| : μέρμηρα ἡ εἰς ὕπνον καταφορὰ περὶ τὴν ἕω . μέρμηρα ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντίς : ἐκ δὲ τούτου | ||
| ταῖς ἐπιστάσεσιν ἐλαφρός , ὃν τούτῳ τῷ ὀνόματι καλοῦσιν . μέρμηρα λέγεται ἡ μέριμνα καὶ ἡ φροντίς : λέγεται δὲ |
| ὀργίλους ἢ τὰς περὶ τὸν θυμὸν οὔσας ἀγαπητάς . τὰς περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς | ||
| περιθύμους ] τὰς ἐκ πλείστου θυμοῦ γενομένας . θ τὰς περιθύμους ] ὀργίλας , τὰς ἐκ ψυχῆς ῥηθείσας . Ξ |
| ἐν λίμναις τρέφω . Βρεκεκεκεξ κοαξ κοαξ . Ἐγὼ δὲ φλυκταίνας γ ' ἔχω , χὠ πρωκτὸς ἰδίει πάλαι , | ||
| , ὕδωρ . ποιεῖ δὲ πρὸς χημώσεις καὶ προπτώσεις καὶ φλυκταίνας καὶ ἕλκη προέχοντα καὶ ῥυπαρὰ καὶ πρὸς περιωδυνίας καὶ |
| προδοσίαν καὶ ζημίαν καὶ κίνδυνον προσλαμβάνονται καὶ εἰς αἰφνιδίους καὶ ἀπροσδοκήτους αἰτίας καὶ καθαιρέσεις : ὅθεν πολλοὶ μετανοοῦσι μὴ προαμυνόμενοι | ||
| τρέπουσι καὶ τοὺς θανάτους παραβόλους καὶ ἀοιδίμους καὶ αἰφνιδίους καὶ ἀπροσδοκήτους : τῶν δὲ τοιούτων καὶ αἱ νόσοι ἐπισφαλεῖς καὶ |
| ἀπὸ δὲ τοῦ ὀψὲ ὀψίτερον σπανίως . ἀπὸ δὲ τῆς ὀψίας γίνεται ὀψιαίτερον ἐν χρήσει . Ἑταῖρος ὁ φίλος καὶ | ||
| Πόλιν ἀπὸ πρωΐας βαθείας καὶ αὐτοῦ τοῦ περιόρθρου μέχρι δείλης ὀψίας ἐληίζετο καὶ διήρπαζε ταύτην ἐκφοροῦσα πᾶσαν τὴν λείαν ἐς |
| ἀποσύρματα ῥοῦς ἐρυθρὸς καταπλασσόμενος λεῖος σὺν μέλιτι , σχίνου κόμη καεῖσα καὶ σὺν μέλιτι ἐπιτεθεῖσα . Πρὸς δὲ τὰ ἐξ | ||
| , ἣν ἔνιοι ζμαρίδα καλοῦσι . ταύτης ταριχηρᾶς ἡ κεφαλὴ καεῖσα , ἕλκη στέλλει ὑπερσαρκοῦντα , καὶ νομὰς ἵστησι , |
| τάλαινα κείσομαι . [ καὶ σοῦ μέν , μᾶτερ , δυστάνου κλαίω πανδύρτοις θρήνοις , τὸν ἐμὸν δὲ βίον λώβαν | ||
| . ὦ δεινὰ παθοῦς ' , ὦ παντλάμων , ὦ δυστάνου , μᾶτερ , βιοτᾶς , οἵαν οἵαν αὖ σοι |
| ἐκπλήξεως πρὸς τὴν ὄρχησιν ἁλίσκεται . ὁ δὲ λέων ὀρχήσεως φοβερᾶς εἶδος . ἦν δέ τινα καὶ Λακωνικὰ ὀρχήματα , | ||
| μέχρι μὲν τῶν καθ ' ἕνα εἰσὶν οὐ μεγάλης οὐδὲ φοβερᾶς προσηγορίας τυγχάνουσιν : ὅταν δὲ κοινὸν γένηται τὸ πρᾶγμα |
| ἐπιστήμης : περὶ γὰρ τὰ δοξαστὰ καὶ ἔνυλα καὶ τὰς ἀνθρωπικὰς φλυαρίας ἡ τοιαύτη ῥητορικὴ ἀναστρέφεται . ιδʹ Ὡς ἐγώ | ||
| μὲν κατ ' ἄνθρωπον , ἤτοι ἡ καταγινομένη περὶ τὰς ἀνθρωπικὰς ἡδονάς , ἤτοι περὶ τὰ ἀφροδίσια τὰ ἀνθρώποις ἀνήκοντα |
| ἀρχὰς τῶν ἀποψαλμάτων . ἐπ ' αὐτῶν γὰρ ποιήσεται τὰς ἐπαφὰς τῶν κυρτῶν ἐπιφανειῶν , διὰ τὸ τὰς ΕΖΒ καὶ | ||
| , ὅτι τοῖς μὲν γνωρίμοις τὰς λεγομένας ἐξαρτύσεις τε καὶ ἐπαφὰς συνέταττε καὶ συνηρμόζετο , δαιμονίως μηχανώμενος κεράσματά τινων μελῶν |
| φησὶ Σώφρων . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . θυννίς . τοῦ ἄρρενος ταύτῃ φησὶ διαφέρειν Ἀριστοτέλης | ||
| θυννοθήρας ἐστίν . οὓς ἔνιοι θύννους καλοῦσιν , Ἀθηναῖοι δὲ θυννίδας . ΘΥΝΝΙΣ . τοῦ ἄρρενος ταύτην φησὶ διαφέρειν ὁ |
| Ἄλλο . Μυελῷ βοείῳ ὀλίγον πηγάνου μίξας χρῶ . Πρὸς ἡλκωμένας . Στυπτηρίας σχιστῆς ⋖ ι , λιθαργύρου ⋖ δ | ||
| ἔχειν λύπην ἢ πένθος σημαίνει : ἰσχνὰς μὲν λύπην , ἡλκωμένας δὲ πένθος : καὶ γὰρ ἐν τοῖς πένθεσι λωβῶνται |
| τὴν ἐπιφάνειαν δυναμένοις , ὥστε μὴ ῥευματιζόμενα τὰ μόρια καὶ βῆχας ἰσχυρὰς φέροντα ἔσθ ' ὅτε καὶ ῥῆξιν ἐργάσασθαι . | ||
