ὡς ἐλάχιστα , καὶ μὴ λουέσθω : κοιλίην δὲ μὴ λύσῃς : σιτίοισι δὲ ὀλιγίστοισι χρεέσθω , μήτε δριμέσι μήτε | ||
φύσις φύσιος , καὶ ἡλικίη ἡλικίης διαφέρει . Ἐπὴν δὲ λύσῃς , ὕδωρ θερμὸν καταχέαι χρὴ , καὶ μετεπιδῆσαι , |
ἐν τοῖσι δρόμοισι καὶ ἐν τῷ ἄλλῳ χρόνῳ , ὑπερβολὴν φυλασσόμενος : οὐκ ἀγαθὸν γὰρ τῷ σώματι μὴ χειμάζεσθαι ἐν | ||
δὲ διαγραφέντων ἀκόλουθα τὰ ἑξῆς [ ᾖ ] . ταῦτα φυλασσόμενος : δι ' ὅλου τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν ἰσότητα μαθὼν |
σιτία διαχωρητικὰ προσφερέσθω : ἢν δὲ ἡ γαστὴρ θερμαίνηται , ὑποκλύσαι . Ἢν ἐκ τόκου φλεγμήνωσιν αἱ μῆτραι , στρύχνου | ||
τὸ στόμα γίγνηται , ἐμέειν ξυμφέρει , καὶ τὴν κοιλίην ὑποκλύσαι : ἢν δὲ μὴ πρὸς ταῦτα λύηται , γάλα |
, ἐλατήριον ἡλίκον ὀρόβου γάλακτι γυναικείῳ διείς , ὕπτιον δὲ κατακλίνας ἐν τῷ χείλει τῆς ἐμβάσεως τοῦ βαλανείου ἔνσταζε ταῖς | ||
ἄκρας τῆς στροβίλης καὶ αὖθις διὰ τῆς φύσιγγος , ὕπτιον κατακλίνας τὸν ἄνθρωπον , κατοπτῆρι κατιδὼν τὸ διαβεβρωμένον τοῦ ἀρχοῦ |
, τὸ ζῆν τὸ σαυτοῦ στεφάνοις παρηγόρει . ζῶν γὰρ ἀσκοῦ σαυτῷ στεφάνων καὶ μύρα : χρήσῃ γὰρ αὐτοῖς αἰσθόμενος | ||
ὃν τρόπον δ ' ἄν τις χρήσαιτο τῇ διὰ τοῦ ἀσκοῦ ἐνθέσει , τὸ ὑποτεταγμένον ὑπόδειγμα περιέχει . Ἐχομένως δὲ |
καὶ ἐγχέειν ἐς τὸν πλεύμονα , καὶ θυμιᾷν , καὶ εὐωχέειν ἀπεχόμενον κρεῶν βοείων καὶ οἰείων καὶ χοιρείων καὶ λαχάνων | ||
καὶ ποτήμασι καὶ σιτίοισι : τὸ δὲ ξύμπαν ἡσυχίην ἔχοντα εὐωχέειν τοῖσιν ἐπιτηδείοισιν : ἢν γὰρ οὕτω μελετηθῇ , τάχιστα |
ἀλγέῃ τὰς ὑστέρας , κυκλαμίνου τὴν ῥίζαν ἐν οἴνῳ λευκῷ πιπίσκειν νῆστιν , καὶ θερμῷ λουέσθω , καὶ ἀπὸ θερμοῦ | ||
ὀῤῥὸν αἴγειον ἀφεψῶν : ἢν δὲ σπληνώδης ᾖ , μὴ πιπίσκειν τὸ γάλα μηδὲ τὸν ὀῤῥόν : καὶ ἐν τοῖσι |
εἶναι τὸ σῶμα : ἔμφρων δέ . Χλιάσμασι καὶ μελικρήτῳ χλιηρῷ ἐχάλασε τριταίη σχε - δὸν , καὶ μετὰ ταῦτα | ||
, λούεσθαι κατὰ κεφαλῆς πολλῷ , μὴ θερμῷ , ἀλλὰ χλιηρῷ : ὁ οἶνος λευκός : ὕπνῳ μὴ πολλῷ χρῆσθαι |
ᾤετο τὸν νεανίσκον ταὐτὸν ὑπολαμβάνειν στοργὴν καὶ φιλίαν . μὴ κάμῃς . ὡς πολλὰ ἐρωτήσας διεγείρων τὸν νεανίσκον προτρέπει μὴ | ||
πολλὰ ἠρώτησε : διὸ τὸν νέον διεγείρων λέγει : μὴ κάμῃς . ταλασιουργίας . τῆς ξαντικῆς . ταλασιουργία δὲ ἢ |
' ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς , ὥστ ' ἢ προοπτήσαντα χλιαίνειν πάλιν , ἢ μὴ προοπτήσαντα συντελεῖν ταχύ , ἀπεστέρησε | ||
, ὁκόταν οἱ ἐν τῇ περιπλευμονίῃ ἔκφρονες ἔωσι . Τοῦτον χλιαίνειν δεῖ χλιάσμασιν ὑγροῖσι καὶ πόμασι πλὴν οἴνου , καὶ |
πνιγμὸς , ὀδύνη γαστρός . Μελίκρητον θερμὸν πίνειν καὶ ἐμέειν ξυνήνεγκε , καὶ λουτρὸν θερμόν : ἐν τῷ λουτρῷ ἐξήμεσε | ||
, ᾗ ἐπὶ τῆς γαστρὸς ἀλγήματα ὑστερικά . Τῷ Καλλιμέδοντος ξυνήνεγκε πρὸς τὸ φῦμα τὸ ἐν τῷ τραχήλῳ , σκληρὸν |
πρίεσθαι δεῖ : ἀλλ ' οὐ χρὴ αὐτὰς τὰς ῥαφὰς πρίειν , ἀλλ ' ἀποχωρήσαντα ἐν τῷ πλησίον ὀστέῳ τὴν | ||
νουσήμασι , κάκιστον δὲ ἐν τοῖσι περιπλευμονικοῖσιν . Ὀδόντας δὲ πρίειν ἐν πυρετοῖσιν , ὁκόσοισι μὴ ξύνηθές ἐστιν ἀπὸ παίδων |
εἰς ἀγγεῖον κεραμεοῦν κατατετρημένον , πωμάσας τε τὸ στόμα ἐπιμελῶς ἔνθες εἰς διαπύρους ἄνθρακας καὶ ῥίπιζε συνεχῶς : ὅταν δὲ | ||
