τε καὶ τῷ ποτῷ καὶ ϲκόρδου γεύεϲθαι τηνικαῦτα ϲυμφέρει . λυθείϲηϲ δὲ τῆϲ ἐμφράξεωϲ καὶ ὑπαχθείϲηϲ τῆϲ κοιλίαϲ καὶ τὴν
τὴν ἀρχὴν τοῦ αἰδοίου τὸ δέρμα τέμνοντεϲ κυκλοτερῶϲ ἕνεκα τοῦ λυθείϲηϲ τῆϲ ϲυνεχείαϲ ἕλκεϲθαι κάτω τὸ δέρμα μέχρι τοῦ ἐϲκεπάϲθαι
6541672 Βοιωτιακου
Πυθίου καὶ τοῦ Ὀλυμπίου . περὶ δὲ τοῦ Ἅρματος τοῦ Βοιωτιακοῦ οἱ μέν φασιν ἐκπεσόντος ἐκ τοῦ ἅρματος ἐν τῇ
μέμνηται τοῦ τῶν Ὀρχομενίων καταλόγου , χωρίζων αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ Βοιωτιακοῦ ἔθνους . καλεῖ δὲ Μινύειον τὸν Ὀρχομενὸν ἀπὸ ἔθνους
6521357 παλλω
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον
6434454 πησσω
ἡ κιβωτός : παρὰ τὴν ἀντί πρόθεσιν καὶ † τοῦ πήσσω , . , , . . α . .
, τὸ καίω , Αἴτνη , ὡς φάγω φάτνη , πήσσω πάχνη , . , ; . . α .
6424995 ΔΓΕ
εἰσι τῶν χρόνων , ἐν οἷς τά τε ΑΔΓ , ΔΓΕ ἡμικύκλια ἀνατέλλει καὶ αἱ ἀπεναντίον περιφέρειαι αἱ ΑΔ ,
' εὐθείας ἔσονται . Ἔστω δύο τρίγωνα τὰ ΑΒΓ , ΔΓΕ τὰς δύο πλευρὰς τὰς ΒΑ , ΑΓ ταῖς δυσὶ
6421847 ὑπογυιον
. ἄρτι . ἄρτι : τοῦτο σημαίνει τὸ παρὸν καὶ ὑπόγυιον καὶ τὸ παραυτίκα μέλλον γίνεσθαι . ἐπιεικῶς . ἱκανῶς
. καὶ τὸ σκεῦος . χθιζόν : χθεσινόν . ἢ ὑπόγυιον . χορός σημαίνει δʹ : τὸ χορεύειν . οἱ
6410757 ἀλδησκω
πηδῶ πλεονασμῷ τοῦ δ , καὶ ἐξ αὐτοῦ ἀλδαίνω καὶ ἀλδήσκω , ἀπ ' αὐτοῦ δὲ καὶ ἀμαλδύνειν λέγεται τὸ
τὸ μηδέποτε λείπειν : μήτε θέρους : μήτε χειμῶνος : ἀλδήσκω τὸ αὐξάνω : παρὰ τὸ ἀλῶ , ἀλήσκω καὶ
6410258 μεταπεμφθεις
κελευσθεὶς : ἥκω , φησὶν , ὑπὸ σοῦ κελευσθεὶς καὶ μεταπεμφθείς . καίτοι γὰρ οἶδα δυσμενῆ σε , ὅμως τούτου
ἐπὶ ὀργιζομένου . ἀνάκλητος καὶ μετάκλητος : ὁ μετακληθεὶς καὶ μεταπεμφθείς , ὥσπερ καὶ μετάπεμπτος . ἀβελτεροκόκκυξ : ἀβέλτερος καὶ
6408424 Βραυρων
ἡ Λεοντὶς φυλή . Τὸν γοῦν τῆς Βραυρωνόθεν ἱερείας . Βραυρών : τόπος Ἀθήνησιν ἀπὸ Βραυρῶνός τινος ἥρωος , ἔνθα
. . Βουρδίγαλα : πόλις Κελτογαλατίας . * . . Βραυρών : δῆμος τῆς Ἀττικῆς , ἀπὸ Βραυρῶνος , ἀφ
6393624 ὑδρωποϲ
κοτὲ πολλὸν ἀπὸ τοῦ κώλου ὕδωρ , δυϲεντεριώδεα τρόπον : ὕδρωποϲ τόδε μυρίουϲ ἐρρύϲατο . τὰ μὲν ἕλκεα , ὡϲ
παρακολουθεῖ , καὶ παραρρέουϲιν αἱ ϲάρκεϲ ἐξοιδήϲαϲαι πρότερον ὡϲ ἐπὶ ὕδρωποϲ , ληθαργικοί τε γίνονται καὶ καταφορικοί . Ἐραϲίϲτρατόϲ φηϲιν
6373305 σπανιακις
ἱμάτιον ᾖ . μέτει δὲ ἀπόρρητα καὶ ξένα ῥήματα , σπανιάκις ὑπὸ τῶν πάλαι εἰρημένα , καὶ ταῦτα συμφορήσας ἀποτόξευε
τὰ σώματα . Διὰ τί πταρμὸς σπανιάκις γίνεται εἷς καὶ σπανιάκις πολλοί , ἀλλὰ πταρμοὶ πλεονάκις γίνονται κατὰ δύο ;
6366400 μετανισταται
' ἀνδριάντος ἀψύχου τρόπον πεπηγυῖαν . τῆς γὰρ Χαλδαϊκῆς οὐ μετανίσταται χώρας , τουτέστι τῆς περὶ ἀστρονομίαν θεωρίας οὐ διαζεύγνυται
ἔλαχεν αὕτη κλῆρον , ἀποπομπαῖον καλοῦσιν οἱ χρησμοί , ἐπειδὴ μετανίσταται καὶ διῴκισται καὶ μακρὰν ἀπελήλαται σοφίας . ἐπισήμων γε
6365394 ἀναζευξαντες
τοὺς πολιορκουμένους οἱ περὶ Λυσίμαχον , τηρήσαντες νύκτα χειμέριον , ἀναζεύξαντες ἐκ τῆς παρεμβολῆς διὰ τῶν ὑπερδεξίων τόπων ἀπεχώρησαν εἰς
Ἀλεξάνδρου δὲ τὴν Ἀλεύου καὶ Θετταλῶν προδοσίαν τοῖς Ἕλλησι μηνύσαντος ἀναζεύξαντες οἱ Ἕλληνες δι ' Ἀλέξανδρον ἐσώθησαν . καίτοι τούτων
6334490 ῥαγεντοϲ
ἐντέρου κατολίϲθηϲιϲ . γίνεται δὲ ἢ διὰ ῥῆξιν τοῦ περιτοναίου ῥαγέντοϲ κατὰ τὸν τοῦ κενεῶνοϲ τόπον ἢ δι ' ἐπέκταϲιν
λευκὸϲ γάρ ἐϲτι τῇ χρόᾳ ὁ κερατοειδὴϲ χιτών , οὗ ῥαγέντοϲ προέπεϲεν ὁ ῥαγοειδήϲ . ἀλλὰ καὶ τὸ μέγεθοϲ τῆϲ
6322366 Κεραμβος
τι καὶ ἄπιστον χρῆμα χειμῶνος ἐπεῖναι μέλλειν . ὁ δὲ Κέραμβος ὑπὸ μεγαλαυχίας ἐκ νεότητος οἷα θεοβλαβὴς ἀπελαύνειν μὲν ἐκ
, Φαίδων Λευκανοὶ Ὄκκελος καὶ Ὄκκιλος ἀδελφοί , Ἀρέσανδρος , Κέραμβος Δαρδανεὺς Μαλίων Ἀργεῖοι Ἱππομέδων , Τιμοσθένης , Εὐέλθων ,
6309453 ἀναδιπλασιασμῳ
παρακείμενος ἤνοθα συνήθως τραπέντος τοῦ ε εἰς ο καὶ Ἀττικῷ ἀναδιπλασιασμῷ ἀνήνοθα . Ζηνόβιος , , . . α .
