ἐνίοτέ γε μὴν καὶ οἷον τρίχες ὑπόλευκοι , παλαιστιαῖοι καὶ μείους τε καὶ μείζους συναναφαίνονται τοῖς παρυφισταμένοις , αἳ δή
, ἤιεσαν εἰς ἀγορὴν παναλουργέα φάρε ' ἔχοντες , οὐ μείους ὥσπερ χίλιοι εἰς ἐπίπαν , αὐχαλέοι , χαίτηισιν ἀγαλλόμεν
7151750 κουφοι
δυσχεραίνοντες , εἴπερ ὀλίγων ἔσονται δούλων δεσπόται . οὕτως ἦσαν κοῦφοι ταῖς προσδοκίαις καὶ διένεμον ἤδη τοὺς αἰχμαλώτους ἀλλήλοις καὶ
: μερόπων δ ' ἐναρίθμιος οὐδεὶς ἐν ποσίν . ὦ κοῦφοι ἀσκήτορες , ἄθλιοι ἄνδρες . εἰκοστὴ καὶ πρώτη Ὀλυμπιὰς
6930460 σμικροι
τοῖς ? φιλτάτοις κυροῦσι ? ? [ ] πολεμιώτατοι : σμικροὶ [ ] γέροντι παῖδες [ ] ἡδίους πατρί :
προσχρωμένη . τὰς οὖν ἀθανάτων δυνάμεις μεγάλας οὔσας θνητοὶ καὶ σμικροὶ παντελῶς ὄντες καὶ οὔτε τὰ μεγάλα δυνάμενοι καθορᾶν οὔτ
6881878 ὀκτακοσιοι
εἰς πλάτος τασσομένου κρατοῦντος πόδας τρεῖς , γίνονται πόδες χίλιοι ὀκτακόσιοι : καὶ ἑκάστου ἵππου ἐν τῷ βάθει τασσομένου κρατοῦντος
δὲ μῆκος [ ἦν ] τῆς νή - σου στάδιοι ὀκτακόσιοι . καὶ ὁ ὕπαρχος τῆς νήσου Μαζήνης συνέπλει αὐτοῖσι
6809595 μακροι
τεταρταῖοι ὡς τὰ πολλὰ γίνονται βραχεῖς , οἱ δὲ φθινοπωρινοὶ μακροὶ , καὶ μάλιστα οἱ πρὸς τὸν χειμῶνα συνάπτοντες .
κεφαλαὶ σμικραὶ ἢ μεγάλαι , τράχηλοι λεπτοὶ ἢ παχέες , μακροὶ ἢ βραχέες , κοιλίαι μακραὶ ἢ στρογγύλαι , θώρηκος
6769069 διψωδεες
: ὀφθαλμίαι : ἄνθρακες : κοιλίαι ταραχώδεες : ἀπόσιτοι : διψώδεες , οἱ μὲν , οἱ δ ' οὔ :
, ἀσώδεες , φρικώδεες : πυρετὸς οὐκ ὀξύς : οὐ διψώδεες λίην : οὐ παράληροι : ἀπὸ ῥινῶν ἔσταζε σμικρά
6742175 μικραι
εἰς ὕψος διῆκον οἴκημα . ξυνοικία ] ξυνοικίαι λέγονται αἱ μικραὶ οἰκίαι καὶ ἀποστάσεις , ἢ οὓς νῦν φανόπτας φαμέν
ἧς ῥέουσιν αἱ παρανομώταται πράξεις , ἴδιαι καὶ κοιναί , μικραὶ καὶ μεγάλαι , ἱεραὶ καὶ βέβηλοι , περί τε
6738177 στενοι
καὶ οἱ πόροι πολλοὶ καὶ εὐρέες , ὧν δὲ μικρὰ στενοί τε καὶ ὀλίγοι : δι ' ὃ καὶ διὰ
οὐ πιέζουσιν κατὰ λόγον τὸ κάταγμα . καὶ πάλιν ἐὰν στενοί εἰσιν , πάνυ θλίβουσιν τὸ μόριον . καὶ πόθεν
6715840 ὀξειαι
οὖν καὶ τειχομαχίαι τινὲς αὐτόθι καρτεραὶ καὶ πρὸ τῶν ἐρυμάτων ὀξεῖαι μάχαι : οὐ μὴν ἑάλω γε τὸ τεῖχος ἀπὸ
πλευρῖτις , περιπλευμονίη , καῦσος , φρενῖτις , αὗται καλέονται ὀξεῖαι , καὶ γίνονται μὲν μάλιστα καὶ ἰσχυρόταται τοῦ χειμῶνος
6677703 στεναι
σημεῖον , εἰ δέ εἰσι παχεῖαι , καὶ μιαρίας . στεναὶ καὶ λεπταὶ χεῖρες ἀπιστότατον δηλοῦσιν ἄνδρα . παχεῖαι χεῖρες
τῶν φοβουμένων καὶ φευγόντων : θᾶττον γὰρ ἀποφυγεῖν προαγορεύουσι : στεναὶ δὲ παντελῶς δυσθυμίας σημαίνουσι . Δικαστήρια καὶ δικασταὶ καὶ
6663762 ὁκοσοι
ὠῷ ἐόντος : καὶ τοῦτ ' ἤδη πᾶσιν ἐμφανὲς ἐγένετο ὁκόσοι προσέσχον τὸν νόον : ὁκόταν ἐπιλείπῃ ἡ τροφὴ τῷ
φασιν ἔχειν , καὶ διὰ τῶν οὐάτων ἤχους διαΐσσειν : ὁκόσοι δὲ σώζονται τῶν ληθαργικῶν , ἔμπυοι ὡς ἐπιτοπολὺ γίνονται
6647870 πυργοι
τὸν αὐτὸν καιρὸν διιππεύει . πολύστατοι δὲ καὶ συνεχεῖς οἱ πύργοι δέξασθαι τοῖς χωρήμασι δυνάμενοι στρατοπέδου πλῆθος . τοιγαροῦν ἡ
τεῖχος παχὺ ἐπάλξεις ἔχον ἀμφοτέρωθεν . διὰ δέκα δὲ ἐπάλξεων πύργοι ἦσαν μεγάλοι καὶ ἰσοπλατεῖς τῷ τείχει , διήκοντες ἔς
6626515 ἀρθρωδεις
, σκέλη σαρκώδη , περὶ τοῖς σφυροῖς καρτερία , πόδες ἀρθρώδεις , χρῶμα ὀξύτερον , βλέμμα ὑγρόν , οὐ μεγάλοι
μεγάλας , εἶτα ἐχούσας τὰς κεφαλὰς ἐλαφράς , σιμάς , ἀρθρώδεις , ἰνώδη τὰ κάτωθεν τῶν μετώπων , ὄμματα μετέωρα
