τοῖς νεύροις , ὧν ἔμελλεν ἀρχὴ γενήσεσθαι , πλὴν ὅτι μαλακώτερος αὐτῶν ὑπάρχει , καὶ αὐτοῦ δὲ μαλακώτερος μὲν ὁ | ||
διὰ τὸ πάχος . Καὶ ταὐτὰ περὶ Αἴγυπτόν φησιν ὅταν μαλακώτερος ὁ ἀήρ . Τὸ δὲ ἁλυκὸν ὕδωρ γεωδέστερόν ἐστι |
τοῖς δ ' ἄλλοις ὅμοιος : καὶ ὁ κόραξ ἱέρακος σκληρότερος . οὐρανοσκόπος δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ | ||
ὧν ὁ μείων ἡδύτερος . λάβραξ ἐξαλλάσσεται , ὅσον αὔξεται σκληρότερος γινόμενος : ἄριστος ὁ μηνῶν δυεῖν , εὐστόμαχος , |
ἢ κατὰ τὴν ποιότητα μεταβολή : ἐὰν γὰρ ἐλάττων ἢ ψυχρότερος γίνηται , καταπαύειν περιχέαντα τὸ ἔλαιον , ἀποθεραπεύειν δὲ | ||
τὸν τῆς τρίψεως καιρόν : εἰ γὰρ ἤτοι θερμότερος ἢ ψυχρότερος εἴη περαιτέρω τοῦ προσήκοντος , ἐν μὲν τῷ θερμοτέρῳ |
ποιῆσαι , καὶ ἐὰν ἄρτι ἐάσῃς με , φαγὼν περισσότερον λιπαρώτερος γενήσομαι καὶ τότε κρείσσων σοι φανήσομαι . „ ὁ | ||
δίδωσι τῷ σώματι . Γλυκύτερος δὲ καὶ ἡδίων ἐστὶ καὶ λιπαρώτερος ὁ ἐν τοῖς ὀστέοις εὑρισκόμενος μυελὸς τοῦ ἐγκεφάλου , |
λείου ἐν ἡλίῳ , δοίδυκι μολυβδίνῳ χρώμενος , μέχρις ἂν παχύτερος γένηται , καὶ οὕτως ἐπιβαλὼν τὸν τροχίσκον καὶ συλλεά | ||
ἐστὶ πυκνότερος . καὶ πάλιν ὁ μεῖζον εἰ τύχοι καὶ παχύτερος χαλκὸς τοῦ ἐλάττονος καὶ λεπτοτέρου ποιεῖ ψόφον ὀξύτερον , |
Μυκάλῃ καταντικρὺ Σάμου . ἔγραψεν ἰατρικὰ βιβλία θʹ . Ἐρασίστρατος διαφανὴς ἰατρὸς ἐπὶ Σελεύκου ἐγνωρίζετο , ὃς διαγνοὺς Ἀντίοχον τὸν | ||
τῶν θηρίων καὶ διὰ τὰ τοπάζια . λίθος δέ ἐστι διαφανὴς χρυσοειδὲς ἀποστίλβων φέγγος , ὅσον μεθ ' ἡμέραν μὲν |
διὰ πέντε ἐτῶν . καὶ ἀγωνίζεται παῖς Ἰσθμικοῦ πρεσβύτερος καὶ ἀγένειος καὶ ἀνήρ . τῷ δὲ νικῶντι διδόασιν ἔλαιον ἐν | ||
καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος οὐδὲ τούτοις συμφέρει : τὸ γὰρ περικεκομμένον αὐτοῦ τῶν |
συνεχῶς : λέγεται δὲ καὶ εἰς τὰ οὖρα διάῤῥοια καὶ ὕδερος καὶ διψακός , καὶ γίνεται ἐπὶ θερμότητι τῶν νεφρῶν | ||
ἔμφυτον θερμὸν , ἐργάσασθαι δὲ ὕδερον . εἰ οὖν ἐγένετο ὕδερος , περίτασίς ἐστιν εἰς τὴν κοιλίαν οὐκ ἀπὸ χρηστῆς |
κινδύνου . διόπερ τῆς συνήθους τοῖς ὄχλοις ἀρεσκείας καταφρονήσας καὶ βαρύτερος ἀεὶ μᾶλλον τοῖς προστάγμασι γινόμενος ἀπέσκηψεν εἰς ὠμότητα τυραννικὴν | ||
, καὶ ἐλούσατο ψυχρῷ , καὶ ἐδείπνησε , καὶ ἐδόκεε βαρύτερος γίνεσθαι . Τῇ δ ' ὑστεραίῃ ἐπύρεξε , καὶ |
οὐ γὰρ ἁπλῶς , εἰ τὸ δέρμα μελάντερον , ἤδη θερμότερος ὁ ἄνθρωπος ὅλος , ἀλλ ' εἰ τῶν [ | ||
περιέχων ἡμᾶς ἀὴρ συνεχῶς ἡμῶν τρέπει τὰς κράσεις , ἤτοι θερμότερος ἀμέτρως ἢ ψυχρότερος ἢ ξηρότερος ἢ ὑγρότερος γινόμενος : |
: τὸ δὲ πέρας , οὐ πόλιν ὅλην φυλὴν δὲ μαλακὸς ἀνατρέπει : ἐπεὶ κατὰ μέρος τὰς πόλεις , ὦ | ||
καὶ τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος ἐμπλαστικόν ἐστι , καὶ ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς τυρός . καὶ ἡ τοῦ ὑὸς πιμελή |
ἐρεθισμοὶ , ἐπιεικέως τὰ παρ ' οὖς ἐπάρματα . Φάρυγξ ἐπώδυνος , ἰσχνὴ , μετὰ δυσφορίης , ὀλέθριον ὀξέως . | ||
. Μέλεος , συνήθως μὲν ὁ ταλαίπωρος καὶ ἐπίπονος καὶ ἐπώδυνος : παρ ' Ὁμήρῳ δὲ καὶ ὁ μάταιος . |
γίνεται δὲ καὶ τριῶν σπιθαμῶν . τὸ δὲ χρῶμά ἐστιν ὑπέρυθρος , καὶ τῶν ὀδόντων τὸν μὲν κάτω ἐλάττονα ἔχει | ||
