οἱ πολέμιοι † . καὶ ἐπεὶ ἤρξαντο καταβαίνειν ἀπὸ τοῦ μαστοῦ πρὸς τοὺς ἄλλους ἔνθα τὰ ὅπλα ἔκειντο , ἵεντο
, Λέοντος τὸ στῆθος καὶ τὸν ἀμαυρὸν τὸν ἐπὶ τοῦ μαστοῦ τῆς Παρθένου καὶ τὸν ἔσχατον τοῦ Ζυγοῦ καὶ τὸν
7226468 στηθους
ἔσται συνιδεῖν . βουλόμενος δὴ θεωρεῖν , εὑρήσεις ταῖς τοῦ στήθους διαφοραῖς ἀκολούθως ἔχοντας ἡμᾶς καὶ τοὺς πνεύμονας : ὡς
Ὀργυιά . ἔκτασις τῶν δύο χειρῶν σὺν τῷ πλάτει τοῦ στήθους , παρὰ τὸ ὀρέγειν καὶ ἐκτείνειν τὰ γυῖα ,
7160539 ἰσχιου
πρὸ τῆς κενώσεως τοῦ παντὸς σώματος δριμέσι χρήσηται κατὰ τοῦ ἰσχίου φαρμάκοις , σφηνώσας τὸ πλῆθος δυσιατότατον κατασκευάσει τὴν διάθεσιν
κινῆσαι τὴν κνήμην ἄνευ τοῦ μηροῦ : ἀπὸ δὲ τοῦ ἰσχίου μέχρι τῆς κατὰ τὸ γόνυ διαρθρώσεως συνέχειά τις φυλάττεται
7080228 ὀμφαλου
λόγχῃ πλατείῃ ὄπισθεν , καὶ τὸ ἄκρον διήνεγκε κάτω τοῦ ὀμφαλοῦ , πελιὸν , ἀποιδέον , καὶ διῆλθε χωρίον πουλύ
μετὰ τροφήν , δὶϲ τῆϲ ἡμέραϲ : ἐκπεϲόντοϲ δὲ τοῦ ὀμφαλοῦ μετὰ τὴν τρίτην ἢ τὴν τετάρτην ἡμέραν κοχλίου ὄϲτρακον
6987739 στομιου
, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἀκούω ῥηϊδίην οἷμον τοῦδ ' ἔμεναι στομίου , ἰθύσας ἀνέλοιο , τότ ' ἂν μέγα φίλτατος
, μάζας τε ἐν χεροῖν ἔχων , εἰσδύεται ὕπτιος κατὰ στομίου στενοῦ : καὶ τὰ μὲν ἰδών , τὰ δὲ
6936211 ἀριστερου
, εἶτα τοῦ ἀριστεροῦ , μετ ' αὐτὰς τοῦ μέσου ἀριστεροῦ καὶ τότε τοῦ δεξιοῦ μέσου καὶ μὴ χύδην καὶ
ἀποκριθῇ , τοῖς πατράσιν : ὅταν δ ' ἀπὸ τοῦ ἀριστεροῦ , ταῖς μητράσιν . Οἱ Στωικοὶ ἀπὸ τοῦ σώματος
6893572 ὀφθαλμου
λοξὴν μὲν κατὰ βρέγματος , εὐθεῖαν δὲ κατὰ τοῦ ἑτέρου ὀφθαλμοῦ , σιμὴν δὲ κατὰ γενείου , ἐγκύκλιον δὲ κατὰ
τινα αἰτίαν , ἤτοι διὰ πόνον κεφαλῆς ἢ δι ' ὀφθαλμοῦ , κοιμηθῆναι ἄγει εἰς ὕπνον γεννικῶς ὡς ὑπνωτικὸν φάρμακον
6882736 μετωπου
ἅπαν ἔξω τῆς καιροῦ φύσεως , τὴν δὲ κατὰ τοῦ μετώπου κόμην , ὅτι προσιόντος μὲν αὐτοῦ λαβέσθαι ῥᾴδιον ,
ἢ τοὺς ὀδόντας . οἱ τοίνυν πηρωθέντες τὸν ἕτερον ἐπὶ μετώπου ἑστᾶσι , τῶν λοιπῶν προβαλλομένων αὐτούς , ἵνα οἱ
6877463 κανθου
. Ὁ μὲν αἰγίλωψ ὄγκοϲ ἐϲτὶν ἀποϲτηματώδηϲ μεταξὺ τοῦ μεγάλου κανθοῦ καὶ τῆϲ ῥινόϲ : δυϲίατον δὲ τὸ πάθοϲ διά
νευρώδηϲ ἐϲτὶν τοῦ ἐπιπεφυκότοϲ ὑμένοϲ ὑπεροχὴ ἐκφυομένη μὲν ἀπὸ τοῦ κανθοῦ , προϊοῦϲα δὲ μέχρι τῆϲ ϲτεφάνηϲ : ὅταν δὲ
6850464 αὐχενος
τὸ ἐκ τοῦ ἐναντίου ἀντικρὺ δ ' ἁπαλοῖο δι ' αὐχένος ἤλυθ ' ἀκωκή . ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο
καὶ μή τι παυσώμεσθα δρῶντες εὖ βροτούς δεινὸς κολαστὴς πέλεκυς αὐχένος τομεύς μικρὸν δὲ ποδὸς χαλάσαι μεγάλῃ κύματος ἀλκῇ στείχει
6820673 ὀστεου
' ἢν γένηται . Ῥαφὴ δὲ ἐν ἕλκει φανεῖσα , ὀστέου ψιλωθέντος , πανταχοῦ τῆς κεφαλῆς τοῦ ἕλκεος γενομένου ,
ὀστέου , ἀμετακίνητος : ἐξ αὐτοῦ γὰρ τοῦ κατὰ φύσιν ὀστέου γίνεται ἡ ὀστώδης ἐπίφυσις . δεῖ δ ' ἐπὶ
6776780 ἀκοντιου
καὶ μολυβδίδας χειροπληθεῖς ἐν ταῖν χεροῖν ἔχοντες . εἶτα περὶ ἀκοντίου βολῆς εἰς μῆκος ἁμιλλῶνται . εἶδες δὲ καὶ ἄλλο
