ἄλγος ] λύπη ταῦτα ] ἤγουν τὸ περὶ τούτων λέγειν μεθῶμεν ] ἀφῶμεν , καταλείψωμεν ἄθλου ] τοῦ καμάτου ἔκλυσιν | ||
' ἡδονὴν σοί τ ' ἄλγος . ἀλλὰ ταῦτα μὲν μεθῶμεν , ἄθλου δ ' ἔκλυσιν ζήτει τινά . ἐλαφρὸν |
καὶ παρά τινων νοταρίων καὶ προφάσει γραμμάτων καὶ ψεύδους καὶ πλαστογραφίας καὶ φιλονεικιῶν καί τινων πράξεων παρ ' αὐτοῦ πραττομένων | ||
ἀγαθός : ἔχθρας καὶ κρίσεις ζημίας τε καὶ κακουργίας ἐπάγει πλαστογραφίας καὶ ἐγγύας καὶ δάνη ἐπιθέσεις τε καὶ συλήσεις ἀστασίας |
δίψυχος ἀνήρ , ἐὰν μὴ μετανοήσῃ , δυσκόλως σωθήσεται . καθάρισον οὖν τὴν καρδίαν σου ἀπὸ τῆς διψυχίας , ἔνδυσαι | ||
λαβὼν κασσιτέρου μέρος αʹ , καὶ ὑδραργύρου μέρη βʹ , καθάρισον τὸν κασσίτερον : οὕτως χωνεύσας αὐτὸν χύσον εἰς ὕδωρ |
εἷς φησίν . ὦ μεγάλης ἀναισθησίας καὶ ἀναισχυντίας . Ἄγε ἀφῶμεν τὰ ἔργα τῆς φύσεως , τὰ πάρεργα αὐτῆς θεασώμεθα | ||
ἐάν σοι δοκῇ , τὸν μὲν Καίσαρα πρὸς τὸ παρὸν ἀφῶμεν , ἐκεῖνο δέ μοι εἰπέ : οὐδέποτ ' ἠράσθης |
πονηρὸν καὶ θηριῶδες . Οἷσι φωνὴ ἅμα πυρετῷ ἐκλείπει μετὰ ἀκρισίας , τρομώδεες θνήσκουσιν . Αἱ ἐν πυρετῷ ἀφωνίαι σπασμώδεα | ||
ἣν τὰ δοξαζόμενα ἀνάγομεν : εἰ δὲ μή , πάντα ἀκρισίας καὶ ταραχῆς ἔσται μεστά . . Εἰ μάχῃ πάσαις |
ἔλεγχον ἐλεύσεται , ἵνα σὺ μὲν γνῷς ὡς καλῶς με κέκρικας φίλον , ἐγὼ δὲ σοῦ πεῖραν ἔργῳ λάβω . | ||
τῷ τῆς ἁφῆς ἁπτικῷ μέλλοντα καταχρᾶσθαι . τοῦτον ἀμέριμνον καταλεῖψαι κέκρικας , ὦ γενεσιουργέ , τὸν ὁρᾶν μέλλοντα τολμηρῶς τῆς |
πᾶσά τε ἀπειλὴ περὶ τὸ πρόσωπον , τάς τε λαλιὰς θρασείας καὶ πυκνότερον ἀναπηδῶσι , πικραινόμενοι πρὸς τοὺς οἰκείους , | ||
τῶν ἄλλων οἷς γειτνιῶμεν ἰσχύος που θράσει : ἤγουν μετὰ θρασείας ἰσχύος . ἔξω ὅρων : τῶν ἑαυτοῦ . πολλὴν |
διεφθαρμένον , ἢ συστὰν ἐπὶ πλεῖον τίκτει πάθος ἢ νόσον δυσίατον , συνδιαφθείρουσαν καὶ τὴν κατὰ φύσιν τροφὴν ἢ καὶ | ||
' ἐν δόμοισι τοῖσδε μήδεται κακόν , ἄφερτον φίλοισιν , δυσίατον : ἀλκὰ δ ' ἑκὰς ἀποστατεῖ . τούτων ἄιδρίς |
, καὶ ἀτιμίαις . ἐγκατέδησε : συνέκλεισεν , ἐδέσμησεν . Γαστήρ : γνώμη . ἀνάσσει : βασιλεύει . Ἠερίῃς : | ||
γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν . Γλουτοί |
μέντοι , τὰ πράγματα αὐτὰ βοᾷ καὶ φωνὴν ἀφίησιν . ἔλυσάς με σιδήρῳ δεδεμένον : τίς οὐκ οἶδεν ; ἀλλὰ | ||
, ἤγουν σχίσματα : ἔλυσας συμφοραῖς : τουτέστιν ἐν ἀτυχίαις ἔλυσάς σου τὴν παρθενίαν , δέον ἐν εὐτυχίαις : ἄγετε |
ἐστίν . οὔ : ἀλλ ' ἐν βοὸς κοιλίᾳ καθήμενος ἐκδέχου σου τὴν μάμμην , μέχρις σε χορτάσῃ . ὁ | ||
τὸ ἀργύριον κατὰ μέρος Ϛ οὐ λήψῃ ἄρτι κομητάτον , ἐκδέχου δέ ζ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου μετὰ χαρᾶς |
καὶ ποός πούς ἐν ὀξείᾳ τάσει , ὥσπερ καὶ ἐκ τοὐναντίου ἡ ὀξεῖα καὶ ἡ βαρεῖα εἰς περισπωμένην συνέρχονται , | ||
πρὸς τὸ κοινῇ συμφέρον πᾶσαν ὁρμὴν ἐμαυτοῦ ἄξω καὶ ἀπὸ τοὐναντίου ἀπάξω . τούτων δὲ οὕτως περαινομένων ἀνάγκη τὸν βίον |
δὲ τῶν μεγίστων ἑτέροις χρῆσθε διδασκάλοις καὶ ὧν κεκλειμένων ἔδει στένειν , ἀνεῳγμένα φεύγετε . εἶθ ' ὅταν Πλάτωνος καὶ | ||
ἐσμέν , εἰ καὶ δοκοῦμεν : τὸ γὰρ ὀδύρεσθαι καὶ στένειν οὐκ ἦν τῶν εἰωθότων , ἡμεῖς δὲ ἐν τούτοις |