6626183 δισμυριοι
. Λοιπὸν οὖν καταλείπονται οἰκήσιμοι ὑπὸ τὴν εὔκρατον πεπτωκότες στάδιοι δισμύριοι καὶ ͵θ , ἅπερ ἐστὶ μίλια μὲν ͵γχκεʹ ,
ἐν τῷ κατ ' Ἀριστογείτονος : “ Εἰσὶν ὁμοῦ πάντες δισμύριοι Ἀθηναῖοι . ” καὶ Μένανδρος ἐν τῷ Ἑαυτὸν τιμωρουμένῳ
6576918 ἐλεφαντες
ἐλάχιστα ἐπαιρόντων τῷ λόγῳ καὶ μεγάλα ποιούντων ⋮ Οἱ νέοι ἐλέφαντες καὶ τροφῆς ἀφίστανται τοῖς πρεσβυτέροις , καὶ γήρᾳ παρειμένους
μυριάδας , ἑάλωσαν δὲ πολὺ πλείονες τῶν ἀποθανόντων καὶ οἱ ἐλέφαντες καὶ τῶν ἁρμάτων ὅσα μὴ κατεκόπη ἐν τῇ μάχῃ
6552586 ἑπτακοσιοι
[ ἄκρα ] χερρονησώδης , εἰς ἣν ἀπὸ Θρόνων στάδιοι ἑπτακόσιοι . εἶτα πόλις Κούριον ὅρμον ἔχουσα , Ἀργείων κτίσμα
ἐπὶ Ἀταλάντῃ τῇ νήσῳ Μειδίας ἦγεν : ἀριθμὸς δὲ αὐτῶν ἑπτακόσιοι , καὶ ἱππικόν σφισιν οὐ προσῆν . παρὰ δὲ
6548923 κοιλοι
ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι ,
ἐν τῇ ἀπρεπῇ κοίτῃ ἐν τῇ τρίψει ἀκονᾶται , καὶ κοιλοῖ τὴν θήλειαν : διὸ καὶ οὐ θέλει συνουσιάσαι ,
6526698 πυκνοι
ῥοδίνηϲ κηρωτῆϲ ὑγροτάτηϲ μίξαϲ χρῖε : αὔξει τὰϲ τρίχαϲ καὶ πυκνοῖ τὸ δέρμα καὶ οὐ ϲυγχωρεῖ ῥέειν : καὶ τὸ
, θέρους δὲ τεσσαράκοντα ἕξ . Συστέλλει δὲ αὐτὸ καὶ πυκνοῖ μᾶλλον τὸ ψῦχος , διὸ καὶ ἐν τοῖς γνώμοσι
6521394 μελαιναι
μὴν κατὰ τὴν Ἰνδίαν παρδάλεις ξανθαί τε καὶ κυαναῖ καὶ μέλαιναι καὶ λευκαί , πάσας δὲ γραμμαί τινες εὔκυκλοί τε
προχέονται δ ' ἐκ τῆς ὄψεως ἀκτῖνες πύριναι , οὐχὶ μέλαιναι καὶ ὁμιχλώδεις : διόπερ ὁρατὸν εἶναι τὸ σκότος .
6518271 ξυνεχεες
, παρέλεγεν , ᾐσχρομύθει : πολλοὶ πόνοι , μεγάλοι , ξυνεχέες . Δευτέρῃ , διὰ τῶν αὐτῶν : οὐδὲν ἐκοιμᾶτο
, αὖθις δ ' ὅθεν φρένες ἐξεπεφύκεισαν , ἀπὸ τούτου ξυνεχέες ἐόντες κατὰ μέσον κάτωθεν ἀρτηρίης τὸ ἐπίλοιπον παρὰ σπονδύλους
6515350 μεγαλοι
] ἐν ἄλλοις δὲ τόποις καὶ χώραις ἄλλοι ποιηταὶ τυγχάνουσι μεγάλοι καὶ ἔνδοξοι . * * ἀντὶ τοῦ λόγον .
ἀποκαίεσθαι , ἔστ ' ἂν ἐρυθροί τ ' ἔωσι καὶ μεγάλοι [ . . ] . Νῦν διαλέγεται ὁ Ἱπποκράτης
6513955 ξηραι
: ἐντάϲιεϲ ἐμέτου ξυνεχέεϲ , κενεαί : προθυμίαι τεινεϲμώδεεϲ , ξηραί , ἄχυλοι . θάνατοϲ ἐπώδυνοϲ καὶ οἴκτιϲτοϲ , ϲπαϲμῷ
αὗται πᾶν τὸ σῶμα λελεπτυσμέναι εἰσὶ , καὶ αἱ ῥῖνες ξηραί τε καὶ ἐμπεπλασμέναι εἰσὶν , οὐκ ἀειρόμεναι : πνεῦμα
6511930 ταραχωδεες
σπληνὸς καὶ τὸ πλευρὸν ἤλγει . Τοῖσι παιδίοισι , γαστέρες ταραχώδεες , καὶ βῆχες ξηραί : ἐς ὦμον ἔστιν ὅτε
αἱμοῤῥαγικὰ λάβρως , καὶ κοιλίαι καταῤῥήγνυνται τούτοισι , καὶ γνῶμαι ταραχώδεες ἐπιπολύ . Αἱ ἐκ νώτου ἀλγήματος ἀῤῥωστίης ἀρχαὶ ,
6489315 σκληραι
μακρὰ κατὰ γῆς , στρυφνά , καὶ πρὸς αὐτὰ ἄκανθαι σκληραί . φύεται παρὰ ποταμοῖς καὶ οἰκοπέδοις . ὁ δέ
, χοιράδες , ἄκραι χειμέριοι , κατήνεμοι , ὀξεῖαι , σκληραί , περιπετεῖς , ἁλιτενεῖς , ἀπορρῶγες , ἀπρόσμικτοι ,
6471182 Κοσσαιοι
, Οὔξιοι δὲ καὶ Ἐλυμαῖοι τούτοις τε καὶ Σουσίοις , Κοσσαῖοι δὲ Μήδοις , πάν - τας μὲν φόρους πράττεσθαι
ἔθνος πολεμικὸν ὅμορον τῷ Οὐξίων . εἰσὶ δὲ ὄρειοι οἱ Κοσσαῖοι καὶ χωρία ὀχυρὰ κατὰ κώμας νέμονται , ὁπότε προσάγοι
6450426 ὑγραι
ζῴων ἤτοι ξηραὶ καὶ ἀπέριττοι καὶ πεφθῆναι ῥᾴουϲ , ἢ ὑγραὶ καὶ περιττωματικαὶ καὶ δυϲπεπτότεραι γίγνονται . Περὶ χηνῶν καὶ
. Ταύρου δὲ αἱ μὲν πρῶται ηʹ Ἀφροδίτης πολύσπερμοι πολύγονοι ὑγραὶ καταφερεῖς † ἔλεγχοι μεσωνικώτεραι . αἱ δὲ ἑξῆς Ϛʹ
6448665 ὑψηλαι