ἐλαίῳ παλαιῷ καὶ μέλιτι καὶ ὀρόβων ἀλεύρῳ συντήξας καὶ ψύξας ἔνθες τῷ ἕλκει , εἶθ ' οὕτως λαβὼν ὄστρακον λεπτὸν |
θρεπτέον . Ἐὰν δὲ διὰ ῥινῶν αἷμα φέρηται αὐτῷ , ἐγχέειν χρὴ διὰ τῶν ῥινῶν κολιάνδρου χυλόν , ἢ ὀπὸν | ||
καταπάϲϲειν : τὰ δὲ ὑγρὰ ὑγρότατα ποιέοντα ἐϲ τὸν γαργαρεῶνα ἐγχέειν . ἢν δὲ αἱ ἐϲχάραι ἤδη τε ἀπολύωνται , |
ἀμφιπλέκων καλάμοις . ἄλλος δ ' ἄλλαν κλαγγὰν ἱεὶς κερατόφωνον ἐρέθιζε μάγαδιν πενταρράβδωι χορδᾶν ἀρθμῶι χέρα καμψιδίαυλον ἀναστρωφῶν τάχος . | ||
δ ' ἄρ ' ὑπόδρα ἰδών μηκέτι νῦν μ ' ἐρέθιζε , γέρον τὸ δὲ ἐντελὲς τοῦ λόγου τοιοῦτόν τι |
τὸ τ ἐν τῷ ἄναλτος , Ὅμηρος ς τοῦτον τὸν ἄναλτον . Τινὲς δέ φασιν , ὅτι ἐκ τοῦ ἅλας | ||
βούλεαι , ὄφρ ' ἂν ἔχῃς βόσκειν σὴν γαστέρ ' ἄναλτον . ” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς |
τὰ ἐπιμήνια , ταῦτα ποιήσαντα ἐν τῷ δέοντι χρόνῳ , πῖσαι κανθαρίδας , καὶ ἐπὴν γένηται , νηστεύσασα καὶ ἀλουτήσασα | ||
καὶ μετὰ τοῦτο τὴν κεφαλὴν καθῆραι : ἔπειτα διαλείπων φάρμακον πῖσαι κάτω : ἔπειτα σιτίοισιν ἀνακομίζειν αὐτὸν ὡς ὑποχωρητικωτάτοισιν , |
, πελέκας , σκέπαρνον , πριόνιν , ὄρυγας δύο , σφῦραν , πτυάρια δύο , κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν | ||
τοὺς ἀνέμους εὕρισκε ἐόντας , τὸν δὲ ἄκμονα καὶ τὴν σφῦραν τόν τε τύπον καὶ τὸν ἀντίτυπον , τὸν δὲ |
καὶ διδόναι : ἢ κονύζης τῆς δυσόσμου ὅσον χεῖρα πλείην διεῖναι πράσου χυλῷ , καὶ νέτωπον , ὅσον χήμην ἁδρήν | ||
τρίψας λεῖον , διπλάσιον δὲ ἔστω τῆς ῥαφάνου , ἐλαίῳ διεῖναι , ὅσον τεταρτημόριον κοτύλης , τοῦτο ἐγχεῖν χλιαρὸν , |
, συλλογίσασθε . ῥαψαμένη ] περιθεῖσα , ῥάψασα . . σκύτινον ] δερμάτινον ἱμάτιον . . . καθώς τινες ἕτεροι | ||
. . καθώς τινες ἕτεροι . . . ποιοῦσιν . σκύτινον ] δέρμα , αἰδοῖον , δερμάτινον , δερμάτιον . |
κεφαλὴν , καὶ ἐπὴν ἥ τε ὀδύνη καὶ τὸ ῥεῦμα παύηται , σελίνου χυλὸν ἐς τὰς ῥῖνας ἐνστάζειν , καὶ | ||
διὰ τὸ φλεγμαίνειν ὁ πυρετὸς ἔχει : καὶ ἢν μὴ παύηται , τρέφειν , καὶ φλεγμαίνειν ποιέειν : καὶ ἢν |
τὸ σιδήριον καθιέναι , καὶ πυκνὰ ἐξαιρέειν , ἵνα μᾶλλον ἀνέχηται θερμαινόμενος : καὶ οὔτε ἕλκος ἕξει ὑπὸ τῆς θερμασίης | ||
Ἱμείρουσι : θέλουσιν οἱ ἁλιεῖς . ἱμείρωσι : ἐπιθυμῶσιν . ἀνέχηται : κατάξει : ἡ λῆξις τὸ πλῆθος δικτύου . |
ζεούσῃ σποδιᾷ ἐπιχύσας τάραξον καὶ ἐπίθες ἢ ὄξος ἢ νεαρὰν κοπρίαν ἐπίδησον . ὄφρα δὲ καὶ πάσῃσι : νῦν καθολικῶς | ||
; ὥστε ἄν σοι δοκῇ καὶ ἐνθυμηθῇς τι τοιοῦτον , κοπρίαν μᾶλλον περιβλέπου κομψήν , ἐν ᾗ πυρέξεις , ἀποσκέπουσαν |
συσκευάζοιτο ὡς ἐμβαλῶν εἰς τὴν αὑτοῦ χώραν . ἐὰν οὖν ἀφῇς με , ὦ Κῦρε , τὰ τείχη ἂν πειραθείην | ||
, αὕτη ἐγγύς ἐστι τῷ μὴ ἀνθρωπικὴ εἶναι . Ὅταν ἀφῇς πρὸς ὀλίγον τὴν προσοχήν , μὴ τοῦτο φαντάζου , |
μορφήν . Γ κατεσκευασμένον εἰς ὄνου μορφήν . κλίνας ] ἀνακλιθείς . Γ οὗτος : ὁ ὄνος κεχηνώς . οὗτος | ||
μορφήν . Γ κατεσκευασμένον εἰς ὄνου μορφήν . κλίνας ] ἀνακλιθείς . Γ οὗτος : ὁ ὄνος κεχηνώς . οὗτος |
εἰ δὲ μή , πλειόνων : καὶ μὲν δὴ καὶ ἐπαλείφειν αὐτὸν ἐλαίῳ πρὶν ἀμφιέννυϲθαι καθ ' ἕκαϲτον λουτρόν . | ||