ὀρεινοῖς καὶ τραχέσι χωρίοις . Ἄλυπον φρυγανώδης ἐστὶ πόα , ὑπέρυθρος , λεπτόφυλλος καὶ λεπτόκαρπος : ἄνθος μαλακὸν καὶ κοῦφον |
' ἐπαίνου ἁπλοῦς , ἄκακος , ἄδολος , ἄπλαστος , ἐκφανής , ἐκκείμενος , ἀκατάσκευος , ἐλεύθερος , εὐθυρρήμων , | ||
δὲ τῇ ιβῃ Εὐκτήμονι Ἀρκτοῦρος ἑσπέριος ἐπιτέλλει , καὶ Προτρυγητὴρ ἐκφανής : ἐπιπνεῖ βορέας ψυχρός . Ἐν δὲ τῇ ιδῃ |
ὁ δὲ πρὸς τὸ ἄγγελος νύχιος εἶπεν . νύχιος ] νυκτερινός . φράζων ] λέγων , μηνύων . ἀνάστασιν ] | ||
ὦτός ἐστι μὲν παρόμοιος τῇ γλαυκί , οὔκ ἐστι δὲ νυκτερινός . ἔχει τε περὶ τὰ ὦτα πτερύγια , διὸ |
, προχωροῦσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα πάντα πλησίον , οὐ μόνον ἐπιπόλαιος , ἀλλὰ καὶ διὰ βάθους : αἰμάσσεται δὲ αὐτοῖς | ||
ἐπιπολαιοτέραν τὴν δὲ ἑτέραν πραγματειωδεστέραν . Ἔστιν οὖν ἡ μὲν ἐπιπόλαιος αὕτη : εἰ θεριεῖς πάντως θεριεῖς , καὶ οὐ |
οὐδὲν ὑστερεῖ , πλὴν τῆς νεφέλης καὶ τοῦ ὕδατος ἡ ἄρσις , ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν οὐδὲν ἄλλο ἐστὶ τὸ προσδοκώμενον | ||
εἰσφερομένων ἀντιγράφεται . . . ἀνταρσία : ἡ ἐξ ἐναντίας ἄρσις . . . ἀντιλαχεῖν : τὸ δίκην ἐπὶ διαιτητοῦ |
τὸ ποτήριον , καταχρηστικῶς δ ' ἐνταῦθα τὸ ἔλυτρον . Ἀλκή : δύναμις , πόλεμος , μάχη . μέγα νεῖκος | ||
, ἅτινα , ἤως ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἀγλαΐα . Ἀλκή : δύναμις , ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : |
Γεωργικῷ . Στεφανηφόρος : Ἀντιφῶν ἐν τῷ πρὸς Νικοκλέα . Στεφανηφόρου ἡρῷον , ὡς ἔοικεν , ἦν ἐν ταῖς Ἀθήναις | ||
ἐλασθείς ἔπλευσε τὴν θάλασσαν , εἰ μὴ μόνος ἐκεῖνος . Στεφανηφόρου μετ ' ἦρος μέλομαι ῥόδον τέρεινον † σὺνεταιρεῖ ἀύξει |
εἴωθε γεννᾶσθαι χυμός , οὐ μόνον χρηστός , ἀλλὰ καὶ γλίσχρος , ἐξ οἵου δεῖ μάλιστα γίνεσθαι τὸν πῶρον . | ||
κισσῷ , μαλακός , ἐν τῇ γεύσει δριμὺς ἠρέμα καὶ γλίσχρος : ῥίζα δ ' ἄχρηστος . φύεται ἐν τραχέσι |
νύκτα , ὁπηνίκα διαπορθμεύωσι , τουτὶ δεδιότες τὸ ζῷον . Ἕλκος γὰρ πέλει τῆς ἀληθείας φθόνος : ἀπὸ γνώμης . | ||
ἢν μὴ ἑκὼν οὕτω ποιέηται τὴν ἄφεσιν τῆς φύσης . Ἕλκος πέλιον καὶ ξηρὸν ἢ χλωρὸν γινόμενον , θανάσιμον . |
ἀμύξαι , λιμνῆστιν , εὐφόρβιον . Καὶ ὁ σιναπισμὸς δὲ σφοδρότερος ὢν τοῦ δρώπακος τοῖς χρονίοις πάθεσιν ἁρμόττει : δεῖ | ||
' οἴνου * * μεθύσκεται . Πότος ἔσται * * σφοδρότερος : οὐκοῦν , εἰ φράσαι τις , οὐκ ἔτι |
μέρους φλεγμαίνοντος τὸ κατ ' εὐθὺ συμπάσχει σκέλος καὶ βουβὼν ἐπανίσταται , τοῦ ἀριστεροῦ δὲ τὸ ἐναντίον : τοῦ δὲ | ||
ἀνθέει , καὶ δῆλος ἡ νοῦσος , καὶ τὰ κοῖλα ἐπανίσταται , καὶ οἱ πόδες οἰδέουσιν . Ἡ δὲ νοῦσος |
κατ ' ἀνδρῶν δῆτ ' ἐνοικήσει στέγην ; καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη ἔσται ; τὸν ἡβῶνθ ' , | ||
: κἂν γὰρ εἰς τὸ παρὸν ἐλλείπῃ , σώζεται γοῦν ἀκραιφνὴς εἰς τὰ μέλλοντα . Αἱ μὲν κατ ' ὄψιν |
αἱ ἀποκρίσεις , διψῶσι γλῶσσα τραχεῖα , σφυγμὸς μικρὸς καὶ ἀμυδρός : ἅτε ἔστω νενευκότος τοῦ θερμοῦ . ρϞαʹ . | ||
μετὰ παλμῶν καὶ ἐξαναστάσεων ἀλόγων , καὶ σφυγμὸς ἀνώμαλος , ἀμυδρός , ἐκλείπων καὶ παλινδρομῶν , ἐνίοις δὲ καὶ ἀνορεξία |