τοῖς συνθεωμένοις δρῶν , ἀλλ ' εἰς τὴν ὁδὸν τοῦ ἀκοντίου ὑπελθών , σαφῶς δηλοῦται παρὰ τὴν αὑτοῦ ἁμαρτίαν περισσοτέροις
6762119 κερατος
βοτάνης φύλλων ξηρῶν ⋖ α . οὕτω δὲ καὶ ἐλαφείου κέρατος ⋖ α ποτίζεται καὶ σκίλλινον ὄξος # εἷς μετὰ
# νο δʹ δʹ ὁ ἐπ ' ἄκρου τοῦ βορείου κέρατος ὁ αὐτὸς τῷ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ ποδὸς τοῦ Ἡνιόχου
6719577 κοιλου
καὶ τὴν αὐτὴν φύσιν ἀγαθοῦ τε καὶ κακοῦ , καθάπερ κοίλου καὶ περιφεροῦς καὶ ἀνάντους ὁδοῦ καὶ κατάντους , τὰ
μάλιστα ; Οἶμαι μέντοι τὰ τοιαῦτα ἐς στενὸν συνηγμένα ἐκ κοίλου τε καὶ εὐρέος . Καταμανθάνειν δὲ δεῖ αὐτὰ ἔξωθεν
6697928 τοξου
γωρυτὸς τῆς αὐτῆς μὲν ὕλης , βελῶν δὲ γέμων καὶ τόξου . Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα καλὰ καὶ θαυμαστὰ ἀναθήματα
πολέμιον κύνα νεκρὸν ἀπέδειξαν : ἰδὼν ἂν φαίης ὡς ἀπὸ τόξου βέλη πέμποντας ἀμύνασθαι τὸν ἀντίπαλον . Ἀλλ ' οἵ
6671448 μηρου
μηρῷ ὑποβρυχίη : πρὸς δὲ τοῦ γλουτοῦ τῇ κοτυλίδι τοῦ μηροῦ παρὰ τὴν κεφαλὴν ἐστετρύπηκε φλεβὶ , ἥπερ ἀναπνοὴν τῷ
αʹ , ἐπὶ ποδὸς αʹ ἀμαυρόν , ἐπ ' ἀριστεροῦ μηροῦ αʹ , ἐπὶ γόνατος αʹ , ἐπ ' ἀντικνημίου
6659397 ἀντικνημιου
τὴν ἐπίφυσιν , κατὰ δὲ τὰ σφυρὰ ἐπὶ πέρατα τοῦ ἀντικνημίου καὶ τῆς περόνης , πρὸς μὲν ἄλληλα συνδεῖται νευροχονδρώδει
τὸ ἐκτὸς τοῦ σφυροῦ , καὶ νέμεται ἄνω παρὰ τοῦ ἀντικνημίου τὴν ἀντιβεβλημένην κερκίδα : παρὰ δὲ τὴν γαστροκνημίην οἷον
6653829 τραχηλου
. προχειρότερον δὲ γίνεται κατὰ τὰς ἀποτέξεις , ἐπεκτεινομένου τοῦ τραχήλου . διάφορον δ ' ἔχει καὶ τὸ μέγεθος ,
ἐνείρας ἐς τὴν μήτρην , διελεῖν τοὺς ὤμους ἀπὸ τοῦ τραχήλου ἐπερείσαντα τῷ μεγάλῳ δακτύλῳ : ἔχειν δὲ χρὴ πρὸς
6620049 αἰδοιου
, μηδὲ γνάθου τὸ λεπτὸν , μηδὲ τὸ ἐπὶ τοῦ αἰδοίου δέρμα . Ἀρχὴ δὲ ἰήσιος ἀποδεδειγμένη μὲν οὐκ ἔστιν
τῆϲ τῶν οὔρων ἐκδόϲεωϲ , οὐδενὸϲ τῶν εἰρημένων ἀλλὰ τοῦ αἰδοίου δηλοῦται ἡ ἕλκωϲιϲ . προποτιϲτέον τοίνυν τοὺϲ ἑλκωθένταϲ τὰ
6599296 δεξιου
' εὐθεῖαν τοῦ πάσχοντος μορίου τέμνειν φλέβα : τοῦ γὰρ δεξιοῦ ποδὸς ῥευματισθέντος , παραχρῆμα φλεβοτομηθεὶς ἐκ τῆς δεξιᾶς χειρὸς
ιδ Ϛʹ βο κδ ∠ ʹ εʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ σφυροῦ . . . . . . . .
6580980 ὠμου
στῆθος ἐπερονῶντο , οὐχ ὡς ἡμεῖς κατὰ τὴν κατάκλειδα τοῦ ὤμου . . τρίγληνα μορόεντα : ἡ διπλῆ ὅτι τρίγληνα
. Κεφ . πβʹ . Ἡ μεσότης κατὰ τοῦ πεπονθότος ὤμου , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἐπ ' εὐθείας ἐπὶ
6472418 ἀγγειου
αὐτοῦ τοῦ πληγέντος δήπουθεν πρῶτον ἀέρος φερομένου μέχρι καὶ τοῦ ἀγγείου καὶ πάλιν αὐτοῦ τούτου ἀνακλωμένου μέχρι τοῦ πλήξαντος ,
καταστῇ , ὡς τὴν εὔροιαν ἐπακολουθῆσαι , τῆς διαιρέσεως τοῦ ἀγγείου κατ ' εὐθὺ γενομένης τῇ τοῦ δέρματος διαιρέσει .
6468479 γλουτου
Ὑδροχόου ζ βο γ Ϛʹ εʹ ὁ ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ γλουτοῦ . . . . . . . . .
η ∠ ʹ εʹ ὁ ἔτι τούτου βορειότερος ἐπὶ τοῦ γλουτοῦ . . . . . . . . .