τὸ δὲ αἷμα αὐτοῦ δηλητηρίων ἀντιφάρμακον . ἡ δὲ χολὴ ὀξυωπίαν παρέχει . Φαλαρὶς πτηνὸν ὁ λεγόμενος λευκομέτωπος . ὅλον | ||
ἐσθιόμενα ἔντασιν ποιοῦσιν . ὠὰ δὲ πέρδικος λεῖα σὺν μέλιτι ὀξυωπίαν παρέχουσι καὶ ὠκυτόκιά εἰσι . στρουθοκαμήλου ὠὸν ποδαγροὺς χριόμενον |
καὶ κορύζαις : οὐ μὴν φαλακροῦνταί γε οἱ τοιοῦτοι . Γαστρὸς γνωρίσματα τῆς μὲν φύσει ξηροτέρας , εἰ ταχέως διψώδεις | ||
δ ' ἀτάλαντον πρέσβυν ὁμήλικα πατρὸς ἴσαις τιμαῖσι γέραιρε . Γαστρὸς ὀφειλόμενον δασμὸν παρέχειν θεράποντι . δούλωι τακτὰ νέμοις , |
ἔχουσα φλεγμονῆς δίκην παλλομένην καὶ σφυγματώδη , τὴν δὲ ἀπότευξιν ἀλγεινὴν καὶ θανάτων μυρίων χείρω ; τίς γὰρ ἂν εὐδαιμονήσειε | ||
ἔχουσαι , αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ |
φυσικὸν δὲ ἐνέργημα καὶ ἡ σύλληψις : δεύτερον , ὅτι στραγγῶς τινὲς καθαιρόμεναι καὶ ὑστερικὰς ὑπομένουσαι θλίψεις συλλήψεσι χρησάμεναι τῶν | ||
συναχθέν , ὅταν χωρισθεῖσαι τῶν σωμάτων ἀπεμέσωσι τὸ αἷμα . στραγγῶς δ ' αὐτῶν ἐμφυομένων , ἀμυκτέον ἐπιπολαίως τοὺς τόπους |
δ ' ἐκ τούτου τὴν ἰσχνὴν καὶ διεφθινηκυῖαν ἢ τὴν ἐπιβλαβὲς καὶ χαλεπὸν ὁρῶσαν , ἵν ' ᾖ : ἀκρίς | ||
καὶ κύνας ἀγοράζειν καὶ ἁλιεύειν καὶ κυνηγεῖν καὶ ἱστουργεῖν , ἐπιβλαβὲς δὲ πιστεύεσθαι , δανείζειν καὶ κιχρᾶν , ἀποδημεῖν , |
: συγκέκυφε γὰρ καὶ ὑπὸ τῶν διωκόντων τύπτεται . Γ καταστρέφεις ] δουλοῖς . Γ καταστρέφεις ] καταβάλλεις . ἀλλ | ||
. τόσα ] ὅσα Ξέρξης . ἄναξ ] ὦ . καταστρέφεις ] τελειοῖς . λόγων ] ἤγουν εἰς τί τὸ |
, εἰπόντα τὸ προκείμενον . Γελλὼ παιδοφιλωτέρα : ἐπὶ τῶν ἀώρως τελευτησάντων , ἤτοι ἐπὶ τῶν φιλοτέκνων μὲν , τρυφῇ | ||
κυρίῳ τῷ θεῷ ἡμῶν ὅπως ἐπακούσῃ ἡμῶν καὶ ἀναστήσῃ τοὺς ἀώρως τεθνήξαντας διὰ τῆς σῆς ἀγριότητος . καὶ εἶπεν ὁ |
εἴ τι κακὸν καὶ μισητὸν εἶδες , ζήτει αὐτοὺς ποιεῖν ἀποσόβησιν τούτων , τὰ καλὰ δὲ πεπληρωμένα γενέσθαι καὶ σοὶ | ||
παλαιῶν , ἀρχαίων . . μόχθων ἐκτροπὴν ] ἐκφυγὴν καὶ ἀποσόβησιν . . δυστυχιῶν ἐκφυγήν . . αὐτῷ ] τῷ |
τά τε σίνη καὶ πάθη πρόδηλα γίνεται . ποιεῖ δὲ ὀρθοπνοϊκοὺς κλάσματα θεοφορουμένους φοιβήσεις , γυναικὶ δὲ ὑστερικὰς διαθέσεις καὶ | ||
κισσοῦ φύλλοις , μανδραγόρᾳ , μαράθῳ . ἀσθματικοὺς δὲ καὶ ὀρθοπνοϊκοὺς ὑποθυμιατέον θείῳ , ἀβροτόνῳ , ὑσσώπῳ , ἡδυόσμῳ . |
ὄντι ὡς ἂν δύνωμαι βέλτιστος ὢν καὶ ζῆν καὶ ἐπειδὰν ἀποθνῄσκω ἀποθνῄσκειν . παρακαλῶ δὲ καὶ τοὺς ἄλλους πάντας ἀνθρώπους | ||
ἐποχοῦμαι , ὀργίζομαι , ὀλισθαίνω , λαλῶ , τήκομαι , ἀποθνῄσκω , ἐν φόβῳ ἐγώ , πρὸς φόβου σύ , |
δὲ καὐτός . Ἀλλ ' ἄνοιγε τὴν θύραν . Ἀτταταῖ ἀτταταῖ , στυγερὰ τάδε γε κρυερὰ πάθεα : τάλας ἐγώ | ||
ἔπαθεν , ὁ δὲ ἅπερ ἔχει ἐν εἰρήνῃ χαρμόσυνα . ἀτταταῖ ] φεῦ . κατεγχάνοι : καταγελάσοι . Γ ἀτταταῖ |
προϲαντλούμενοι ὠφελοῦνται καὶ γυναιξὶ ῥοώδεϲι καὶ κιττώϲαιϲ ἁρμόζει καὶ τοῖϲ λύζουϲι καὶ τοῖϲ ϲτόμα δυϲῶδεϲ ἔχουϲι ψυχρὸν πινόμενον , χλιαρὸν | ||
κάτω : ὅτε δὲ καὶ εὐφορωτέρα ἡ κάθαρϲιϲ γίγνεται , λύζουϲι κούφωϲ καὶ τὸ πρόϲωπον ἐνερευθὲϲ ἔϲται . εὐκόλωϲ δὲ |
ἐπιτεύξῃ γραμμάτων ὧν χρῄζεις Ϛ οὐχ ἕξεις χρόνον ζωῆς ζ ἀνοίξεις ἐργαστήριον ἐξαπίνης η σωθήσῃ ἀσθενῶν . μὴ ἀγωνία θ | ||
ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον . Μὴ γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον . Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ τελοῦσα καὶ γυνή . |
τεχνῶν . ἀληθείας γὰρ φροντίζει καὶ ὁ ἰατρὸς φάσκων ὅτι ὑγιανεῖ ὁ κάμνων , εἴ γέ ἐστιν ἡ τέχνη ἕξις | ||
περὶ τῶν πτώσεων . καί φησιν ὅτι τὸ ὑγίανεν καὶ ὑγιανεῖ οὐκ εἰσὶ ῥήματα ἀλλὰ πτώσεις ῥήματος . ταῦτα μόνα |
τε ἔτρεψε καὶ οὐκ ἐποιήσατο ὀργὴν οὐδεμίαν , ἀλλ ' ἠπίως αὐτὸν ἀπεπέμψατο . Τούτῳ δὲ ἐς λόγους ἐλθὼν Ξέρξης | ||
τὼς ὥστε νέβρ ? [ μαζῶν ] τε χερσὶν ? ἠπίως ἐφηψάμην ? ἧιπερ ] ? ἔφηνε ? νέον ἥβης |
τὸ δ ' οἷον αἶσχος ἐγγιγνόμενον . Οὐκ ἔμαθον . Νόσον ἴσως καὶ στάσιν οὐ ταὐτὸν νενόμικας ; Οὐδ ' | ||
λογίζεσθαι καλῶς . Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου . Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν . Νέος ὢν |
. ἤμησαν ] ἐθέρισαν , ἤγουν ἐπλούτησαν . ὠμοί ] ἀπηνεῖς . στάθμην ] παρὰ τὸ πρέπον . σοί ] | ||
ἔλυσεν ἐκ διαφορᾶς τῆς πρὸς ἕτερον : Θηβαῖοι γὰρ φησὶν ἀπηνεῖς , ἡμεῖς δὲ φιλάνθρωποι καὶ δίκαιοι : ἢ ἐκ |
. ἀστεῖος . νῦν γελοιώδης : σημαίνει γὰρ καὶ τὸν εὐσύνετον καὶ εὐπρόσωπον καὶ χαρίεντα . ἔφαμεν δὲ δή κτλ | ||
εὔπυρον , εὔσιτον , εὔοινον , εὔδουλον εὔβουλον εὐλόγιστον , εὐσύνετον , εὐκάρδιον , εὐπρόσωπον , εὐτράπελον , εὐόφθαλμον , |
ὦνδρες , ἥκει ἄγων ὁ δεσπότης , ὃς ὑμᾶς πλουσίους ποήσει . Ὄντως γὰρ ἔστι πλουσίοις ἡμῖν ἅπασιν εἶναι ; | ||
ἐνημμένῳ κάλλιστα χρήσομαι τάλας ; Οὗτος μὲν οὐ μή σοι ποήσει ζημίαν . Ἀλλ ' αἶρέ μοι τοῦτόν γε τῆς |
εἴδους ἰδιότητα . γίνεσθαι δέ που τοῦτο , ὅτε μὴ ὀργίζοιτο , ὅτε δὲ φλεχθείη ὑπὸ τοῦ πάθους τούτου , | ||
τοῦ εἴδους ἰδιότητα . γίνεσθαι δὲ τοῦτο , ὅτε μὴ ὀργίζοιτο . ὅτε δὲ ληφθείη ὑπὸ τοῦ πάθους τούτου , |
δὲ νόσους , τῶν δὲ νοσερῶν ἀπέχεσθαι μὴ δυνάμενον , ἐκπεπληγμένον δὲ τὸν θάνατον , καὶ πάντας ἐπιβουλεύειν αὐτῷ νομίζοντα | ||
πῶς ἀξία πιστεύεσθαί ἐστιν ; ὑπό τε γὰρ τοῦ κινδύνου ἐκπεπληγμένον αὐτὸν οὐκ εἰκὸς ἦν τοὺς ἀποκτείναντας γνῶναι , ὑπό |
μεταξὺ θείη . Ἤ , εἰ οὐ συνεργά , οὐ κωλυτικά : ταῦτα δὲ κωλυτικὰ ἄν τις εἴποι . Ἀλλ | ||
τῶν δι ' ἑαυτὰ ἀγαθῶν ἢ ποιητικὰ ἢ τῶν ἐναντίων κωλυτικά . καὶ καθ ' ἑαυτὰ μὲν ἀγαθὰ ὑγίεια καὶ |
κάνθαρος μαιεύσομαι : παροιμία . τὰ γὰρ ᾠὰ τοῦ ἀετοῦ ἀφανίζουσιν οἱ κάνθαροι κυλίοντες , ἐπεὶ οἱ ἀετοὶ τοὺς κανθάρους | ||
φρόνησις , τὸ σῶμα τοῦ οἰκειοτάτου ἀνθρώπου τὴν ταχίστην ἐξενέγκαντες ἀφανίζουσιν . ἔλεγε δ ' ὅτι καὶ ζῶν ἕκαστος ἑαυτοῦ |
ἀμβλυόχρους ὀλίγον ὑπομένων ὁρᾶσθαι , πολέμους τε καὶ συμφορὰς , διχονοίας , θορύβους στάσεις ἀνδρῶν ἐνδόξων τε καὶ βασιλέων θρήνους | ||
Φάλαρις , καὶ Μελάνιππος ἔφυ , θείας ἁγητῆρες ἐν ἀνθρώποις διχονοίας . Ἤκουσα δέ σου καὶ διαλελυμένον χρησμὸν περὶ τοῦ |
τὰ χρήματά μου ἐξαναλοῦν δυναμένην . ἵππερόν ] ἵππουρον . ἵππερόν ] ἱππικὸν ἔρωτα καὶ ἱππικὴν νόσον : παρ ' | ||
' οὐκ ἐπείθετο τοῖς ἐμοῖς οὐδὲν λόγοις , ἀλλ ' ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων . νῦν οὖν ὅλην τὴν |