| Ἀνώδυνον ὑπνωτικὸν ἀναξηραντικὸν τροχισκάριον τρίγωνον ποιοῦν πρός τε κατασταγμόν , βῆχας , ὀφθαλμῶν ῥεύματα , πρός τε τοὺς τὴν τροφὴν |
| στράπτεν ἔρως ἡδεῖαν † ἀπὸ φλόγα , τῆς δ ' ἀμαρυγάς ὀφθαλμῶν ἥρπαζεν , ἰαίνετο δὲ φρένας εἴσω τηκομένη , | ||
| ὅ ἐστι βλέπειν . . . . . ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς , , . : ἀμάρυγμα καὶ ἀμαρυγάς : σημαίνει |
| τοῦ θηρίου ὀστῶδές ἐστι καὶ συμβάλλεται εἰς θεραπείαν κύστεως ἐν δυσουρίᾳ . κεφ . ληʹ . περὶ μυῶν . ὅτι | ||
| Εἴη ] Ἤγουν ἐξείη . Χείρωνα ] * Ἐπειδὴ Ἱέρων δυσουρίᾳ κατείχετο , εἰκότως τὸν Χείρωνα ζῆν κατεύχεται . Οὗτος |
| : εἰ μὲν γὰρ ὁ Κρόνος τοῦτον κακοῖ , νοσήσει ἐμπνευματώσεις καὶ διὰ ψυχρότητος καὶ ἀρθρίτιδος καὶ νεύρων καὶ φλεβῶν | ||
| φαύλη ποιότητος φαρμακώδους ἀναπίμπλησι τὴν κοιλίαν : τὰς δὲ παρεμπιπτούσας ἐμπνευματώσεις κύμινον ἄγριον , ὃ δὴ αἰθιοπικὸν καλοῦσιν , ὅσον |
| λεπτὰ τῶν ἐντέρων ὑμένος ἐπί τι σῶμα ζῳῶδες , ἐπιφέρον δηγμοὺς συνεχεῖς τοῦ στομάχου , καὶ πρὸς τὰ σιτία ὁρμὴν | ||
| δίδου πιεῖν , ἀπαράβατόν ἐστι . [ γʹ . Πρὸς δηγμοὺς ἄνευ τοῦ ἀναχεῖσθαί τι χολῶδες . ] Τραγορίγανον λεάνας |
| ἱερὰν φύσιν οὕτως ἐδημιούργησεν . Ἀνίσταται δ ' εὐθὺς ὁ φρικώδης καὶ χαλεπὸς ἐφ ' Ὁμήρῳ τῶν συκοφαντούντων φθόνος ὑπὲρ | ||
| καὶ ὀφθαλμῶν , στομάχου δῆξις , περίψυξις , λειποθυμία , φρικώδης πυρετός , ἐνίαις δὲ καὶ σπασμοὶ ἐπιγίνονται ὀπισθοτονικοὶ ἢ |
| : ὁ δ ' ἐκ ποταμοῖο ῥοάων αὐτῇ ἀφυσσάμενος κυνέῃ σβέσεν ὕδατι δίψαν : γνάμψε δὲ γούνατ ' ἐλαφρά , | ||
| ' ἀνέρας ὅστις ἵκοιτο : τὴν δ ' αὐτὴ φονίῳ σβέσεν αἵματι πορφύρουσαν , χερσὶν ἀφυσσαμένη , λῆξεν δ ' |
| φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν : | ||
| ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός |
| πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . . πρημνάδας δὲ τὰς θυννίδας ἔλεγον . Πλάτων Εὐρώπῃ : ἁλιευόμενός | ||
| τριχίαν ὀνομάζει . Νικοχάρης Λημνίαις : τριχίας δὲ καὶ τὰς πρημνάδας τὰς θυννίδας ἐπὶ δεῖπνον ἡκούσας ὑπερπληθεῖς . . . |
| . καὶ τὰ μὲν πολλὰ τί ἄν τις λέγοι , τρικυμίας τινὰς καὶ στροβίλους καὶ χαλάζας καὶ ἄλλα ὅσα χειμῶνος | ||
| νεφέλην ἰσχυρότερος μὲν θαλάττης ἐφάνην , ἰσχυρότερος δὲ κλύδωνος καὶ τρικυμίας . ἡβᾶν δὲ αὖθις ὑπέλαβον , ἡνίκα ἐπυθόμην ἐν |
| , καὶ ἡ δριμύτης τοῦ οὔρου ἀνατρέχει μου εἰς τὰς ὀσφρήσεις [ καὶ τὰς ἀκοάς μου φράσσει ] , καὶ | ||
| ζῴων τὸ νωθέστατον , ὄνος ; τίς δὲ περὶ τὰς ὀσφρήσεις κυνὸς ἀκριβέστερος , ὅν φασιν οἱ κυνηγετικοὶ ῥινηλατοῦντα τοῖς |
| ἄτοπον καὶ δυσῶδες ἠφίει : ἔπειτα ἐξ αὐτῶν πταρμὸς καὶ βράγχος ἐπεγίγνετο , καὶ ἐν οὐ πολλῷ χρόνῳ κατέβαινεν ἐς | ||
| σκοτώματα , μανία , μελαγχολία , λήθαργος , κόρυζα , βράγχος , κατάῤῥους , αἵματος ἀναγωγὴ , ἐμπύημα ἐν θώρακι |
| ὅτι Ὀξυδάτης ἐθελοκακεῖν αὐτῷ ἐφαίνετο . Σταμένην δὲ ἐπὶ Βαβυλῶνος στέλλει , ὅτι Μαζαῖος ὁ Βαβυλώνιος ὕπαρχος τετελευτηκέναι αὐτῷ ἐξηγγέλλετο | ||
| δὲ τὰ ῥεύματα τῶν ὀφθαλμῶν σπληνίον κατὰ τοῦ μετώπου ἐπιτιθέμενον στέλλει . ἀνιεμένη δὲ ῥοδίνῳ ἀγαθὴ πρὸς τὰ ἐν ἀρχῷ |
| ἀγάπης τὰς ὀλοφύρσεις : λείπει ἡ πρός : πρὸς τὰς ὀλοφύρσεις καὶ τοὺς θρήνους οἱ διαπεφευγότες : τὸν θάνατον . | ||