6444903 μυος
οἱ λοιποὶ δὲ δύο μύες ὑμενώδεις ὄντες ἀνωτέρω τοῦ στρογγύλου μυὸς ἔχουσι τὴν θέσιν : ἐκφύονται μὲν γὰρ ἔκ τε
γίγνεσθαι τὸ σύμπτωμα , ἐπὶ δὲ τῶν διὰ παράλυσιν τοῦ μυὸς , τοῦ τραχήλου , τῆς κύστεως , καὶ ἐν
6442856 στερνου
γερανίδα ἄγομεν ἐκ περισσοῦ τὴν ἐπείλησιν , ἐγκύκλιον μὲν κατὰ στέρνου , βραχίονος καὶ νώτου , λοξὴν δὲ κατὰ στέρνου
, καὶ ῥυπαρὰ ἔρια βραχέντα ἐν αὐτοῖς ἀποτίθεσθαι κατὰ τοῦ στέρνου . καὶ ταῦτα ἱκανὰ βοηθεῖν τοὺς παχεῖς καὶ γλίσχρους
6414768 ὠτος
τυπτόμενον . Ἀλκμαίων ἀκούειν ἡμᾶς τῷ κενῷ τῷ ἐντὸς τοῦ ὠτός . τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ διηχοῦν κατὰ τὴν τοῦ
τυπτόμενον . Ἀλκμαίων ἀκούειν ἡμᾶς τῷ κενῷ τῷ ἐντὸς τοῦ ὠτός : τοῦτο γὰρ εἶναι τὸ διηχοῦν κατὰ τὴν τοῦ
6391137 ποδος
ξὺν ἱδρῶτι , περὶ θάνατον . Κρίτωνι ἐν Θάσῳ , ποδὸς ὀδύνη ἤρξατο ἰσχυρὴ ἀπὸ δακτύλου τοῦ μεγάλου ὀρθοστάδην περιιόντι
, μῆκος ποδῶν ιϚ , πάχος δακτύλων ιβ , πλάτος ποδὸς καὶ τετάρτου . Τὰ ξύλα ταῦτα περιστομίσι καὶ χελωνίοις
6386908 λοφου
τῶν Ἀρκάδων οἱ μὲν τεθνᾶσιν , οἱ δὲ λοιποὶ ἐπὶ λόφου τινὸς πολιορκοῦνται . νομίζω δ ' ἔγωγε , εἰ
καιρὸν τῆς μάχης εἰδέναι . ἐπεὶ δὲ τὸ πλεῖστον τοῦ λόφου περιετετείχιστο , λοιπὸν δὲ ἦν ἀτείχιστον ὅσον πλέθρον αὔταρκες
6386340 νοτιου
ἀπὸ δὲ μεσημβρίας τοῖς τε Ἰάζυξι τοῖς Μετανάσταις ἀπὸ τοῦ νοτίου τῶν Σαρματικῶν ὀρῶν πέρατος μέχρι τῆς ἀρχῆς τοῦ Καρπάθου
τοῦ Ἑρμοῦ , οἱ δὲ ἐπὶ τῆς οὐρᾶς καὶ τοῦ νοτίου λίνου τῷ τοῦ Κρόνου καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἑρμοῦ
6372606 ἀγκιστρου
γένυν : στόμα . γναμπτοῖο : ἐπικαμποῦς . σιδήρου : ἀγκίστρου . γναπτοῖο δόλοιο : τὸ ἄγκιστρον . Ῥίμφα :
. Ἢν μὲν γάρ τις αὐτῶν δέξηται τὴν διὰ τοῦ ἀγκίστρου πληγήν , δρόμος εὐθὺς ἐπὶ τὴν ὁρμιὰν ἑτέρου καὶ
6345512 ἀφρου
. Ἀφρόν : ἐπιφάνειαν , ποτὲ δ ' ὑπεράνω τοῦ ἀφροῦ τῆς θαλάσσης . ὑπεκθρώσκων : κάτωθεν ἐκπηδῶν , ὑποφεύγων
ϲὺν μελικράτῳ . Ἄλλο . ϲινάπεωϲ ⋖ α , νίτρου ἀφροῦ τριώβολον , ἐλατηρίου δίχαλκον , ὅ ἐϲτιν ἡμιοβόλιον :
6341677 Ὀρνιθος
Κυλληναίη καὶ Δελφὶς δύνουσι καὶ εὐποίητος Ὀϊστός . Σὺν τοῖς Ὄρνιθος πρῶτα πτερὰ μέσφα παρ ' αὐτὴν οὐρὴν καὶ Ποταμοῖο
Κυλληναίη καὶ Δελφὶς δύνουσι καὶ εὐποίητος Ὀϊστός : σὺν τοῖς Ὄρνιθος πρῶτα πτερὰ μέχρι παρ ' αὐτὴν καὶ Ποταμοῖο παρηορίαι
6320672 ἐπιπεφυκοτοϲ
φλεγμονῆϲ ἐν ὀφθαλμοῖϲ Γαληνοῦ . φλεγμονῆϲ δὲ ἐπιπολαίου γενομένηϲ τοῦ ἐπιπεφυκότοϲ ὑμένοϲ , ὀδύνηϲ ϲφοδρᾶϲ μὴ παρούϲηϲ , ἀποκρουϲτικὰ παραληπτέον
ὁτὲ δὲ ἐξ ἐπιφορᾶϲ ὑγρῶν ἢ ἀναβρώϲεωϲ , εἴτε τοῦ ἐπιπεφυκότοϲ ὑμένοϲ εἴτε τοῦ κερατοειδοῦϲ ἢ τῶν βλεφάρων ἢ τῶν
6319556 πλοιου
Ἕλλη περὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἢ νόσῳ ἢ πεσοῦσα * τοῦ πλοίου * τελευτᾷ , οὗτοι δὲ ἀφίκοντο παρὰ Κόλχους καὶ
. αὐταῖς μεσόδμαις τοῖς μέσοις ξύλοις τῆς σχεδίας καὶ τοῦ πλοίου ἴκρια δὲ τὰ κύκλῳ ὀρθά καὶ τὰ καταστρώματα .
6288850 βουβωνος
ἀπέθανεν , ὡς Ποδαλειρίου υἱὸς διασαπεὶς τὸν πόδα μέχρι τοῦ βουβῶνος καὶ σκωλήκων ζέσας : ὅτεπερ καὶ ἐφωράθη φαλακρὸς ὤν
σκόλοψ δὲ τῷ δακτύλῳ αὐτοῦ ἐμπαρεὶς ὄγκωμα καὶ φλεγμονὴν μέχρι βουβῶνος εἰργάσατο , πυρετὸς δὲ ἐπιγενόμενος αὐτῷ θᾶττον τοῦ βίου
6266625 δενδρου
μὴ οἰδήσασαν ῥαγάδα ποιῆ - σαι , ἐῶσιν ἐπὶ τοῦ δένδρου : δυνατὸν δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν μήλων γίνεσθαι
καὶ παραπλήσιον τῷ τῆς ῥόας : ἔστι δὲ θάμνου καὶ δένδρου μεταξὺ καὶ παρόμοιον ταῖς ῥόαις , τὸ δὲ φύλλον
6265599 γονατος
προεθέμεθα καθ ' Ἱπποκράτη , δεδήλωταί σοι : περὶ δὲ γόνατος καὶ σφυροῦ τῷν [ ] τὸν καταρτισμὸν αὐτῶν ἁπλούστερον
ἐν τοῖς δυσί * ἰγνύσι : ἰγνὺς ὁ ὑποκάτω τοῦ γόνατος τόπος ἀσκελές : ἀδιαλείπτως , σκληρῶς , ἢ ἴσον
6265237 τροχου
ὧς Μενέλαος ἔχ ' ἐγγύθεν ὠκέας ἵππους . ὅσσον δὲ τροχοῦ ἵππος ἀφίσταται , ὅς ῥα ἄνακτα ἕλκῃσιν πεδίοιο τιταινόμενος
: πονηρὸν υἱὸν καὶ πατέρα καὶ μητέρα ἐστὶν μαγαδίζειν ἐπὶ τροχοῦ καθημένους : οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ταὐτὸν ᾄσεται μέλος .