, ὁ πληθύων . ἀπὸ τοῦ χλῶ παράγωγον χλάζω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ καχλάζω , οὗ παρατατικὸς ἐκάχλαζον . τὸ οὖν χλῶ
6294132 Αὐσονος
γενικῆς , ὡς Ἑλικωνίς τῆς Ἑλικῶνος , Βίστονος Βιστονίς , Αὔσονος Αὐσονίς . ἴσως δὲ καὶ τὸ Ἀβαντιάς ἀπὸ τοῦ
ἀπὸ Αὔσονος τοῦ Ἰταλοῦ καὶ Λευταρίας υἱοῦ ἄλλοι δὲ ἐξ Αὔσονος ἑτέρου φασί . * κλέτας τὴν κλιτὺν τὴν ἀκρώρειαν
6293867 μητραϲ
τε καὶ τὰϲ ϲκληρίαϲ τοῖϲ ἐπὶ ϲκίρρων τε καὶ ϲκληρωμάτων μήτραϲ εἰρημένοιϲ ἰαϲόμεθα , τὰϲ δὲ ὑδερικὰϲ παρεγχύϲειϲ διὰ τῶν
τὰ κονδυλώματα . αἱμορροΐδεϲ δὲ γίνονται περὶ τὸ ϲτόμιον τῆϲ μήτραϲ ἢ τὸν τράχηλον : αἳ καταληφθήϲονται διωπτριϲμένων τῶν μερῶν
6293049 Στυρα
ἐθνικὸν Στυμφάλιος καὶ Στυμφαλία Ἄρτεμις καὶ λίμνη καὶ γυνή . Στύρα , πλησίον Καρύστου , τῆς Εὐβοίας πόλις . ὁ
ἡμᾶς ἔτι τῷ ὀνόματι , οὐδὲν ὁμοίως καὶ Εὐβοέων οἱ Στύρα ἔχοντες . εἰσὶ γὰρ καὶ οἱ Στυρεῖς Δρύοπες τὸ
6289627 Νεαπολιτας
ὁμόρων ὄντων καὶ σφόδρα τοὺς Ἕλληνας ἀσπαζομένων , τἀναντία τοὺς Νεαπολίτας ἀξιώσοντες μήτε σύμβολα ποιεῖσθαι πρὸς τοὺς Ῥωμαίους ἢ τοὺς
καὶ ἀποδυρομένων κατὰ τῶν Νεαπολιτῶν , πρέσβεις ἐψηφίσατο πρὸς τοὺς Νεαπολίτας ἀποστεῖλαι τοὺς ἀξιώσον - τας αὐτοὺς μηθὲν εἰς τοὺς
6279235 Ἀριστιωνος
εἰρημένον τρόπον κατελύθη . Ἐπ ' ἄρχοντος δ ' Ἀθήνησιν Ἀριστίωνος Ῥωμαῖοι κατέστησαν ὑπάτους Τίτον Κοΐντιον καὶ Αὖλον Κορνήλιον Κόσσον
δεῖ γάρ με καὶ ταῦτα ὑμᾶς διδάξαι . Κατηγορήσειν ἔμελλον Ἀριστίωνος καὶ Φιλίνου καὶ Ἀμπελίνου καὶ τοῦ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν
6276440 στραφεντος
τοιούτου δ ' ὄντος ἀδύνατον ἐξ ἐναντίας ἔμφασιν γίνεσθαι μὴ στραφέντος τοῦ τύπου . τοῦτο δ ' ὑπὸ τίνος ἔσται
ἐν τῆι γενέσει οἷον καὶ τὴν ῥάχιν τοιαύτην ἔχειν ὅτι στραφέντος καταχθῆναι συνέβη . . . , καλεῖ δὲ τὸ
6275251 ττ
σ μετὰ τοῦ α ψιλοῦ τρέπεται καὶ διὰ τῶν δύο ττ λέγεται Ἀττικῶς . σημαίνει δὲ τὸ τινά ψιλούμενον ,
] ? ? [ ] ἀνδρὸς παρὰ τὸν ἀδελφὸν αὐτὸν ττ ? [ ! ] ? [ ] οὐ παντὸς
6263416 ἐλω
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ ,
6257757 ἀφετηρ
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ
εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ
6243434 Βολβιτινον
ὁ πολίτης Βολβιτινίτης . τὸ κτητικὸν Βολβίτινος , ἔνθεν καὶ Βολβίτινον ἅρμα . . π . μον . λέξ .