ἀπὸ τοῦ πτύειν τὴν ἅλα . αἰθυντῆρες : ὁρμητικοὶ , καυστικοὶ , διάπυροι : αἰθύσσω γὰρ τὸ διαπύρως καὶ ὀξέως | ||
[ κωματώδεες ] ἐξ ἀρχῆς ἐφιδρώσαντες , οὔροισι πέποσι , καυστικοὶ , ἀκρίτως δὲ περιψύχοντες , διὰ ταχέων περικαέες , |
τὰ μὲν ἔχοντες , εἰς δὲ τὰ βλέποντες μάχονται . Μόλις ἥψω τῶν σαυτοῦ καὶ γέγονας ἐπιστάτης τῶν τῇ σῇ | ||
εἰσδέξασθαί τινας : οἷον καὶ καθ ' ἡμᾶς ἐγεγόνει . Μόλις γὰρ ἀνόπλους ὄντας ἡμᾶς δύο παρεδέξαντο πρὸς τὸ κατανοῆσαι |
ὑπόχριε . Τὰ δὲ λεπρώδη τῶν βλεφάρων ὑγιάζει συκῆς ὀπὸς καταχριόμενος . ἁλὸς ἄχνῃ λείᾳ χρῶ . Μυελὸν μόσχειον καὶ | ||
πυριωμένη , ἡδύοσμον σὺν ἀλφίτῳ καταπλασθέν , κρόκος σὺν γάλακτι καταχριόμενος , ἄλευρον κυάμινον καθ ' ἑαυτὸ καὶ σὺν ἀλφίτῳ |
ἰόνθους ἐχούσης , ἢ τῆς ἰούσης θοῶς . τινὲς δὲ ἀκμαίας : . . . διὰ δὲ τοῦ Ἀριστάρχου ὑπομνήματος | ||
νεανικῆς ἀκμῆς : νεάνιδος ὥραις : ἀντὶ τοῦ ὡραίας , ἀκμαίας , ὥραν ἐχούσης γάμου . τὸ δὲ ἑξῆς : |
τάσεων τὸ διάστημα καὶ τόπος δεκτικὸς φθόγγων ὀξυτέρων μὲν τῆς βαρυτέρας τῶν ὁριζουσῶν τὸ διάστημα τάσεων , βαρυτέρων δὲ τῆς | ||
Ῥωμαῖοι δὲ ἐπὶ νεῶν βαρυτέρων , ὅτε συμπλακεῖεν , ἀπὸ βαρυτέρας ῥύμης ἐπεβάρουν ὥσπερ ἐν πεζο - μαχίᾳ . τοῦ |
ἄπειρος ἡ οὐσία : ἔνθέν που καὶ οἱ διώκοντες ταῦτα ἐμπλησθέντες αὐτῶν διψῶσιν μᾶλλον : ἔλαττον γὰρ τὸ ληφθὲν τοῦ | ||
καὶ ἀπερείδεσθαι , ὡς ἂν μὴ ἀθρόας τῆς ἀληθινῆς μαρμαρυγῆς ἐμπλησθέντες σκότου μᾶλλον ἢ αὐγῆς ἀπολαύσειαν . καὶ ἐμοὶ μὲν |
ἄνθρωπον ἀκολούθως τῇ φύσει ζῶντα . Ταύτας μὲν οὖν τὰς ῥηθείσας ἀρετὰς τελείας εἶναι λέγουσι περὶ τὸν βίον , καὶ | ||
. θ τὰς περιθύμους ] ὀργίλας , τὰς ἐκ ψυχῆς ῥηθείσας . Ξ βλαψίφρονος ] τοῦ τὰς φρένας βεβλαμμένου . |
. . . στίχων ηʹ . : τὸ δὲ ” δυσκολοκοίτου “ ” δυσκολῶς κεῖσθαι ἐώσης “ . . . | ||
καὶ βουλῇ καὶ λόγῳ τοὺς ἄλλους νικᾷ . ⸎ . δυσκολοκοίτου ] ⌈ κακοπαθείας μεστῆς καὶ ἐπιπόνου : ⌈ οἱ |
πάλιν δὲ εὐθέως ἀναδίδωσι καὶ γεμίζει τὸ κοίλωμα . * πλαδόωσιν . ἐξηνθημένοι εἰσίν ἐγείρονται διυγραίνουσι ὑγραίνονται * ὕπερθεν : | ||
ἀντὶ τοῦ κεκαυμένου ὑπὸ πυρός . * πυρικμήτοιο : πυρικαύστου πλαδόωσιν : κυρίως τὸ μὴ ἀντίτυπον πλαδόεν καλεῖται . πλαδόωσιν |
ποιεῖς ; ἀπόκριναι γράφων , εἰ μὴ καὶ τοῦτό με ζημιοῖς . ἀλλ ' ἐνταῦθα καὶ σεαυτὸν ἀδικεῖς καὶ ἐμέ | ||
ἱμάντα ταχέως οἷον . οὐκ ἔγνων ἴσως . ἔπειτα τοῦτο ζημιοῖς με ; μηδαμῶς : ἅλμης δ ' ἐχρῆν τι |
ἄξια τὰ τοιαῦτα , τρέμω σε , φεύγω σε , φρίσσω σε , τοῦτον φοβοῦμαι , ὡς οὐδεμιᾶς ὄντα ἐνεργείας | ||
καὶ παρωνύμως φάρυγξ . Φρίκη καὶ φρίξ . παρὰ τὸ φρίσσω , οὗ μέλλων φρίξω , ἀφ ' οὗ φρίκη |
οὐ δεῖ αὐτοὺς ὑποστρέψαι ἀνεκτικούς , συνεργητικούς , ἀπαθεῖς , ἀταράχους , ἔχοντάς τι ἐφόδιον τοιοῦτον εἰς τὸν βίον , | ||
ἄν τις τούτοις τοῖς ἀποβρέγμασι στρυφνοῖς εἰς τοὺς πυρετοὺς τοὺς ἀταράχους τε καὶ ἀσφαλεῖς πρός τε τὰς κοιλίας τὰς καταφερομένας |
, ψάλλειν , ὑποβάλλειν καὶ ὡς Ἀριστοφάνης βαρβιτίζειν . καὶ κρέκειν δέ , καὶ κρεγμὸς τὸ πρᾶγμα . προσᾴδειν , | ||
ἁδύ τί μοι ; κἠγὼ πακτίδ ' ἀειράμενος ἀρξεῦμαί τι κρέκειν : ὁ δὲ βουκόλος ἄμμιγα θέλξει Δάφνις κηροδέτῳ πνεύματι |