. Ἢν βούλῃ ὑγρῷ χρέεσθαι , καὶ τὸ καρικὸν φάρμακον ἐπαλείφειν , ἐπιδεῖν δὲ ὥσπερ τὰ πρότερα γέγραπται κατὰ τὸν |
ὁκόϲον ἂν ἐκ φλεβὸϲ πολλὸν ἐκρέῃ , τοϲόνδε ἐκ τῶνδε ἀφαιρέειν αἷμα : τόδε γὰρ τῆϲ προφάϲιοϲ ἡ τροφή , | ||
τῇϲι περιόδοιϲι παροξυνομένοιϲι μηδὲν διδόναι ἢ ἀναγκάζειν , ἀλλ ' ἀφαιρέειν τῶν προϲθεϲίων πρὸ τῶν κρίϲεων . ” καὶ “ |
σοι ἀπεκάλυψα . διὸ ? [ μὴ ] ἀνιῶ μηδὲ λυποῦ ? . ” πλεῖστα τοίνυν εἰσὶν ? [ ἅπερ | ||
σου ἐπὶ τὸ κρεῖττον ζ βλαβήσῃ ὀλίγον : ἀλλὰ μὴ λυποῦ η οὐ γαμήσεις ἄρτι . περίμενον : συμφέρει γάρ |
Ταύτῃ αὐτίκα τῆς νούσου , ἢν τὰ ἄνω πνίγωσι , χλιάσματα προστιθέναι , καὶ ὑποθυμιῇν τὰ κάκοδμα πρὸς τὰς ῥῖνας | ||
βήσσεται καὶ πτάρνυται . Τοῦτον ᾗ ἂν ὀδύνη ἔχῃ , χλιάσματα προστιθέναι , καὶ διδόναι προῤῥοφάνειν κενταύριον καὶ δαῦκον , |
ἂν τὰ πλεῖστα τῶν μελλόντων ἔσεσθαι ἀπὸ τῶν μεταβολέων . Φυλάσσεσθαι δὲ χρὴ μάλιστα τὰς μεταβολὰς τῶν ὡρέων τὰς μεγίστας | ||
, ὡς αὗται αἱ ἡμέραι ἑτεροῤῥοπέας ποιέουσι τοὺς κάμνοντας . Φυλάσσεσθαι οὖν δεῖ τὴν πρώτην ἡμέρην , ᾗ ἦρκται ἀσθενέειν |
ἐς ἀμφότερα : διὸ δὴ καὶ θερμαίνοντες ἔξωθεν πυριήμασι πειρέονται μαλθάσσειν τὸν πόνον : ἀραιούμενον γὰρ ὑπὸ τῆς θερμασίης τοῦ | ||
ἐχέτω . Αἱματώδεα πάντα μᾶλλον τῶν πρόσθεν ἄγειν δύναται καὶ μαλθάσσειν : πέπερι , ἐλατήριον , ξυμμίσγειν δὲ καὶ γυναικὸς |
φράσω , ὅθεν τὸ φλέγμα γίνεται ἐν τῷ σώματι . Ἐπήν τις φάγῃ τυρὸν ἢ ὅ τι ἐστὶ δριμὺ , | ||
ὅκως τε καὶ διότι πλεῖον γίνεται ἐν τῷ σώματι . Ἐπήν τι πίῃ ἢ φάγῃ ὁ ἄνθρωπος , ὅ τι |
σιτίσαι μέλιτι πολλῷ , κἄπειτα τῷ δακτύλῳ τὴν γλῶτταν ἡσυχῇ πιέζειν : ἐμεῖ γὰρ φλέγμα πολύ . Λουτρὰ δὲ πλείω | ||
ἐρίοις δι ' οἰνελαίου καὶ διασφίγγειν τὰ ὑπερκείμενα καὶ δίψει πιέζειν ἐπεχομένην τε τὴν κοιλίαν κενοῦν μὴ δριμεῖ κλύσματι ὡς |
γίνεται , τὰ δ ' ἔσω θερμός . Τούτῳ ξυμφέρει ψύγματα προσφέρειν , καὶ πρὸς τὴν κοιλίην , καὶ ἔξωθεν | ||
: ἢν δὲ φρίκην ἔχῃ τὸ σῶμα , ἀνιέναι τὰ ψύγματα . Οὗτος ὁκόταν μάλιστα πονέῃ , ὑπὸ τῆς ὀδύνης |
καὶ φάκιον πιεῖν , ἀπεμέειν δὲ , καὶ ῥοφέειν διδόναι ἄλητον καὶ ἔτι τὸν οἶνον : τῇ δ ' ὑστεραίῃ | ||
ὅ τι μέλλω ἐρέειν : εἴ τις κυκεῶνα πίοι ἢ ἄλητον ἑφθὸν ῥοφοίη , ἤ τι ἄλλο τοιοῦτο , καὶ |
πυριήσας αὐτὸν , σκόροδα δίδου ἐς μέλι βάπτων : ἔπειτα ἐπιπινέτω φάκιον , μέλι καὶ ὄξος μίξας : ἐπὴν δ | ||
μῖξαι , καὶ ἐμεέτω , καὶ ῥοφεέτω ἄλητον , καὶ ἐπιπινέτω οἶνον εὐώδεα : σίτου δὲ μὴ ἁπτέσθω ταύτῃ τῇ |
ὀλίγον βλαστάνειν . Ἕκαστον δὲ τῶν σπερμάτων , ἐὰν ἁδρυνθέντα ἀποπέσῃ , διαμένει πρὸς τὴν ὥραν τὴν ἑαυτοῦ καὶ οὐ | ||
δέ σοι φαίνηται τούτων γενομένων πεπαῦσθαι τὸ σηπόμενον , ὅπως ἀποπέσῃ θᾶττον ἡ ἐσχάρα , τῷ κεφαλικῷ καλουμένῳ φαρμάκῳ μετὰ |
γήρᾳ τῷ μακρῷ κεκοίμημαι . μή μ ' , ὦ μάταιε ναῦτα , τὴν ἄκραν κάμπτων χλεύην τε ποιεῦ καὶ | ||
γαστέρ ' , ἀλλὰ δεῖ βίου οὐκ ἔστιν , ὦ μάταιε , σὺν ῥᾳθυμίᾳ τὰ τῶν πονούντων μὴ πονήσαντας λαβεῖν |
δύνατο προσαμῦναι . χειρὶ δ ' ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα : τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος , ὃ δή μιν Τεῦκρος ἐπεσσύμενον | ||