ἐπὶ Ψαμμιτίχου τριάκοντα ναυσὶ Μιλήσιοι κατέσχον εἰς τὸ στόμα τὸ Βολβίτινον , εἶτ ' ἐκβάντες ἐτείχισαν τὸ λεχθὲν κτίσμα :
6242767 κολυμβηθρα
ἀνωτέρα κινδύνου παντὸς ἡ πόλις . ἐξ ὅτου γὰρ ἡ κολυμβήθρα τοῦ θείου βαπτίσματος τὸ τῶν Σκυθῶν ἔθνος τῷ χριστωνύμῳ
, κείρασθαι δὲ ἐπὶ ἀνθρώπων . Δεξαμενὴ καὶ δεξαμένη καὶ κολυμβήθρα . Εὐσχήμων ὁ καλὸς καὶ σύμμετρος , οὐχ ὁ
6240014 δεικω
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ
6222837 Μανδροβολου
Ἔφορος δεδήλωκεν ἐν τῆι θ . . . ἐπὶ τὰ Μανδροβόλου : ἐπὶ τῶν εἰς τὰ χείρονα τρεπομένων . ἀπὸ
Μανδροβόλου : ἐπὶ τῶν εἰς τὰ χείρονα τρεπομένων . ἀπὸ Μανδροβόλου τινὸς τὸ ἐν Σάμωι γεωφάνιον εὑρόντος καὶ πρῶτον μὲν
6220806 Ὠγυγου
Ὠγύγια δ ' εἰς πυλώμαθ ' : ἐπειδὴ παρὰ τῷ Ὠγύγου τοῦ Βοιωτοῦ τάφῳ ἔκειντο καὶ οὐχ ὅτι Ὤγυγος αὐτὰς
Ἀχαΐαν ὀνομάσαντες τὴν χώραν . ἀπὸ μὲν οὖν Τισαμενοῦ μέχρι Ὠγύγου βασιλευόμενοι διετέλουν : εἶτα δημοκρατηθέντες τοσοῦτον ηὐδοκίμησαν περὶ τὰς
6204399 πρωτηϲ
τῶν ξηραινόντων δὲ τῆϲ δευτέραϲ ἐϲτὶ τάξεωϲ ἀρχομένηϲ ἢ τῆϲ πρώτηϲ τελευτώϲηϲ . ἐναφεψόμενον δὲ ἐλαίῳ διαφορητικόν τε καὶ ἀνώδυνον
οὗτοϲ δὲ ὁ πυρετὸϲ ὡϲ ἐπίπαν οὐκ εὐθὺϲ ἀπὸ τῆϲ πρώτηϲ ἡμέραϲ εἰϲβάλλει μετὰ ῥίγουϲ , ἀλλ ' ἐνίοτε ἐξ
6202404 Μελιβοιας
, Ἡσίοδος δὲ αὐτόχθονα . τούτου καὶ τῆς Ὠκεανοῦ θυγατρὸς Μελιβοίας , ἢ καθάπερ ἄλλοι λέγουσι νύμφης Κυλλήνης , παῖς
. Ὁ μὲν ἐπὶ τῷ στρατηγεῖν ἔτι καὶ τοὺς ἐκ Μελιβοίας ἐπὶ Τροίαν ἀνάγων τιμωροὺς Μενελάῳ κατὰ τοῦ Φρυγὸς Φιλοκτήτης
6194745 διαβητεω
* * † αἴ * * * * * Θεραπεία διαβήτεω . Ὕδρωποϲ ἰδέη τὸ διαβήτεω πάθοϲ αἰτίῃ καὶ διαθέϲει
οὐδὲ ἀνώλεθρον τρωθὲν ἔντερον . Περὶ διαβήτεω . Θῶμα τὸ διαβήτεω πάθοϲ , οὐ κάρτα ξύνηθεϲ ἀνθρώποιϲι : ϲαρκῶν καὶ
6180076 Συρου
, ὕστερον δὲ Χαλδαία , τὸ τελευταῖον δὲ ἀπὸ † Σύρου τοῦ Σούσου Ἀσσυρία . εἴρηται εἰς τὸ Συρία ,
δὲ ἐκλήθη ἀπὸ Σύρου τοῦ Αἰθίοπος , οἱ δὲ ἀπὸ Σύρου Χαλδαίου : οἱ δὲ τὴν παράλιον Συρίαν ἀπὸ Κιλικίας
6179805 διελεγχεται
καταλαμβάνοντες , φωτὸς συνεργοῦντος , ᾧ πάντα αὐγάζεταί τε καὶ διελέγχεται , ὦτα δ ' , ὡς ἔφη τις οὐκ
ἐπὶ τρίτου οὐ τίθεται : ὑπὸ γὰρ συζύγου τοῦ οἷ διελέγχεται . καὶ σαφὲς ὅτι καὶ τὸ οἷ οὐκ ἐπὶ
6177530 τετειχισμενον
τῶν πασῶν , μέρος μέν τι ἔχουσα ἐπ ' ὄρει τετειχισμένον , τὸ δὲ πλέον ἐν πεδίῳ πρὸς τῷ λιμένι
Ἔφορος τὸ πρῶτον κτίσμα εἶναι Κρητικόν , ὑπὲρ τῆς θαλάττης τετειχισμένον , ὅπου νῦν ἡ πάλαι Μίλητός ἐστιν , Σαρπηδόνος
6175368 ἐτυπον
ἐτυψάτην Πληθ . ἐτύψαμεν ἐτύψατε ἔτυψαν Ἀορίϲτου βʹ Ἑν . ἔτυπον ἔτυπεϲ ἔτυπε Δυ . ἐτύπετον ἐτυπέτην Πληθ . ἐτύπομεν
, ἐδάρην ἐδάρης , τέτυφα τέτυφας , ἔτυψα ἔτυψας , ἔτυπον ἔτυπες . ἔτι καὶ τὰ τρίτα ὁμοτονεῖ τοῖς δευτέροις
6173262 κοιλαινω
γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες
γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς :
6171366 αἱμασια
. μήποτε ὁ φραγμός , τουτέστι τὸ περίφραγμα καὶ ἡ αἱμασιά , οὕτω καλεῖται , παρὰ τὸ ἐρύκειν ἢ παρὰ
πηγή : ταύτης τὰ μὲν πρὸς τοῦ ναοῦ λίθων ἀνέστηκεν αἱμασιά , κατὰ δὲ τὸ ἐκτὸς κάθοδος ἐς αὐτὴν πεποίηται
6171166 Ποσειδωνιας
Τροιζῆνος τοῦ Πέλοπος . ἐκαλεῖτο δὲ Ἀφροδισιάς καὶ Σαρωνία καὶ Ποσειδωνιάς καὶ Ἀπολλωνιάς καὶ Ἀνθανίς . τὸ ἐθνικὸν Τροιζήνιος καὶ