ἀγαθὸν ἐροῦσι καὶ ἐνέργειαν ζωῆς αἰσθητικῆς : ὥστε καὶ ὁτουοῦν ἀντιλαμβανομένοις . Εἰ δὲ ἐξ ἀμφοῖν τὸ ἀγαθὸν λέγουσιν , | ||
λουτροῦ δέοιντο : καὶ μὴ διψῶσι δὲ ἀλλ ' αὐχμωδεστέρας ἀντιλαμβανομένοις τῆς κοιλίας , πάνυ χρησίμως κύαθος εὖ κεκραμένος πρὸς |
τινὸς πράγματος ἐκζητουμένου . Ἐν ὀγδόῳ δὲ θάνατον βασιλέων , Κακοὺς κλιμακτῆράς τε πολλῶν μηνύει , Τῶν τε κρατούντων καὶ | ||
μὴ ποιήσῃς καὶ κακὸν οὐ μὴ ἀπολάβῃς . Ἑρμηνεία . Κακοὺς εὖ ποιῶν οὔ μοι δόξεις σωφρονεῖν : Οἱ γὰρ |
τῶν Κορυβάντων ἰάματα τελοῦσαι : ἡνίκα γὰρ ἄν που βουληθῶσιν κατακοιμίζειν τὰ δυσυπνοῦντα τῶν παιδίων αἱ μητέρες , οὐχ ἡσυχίαν | ||
οἱ κριοί . κήληθρον : τὸ κηλοῦν καὶ πεῖθον . κατακοιμίζειν τὸν λύχνον : ἀντὶ τοῦ σβεννύναι . κυανεῖ ἡ |
ἐλαίαις καὶ πολλάκις εὑρίσκονται ταῖς πλεκτάναις περιειληφότες τὸ στέλεχος . ἐφωράθησαν δὲ καὶ συκέαις προσπεφυκυίαις τῇ θαλάσσῃ προσπλεκόμενοι καὶ τῶν | ||
καὶ μάλα γε οἴκτιστον . οὕτω μὲν δὴ καὶ θεοφιλεῖς ἐφωράθησαν ὄντες ἐλέφαντες . Ζῷον ἔστι Παιονικόν , καὶ κέκληται |
Ἀγωνοθέται καὶ ἀθλοθέται διαφέρει . ἀγωνοθέται μὲν οἱ ἐν τοῖς σκηνικοῖς , ἀθλοθέται δὲ οἱ ἐν τοῖς γυμνικοῖς ἀγῶσιν . | ||
ῥᾳστώνην θηλυδριῶτιν . ἔχαιρε γὰρ μίμοις καὶ θαυματοποιοῖς καὶ πᾶσι σκηνικοῖς ἀθύρμασι , καὶ τοῖς τοιούτοις διημερεύων αἰσχροῖς ἠλόγει πάμπαν |
διὰ τῆς ἀποβάθρας κατιών ἐστιν , ὑδρίαν ἔχων χαλκῆν . καταλύουσι δὲ καὶ τοῦ Μενελάου τὴν σκηνὴν οὐ πόρρω τῆς | ||
Καιρὸς γάρ ἐστι τῶν νόμων κρεῖττον πολύ . Καιροὶ δὲ καταλύουσι τὰς τυραννίδας . Κρίνειν δίκαιον μὴ τὸ συμφέρον θέλε |
μέρος . θ περιπίτνει κρύος ] περιπίπτει φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει | ||
φόβος κακοῦ . περιπιτνεῖ κρύος ] φρίσσω , δέδοικα . περιπιτνεῖ ] περιπίπτει . περιπιτνεῖ ] ἐπέρχεται . πίτνω γίνεται |
φρενῖτις , καῦσος , συνάγχη , πλευρῖτις , περιπνευμονία , καρδιακὴ διάθεσις , ἴκτερος , χολέρα , εἰλεὸς , κωλικὴ | ||
κατὰ πρόσθεσιν οὔσῃ τοῖς ἀριθμοῖς καὶ τῷ φωτὶ σχηματισθεῖεν , καρδιακὴ περίστασις ἀπαραβάτως ἔσται μέχρι τῆς διὰ πέμπτου . ἐπὶ |
βίου πρόσθεσιν καὶ κέρδη ἀπεργάζεται . ἐπὶ δὲ νυκτερινῆς ἀποβολὰς βιωτικὰς σημαίνει καὶ ἀηδίας καὶ λύπας καὶ σκυλμοὺς καὶ ταραχώδεις | ||
ψῦξιν πράξεως καὶ πραγμάτων ἐκκοπὰς καὶ ἐχθρῶν ἐπαναστάσεις καὶ θλίψεις βιωτικὰς καὶ ψυχοπονίας καὶ ἀπραγίας ἀποτελεῖ καὶ σωματικὰς ἀσθενείας . |
: θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ περιβόητον παρ ' αὐτοῖς ἡ πολυφαγία . Μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον σπονδὰς ἐποιοῦντο , οὐκ | ||
. θαυμαστὸν γὰρ ἦν καὶ περιβόητον παρ ' αὐτοῖς ἡ πολυφαγία . μετὰ δὲ τὸ δεῖπνον σπονδὰς ἐποιοῦντο οὐκ ἀπονιψάμενοι |
. τὸ δὲ νὺξ περὶ κροτάφοις , τουτέστι σκοτοῦνται καὶ βαροῦνται οἱ κρόταφοι αὐτοῦ . * ἐγγύς : παρ ' | ||
ἄλλοι τοιοῦτοι μέλλουσιν ἐκεῖνοι εἶναι , οἷοί εἰσιν οὗτοι οὓς βαροῦνται : κἀκεῖνοι δὲ θνητοί . τί δὲ ὅλως πρὸς |
ῥᾳότερον τὸ ψέγειν . Νῷ πείθου : Ὁμοία τῇ , Πείθου θεῷ . Νηφάλια ξύλα : τὰ μὴ ἀμπέλινα , | ||
εἶναι , πρὸς δ ' ἔμ ' ἀψευδεῖν ἀεί . Πείθου λεγούσῃ χρηστά , κοὐ μέμψῃ χρόνῳ γυναικὶ τῇδε , |