πάντας παλαιστρίτας εἶναι : αἱ σοφίαι δὲ μεγάλαι εἰσὶν ἢ ὑψηλαί , ὡς εἶναι τὴν ἐπ ' αὐτῶν ὁδὸν δυσχερῆ
ὅμως . νῆσοι ἦσαν ἐπιμήκεις μέν , οὐ πάνυ δὲ ὑψηλαί , ὅσον ἑκατὸν σταδίων ἑκάστη τὸ περίμετρον : ἐπὶ
6445582 πεζοι
δεξιοῦ μέρους τῶν προσαγομένων μαγγάνων ἐκ τῶν ἐχθρῶν , ἵνα πεζοὶ ἐξερχόμενοι ἐκ τῶν παραπυλίων καὶ κατὰ χεῖρα ἁρμοδίως τῷ
μὲν ἔφιπποι , οἱ δὲ ἐπὶ πλοίων , ἄλλοι δὲ πεζοὶ , παρέχοντες καὶ ποιοῦντες στῖφος καὶ πύκνωμα τοῦ πολέμου
6443206 σκευοφοροι
γὰρ πορευόμενοι καὶ εὐχρηστότεροι γίγνονται . ἐπὶ δὲ τούτοις οἱ σκευοφόροι , ἔφη , πάντων ἑπέσθων : οἱ δὲ ἄρχοντες
ἱππακοντισταί , ἱπποτοξόται , δορατοφόροι , κοντοφόροι , ὑπασπισταί , σκευοφόροι , ἱππαγωγοί , ἅμιπποι . δύο δ ' οὗτοι
6434451 βραχυτεροι
οὐ πολὺ διεστῶτές εἰσιν οἱ Ἀκριδοφάγοι : τὸ δὲ ἔθνος βραχύτεροι μὲν τῶν λοιπῶν , ἰσχνοὶ δὲ τοῖς εἴδεσι ,
προαπαντῶντες ὄφεις , μέλανες μὲν καὶ αὐτοὶ τὴν χρόαν , βραχύτεροι δὲ καὶ δρακοντοειδεῖς τὴν κεφαλὴν καὶ τοῖς ὄμμασιν αἱματώδεις
6422908 ὑγιαζονται
δὲ μέχρι ἀκμῆϲ ἀπὸ αἵματοϲ ἀναγωγῆϲ φθινώδεεϲ γίγνονται , καὶ ὑγιάζονται μέν , οὐ ῥηϊδίωϲ δέ : παιδία ξυνεχῶϲ τε
ὑπὲρ τὰ τεσσαράκοντα ἔτεα φρενιτικοὶ γίνονται , οὐ πάνυ τι ὑγιάζονται : ἧσσον γὰρ κινδυνεύουσιν , οἷσιν ἂν οἰκείη τῆς
6418915 ἀτακτοι
. Εἰ γὰρ καὶ πλείους εἰσίν , ἀλλ ' οὖν ἄτακτοι καὶ ἄναρχοι , ὥσπερ Σκλάβοι καὶ Ἄνται καὶ τὰ
ἀπόϲταϲιν μεταβαλλομένηϲ τὰ μὲν λεχθέντα ϲημεῖα ἐπιταθήϲεται , προϲέτι δὲ ἄτακτοι μετὰ φρίκηϲ αὐταῖϲ ἐπιϲημαϲίαι γίνονται , κατὰ μὲν τοὺϲ
6413597 Ὁκοσοι
πολλὴ , ἢν πάνυ πουλὺ , θανάσιμον τὸ τοιοῦτον . Ὁκόσοι ὑπὲρ τὰ τεσσαράκοντα ἔτεα φρενιτικοὶ γίνονται , οὐ πάνυ
τῶν οὔρων κάκιστα , τοῖσι δὲ παιδίοισι τὰ ὑδατώδεα . Ὁκόσοι δ ' ἂν οὖρα λεπτὰ καὶ ὠμὰ οὐρέωσι πουλὺν
6412798 τριταιοι
τῶν πρὸς Γλαύκωνα Γαληνὸς διατάττεται . Ἔστι δὲ ὅτε δύο τριταῖοι καὶ τρεῖς καὶ τέσσαρες συνέρχονται καὶ δῆλον ὅτι τὰ
καὶ μακρότερα γίνεσθαι , πολλάκις δὲ καὶ κτείνει . Καὶ τριταῖοι δὲ καὶ τεταρταῖοι πυρετοὶ ἐκ τῶν αὐτῶν γίνεσθαι πεφύκασιν
6405157 κιχλαι
πλήρη οὖσαν πολλῶν ἀγαθῶν : ἦσαν γὰρ ἐν αὐτῷ συνωπτημέναι κίχλαι καὶ νῆτται καὶ συκαλλίδων πλῆθος ἄπειρον καὶ ᾠῶν ἐπικεχυμέναι
τότε γενεᾶς ἀφθίτου λαχόντες θείας . κιχλῶν : αἱ μὲν κίχλαι εἶδος στρουθῶν , δοκοῦσι δὲ πρὸς τρυφὴν ἐκ τῶν
6403820 πυκναι
Νίκανδρος . ἑξείης στιχόωσιν ἐπήτριμοι : στοιχηδόν εἰσι καὶ ἑξῆς πυκναί . Πιερίηθεν : Πιερία ὄρος Θρᾴκης , ἐν ᾗ
οὐ συνεπλέκοντο αὐτῷ Πάνσαν περιμένοντες , ἱππομαχίαι δ ' ἦσαν πυκναί , πολὺ μὲν πλείους ἱππέας ἔχοντος Ἀντωνίου : τοῦ
6392821 ἐλαφροι
εἵπετο σχέδην ἄγων τὴν φάλαγγα καὶ παραγγέλλων ἔφη οἱ μὲν ἐλαφροὶ φυλάττεσθε τὰς ἐνέδρας , τῶν δὲ φευγόντων τοῖς ὑπολειπομένοις
καὶ δύσβατοι . θέσθε οὖν ὑμεῖς , οἱ κενοὶ καὶ ἐλαφροὶ ὄντες ἐν τῇ πίστει , τὸν κύριον ὑμῶν εἰς
6388914 χοιραδες
κοινῶς δὲ τῇ τῶν σκίρρων ἐπάγονται θεραπείᾳ : εἴρηται δὲ χοιράδες τῷ τοῖς χοίροις τοιοῦτον πάθος συμβαίνειν , ὥς φασι
αἰετὸς ὥς , μέγα λαῖτμα , ἀφ ' οὗ τότε χοιράδες ἔσταν . Ἆμος δ ' ἀντέλλοντι Πελειάδες , ἐσχατιαὶ
6385885 λευκοι
χάλκεοι ἦσαν , ἐν δέ οἱ ὀμφαλοὶ ἦσαν ἐείκοσι κασσιτέροιο λευκοί , ἐν δὲ μέσοισιν ἔην μέλανος κυάνοιο . τῇ
ἐκείνων διάθεσιν μεθιστάμενοι . πεφύκασι δ ' αὐτῶν οἱ μὲν λευκοί , οἱ δὲ μέλανες , τὸν ἐπικρατοῦντα χυμὸν τοῖς
6383929 ἀποσιτοι