Τροιζῆνος τοῦ Πέλοπος . ἐκαλεῖτο δὲ Ἀφροδισιάς καὶ Σαρωνία καὶ Ποσειδωνιάς καὶ Ἀπολλωνιάς καὶ Ἀνθανίς . τὸ ἐθνικὸν Τροιζήνιος καὶ
6166769 πηδω
ἀνώρμησεν : ἐκ τοῦ ὀρούω ὀρύω ὡς πλήθω πληθύω , πηδῶ πηδύω , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ο βοιωτικῶς γίνεται ὀρούω
Σπεκίωσος ὄνομα κύριον : πλὴν τοῦ σπαίρω τοῦ δηλοῦντος τὸ πηδῶ . Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς στε συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ
6163316 Φειδιππου
ἄπο Θεσσαλίην λαοὶ μετεφημίξαντο . Οἱ δὲ ἀπὸ Θεσσαλοῦ τοῦ Φειδίππου πατρὸς , τοῦ Ἡρακλείδου , μετὰ τὰ Τρωϊκὰ κληθῆναι
: τινὲς δὲ ἀπὸ Ἐφύρας τῆς Θεσπρωτίδος ἀπογόνους Ἀντίφου καὶ Φειδίππου , τῶν Θετταλοῦ τοῦ Ἡρακλέους , ἐπελθόντας ἀπὸ Θετταλοῦ
6163260 σμω
χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω ,
σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον
6162951 χαλκιου
ὕδωρ ζεστόν , ἐντιθεμένου εἰς αὐτὸ τοῦ σκεύους , οἷον χαλκίου ἢ ἑτέρου μὴ ῥηγνυμένου . θεραπεύσει ταγγὸν ἔλαιον καὶ
οἶνον φέρε . οὐκ ἀλλὰ τοῦτό γ ' ἐπίχυσις τοῦ χαλκίου . κἄγειν ἐκεῖθεν κακκάβην ἀλλ ' οὐ γὰρ ἔμαθε
6157331 φωτιζω
Κευθομένην ἀπὸ τοῦ εἴκω τὸ ὑποχωρῶ καὶ τοῦ εὔω τὸ φωτίζω , ὅθεν τὸ φωτίζον ὑποχωρεῖ . ἤγγειλαν : ἐμήνυσαν
. . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ αὖσον κατὰ μετάθεσιν
6150072 Ὀρνυτιωνος
ἀπῴκησεν ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος , Θόας δὲ Ὀρνυτίωνος υἱὸς νεώτερος κατέμεινεν ἐν τῇ Κορίνθῳ . Θόαντος δὲ
τὸ δὲ ὄνομα προϋπῆρχεν ἤδη τῇ χώρᾳ , Φώκου τοῦ Ὀρνυτίωνος γενεᾷ πρότερον ἐς αὐτὴν ἐλθόντος . ἐπὶ μὲν δὴ
6148214 μασταξ
οἱονεὶ μαίνεσθαι . μαρμαρυγάς τὰς συνεχεῖς τῶν ποδῶν κινήσεις . μάσταξ τὸ στόμα : “ μάστακ ' ἐπεί κε λάβῃσι
νάω : ἀφ ' οὗ καὶ ὁ μαστὸς καὶ ἡ μάσταξ . . . . . μαστεύω , . .
6147355 Ταρραιου
, πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . Τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας
, πόλις Κρήτης , Ἀγαμέμνονος κτίσμα , ἀπὸ Λάμπου τοῦ Ταρραίου . τὸ ἐθνικὸν Λαμπαῖος . Κλαύδιος δὲ Ἰούλιος Λαμπέας
6146641 δυσιος
δὲ ἔαρ καὶ τὸ θέρος , πάνυ ἄνυδρον μέχρι πληϊάδων δύσιος : εἰ γάρ τι καὶ ἐγένετο , ἦν ὅσον
μέχρι ἀρκτούρου ἐπιτολῆς , φθινόπωρον δὲ ἀπὸ ἀρκτούρου μέχρι πλειάδων δύσιος . Ἐν μὲν οὖν τῷ χειμῶνι ξυμφέρει πρὸς τὴν
6146158 οὐϲιν
ῥοιάϲ , κράνου καρπόν . ποτὸν δὲ ἀπυρέτοιϲ μὲν αὐτοῖϲ οὖϲιν οἶνοϲ ὑδαρὴϲ ὀλίγοϲ ἔϲτω , πυρέττουϲι δὲ τῶν εἰρημένων
ὑγραίνει . τοῖϲ τοιούτοιϲ αἱ τρίχεϲ τῆϲ κεφαλῆϲ βρέφεϲι μὲν οὖϲιν ὑπόπυρροι , παιϲὶ δὲ ὑπόξανθαι , τελειουμένοιϲ δὲ γίγνονται
6145785 Ἀρξομαι
' ἔδοξα μᾶλλον ἑτέρων τὰ περὶ τὸν βίον ἀκριβῶσαι . Ἄρξομαι δ ' ἀφ ' οὗπερ ἀναγκαῖον ἄρξασθαι . Μωυσῆς
τοῦ πράγματος : ταῦτα γὰρ καὶ ὅσια καὶ δίκαια . Ἄρξομαι δὲ ἐντεῦθεν . Ἐπειδὴ χορηγὸς κατεστάθην εἰς Θαργήλια καὶ
6143172 Πινδου
, ῥέων διὰ τῶν Τεμπῶν , καὶ ἀρχόμενος ἀπὸ τοῦ Πίνδου ὄρους , καὶ διὰ μέσης Θεσσαλίας καὶ τῶν Λαπιθῶν
εἴποι τις : ὁ γὰρ Ἀχελῷος ποταμὸς ῥεῖ μὲν ἐκ Πίνδου ὄρους , ἐκβάλλει δὲ παρ ' Οἰνιάδας ἐς θάλασσαν
6132705 τερπω
τοῦ Ψ , οὕτω καὶ ἐπὶ τοῦ λείβω λείψω καὶ τέρπω τέρψω καὶ γράφω γράψω καὶ κόπτω κόψω διὰ τοῦ