| τὴν γυναικείαν ὑπερήνεγκε φύσιν , πρὸς τὴν ἀξίαν τοῦ πάθους ὀλοφύρσεις ἐκλύσασα . Τούτων δὲ οὕτω κεχωρηκότων , ὁ Χρυσάνθιος |
| ὀλίγων , ἰσχάδων σαρκὶ ἀναλαβὼν ὑποτίθει . Ἐπὶ δὲ τῶν ὑδατίδας , λέγω δὴ τὰς μικραῖς ἐοικυίας κύστεσιν ἐν τῇ | ||
| ἀχλύας , μύωπας , τραχώματα , μυδριάσεις , νυκτάλωπας , ὑδατίδας , ψωροφθαλμίας , ξηροφθαλμίας , μίλφους , βεβρωμένους κανθούς |
| ' ὧν παλμούς τε καὶ διατάσεις ἐν τῷ σώματι καὶ φρίκας ἀνάγκῃ γενέσθαι , τὰ δὲ λοιπὰ ζήτει ἄνωθεν καὶ | ||
| δακνώδεις χυμοὶ καὶ ἀτμοὶ διὰ τῶν αἰσθητικῶν ὀργάνων διαφερόμενοι τὰς φρίκας καὶ τὰ ῥίγη ἐκγεννᾶν . Γίνονται δὲ καὶ οἱ |
| σημαίνει ἔχθρας δὲ ἢ ἀντιλογίας καὶ ἀπὸ ὑπερεχόντων ἢ πρεσβυτέρων κακώσεις καὶ ταγμάτων ἐπαναστάσεις νόσους τε ἢ ὀφθαλμίας ἀνωμαλίας τε | ||
| μὲν ἑσπέραν ἑσπέρας δὲ ὄρθρον εὔχεσθαι διὰ τὰς καὶ ἐγρηγορότων κακώσεις ἐμφανεῖς καὶ κοιμωμένων ἐξ ὀνειράτων ἀποτροπαίους φαντασίας . ὁ |
| τὰς μύσεις καὶ παρεγκλίσεις , ἀναλαμβάνοντα δὲ καὶ σαρκοῦντα τὰς ἰσχνὰς καὶ ἀτρόφους , μεταβάλλοντα δὲ τὰς καχεξίας καὶ τὴν | ||
| ἀρρενωπούς , ἀγόνους τὰς ἐναντίας δὲ πάλιν : ἀτρόφους , ἰσχνὰς ἢ καταπιμέλους , πρεσβυτέρας λίαν ἢ νέας . μάλιστα |
| τοι , Μενέλαε , θεοὶ ποίησαν ἄριστον θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἀποσκεδάσαι μελεδῶνας . ὁ τῶν Κυπρίων τοῦτό φησι ποιητής , ὅστις | ||
| ψυχρὸν ὕδωρ ἐπάγων . τοῦ πίνων ἀπὸ μὲν χαλεπὰς σκεδάσεις μελεδῶνας , θωρηχθεὶς δ ' ἔσεαι πολλὸν ἐλαφρότερος . Εἰρήνη |
| ἐστιν οὐ μόνον ἀρήγειν τοῖς δηχθεῖσιν , ἀλλὰ καὶ παντοίας ἄσης σχεδὸν ἀπαλλάττειν ἐστὶ ῥάμνος ἀνθρώπους ἱκανή . Ἔτι μὴν | ||
| ἐκ περιόδου καὶ ποτοῦ ἀπεψίη . Τῇ ὑστεραίῃ δὲ πρωῒ ἄσης γενομένης , πιὼν ὕδωρ , ὄξος , ἅλας , |
| αὐτῇ σφοδροτάτας καὶ ἐξόπτησιν τοῦ ὅλου αἵματος καὶ φθορὰν καὶ ὀδύνας ἰσχυρὰς ἐκ τούτου καὶ ἀλγηδόνας δριμείας καὶ βοὰς τῶν | ||
| λείπει ἡ ἄν , ἵν ' ᾖ : δι ' ὀδύνας ἂν ἔβης : δι ' ὀδύνης ἔβας : μειζόνως |
| : ἔφερον . Ἄγριον : ἤγουν ἀγριώτερον . Λύγγας : λύγγες , λέαιναι , παρδάλιαι καὶ τρίγλεις πρὸ τῆς γονῆς | ||
| . Τὰ ἰκτερώδεα , οὐ πάνυ τι ἐπαισθανόμενα , οἷσι λύγγες , κοιλίαι καταῤῥήγνυνται : ἴσως δὲ καὶ ἐπίστασις : |
| ποιῆσαι τὸ ἔργον καὶ ὁπόσον ἐγχωρεῖ πρὸς τὰς τῆς ὄψεως ἀπάτας ἀλεξήματα ἀνευρίσκειν οὐ τῆς κατ ' ἀλήθειαν ἰσότητος ἢ | ||
| κακοεργός δαλεῖται τὸν ἰόντα παρέρπων Αἰγυπτιστί , οἷα πρὶν ἐξ ἀπάτας κεκροτημένοι ἄνδρες ἔπαισδον , ἀλλάλοις ὁμαλοί , κακὰ παίχνια |
| πυρίπαιδι πᾶσαι ὑπηντίασαν Καδμηΐδες : αὐτὰρ ὁ μάργος Πενθεὺς οὐχὶ δετὰς παλάμας ἔδεεν Διονύσου , καὶ θεὸν αὐτοφόνοισιν ἀπείλεε χερσὶ | ||
| ὁπωσδήποτε κατεσκευασμέναι καὶ ἂν ἀκόσμως δεδεμέναι ὦσιν . καὶ Ὅμηρος δετὰς λέγει : καιόμεναί τε δεταί : ἴσως οὐκ αὐτάς |
| δίδομεν δὲ τάχιον ποτὸν καὶ ἐφ ' ὧν βουλιμιώδεις ἐπισυμβαίνουσιν ἐκλύσεις , παρηγοροῦντες τὸ σύμπτωμα . θερμοῦ μὲν ποτοῦ καιρὸς | ||
| λουτρῶν καὶ πυριάσεων ἔκλυσις : δῆλον γὰρ ὡς αἱ τοιαῦται ἐκλύσεις τῷ θερμῷ καὶ διὰ τὸ θερμὸν γίνονται μαραίνοντος τοῦ |
| ἡ ὄρεξιϲ ἐϲ τέρμα ἥκει . Περὶ κοιλιακῆϲ διαθέϲιοϲ . Κοιλίη , ϲπλάγχνον πεπτήριον , κάμνει τὴν πέψιν , ὁκότε | ||