6259520 θωρακος
δύο μυῶν ὁ μὲν ἐπιπολῆς ἐξ ἁπάντων ἐκφυόμενος τῶν τοῦ θώρακος σπονδύλων εἰς τὸ κάτω μέρος ἐκφύεται τῆς ῥάχεως αὐτῆς
ὑμένων ἡ πρώτη μὲν καὶ μεγίστη δύο κοιλίας ἐργάσασθαι τοῦ θώρακος , ἵνα εἰ καί ποτε μεγάλου τραύματος ἐν θατέρῳ
6259270 διφρου
καὶ συμπεπλεγμένος λόγος . γρώνη : τὸ κοῖλον τοῦ ἁρματείου δίφρου , εἰς ὃ τὰς μάστιγας οἱ ἡνίοχοι ἀπετίθεντο :
. Ὁ δὲ Ἰόλαος ὁ ἡνίοχος σὺν τούτῳ ἐπιβὰς τοῦ δίφρου ἡνιόχει τὸ ἅρμα . . . ΑΜΦΙ Δ '
6246073 χρωτος
εἰδῆι . κόσμον μὲν ἀμφὶ κρατὶ χρυσέας χλιδῆς στολμόν τε χρωτὸς τόνδε ποικίλων πέπλων οὐ τῶν Ἀχιλλέως οὐδὲ Πηλέως ἀπὸ
τείνουσι τὰ πάσχοντα , αἱ δ ' ἀρχαὶ ἀφιστάμεναι τοῦ χρωτὸς ἤτοι οὐ τείνουσι τὰ μὴ πάσχοντα ἢ ἐπ '
6227147 τελματος
δὲ αὐτὸν ἵππος . καὶ ὁ μὲν ἵππος κατὰ τοῦ τέλματος ὤλισθεν , ὃ δὲ ἀποπηδήσας τῆς ὄχθης ἐλάβετο καὶ
ἐκβάλλει τὰ βρέφη . Τὰ μὲν δὴ κνυζόμενα κατὰ τοῦ τέλματος ἐκυλινδοῦντο . Λύκαινα δέ τις ἐπιφανεῖσα , νεοτόκους σπαργῶσα
6226666 ὠτιου
τῷ στόματι τοῦ υἱοῦ αὐτῆς ἐπιθείσης τοῖς ὀδοῦσιν αὐτοῦ τοῦ ὠτίου αὐτῆς γενναίως δραξάμενος ἀπέκοψεν αὐτό . τῆς δὲ βοησάσης
εἰς μέσον τὴν μὲν ἐκ ῥινός τινος τὴν δὲ ἐξ ὠτίου τὴν δὲ ἐκ κεφαλῆς ἀνῃρεῖτο , καὶ πάλιν ἀνελόμενος
6209270 πυγαιου
ὅτι λευκόπτεροί εἰσι πλὴν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου : τὸ γὰρ πυγαῖον ὅλον λευκόν ἐστιν .
τὸν αὐτὸν τρόπον ὥσπερ τὰ ὑβώματα κατ ' ἴξιν τοῦ πυγαίου ποιησάμενον τὴν σανίδα μᾶλλον ἐς τὸ κάτω μέρος ἢ
6202021 γενειου
δέρμα γίνεται περί τε ἐξάνθησιν καὶ ψίλωσιν τρι - χῶν γενείου καὶ κεφαλῆς : ἁρμόζει δὲ καὶ τοῖς νύκτωρ ὑπὸ
ἤγουν κεῖρε . λευκήρη ] † τὴν λευκὴν πολιὰν τοῦ γενείου . ἄπριγδ ' ] † διόλου ἀπὸ τοῦ ἀπρίξ
6201891 κυκλοτερους
ἑτέρῳ ἡμισφαιρίῳ τῷ τοῦ ἀέρος τοῦ θερμομιγοῦς πεπληρωμένῳ , ἀπὸ κυκλοτεροῦς τῆς γῆς κατ ' ἀνάκλασιν γιγνομένην εἰς τὸν ἥλιον
] ὑφαίνει [ : κατασκευάζει ] . περιηγέος [ : κυκλοτεροῦς λίμνης , ] ἥτις ἐστὶν ἐν Δήλῳ . ἀγρώσσουσα
6177799 ἐντερου
τὰ χείλη τῆς διαιρέσεως καὶ περιλαβόντα τὸ ἀπωσθὲν μέρος τοῦ ἐντέρου ἀναβιβάζειν τε καὶ κατέχειν διὰ τῶν δακτύλων ἔνδον ὑπὲρ
τοὺς ἐμπεφυκότας ὀδόντας ἀποπνίγεται , καὶ ἀνασπᾶται ἁλοῦσα ὑπὸ τοῦ ἐντέρου καὶ τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ καλάμου τρίτου . καθ
6175698 χιτωνος
ὑγροῦ σύστασις κατὰ τὸν ὀμφαλὸν , ποτὲ δὲ καὶ ὑπὸ χιτῶνος συνεχόμενον . υηʹ . Πωρόμφαλόν ἐστι πώρου σύστασις κατὰ
ἐκ τῆς ἐχίδνης ἰὸν ἀνειληφυίας , καὶ διὰ τοῦτο τοῦ χιτῶνος διὰ τὴν θερμασίαν τὴν σάρκα τοῦ σώματος λυμαινομένου ,
6165871 στηθος
, ἐπανιέναι δὲ τῶν γυμνασίων καὶ ἀνατρίβειν [ τὸ ] στῆθος καὶ τιτθοὺς καὶ πάντα τρόπον ταύτῃ ἐρεθίζειν : ταῖς
. ἔπειτα εἰλητῷ ἐπιδέσμῳ κατὰ κύκλον ἐπιδήσαντες τό τε ὅλον στῆθος καὶ τὰς πλευρὰς ὥστε σκεπάσαι καταλαμβανόμενοι τὸ πέρας τὰς
6163939 κροταφου
λοβὸν ὠτὸς ἐπὶ ἰνίον , εἶτα λοξὴν κατὰ τοῦ ἑτέρου κροτάφου καὶ τοῦ βρέγματος ὑπὸ τὸν ἕτερον λοβὸν ἐπὶ ἰνίον
ἀναλύεται χωρὶϲ φανερᾶϲ αἰτίαϲ . νυγματώδειϲ δὲ διαδρομαὶ γίγνονται μέχρι κροτάφου καὶ παρέπεται αὐτοῖϲ ῥευματιϲμὸϲ ὑγροῦ ϲυμμέτρωϲ δριμέοϲ καὶ λεπτοῦ
6155906 στενου
φρενῶ : ἑνὸς , ἑνῶ : ξένου , ξενῶ : στενοῦ , στενῶ τὸ περισπώμενον , οὗ τὸ δεύτερον στενοῖς
γὰρ τὸ μὴ κατ ' αὐχένα εἶναι διαβατὴν μηδὲ ἀπὸ στενοῦ τινος ὡρμῆσθαι , ἀλλ ' ἐπὶ μήκους παρατείνουσαν τὴν