περὶ τὸ στῆθος , καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος : ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος , ἔθανεν . Ἐκ | ||
: ἡ δὲ ῥίζα δακτύλου πάχος , τὴν δὲ χρόαν ὕφαιμος ἐν τῷ θέρει γινομένη καὶ βάπτουσα τὰς χεῖρας . |
ἀπ ' αὐτῶν , ἐπειδὰν κινῆται , βαρὺς ὢν καὶ πληκτικὸς τὴν κεφαλὴν ἐνοχλεῖ : διὰ τοῦτο καὶ τὰς ἐμβάσεις | ||
τῆς μήτρας . ὁ δὲ | οἶνος διὰ τὴν ἀποφορὰν πληκτικὸς καὶ καρώδης οὐ μόνον ἐπὶ τῶν οὕτω τρυφερῶν παίδων |
ἐξω - θούμενος , εἶτα κοιλαινόμενος κατὰ τὰς ῥίζας ἀλγῶν μικρότερος γίνηται καὶ ἀμυδρῶς , ἢ μηδ ' ὅλως βλέπῃ | ||
] . . ἄλλως : ὡς πρὸς σύγκρισιν τῶν Γαδείρων μικρότερος εἴρηται , μείζων δὲ ὡς πρὸς τὸν Περσικὸν καὶ |
καὶ ὁ μὲν φθεγγόμενος ἀβλαβής , ὁ δὲ κωφὸς θανάσιμος λαχειδέος : δασέος , ὡς οἱ πρὶν ἐξηγησάμενοί φασι . | ||
ἐκ φρυνοῖο θερειομένου ποτὸν ἴσχῃ , ἢ ἔτι καὶ κωφοῖο λαχειδέος ὅς τ ' ἐνὶ θάμνοις εἴαρι προσφύεται μορόεις λιχμώμενος |
, ζήλῳ δὲ Εὐριπίδου † † , τοῖς δὲ μέλεσι λεπτότερος . ἐδίδαξε δὲ πρῶτος ἐπὶ ἄρχοντος Διοτίμου διὰ Καλλιστράτου | ||
ἀπούρησις μετὰ τὴν ἀπότεξιν γίνεται . διὰ τοῦτο μέντοι καὶ λεπτότερος ὁ ὑμὴν ἐκ τῶν κάτωθεν μερῶν ἐστιν , διὰ |
οἵων ἐγώ ποθ ' ἁ ταλαίφρων ἔφυν : πρὸς οὓς ἀραῖος , ἄγαμος , ἅδ ' ἐγὼ μέτοικος ἔρχομαι . | ||
εἰς γῆν , καὶ ταῖς ἡνίαις ἐμπλακεὶς ἑλκόμενος θνήσκει . ἀραῖος . βλαβερός . ἐν εὐχαῖς . ἀλλαχοῦ : δίχα |
μὲν τῷ πρώτῳ οἰκιστῇ , ἀδελφὸς δὲ Στησαγόρου ὁμομήτριος καὶ ὁμοπάτριος . οὗτος οὖν , ὄντων αὐτῷ παίδων ἐξ Ἀττικῆς | ||
καὶ ἀληθῶν ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ |
εἰρήκαμεν . ὁ δὲ σπλὴν γίνεται μέγας , ὅταν ὁ μελαγχολικὸς πλεονάσῃ χυμὸς τοσοῦτον , ὥστε καὶ τὸν σπλῆνα πολλὴν | ||
πλεῖστον δὲ πλανῆται αὐτῶν προηγοῦνται . διὰ τοιαύτην αἰτίαν ὁ μελαγχολικὸς χυμὸς διττὴν ἔχει τὴν γένεσιν : γίνεται γὰρ ἢ |
. ἀβληχρῷ : ἀσθενοποιῷ ἢ ἀσθενεῖ , κατὰ στέρησιν τοῦ βληχροῦ . ὁ δὲ νοῦς : ὑπὸ τῆς λεπτῆς ἐκείνης | ||
φλεγματικῶν χυμῶν καταλαμβανόντων τὸν ἐγκέφαλον ὁ κάροϲ ἐπιγίγνεται μετὰ πυρετοῦ βληχροῦ : παρέπεται δὲ αὐτοῖϲ ἀναιϲθηϲία καὶ ἀκινηϲία τοῦ παντὸϲ |
τὰς ὠμοπλάτας , καὶ δυσελκέες γίνονται . Ἧσσον δ ' ἐπικίνδυνος τοῦ ἑτέρου οὗτος , καὶ ἐκφυγγάνουσι πλέονες . Τοῦτον | ||
ριζʹ Κρόνου λθʹ , Σελήνης ἔνατος , Διὸς ιγʹ , ἐπικίνδυνος . ριθʹ Ἄρεως ιζʹ , ἐπισφαλής . ρκʹ Κρόνου |
ποτὲ μὲν κυκλοειδεῖς φαίνονται , ποτὲ δὲ παρεσπασμένοι . ἔστω τροχὸς ὁ ΑΒΓΔ , καὶ διήχθωσαν διάμετροι αἱ ΒΑ , | ||
. Ἔστι καὶ ἰχθὺς ῥόμβος λεγόμενος : ἔστι καί τις τροχὸς ῥόμβος λεγόμενος , ὃν στρέφοντες καὶ ἱμαντίῳ τύπτοντες ἐκτύπουν |
πλέονι Καρρίναν ἐκπολεμήσοντα Πομπήιον . ὁ δὲ καὶ τούτῳ , κουφότερος ὤν , ἐπεφαίνετο ἄφνω καὶ ἀφιπτάμενος ἠνώχλει καὶ πόλεις | ||
τε κοιλίη ἐφίσταται ἐνίοτε : ὁκόταν δὲ ἀφροδισιάσῃ , δοκέει κουφότερος εἶναι ἐς τὸ παραυτίκα , ἐξ ὑστέρου δὲ μᾶλλον |
τῶν ἄλλων μερῶν τοῦ σώματος ὡς προείρηται , ὁ σκιρρώδης ὄγκος ἀνώδυνός ἐστιν , ἐπὶ δὲ μαστοῦ γίνεται ὀδύνη οὐ | ||
περὶ τὸν βρόγχον γινόμενος ὄγκος βρογχοκήλη ὠνόμασται : πᾶς γὰρ ὄγκος παρὰ τοῖς ἀρχαίοις κήλη ὠνόμασται : τὸ μὲν οὖν |