| , ἢν μέλλῃ ὑγιὴς ἔσεσθαι . Καύσου γένος ἄλλο . Κοιλίη ὑπάγουσα , δίψης μεστὴ , γλῶσσα τρηχείη , ξηρὴ |
| τὸ μὴ δύνασθαι φέρειν μήτε τὰς μικρὰς ὀλιγωρίας μήτε τὰς ἐλαττώσεις : εἶναι δὲ κολαστικὸν καὶ τιμωρητικὸν καὶ εὐκίνητον πρὸς | ||
| λόγους , ὡς εἰώθασι , δοκιμάζειν . ἔτι δὲ τὰς ἐλαττώσεις οἰστέον λέγοντας , ὡς οὐ δεινότητι πιστεύων ἀνέστην , |
| εὐκίνητα γὰρ τὰ βραχέα , τὰ δὲ μακρὰ τῶν σωμάτων δυσκινητά . Τὸ ιδʹ τροχαϊκὸν ὅμοιον τῷ ζʹ . Τὸ | ||
| εὐκίνητα γὰρ τὰ βραχέα , τὰ δὲ μακρὰ τῶν σωμάτων δυσκινητά . Τὸ ιδʹ τροχαϊκὸν ὅμοιον τῷ ζʹ . Τὸ |
| μὴν ἀλλὰ καὶ τὰς γενέσεις οἷον ὁδούς τινας εἰς οὐσίαν ἀγούσας θεωρήσαντες ὄντα προσείπομεν , καὶ οὐ τὰς γενέσεις μόνας | ||
| μηκέτι παρελθεῖν ἐντὸς τείχους , ἁπάσας τὰς εἰς τὴν πόλιν ἀγούσας ὁδοὺς φρουραῖς ἐπιμελεστέραις διαλαβών , ὥστε ἠναγκάσθησαν οἱ πολιορκούμενοι |
| τὴν σύμμετρον καὶ τὴν προσήκουσαν , οὐχὶ μεγάλας ἐπίστασθε καὶ χαλεπὰς ἐκ τούτων ἀπαντᾶν νόσους ; ἐν δὲ ταῖς ἁρμονίαις | ||
| φησί , καὶ ποιεῖν ἀνακλάσεις καὶ ἀνακαύσεις ἐν τῷ θέρει χαλεπὰς καὶ πυρώδεις , ὑφ ' ὧν ἀνὰ τὸ πεδίον |
| πνεύματος , τοῦ ἑνὸς καθ ' ἕνα πόρον γενομένου τοῦ πταρμοῦ , συνδιατίθεται καὶ ὁ ἕτερος . Ζητήσειεν ἄν τις | ||
| ἐπιτείνει ἐπὶ τὸ κακὸν τὴν περιπνευμονίαν : ἐπὶ δὲ τοῦ πταρμοῦ καὶ τῆς κορύζης ἔξω φέρεται ἡ ὕλη διὰ τῶν |
| ἔνδον ἐν τῷ σώματι τοῦ ἀνθρώπου ὑγρὸν ἐὸν ἐπὶ τῆς ἀκαθαρσίας διακαυθὲν καὶ ζέον ἐν τῇσι φλεψὶ καὶ τοῖσι σπλάγχνοισι | ||
| ] μόγις , βραδέως πόσιες ] αἱ πόσεις λύματα δὲ ἀκαθαρσίας : ἀντὶ τοῦ καθάρματα : τὰ πινόμενα , φησί |
| τινων . περί : ἕνεκα . πόρτεις : τὰς νέας δαμάλεις , μικρὰς , τὰς νέας , δαμάλεις , τὰς | ||
| ] τετανυμένον ἔρφος ] δέρμα ἡ ] ἡ τῆς βουπρήστιδος δαμάλεις ] τὰς βοῦς ἐριγάστορας ] βρωτικάς μόσχους ] τοὺς |
| οὔσης ἐν τοῖς χερσαίοις , ἐν δὲ τοῖς ἐνύγροις τὰς ἀναγωγὰς τοῦ πλοῦ , ἐν δὲ τοῖς ἀμφιβίοις , τουτέστι | ||
| ἁρμόσαι ἄν . Διδόναι δὲ καὶ πίνειν τὰ πρὸς τὰς ἀναγωγὰς τοῦ αἵματος ἁρμόδια φάρμακα σύνθετά τε καὶ ἁπλᾶ , |
| προγεγονότων κατορθωμάτων ἀξίους φανῆναι . . . . ὅμως οὐκ ἔκαμνον ταῖς ψυχαῖς , κατισχύοντος τοῦ λογισμοῦ τὴν τῶν σωμάτων | ||
| καὶ ἐφελκυσαμένου τὸ ἐπίθημα , κάματον ἐς ἀνωφελὲς οἱ Ἀστυπαλαιεῖς ἔκαμνον ἀνοίγειν τὴν κιβωτὸν πειρώμενοι : τέλος δὲ τὰ ξύλα |
| κύστεως τὴν αἰτίαν ἐχούσης , ἀκώλυτοι δ ' εἰσὶν αἱ οὐρήσεις τῶν νεφρῶν πεπονθότων : ἐκ δὲ τῆς τοῦ σώματος | ||
| ἕτερόν τι προσιστάμενον ᾖ . ταύτης γὰρ καλῶς ὑπιούσης ἀκωλύτως οὐρήσεις γίνονται . ἀλείμμασι δὲ χρῆσθαι ἐὰν δεῖ καὶ ὅτε |
| ὁμοῦ καὶ ἀβλαβὴς ἡ πρίσις ἔσται διὰ τὰς τῶν τελαμώνων περιβολὰς καὶ τὴν τῆς σπάθης ἢ τὴν τοῦ μηνιγγοφύλακος ὑποβολήν | ||
| ἐνιστάμενοι τὴν ἀγωγήν , σαρκώσεως προνοείτωσαν , ὡς εἰ κτήσοιντο περιβολὰς τοῖς νεύροις , ἅμα μὲν ἀσφαλὲς ἕξοντες ἔρυμα πρὸς |
| ᾗσι μᾶλλον καὶ ἧσσον γίνεται ὥρῃσι , χώρῃσιν : τὰς ἀκμὰς ὅτε τῶν νούσων , καὶ πρὸς κρίσιν , καὶ | ||
| , καθάπερ εἴρηται , τὰ ἀποκρουστικά , κατὰ δὲ τὰς ἀκμὰς τὰ πέττοντα καὶ παρηγοροῦντα , κατὰ δὲ τὰς παρακμὰς |
| τοῦ βοῦ ἐπιτατικοῦ καὶ τοῦ βρῶσις . βούβρωστιν : μεγάλην πείναν , καὶ λύσσαν πολυφάγον ἀπὸ τοῦ βοῦ ἐπιτατικοῦ μορίου | ||