6142353 χειλους
ὧν τοὺς μὲν εἴκοσιν ὑπὲρ τὸ προϋπάρχον βάθος πληροῦν μέχρι χείλους τὸ ῥεῖθρον , τοῖς δ ' εἴκοσιν ὑπέρχυσιν εἶναι
τῇ γνώμῃ , βεβαίως καὶ ἀκλινῶς , ἐπὶ τοῦ ποταμίου χείλους , τοῦτο δέ ἐστιν ἐπὶ τοῦ στόματος καὶ τῆς
6100150 ἱστου
τῆς Ἀργοῦς : αὐτὴ μέντοι , ἡμίσεια οὖσα ἕως τοῦ ἱστοῦ , ἀναφέρεται , ἕως ἂν ὅλη ἡ Παρθένος ἀνατείλῃ
ἐκ τῶν ἱστοπόδων : τέμνεται γὰρ τὸ ὕφασμα ἐκ τοῦ ἱστοῦ , ὅταν τελεσθῇ . ἄμμες δ ' ἐς δρόμον
6099571 ἀναφερομενου
κλίμα μεσουρανήματος , * * * ἄνω δὲ διὰ τοῦ ἀναφερομένου ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα , κάτω δὲ διὰ τοῦ δυομένου
ὀξύτητα προσαγορεύομεν . γίνεται δ ' ἡ μὲν βαρύτης κάτωθεν ἀναφερομένου τοῦ πνεύματος , ἡ δ ' ὀξύτης ἐπιπολῆς προϊεμένου
6089399 σφυρου
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς καὶ τῆς πτέρνης καὶ ἐγκύκλιον κατὰ σφυροῦ , ἵνα ἁρμόσῃ ἐφ ' ὧν σφυρὸν σὺν πτέρνῃ
, εἰ μή τι κωλύει : βέλτιον δ ' ἀπὸ σφυροῦ ποιεῖσθαι τὴν ἀφαίρεσιν . διαστήσαντες δ ' ὅσον ἑπτὰ
6085979 μετεωρου
τῷ Κερδυλίῳ : ἔστι δὲ τὸ χωρίον τοῦτο Ἀργιλίων ἐπὶ μετεώρου πέραν τοῦ ποταμοῦ , οὐ πολὺ ἀπέχον τῆς Ἀμφιπόλεως
εἰσὶ πάντῃ μεταλαμβανόμεναι . Ἐὰν ἔν τινι ἐπιπέδῳ ἀπό τινος μετεώρου σημείου ἴσαι εὐθεῖαι προσπίπτωσι , κατὰ κύκλου ἔσονται περιφερείας
6078570 εὐωνυμου
γὰ προαγέτωσαν , εἶτα μεταβαλλέσθωσαν , εἶτα ὁ ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου λόχος ἡσυχίαν ἐχέτωἤδη γὰρ ἕκαστος αὐτῶν εἰς ἣν προεῖχε
δεξιοῦ τῆς δευτέρας φαλαγγαρχίας , τὸν δὲ τρίτον ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου τῆς τρίτης φάλαγγος : ὁ δὲ τέταρτος ἐπὶ τοῦ
6074387 περιτοναιου
καὶ τῷ κρεμαστῆρι , οὕτως ἐπὶ τὴν κατανόησιν ἐλευσόμεθα τοῦ περιτοναίου . διὰ τοῦτο δὲ κατατάσσομεν πρὸ τῆς ἀποκοπῆς τοῦ
ἢ ἐν ὅλῳ τῷ σώματι . καὶ εἰ μὲν μεταξὺ περιτοναίου καὶ ἐντέρων συσταίη , ἢ ὑγρὸν μόνον ἐστὶ τὸ
6059040 σκελους
καὶ προβιβαζομένης τῆς τοῦ μηροῦ κεφαλῆς , καὶ τοῦ μὲν σκέλους τῇ κατατάσει ἐκτεινομένου , τοῦ δὲ πάσχοντος κατ '
τρέψει πάντως αὐτάς . καθεύδουσί τ ' ἐφ ' ἑνὸς σκέλους ἑστῶσαι καὶ τὰς κεφαλὰς ταῖς πτέρυξι ἐπικαλύπτουσιν . φύλακες
6055661 λαιου
ἐπικαμπίῳ , τὴν δὲ φάλαγγα καὶ τοὺς ἐλαφροὺς ἐπὶ τοῦ λαιοῦ κέρως ἔστησε καὶ ἀπὸ τούτων ἐπικάμπιον ἔταξε . Πῶρος
Ἡνιόχου τῷ Κριῷ συνανατέλλειν . . . Ἀλλ ' Ἔριφοι λαιοῦ τε θέναρ ποδὸς Αἰγὶ σὺν αὐτῇ Ταύρῳ συμφορέονται .
6054324 σκορπιου
ἡ ῥίζα ἢ τὰ φύλλα αὐθήμερον : χρήσιμον δὲ πρὸς σκορπίου πληγὴν πινόμενον . ἔχει δὲ τὸ μὲν φύλλον ὅμοιον
ἀγγείῳ μίξας ἔχε εἰς βοήθειαν ὄφεων δήγματος ἢ εἰς τύμμα σκορπίου . ἢ ῥωγὸς πλῆγμα : ἀλλ ' ὁπόταν ἐξ
6034078 φυλακτηριου
τὸ πέλαγος τείχους καὶ λαθόντες τούς τε ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτω φυλακτηρίου φρουρούς , οὔσης τῆς πόλεως πρὸς λόφον , ἀναβάντες
ἀναδεξάμενος καὶ τὴν αὑτοῦ γνώμην ὑποθεὶς ἀντ ' ἄλλου του φυλακτηρίου , καὶ μόνος ὀρθοῖς τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀντισχὼν ἅπασι καὶ
6022820 ϲτομιου
ὃ δὴ καὶ δεύτερον καλεῖται . διεϲτῶτοϲ μὲν οὖν τοῦ ϲτομίου τῆϲ μήτραϲ καὶ αὐτοῦ τοῦ χορίου ἀπολελυμένου καὶ παρά
δὲ τοῦ κόλπου διαϲταλέντοϲ : καὶ γὰρ ἐπιρρήξειϲ κύκλῳ τοῦ ϲτομίου θεωροῦνται . ἐφ ' ὧν δεῖ τήν τε χειρουργίαν
6001347 Ὑδρου
μεγέθους δʹ . ὁ ἐν τῷ ῥάμφει καὶ κοινὸς τοῦ Ὕδρου . . . . . . . . .