φ ἢ π ἢ πτ , οἷον λείβω † γράφω τέρπω κόπτω : ἡ δὲ δευτέρα διὰ τοῦ γ ἢ
6131485 θηγω
λευκῇ μυθιάζομαι ῥήσει , καὶ τῶν ἰάμβων τοὺς ὀδόντας οὐ θήγω , ἀλλ ' εὖ πυρώσας , εὖ δὲ κέντρα
θήγω : τὸ ἀκονῶ . παρὰ τὸ θοῶ θοήγω καὶ θήγω , τουτέστι θοὸν καὶ ὀξὺ ποιῶ . Ὅμηρος :
6124877 ἀμελγω
. , . . . . Ἀπεμόρξατο : ἀπὸ τοῦ ἀμέλγω ἀμελξάμην ἀμέλξατο , καὶ τροπῇ τοῦ ε εἰς τὸ
τοῦ σημαίνοντος τὸ ἐκπιάζω , μεταθέσει τοῦ ρ εἰς λ ἀμέλγω , καὶ ἀμολγός ὁ ἐκπιάζων τὰ πρόβατα . λοιπόν
6124474 Μολοσσων
. τῆς μέν τοι Δωδώνης Δωδωναῖος . Ἑκαταῖος Εὐρώπηι : Μολοσσῶν πρὸς μεσημβρίης οἰκέουσι Δωδωναῖοι . , : ὑπὸ Ἀμφιλόχου
Ἀσπαλὶς παρθένος οὖσα ἑαυτὴν ἀπηγχόνισεν . Μούνιχος ὁ Δρύαντος ἐβασίλευσε Μολοσσῶν καὶ ἐγένετο μάντις ἀγαθὸς καὶ ἀνὴρ δίκαιος . ἔσχε
6121963 ἐκθεοντες
πολλὰ συνέτριβον , βρόχοις δὲ τὰ δρέπανα περιέσπων καὶ πολλάκις ἐκθέοντες ἄφνω συνετάρασσον ἀεί τι καὶ κτείναντες ἐπανῄεσαν . ὡς
θύρας , αἵτινες αὐτοῖς κατὰ τὰ μεσοπύργια μικραὶ ἦσαν , ἐκθέοντες ἐκ χειρὸς ἔπαιον τεταραγμένους . Ἀλέξανδρος δὲ πέμπει Ἀλκέταν
6120769 ἑλκωϲεων
οἱ πολύποδεϲ ἐν ταῖϲ ῥιϲὶν γεννῶνται , κατὰ δὲ τῶν ἑλκώϲεων αἱ ὄζαιναι καὶ κατὰ τῶν παρὰ φύϲιν ἐκκρίϲεων αἱ
ἐπιγίγνεϲθαι . μετὰ δὲ τὴν τῶν φλεγμονῶν παρακμὴν καὶ τῶν ἑλκώϲεων βαλανεῖον ϲυνοίϲει καὶ οἶνοϲ λεπτὸϲ ϲύμμετροϲ καὶ εὔχυμοϲ ,
6119587 πανα
| * εντα ? ? ? ? * | * πανα * | * ! εκα * | * Θούριοι
| * εντα ? ? ? ? * | * πανα * | * ! εκα * | * Θούριοι
6118862 Τοσαυτ
, αὐτὸς σὺ ἕξεις καὶ ἄλλῳ δεικνύναι αὐτῶν ἕκαστον . Τοσαῦτ ' εἰπὼν δεξιάν τε λαβὼν τοῦ Γωβρύα καὶ ἀναστὰς
σιγῇ παρελθεῖν ὥστε μηδ ' ἐν κεφαλαίῳ μνησθῆναί τινων . Τοσαῦτ ' οὖν ἀπόχρη προσθεῖσιν ὅτι φησὶ Φιλόχορος πορθουμένης τῆς
6118056 ὁρμωνται
ἐπὶ δυσκρασίᾳ τῶν μορίων ἐκείνων γινομένην , ὅθεν αἱ δυνάμεις ὁρμῶνται , τοῖς ἐναντίοις ἰᾶσθαι προσήκει , θερμαίνοντας μὲν τὰς
τὰ ἐναντία πράττουσιν . ἐπειδὰν οὖν θεάσωνται ταῦτα , εὐθὺς ὁρμῶνται ἐπὶ τὰ ξηραίνειν καὶ παχύνειν τοὺς χυμοὺς δυνάμενα καὶ
6117423 Θυνιαδα
μὲν Ἑλλήνων φησὶ προσαγορεύεσθαι τήν τε χώραν καὶ τὴν νῆσον Θυνιάδα , ὑπὸ δὲ τῶν βαρβάρων Θυνίαν . Ὑπερβορέων ἀνθρώπων
μὲν Ἑλλήνων φησὶ προσαγορεύεσθαι τήν τε χώραν καὶ τὴν νῆσον Θυνιάδα , ὑπὸ δὲ τῶν βαρβάρων Βιθυνίαν . . .
6115306 Ἀποφλεγματισμος
αʹ . κόψας καὶ σήσας ἐπίπασον τὴν κεφαλήν . [ Ἀποφλεγματισμὸς χειμερινός . ] Λαβὼν ὑσσώπου ⋖ δʹ . ὀριγάνου
εἰς γλοιοῦ πάχος χρῶ ἐν βαλανείῳ ὡς κάλλιστον . [ Ἀποφλεγματισμὸς κατασπῶν ἐκ τοῦ κρανίου φλέγμα . ] Ἀγριοσταφίδας μετὰ
6113824 ἐκπορθησαι
εἰς τὸν ἐμὸν οἶκον θορεῖν καὶ πηδᾶν καὶ ὁρμᾶν καὶ ἐκπορθῆσαι ἐμὲ ἐκ τῶν πωλικῶν ἤτοι παρθενικῶν καθεδρῶν . τὸ
βασιλεῖ Περσῶν τοῦ δέξασθαι τὸν βασιλέα Ἰνδῶν πολεμοῦντα αὐτῷ καὶ ἐκπορθῆσαι πᾶσαν τὴν ὑπ ' αὐτοῦ βασιλευομένην γῆν . Καὶ
6113112 Ἀβαντιας
τῆς Ἀσίας , ὅσαι ὁμοίως εἰς τὰ δεξιὰ κεῖνται . Ἀβαντιὰς ἔπλετο Μάκρις ] τουτέστιν Εὔβοια . Οὕτω δὲ Μάκριν
. . Μαρτυρεῖ δὲ τῷ προτέρῳ λόγῳ ἀπὸ τοῦ Ἀβάντιος Ἀβαντιὰς τὸ Ἀβαντία θηλυκόν : ὅπερ που κατὰ βαρβαρικὴν τροπὴν
6110915 κινηϲεωϲ
ἀραιοῦται δ ' αὐτοῖϲ καὶ τὸ δέρμα ἐκ τῆϲ ϲφοδρᾶϲ κινήϲεωϲ καὶ πλείϲτη διαφόρηϲιϲ γίγνεται καὶ διὰ τοῦτο ξηρότηϲ .