| πίναξ τὸ ἄκος τῆς πείνης , ἤγουν ὁ θεραπεύων τὴν πείναν διὰ τῶν ἐν αὐτῷ βρωμάτων . Θ . . |
| ὑπόχριε . Τὰ δὲ λεπρώδη τῶν βλεφάρων ὑγιάζει συκῆς ὀπὸς καταχριόμενος . ἁλὸς ἄχνῃ λείᾳ χρῶ . Μυελὸν μόσχειον καὶ | ||
| πυριωμένη , ἡδύοσμον σὺν ἀλφίτῳ καταπλασθέν , κρόκος σὺν γάλακτι καταχριόμενος , ἄλευρον κυάμινον καθ ' ἑαυτὸ καὶ σὺν ἀλφίτῳ |
| ἀλευάμενος δόρυ μακρὸν ἔστη , κὰδ δ ' ἄχος οἱ χύτο μυρίον ὀφθαλμοῖσι , ταρβήσας ὅ οἱ ἄγχι πάγη βέλος | ||
| λοίσθιον ἄλλων οἰγομένας ἀγκῶνα περιγνάμψαντες ἴδοντο , σὺν δέ σφιν χύτο θυμός . ὁ δ ' ἀίξαι πτερύγεσσιν Εὔφημος προέηκε |
| τὰς δὲ κεχειρωμένας ] οἰκτρὸν ἀπὸ κοινοῦ . τὰς δὲ κεχειρωμένας ] ἤγουν ἡμᾶς . τὰς δὲ κεχειρωμένας ] τὰς | ||
| . κεχειρωμένας ] κεκρατημένας . θ κεχειρωμένας ] δεδουλωμένας . κεχειρωμένας ] δεδεσμωμένας . Ξ ἄγεσθαι ] φέρεσθαι . ἄγεσθαι |
| ἡνίκα ἐκ δείπνων : ἐπὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς : διασκορπίζεται : μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χαροποιῶν : τουτέστι : καταπαύσαντες | ||
| ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ ' ὄσσοις σκίδναται , μολπᾶν δ ' ἄπο καὶ χοροποιὸν θυσίαν καταπαύσας πόσις ἐν |
| ἄχη : ἤτοι θρηνῶ , βοῶ φοβερὰς με - γάλας θρηνῳδίας . εὐπτόητος δὲ ἡ τῶν παρθένων ἡλικία πρὸς φόβον | ||
| καὶ αὐλοὶ δέ τινές εἰσι Μαριανδυνοὶ ἐπιτηδειότητα ἔχοντες εἰς τὰς θρηνῳδίας . καὶ τὸ περιφερόμενον αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς κα - λάμοις |
| σιαγόνα οἱ Ἀττικοί . κόρρας : τὰς σιαγόνας ἢ τὰς μήνιγγας . κἄλλαν αὖθις : ἐκ δευτέρου ἔδωκα . ἀνείρυσα | ||
| , ὡς ἐν τοῖσιν ἄλλοισιν ὀστοῖσιν ἔνι : μοῦνος γὰρ μήνιγγας ἔχει , ὁ δὲ ἄλλος οὐκ ἔχει . Τεκμήρια |
| ἐλήλυθε δὲ τὸ ὄνομα ἀπὸ τῶν πρὸς πῦρ ἐργαζομένων : βαύνους γὰρ ἐκάλουν τὰς καμίνους , ἐντεῦθεν δὲ καὶ πάντας | ||
| ἃ μὴ δεῖ ἀναλίσκειν , οὐ μόνον οἱ περὶ τὰς βαύνους , τουτέστι τὰς καμίνους , ἐργαζόμενοι . καὶ δῆλον |
| . ἔστιν δὲ τοῦτο χολῶδες διακεκαυμένον καὶ ἔχον χυμῶν παντοίων ἰκμάδας . ἀρχὴ μὲν οὖν ἐστιν τοιαύτη τῶν καυσωδῶν πυρετῶν | ||
| ὑπ ' ἠέρι πιληθεῖσα οὐδέ πω ἀζαλέοιο βολαῖς τόσον ἠελίοιο ἰκμάδας αἰνυμένου : τὰ δ ' ἐπὶ στίχας ἤγαγεν αἰών |
| , βουπλῆγές τε βαρύστομοι , ὅσσα τε τοῖα ἄκμοσι δυσκελάδοις ῥαιστήρια χαλκεύονται : ἐσσυμένως δ ' ἀκάτοισιν ἐϋσέλμοις ἐπιβάντες , | ||
| , τεθναίην , ἢ λαιμὸν ἀναρτήσασα μελάθρῳ ἢ καὶ πασσαμένη ῥαιστήρια φάρμακα θυμοῦ . ἀλλὰ καὶ ὧς φθιμένῃ μοι ἐπιλλίξουσιν |
| κυνῶν ἐπιδρομήν . Καρκῖνος προσενεχθείσης αὐτῷ πολύποδος βοτάνης ἀποβάλλει τὰς χηλάς . νυκτερίδες κισσοῦ θυμιωμένου θνήσκουσι . γύπες ἀπόλλυνται μύρου | ||
| ἐς ἅπαν ἀφικόμενος βίας ἀπέφυγεν ἀφεὶς ταύτῃ τῷ Πουλυδάμαντι τὰς χηλάς . λέγεται δὲ καὶ ὡς ἄνδρα ἡνίοχον ἐλαύνοντα σπουδῇ |
| καὶ τὰ σύνθετα ὅσα τοῖς αἱμοπτυϊκοῖς δίδοται προσενεκτέον . πρὸς ἑλκώσεις κύστεως κατάπλασμα διὰ φοινίκων ἢ σταφίδων μετὰ κηκῖδος καὶ | ||
| θερμῷ κεράσας δίδου . Ὑγιάζειν δὲ δύναται τὰς ἐν κύστει ἑλκώσεις ἐν ὀλίγαις ἡμέραις καὶ τὸ κῦφι τὸ αἰγύπτιον , |
| ' ἐκ χειρὸς βοὰν ὤτρυνε λαῶν ἢ τελευτάσας [ ] ἀμάρυγμα πάλας : τοίῳ [ θ ' ὑπερθύμῳ ] σθένει | ||