χέρσον ἰόντα ἠελίοιο μένος : τῶ καὶ μέγα φέρτατον ἄνδρα τεῖρε δυσαλθήτοισιν ὑποδμηθέντ ' ὀδύνῃσιν . Ἐκ δέ οἱ ἕλκεος |
καὶ τήμερόν τί μου ποθεῖν δημιούργημα , παρακαλέσαιμ ' ἂν προσεπιδεῖν τι τῶν ἤδη προειργασμένων . οὐ δεήσει δέ , | ||
τὰ μέσα , ἄλλοτε πρὸς τὰ περὶ τὴν κνήμην : προσεπιδεῖν δὲ καὶ τὰ πλησίον πάντα ἔνθεν καὶ ἔνθεν , |
. ἄνδρα δ ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν ἔλπομαι μὴ χαλκοπάραον ἄκονθ ' ὡσείτ ' ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω παλάμᾳ δονέων | ||
πάτραθε Σώγενες , ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ ' ὥτε χαλκοπάραον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν , ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ |
διαχωρητικοῖσι χρήσθω : καὶ ἢν ἡ γαστὴρ μὴ ὑποχωρέῃ , ὑποκλύζειν κλύσματι μαλθακῷ . Ἡ δὲ νοῦσος χρονίη καὶ ἀπογηράσκοντας | ||
, ἢ ὄξει , ἢ γλυκεῖ : δεῖ δὲ τούτους ὑποκλύζειν τῷ τῆς μαλάχης ἀφεψήματι . [ Περὶ αἵματος ταυρείου |
μετὰ μέλιτος χρῶ . [ θʹ . Αἷμα ἀπὸ μυκτήρων ἀποσπᾶσαι . ] Ἡδύοσμον ἀναλαβὼν μέλιτι καὶ κολλύρια ποιήσας θὲς | ||
] * Τοῦτο εἶπεν , ὅτι ὁ Πορφυρίων ἐπεχείρει βοῦς ἀποσπᾶσαι ἐκ τῶν Δελφῶν , ἄκοντος τοῦ Ἀπόλλωνος : διὸ |
, οἶνον δὲ μὴ προσφέρειν , ἔστ ' ἂν ἡ περιωδυνίη παύσηται : τὸν γὰρ οἶνον ὅταν θερμὴ ἐοῦσα ἡ | ||
, χάσμης , οἶνος ἴσος ἴσῳ ἢ γάλα . Ὠτὸς περιωδυνίη , σικύην προσβάλλειν . Ὅ τι ἂν τῶν ἄνω |
τὸν βουκόλον , τὸν Αἴγωνα , διότι κατέλιπεν αὐτάς . λῶντι νέμεσθαι : καὶ οὐκέτι θέλουσι νέμεσθαι , δηλονότι ζητοῦσαι | ||
κακὸν εὗρον . ἦ μὰν δείλαιαί γε , καὶ οὐκέτι λῶντι νέμεσθαι . τήνας μὲν δή τοι τᾶς πόρτιος αὐτὰ |
: περὶ τούτου προςελήλυθα , οὐ περὶ ἀναλήψεως : μηδεὶς λυπείτω τὸν πατέρα , μηδὲ ἀνάγκῃ ποιείτω τὴν ἀνάληψιν : | ||
” ἔστω . οὐκοῦν ὁ μὲν λόγος αὐτὸς ἑαυτὸν μὴ λυπείτω , εἰ δέ τι ἄλλο σοι κακῶς ἔχει , |
καὶ ὀρνιθίοισι καὶ κολοκύνθῃ καὶ τεύτλοισι : ζωμὸν δὲ μὴ ῥοφεέτω , μηδὲ βάπτεσθαι : ἰχθύσι δὲ χρήσθω σκορπίοισι καὶ | ||
τὸν ἐρυθρὸν ἢ τὸν ἐκ τῆς συκαμίνου , ψυχρὸν δὲ ῥοφεέτω , καὶ καταστήσεται . Ἢν δὲ πνὶξ προσπέσῃ ἐξαπίνης |
οἱ κινοῦντες τὰς κεφαλὰς καὶ τὰ δόρατα , καὶ μὴ ἡσύχως ἀπιόντες καὶ τὸ ὅλον ἀτρόμως , οὐκ εἰώθασιν ὑπομένειν | ||
θεάσῃ . Αὕτως : μάτην , οὕτως , ἀπράκτως , ἡσύχως . ἀτρομέοντα : χάζοντα , ἀκινητίζοντα . λάθρη : |
δ ' ἄρκυες τούτων μὲν ἐλάττους εἰσὶ τοῖς μεγέθεσι , κεκρυφάλῳ δ ' ἐοίκασι κατὰ τὸ σχῆμα , εἰς ὀξὺ | ||
ἔπειτα ὀθόνιον ἄνοδμον περιθεῖσα περὶ αὐτὰς τὰς τρίχας πεπλυμένον , κεκρυφάλῳ πεπλυμένῳ ἢ μηδενὸς ὄζοντι καταδησάσθω τὸ ὀθόνιον ἐπιθεῖσα πρῶτον |
ἐῤῥύη , κατὰ τὸ οὖς τὸ ἀριστερὸν πεσούσης : καὶ μελίκρητον χαλεπῶς κατέπινεν : ῥέγχος εἶχε : πνεῦμα πυκνὸν , | ||
ἔχῃ , λούειν θερμῷ ἑκάστης ἡμέρης , καὶ πίνειν διδόναι μελίκρητον ὑδαρὲς πολλὸν , καὶ ῥοφάνειν τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης |
θαυμαστοί . ὅλους δ ' αὐτοὺς ἀλεπίστους ὀπτήσας μαλακοὺς χρηστῶς προσένεγκε δι ' ἅλμης . μηδὲ προσέλθῃ σοι πρὸς τοὔψον | ||
τοῖς φύλλοις τοῖς ἐκθλιβεῖσι κατάχριε τὸ δῆγμα . τῇ ἀσπίδι προσένεγκε ἁλικακάβου ῥίζαν , καὶ ὑπνώσει . τρίβολον βοτάνην λειώσας |