τὴν καθημερινὴν χρῆσιν οὐκ ἀνοίκειος . ὁ δὲ Κνίδιος αἵματος γεννητικός , τρόφιμος , κοιλίαν εὔλυτον κατασκευάζων : πλείων δὲ | ||
ἐν Φιλήβῳ ἐπὶ τῆς τοῦ θεοῦ ἐννοίας , οἷον ὁ γεννητικός . Γέρα Πλάτων ἕκτῳ Πολιτείας . Γερανοβοσίαι καὶ χηνοβοσίαι |
, εἰλεόϲ , ἰϲχιάϲ , πυρετὸϲ τριταῖοϲ , ποδάγρα , ἀποπληξία , αἱμορροίδεϲ , ἀρθρῖτιϲ . ὅταν δέ τι μέλλῃ | ||
μὲν ἅμα τῶν νεύρων ἀπολεϲάντων αἴϲθηϲίν τε καὶ κίνηϲιν , ἀποπληξία τὸ πάθοϲ ὀνομάζεται : κατὰ θάτερον δὲ μέροϲ , |
παρολκή . Ἡλίου ὡροσκοποῦντος μὴ ἐν τῷ ἐναντίῳ αὑτοῦ τριγώνῳ εὑρετικὸς γίνεται , ἐὰν δὲ ἐν τούτοις ὡροσκοπῇ ἀνεύρετον δηλοῖ | ||
. ὁ πολλὰ εἰδώς : ὁ τῇ φύσει πολύπειρος καὶ εὑρετικὸς , οὗτός ἐστιν ὁ τῷ ὄντι σοφὸς , καὶ |
διὰ τῆς θαλάσσης συνεστὼς καὶ γλυκὺ φυλάττων τὸ ῥεῖθρον , ἀμιγὴς ἔτι καὶ καθαρὸς ἐπείγῃ οὐκ οἶδ ' ὅπου βύθιος | ||
ἐπανέπλει τὸ ποτὸν καὶ ἐπανῄει . καὶ ἄκρατος οἶνος , ἀμιγὴς πρὸς ὕδωρ , ἄμικτος . ἄκρατον σπάσαι . κεκραμένος |
τοιούτοις πάλιν τριγενέσιν οὖσι παράκειται ἐπίρρημα εἰς ω περατούμενον , ἀνώτερος ἀνωτέρω , ἐσώτερος ἐσωτέρω . Ἐχομένως σκεπτέον καὶ περὶ | ||
πύλῃ αὐτοῦ προσελεύσονται καὶ τούτου δεηθήσονται καὶ ἔντιμος ἔσται καὶ ἀνώτερος πάσης βλάβης καὶ μακαριστὸς καὶ εὐφρανθήσεται ἐπὶ γονεῦσι καὶ |
μετὰ τοῦ ἰσχναίνεσθαι τὸ σῶμα . σξηʹ . Διάῤῥοιά ἐστι ῥευματισμὸς πλείων κοιλίας ἄνευ φλεγμονῆς καὶ ἑλκώσεως πολυχρόνιος . σξθʹ | ||
ὡς εἴρηται , προκλυζέσθωσαν . εἰ δ ' ἐπιτείνοιτο ὁ ῥευματισμὸς καὶ ἀλγηδὼν ἐπιγένηται , φλεβοτομία τε ἁρμόζει , καὶ |
. φαίνεται οὖν , ὅτι οὐ ταὐτόν ἐστι στέγνωσις καὶ διόγκωσις . ἐὰν δ ' ὁμολογῶσιν , ἕτερόν τι τὴν | ||
, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ στεγνώσει ἐμμήνων ἐπεχομένων . καὶ γὰρ διόγκωσις οὐκ ἐπὶ στεγνώσει μόνον ἐπεχομένων τῶν ἀποκρίσεως δεομένων γίγνεται |
φθόνος ἥπτετο αὐτοῦ , καὶ ἔλεγε ” μακάριος Χαιρέας , εὐτυχέστερος ἐμοῦ . “ Ἐπεὶ δὲ ἅλις ἦν τῶν διηγημάτων | ||
παρατάξεως ἐξιὼν οὐκ ἐπειράθη , τί δύναται πολεμίων σίδηρος . εὐτυχέστερος μὲν ἴσως Ἀριστομένης , ἀγαθώτερος δ ' ἡμῶν οὐκ |
, δυσπινής , ξανθῇ κόμῃ ἐπικομῶν . ὁ δὲ δεύτερος πιναρὸς τοσούτῳ τοῦ προτέρου ἰσχνότερος ὅσῳ καὶ νεαρώτερος . ὁ | ||
λευκόχρως , φαιδρός , πρέπων θεῷ καλῷ . ὁ δὲ πιναρὸς ὀγκώδης , ὑποπέλιδνος , κατηφής , δυσπινής , ξανθῇ |
σαφῶς ἐνόπλιόν τέ τινα ὀνομάζοντος αὐτοῦ ξύνθετον καὶ δάκτυλον καὶ ἡρῶιόν γε , οὐκ οἶδα ὅπως διακοσμοῦντος καὶ ἴσον ἄνω | ||
σαφῶς ἐνόπλιόν τέ τινα ὀνομάζοντος αὐτοῦ ξύνθετον καὶ δάκτυλον καὶ ἡρῶιόν γε , οὐκ οἶδα ὅπως διακοσμοῦντος καὶ ἴσον ἄνω |
ἐπὶ χολῆς πλεονεξίᾳ γιγνόμενον καὶ ἐπινέμησιν ποιούμενον . ἄλλως . ἕρπης ἐστὶν ὁ ὀφίτης καλούμενος , ἕλκωσις τῆς ἐπιφανείας τοῦ | ||
ἐν τῷ σώματι αὐτοῦ ὄγκος τις γίνεται , ἐρυσίπελας ἢ ἕρπης ἢ φλεγμονὴ ἢ βουβών , καὶ ἐγκρύπτεται ὁ νοσῶν |
καὶ ναυσίπορός ἐστι καὶ μέγιστος τῶν ἐν Βιθυνίᾳ ποταμῶν , εἰσβάλλων εἰς τὸν Εὔξεινον . τοὺς δὲ Βιθυνοὺς καὶ ναυτικωτάτους | ||
τέ : ὁ Τάναϊς ποταμὸς Σκυθίας διαιρεῖ Ἀσίαν καὶ Εὐρώπην εἰσβάλλων εἰς τὴν Μαιῶτιν λίμνην ὥς φησι * καὶ * |