| καὶ πλεονασμῶ τοῦ α , ἀμαρύσσω : ἐξ οὗ καὶ ἀμάρυγμα . ἀμιχθαλόεσσα , ἡ ἀπρόσιτος : καὶ ἀμιγής : |
| εἰδότες , μηδὲ τετηρηκότες , τοῖς πρὸς τὰς ἐκ διαιρέσεως αἱμοῤῥαγίας ποιοῦσι χρώμεθα . κατὰ τοιοῦτον δή τινα λόγον οἱ | ||
| αἵματος μικρὸν ὕστερον εἴρηται . [ Περὶ τῆς ἐκ τραυμάτων αἱμοῤῥαγίας . ] Εἰ δὲ ἐπὶ τραύματος αἱμοῤῥαγία γένηται , |
| ἓν μόνον ἔκγονον ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα ἀποβάλλει , ἀτεκνίαν ἐνδεξαμένη παντελῆ . ὥσπερ δ ' ὁ βλάπτων τὸν ἀστεῖον | ||
| χαλεποῦ καὶ δυσιάτου πάθους : ἡ μὲν γυνὴ σφοδρὰς ἀνίας ἐνδεξαμένη τὰς ἐν ὠδῖσι καὶ τὰς παρὰ τὸν ἄλλον βίον |
| τὰς ἀκμάς , ἐκ πονηρᾶς νόσου : περὶ δὲ τὰς παρακμάς , ἐκ μεταβολῆς τῶν ὅλων ἐπὶ τὸ κρεῖττον , | ||
| κατὰ τὰς ἀναβάσεις τε καὶ ἀκμὰς καὶ τίνα κατὰ τὰς παρακμάς . Ἡ αὐτὴ τοίνυν ἔσται σοι μέθοδος κἀπὶ τῶν |
| ἀναπνύσω ἀνέπνυκα ἀνέπνυμαι ἀνεπνύθη καὶ πλεονασμῷ τοῦ ν καὶ συγκοπῇ ἀμπνύνθη , ὡς τὸ ἀρτύνθη . . . . ἀμπείραντες | ||
| , κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν : ὃ δ ' ἀμπνύνθη καὶ ἀνέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν , ἑζόμενος δ ' ἐπὶ γοῦνα |
| νέον πάθος ἀλλάσσει τὸ ἀρχαιότερον , καὶ οὕτως οὐκ ἔσται κατοχή τινος πράγματος περὶ τὴν διάνοιαν , ὅπερ ἄτοπον : | ||
| αὐτῶν εὐθὺς τὸ τὴν τυχοῦσαν ἔχον πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας |
| ὅταν εἰσκομισθέντος εἰς τὸ δωμάτιον λύχνου πᾶς ἀθρόως ὁ οἶκος ἀναπλησθῇ τοῦ φωτὸς ἄνευ χρόνου . Ἀλέξανδρος μὲν οὖν οἴεται | ||
| ὅταν εἰσκομισθέντος εἰς τὸ δωμάτιον λύχνου πᾶς ἀθρόως ὁ οἶκος ἀναπλησθῇ τῆς αὐγῆς καὶ τοῦ φωτὸς ἄνευ χρόνου . Ὡς |
| : σῶμα * λαιφάξῃ : λάψῃ , ῥοφήσῃ ῥοφήσῃ καὶ κληΐδας δὲ τὰς σάς , ἤτοι τὰς τοῦ πληττομένου , | ||
| : σῶμα * λαιφάξῃ : λάψῃ , ῥοφήσῃ ῥοφήσῃ καὶ κληΐδας δὲ τὰς σάς , ἤτοι τὰς τοῦ πληττομένου , |
| τὰ τοιαῦτα δώσεις . μνήμη δὲ μισθῶν ὀφειλομένων οὐκ ἦν ἐσπουδακότος λόγος , ἀλλ ' ἀνδρὸς ἡδομένου τῇ μνήμῃ τῆς | ||
| , δυοῖν θάτερον , ἢ μανίας ἢ κέρδους ἕνεκ ' ἐσπουδακότος φήσαιμ ' ἂν εἶναι . Εἴη μέν , ὦ |
| ἡλικίαν τοῖς βρέφεσι συμβαίνει πονηρά , ἄρσεσι μὲν πώγων καὶ πολιά , θηλείαις δὲ γάμοι καὶ τοκετοὶ καὶ τὰ ἄλλα | ||
| μόνον τοῦ ἀνθρώπου , ὥσπερ καὶ τὸ γελᾶν . πόθεν πολιά ; παρὰ τὸ λευκὴ εἶναι : τὸ δὲ λευκόν |
| : Χαρᾶς γὰρ ἣν δίδωσιν ἐν πέμπτῳ τόπῳ Ἔστι τέλος μέριμνα καὶ λύπης βάρος . Ἕκτος δὲ δηλοῖ ποικιλοτρόπους νόσους | ||
| σχολάζει τοῖς πόνοις . ἀσχολία δὲ ἡ φροντὶς καὶ ἡ μέριμνα . μεθῆκε τόδε τὸ πρᾶγμα , ὃ ταῖς χερσὶ |
| τὸ δὲ σπέρμα αὐτῶν ἔχει τι σαφῶς στυπτικόν , ὡς δυσεντερίας καὶ διαρροίας ἰᾶσθαι , καὶ μάλιστα τὸ τοῦ ὀξυλαπάθου | ||
| ἐντέρων , κατά τινας δὲ καὶ δι ' οὐλὴν ἐκ δυσεντερίας τὰ πολλὰ ἢ ἐξ ἑτέρων γιγνομένης ῥευματισμῶν , τῆς |
| καὶ φακῆς μέρος ὀλίγον . Τῷ Αὐγούστῳ μηνὶ τὰς πεπανθείσας σταφυλὰς ἐν τοῖς θερμοτέροις τόποις τρυγᾶσθαι προσήκει , τὰς μέντοι | ||
| δὲ εἰς κερασίαν μέλαινα σταφυλὴ ἐγκεντρισθῇ , τῷ ἔαρι τὰς σταφυλὰς οἴσει . Κεράσια ἀφαιρεθέντα τοῦ δένδρου πρὸ ἀνατολῶν ἡλίου |
| γῆς ὑπὸ ἀρότρου : μεταφορικῶς ἀπὸ † τοῦ βαθείας φρένας κεκρυμμένας σημαίνει . ἐκ τῶν Ῥητορικῶν , , . . | ||
