ τὴν κίνησιν , ἢ εὐθέως ἐξ ἀρχῆς τῆς θερμασίας ἀναδιδομένης , ἢ εἰς ὕστερον καὶ κατὰ μέρος . Καὶ | ||
ἀνευρυσμὸς ἢ πνευματικοῖς ὕλης παρασπορὰ ὑπὸ τῆς σαρκὸς κατὰ διαπήδησιν ἀναδιδομένης . τοθʹ . Ὑπόσφαγμά ἐστιν ἔξωθεν τῆς ἐπιφανείας ὠμόλυτι |
εὗρον ] . . . καὶ παρὰ τὴν παροιμίαν τὴν ἁπαλώτερος τρύχνου παρῳδῶν ὁ κωμικός φησιν : ἤδη γάρ εἰμι | ||
μέσοι . ξανθίας δ ' ἐπὶ ποσὸν βρωμώδης ἐστὶν καὶ ἁπαλώτερος τοῦ ὀρκύνου . ταῦτα μὲν οὖν ὁ Δίφιλος εἴρηκεν |
σὺν ἐλαφείῳ μυελῷ ἢ στέατι , ὀποπάναξ σὺν ἐλαίῳ . Πινόμενα προφυλακτικά . Προπινόμενα δ ' ἐλάφου ἄρρενος αἰδοῖα ⋖ | ||
ἐκμαξάμενοι , ἀλείφειν κυπρίνῳ τοὺς κόλπους καὶ τοὺς μηρούς . Πινόμενα δὲ φάρμακα ἁρμόδια αὐταῖς ταῦτα : γλήχωνος δραχ . |
θεῶν παρ ' αὐτοῖς ἱστορούμενα , πρὸς δὲ τούτοις τὰς τοποθεσίας τῆς παρ ' ἑκάστοις χώρας καὶ τὰ φυόμενα παρ | ||
ἀθανάτων τιμῆς καὶ τῆς τῶν ναῶν κατασκευῆς . Περὶ τῆς τοποθεσίας τῆς κατ ' Αἴγυπτον χώρας καὶ τῶν περὶ τὸν |
λαμβάνειν ἐκ τῶν προτεθέντων παρ ' ἡμῶν . Βίβλος αὕτη Κυρανοῦ καὶ Ἑρμεία ἐπικλητὴ “ τὰ τρία ” , ἐξ | ||
τοῦ ἰχθύος περιαπτόμενος ἀπαλλάσσει τοὺς τεταρταΐζοντας . Ἡ δὲ τοῦ Κυρανοῦ περὶ εὐφρασίας στήλη εἶχεν οὕτως : θειοτάτη βοτάνη βοτρυοφόρε |
Ἡ . βροντὴν μὲν κατὰ συστροφὰς ἀνέμων καὶ νεφῶν καὶ ἐμπτώσεις πνευμάτων εἰς τὰ νέφη , ἀστραπὰς δὲ κατὰ τὰς | ||
Ἥλιος Ἄρει ἐπιμερίζων ἐπὶ ἡμερινῆς γενέσεως οὐκ ἀγαθός , καὶ ἐμπτώσεις καὶ ἐπιθέσεις καὶ διαβολὰς καὶ κινδύνους καὶ νόσους καὶ |
κατ ' ἀξίαν ἀπονέμων . Ἔθος δὲ νόμιμον ἔγγραφον ἐκ συλλογῆς συνιστάμενον παραδειγμάτων , ὡς τὸ τεττιγοφορεῖν Ἀθηναίοις . Περὶ | ||
τε Ἀθηναίων καὶ Ἰώνων , τὸν δὲ ἡγεμόνα γενέσθαι τῆς συλλογῆς ὥστε ταῦτα συνυφανθῆναι τὸν Μιλήσιον Ἀρισταγόρην , πρῶτα μὲν |
: τοῦ καθ ' ἑκάστην τετράδα τοῦ μηνὸς πεπεμμένου νῦν στελλομένου πλακοῦντός μοι . ἑκάστη γὰρ μηνὸς νουμηνία καὶ ἡ | ||
τελείων τῶν μερῶν τῆς συμπάσης οὐσίας * * * , στελλομένου μὲν κατὰ τὴν σβέσιν τοῦ πυρὸς εἰς παχὺν ἀέρα |