περὶ κρίσιν , λαῦροι μὲν , ὀλιγήμεροι δέ : οὐκ ἀπόσιτοι δὲ πάνυ , οὐδὲ πυρετώδεες , οὐδέ τι κενεαγγητέον
ὑποστροφώδεες οἱ πυρετοὶ , καὶ ἔς τι πλανώδεες , καὶ ἀπόσιτοι , καὶ χολώδεες : καὶ δυσεντερίαι , ἀπόσιτοι ,
6383034 ὁκοσαι
ὁκόσαι μὲν ὦν ἐξίσταντι τὰν φύσιν , ἀλγειναί ἐντι : ὁκόσαι δὲ ἀποκαθίσταντι ἐς αὐτάν , ἁδοναὶ ὀνυμαίνονται . Τᾶν
στερεὰ φύσει τριβόμενα συνίστησι , τὰ δὲ κοῖλα αὔξεται , ὁκόσαι φλέβες εἰσί : θερμαινόμεναι γὰρ αἱ σάρκες καὶ ξηραινόμεναι
6365036 ψιλοι
Ἰλλυριοὺς ἐς τὸ ἄνω : ἔπειτα ἀλαλάξαντες μέγα οἵ τε ψιλοὶ καὶ ὁπλῖται καὶ λογχοφόροι ἐχώρουν δρόμῳ ἐπὶ τοὺς Ἰλλυριοὺς
ἠκροβολίσαντο : οἱονεὶ πόρρωθεν ἔβαλλον αὐτούς ᾗ προσπίπτοιεν : οἱ ψιλοὶ δηλονότι . τῇ τε ὄψει : ἐθάρρησαν ὄψει ,
6362187 τεταρταιοι
γὰρ οἱ πυρετοὶ οἱ ἀμφημερινοὶ καὶ οἱ τριταῖοι καὶ οἱ τεταρταῖοι οὐδὲν ἧσσόν μοι δοκέουσιν ἱεροὶ εἶναι καὶ ὑπὸ θεοῦ
γὰρ θέρεος δυσεντερίαι τε πολλαὶ ἐμπίπτουσι καὶ διάῤῥοιαι καὶ πυρετοὶ τεταρταῖοι πολυχρόνιοι : ταῦτα δὲ τὰ νοσεύματα μηκυνθέντα τὰς τοιαύτας
6360208 λεπιδες
γῆν ἁλμυρίδα καὶ ἐχόντων ἁλίνας τὰς οἰκίας . ἐπεὶ δὲ λεπίδες τῶν ἁλῶν ἀφιστάμεναι κατὰ τὴν ἐπίκαυσιν τὴν ἐκ τῶν
ἡ ῥίζα , καγκάνου ῥίζα , κρόμμυον , σίκυος , λεπίδες πᾶσαι , σῶρι , στυπτηρία ἱκανῶς , ἥ τε
6359506 ἐναταιοι
νοῦσος γίνεται ὑπὸ χολῆς : ἀπαλλάσσονται δὲ μάλιστα ἑβδομαῖοι ἢ ἐναταῖοι . Ἢν δὲ τοῦ πυρετοῦ ἔχοντος μὴ καθαίρωνται μήτε
ζῴδιον μεθισταμένης αὐτῆς , οἱ δὲ τεταρταῖοι κατὰ ἑξάγωνον , ἐναταῖοι δὲ εἰς τὸ τρίγωνον , τεσσαρεσκαιδεκαταῖοι δὲ εἰς τὸ
6357412 ἁπαλοι
, ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν καλάμων , οἱ ὄντες μὲν χλωροὶ ἁπαλοί εἰσι , ξηραινόμενοι δὲ σκληροὶ γίνονται . εὐφήμως οὖν
κρύπτουσιν ὥστε ἐπιβολὴν ἔχοντες καὶ βρεχόμενοι ἀμφοτέρως εὐτραφεῖς γίνονται καὶ ἁπαλοί . Καὶ περὶ μὲν ἀμπέλων ἱκανῶς εἰρήσθω . Πάντων
6354316 ἐπιγινονται
ἡ ἔμφυτος θερμότης τῷ περιέχοντι . Ἀποτυχίαι δὲ τῆς πέψεως ἐπιγίνονται κατά τε τὰ χρώματα καὶ τὰς συστάσεις . Ὅτε
ἢ τῇ ἐνάτῃ ἢ τῇ ἑνδεκάτῃ ἢ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἴκτεροι ἐπιγίνονται , ἀγαθὸν , ἢν μὴ τὸ δεξιὸν ὑποχόνδριον σκληρὸν
6353311 δευομενοι
αὐχαλέοι , χαίτηισιν ἀγάλμενοι εὐπρεπέεσσιν , ἀσκητοῖς ' ὀδμὴν χρίμασι δευόμενοι . εἴτε Φείδων πρῶτος ὁ Ἀργεῖος ἔκοψε νόμισμα εἴτε
εἰς ἐπίπαν αὐχαλέοι , χαίτῃσιν ἀγαλλομεν εὐπρεπέεσσιν ἀσκητοῖς ὀδμὴν χρίμασι δευόμενοι . οὕτω δ ' ἐξελύθησαν διὰ τὴν ἄκαιρον μέθην
6344943 καμηλων
ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ ἡμιόνων ἀχθοφόρων καὶ καμήλων πολύ τι χρῆμα καὶ πᾶσαν ἄλλην τοῦ πολέμου χρείαν
εἴποι τις , ἔτι δὲ ἵππων τε καὶ ὑποζυγίων καὶ καμήλων καὶ ἡμιόνων πάντων ἀχθοφορούντων πολύ τι χρῆμα . ἀλλ
6344435 ὑφαιμοι
καὶ οἵδε οὐ ταχεῖς : πυρώδεις μέντοι τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ ὕφαιμοι δεινῶς , διπλῆ δὲ ἡ γλῶσσα καὶ προΐσχεται ἥδε
τι κατὰ τοὺς τῶν βοῶν μεγάλοι , βραχύτεροι δὲ καὶ ὕφαιμοι : καὶ ὁρῶσιν οὐκ εὐθύωρον , ἀλλὰ ἐς τὴν
6329034 σφενδονηται
τὴν ἡμέραν ἄχρηστοι ἦσαν ἐν τῷ ὄχλῳ ὄντες καὶ οἱ σφενδονῆται καὶ οἱ τοξόται . ἐπεὶ δὲ πιεζόμενοι οἱ Ἕλληνες
Ἄραβες οἱ τούτων ἐχόμενοι Κύπριοί τε καὶ Ῥόδιοι καὶ Κρῆτες σφενδονῆται καὶ ὅσοι ἄλλοι νησιῶται . παρῆσαν δὲ καὶ βασιλέες
6328342 παραπλησιοι