| ἀνήρ ; ἀπωλόμεσθ ' ἄρ ' , ὦ φίλαι : κεκρυμμένας θήρας ξιφήρεις αὐτίκ ' ἐχθροῖσιν φανεῖ . ἄφοβος ἔχε |
| τὰς μηδέπω δὲ πλευσάσας παρθένους εἴρηκε , τὰς δὲ πλευσάσας γραίας . Θ ὦ παρθένοι ] τὰς οὔπω δὲ πλευσάσας | ||
| . καὶ ἐς τίνος οὐκ ἐπέρασα , ἢ ποίας ἔλιπον γραίας δόμον ἅτις ἐπᾷδεν ; ἀλλ ' ἦς οὐδὲν ἐλαφρόν |
| τιθηνὸς , πρὸς πᾶσαν ἐπιβουλὴν ἐνδέδυκε θώρακα . Θαμιναὶ δὲ πνευμόνων σήραγγες ἠέρι διαδύμεναι , φωνῆς αἴτιον πνεῦμα τίκτουσιν . | ||
| Οἷον πανταχοῦ δυνάμενοι περιστρέφεσθαι : λέγει δὲ τὰς Ἐρινύας . πνευμόνων : Ἀττικοὶ τὸν πνεύμονα πλεύμονα λέγουσιν , ὡς καὶ |
| ἔπι : ὅθεν λαβόντες οἱ κακῶς πεπραγότες σωτηρίαν ἀπῆλθον ἐκ δυσπραξίας νῦν οὐκέτι μοι δίχα θυμός , ἀλλὰ † σαφὴς | ||
| αὐτὴν πᾶσαν ἑλκύσει κάτω . } Πράττων καλῶς μέμνησο τῆς δυσπραξίας : ὡς γὰρ τὸ πράττειν καὶ τὸ δυσπράττειν σκόπει |
| : ὁμοίως δὲ καὶ τὸ πῶμα τῆς βαλάνου , ὅπου ἐγκάθηται ἡ βάλανος , ὅπερ νῦν ἀκουστέον : περὶ γὰρ | ||
| ἔτι μεταβάλλει : ἀλλὰ ἡ ἐξαίφνης αὕτη φύσις ἄτοπός τις ἐγκάθηται μεταξὺ τῆς κινήσεώς τε καὶ στάσεως , ἐν χρόνῳ |
| τοῦ ἰχῶρος εἴσω ἰόντος . ἐν τουτέοισι τοῖσι καιροῖσι καὶ χολὰς πλείους ἕλκει ἐκ τῶν πιμελῶν , ἀφ ' ὧν | ||
| ἀπόθου ἐν ὑελίνῳ ἀγγείῳ : κάλλιον δέ ἐστι καὶ τὰς χολὰς ἀμφοτέρων σμῆξαι , καὶ ἐπιτιθέναι ἐν ἀγγείῳ ὑελίνῳ καὶ |
| ἄπαιδες ἐγένοντο : ἐτελεύτων γάρ . ἄλλως . ἀηδόνας τὰς σειρῆνας λέγει διὰ τὸ θελκτικόν , στείρας δὲ ἢ ὅτι | ||
| ἀποτελείωσιν . καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας γενήσονται . κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος , |
| πᾶξεν ἰοστεφάνῳ ἕλκος , ἄγαλμα πόθοιο πυρισμαράγου , ὃς σβέσεν ἀνορέαν ἰσαυδέα παπποφόνου Τυρίας τ ' ἐξήλασεν . ᾧ τόδε | ||
| πᾶξεν ἰοστεφάνῳ ἕλκος , ἄγαλμα πόθοιο πυρισμαράγου , ὃς σβέσεν ἀνορέαν ἰσαυδέα παπποφόνου Τυρίας τ ' ἐξήλασεν , ᾧ τόδε |
| , πολὺ ἀμείνους τῶν σῶν δορυφόρων . Τί οὖν οὐκ ἀπαλλαττόμεθα , ὦ Ἑρμῆ , τὴν ταχίστην ; οὐ γὰρ | ||
| μύθων , ἀλλ ' ὅσῳ καρτερώτερον ἀπηντήσαμεν , τοσούτῳ δυσχερεστέρως ἀπαλλαττόμεθα . πῶς γὰρ διωσόμεθα , εἴ τις εἰς πυρετοὺς |
| καὶ σαρκοῦντα τὰς ἰσχνὰς καὶ ἀτρόφους , μεταβάλλοντα δὲ τὰς καχεξίας καὶ τὴν πιμελὴν καθαιροῦντα , καὶ λούοντα μὲν τὰς | ||
| καθ ' αὑτὴν κακῶς , ἀτροφίας δ ' αὖ καὶ καχεξίας καὶ κακοχυμίας καὶ κακοχροίας ἰκτέρους τε καὶ διαρροίας καὶ |
| ὀπίσω τὴν τῶν Τυρίων πόλιν ἀμφίβολον καὶ Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἐχομένας πρὸς Περσῶν , οὐδὲ τοῦτο ἀσφαλὲς ἔς τε τὰ | ||
| ποταμόν , ἅτινα ἦν τοῦ Βακτρίων καπήλου , αὕτη ἀνείλκυσεν ἐχομένας ἀλλήλων . περὶ τῶν τειχοκαταλυτῶν ἐλεφάντων . περὶ τῶν |
| ἔρις ἀλλὰ φόνωι φόνος Οἰδιπόδα δόμον ὤλεσε κρανθεῖς ' αἵματι δεινῶι , αἵματι λυγρῶι . † τίνα προσωιδὸν † ἢ | ||
| Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν . καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε |
| διὰ πεσσοῦ . τούτου δὲ σπουδαιότερον ὁμοῦ καὶ πρὸς τὰς περιωδυνίας ἁρμοζόντως σκευαζόμενον τοῦτο . Κωδύαι μήκωνος δέκα βρέχονται γλυκέος | ||
| τὰ περὶ τὴν κεφαλὴν πάθη : παρακοπάς : φρενίτιδας : περιωδυνίας : φλεγμονάς : πυρώσεις : αἱμαγμούς . δεήσειεν οὖν |
| μετὰ τεύτλων ἕψειν τὰς ἐγχέλεις . ἔπαιξε δὲ εἰπὼν “ λοχευομένας ” ἀντὶ τοῦ “ ἑψομένας ” . Γ ἡδίστη | ||