δῆλον . τὸ γὰρ διάστημα τὸ μεταξὺ τῶν κοίλων τοῦ ἀμφορέως ἔσται ἐν ἄλλῳ διαστήματι μετατεθέντος τοῦ ἀμφορέως . ἆρ | ||
μορίων τοῦ ὕδατος . τούτοις εἰ προσθείης καὶ τὸ τοῦ ἀμφορέως ὡς τοῦ ὕδατος σώματος καὶ τὸ τοῦ μέρους ὡς |
] μέθυσον ἦκα ] ἡσύχως , ἡρέμα βιησάμενος ] βιαζόμενος βρῦκον : τὸ μεμυκὸς στόμα : συνερείδει γὰρ τοὺς ὀδόντας | ||
οἱονεὶ ἄνοιξον βρῦκον ] τὸ μεμυκός , ἢ τὸ βρῦχον βρῦκον ] τρίζον ὀχλίζοις ] διάνοιγε ἀνοχλίζων μὲν τὴν ἄνω |
τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ κἀκεῖ βάλε αὐτόν , καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ | ||
. Εἰς δὲ τὸν λύγγουρον λίθον γλύψον γῦπα , καὶ ὑπόθες ὀλίγον λίβανον καὶ ἀκρόπτερον τοῦ πτηνοῦ καὶ φόρει . |
, τὴν δὲ ϲφίγξιν ἀνιέντεϲ τὸν δεϲμόν , τὸν δὲ θρόμβον ἢ ἐλαίου ἐπιχύϲει ἢ τῇ τῶν δακτύλων ἐπιθάλψει διαλύοντεϲ | ||
ὁμοίωϲ φυράϲαϲ χρῶ . Πρὸϲ ϲπληνικούϲ . Ϲποδὸν κληματίνην καὶ θρόμβον τρυγίαϲ ὄξουϲ φυράϲαϲ τῇ γῇ χρῶ , ἢ ἀφεψήματι |
, ὅς ' ἂν τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσι μ ' οἱ νεώτεροι | ||
ὅς ' ἂν μόνον τύχῃ τις εἰπών , ταῦτ ' ἀπροσκέπτως ποιεῖν ἅπαντα . καὶ καλοῦσί μ ' οἱ νεώτεροι |
κατὰ τὸ βρέγμα , τρυπῆσαι πρὸς τὸν ἐγκέφαλον , καὶ ἰῆσθαι ὡς πρίσμα . Ἄλλη νοῦσος : ῥῖγος καὶ ὀδύνη | ||
τῇ ὑστεραίῃ λούσας θερμῷ θυμιάσαι , καὶ ἢν ῥαγῇ , ἰῆσθαι ὥσπερ ἔμπυον . Ἑτέρη κυνάγχη : φλεγμαίνει τοὔπισθεν τῆς |
τὸ σκέλος , ὁποσαχῶς ἂν μετρίως ἔχῃ : καὶ ἔπειτα κατατεινομένου τοῦ σκέλους εἴτε ξύλῳ ὑπεροειδεῖ εἴτε τούτων τινὶ τῶν | ||
ἐξ ἑκατέρου μέρους φλιῶν ἐχουσῶν κλιμακτῆρα καὶ πλαγίου τοῦ ἀνθρώπου κατατεινομένου . προφέρεται δὲ ἐχομένως περὶ αὐτοῦ τὸν τρόπον τοῦτον |
ἔδει πεσεῖν πλάστιγγα , ἐντεῦθεν δὲ πίπτειν εἰς λεκάνην ὑποκειμένην πληγεῖσαν τῷ κοττάβῳ : καί τις ἦν ἀκριβὴς εὐχέρεια τῆς | ||
ἀποσοβῆσαι τὴν χελιδόνα : τὴν δὲ τοσούτου ἄρα δεῆσαι ἀποφυγεῖν πληγεῖσαν , ὥστε ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς τοῦ Ἀλεξάνδρου καθημένην |
φθοΐσκους ὅσον δραχμιαίους , ὀστράκινον κυθρίδιον καινὸν διάπυρον ποιήσας , περικαθίσας , καὶ περιστείλας ἱματίοισι , θυμιῇν ἐς τὰς μήτρας | ||
ἐξελάσαι : ἰτέης φύλλα ἐπὶ πῦρ ἐπιθεὶς θυμιῇν , καὶ περικαθίσας τὴν γυναῖκα ἐῇν ἄχρις ἂν ὁ καπνὸς ἐς τὴν |
ἄλλως τε καὶ ἀσθενής . Τοῦτον χρὴ ἐλλέβορον πιπίσκειν καὶ φάκιον , καὶ εὐωχέειν ὡς μάλιστα , ἀπεχόμενον τῶν δριμέων | ||
χρόνιον φάναι τὸ ῥεῦμα . Καὶ ἢν πολὺ ἴῃ , φάκιον ξὺν ἑλλεβόρῳ δοῦναι ἐμέσαι : ἔπειτα ἐς τὰς ῥῖνας |
τινες καὶ ἰσχίου ὀδύνην καὶ ἄλλου ἄρθρου καὶ οἴδημα παρούσαις ἀνιστάμενον , καὶ δυσεντερίαν δὲ καὶ ἴκτερον καὶ ἄλλα πολλά | ||
τοὺς παῖδας κατήγαγεν εἰς τὴν πατρῴαν οἰκίαν , Φινέα δὲ ἀνιστάμενον καὶ θελήσαντα καταποντίσαι τὸν ἕτερον τῶν παίδων λακτίσας ὁ |
: κατὰ δὲ τοὺς κενεῶνας καὶ κατὰ τὸ στῆθος χαλαρῇσι ταινίῃσι περιβαλέειν οὕτως , ὅκως μὴ κω - λύωσι τὴν | ||
ὠμόν . Κυανέῃς : μελαίναις . ἐπήτριμα : τρυπημένα . ταινίῃσι : στεφάνοις . Ἀμφοτέροισιν : δύο . ἐπικλύουσιν , |