αὐτοὺς ποιοῦντες οὐκ ἀφιστάμεθα αὐτῶν . εἰ μὲν δὴ Καλλιμάχῳ παραπλήσιοι πάντες ἐγένοντο , πᾶν ἂν ἡμῶν κατέχωσαν τὸ στρατόπεδον
: οἱ δὲ γέροντες ψυχροὶ καὶ ὑγροὶ καὶ τῷ χειμῶνι παραπλήσιοι . πλεονάζει τοῖς μὲν νέοις τὸ αἷμα , τοῖς
6324350 τρισχιλιοι
κατὰ δύναμιν ἑκάστων . ξύμπαν δὲ τὸ ὁπλιτικὸν τῶν Ἑλλήνων τρισχίλιοι μάλιστα , ἱππῆς δ ' οἱ πάντες ἠκολούθουν Μακεδόνων
Ὠκεανὸς δὲ γαμεῖ Τηθὺν ἑαυτοῦ ἀδελφήν : τῶν δὲ γίνονται τρισχίλιοι ποταμοί : Ἀχελῶιος δὲ αὐτῶν πρεσβύτατος καὶ τετίμηται μάλιστα
6323182 παχεες
, οἷσιν ἂν ἀφρὸς ᾖ περὶ τὸ στόμα . Οἱ παχέες σφόδρα κατὰ φύσιν , ταχυθάνατοι γίνονται μᾶλλον τῶν ἰσχνῶν
ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι : οἱ δὲ ἱπποβόται ἐκαλέοντο οἱ παχέες τῶν Χαλκιδέων . Ὅσους δὲ καὶ τούτων ἐζώγρησαν ,
6321045 ὑγροι
δὲ βορραῖοι ὑγιεινότατοι , οἱ δὲ ζέφυροι πνέοντες ἀπὸ δυσμῶν ὑγροί τε καὶ προσηνεῖς , ὑγιεινοὶ μὲν ἧσσον ἤπερ ὁ
φέρῃ . συχνοὺς γὰρ ἄν τις ἴδοι , οἳ οὕτως ὑγροί εἰσιν , ὥστε , ὁπόταν ἐθέλωσιν , ἐξίσταται ἀνωδύνως
6314554 ἰσχνοι
καὶ τῇ χροιᾷ εἰσι μέλανες . οἱ δὲ λεπτοὶ καὶ ἰσχνοὶ καὶ ξανθοί , οἵτινες λέγονται σκνιπαί . ἄλλοι δὲ
τῶν γυμνασιῶν καὶ τὸ τῆς τροφῆς ἐλλιπὲς τοῖς σώμασιν ὑπάρχουσιν ἰσχνοὶ καὶ εὔτονοι . πρὸς δὲ τὴν κακοπάθειαν ταύτην συνεργοὺς
6310523 μακραι
ἐπιῤῥήμασι μόνοις καὶ ἐν εὐκτικοῖς ἡ ΑΙ καὶ ἡ ΟΙ μακραί εἰσιν : ἐν δὲ τοῖς λοιποῖς οὐκ ἔτι μακραί
πεντασυλλάβοις . διαλύονται γὰρ καὶ τῶν παιώνων εἰς βραχείας αἱ μακραί . τὸ μὲν οὖν πρῶτον καὶ τρίτον ἀναπαιστικὰ δίμετρα
6303837 Ὁκοσαι
παντάπασιν ἀφανέα ᾖ , αἱ μῆτραι καθάρσιος ταύτῃσι προσχρῄζουσιν . Ὁκόσαι δὲ εὔχροοί τέ εἰσι καὶ σάρκα πολλήν τε καὶ
: ἢν δὲ μὴ παύηται , φάρμακον δοῦναι κάτω . Ὁκόσαι δὲ ὀδύναι ἐξαπίνης γίνονται ἐν τῷ σώματι ἄνευ πυρετοῦ
6300615 σκληροι
λευκήν , γλυκεῖαν ἔχουσι σάρκα . τράχηλοι μὲν γὰρ αὐτῶν σκληροί , δύσπεπτοι , δυσδιαίρετοι , δύσφθαρτοι : τὸ δὲ
τῷ φυσήματι ἀκούω . Ἀτρέως ὄμματα : οἷον ἄτρεπτοι καὶ σκληροί . εἴρηται δὲ ἀπὸ τῆς Ἀτρέως παρανομίας : ὃς
6300474 αἰτναιοι
, ὡς ἡ Αἴτνη μέγιστος ὤν : ἢ ὅτι οἱ αἰτναῖοι ἵπποι ταχεῖς καὶ διαβόητοι πρὸς δρόμον : ἢ ὅτι
ταχεῖς καὶ διαβόητοι πρὸς δρόμον : ἢ ὅτι μεγάλοι οἱ αἰτναῖοι κάνθαροι . ἀντὶ τοῦ “ κολακεύων , πραΰνων ”
6297642 πιονες
τρόπον ἢ φακὴ ὁμοῦ τῷ αἰγείῳ λίπει ἢ φοίνικες οἱ πίονες , καὶ γίνεται κλυσμὸς ἀπὸ τούτων . Κόμμι ἢ
καθ ' ἑκάστην ἤσθιε τὴν ἡμέραν : ἦσαν δὲ χῆνες πίονες ἐκείνῳ καὶ οἶνος ἡδὺς καὶ φασιανοί . ἔβλεπέ τε
6284130 δυσεκκριτοι
δὲ πρός τινων καλούμεναι πελώριαί τε λεγόμεναι , τρόφιμοι , δυσέκκριτοι , εὔχυλοι , εὐστόμαχοι , καὶ μάλιστα αἱ μείζους
, αἱ καὶ βασιλικαὶ καὶ πελώριαι λεγόμεναι , τρόφιμοι , δυσέκκριτοι , εὔχυλοι , εὐστόμαχοι , καὶ μάλιστα αἱ μείζους
6276503 λεπτοι
, καὶ εἰρεσίης μνώοντο . Ἀπροφάτως δ ' ἀπὸ γῆς λεπτοὶ λύοντο κάλωες πείσματα δ ' ἡπλώθη : κραιπνὸν δ
δὲ λεπτοὶ οὐρέονται μᾶλλον : καὶ οἱ λευκοὶ καὶ οἱ λεπτοὶ γλυκέες οὐρέονται μᾶλλον ἢ διαχωρέουσι , καὶ ψύχουσι μὲν
6263562 πυρραι
πέττεσθαί τε καὶ διαλύεσθαι . καὶ ὠχραὶ μὲν οὖν καὶ πυρραὶ ὑποστάσεις , συναναμιγνύμενόν τινα χολώδη σημανοῦσι χυμὸν τῷ αἵματι
ἐκροὰϲ ἕξουϲιν οὗτοι : τρίχεϲ δὲ αὐτοῖϲ εὐθεῖαί τε καὶ πυρραὶ καὶ μόνιμοι καὶ μετὰ πολὺν χρόνον τοῦ γεννηθῆναι φυόμεναι
6263444 Βαστερναι