[ ιβʹ . Πρὸς τὴν τῶν ὀφρύων τριχίασιν . ] Ὀρίγανον συγκαύσας καὶ τρίψας προεκτίλας τρίχας ἐπιτίθετι . ἄλλο . | ||
ἢ βόειον μεθ ' ἁλὸς τρίψας ἐπιτίθει . Ἄλλο . Ὀρίγανον καὶ ἅλας λεάνας σμύρνῃ μῖξον καὶ ἐπιτίθει : παραχρῆμα |
ὁ οἶνος ἰκτεριῶσι καὶ στομαχικοῖς ἐπιτήδειος , καὶ πρὸς ἑρπετὰ ἀλεξιφάρμακος . Οὗτος ὁ οἶνος εὐστόμαχος , παραλυτικοῖς , ναρκῶσι | ||
Φίλων . . . . ἀλεξίκακος : τοῦτο καὶ τὸ ἀλεξιφάρμακος ἀπὸ τοῦ ἀλέξω γέγονε καὶ τοῦ κακός , ἀλεξώκακος |
? ? ? ι οὐκ ἀγοράζεις τὸ προκείμενον α οὐ στρατηγεῖς ἄρτι β οὐκ ἔχεις θάνατον ἰδεῖν ? ? ? | ||
πίστεως Ϛ ἐπιτυγχάνεις τῆς ἐπικλήσεως ζ οὐ γίνῃ ἐπίσκοπος η στρατηγεῖς καὶ εὐημερεῖς θ θεωρεῖς θανάτους ι οὐ νικᾷς . |
οὓς ἐπινέμονται αἱ αἶγες . πατέοντι : ἢ ἐσθίοντι ἢ πατοῦντι . κέοντι : βόσκοντι θάμνον . κόμαρος εἶδος δένδρου | ||
γὰρ ἐξέρχεται τῶν οἴκων . προσήμεναι ] προσκαθήμεναι . τῶι πατοῦντι ] τῶι παραβαίνοντι τοὺς νόμους . δυσμενεῖς ] ἐχθράς |
ἀπάρχομαι μέν , ἀλλὰ τῆς ἀτολμίας τὰ κέντρα κεντεῖ καὶ βιάζει τὸν λόγον . σὺ δὸς τὸ τολμᾶν , ἐξάνοιγε | ||
] κινεῖ . Ξ ἐπισπέρχει ] σπεύδει . ἐπισπέρχει ] βιάζει . ἐπισπέρχει ] ἐπισπεύδει . θ θεὸς ] ἡ |
γὰρ οὐ τοῦ δανείου χάριν , ἀλλὰ τοῦ τόκου ἐνεχυράσασθαι ἀπειλοῦσιν . Θ τοῦτο ἐγερθείς φησιν : οὐ γὰρ ὀνειροπολεῖ | ||
προσφερόμενον ἀετὸν αἱ γέρανοι θεάσωνται , γενόμεναι κυκλόσε καὶ κολπωσάμεναι ἀπειλοῦσιν ὡς ἀντιταξόμεναι : ὃ δὲ κρούεται τὸ πτερόν . |
, οὕτως αὐτοῦ ἀποδεχώμεθα . Καί μοι εἰπέ , ὦ Θρασύμαχε : τοῦτο ἦν ὃ ἐβούλου λέγειν τὸ δίκαιον , | ||
. Καὶ θεοῖς ἄρα ἐχθρὸς ἔσται ὁ ἄδικος , ὦ Θρασύμαχε , ὁ δὲ δίκαιος φίλος . Εὐωχοῦ τοῦ λόγου |
μὴ λέγε , ἀντιλογίαν δέ . Καθέζομαι , καθεδοῦμαι , καθεδοῦνται , καθεδούμενος . Υἱέος , υἱέι . υἱέα δὲ | ||
. ἐὰν δὲ στυπτηρίαν καὶ ὀρίγανον λειώσας χρίσῃς , οὐ καθεδοῦνται . Εἰς τὰς ὁδοὺς κρέμασον φύλλα πλατάνου , καὶ |
, ἐὰν χρονία γένηται ἡ νόσος . ἡ δ ' ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ τελευτήσει . Σελήνης Σκορπίῳ : ὁ κατακλιθεὶς ἐν | ||
γίνονται , μόνος δὲ ὁ ὕδερος ἐπισφαλής . ἡ δὲ ἐκτιτρώσκουσα γυνὴ ἐν μὲν τῇ αʹ ἡμέρᾳ κινδυνεύσει χαλεπῶς , |
τοῦτο δὲ ὑπὸ πολλῆς ὀργῆς συμβαίνει γίνεσθαι : ἄλλως : προνωπής ἀναιδής , παρὰ τὸ ἔμπροσθεν εἶναι τῶν ὠπῶν καὶ | ||
ὀργῆς : εὐκατάφορος ἕτοιμος πρόχειρος . ἢ εὐχερής : ἄγαν προνωπής : προπετὴς καὶ εἰς τοὔμπροσθεν φερόμενος . τοῦτο δὲ |
ῥοδίνου λεάνας ἔνσταζε . [ ιδʹ . Πρὸς ἀλγοῦντα καὶ πυοῤῥοοῦντα . ] Ὄξος καὶ μέλι καὶ ῥόδινον μίξας χλιάνας | ||
εἰς τὸ οὖς ἐντίθει . [ δʹ . Πρὸς ὦτα πυοῤῥοοῦντα . ] Στυπτηρίαν ὑγρὰν ἀνεὶς ὕδατι ἔμβαλον εἰς ὑέλινον |
. ἰὼ ] φεῦ . μοῖρα ] τύχη . . πέφρικ ' ] ἐφοβήθην . . πρό γε στενάζεις ] | ||
κέντρῳ ψύχειν ψυχὰν ἐμάν . ἰὼ ἰὼ μοῖρα μοῖρα , πέφρικ ' εἰσιδοῦσα πρᾶξιν Ἰοῦς . πρῴ γε στενάζεις καὶ |
ἀναπληρώσεις φύσεως , ἤτοι λίαν [ καὶ ] ἐνδεοῦς ἤτοι ἐλλιποῦς , οἷον ἰατρεῖαι , ἤτοι αἱ ἀναπληρώσεις τῆς γαστρὸς | ||
αἴτιον , καὶ τούτῳ ἐνίστασθαι . ἐὰν μὲν οὖν , ἐλλιποῦς τῆς ἐκκοπῆς γεγενημένης , ὀξεῖα προὔχουσα καὶ νύσσουσα τὴν |