χρόνου κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ πρὸϲ χρόνον κινήϲεωϲ καὶ ἠρεμίαϲ ἢ κινήϲεωϲ πρὸϲ κίνηϲιν , οἷον διαϲτολῆϲ πρὸϲ ϲυϲτολήν , ἠρεμίαϲ
6105429 Σεβεννυτικον
καὶ ποταμός . καὶ Σεβεννύτης νομὸς καὶ πολίτης . καὶ Σεβεννυτικὸν στόμα . Σεγίδα , πόλις Κελτιβήρων . τὸ ἐθνικὸν
δὲ Πηλουσιακόν . Καὶ πάλιν σχίζεται δίχα . Τὸ δὲ Σεβεννυτικὸν , τὸ μὲν εἰς τὸ Μενδήσιον , τὸ δὲ
6104796 Τιθορεαν
ἀνάπλεα εἰδώλων φαίνεσθαι , καὶ ἀναστρέψαι μὲν αὐτὸν ἐς τὴν Τιθορέαν , διηγησάμενον δὲ ἃ ἐθεάσατο ἀφεῖναι τὴν ψυχήν .
, Ποσειδῶνος δὲ ἐπίκλησιν . καὶ ὁ μὲν ἀπῴκησεν ἐς Τιθορέαν τῆς νῦν καλουμένης Φωκίδος , Θόας δὲ Ὀρνυτίωνος υἱὸς
6103160 ἀγχεμαχος
μὴ παρὰ πρόθεσιν παροξύνεται : λεοντομάχος μονομάχος , χωρὶς τοῦ ἀγχέμαχος . τὸ δὲ πρόμαχος καὶ σύμμαχος ἐκ προθέσεων .
βιβῶ , εἰς ε βέ - βαιος , ὡς ἀγχίμαχος ἀγχέμαχος . γίνεται οὖν βέβαιος , ὁ ἑδραῖος ἀπὸ ῥημάτων
6101124 Οἰταιων
. Φάϋλλος δὲ τύραννος ἠράσθη τῆς Ἀρίστωνος γυναικός , ὃς Οἰταίων προστάτης ἦν . οὗτος διαπεμπόμενος πρὸς αὐτὴν χρυσόν τε
τῶν Λακεδαιμονίων , τῶν αὐτῶν δεόμενοι : ὑπὸ γὰρ τῶν Οἰταίων καὶ αὐτοὶ ἐφθείροντο . ἀκούσαντες δὲ οἱ Λακεδαιμόνιοι γνώμην
6100745 ἀφικνεεται
ἔνδοθεν ἀφικνέεται : ἔξωθεν τροφὴ ἐκ τῆς ἐσχάτης ἐπιφανείης ἐνδοτάτω ἀφικνέεται . Ξύῤῥοια μία , ξύμπνοια μία , ξυμπαθέα πάντα
ξυνεστηκότος ἀπόκρισιν , ἐν ᾧ φερόμενα πάντα ἐς τὸ φανερὸν ἀφικνέεται ἕκαστα μοίρῃ πεπρωμένῃ . Ἐν δὲ τούτῳ ἐποιήσατο πυρὸς
6097948 Ὀλβιανος
Κόλχους πορευόμενον . καὶ εὐρείας ποταμοῖο ᾐόνας : Διονύσιος ὁ Ὀλβιανὸς ἱστορεῖ τὰς εὐρείας ᾐόνας λέγεσθαι Ἀχιλλέως δρόμους . ὁμῶς
ʹʹδʹʹ ληʹ Ϛʹʹ Ὀλβία πόλις λαʹ γοʹʹ ληʹ ∠ ʹʹ Ὀλβιανὸς λιμήν λαʹ γοʹʹ ληʹ ∠ ʹʹδʹʹ Κολυμβάριον ἄκρον λαʹ
6097672 τρυχω
βλάπτω , τρύω κατὰ παραγωγήν , ἀφ ' οὗ τὸ τρύχω πλεονασμῷ τοῦ χ , τρύσω τέτρυμαι τρυτός καὶ ἄτρυτος
. τοῦ τρῶ ἄλλο παράγωγον τρύω καὶ προσθέσει τοῦ χ τρύχω . . , : τρώγω : παρὰ τὸ τρῶ
6092889 ῥησσω
ἄξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἦγα καὶ Ἀττικῶς ἔαγα : ῥήσσω , ὁ μέλλων ῥήξω , ὁ μέσος παρακείμενος ἔρρηγα
τοῦ η εἰς ω , ῥωγός . παρὰ δὲ τὸ ῥήσσω , καὶ ῥωγάδες . Ῥυμός . παρὰ τὸ ἐρύω
6087935 Νικανδρῳ
οὖς οὐκ ἔχον . ΑΡΟΚΛΟΝ ἡ φιάλη παρὰ τῷ Κολοφωνίῳ Νικάνδρῳ . ΑΛΕΙΣΟΝ καὶ ΔΕΠΑΣ τὸ αὐτό . Ὅμηρος ἐν
ἀείδελος , ὁ μὴ θεωρούμενος . παρὰ [ δὲ ] Νικάνδρῳ ἐπὶ τοῦ [ ἀεὶ ] φανεροῦ κεῖται , περὶ
6087571 τετυπεναι
γὰρ τέτυφε προσλαβὸν τὴν ναι συλλαβὴν τετυφέναι γίνεται . Τὸ τετυπέναι χρόνου μέν ἐστι μέσου παρακειμένου καὶ ὑπερσυντελίκου : γίνεται
πεποιηκέναι . Τετυπέναι : ὁμοίως καὶ αὐτὸς γίνεται , τέτυπε τετυπέναι , νένυγε νενυγέναι . τύψαι : ὁ εἰς α
6086563 Κρηταιος
Κύφος Κυφαῖος . καὶ ἀπὸ τοῦ Ἐχιναῖος Ἐχιναιεύς , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . τινὲς δὲ καὶ Ἐχινοῦντα φασὶ τὴν αὐτήν
. καὶ ἑνικῶς Σίφη . ἔστι δὲ ὡς ἀπὸ τῆς Κρηταῖος Κρηταιεύς οὕτω Σιφαῖος Σιφαιεύς . Σίφνος , περὶ τὴν
6084161 ὑετιος