δὲ παρ ' ἑκάστου τῶν κρατούντων . Κάρποι γὰρ καὶ Βαστέρναι καὶ Σαρμάται κατεπολεμήθησαν , ὥςτε τῆς ἀπὸ τοῦ πολέμου
ἢ Ῥοδόπην ἢ τὸν Αἷμον οἰκοῦσι , καὶ ἐπὶ τοῖσδε Βαστέρναι , τὸ ἀλκιμώτατον αὐτῶν γένος . τοσάδε μὲν δὴ
6254924 πολυτροφοι
ὀγδόης καὶ αὐτῆς καὶ τῆς τρεισκαιδεκάτης τῆς Ἀφροδίτης λέγεται , πολύτροφοι τυγχάνουν καὶ πόνοι καὶ ἐπίτροποι γυναικῶν μεγιστάνων , ἀπὸ
, κοῦφοι , ὀλιγότροφοι , οἱ δὲ πελάγιοι δυσφθαρτότεροι , πολύτροφοι , δυσοικονόμητοι . τῶν δὲ κωβιῶν οἱ μικροὶ καὶ
6237001 βαθειαι
τί γὰρ ἂν δυνήσονται δεινὸν ἐργάσασθαι τοὺς ὁμόσε χωροῦντας αἱ βαθεῖαι κόμαι καὶ τὸ ἐν τοῖς ὄμμασιν αὐτῶν πικρὸν καὶ
ἐκ ῥευμάτων χρονίας καὶ δυσσαρκώτους κοιλότητας ὅσαι συριγγώδεις εἰσὶ καὶ βαθεῖαι . ἔρια κεκαυμένα τὰς πλαδαρὰς σάρκας ἐπὶ τῶν ἑλκῶν
6235132 χολωδεες
ὀλέθρια . Πτυάλου ἀναχρέμψιες ἐν πυρετῷ πελιδναὶ , μέλαιναι , χολώδεες , ἐπιστᾶσαι μὲν , κακόν : ἀποχωρέουσαι δὲ κατὰ
τούτων ἐναντία δυσχερέα , καὶ πτύαλον γλυκαινόμενον . Αἱ δὲ χολώδεες ἅμα καὶ αἱματώδεες πλευρί - τιδες , ὡς ἐπὶ
6231308 ἐμετοι
οὐ νεφριτικὰ , ἀλλὰ τουτέοισιν ἀντ ' ἄλλων ἄλλα : ἔμετοι χολώδεες , φλεγματώδεες , καὶ σιτίων ἀπέπτων ἀναγωγαί :
ἀπὸ τοῦδε ψυχρότερος αὐτῷ τοῦ κρυστάλλου περιχεῖται ἱδρώς , καὶ ἔμετοι χολώδεις ἀκριβῶς γίγνονται , χρῶμα δὲ ἀμείβει ἐκ χρώματος
6225899 ἀπορρωγες
' ἀπόερσε . ” ἀπόστιχε ἄπιθι . ἀπομόρξατο ἀπεψήσατο . ἀπορρῶγες αἱ ἀνέχουσαι πέτραι : “ ἀκταὶ ἀπορρῶγες λιμένος ποτιπεπτηυῖαι
, καὶ κλίνεται ῥωγός ῥῶγες καὶ μετὰ τῆς ἀπό προθέσεως ἀπορρῶγες . . . . ἀπόφασθε : φημί , τὸ
6224847 πλεονες
φεύγοντας τὠυτὸ ἐποίευν τοῖσι Σαμίοισι : ὣς δὲ καὶ οἱ πλέονες τῶν Ἰώνων ἐποίευν τὰ αὐτὰ ταῦτα . Τῶν δὲ
πλέον τι τοῦ ἐπιβάλλοντος αὐτῷ ἔχειν , ὡς εἴ τινι πλέονες δάκτυλοι ἐν μιᾷ χειρὶ ἢ ἐν ποδὶ εἶεν .
6223931 λεπται
ἁπαλαὶ δὲ καὶ ἄναρθροι δειλοτέρου καὶ ἀνανδροτέρου : αἱ δὲ λεπταὶ πάνυ δειλοῦ καὶ κακοήθους , αἱ δὲ πρὸς τούτῳ
Ἄνθις ἀδελφαί : αὗται Ἀφύαι ἐκαλοῦντο , ὅτι λευκαὶ καὶ λεπταὶ οὖσαι τοὺς ὀφθαλμοὺς μεγάλους εἶχον . Ἀντιφάνης δὲ ἐν
6223119 ἐουσαι
, καὶ ὅσαι τραχύτητες ὑπὸ νούσων ὁσαύτως : αἱ οὖν ἐοῦσαι σκληραὶ τῇ φύσει , καὶ ἄνοσοι τοῦτ ' ἔχουσιν
οὐδ ' ἐθέλουσι μίμνειν ἔνθ ' ἐγένοντο καὶ ἠβαιαί περ ἐοῦσαι . Θρηΐκιος δέ τίς ἐστιν ἁλὸς πόρος , ὅντε
6217395 λειοι
αὐτὰς ὁ ἀνὴρ τῷ τε συμπλέκειν τισὶ καὶ ταῖς μεθόδοις λειοῖ : ἐπεὶ καὶ τοῦτο , ὃ καὶ αὐτό ἐστιν
Ὀλύμπιος , κάτω δὲ Χθόνιος : καὶ ἐπειδὴ τε - λειοῖ τοὺς ἐν τῇ γῇ καρποὺς καὶ τὰς τοῦ οὐρανοῦ
6211087 ὠκιστοι
σῶμα δασεῖς πεφύκασι , κατὰ τοὺς κύνας καὶ τοῦτο . ὤκιστοι δέ εἰσι καὶ ἴσασι τὰ ἐν τοῖς τόποις δύσβατα
εἰσι μὲν τὸ μέγεθος τῶν παρὰ τοῖς Ἕλλησι διπλασίους , ὤκιστοι δὲ τὸ τάχος . εἰσὶ δὲ πυρρότριχες , γλαυκοὶ
6207896 διαπυροι
τὸ γάλα ἢ καὶ ποταμίους ἐμβαλεῖν κόχλακας : γινέσθωσαν δὲ διάπυροι , ὥστε τὸ ὀρρῶδες τοῦ γάλακτος διὰ τούτων ἀναλυθῆναι
' ἐκ τούτων ἕλικες παρὰ σοφῶν καλοῦνται , τῶν κεραυνῶν διάπυροι σκηπτοί τε καὶ πρηστῆρες , οἱ δὲ μηδ '
6202204 ἰσχυροτεροι
οὖν αὐτῆς μετρίως πληρουμένων τῶν ἀγγείων , εὐτονώτεροί τε καὶ ἰσχυρότεροι ἑαυτῶν φαίνονται παρὰ τὸ εἰθισμένον : ἐπὶ πλέον δὲ
μέντοι πόδες ἔλεγον τῇ γαστρί ὡς „ ἡμεῖς σοῦ ἐσμεν ἰσχυρότεροι ἅτε δὴ καὶ διαβαστῶντές σε . „ ἡ δὲ
6201484 εὐχυλοι
τῶν οἴνων ὀσμὴν μὲν ἔχουσιν ἔνιοι σκληροὶ δὲ καὶ οὐκ εὔχυλοι . Ἐξ ἁπάντων οὖν τούτων δῆλον ὡς ἕτερον τὸ