Χηλαῖς λαμπροὶ καὶ ὁ ἐπ ' ἄκρας τῆς οὐρᾶς τοῦ Ὕδρου ἐπ ' εὐθείας ἔγγιστά εἰσιν : ὁ ἐν τῇ
5995873 διηλασε
Νέστορος υἷα καὶ αἰχμητήν περ ἐόντα τύψεν ὑπὲρ μαζοῖο : διήλασε δ ' ὄβριμον ἔγχος ἐς κραδίην , θνητοῖσιν ὅπῃ
ἕτερον καιρόν , ἀλλὰ σπασάμενος τὸ ξίφος τῆς πλευρᾶς Ἐριούλφου διήλασε . καὶ ὁ μὲν ἔκειτο πεσών , ὀνειροπολήσας τὴν
5991333 βελους
καὶ παρατεταγμένους κατεῖδε , τὰς μὲν νέας ἀνακωχεύειν κελεύει ἐντὸς βέλους , ὡς τὰ τοξεύματα ἐς τὴν γῆν ἀπ '
' ἐκείνων ἀνῃρημένοι πάντες μαχαιρῶν ἢ χερμάδων ἢ σαυνίων , βέλους δὲ οὐδεμίαν . ἀγανάκτησις δὴ μετὰ τοῦτ ' ἐγίνετο
5986504 ἑλκομενον
λαυκανίας , τῆς ἀρτηρίας , δι ' ἧς τὸ πνεῦμα ἑλκόμενον καταφέρεται . κουρὶξ δὲ κατὰ κόρρης , κατὰ κεφαλῆς
δ ' ἀσθενές , αὖθις ἀχθήσεται τῶν σκελῶν ἑκάτερον ὁμοτόνως ἑλκόμενον ἐπὶ τὸ πεπονθός . ὅταν δέ σοι ταῦτα κατὰ
5981389 μεταφρενον
” Ἴθι δή μοι ἀποκαλύψας καὶ τὰ στήθη καὶ τὸ μετάφρενον ἐπίδειξον , ἵνα ἐπισκέψωμαι σαφέστερον , “ καὶ ἐγὼ
λούειν αὐτούς . τῇ δὲ τρίτῃ σικυαστέον ὑποχόνδριά τε καὶ μετάφρενον μετ ' ἀμυχῶν , εἶτα διαστήσαντας ἱκανὰς ἡμέρας καὶ
5977164 δορατος
καιρίαν ἔλαβε πληγὴν εἰς τὸν θώρακα . κλασθέντος δὲ τοῦ δόρατος , καὶ τοῦ σιδήρου καταλειφθέντος ἐν τῷ σώματι ,
ἀνέστρεψαν . Φιλοποίμην ἐδίδαξε τοὺς Ἀχαιοὺς ἀντὶ μὲν θυρεοῦ καὶ δόρατος ἀσπίδα καὶ σάρισαν λαβεῖν , κράνεσι δὲ καὶ θώραξι
5969980 λιβος
Φάψ Φαβός , φλέψ φλεβός , Νίψ Νιβός , λίψ λιβός , Ἄραψ Ἄραβος , Χάλυψ Χάλυβος , Κίνυψ Κίνυφος
τοῖς τοιούτοις οὔτε κρατῆρος μέρος εἶναι μετασχεῖν , οὐ φιλοσπόνδου λιβός , βωμῶν τ ' ἀπείργειν οὐχ ὁρωμένην πατρὸς μῆνιν
5969852 σφυρον
τῆς κεφαλῆς παρὰ τὰς σφαγὰς διὰ τῆς ῥάχιος ἐς τὸ σφυρὸν τὸ ἐκτὸς τοῦ ποδὸς καὶ ἐς τὸ μεταξὺ τοῦ
Ἀριστοφάνη τὴν εἰς τὰ ἀφροδίσια ἀκρασίαν . καὶ τὸ περὶ σφυρὸν παχεῖα μισητὴ γυνή οὕτως ἐξηγοῦνται . μήποτε μέντοι γενικώτερόν
5965040 βραχιονος
γίνεται . Ἔστι δ ' ὅτε αὐτὴ ἡ κεφαλὴ τοῦ βραχίονος κατὰ τὴν ἐπί - φυσιν κατάγνυται : τοῦτο δὲ
ᾖ , οἴονται τὸν βραχίονα ἐκπεπτωκέναι . Κεφαλὴ δὲ τοῦ βραχίονος ἐν τῇ μασχάλῃ φαίνεται : αἴρειν γὰρ οὐ δύνανται
5964336 ἀγκωνος
βραχίων κατεαγεὶς ἐπιδέεται : οὕτω γὰρ ἂν τὸ καμπύλον τοῦ ἀγκῶνος οὐ κωλύσει . Ἐκπίπτει δὲ μάλιστα ἐς τὸ πρὸς
καὶ ἔθανε , τὴν δὲ χεῖρα ἔμπυον εἶχε μέχρι τοῦ ἀγκῶνος . Ὁ Συμμάχου παῖς ὑπὸ χολῆς ἀπεπνίγη νύκτωρ καταδαρθὼν
5960631 ὑμενος
: ἀρχὴ δὲ οὗτος γίνεται τοῦ τε ὑπεζωκότος τὰς πλευρὰς ὑμένος καὶ τοῦ διαφράγματος καὶ τοῦ περιτοναίου καὶ παντὸς ὑμένος
σπόγγων καὶ τὸ Σεβηριανόν . Πτερύγιόν ἐστιν ὑπερσάρκημα τοῦ ἐπιπεφυκότος ὑμένος ἀρχόμενον ἐκ τοῦ μεγάλου κανθοῦ καὶ ἐξαπλούμενον μέχρι τῆς
5957805 τενοντος
κοῖλον ἀντικάρδιον καὶ σφαγή . τὰ δ ' ἀπὸ τοῦ τένοντος ἐπὶ τοὺς ὤμους καθήκοντα ἐπωμίδες , ὦμοι δ '
, Κύπρος , Μικρὰ Ἀσία . κυριεύει δὲ τοῦ σώματος τένοντος καὶ τραχήλου , καταπόσεως , κυρτώσεως , χοιράδων ,
5955686 ἐβαλε
μὲν ἵππους ἀπέσφαξεν , ἑαυτὸν δ ' εἰς τὸν ποταμὸν ἔβαλε : καὶ καλεῖται Εὔηνος ὁ ποταμὸς ἀπ ' ἐκείνου
τὴν ἀρχὴν προσῆλθεν ἂν , ἢ εἰ προσῆλθεν οὐκ ἂν ἔβαλε χοὰς κατὰ μηδὲν διαφέρων τῷ κειμένῳ . οὗτος δὲ
5947652 κητους