δ ' ἀπωθεῖ τὸν ἀέρα παρ ' ἐκείνοις ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος . Διόπερ ὁ μὲν βορέας καὶ μᾶλλον οἱ ἐτησίαι
μὲν γὰρ οὔσης αἴθριος , μεγάλης δ ' ἐπινεφὴς καὶ ὑέτιος διὰ τὸ πλείω συνωθεῖν ἀέρα . Τὸ δὲ μὴ
6077851 Λυσικρατους
Ἀθήνησι Φαίδωνος : δεύτερον οἱ μετὰ Λεάγρου κληροῦχοι . ἐπὶ Λυσικράτους : τρίτον οἱ μετ ' Εὐκλέους καὶ Θουκυδίδου :
γυναιξὶν πρὶν τοῖς αἰσχροῖς καὶ τοῖς μικροῖς χαρίσωνται . ἡ Λυσικράτους ἄρα νυνὶ ῥὶς ἴσα τοῖσι καλοῖσι φρονήσει ; νὴ
6077745 εἰσελασαντες
ἀμφιλύκην μιν ἀνεγρόμενοι καλέουσιν , τῆμος ἐρημαίης νήσου λιμέν ' εἰσελάσαντες Θυνιάδος καμάτῳ πολυπήμονι βαῖνον ἔραζε . τοῖσι δὲ Λητοῦς
ἐγένετο . ἡ βροντή τὸ τέρας . ἵππους δ ' εἰσελάσαντες , ἐπὶ πρύμνῃσι μάχοντο ἔγχεσιν ἀμφιγύοις αὐτοσχεδόν , οἱ
6060687 τραπεζιῳ
ἐστιν ἡμικυκλίου τὸ λεχθὲν τμῆμα , δῆλον ἀχθείσης ἐν τῷ τραπεζίῳ διαμέτρου . ἀνάγκη γὰρ ταύτην ὑπὸ δύο πλευρὰς ὑποτείνουσαν
τραπεζίῳ ” ὤφειλεν εἰπεῖν . ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν “ ἐπὶ τραπεζίῳ ” πικρῶς “ ἐπὶ βαλλαντίῳ ” εἶπεν , ἵνα
6060086 ἰημι
τὸ εὐφραίνομαι : εἰ δὲ τὸ σαπρὸν , παρὰ τὸ ἴημι τὸ πέμπω : οἷον τὸ ἀπόπεμπτον . Κατασπιλάζοντες ,
καὶ τὸ εἶμι τὸ πορεύομαι . Τοῦτο μὲν οὖν τὸ ἴημι ψιλοῦται : τὸ δὲ ἵημι , ὃ σημαίνει τὸ
6058480 Κεκροπια
: ἀντὶ τοῦ : σὺν τούτοις ἀπὸ τῆς Ἀττικῆς . Κεκροπία γὰρ λέγεται ἡ Ἀττικὴ ἀπὸ Κέκροπος τοῦ βασιλεύσαντος .
. τὰ τοπικὰ ἐκ Κειριαδῶν εἰς Κειριαδῶν ἐν Κειριαδῶν . Κεκροπία χώρα καὶ Κεκροπίς φυλή , ἀπὸ Κέκροπος . λέγεται
6056828 Φικειον
: Λαύρειον , ὄνομα τόπου : ἰδιάζει τοῦτο Ἀθήνῃσι : Φίκειον , ὄνομα τόπου : τοῦτο εὕρηται καὶ διὰ βράχεως
τὸ Φίκιον ὄρος ὅ ἐστι πλησίον τῶν Βοιωτίων Θηβῶν . Φίκειον τέρας ἡ Σφίγξ . ἐκάθητο δὲ ἡ Σφὶγξ περὶ
6055576 Μακαρεως
〚 Ἄλλως . ἐκ τῶν ἐν τῷ Αἰόλῳ Κανάχης καὶ Μακαρέως , ἢ , ὥς τινες , Δανάης καὶ Μεγαρέως
εἰς Χίον καὶ Σάμον καὶ Κῶν καὶ Ῥόδον ἀποικιῶν ὑπὸ Μακαρέως . Περὶ Τενέδου καὶ τοῦ κατ ' αὐτὴν οἰκισμοῦ
6055422 Ἀλπεια
Ἰονίας θαλάσσης . οἱ κατοικοῦντες Ἄλπειοι . καὶ Ἄλπεις καὶ Ἄλπεια ὄρη καὶ Ἄλβια . διχῆ γὰρ ἡ γραφή ,
αὐτοῖς : Σπάρτακον δὲ διὰ τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν ἐπὶ τὰ Ἄλπεια καὶ ἐς Κελτοὺς ἀπὸ τῶν Ἀλπείων ἐπειγόμενον ὁ ἕτερος
6049954 Ποσειδειον
ιʹ , Ϙʹ Ϛʹ . Ἀπὸ δὲ τοῦ Μητρῴου εἰς Ποσείδειον , τὸ νῦν λεγόμενον τὰ Ποτίστεα , στάδια μʹ
] καὶ νῆσον ἔχει . Πρὸς δὲ τὴν Σητὸν λιμένα Ποσείδειον , Σάλον , Μυοῦς , Κελένδερις πόλις , καὶ
6049505 Φασιος
Ἔνθεν μὲν ἡ ἀκτὴ ἡ ἑτέρη τὰ πρὸς βορέην ἀπὸ Φάσιος ἀρξαμένη παρατέταται ἐς θάλασσαν παρά τε τὸν Πόντον καὶ
. . . . . . . οβ με δʹ Φάσιος ποταμοῦ ἐκβολαί . . . . οβ ∠ ʹ
6047321 καταληγον
εἰς ΣΣΟΣ ὑπερδισύλλαβα ἔχοντα πρὸ τοῦ τέλους Ι εἰς Σ καταλῆγον μονογενῆ ὄντα προπαροξύνεται : κυπάρισσος νάρκισσος Μέλισσος . τὸ
, χωρὶς εἰ μὴ ὀφθείη πρὸ τοῦ Δ τὸ Ρ καταλῆγον , οἷον : ἡδανός οὐτιδανός ἐλλεδανός ῥιγεδανός Ἀπιδανός .