ἀπὸ ὡροσκόπου ἄφεσις ἐπὶ τὸν Ἥλιον , ὅθεν καὶ βασιλεῖ γνωστὸς ἐγένετο κατ ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον . ἐν δὲ | ||
λόγῳ , σώφρων , πολλὰ δι ' ἑαυτοῦ κτώμενος , γνωστὸς πολλοῖς καὶ ὑπὸ ἐλευθέρων δουλευθήσεται , πολλῶν τεχνῶν καὶ |
, ὡς ἐπὶ τῶν τεταρταίων ἐστὶ δύο δακτύλοις καὶ αὖθις ἀραιότερος τοῦ τῶν ἀμφημερινῶν , ὡς πάλιν συνάγεσθαι τὸν τῶν | ||
σφοδρότητι ἠλαττωμένος καὶ τοῖς χρονικοῖς διαστήμασιν ηὐξημένος , βραδύτερος καὶ ἀραιότερος γεγονώς , τοῖς δὲ γηραιοῖς παρέπεται σφυγμὸς μικρότητος μὲν |
αἱ δὲ ἐν εἰκάδι καθαίρονται , καὶ πάλιν αἱ μὲν αὐξανομένου τοῦ φωτὸς τῆς σελήνης αἱ δὲ μειουμένου . . | ||
τὸν μὲν βλαστὸν ἐν αὐτῷ τῷ σπέρματι βλαστάνειν πρῶτον , αὐξανομένου δὲ διΐστασθαι τὰ σπέρματαπάντα γάρ πως καὶ ταῦτα διμερῆ |
ἢ Κέρκωψ ὁ Μιλήσιος : ἔνθα ποτ ' ἔσται ἐμὸν ψυκτήριον , ὄρχαμε λαῶν . ΩΙΔΟΣ . οὕτως ἐκαλεῖτο τὸ | ||
Πανοπηΐδος Αἴγλης . . . ἔνθά ποτ ' ἔσται ἐμὸν ψυκτήριον , ὄρχαμε λαῶν . , Εἰ μὲν δώσετε μισθὸν |
τῇ τῶν ἀρχῶν ἐναλλαγῇ ὡς ὑπὸ τοπικοῦ ἅμματος κρατηθῇ ὁ τελαμών . τούτων δὲ τῶν ἀρχῶν καθειλκυσμένων , τοῦ πλατυτέρου | ||
, ταλαμών , καὶ τροπῇ τοῦ α εἰς ε , τελαμών . Τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβει . παρὰ τὸ θέρω |
πελώριον οὔτέ τιν ' ἄλλον ἀθανάτων : οὐ γάρ τι μετατρέπεται νόος αἰνὸς κείνης , ὅν τινα πότμον ἐπ ' | ||
Ἀχιλλεὺς ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο μεγαλήτορα θυμὸν σχέτλιος , οὐδὲ μετατρέπεται φιλότητος ἑταίρων τῆς ᾗ μιν παρὰ νηυσὶν ἐτίομεν ἔξοχον |
θερμὸν ἐμπέσῃ , οὐκ ἔτι γίνεται ἐν τῇσι μήτρῃσιν ὑγρασίη οὐδεμίη , ἥτις τὸ ἐπεισπῖπτον σπέρμα κρατήσει : διὰ τοῦτο | ||
παραδοξότατα ἐσώθη : οὔτε γὰρ ἀκὶς ἐξῃρέθη , οὔτε αἱμοῤῥαγίη οὐδεμίη ἐγένετο ἀξίη λόγου , οὔτε φλεγμονὴ , οὔτε ἐχώλευσεν |
μικρὰ τῆς κακίας ὑπανεῖτε , κἀγὼ τάχα μειδιάσω . καίτοι πραότερος ἐν τῇ νόσῳ νῦν ἐγενόμην , ὅτι οὐκ ἐντυγχάνω | ||
αὐτίκ ' αὐτῶι ταῦτ ' ἐροῦμεν ; πρῶτον ἀριστησάτω : πραότερος ἔσται . τί τοῦτο , Σώστρατ ' ; ἠριστήκατε |
χρόνια δὲ φθόη , ἐπίληψις , ἀρθρῖτις , νεφρῖτις , ὕδρωψ , ἀτροφία καὶ τὰ τούτοις ἐοικότα . ἔτι τῶν | ||
ὑπ ' αὐτῶν ἀπόλλυσθαι , ὅταν γένωνται : φθίσις , ὕδρωψ ὑποσαρκίδιος , καὶ γυναῖκα ὁκόταν ἔμβρυον ἔχουσαν περιπλευμονίη ἢ |
θεράποντ ' ὀνόμηνεν : ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια μήτηρ | ||
. . Γ . ὣς δὲ καὶ ὀστέα νῶιν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι , χρύσεος ἀμφιφορεύς , τόν τοι πόρε πότνια |
πολεμήσαντος αὐτοῖς , πέρι πάμπαν ἐπολυπραγμόνουν οὐδέν , οὐδὲ σφίσιν ἐνθύμιος ἦν ὅλως , πονουμένης ἔτι τῆς Ἰταλίας ὑπὸ Ἀννίβου | ||
ὁ γοῦν Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Φοινικοῖς φησι τεθνεὼς οὗτος ὑμῖν ἐνθύμιος γενήσεται . ἔνδοξος καὶ ἐπίδοξος διαφέρει . ἔνδοξος μὲν |
καὶ δοῦναι , καὶ ἐᾶσαι ὑπνῶσαι : καὶ ἢν μὲν στρόφος γίνηταί οἱ περὶ τὸν ὀμφαλὸν , κύει : ἢν | ||
ἀλγηδὼν ἐνείη , καὶ ἅμα τῷ ἀλγήματι ἢ βηχίον ἢ στρόφος ἢ πόνος κοιλίης : ὅταν δέ τι τουτέων παρῇ |
δὲ αὐθημερόν . Ἐν τοῖσι καύσοισιν ἢν ἑβδομαίῳ ὕστερον ἐπιγένηται ἴκτερος , δῆλον ἀνίδρωτος : τὸ γὰρ νόσημα οὐ φιλέει | ||
μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐπανθεῖ τοῖς μέλεσι καὶ δυσαλθὴς χροιά , ἴκτερος δὲ ἐπινέμεται παντὶ τῷ προσώπῳ , τηκόμεναι δὲ κατ |
συνεναυμάχει , Ἀριστείδης δὲ οὔ . ἡ γὰρ ἀποκοπὴ καὶ ἀπρεπὴς καὶ ἄκαιρος . ταῖς μὲν τοιαύταις ἀποκοπαῖς ἐν ἑτέροις | ||
ἀγῶνι ἢ ὑπεναντίος τοῖς ἐγκλήμασιν ἢ ὁμολογούμενος τῇ κατηγορίᾳ . ἀπρεπὴς μὲν οὖν γένοιτ ' ἄν , ἐὰν ἀγωνίζηται νεώτερος |
τοῖσι ποσὶν ἐμπλάσσεται βοθροειδέα , καὶ ἤν τι φάγῃ , ἐμπίπλαται , καὶ φλεγμαίνει , καὶ ἐπειδὰν ὁδοιπορήσῃ καὶ ἔργον | ||
ἅτε προσκειμένου τοῦ στόματος τῶν μητρέων τῇ λαπάρῃ , καὶ ἐμπίπλαται ἀπ ' αὐτέου , καὶ ἐξίσταται ἅτε πληρευμένη τοῦ |
Ἱπποκράτης ὀλίγων παθῶν ἐνταῦθα μέμνηται : φησὶ γὰρ ὅτι ὁ γαργαρεὼν ἢ ἰσχναίνεται καὶ ταπεινοῦται καὶ λέγεται ἱμάς , ὅπερ | ||
ὥσπερ γε καὶ τοῦ χείλους ἀπολλύμενόν τι , καὶ ὁ γαργαρεὼν ἀμέτρως ἐκτμηθείς , ἀλλὰ καὶ τῆς ὑπερῴας ἄμετρος ὑγρότης |
ἁπαλόσαρκοι , σκληρότεραι δὲ τῆς πέρκης . ὁ δὲ σκάρος ἁπαλόσαρκος , ψαθυρός , γλυκύς , κοῦφος , εὔπεπτος , | ||
διὸ καὶ τὰ ἐντὸς χολέρας ποιητικὰ ἔχει . ἡ κηρὶς ἁπαλόσαρκος , εὐκοίλιος , εὐστόμαχος , ὁ δὲ χυλὸς αὐτῆς |
χρή , ὅτι οἶνος χωριζόμενος τῆς τρεφούσης αὐτὸν τρυγός , λεπτομερέστερος καὶ ἀσθενέστερος γίνεται . προνοητέον οὖν , ἵνα χειμῶνος | ||
ἔστι δὲ καὶ λεπτομερές . ὁ δ ' ὀπὸς αὐτοῦ λεπτομερέστερος , οὐ μὴν εἰς τοσοῦτόν γε θερμός , εἰς |
ἂν ἔγωγε εἰπεῖν , ὡς οὐδεὶς ἡδονῆς Διογένους ἦν ἐραστὴς ἀκριβέστερος . Οὐχ ἑστίαν ἔνεμεν , ἐπίλυπον γὰρ οἰκονομία : | ||
: εἷς δέ τις ὁ καὶ τελεώτερος ἁπάντων δόξας καὶ ἀκριβέστερος , οἶμαι δὲ τοῦτον τὸν τῇ συγκέλλων ἀξίᾳ διαπρέψαντα |
. § : ἔστι δὲ προέορτος μεγίστης ἑορτῆς , ἣν πεντηκοντὰς ἔλαχεν , ἁγιώτατος καὶ φυσικώτατος ἀριθμῶν , ἐκ τῆς | ||
αὐτὴν ἴσασιν . ἔστι δὲ προέορτος μεγίστης ἑορτῆς , ἣν πεντηκοντὰς ἔλαχεν , ἁγιώτατος καὶ φυσικώτατος ἀριθμῶν , ἐκ τῆς |
διπλῆ ὅτι τὸ χείσεται σημαίνει ] χωρήσει : ἔνθεν καὶ χειὰ ἡ κατάδυσις τῶν ὄφεων . . Χ . . | ||
κατάδυσιν ὑπεισέρχεται : ἢ ἀπὸ τοῦ χῶ χείω τὸ χωρῶ χειὰ ἡ κατάδυσις ἐν ᾗ ὄφις . ἑρπετόν : ὄφιν |
μὲν οὖν φίλαυτος διανομεὺς οἷος ὁ Κάϊν , ὁ δὲ φιλόθεος δωρητικὸς οἷος ὁ Ἄβελ . Ἔοικε γὰρ ἐπιδιαιρεῖν ὁ | ||
, φιλαθήναιος , φιλοχρήματος φιλόχρυσος φιλάργυρος , φίλοινος φιλοπότης , φιλόθεος , φιλόδικος , φιλαλήθης , φιλοπράγμων , φιλαπόδημος , |
λευκόσαρκος , στερεός , σύγ - κριτος , εὔχυμος , εὐδιοίκητος , τρόφιμος , οὐ δυσέκκριτος . γόγγρος οὐκ εὔστομος | ||
προπίνειν παρηγορίας χάριν . ἔστω δὲ καὶ ἡ σύμπασα τροφὴ εὐδιοίκητος μὲν καὶ συνεστραμμένη αὐτάρκωςἡ γὰρ ἔκλυτος ἐπιτηδείως ἔχει πρὸς |
πηλαμὺς μικρὰ γίνεται ἐν Μαιώταις , εὔστομος , εὔφθαρτος , εὐέκκριτος . κυβινοπηλαμὺς μετὰ τεσσαράκοντα ἡμέρας , ἀπὸ Πόντου ἐπὶ | ||
καλούμενος ἀκαρνὰν γλυκύς ἐστι καὶ παραστύφων , τρόφιμος δὲ καὶ εὐέκκριτος . ἡ δὲ ἀφύη βαρεῖά ἐστι καὶ δύσπεπτος : |
ἄλλων : οἷον διόγκωσις , πόνοι συνεχεῖς , πυρώδης καὶ πελιὸς ὁ τόπος καὶ τρυγώδης : ἴλιγγος , ἐκλύσεις , | ||