τις ὀρθῶς : τριῶν γὰρ οὐσῶν ἡ μὲν καθ ' Ἁμαξιτὸν ἐν ὄψει τελέως ἐστὶ τῷ Ἰλίῳ , καὶ ἐγγὺς | ||
ἥ τε Φρικωνὶς ἡ περὶ τὴν Κύμην καὶ ἡ κατὰ Ἁμαξιτὸν τῆς Τρῳάδος : καὶ ἡ Ἐφεσία Λάρισά ἐστι καὶ |
θρεπτικῶν καταστάσεις , εὐαερίας τε καὶ αἰθρίας καὶ ὑδάτων γονίμων δαψιλείας καὶ εὐπλοίας καὶ ἐπιτυχίας καὶ ποταμῶν πλήρεις ἀναβάσεις , | ||
τέ ἐστιν αὐτῇ ἐρρωμένη πρὸς ἁπάσας γονὰς καὶ πάντα μετὰ δαψιλείας παρεχομένη , ὅσα φέρουσιν ὧραι σπερμάτων τε καὶ φυτῶν |
, τὸ μὲν τῆς θυμικῆς μόνον , τὸ δὲ τῆς ἐπιθυμητικῆς , τὸ δὲ τῆς λογικῆς καὶ ἄλλο ἄλλης , | ||
Ἐπικούρειοι οὐκ ἔμψυχα : τινὰ γὰρ ψυχῆς ὁρμητικῆς εἶναι καὶ ἐπιθυμητικῆς , τινὰ δὲ καὶ λογικῆς : τὰ δὲ φυτὰ |
ἄλλη ὑπόνοια φαύλη , παραιτητέον . Παραληπτέον διάσφιγξιν τε καὶ κατείλησιν ἐν παντὶ μέρει τῆς νόσου , καὶ πρὸ τοῦ | ||
ἐκπύρωσιν τὴν γινομένην διά τε συντονίαν φορᾶς καὶ διὰ σφοδρὰν κατείλησιν : καὶ κατὰ ῥήξεις δὲ νεφῶν ὑπὸ πνευμάτων ἔκπτωσίν |
' Ἀπολλωνίαν Βυλλιακὴ καὶ Ὠρικὸν καὶ τὸ ἐπίνειον αὐτοῦ ὁ Πάνορμος καὶ τὰ Κεραύνια ὄρη , ἡ ἀρχὴ τοῦ στόματος | ||
: αὗται δὲ ἦσαν Ἁλικύαι , Σολοῦς , Αἴγεστα , Πάνορμος , Ἔντελλα . τὴν μὲν οὖν τῶν Σολουντίνων καὶ |
καὶ κρεαφαγεῖν τοὺς μὲν λογισμοὺς ἐξαιρεῖ καὶ τὰς ψυχὰς ποιεῖται βραδυτέρας , ὀργῆς δὲ καὶ σκληρότητος καὶ πολλῆς σκαιότητος ἐμπίπλησι | ||
ἵππων ἀεὶ κοσμεῖσθαι δέον ἂν εἴη , θάττους τε καὶ βραδυτέρας ἐν ὀρχήσεσι καὶ ἐν πορείᾳ τὰς ἱκετείας ποιουμένους πρὸς |
συναλγῆσαι τῇ τἀνδρὸς τελευτῇ , τῆς διὰ τὴν ἐπιείκειαν μνήμης προαγούσης εἰς δάκρυα . οὐ μὴν ἔληγόν γε τῆς παρανομίας | ||
εὖ ἐχομένη τῆς αἰτίας ἡμῶν τῆς εἴς τε τὸ εἶναι προαγούσης ἡμᾶς καὶ πρὸς τὸ εὖ εἶναι τελειούσης . πῶς |
καὶ Μυσῶν ἦρχε Ἀρταφρένης ὁ Ἀρταφρένεος , ὃς ἐς Μαραθῶνα ἐσέβαλε ἅμα Δάτι . Θρήικες δὲ ἐπὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι | ||
ἐνοχλοῦντα διαθέσθαι . ὧν καὶ ὁ Μιθριδάτης αἰσθανόμενος ἐς Καππαδοκίαν ἐσέβαλε καὶ τὴν ἰδίαν ἀρχὴν ὠχύρου . καὶ τάδε αὐτὸν |