ῥυεισῶν αὐτοῦ τῶν τριχῶν ὅτε ὑπὸ τοῦ ἐφορμῶντος τῇ Ἡσιόνῃ κήτους κατεπόθη , ἀλλ ' ἵνα τούτων ποιήσηται τὴν ἔκθεσιν
φόρτον κομίζων ἐπὶ νεὼς μεγάλης , ἣν ἐπὶ στόματι τοῦ κήτους διαλελυμένην ἴσως ἑωράκατε . μέχρι μὲν οὖν Σικελίας εὐτυχῶς
5930084 πλευρου
ὀξὺς ὁ πυρετὸς ᾖ , καὶ τὰ ὀδυνήματα τοῦ ἑτέρου πλευροῦ ἢ ἀμφοτέρων , καὶ τοῦ πνεύματος δὲ ἀναφερομένου ἢν
: διὸ δὴ παραλείπειν αὐτούς . τοῦ δὲ πρὸς ἕω πλευροῦ τὸ μὲν διὰ τῆς Περσικῆς κατὰ μῆκος ἀπὸ τῆς
5927801 λαιμου
δὲ χαλινοῖς ] ἐν τῷ φάρυγγι χαλινοῖς ] καὶ μέρος λαιμοῦ χαλινοῖς ] τοῖς στόμασι : τὰ γὰρ χαλινὰ τοῖς
ῥεύματος κεφαλῆς τὴν σταφυλήν , ἤτοι κιονίδα , κατὰ τοῦ λαιμοῦ χαλασθῆναι , ὠμῆς κράμβης ὁ χυλὸς κατὰ τῆς κεφαλῆς
5927061 ἀκρου
, καρπὸν δὲ παρόμοιον τῷ ἀνήθῳ πλὴν μείζω . ἐξ ἄκρου δὲ σχίζεται καὶ ἔχει τινὰς οὐ μεγάλους καυλούς :
τοῖς ἐπὶ τὸ τεῖχος ἀποβαίνουσιν . εἶτα ἀποστήσας ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ ἄνω ἐκ διαστήματος ὡς ὅσον ποδῶν Ϛʹ ἔστω
5921555 Ἱππου
δύμου ἐπιτέλλει . ὡρῶν ιε ∠ ʹ : ὁ κοινὸς Ἵππου καὶ Ἀνδρομέδας ἑσπέριος ἀνατέλλει . θʹ . ὡρῶν ιε
τῆς Λύρας ἑῷος δύνει . ὡρῶν ιδ : ὁ κοινὸς Ἵππου καὶ Ἀνδρομέδας ἑσπέριος ἀνατέλλει . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ
5905713 ἀπηρτημενον
ἐγκαταλιπεῖν , καὶ ταῦτα ὡς σὺ φὴς ἐκ τῶν ὤτων ἀπηρτημένον . Ἐγὼ γὰρ ἐπειδὴ τάχιστα ἐξετάζων τὰ κατὰ τὸν
κάλαμος τοῦ πυροῦ ἢ τῆς κριθῆς , καὶ τὸν στάχυν ἀπηρτημένον ἔχει τοῦ φύλλου μᾶλλον ὁ πυρός . Ἴδιον δὲ
5897252 δρομου
ἅρμα : ἁγισθέντων δὲ τῶν ἱερῶν , τότε ἄρχεσθαι τοῦ δρόμου τὸν Οἰνόμαον καὶ διώκειν τὸν μνηστῆρα , ἔχοντα δόρυ
Ἰλίῳ . λέγεται δὲ καὶ ἐπὶ τῷ Ἕκτορι τεθῆναι ἀγῶνα δρόμου καὶ τόξου καὶ αἰχμῆς , πάλην δὲ καὶ πυγμὴν
5844871 πλευμονος
σήπηται καὶ ἀνάγηται τὸ πῦον , ῥήγνυται αὐτῷ ἐκ τοῦ πλεύμονος ἐς τὸν θώρηκα , καὶ μετὰ τὴν ῥῆξιν δοκέει
δὲ ἐς τὸ στόμα ἐσυρίγγωκεν , ἥπερ ἀρτηρίη διὰ τοῦ πλεύμονος ὀνομάζεται , ὀλίγαιμός τε καὶ πνευματώδης . Ἐν γὰρ
5834474 οὐρᾳ
καὶ βορειοτέρῳ ποδί , ἔσχατος δὲ ὁ ἐν ἄκρᾳ τῇ οὐρᾷ . Μεσουρανεῖ δὲ τῶν ἄλλων πρῶτος μὲν ὁ ἐν
; οὐ γὰρ πρὸ μοίρας ἡ τύχη βιάζεται . ἔσαινεν οὐρᾷ μ ' ὦτα κυλλαίνων κάτω γλώσσης ἀπαυστὶ στάζε μυξώδης
5834315 Σικελικου
καὶ φιλίαν ἔθετο Μαμερτίνοις , τοῖς ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τοῦ Σικελικοῦ κατῳκημένοις , οὐ πρὸ πολλοῦ κἀκείνοις ἐς ἰδίους ξένους
Φάρος , πρὸ τῆς Ἰταλίας δὲ αἱ Διομήδειοι . τοῦ Σικελικοῦ δὲ τὸ ἐπὶ Κρήτην ἀπὸ Παχύνου τετρακισχιλίων καὶ πεντακοσίων
5829421 διατρεχει
σμικρὸν καὶ ἐκ τοῦ σμικροῦ ἐπὶ τὸ μέγα οἷον ὄγκον διατρέχει : καὶ ἡ ἀοριστία αὐτῆς ὁ τοιοῦτος ὄγκος ,
τῆς θαλάσσης , ἐξαπλοῖ , ἄνω ἀνατείνει . διαῤῥέει : διατρέχει , ἐξαπλοῦται , ὑψοῦται . Μέσος δὲ διαῤῥέει :
5828239 κρανους
εἰς τουτὶ τὸ ὄρνεον αὐτοῖς ὅπλοις , ὡς ἔτι τοῦ κράνους τὸν λόφον ἔχειν ἐπὶ τῇ κεφαλῇ . διὰ τοῦτο
τρίτῳ γὰρ Ἐτεόκλῳ τρίτος πάλος ἐξ ὑπτίου ' πήδησεν εὐχάλκου κράνους , πύλαισι Νηίστῃσι προσβαλεῖν λόχον . ἵππους δ '
5825930 ἱππεως
θρίαμβον , συνδέτην ἔχων ἁλύσει μακρᾷ Βαστάρνην πεντάπηχυν πεζὸς ὑπὸ ἱππέως ἕλκεται . τῶν δ ' ἄλλων Ῥωμαίων οἳ μὲν