αὐτὸς ἐμέοι , ὀλέθριον : τάχιστον δὲ θάνατον σημαίνει ὁ πελιὸς καὶ κακώδης : ἐστὶ δὲ θανάσιμος ὁ ἐρυθρὸς ἔμετος |
ἢ ψυχρὸν καὶ τὸ ϲύμπαν ϲῶμα κακόχυμον καὶ ἡ κεφαλὴ περιττωματικὴ καὶ ἡ γαϲτὴρ ϲυνεχῶϲ ἐπεχομένη καὶ πλῆθοϲ περιττωμάτων μοχθηρῶν | ||
ϲὰρξ μεταξύ πωϲ τῶν ποταμίων καὶ τῶν θαλαττίων γίγνεται . περιττωματικὴ δὲ ϲάρξ ἐϲτι καὶ βλεννώδηϲ ἱκανῶϲ τῶν ἐν ἰλυώδει |
ἐν τῷ μεταξὺ καθεστηκὸς ὡς ὁδοιπορεῖν ἐπὶ τὴν νέκρωσιν ὀνομάζεται γάγγραινα . θεραπεία δ ' αὐτοῦ γίνεται , κενωσάντων ἡμῶν | ||
νέκρωσις μεθ ' ἑλκώσεως καὶ δίχα ἑλκώσεως . γίνεται δὲ γάγγραινα ἤτοι πληγῆς προηγησαμένης ἢ νεκρώσεως γιγνομένης ἢ φλεγμονῆς ἐκ |
ἀριθμοῖς , εἰ δὲ Ἄρης ἀναποδίζει ἐν τῇ καταρχῇ τοῦ χωρισμοῦ ἐπιστρέψαντος αὐτοῦ καὶ προστιθέντος ὁ ἀνὴρ διαλλαγήσεται καὶ μετελεύσεται | ||
οὖν ἡ φιλοσοφία μελέτη θανάτου , τοῦτ ' ἔστι μελέτη χωρισμοῦ ψυχῆς ἀπὸ τοῦ σώματος . Ζητῆσαι δὲ λοιπὸν ἄξιον |
ἦσαν υἱεῖς , ἐπαινετὴ δὲ καὶ ἡ Νιόβη , ὅτι πολύτεκνος . ἐναντίως τε εἰ ἡ ἀμορφία καὶ πενία ψεκτόν | ||
Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς τὰς χεῖρας , πολύτεκνος ἔσται . Καὶ ἡ γυνὴ ὁμοίως . Ἐὰν εἰς |
αὐτῷ παρεπόμενα . ἀλλ ' ὁ μὲν παρὰ τοῦ Πλάτωνος ἀποδοθεὶς τῷ ὁρισμῷ λόγος τοιοῦτος . Ὁ μέντοι Ἀριστοτέλης οὕτως | ||
ᾐνίττετο . τοιοῦτός ἐστι καὶ ὁ ὑπὸ Ξενοκράτους τῆς ψυχῆς ἀποδοθεὶς ὁρισμός : ἀριθμὸς γάρ , φησίν , κινῶν ἑαυτόν |
ἢ ὑοϲκύαμοϲ , ἀλλ ' οὔ τί κω μανίη τάδε κικλήϲκεται : ἐπὶ γὰρ ϲχεδίου γιγνόμενα καθίϲταται θᾶττον . τὸ | ||
, ὅκωϲ τοῖϲι θυμουμένοιϲι λέουϲι : διὰ τόδε καὶ λεόντειον κικλήϲκεται . τοιγαροῦν οὐ λέουϲι οὐδὲ ἐλέφαντι μοῦνον , ἀλλὰ |
ὁ μὲν ὑπνώδης ὁ δὲ μανικός . καὶ ὁ μὲν ὑπνώδης ἐρυθρὰν ἔχων τὴν ῥίζαν ὥσπερ αἷμα ξηραινομένην , ὀρυττομένην | ||
τῇ πορείᾳ καὶ τῷ ἑλκυσμῷ τοῦ σώματος νωχελής ἐστι καὶ ὑπνώδης : τὸ γὰρ ὑπναλέοις ἐπιλλίζειν ὄσσοις τοῦτο δηλοῖ , |
καὶ εἴσω καὶ ἔξω ποιέεσθαι τὸ πρῶτον : καὶ ὁ ὑμὴν ἐξ ἐκείνου ἐτέτατο ἅπας περιέχων τὴν γονήν . Τοιαύτην | ||
τὴν ἔμμηνον κάθαρϲιν , εἴ γε διὰ παντὸϲ εἴη διαφράττων ὑμὴν ἢ ϲάρξ : ἐπί τινων γὰρ ἐν τῷ μέϲῳ |
ἐπιγίνεται , καὶ ἄνεμος μέγας πνεῖ . Ἐν δὲ τῇ ιζῃ Εὐδόξῳ Σκορπίος ἀκρόνυχος ὅλος δύνει . Καλλίππῳ Χηλαὶ ἄρχονται | ||
δὲ τῇ ιϚῃ ἡμέρᾳ Εὐδόξῳ ἐπισημαίνει . Ἐν δὲ τῇ ιζῃ Εὐκτήμονι Λύρα δύεται : καὶ ἔτι ὕει : καὶ |
ὡς διάφορος οὐδ ' ὡς ἀδικούμενος , ἀλλ ' ὡς οἰκειότατος πάντων τὴν πρὸς ἐμὲ δίκην αὐτῷ συνηγωνίζετο . κἀμὲ | ||
καρπόν , ὁσιότητα , τίκτει . τόπος δ ' ἐστὶν οἰκειότατος τῷ φυτῷ τὸ φρέαρ , ὃ κέκληται ὅρκος , |
δὲ κεῖται : “ πυρὸς δ ' ἦν † αὐτῷ φεψάλυξ ” . διὰ δὲ τὸ μὴ δεῖσθαι ἀσπίδος εἰρήνης | ||
καὶ ἀλλαχοῦ δηλοῖ : “ ἀλλ ' οὐδὲ μοιχοῦ καταλέλειπται φεψάλυξ ” . καὶ παρὰ Ἀρχιλόχῳ δὲ κεῖται : “ |
ὀξύβαφον , σὺν οἴνῳ μαλθακῷ . Τιμοχάρει , χειμῶνος , κατάῤῥους , μάλιστα ἐς τὰς ῥῖνας : ἀφροδισιάσαντι , ἐξηράνθη | ||
καὶ οἰδέουσιν αἱ ὄψεις . Εἰ δὲ ἐπὶ ῥῖνας ὁ κατάῤῥους , ὀδάξονται μυκτῆρας , καὶ ἄλλο οὐδὲν δεινόν : |
γὰρ ἦν , ὦ ἄνδρες , Συπαλήττιος . Οὗτος ἔλαβε Ξεναινέτου Ἀχαρνέως θυγατέρα , ἐξ ἧς γίγνεται Κυρωνίδης καὶ Δημοχάρης | ||