αὐτῇσι τῇσι θερμολουσίῃσιν ἀνίσταται γενόμενα , καὶ γυναιξὶν ἐκ γυναικείων ἀναδρομῆς ὑπὸ χρῶτα , καὶ ὑπὸ ἐρεθισμοῦ δέρματος , ἢ | ||
παντὸς βίου περιπεποίηνται τὴν ἕξιν , ὥστε καὶ τὰ τῆς ἀναδρομῆς ἄπιστον ἔχειν τὴν θέαν καὶ τὴν συντονίαν οὐ χειρῶν |
αὕτη δὲ καὶ τοῦ ἤθους γίνεται παραστατική . διαφέρει δὲ μελοποιία μελῳδίας : ἡ μὲν γὰρ ἀπαγγελία μέλους ἐστίν , | ||
φύσει τεθεωρήκαμεν , ὅτι οὐ τὸ αὐτὸ σύστημά τε καὶ μελοποιία , οὐδὲ τόνος , οὐδὲ γένος , οὐδὲ μεταβολή |
. . . . . λη ∠ ʹ λβ . Σύρτεως μικρᾶς θέσις . Θέαιναι . . . . . | ||
ἀπὸ τοῦ Ἀμψάγα ποτ . μέχρι τοῦ μυχοῦ τῆς Μεγάλης Σύρτεως , ἧς ἡ περιγραφὴ ἔχει οὕτως : Μετὰ τὰς |
γινώσκοντες ἁρμοδίως ἐν τοῖς στενώμασι μάχεσθαι . Καὶ γὰρ πολλάκις πραῖδαν φερόμενα ὑπὸ μετρίας ταραχῆς , ταύτης περιφρονοῦντα ἐν ταῖς | ||
τοῦ στρατοῦ μὴ πλανᾶσθαι τὸν ὁδόν . Χρὴ τοὺς εἰς πραῖδαν ἀπερχομένους μὴ πάντας εἰς διαπραγὴν ἀσχολεῖσθαι , ἀλλὰ διακεκριμένους |
: ἐκαλεῖτο δὲ πρότερον Θέστιος δι ' αἰτίαν τοιαύτην . Θέστιος , Ἄρεως καὶ Πεισιδίκης παῖς , διά τινα περίστασιν | ||
ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Ἄξενον , ὃς ἀπ ' αὐτοῦ Θέστιος μετωνομάσθη . Προσηγορεύθη δὲ Ἀχελῷος ἀπὸ τοιαύτης αἰτίας . |
βρύχιον ἀντὶ τοῦ νειόθεν καὶ ἀπὸ τοῦ βυθοῦ . . ῥοθιάδος ] ἦχον ἐκ ῥοθίου ἀποτελούσης . . βρύχιον ] | ||
] τὰ τῶν Ἑλλήνων ἐξέκαιεν καὶ ἀνήγειρεν ἡ σάλπιγξ . ῥοθιάδος : τῆς ἠχητικῆς : ἢ τῆς ἐν ὑγρῷ ἐλαυνομένης |
ἃ οὐ δεῖ . . : περὶ δὲ τῆς σωματικῆς ὀνομαζομένης ἐπιθυμίας τοιαῦτα λέγειν ἔφασαν τοὺς ἄνδρας ἐκείνους . αὐτὴν | ||
καὶ γάλα μίσγουσαι τὸ παιδίον ἔθρεψαν καὶ τῆς αἰγὸς τῆς ὀνομαζομένης Ἀμαλθείας τὸν μαστὸν εἰς διατροφὴν παρείχοντο . σημεῖα δὲ |
δ ' εὕρωμεν ὅτι , τῶν καταμηνίων ἐπὶ τῶν κυοφορουσῶν ἐπεχομένων , οὐδέν τι τοιοῦτον γίνεται , δῆλον ἄρα ὅτι | ||