τἀγαθὰ ἐπινεύειν θεῷ καὶ ταχέως ὁμολογεῖν ; ἀλλ ' οἷς ἐπινεύει τὸ θεῖον , ἅπας ἄφρων ἀνανένευκε . τὴν γοῦν | ||
μὲν τοῦ στομίου φλεγμαίνοντος ἐπίμυσις αὐτοῦ καὶ συναίσθησις ὀδυνώδης , ἐπινεύει δ ' ὡς πρὸς τὸν δακτύλιον , συντείνονται δὲ |
. πρὸς μὲν οὖν τὸν τοῦ ἐξαρθρήματος καταρτισμὸν τὸ σφηνοειδὲς ἐντιθέσθω εἰς τὴν μασχάλην , ἀναγέσθωσάν τε ὑπὲρ κεφαλῆς αἱ | ||
μὴ φιμὸς γένηται , ἐν μὲν ταῖς πρώταις ἡμέραις πριαπίσκος ἐντιθέσθω , ἐν δὲ ταῖς ἐσχάταις πρὸς τὴν κατούλωσιν σωλὴν |
τὸν δὲ κακὸν κινεῖν , ἔστ ' ἂν ἐς ὀρθὰ λάβηις . Τοὶ κακοὶ οὐ πάντες κακοὶ ἐκ γαστρὸς γεγόνασιν | ||
ἦκε , Μητροῖ , πρός με τῆι ἐνάτηι πάντως ὄκως λάβηις καρκίνια : τὴν γὰρ οὖν βαίτην θάλπουσαν εὖ δεῖ |
, τὸ κρέας . τὸ δὲ ἀνύσας Ἀττικὸν ἀντὶ τοῦ ἄνυσον , σπούδασον . Ἀττικοὶ δὲ δασύνουσιν αὐτό . . | ||
“ ἄνοιγε ἀνύσας ” : οὕτως γὰρ ὤφειλεν : “ ἄνυσον ἀνοίξας ” . θᾶττον ] ταχέως . , συντόμως |
ῥίπτε , ταράξας δὲ τὸ ἐν τῷ κρατῆρι ὑγρὸν καὶ περικαλύψας ὀθονίῳ τίθει ἐν ἡλίῳ , καὶ ὅταν ὑποστῇ , | ||
παλαιὸν ἀναζέον ἐς τὸ κοῖλον τῆς πυέλου , καὶ ἀμφικαθίζεσθαι περικαλύψας εἵματι τὴν γυναῖκα , ὡς μὴ παραπνέῃ : ἐπειδὰν |
καὶ οἴνου συνεψήσας , ἕως πάχος σχῇ σύμμετρον , εἰς μοτὸν χρίων ἐπιτίθει . Ῥοιὰν γλυκεῖαν ἑψήσας ἐν οἴνῳ καὶ | ||
καὶ γλίσχρον τῷ δακτύλῳ ψαυόμενον , καὶ ὀλίγον , ἐντιθέναι μοτὸν κασσιτέρινον κοῖλον : ἐπὴν δὲ παντάπασι ξηρανθῇ ἡ κοιλίη |
ἢ ῥάμνου , ἢ τεύτλου , ἢ κολοκύντης χυλὸν ἐκπιέσας ἐγχέαι : ἢ αὐτῆς τὸ μέσον καὶ ἁπαλώτατον περιξέσας μακρὸν | ||
κέρασον εὐζωρέστερον . Οἶνον Θάσιον πίνοις ἄν ; εἴ τις ἐγχέαι . πρὸς ἀμυγδάλας δὲ πῶς ἔχεις ; εἰρηνικῶς . |
πίνειν , ἀλλὰ τὴν σκευασίαν τοῦ οἰνελαίου ἀκριβῶς σκευάσας καὶ χλιάνας πυρίαζον μετὰ σπόγγων τὸν στόμαχον . ἄλλο . θέρμων | ||
οἴνῳ λειώσας κατάπλασσε : ἢ σῦκα λεῖα μετ ' ἐλαίου χλιάνας ἐπιτίθει : ἢ στυπτηρίαν καὶ ἄλευρον ἴσα τρίψας ἐν |
ἕτερον πόδα ἐπὶ ὑψηλοτέρου τινὸς ἔχων , κατορθώσας δὲ τοῖσι θέναρσι τὸ ὀστέον : ῥηϊδίως δὲ κατορθώσεται : ἀγαθὴ γὰρ | ||
κάμνοντα . κατὰ μὲν οὖν ταύτην τὴν ἐμβολὴν ἀδύνατον τοῖς θέναρσι τῆς ἡμετέρας χειρὸς χρώμενον ὠθεῖν ὀπίσω τὴν κεφαλὴν τοῦ |
καὶ βραδύτερον . Ἥκιστα δὲ σκωληκοῦται τὰ δριμέα οὐχ ὅτι ἄσηπτα μόνον , ἀλλ ' ὅτι καὶ ἡ δριμύτης κωλύει | ||
. . . παλαιά τις ἦν συνήθεια τούτοις τοῖς ἀνδράσιν ἄσηπτα καλεῖν , ἅπερ ἡμεῖς ἄπεπτα λέγομεν . . , |
σιτίοισιν ὡς πλεῖστον χρόνον ξυμφέρει , καὶ τοῖσι δριμέσι καὶ ἁλμυροῖσι καὶ λιπαροῖσι καὶ γλυκέσι σιτίοισι καὶ πόμασι χρέεσθαι . | ||
λύσῃς : σιτίοισι δὲ ὀλιγίστοισι χρεέσθω , μήτε δριμέσι μήτε ἁλμυροῖσι : καὶ θυμιήσθω τὸ αἰδοῖον τοῖσι κακώδεσι : κἀπειδὰν |
ἵνα φυλαχθῇ τὸ ὑποκείμενον ἕν , ταὐτὸν δὲ ἵνα μὴ μεταβάλῃ καθ ' ὑπόστασιν , δεκτικὸν τῶν ἐναντίων , τοῦτ | ||
διατηροῦσι γὰρ αὗται . Τὸ γὰρ ὅλον ἐάν τις ἀλλοιώσας μεταβάλῃ τὸ σπέρμα καθάπερ πρότερον ἐλέχθη μεταβάλλειν καὶ τὰ φυτὰ |
: ἀπόκλειε , ἔφελκε . ὅθεν “ ἰλλάσιν ” . ἀποχάλα ] ἐνδίδου καὶ ἐπάφιε . ζωΰφιον , ᾧ χρῶνται | ||
πῶς . ὅπως ] πῶς . εἷλε ] στρέφε . ἀποχάλα ] ἀφίει . λινόδετον ] ἐν λίνῳ δεδεμένην . |