καὶ οὗτοι , ὄντες ἐξ ἐκείνου , μὴ μόνον τὸν Ξεναινέτου οἶκον πλέον ἢ τεττάρων ταλάντων ἕξουσιν , ἀλλὰ καὶ |
βορείου Στεφάνου ἑσπέριος ἀνατέλλει . ὡρῶν ιδ ∠ ʹ : Στάχυς ἑῷος δύνει , καὶ ὁ καλούμενος Κάνωβος κρύπτεται . | ||
: ἐμεσουράνει γὰρ τὰ μέσα τοῦ Καρκίνου . καὶ ὁ Στάχυς ἄρα διὰ τὰ προειρημένα κατὰ μῆκος μὲν ἀπεῖχεν τότε |
ὅθεν ὀδόντες , ἄκρη σιμοῦται . Πάλιν οὗτος ὁ λόγος ἀπέσχισται τοῦ προειρημένου , καὶ μὴ εἴπῃς , καὶ τούτου | ||
: πότερον γὰρ τῶν ἀπηριθμημένων ἕκαστόν ἐστι ψυχὴ καὶ ἀλλήλων ἀπέσχισται , ὡς ἂν εἰ καὶ πολλαὶ ψυχαὶ ἦσαν , |
, ἀλλ ' ἵνα σοι πρὸς Θέρσανδρον ἡ τῆς αἰτίας ἀπόλυσις ᾖ ὡς οὐ συνεγνωκότι . χρυσοῖ δέ σοι οὗτοι | ||
προσδοκίαν ἔχει , κἄν τι συμβῇ χαλεπὸν τοῖς τοιούτοις , ἀπόλυσις γίγνεται , ἐν δὲ προαιρέσει χρηστῇ καὶ βίῳ σώφρονι |
μολύβδῳ τὰ δύο ἐναντία ἀνατίθησιν , ἐπεὶ ὑγρός ἐστιν καὶ ξηρὸς κατὰ τὴν αἴσθησιν . Καὶ τὰ τρία ἔχει ἐν | ||
τρίψαντες καὶ ὕδωρ ἐπιχέαντες ἀπηθοῦσι καὶ λαμβάνουσι τὴν ὑπόστασιν : ξηρὸς δὲ δῆλον ὅτι καὶ ἐλάττων ὁ χυλὸς τούτων . |
φιλοσοφία καὶ ἡ πρὸς ταύτην αἰδώς , καὶ διὰ τοῦτο μετριώτερός ἐστιν ὑμῖν καὶ φορητὸς ἔτι . φέρει γάρ τινα | ||
τέκτων ἢ κάπηλός τις συμπερινοστῶν τῇ στρατιᾷ . πλὴν ἀλλὰ μετριώτερός γε ὁ ἰδιώτης οὗτος ἦν , αὐτὸς μὲν αὐτίκα |
ἄγκιστρον . ἄκλοπον : ἀδολίευτον . ᾐώρηται : κρέμαται , ἐκκρέμαται . Μηρίνθου : διά : μήρινθος σχοῖνος . . | ||
ἡμεῖς , οὔτε καθαροὶ τούτου ἡμεῖς , ἀλλὰ ἐξήρτηται καὶ ἐκκρέμαται ἡμῶν , ἡμεῖς δὲ κατὰ τὸ κύριον , ἡμῶν |
θηρσὶ γένοντο . ἢν δὲ Σεληναίη μὲν ἐφ ' ὡρονόμῳ ἐπιτέλλῃ , ἐν προτέρῳ δ ' ὥρης ζώῳ Φαίνων προθέῃσιν | ||
δὲ θέρεος ἐν ὥρῃ , ὁκόταν ὁ κύων τὸ ἄστρον ἐπιτέλλῃ , χολῆς κινηθείσης ἀνὰ τὸ σῶμα . Εὐθέως οὖν |
τὸν καρπὸν ἐκ τοῦ στελέχους , οὐκ ἐκ τῶν ἀκρεμόνων εὐβλαστής τις οὖσα καὶ εὔτονος ὡς ἔοικε πρὸς καρποτοκίαν : | ||
τὸν καρπὸν ἐκ τοῦ στελέχους , οὐκ ἐκ τῶν ἀκρεμόνων εὐβλαστής τις οὖσα καὶ εὔτονος ὡς ἔοικε πρὸς καρποτοκίαν : |
. , . ἀγοστός : ὁ ἀγκών : ὁ ἄγαν ὀστώδης τόπος . παρὰ τὸ συναγωγὴν καὶ ἐπίκαμψιν ἔχειν τῆς | ||
ῥύγχος ὀξύ , τράχηλος λεπτός , ὀφθαλμοὶ μεγάλοι , γλῶσσα ὀστώδης , πρόλοβον δ ' οὐκ ἔχει . Ἀλέξανδρος δ |
γενομένου δὲ τούτου , τῇ δεξιᾷ χειρὶ διακρατουμένης τῆς τοῦ σκόλοπος λαβῆς , ἡ ἀκμὴ καθίεται εἰς τὴν οὐρήθραν , | ||
καὶ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν ἀντιληπτικός τέ ἐστι καὶ παραμυθητικός : σκόλοπος γὰρ αὐτῷ καταπαγέντος ἐπὶ τὴν ἄρσιν τούτου ὁρμᾷ τῇ |
Ἀγαθοποιῶν ἐν κακίστοις ἀστέρων Ὕπαυγος ἀστὴρ τυγχάνων ἐν Ἡλίῳ , Ἐντός τε μοιρῶν πεντεκαίδεκα φθάσας , Τῶν ἡλιακῶν ἀδρανὲς φέρει | ||
. . ὧν : Ἀφ ' ὧν . ἔνδον : Ἐντός . . . οὐκ ἔκφορα : Οὐκ ἔξω φερόμενα |
: δάχματι δ ' ἐμφλέγεται κραδίη πρόπαν , ἀμφὶ δὲ καύσῳ χείλε ' ὑπ ' ἀζαλέης αὐαίνεται ἄβροχα δίψης : | ||
ἄρσις . Καῦσον λύει αἵματος ἐκ ῥινῶν ῥύσις . Ἐν καύσῳ ἐὰν ἐπιλάβῃ ῥῖγος , φιλέει ἐξιδροῦν . Ὑπὸ καύσου |
, ἐκπερι - σπασθεῖσα δὲ τὴν αφχψ καὶ ἐπικατασταθεῖσα τὴν αβγδ . ἡ δὲ τῶν ἀποκαταστάσεων διαφορὰ ὁμοία ταῖς ἐπὶ | ||
ἀσπίδα δὲ τὴν ἐπὶ λαιάν . Οἷον ἔστω σύνταγμα τὸ αβγδ , λοχαγῶν δ ' ἐν αὐτῷ ζυγὸν τὸ αβ |