ἐμμήνων ἐπεχομένων . καὶ γὰρ διόγκωσις οὐκ ἐπὶ στεγνώσει μόνον ἐπεχομένων τῶν ἀποκρίσεως δεομένων γίγνεται , ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ῥύσει |
Τὸ αʹ ἰαμβικὸν δίμετρον ἀκατάληκτον . ἔχει δὲ συνεκφώνησιν ἤτοι συνίζησιν τὸ αʹ κῶλον τῆς αʹ στροφῆς . Τὸ βʹ | ||
τὸ ἕβδομον δακτυλικὸν πενθημιμερές . τὸ ὄγδοον χοριαμβικὸν ἡμιόλιον , συνίζησιν ἔχον εἰς τὸ Θρηϊκία , διὰ τὸ ἡμιόλιον εἶναι |
τὴν Ἀκαρνανίαν ὠνομάσθαι φησὶν ἀπὸ τοῦ παιδὸς αὐτοῦ Ἀκαρνᾶνος , Ἀμφιλόχους δὲ ἀπὸ τοῦ ἀδελφοῦ Ἀμφιλόχου , ὥστε ἐκπίπτει εἰς | ||
φησὶν ὁ Σοφοκλῆς „ Λάκμου τ ' ἀπὸ Περραιβῶν εἰς Ἀμφιλόχους ” καὶ Ἀκαρνᾶνας , μίσγει δ ' ὕδασιν τοῖς |
αἰετόν , ἡ γυνὴ αὐτοῦ εἰς φήνην . Ἄνθος , Ἐρωδιός , Σχοινεύς , Ἄκανθος , Ἀκανθυλὶς εἰς ὄρνεα ὁμώνυμα | ||
ἐκ φαρμακίας μαγγανείας δεδεμένους ἰᾶται καὶ εὐεξίαν παρέχει θαυμαστήν . Ἐρωδιός ἐστιν ὄρνεον ἐν βωμοῖς ἢ κτίσμασιν τοῖς ἐν πόλεσι |
ἐν ᾗ ἦν γεγονυῖα ἡ νύμφη , ὑπὸ χειμάρρου ποταμοῦ διαφθαρείσης . μὸν ἀνέτρεψε καὶ τὴν γῆν χώματι ὠχύρωσεν . | ||
. τὸ δὲ ναυαγεῖν τῆς νεὼς ἤτοι ἀνατραπείσης [ ἢ διαφθαρείσης ] ἢ πέτραις περιρραγείσης πάντας βλάπτει πλὴν τῶν βίᾳ |
σκʹ . Ἀπὸ Μύνδου εἰς Λέρον στάδιοι τνʹ . Ἀπὸ Μύνδου εἰς τὴν Κῶ στάδιοι ρμʹ . Ἀπὸ δὲ Κῶ | ||
πάλιν εἰς Μύνδον , ἀφ ' ἧς κατέλιπον . Ἐκ Μύνδου εἰς Πάνορμον στάδιοι πʹ Ἐκ Μύνδου εἰς Βαργύλια στάδιοι |
Ποσείδιον [ τὸ ] καὶ Ἄγκιστρον στάδιοι σνʹ . Ἀπὸ Βαργυλίων εἰς Ἴασον στάδιοι σκʹ . Ἀπὸ Ἰάσου ἐπ ' | ||
ἦν δέ ποτε καὶ χωρίον Κινδύη . ἐκ δὲ τῶν Βαργυλίων ἀνὴρ ἐλλόγιμος ἦν ὁ Ἐπικούρειος Πρώταρχος , ὁ Δημητρίου |
λουτρὸν τὸν νεανίαν ἐπηγγείλατο αὐτάρκη αὐτῷ ἐφόδια εἰς τὴν τῆς σωμασκίας ὑποτροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν διηνεκῶς παρέξειν , εἰ διαδέξαιτο αὐτοῦ | ||
πλείστης ἐπιμελείας δεῖσθαι τὸ πάθος τοῦτο καὶ φυλακῆς τε καὶ σωμασκίας οὐ τῆς τυχούσης . τὸ μὲν γὰρ κενωθέντος τοῦ |
. κατέβαλεν . ἄλλοις . δόξαν . ἀθάνατον καὶ μηδέποτε γηράσκον . πρέπον ἐστί . Δάκος ἀδινόν ] ἤγουν οὐ | ||