' ἔχῃ . Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις . Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς . Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ | ||
ἔχων ἀπέρχεται † πολλὰ καταλείψας δάκρυα καὶ στενάγματα . } Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς : φίλος με λυπῶν |
μὴν λυθήσεσθε , τῆς ἐμῆς βουλήσεως κρείττονος θανάτου λαχόντες . Ἀμφότερα γοῦν ἅμα συνάγει καὶ πεποιῆσθαι καὶ μὴ διαλύεσθαι καὶ | ||
τῇ γῇ μόνον τὸ εὖ ποιεῖν τὰ ἀνθρώπεια λέγοι . Ἀμφότερα οὖν πειρατέον δεικνύναι , πῶς τε τὰ τῆς μνήμης |
ἐνέπιπτον ἀθυμίαι καὶ ἀπαλλαγῆς βίου ἐπιθυμίη , ὁτὲ δὲ πάλιν εὐθυμίη . Ἡ δὲ Κόνωνος θεράπαινα , ἐκ κεφαλῆς ὀδύνης | ||
ϲχῆμα : ἡϲυχίη λαλιῆϲ ἠδὲ ἀκουϲμάτων : ψυχῆϲ ἀταραξίη , εὐθυμίη . πάγχυ δὲ τοῖϲι τοιουτέοιϲι ξυνομαρτέει δυϲελπιϲτίη : τίϲ |
δ λήψῃ τὸ ἀργύριον κατὰ μέρος ε λήψῃ κομητάτον Ϛ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου ταχέως ζ συναλλάξεις ἑτέρῳ καὶ | ||
λήψῃ ἄρτι τὸ ἀργύριον β λήψῃ κομητάτον κόπῳ πολλῷ γ ἀποκατασταθήσῃ εἰς τὸν τόπον σου δ οὐ δυνήσῃ ἑτέρῳ συναλλάξαι |
κατεσφραγισμένα , σαφῆ δ ' ἀκούεις ἐξ ἐλευθεροστόμου γλώσσης . κομίζου δ ' ὡς τάχιστ ' ἐξ ὀμμάτων . ἔοιγμεν | ||
καὶ οὐδὲν ἐπελπομένα ποτὲ καίριον ἐκτολυπεύσειν ζωπυρουμένας φρενός . εἴσω κομίζου καὶ σύ , Κασσάνδραν λέγω : ἐπεί ς ' |
, ὀρεινῆς . τάτ ' : ἅτινα , ἰωνικῶς . Τερπωλή : χαρὰ , εὐφροσύνη . ἠέ : ἰωνικόν . | ||
Εἰσδῦναι : εἰσελθεῖν . εἰσορόωντας : εἰς αὐτὸν βλέποντας . Τερπωλή : τέρψις . ἀπειρήτοισιν : ἀπείροις , ἀνοήτοις . |
ἐξετάζοις , πρὸ πάντων δὲ καὶ τὰ τοῦ ζωτικοῦ τόνου σκοποίης μέτρα , ὡς πάντων τῶν παθῶν ἐκεῖ συναπαρτιζομένων , | ||
καὶ ἡνωμένον . ἀλλ ' οὐδὲ τοῦτο ἕν ἐστιν εἰ σκοποίης κατὰ τὸν λόγον , ἀλλὰ δύο τοὐλάχιστον ἐν αὐτῷ |
ὅροι δὲ κίνησις , ἐγρήγορσις , ἄνθρωπος : κίνησις παντὶ ἐγρηγορότι ἐνδεχομένως ὑπάρξει , ἐγρήγορσις παντὶ ἀνθρώπῳ ἐνδεχομένως ὑπάρξει , | ||
ἵππος οὐδενὶ ἀνθρώπῳ ἐξ ἀνάγκης , καὶ ὕπνος οὐδενὶ ἵππῳ ἐγρηγορότι ἐξ ἀνάγκης . Εἰ δὲ ἡ μὲν καθόλου τῶν |
τῶν Ἀχαιῶν καὶ τὰ καθόλου συμβαίνοντα αὐτῷ . οἱ γὰρ δυστυχοῦντες ἄνθρωποι πολλάκις εἰώθασι μεμνῆσθαι τῶν συμφορῶν καὶ τοῖς εἰδόσιν | ||
ζῷα δειλότερα . ” ὁ μῦθος δηλοῖ , ὅτι οἱ δυστυχοῦντες ἐξ ἑτέρων χείρονα πασχόντων παραμυθοῦνται . λάρος ἰχθὺν καταπιὼν |
καλεῖ αὐτὴν Ἀνακρέων . ἐκλήθη δὲ ἀπὸ τῆς Ἀθάμαντος θυγατρὸς Ἀρᾶς . σκοπουμένου γὰρ τοῦ Ἀθάμαντος ἔνθα ἱδρύ - σει | ||
ᾗ ὁ Ζεὺς ὑπεγράφετο τὰ γινόμενα , παμπάλαιος ἦν . Ἀρᾶς ἱερόν : ἐπὶ τῶν πολλὰ ἀρωμένων ἐπὶ χρηστοῖς ἢ |
με κἀρεθίζῃ . Ὦ Ζεῦ , τί ποτε χρησόμεθα τοῖσδε κνωδάλοις ; Οὐ γὰρ ἔτ ' ἀνεκτὰ τάδε γ ' | ||
ἤθους δολερὸν καὶ ἐπίκλοπον , ἡνίκα χειμῶνος ἐνστάντος ἀπορίᾳ τροφῆς κνωδάλοις καὶ πετεινοῖς ἐξαρτύει τὸν ὄλεθρον καὶ λανθανόντως ἐπισπᾶται τῷ |
δίδομεν δὲ τάχιον ποτὸν καὶ ἐφ ' ὧν βουλιμιώδεις ἐπισυμβαίνουσιν ἐκλύσεις , παρηγοροῦντες τὸ σύμπτωμα . θερμοῦ μὲν ποτοῦ καιρὸς | ||
λουτρῶν καὶ πυριάσεων ἔκλυσις : δῆλον γὰρ ὡς αἱ τοιαῦται ἐκλύσεις τῷ θερμῷ καὶ διὰ τὸ θερμὸν γίνονται μαραίνοντος τοῦ |