, προσέβαλον αὐτοῖς πανταχόθεν . ὑπὲρ ὧν ἐπιγνοὺς ὁ Πύρρος ἱππέως τινὸς ἀπαγγείλαντος , ὃς ἀρξαμένου πολιορκεῖσθαι τοῦ χάρακος διεξελάσας
5825001 γονυ
τῷδε τοῖς ἔνδον μέρεσι τοῦ μηροῦ τοῖς πρὸ τῆς κατὰ γόνυ διαρθρώσεως ἐμφύεται , ἔσω ἅμα τε καὶ ἐπ '
' ἦν παλαίσματα . ὁ μὲν γὰρ ἤθελ ' ἐξαναστῆσαι γόνυ , ἡ δ ' ἀντελάζυτ ' : εἰ δὲ
5812899 ἐπιπεφυκοτος
τῶν ὀφθαλμῶν δὲ πάθεσι καὶ τὸ πτερύγιον συγκαταλεγόμενον , τοῦ ἐπιπεφυκότος ὑμένος ὑπεροχὴ νευρώδης ἐστίν , ἣ ἀπὸ τοῦ κανθοῦ
οὐχ ἥττων ὁ κίνδυνος τοῦ προτέρου . Τοῦ δ ' ἐπιπεφυκότος , οὐκ ἐξ ἀνάγκης , καὶ μάλιστα εἰ μὴ
5812499 κοιλωμα
γαστρίῳ . καὶ τὸ ἐν ὀσφύι δὲ καὶ ῥάχει γινόμενον κοίλωμα αἴτιον δυστοκίας γίνεται , καὶ διὰ πιμελῶδες ἐν ἐπιγαστρίῳ
ἀναβάς , ὁ δὲ κύων πρὸς τῇ ῥίζῃ τοῦ δένδρου κοίλωμα ἔχοντος . τοῦ δὲ ἀλεκτρυόνος κατὰ τὸ εἰωθὸς νύκτωρ
5811360 τοιχου
χωρῆϲαι τὸν ἄνθρωπον , ἢ βάθρον ἴϲον τούτῳ ἐγγὺϲ ἀποθέϲθαι τοίχου παρατεταμένον τῷ τοίχῳ κατὰ μῆκοϲ μὴ πλέον ἀπέχον ποδὸϲ
μηχανᾶσθαι : τῶν λίθων παρασκευάσασθαι ἕνα ἐξαίρετον εἶναι ἐκ τοῦ τοίχου ῥηιδίως καὶ ὑπὸ δύο ἀνδρῶν καὶ ὑπὸ ἑνός .
5806520 ἐμβρυου
μὴ κατὰ τὴν γαστέρα τάμῃς , καὶ ψιλώσῃς τι τοῦ ἐμβρύου , ἔξεισι γὰρ ἡ γαστὴρ καὶ τὰ ἔντερα καὶ
, ὡς μηδὲ παντάπασί τι παραδέχεσθαι : ἀπολυομένου δὲ τοῦ ἐμβρύου τῆς μήτρας διΐσταται ὁ πόρος οὗτος , ἔστι δὲ
5805978 πτωματος
βελῶν . τοῦ δὲ Πολυπέρχοντος ἀνακαθαίροντος πάντα τὸν τόπον τοῦ πτώματος καὶ τοῖς θηρίοις ἀθρόοις διὰ τούτου τὴν ἔφοδον ποιουμένου
τὴν συνουσίαν ἐποίησεν οὐκ ἀργήν . ὀλίγον οὖν πρὸ τοῦ πτώματος ἡ γυνὴ συνέλαβεν . ἀλλὰ διὰ τοὺς κινδύνους καὶ
5803035 Νοτιου
ὑγιῶς εἴρηται . τῶν δ ' ἐν τῇ οὐρᾷ τοῦ Νοτίου Ἰχθύος ὁ μάλιστα ἡγούμενος ἐπέχει τοῦ Αἰγόκερω πλεῖον ἢ
ἐπέπλει . μετὰ δὲ ταῦτα καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐκ τοῦ Νοτίου καθελκύσαντες τὰς λοιπὰς τριήρεις ἀνήχθησαν , ὡς ἕκαστος ἤνοιξεν
5800252 Θηριου
τῆς δωδεκαώρου , τῷ δὲ τριτάτῳ δεκανῷ ἡ κάρα τοῦ Θηρίου , τῆς Ἄρκτου τὸ ἡμίτομον , τὸ λοιπὸν τοῦ
Ἀρκτοφύλακος οἱ πόδες δύνουσι , τῶν δὲ πρὸς νότον τοῦ Θηρίου τὸ λοιπόν . . . . , Συναναφέρεται δὲ
5798556 πρεμνου
εἷς ὤν , καὶ ταῦτα ὑπὸ πολλῶν , ἐκπηδᾷ τοῦ πρέμνου , καὶ κλάδου τινὸς ὑπηρτημένου καὶ μετεώρου λαμβάνεται ἄκρου
κατὰ τοῦ φοίνικος , ἐκ τῶν ἐξοχῶν τῶν ἐπὶ τοῦ πρέμνου πολλάκις ἀντικρουόμενόν τε καὶ ἐκβαλλόμενον . Καὶ ἐκεῖνα δὲ
5791670 καυλου
τῶν μεγίστων σχεδὸν εἴρηται : λέγω δ ' οἷον ῥίζης καυλοῦ τῶν ἄλλων : αἱ γὰρ δυνάμεις καὶ ὧν χάριν
σμύρνιον . λοβοὺς δέ τινας ἀνίησιν ἐπ ' ἄκρου τοῦ καυλοῦ ἀμυγδάλοις ὁμοίους , ὧν ἀνοιχθέντων εὑρίσκονται ἐρυθροὶ κόκκοι πολλοί
5786872 ὀνυχος
κατάστρεψον , τέκνον , τὰν ἡμίναν . κἠκρατηρίχημες ἐκ τοῦ ὄνυχος γὰρ τὸν λέοντα ἔγραψεν . τορύναν ἔξεσεν . κύμινον
ἔτι ὦ Φαῖδρε Ἰσοκράτης : ᾔδει γὰρ ὁ Σωκράτης ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα καὶ τὸν Ἰσοκράτην δὲ γνῶναι ᾔδει οἷός
5776319 Κηφεως
μέσῃ , ὥστε μὴ μόνον τῷ Σκορπίῳ τὴν κεφαλὴν τοῦ Κηφέως συνανατέλλειν , ἀλλὰ καὶ τῷ Τοξότῃ . ὁ δὲ
, ὦ Σκύθα . Αὕτη γάρ ἐστιν Ἀνδρομέδα , παῖς Κηφέως . Σκέψαι τὸ κύστο : μή τι μικκὸν παίνεται

Back