ἐπὶ τὰ τῶν ἀκμαζόντων ἔργα προτρέπειν . γεράνδρυον γὰρ τὸ γηράσκον φυτόν : καὶ δρῦς πᾶν φυτὸν γενικῷ ὀνόματι καλεῖται |
δείπνῳ ἐσθιόμενον , ὥς φησι Φιλήμων ἐν τῷ περὶ Ἀττικῶν Ὀνομάτων . ΝΑΝΟΣ ἄρτος πλακουντώδης διὰ τυροῦ καὶ ἐλαίου σκευαζόμενος | ||
' εἰκόνος καὶ δι ' ὑποδείγματος παραστῆσαι τὸ λεγόμενον . Ὀνομάτων τε Λικυμνίων : ὁ Λικύμνιος τὸν Πῶλον ἐδίδαξεν ὀνομάτων |
τοῦ συμβεβηκότος Καττιτερίδας ὠνομασμένας . πολὺς δὲ καὶ ἐκ τῆς Πρεττανικῆς νήσου διακομίζεται πρὸς τὴν κατ ' ἀντικρὺ κειμένην Γαλατίαν | ||
* * . . : Αἰβοῦδαι , νῆσοι πέντε τῆς Πρεττανικῆς , ὡς Μαρκιανὸς ἐν Περίπλῳ . Ἔστι δὲ τῆς |
ὁ περικράνιος κεκακῶσθαι τύχῃ ἐν σκοτωματικοῖς , ἑτεροκρανικοῖς , ὑπὸ κεφαλαίας ὀχλουμένοις , ἐπιληπτικοῖς , ἀποπληκτικοῖς , κυνικῶς σπωμένοις , | ||
οὖν οἱ εὐμεθόδως χρώμενοι ἰᾶσθαι δύνανται τὰς πολυχρονίους διαθέσεις τῆς κεφαλαίας . εἰ γὰρ διὰ πλῆθος γίνοιτο ἡ διάθεσις , |
ἐπεὶ δὲ πλήρης ἦν , ἀναβαίνει Κάλλιππος ὁ Φίλωνος ὁ Αἰξωνεύς , καὶ φράζει πρὸς τὸν κυβερνήτην τὸν ἐπὶ Μακεδονίας | ||
Εὐφίλητον Σίμωνος Αἰξωνέα καὶ Ἀριστόμαχον Κριτοδήμου Ἀλωπεκῆθεν . Εὐφίλητος Σίμωνος Αἰξωνεύς , Ἀριστόμαχος Κριτοδήμου Ἀλωπεκῆθεν , μαρτυροῦσιν εἰδέναι Σῖμον τὸν |
θάτερα τοῦ ἰσημερινοῦ καὶ πρὸς μεσημβρίαν ἀποκλίνουσα θέσις ἐκ τῆς μεταλαμβανομένης ἐπιστροφῆς , ὡς ἔχουσιν αἱ ΡΦ καὶ ΤΧ γραμμαί | ||
, ὅπως ἂν ληφθῶσιν , ἀνομοιοσχήμονας εἶναι ἀεὶ τῆς ἀποφατικῆς μεταλαμβανομένης εἰς τὴν καταφατικήν . ὑποκείσθω γὰρ συζυγία ἐκ τῆς |
Ἀνακωνόθεν Ἀνακῶνάδε Ἀνακωνᾶς οὐ καλῶς φασίν . Ἀνάκη , ὡς Ἀνάφη , πόλις Ἀχαΐας . τὸ ἐθνικὸν Ἀνακαῖος ὡς Ἀναφαῖος | ||
Θηρασία : ἡ Κῶς : Φολέγανδρος , Παρίας ἐγγύς : Ἀνάφη : Σίκινος : Γύαρος , ἔμπροσθεν Ἄνδρου : Ἀστυπάλαια |
τὸ παῖσαι κέντρῳ σκορπίον ἢ σφῆκα ἤ τι τοιοῦτον . ἐδέατρος : τὸ μὲν ὄνομα Ἑλληνικόν , ἡ δὲ χρεία | ||
ὅτι προήσθιον τῶν βασιλέων πρὸς ἀσφάλειαν . νῦν δὲ ὁ ἐδέατρος ἐπιστάτης γέγονε τῆς ὅλης διακονίας . ἦν δ ' |