. Ἄλλο : σταφυλῖνον τρίβων ὡς λειότατον , ἐν οἴνῳ διεὶς κεκρημένῳ , πίνειν διδόναι . Ἢν αἱ μῆτραι μὴ | ||
ὕδατι κλύσαι . Ἕτερον : ἐλατήριον ὅσον δύο πόσιας ὕδατι διεὶς , κλύσαι . Ἕτερον : κολοκυνθίδας ἀγρίας δύο ἐν |
κλιμακτῆρα ὑψηλότερόν τινι χρὴ ποιέειν τοῦ μετρίου , καὶ ἱμάτιον πολύπτυχον , ὡς ἂν ἁρμόσῃ , ὑποτείνειν ὑπὸ τὸ σῶμα | ||
κλιμακτῆρα ὑψηλότερόν τινι χρὴ ποιεῖν τοῦ | μετρίου καὶ ἱμάτιον πολύπτυχον , ὡς ἂν ἁρμόσῃ , ὑποτείνειν ὑπὸ τὸ σῶμα |
μὲν πυρρὸς ἦν τὴν κόμην , ὁ δὲ ξανθός . φαρμακοῖσι δὲ , 〛 τοῖς λεγομένοις καθάρμασιν . καθάρμασιν . | ||
δὲ , 〛 τοῖς λεγομένοις καθάρμασιν . καθάρμασιν . . φαρμακοῖσι , καθάρμασι . τοὺς γὰρ φαύλους καὶ παρὰ τῆς |
; δότε μοι ξίφος ὅπως τάχιστ ' , ἢ πινάκιον τιμητικόν . ἅνθρωπος οὗτος μέγα τι δρασείει κακόν . μὰ | ||
καὶ τὰς μακρὰς λεγομένας εἷλκον : ἐν τοῖς ἐπάνω . τιμητικόν : καταδικαστικόν : ὅπου τὴν μακρὰν χαράσσοντες κατεδίκαζον , |
ἡμιμόχθηρον . Κόρυδον , οὐ κορυδαλόν . Καταμύειν , οὐ καμμύειν . Καρατομεῖν : κεφαλοτομεῖν . Λάκαιναν γυναῖκα , Λακωνικὴν | ||
στροβεῖ τὴν ψυχήν , ἴλιγγον αὐτῇ περιτιθεῖσα τὸν καλύπτοντα καὶ καμμύειν ἐκβιαζόμενον τὴν φύσει μὲν βλέπουσαν ὄψιν , ἐπιτηδεύσει δὲ |
νῶτον ἐπαΐξας περιβάλλεται αἰόλα δεσμά , ἰφθίμων δολιχῇσι ποδῶν σειρῇσι πιέζων , σὺν δέ οἱ ἀκραίῃς κοτυληδόσι θερμὸν ἐρείδει αὐλὸν | ||
ῥοπή . Καταῤῥέξειεν : κατακρατήσειεν . ἐπικλίνοι : ἐπιφέροι . πιέζων : συσφίγγων , ἐπισφίγγων . Ἀστεμφεῖς : ἀχώριστοι . |
ὑποδήματος τὸν πόδα δηλοῖ : ὁ δὲ ὀρέστης φησὶ παραχρῆμα προσβὰς τὸν πόδα ἐξέτεινε τὴν χεῖρα : θέλων σφάξαι αὐτὴν | ||
' ἐὰν βαδίζων ποιῇ τὸν περίπατον Μέγαράδε καὶ κατὰ Ἡρόδικον προσβὰς τῷ τείχει πάλιν ἀπίῃς , οὐ μή σου ἀπολειφθῶ |
τε καὶ ἄοινον ἐπιτρέπειν καὶ καθῆραι μὲν ἰϲχυρῶϲ μηδέποτε , ἡϲυχῇ δέ . ἄριϲτον μὲν οὖν ἐϲτι τεῦτλον καὶ μαλάχη | ||
φυϲέων διακρίϲιαϲ : καὶ ἐπιτιθέναι εἴριον καὶ τὼ πόδε λιπαίνοντα ἡϲυχῇ τρίβειν , ἀμφαφόωντα μᾶλλον ἢ πιέζοντα : ἀτὰρ καὶ |
θεῖόν φησιν , ᾧ [ δὴ ] πάντα γίνεται καὶ λωφᾷ . ‖ ‖ Οὐκ ἦν γὰρ εὔλογον ὕδωρ τοσοῦτον | ||
, καὶ οὔρου διελθόντος , κἢν μὴ ἱδρώσῃ , πάντα λωφᾷ : κατὰ τόνδε οὖν τὸν καιρὸν δεῖ τὸ ῥόφημα |
τῆς λύπης , ἣ τὸν οἰχόμενον οὐκ ὠφελοῦσα τὸν ζῶντα ἔκοπτεν . ἰατρὸν μὲν οὖν σοι πείθομαι τὸν τῶν λόγων | ||
ὅλος ἐκτετάχθαι νομίζοιτο , μέρει τινὶ νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἔκοπτεν ἐν τῷ ἕλει δίοδον στενήν , κείρων τε τὸν |
καὶ ἐκέλευσε τοὺς παῖδας ἑνὶ ἑκάστῳ λαβεῖν τὴν δέσμην καὶ συνθλάσαι . οἱ δὲ δοκιμάσαντες οὐκ ἠδυνήθησαν . ὕστερον δὲ | ||
μέγεθος : καὶ ὀρόβους καταῤῥηγνύντας καὶ ἀλέσαντας ἅπαξ , ὡς συνθλάσαι μόνον καὶ διελεῖν , μιγνύναι ταῖς βαλάνοις , καὶ |
καὶ εὐθείας , ἀλλ ' ὅτι καὶ κλητικῆς : ὅπερ ἑνούμενον εὐθείας ἐστίν , ὅμοιον τῷ ἐγὼ γράφω κἀκεῖνος γράφει | ||
γὰρ ὥσπερ κοῦφον ὂν μετάρσιον θερμὸν πέλον καὶ ξηρὸν οὐχ ἑνούμενον τῇ ψυχρᾷ καὶ βαρείᾳ τοῦ ῥείθρου φύσει ὡς ὑγρᾷ |
μετὰ μέλιτοϲ καὶ οἴνου ϲυνεψήϲαϲ ἕωϲ ϲυμμέτρου πάχουϲ εἰϲ μοτὸν ἐπιχρίων ἐπιτίθει . τῶν δὲ ϲυνθέτων κολλητικῶν αἵ τε βάρβαροί | ||