τοῖς γαμοῦσιν . καὶ αἱ Σελῆναι δὲ τῶν δύο γενέσεων διαμετροῦσαι ἀλλήλας ἀπαίσιοί εἰσιν : διχονοίας γὰρ παραίτιαι . κρατήσει | ||
τοῖς γαμοῦσιν . ἀλλὰ καὶ αἱ Σελῆναι τῶν δύο γενέσεων διαμετροῦσαι ἀλλήλαις ἀπαίσιοί εἰσιν : διχονοίας γὰρ παραίτιαι . κρατήσει |
τοῦτο τεὸν ἔπος ἀργυρότοξε εἰ δὴ ὁμὴν Ἀχιλῆϊ καὶ Ἕκτορι θήσετε τιμήν . Ἕκτωρ μὲν θνητός τε γυναῖκά τε θήσατο | ||
αὐτοὺς ὑμᾶς τρέπηται προτέρους , ποῦ τὸ καθ ' ὑμᾶς θήσετε ; εἰ μὲν τοίνυν τοῖς ἴσοις ὑμᾶς ἀμυνούμεθα , |
ἐμὲ καὶ πάνδεινα ποιεῖ πράγμαθ ' ἡ Χρυσίς . τί φήις ; τὴν γυναῖκά μου πέπεικε μηθὲν ὁμολογεῖν ὅλως μηδὲ | ||
[ ἔμ ' ἐπρ [ ἔδεις [ ] [ τί φήις , Ὀνήσιμ [ ' ] , ἐξεπειράθη [ αὕτη |
διοίξηις σφάγια καὶ τρώσηις φόνον ὀξύστομον μάχαιραν ἐς γαίας μυχοὺς κρύψον παρ ' αὐτὰς ἑπτὰ πυρκαιὰς νεκρῶν . φόβον γὰρ | ||
. κεκαρτέρηται τἄμ ' : ὄλωλα γάρ , πάτερ . κρύψον δέ μου πρόσωπον ὡς τάχος πέπλοις . ὦ κλείν |
ὑπάρχει ἑῷος , ἐλάττονα ἔσται τὰ εἰρημένα . εἰ δὲ συνοδεύσει τούτῳ ὁ Ἥλιος ἐν τοῖς δυσὶ καιροῖς καὶ ὑπάρχει | ||
αὐτοῦ καὶ τοῦ ἔργου τῶν χειρῶν αὐτοῦ . καὶ εἴπερ συνοδεύσει τούτῳ ὁ Ἑρμῆς ἐν τοῖς δυσὶ καιροῖς , ὑπάρχουσι |
χρῄζω , ξεῖν ' , ὀρθὸν ἄκουσμ ' ἀκοῦσαι . Ὤμοι . Στέρξον , ἱκετεύω . Φεῦ φεῦ . Πείθου | ||
' , ὦ κτανόντας τε καὶ θανόντας βλέποντες ἐμφυλίους . Ὤμοι ἐμῶν ἄνολβα βουλευμάτων . Ἰὼ παῖ , νέος νέῳ |
ἀληθῶς . θ ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν . ἄρηξον ] ἀποσόβησον . ἄρηξον ] βοήθησον ἡμῖν εἰς τὸ μὴ ἁλωθῆναι | ||
καὶ Ἀφροδίτης Ἁρμονία ἡ Κάδμου γυνή . . ἄλευσον ] ἀποσόβησον τὰ παρόντα . σέθεν ] σοῦ . ἐξ αἵματος |
αὐτοῦ φιλανθρωπίαν καὶ εὔνοιαν καὶ δωρεὰν πλουσιώτερον ἐπισπασόμεθα . ὃν αἰτοῦμεν παρακαλέσαι τὴν καρδίαν σου πάσῃ πατρικῇ παρακλήσει καὶ τὸ | ||
' ἐκείνων εἰς τὴν ἀρχὴν ἡ χάρις . ἣν δὲ αἰτοῦμεν , ἐστὶ κρατῆσαι μὲν ἐπιβουλευόμενον Μειλίχιον , ἡττηθῆναι δὲ |
. Καὶ μὴν ὁμοῦ ' στιν ἤδη . Μή νυν ἀνῶμεν , ἀλλ ' ἐπεντείνωμεν ἀνδρικώτερον . Ἤδη ' στὶ | ||
κοινωνὸς εἶναι τετορήσω : σαφηνίσω , φράσω ξύλλαβε : βοήθει ἀνῶμεν : ἐνδῶμεν , ἐάσωμεν μυριάμφορον : πολύτιμον ἰπνόν : |
ἀνάγκη συμβαίνειν ; Ναί , τοῦτό γε οὕτως ἔχει . Τοὐναντίον δέ γε αὖ μεταβαλόντα , εἰ ἄρα δεῖ τινα | ||
οὐ σωφρονοῦσιν οὕτω πράττοντες ; Συνδοκεῖ μοι , ἔφη . Τοὐναντίον ἄρα ἐστὶν τὸ ἀφρόνως πράττειν τῷ σωφρόνως ; Ἔφη |
Τροίαν . γένεθλον ] γέννημα , τέκνον . προσείπω ] ἀσπάσομαι . σεβίζω ] τιμήσω . μήθ ' ] ἤγουν | ||
Ἔτι καὶ τὰ ἀπὸ μέλλοντος γινόμενα : ὀρθώσομαι ὀρθώσιος , ἀσπάσομαι ἀσπάσιος , φυλάξομαι φυλάξιος . τὸ μέντοι πλήσω πλησίος |
ὅσοι τῶν βαρβάρων , πρὶν ἀφικέσθαι Λούκουλλον , ἐπὶ χορτολογίαν προεληλύθεσαν , οὐκ ἔχοντες ἐσελθεῖν ἐς τὴν πόλιν Λουκούλλου περικαθημένου | ||
' οὐχ ὑπήκουον . ἐπεὶ δ ' ὅσον τριάκοντα στάδια προεληλύθεσαν , ἀπαντᾷ Σεύθης . καὶ ὁ Ξενοφῶν ἰδὼν αὐτὸν |
ἀϊστωθῆναι καὶ ἀποσβῆναι καὶ συναποσβέσαι τὰς ψυχὰς τὰς ἐγκειμένας , ἀναζωπυρεῖν παραγγέλλει , καὶ τάττει μὲν ἄρχοντα ἐπὶ τῷ ἔργῳ | ||
νεφῶν μὲν πεπυρωμένων : σβεννυμένους δὲ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀναζωπυρεῖν νύκτωρ καθάπερ τοὺς ἄνθρακας . τὰς γὰρ ἀνατολὰς καὶ |