καὶ ἤτοι ϲφαιρωθὲν ἢ δακτύλου ϲχῆμα εἰληφόϲ , ἐν ᾧ ἐγκατέχεται τὰ φάρμακα . αὕτη μὲν οὖν ἡ θεραπεία πλείϲταιϲ | ||
τρυφερωτέρων , καὶ ἐφ ' ὧν οὐκ ἐκ μακροῦ χρόνου ἐγκατέχεται τὰ κόπρια καὶ ἀνεξήρανται , καὶ ἐφ ' ὧν |
κνίκου σπέρματος , ἄγνου σπέρμα . ἀντὶ κολοκυνθίδος , σπέρμα κίκεως , ὃ ἔστι κρότωνος . ἀντὶ κολοφωνίας , ἀπόχυμα | ||
σισυμβρίου , ὤκιμον . ἀντὶ σκαμμωνίας , κολοκυνθὶς , κρότωνες κίκεως , ἐντεριῶνες ἢ λαθύρις . ἀντὶ σκίγκου , σατύριον |
τὴν δὲ αὐτὴν καὶ ἀγρίαν καλεῖσθαι . ἀραιοτέρης οὖν τῆς λεπτοφύλλου . χραισμήεις : πάνυ δὲ ἂν καὶ ἀμάρακος εἴη | ||
κεφαλαί * κορίοιο : τοῦ κορίου λεπτοθρίοιο δέ , ἤτοι λεπτοφύλλου . καὶ πολύθρονα ἤγουν πολυφάρμακα . γράφεται δὲ καὶ |
ἴαμα τῆς στάσεως εὑρών ἀκοσταῖς ] τροφαῖς Γερραίης δὲ τῆς Ἀραβικῆς . Γέρρα γὰρ πόλις τῆς Ἀραβίας λιβάνοιο δὲ χύσιν | ||
, ἔθνος νομαδικόν , ὡς Γλαῦκός φησιν ἐν . . Ἀραβικῆς ἀρχαιολογίας . Σάλμος , πόλις Βοιωτίας , ἧς οἱ |
' ὃ δὲ τετρύπηται πρὸς ἔκκρισιν , ἀπὸ τῆς χρείας οὐρήθρα ὀνομάζεται : τὸ δὲ σκέπον τὸ ἄκρον ποσθή . | ||
ὥσπερ βάλανος τὸ τοῦ καυλοῦ ἄκρον : ἧς τὸ τρύπημα οὐρήθρα . πόσθη δὲ τὸ ἐπ ' αὐτῇ δέρμα , |
καὶ μαλθακὸς ὡς ἐν τῷ πιέζειν ἀνώδυνος . τπζʹ . Ἀπόστημά ἐστι μεταβολὴ σωμάτων ἐκ φλεγμονῆς εἰς πύον . τπηʹ | ||
ὡς εἴρηται ἐν τῷ δευτέρῳ βιβλίῳ τῶν πρὸς Γλαύκωνα . Ἀπόστημά ἐστιν , ὅταν ἡ φλεγμονὴ εἰς πῦον μεταβληθῇ καὶ |
αἱρήσεσθαι βουληθείς . . . ἀλλαξάμενος . Βολοῦσκοι δὲ τοῖς πταίσμασι τῶν γειτόνων οὐ καταπλαγέντες ἐστράτευον ἐπὶ Ῥωμαίους καὶ ἐπολιόρκουν | ||
, προδιδάσκων τὰ συγγενικὰ δίκαια μὴ λύειν μηδ ' ἐπιβαίνειν πταίσμασι τῆς οὕτως ἡνωμένης κατὰ γένος μηδ ' ἐναβρύνεσθαι καὶ |
τοῖς ἄστροις ποικιλλομένη ἢ ποικίλον ἔνδυμα ἔχουσα , διὰ τὸ πεποικίλθαι τοῖς ἄστροις . . ποικιλείμων ] ἡ ποικίλον ἔνδυμα | ||
γὰρ τὸ πάσσειν ποικίλλειν ἐστὶ , καὶ παστὸς διὰ τὸ πεποικίλθαι . ἀναποικίλλει σοι τὴν χάριν ἥ τε λύρα καὶ |