πλατὺ ὄστρακον ἔχουσαι καὶ διαυγές , εὔπεπτοι , εὔτροφοι , εὔχυλοι , γλυκεῖαι , οὐκ ἀπηνεῖς στομάχῳ . ὀπῷ δὲ
6201409 ψυχροι
οἱ ψυχροὶ ἱδρῶτες . κακὸν οὖν ἐν ὀξεῖ νοσήματι οἱ ψυχροὶ ἱδρῶτες : δηλοῖ γὰρ καταβεβλημένον τὸ ἔμφυτον θερμόν ,
οὐδὲ ἀβλαβῶϲ ἀπέχονται τῶν ἀφροδιϲίων . εἰ δὲ ὑγροὶ καὶ ψυχροὶ οἱ ὄρχειϲ τὴν κρᾶϲιν γένοιντο , ψιλὰ τὰ πέριξ
6196195 οὐτιδανοι
τῷ οἴκῳ τρίβουσιν . Ἦ γάρ : καὶ ὄντως . οὐτιδανοί : ἀσθενοί . Τιθάσσῳ : ἡμέρα ὑπάρχουσα . Νυκτιπόροιο
τῷ οἴκῳ τρίβουσιν . Ἦ γάρ : καὶ ὄντως . οὐτιδανοί : ἀσθενοί . Τιθάσσῳ : ἡμέρα ὑπάρχουσα . Νυκτιπόροιο
6195496 ψαφαροι
τετράγωνος ἠὲ συνὼν φαίνηται , ἐπὶ χθόνα πᾶσαν ἀλῶνται ἀστεφέες ψαφαροί τε μάτην σταδίοισι μογεῦντες . ὡρονόμον δ ' ἀκτῖσιν
ἄναιμοϲ καὶ ὀλιγότροφοϲ . οἱ δὲ ἀδένεϲ ἡδεῖϲ τε καὶ ψαφαροί , ἡδύτεροι δὲ οἱ ἐν τοῖϲ μαϲτοῖϲ , καὶ
6190157 κοιλιαι
αὐτὸς Ἱπποκράτης ἐν ἀφορισμοῖς δηλοῖ λέγων , ὁκόσοισι νέοισιν αἱ κοιλίαι ξηραί εἰσι , τουτέοισιν ἀπογηράσκουσι ξηραίνονται , τῇ μεταβολῇ
ἀθρόως πληροῦντος τὰς κυριωτάτας κοιλίας τοῦ ἐγκεφάλου . κυριώταται δὲ κοιλίαι εἰσὶν ἡ ὄπισθέν τε καὶ ἡ μέση . σμεʹ
6180279 ἀνωμαλοι
τὸ τοῦ χυμοῦ κοῦφον καὶ ἐπίλειον : οὐ μὴν οὐδὲ ἀνώμαλοι . ἡ γὰρ ἀνωμαλία δυνάμεώς ἐστιν ἀσθενοῦς ἔγγονος ,
πορεῖαι καὶ ἄστατοι δρόμοι καὶ ποικίλαι φάσεις , ἀλλὰ καίπερ ἀνώμαλοι καὶ πλανῆται ὀνομαζόμενοι ἐστηριγμένην τὴν φύσιν κέκτηνται καὶ διὰ
6170386 πεμπταιοι
δὲ ἐναταῖοι ἢ ἑνδεκαταῖοι : οἳ δ ' ἂν ἄρξωνται πεμπταῖοι πονέεσθαι , καὶ τἄλλα κατὰ λόγον αὐτέοισι γίγνηται ,
πόνος τῇ πρώτῃ ἡμέρῃ γίγνεσθαι , τεταρταῖοι πιεζεῦνται μάλιστα καὶ πεμπταῖοι : ἐς δὲ τὴν ἑβδόμην ἀπαλλάσσονται : οἱ μέντοι
6169755 ἀθυμοι
τῶν συμμαχίδων πόλεων καὶ πάντες οἱ κοινοπραγοῦντες τοῖς περὶ Ἀντίγονον ἄθυμοι καθειστήκεισαν : πρόδηλον γὰρ ἦν ὅτι θαλασσοκρατοῦντες οἱ πολέμιοι
Οἱ τοῦτο τὸ πάθοϲ ἔχοντεϲ οὐχ ὁρμῶϲι πρὸϲ ἀφροδίϲια καὶ ἄθυμοι διὰ τοῦτο γίνονται : αἰτία δὲ τούτων ἢ τῶν
6150095 μετεωροι
ἀλαζόνες , μεγαλόψυχοι , ἄστατοι , ἀνώμαλοι , ὑψαύχενες , μετέωροι , ἀπειλητι - κοί , ταχέως μεταβαλλόμενοι , εὔποροι
οὐχ ὑπέμενον , τὴν δὲ προγεγενημένην τῆς Ἑλλάδος δυναστείαν ἐπιποθοῦντες μετέωροι ταῖς ὁρμαῖς ὑπῆρχον πρὸς καινοτομίαν . εὐθὺς οὖν τὰς
6149965 θαλαττιοι
κύρτων καὶ ἀγκίστρων καὶ δικτύων τὸν τρόπον τοῦτον . κόλποι θαλάττιοι πολλοὶ τελευτῶσιν ἐς τενάγη τινά , καὶ ἔστι ταῦτα
γενομένους παλιναιρέτους . τί λέγεις σύ ; μάντεις εἰσὶ γὰρ θαλάττιοι ; γαλεοί γε πάντων μάντεων σοφώτατοι . καὶ τὴν
6148594 διεστηκυιαι
τὸ κεφάλαιον , κατὰ πολλὰς καὶ ποικίλας ἐπιβολάς , κἂν διεστηκυῖαι τυγχάνωσιν ἀλλήλων αἱ ἔννοιαι . ὁρᾷς γὰρ ὅτι καθ
κοιλία πλατεῖα καὶ κοίλη , ὦμοι καρτεροί , ὠμοπλάται εὐρεῖαι διεστηκυῖαι , στέρνα ῥωμαλέα καὶ μετάφρενα , ἰσχίον σκληρόν ,
6148432 μαχιμοι
ὅκως τὰ πολέμια ἀσκήσωσιν , ἀλλ ' ὅκως μὴ δόξωσι μάχιμοι εἶναι . Οἱ γὰρ κίνδυνοι οὐχ ὅμοιοι εἰσίν :
δὲ Παλάκῳ συμμαχήσοντες τῷ Σκιλούρου , καὶ ἐδόκουν μὲν εἶναι μάχιμοι , πρὸς μέντοι συντεταγμένην φάλαγγα καὶ ὡπλισμένην καλῶς τὸ
6132374 ἀποστασιες
οὖρον , κατ ' ἔκρουν . Οἷσι μὴ ταῦτα , ἀποστάσιες , οἷον ὀδόντες , ὀφθαλμοὶ , ῥὶς , ἱδρώς
πρὸς τὴν ἐπικράτειαν οὕτως δεῖ καὶ προσδέχεσθαι . Αἱ δὲ ἀποστάσιες αἱ εἰς τὰ σκέλεα ἐν τῇσι περιπνευμονίῃσι [ .