δ ' ἐνίοτε καὶ θαψίᾳ , ποτὲ μὲν μετὰ μέλιτος ἐπιχρίων , ἔστι δ ' ὅτε καὶ διὰ κηρωτῆς . |
μοίρας , ὡς ἐν τῇσι δέκα μοίρῃσιν εἶναι ἀντὶ κεκρημένου ἄκρητον , καὶ ἐπὶ δέκα ἡμέρας πίνειν ἀφαιρέων τὸ δέκατον | ||
κοτὲ δὲ καὶ αἷμα τοῖϲι ἐϲχάτοιϲι ϲκυβάλοιϲι ἐπιρρέει ξανθόν , ἄκρητον , ἀμιγέϲ , ὡϲ δοκέειν φλεβὸϲ ϲτόμιον ἀνεῷχθαι : |
ὑπὸ τὰς ῥῖνας τὰ κακώδεα : σιτίοισι δὲ χρήσθω ὡς μαλθακωτάτοισι καὶ ψυχροῖσι , καὶ τὸν οἶνον ὑδαρέα πινέτω λευκόν | ||
ἐπιπινέτω : ἕως δ ' ἂν διαλείπῃ , σιτίοισιν ὡς μαλθακωτάτοισι χρήσθω . Πυρετὸς τεταρταῖος : τεταρταῖος πυρετὸς ὅταν ἔχῃ |
ϲκευαϲθέντα καὶ ϲταλτικὰ γαϲτρόϲ : εἰ δ ' ἑψήϲαϲ μὴ ἀποχέων τὸ πρῶτον ὕδωρ , εἶτ ' ἀρτύϲαϲ ἁλϲὶν ἢ | ||
θεῖον ἄθικτον , ἕψησον πυρὶ μαλθακῷ ἀπὸ θαλλίων ζʹ : ἀποχέων εἰς οὖρον ἀφθόρου παιδὸς πρόσφατον , ἕψον αὐτὸ ἕως |
Ὁ δὲ Νεόπολις , πληγεὶς ὁμοίως , ταὐτὰ ἔπασχεν : κλυσθέντι δὲ δριμεῖ ἡ κοιλίη κατεῤῥάγη : χρῶμα κατεχύθη λεπτὸν | ||
: πτεροῦ δὲ καθιεμένου , ἤμεσε χολὴν μέλαιναν : καὶ κλυσθέντι κόπρος ὑπῆλθε πουλλή . Ἀριστίωνος δούλης αὐτόματος ὁ ποῦς |
καλεῖ , τίτθη , σε ” καὶ “ βάδιζε καὶ σπεῦδ ' : οὐκ ἀκήκο ' οὐδέν : εὐτυχέστατα . | ||
πρίν ποτ ' ὄντι δοὺς πόσει τάδε πάλιν πρὸς οἴκους σπεῦδ ' ἐμὴν δάμαρτ ' ἔχων , ὡς τοὺς γάμους |
ἐκ τοῦδ ' ὄρνεον . ὥστ ' οὖν ἐσθίων τοῖς σιτίοισιν ἥδομαι . ἅπαντα δ ' εἶναί μοι δοκεῖ ῥοδωνιὰ | ||
καὶ ὀῤῥὸν τὴν ὥρην καὶ γάλα ὄνου πιπίσκειν , καὶ σιτίοισιν ὡς μαλθακωτάτοισι χρῆσθαι καὶ ψυχροῖσιν , ἀπεχόμενον τῶν δριμέων |
πλέονα μοῖραν , μέλιτι ξυμμίξασα , ἡ θεραπευομένη προστιθέσθω . Προσθετόν : κυκλαμίνου τὴν κεφαλὴν καθαίρειν ὕδατι , τρῖψαι , | ||
, νῆστις ὡς μάλιστα , καὶ λούειν πολλῷ θερμῷ . Προσθετόν : αἰγυπτίην στυπτηρίην μαλθακῷ εἰρίῳ περιειλήσασα προστιθέσθω . Ἄλλο |
ἀλλ ' ἑτέρωθεν ἐπινοήσαντα καὶ παρασκευασάμενον ἐφόδιον ἐξελθεῖν , καὶ πληρώσαντα τὸ προσταχθὲν ὕστερον κατηγορεῖν τοῦ ταμίου καὶ εἰσπράττεσθαι τὰ | ||
καὶ τῶν ὅρκων γενομένων , τὸν Θεμιστοκλέα κύλικα τοῦ αἵματος πληρώσαντα ἐκπιεῖν καὶ παραχρῆμα τελευτῆσαι . καὶ τὸν μὲν Ξέρξην |
ὦμον , ὡς μὴ περιέλκηται τὸ σῶμα τῆς χειρὸς τῆς σιναρῆς ἐπὶ θάτερα τεινομένης : ἔπειτα ἱμάντος μαλθακοῦ πλάτος ἔχοντος | ||
: ἔπειτα λαβόμενον τῇσι χερσὶ τῇσιν ἑωυτέου τῆς χειρὸς τῆς σιναρῆς , κατατείνειν αὐτὴν , τὴν δὲ πτέρνην ἐς τὴν |
φανέντων οὐδὲν ἄλλο ἔτι οἰωνιζόμενοι ἐπορεύοντο , ὡς οὐδένα ἂν λύσαντα τὰ τοῦ μεγίστου θεοῦ σημεῖα . Προϊόντι δὲ τῷ | ||
μέγιστον τῶν τοῦ ταλάντου μερῶν , ὡς εἰς ὄνομα κατακερματίσαι λύσαντα τὸ τάλαντον , ἐπεὶ καὶ τρίτον ἂν εἴποις ταλάντου |
στερεός τε πεφύκῃ , ἕψειν εἰς ἅλμην καθαρὴν τρία φύλλα καθέντα : ἂν δ ' ᾖ πυρρὸς ἰδεῖν καὶ μὴ | ||
πολὺ προανακεχώρηκεν ἡ ὑστέρα , καθάπερ ἔμπροσθεν ὑπεδείξαμεν . διόπερ καθέντα τὴν χεῖρα καὶ ψαύσαντα τοῦ κεφαλίου προβιβάζειν αὐτὸ κατ |
οὐ γὰρ πᾶσιν αἱ αὐταὶ προσφιλεῖς ἀλλὰ μᾶλλον ἐν ταῖς κακώδεσι καὶ βαρείαις ὧν ἔνιαί γε κοιναὶ πᾶσιν οἷον αἱ | ||
μὴ λουέσθω , σιτίοισιν ὀλίγοισι χρήσθω , τὰ αἰδοῖα τοῖσι κακώδεσι θυμιήσθω , καὶ ἐπὴν ἄρχηται περιχωρέειν , τὴν σφενδόνην |