| ἥδισται εἶναι . καὶ ἀλλαχοῦ φησι “ τὰς ἐν τεύτλοις λοχευομένας ” . Γ ἐμοὶ δὲ τιμά : ἐμοὶ δὲ |
| , κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι | ||
| , κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι |
| Θρῇσς ' ἐβόα κίθαρις Ὀρφέως μακροπόλων πιτύλων ἐρέτῃσι ? ? κελεύσματα μελπομένα , τότε μὲν ταχύπλουν , τότε δ ' | ||
| ἔλεγον ἰήιον Θρῆισς ' ἐβόα κίθαρις Ὀρφέως μακροπόλων πιτύλων ἐρέτηισι κελεύσματα μελπομένα , τότε μὲν ταχύπλουν τότε δ ' εἰλατίνας |
| τρίτῳ φησίν : Ἶσον δ ' Ἑρμιονεὺς ποσὶ καρπαλίμοισι μετασπὼν ψύας ἔγχει νύξε . Σιμάριστος δ ' ἐν τρίτῳ Συνωνύμων | ||
| θερμὴν δίαιταν οἷον ὑδρόγαρα καὶ προπόματα θερμαίνοντα καὶ πρὸς τὰς ψύας καταπλάσματα θερμὰ ἐρίοις καὶ τοῖς τοιούτοις . Βουβωνοκήλη ἐστὶν |
| ποίει κολλύρια καὶ γάλακτι ὁμοίωϲ ἀποτρίβων ἔγχριε παχὺ προπυριάϲαϲ . Ὑγρὰ τραχωματική , ποιεῖ δὲ καὶ ὑποπύοιϲ . χαλκίτεωϲ κεκαυμένηϲ | ||
| τινοϲ ὑποδείραντοϲ κτηδόναϲ αὐτοῦ τῇ τῶν ὑποπύων ὑπάγεται θεραπείᾳ . Ὑγρὰ πρὸϲ ὑποπύουϲ ἡ Βάϲϲου . κρόκου , ἀλόηϲ , |
| τὰς εἰρημένας ἐκ τῶν ὄμβρων καὶ τὰς ἐν τῷ ἀέρι συμβαινούσας ὑγρότητας διορθοῦσθαι ῥᾴδιον . ἐν δὲ τῷ θέρει φυλακτέον | ||
| κατὰ τὸ ἑξῆς τῶν περιεχόντων πρὸς τὴν πρώτην ἀρχὴν ἐπισημασίας συμβαινούσας , προηγουμένης μέντοι τῆς μιᾶς ἐνθάδε εἰκότως , ἐπειδήπερ |
| τὸ σὸν εὖ θέμενος . καί τινες οἶνον ἄγοντες ἐν εἰρεσίαι Διονύσου , συμποσίου ναῦται καὶ κυλίκων ἐρέται , περὶ | ||
| ἔριδας [ θάμ ' ἀμειβόμενοι ] σιδάρου [ τ ' εἰρεσίαι ] σφαγᾶι [ τε δῆλον ] κλισίας περὶ [ |
| διακρατεῖν ἢ ὅ τι δήποτε τύχοι . Ἐκ δὲ τῆς ἁψιμαχίας ταύτης ἐγένοντο πληγαί ποτε διὰ χειρῶν , εἶτα δι | ||
| διακρατεῖν ἢ ὅ τι δήποτε τύχοι . ἐκ δὲ τῆς ἁψιμαχίας ταύτης ἐγένοντο πληγαί ποτε διὰ χειρῶν , εἶτα δι |
| τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ δηλητηρίων ἀντιφάρμακον . ἡ δὲ χολὴ ὀξυωπίαν παρέχει . Φαλαρὶς πτηνὸν ὁ λεγόμενος λευκομέτωπος . ὅλον | ||
| ἐσθιόμενα ἔντασιν ποιοῦσιν . ὠὰ δὲ πέρδικος λεῖα σὺν μέλιτι ὀξυωπίαν παρέχουσι καὶ ὠκυτόκιά εἰσι . στρουθοκαμήλου ὠὸν ποδαγροὺς χριόμενον |
| ψάμμος . Κύει : συλλαμβάνει , ἐγκυμονεῖ , γεννᾷ . ὁλκούς : σώματα , περιφραστικῶς τὰ συρόμενα σώματα , ἢ | ||
| , οἷον : δὴ τότ ' , ἀνοχλίζων τετρηχότος οἴδματος ὁλκούς : τετρηχότος σημαίνει τεταραγμένους , ὁλκοὺς τὰς ἐκχύσεις . |
| μετὰ μέλιτος , θεῖον ἄπυρον μετὰ κηρωτῆς ἢ τερεβινθίνης . Ἔμπλαστρος παρ ' Εὐτυχιανοῦ διαφορητικὴ καὶ κολλητική . Ἐλαίου παλαιοῦ | ||
| τῶν ἐν ὀδύνῃ μερῶν καὶ τῶν ἐν κύκλῳ χαρασσομένων . Ἔμπλαστρος μετὰ τὰς ἐπιδόσεις ἁρμόζουσα παρηγορικὴ τῶν ἀλγημάτων . Κηροῦ |
| . ἐν δὲ Κρόνου τόποις καλὸς ἐν πᾶσιν ὁμοίως καὶ θερμοτέρας τὰς πράξεις παρέχει καὶ θάνατον πρεσβυτέρων τινῶν ὄψεται ἀφ | ||
| ἀλλ ' ἐπὶ τοῖς σιτίοις τὰ πολλὰ καὶ κατὰ τὰς θερμοτέρας [ χώρας ἢ ] ὥρας [ μᾶλλον ] , |
| θώρακος διόγκωσις , τῶν καταπλεκόντων τὸ πρόσωπον ἀγγείων κύρτωσις , περίψυξις , περιίδρωσις , ἀσφυξία παντελὴς ἢ βραχὺς ἄγαν ὁ | ||
| τὴν πρώτην ἡμέραν εὐθύς , ἀλλὰ καὶ προήκοντος τοῦ χρόνου περίψυξις μᾶλλον ἢ ῥῖγος γίνεται : δυσεκθέρμαντος δ ' ἐστὶ |