6128768 μονιμοι
ὑμᾶς : οἱ γὰρ ἐπιχαρεῖς λόγοι δι ' ὑμᾶς πᾶσι μόνιμοι διὰ παντός . εἴ τις ἀγλαός : ἀνδρεῖος νῦν
' εἰσὶν ὁπλῖται , ὁπλοφόροι , βαρεῖς , ἀκριβεῖς , μόνιμοι , στάσιμοι , μαχαιροφόροι , πάλιν δ ' αὖ
6125820 Οἱσι
. Αἱ τρομώδεες γλῶσσαι , σημεῖον ἐνίοισι κοιλίης καταῤῥαγησομένης . Οἷσι καῦμα γίνεται , ἐπάφρων διελθόντων , πυρετὸς παροξύνεται .
οἱ μὲν , ἑνὶ , οἱ δὲ , δυσίν . Οἷσι δ ' ἂν ἐς τοὔμπροσθεν ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ
6123586 ξανθοι
ὕδωρ καὶ γλυκὺ καὶ καθαρόν . πάρκεινται δ ' ἄρτοι ξανθοὶ γεραρή τε τράπεζα τυροῦ καὶ μέλιτος πίονος ἀχθομένη :
καὶ πόλεων κατάρξουσιν , ἂν Ζεὺς προσεπιβλέπῃ : ἄσπροι , ξανθοὶ τὰ πρόσωπα , ὀφθαλμοὶ δὲ ψεκτέοι , πόνοι περὶ
6111289 μικροι
προσώποις , εἷς μὲν ὁ μέγιστος ἄλλοι δὲ περὶ αὐτὸν μικροὶ πλείους . εἰσὶ δὲ τῶν ὄζων οἱ μὲν τυφλοί
δὲ τοῦ ὕπνου ἐπινενευκότες . πῶς γίνονται οἱ σφυγμοὶ καὶ μικροὶ καὶ ἀμυδρότεροι ; δῆλον ὅτι τῆς ἐμφύτου θερμότητος εἰσδυνούσης
6108516 ἀραιαι
ἀργοί . ” ἀραιαί : “ ὑπὸ δὲ κνῆμαι ῥώοντο ἀραιαί . ” ἐπὶ δὲ τοῦ λεπτοῦ καὶ στενοῦ “
ἐντιθέναι , καὶ λεπτύνειν μέσως : αἱ γὰρ λίην λεπτυνόμεναι ἀραιαί εἰσι καὶ ἐκτιτρώσκουσιν . Εἰ δὲ οὐ δέχεται ἡ
6105760 βηχες
αὐχένα ἐφύη , ἢ ἰσχνο - φωνότεροι ἐγένοντο , ἢ βῆχες ξηραὶ χρόνιοι προσέχουσιν , ἢ ἐς τὴν γαστέρα μείζοσι
περὶ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν θώρακα πάθη , ῥευματισμοὶ καὶ βῆχες κατ ' ἀρχήν : καὶ κάρος περὶ τὴν κεφαλὴν
6100879 διαφευγουσιν
εἶναι μηδὲν ἀντιπεσεῖν τῇ βασιλέως γνώμῃ . οὕτω καὶ στρατιῶται διαφεύγουσιν αἰτίαν , ὅταν τοῦ στρατηγοῦ πρὸς τὸ δοκοῦν ἄπορον
νόσημά τι καταλάβῃ τοὺς οὕτω διακειμένους , τὸ μὲν παραχρῆμα διαφεύγουσιν , ὕστερον δὲ μετὰ τὴν νοῦσον χρόνῳ τήκεται τὸ
6100621 ἀνεχουσιν
τὰς πέτρας , αἳ κατὰ τὸ στενὸν τῆς ὁδοῦ μάλιστα ἀνέχουσιν , ἐς μὲν τὴν Μολουρίδα , ὡς ἀπὸ ταύτης
ἰχθυνόμων βασιλήων δελφίνων φώκης τε βοώπιδος αὐτίκα παῖδες ἐκ γενετῆς ἀνέχουσιν ἐοικότες οἷσι τοκεῦσιν . Οἱ δ ' ἦ τοι
6100488 ἀτολμοι
τε γὰρ ὑποδεδωκότες καὶ στενοὶ τὸ πνεῦμα καὶ τὰς ὁρμὰς ἄτολμοι καὶ ἀπανθοῦντες τῶν πόνων καὶ τὰ τοιαῦτα ἁλίσκεσθαι ,
συμμέτρων , δειλοί τέ εἰσι τὴν φύσιν οἱ τοιοῦτοι καὶ ἄτολμοι καὶ μελληταί , καὶ ψιλόν ἐστιν αὐτοῖς τὸ στέρνον
6096095 κτενες
, κόγχαι , σωλῆνες , μύες θαλάττιοι , χῆμαι , κτένες , τάριχος τέλειος καὶ μὴ βρομώδης καὶ ἰχθύων εὐχύλων
τῷ ὀστράκῳ ἕλικος . κόγχαι δὲ σωλῆνες , χῆμαι , κτένες ἐν τοῖς ἀμμώδεσι συνίστανται . αἱ δὲ πίνναι ὀρθαὶ
6088700 λευκαι
πώγωνας ἔχειν . σηπίαις : ἀπρόσλογος δὲ ἡ εἰκασία . λευκαὶ γὰρ αἱ σηπίαι . . ἐσταθευμέναις δὲ , ἐξ
καὶ ἀριθμεῖν τὰς ψήφους : καὶ εἰ εὑρεθείησαν πλείους αἱ λευκαὶ , εὐδαιμονίζειν τὸν ἀπογενόμενον . Ὅθεν παροιμιασθῆναι , τὴν

Back