6046637 ἐκβοηθησαντες
ἐπὶ πόλιν Σούτριον ἄποικον Ῥωμαίων οἱ μὲν ὕπατοι δυνάμεσιν ἁδραῖς ἐκβοηθήσαντες ἐνίκησαν μάχῃ τοὺς Τυρρηνοὺς καὶ συνεδίωξαν εἰς τὴν παρεμβολήν
: ὁπλισθέντες . ἀνθίστασαν τροπαῖον : ἐναντίον τροπαῖον ἔστησαν . ἐκβοηθήσαντες : μετὰ βοῆς ἐξελθόντες ξυμβαλόντες : συμπεσόντες εἰς μάχην
6043547 ἐλαυνω
τὸν ἐσθίοντα πολλά . , . . , . ἀγκράτος ἐλαύνω : εἶπε Ξενοφῶν κατὰ συγκοπὴν ἀντὶ τοῦ ἀνὰ κράτος
καὶ γίνεται ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ κομίζω . ἐλαύνει : ἐλαύνω ἐπὶ σιδήρου , ἐπὶ τόξου , ἐπὶ συνουσίας ,
6042367 Κρηταιευς
Ἁλαῖος λέγεται Ἁλαιεύς ] , ὡς Ληναῖος Ληναιεύς , Κρηταῖος Κρηταιεύς ‚ . ἀλλ ' ἐν τοῖς ἑξῆς κατ '
Ἀμύκλαι Ἀμυκλαῖος , καὶ Ἀμυκλαιεύς ἐξ αὐτοῦ , ὡς Κρηταῖος Κρηταιεύς . καὶ τὸ θηλυκὸν τοῦ Ἀμυκλαῖος Ἀμυκλαία καὶ Ἀμυκλαΐς
6039438 ξυνθηματος
εἴσω τῶν πολεμίων ἐτύγχανον προελθόντες , τότε δὴ δοθέντος τοῦ ξυνθήματος ἐκδραμόντες οἱ Φράγγοι ἐσβάλλουσιν ἀθρόον ἐς αὐτοὺς ἀτάκτως τε
. καὶ οὗτοι ἐπὶ τοὺς ἀποχωροῦντας τῶν βαρβάρων τραπόμενοι ἀπὸ ξυνθήματος , πολλοὺς μὲν αὐτῶν ἐν τῇ φυγῇ ἀπέκτειναν ,
6036941 διεγειρω
τοῦτο ποιεῖν , ” ἐπὶ γὰρ τὰ συνήθη τῶν ἔργων διεγείρω ” , ἐκ δευτέρου ὁ αἴλουρος ἔλεγεν : „
λάμπω . Ἀλεείνω : ἐκκλίνω . φεύγω . Ὀρίνω : διεγείρω . Ὠδίνω : γεννῶ . Ἴκελος : ὅμοιος .
6033650 στερεμνιῳ
τὰ νέφη τόπος αἰθὴρ , καὶ ὁμωνύ - μως τῷ στερεμνίῳ οὐρανός . διὸ τὰ νέφη λέγει πύλας οὐρανοῦ .
ἀὴρ σφαιρικῶς . Ἀναξαγόρας τὴν φωνὴν γίνεσθαι πνεύματος ἀντιπεσόντος μὲν στερεμνίῳ ἀέρι , τῇ δ ' ὑποστροφῇ τῆς πλήξεως μέχρι
6033177 λειχω
τοῦ νικῶντας . . . . ἀπολιχμήσονται : ἀπολείξουσιν : λείχω λειχῶ , καὶ λιχμῶ λιχμήσω . . . .
τοῦ λιχμῶ δευτέρας συζυγίας τῶν περισπωμένων : τοῦτο ἀπὸ τοῦ λείχω πλεονασμῶ τοῦ μ λιχμῶ : τὸ λι , ι
6032329 μοριοιϲ
ἄρθροιϲ περιεχομένων αἰτιῶν διαφορουμένων , μηδενὸϲ ἔτι ἐπιρρέοντοϲ τοῖϲ πεπονθόϲι μορίοιϲ , ἀπερίττου τοῦ ϲώματοϲ παντὸϲ γενομένου : ἀφυλάκτωϲ δὲ
τὸ ϲαρκῶδεϲ γένοϲ , ὃ ταῖϲ ἰϲὶ καὶ τοῖϲ ὑμενώδεϲι μορίοιϲ τῶν ϲτερεῶν ϲωμάτων περιπέφυκεν , ὅπερ ξαίνοντεϲ οἱ μάγειροι
6028765 ἰσημεριην
πολλῷ , πλησίον ἰσημερίης , ὀπισθοχειμῶνες : καὶ ἤδη περὶ ἰσημερίην , βόρεια , χιονώδεα , οὐ πουλὺν χρόνον .
, ὕδατα πουλλὰ , μεγάλα ἐν βορείοισιν . Περὶ δὲ ἰσημερίην καὶ μέχρι πληϊάδος , νότια ὕσματα ὀλίγα : χειμὼν
6021359 ἀμυξω
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ
6021138 Ἀπιαν
Πέλοπα ἐς Ὀλυμπίαν ἀφικέσθαι , ὡς τὴν ἐντὸς Ἰσθμοῦ χώραν Ἀπίαν ἀπ ' ἐκείνου καλεῖσθαι . Ἄπιδος δὲ ἦν Θελξίων
Σιπύλῳ γενομένης καὶ διαβάσεις Πέλοπος ἐνθένδε εἰς τὴν πρότερον μὲν Ἀπίαν , Πελοπόννησον δὲ ἀπ ' ἐκείνου κληθεῖσαν : ἀφ
6019882 αὐξανω
ὁρμῶ καὶ τοῦ ἅλλω τὸ πηδῶ , καὶ σημαίνει τὸ αὐξάνω . ὅσα δρυός : πάντα , φησί , τὰ
. , . , . Βλώσκω : σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς

Back