' ἐς μὲν ἀλκὴν μὴ πόδ ' ἀντιθῆι ποδί , λιμῶι δὲ θηρᾶι τύμβον ἱκετεύοντε νώ , κτανεῖν δέδοκται τήνδε
μὲν θελήσαντας ἄλλων δὲ τυχόντας . λέγει δὲ Ἔφορος αὐτὸν λιμῶι διακαρτερήσαντα ἐν φυγῆι ἀποθανεῖν . , : Ἔφορος δ
7106308 Χαλκωδων
ἀγῶνι : πῶς μὲν γὰρ ἂν συνεπελάβετο Ἡρακλεῖ τοῦ ἔργου Χαλκώδων , ὃν πρότερον ἔτι ἀποκτεῖναι Ἀμφιτρύωνα καὶ μαρτυρεῖται καὶ
δὲ Ἐλεφαντίδος Γοργοφόνη καὶ Ὑπερμνήστρα . Ἴστρος δὲ Ἱπποδάμειαν , Χαλκώδων Ῥοδίαν , Ἀγήνωρ Κλεοπάτραν , Χαῖτος Ἀστερίαν , Διοκορυστὴς
7098738 κατασχοντα
ἑαυτῆς , ἣν μόλις ἡνίαις μετ ' ἐπανατάσεως μαστίγων ἔστι κατασχόντα πραῧναι . διόπερ λόγιον τοῦ ἵλεω θεοῦ μεστὸν ἡμερότητος
τε ᾔσθοντο καὶ ἀπαγγέλλουσι τοῖς Ἕλλησι τὰ ἐν τῇ νυκτὶ κατασχόντα τοὺς βαρβάρους . ἀναθαρσήσαντες δὲ οἱ Φωκεῖς προθυμότερον ἔτι
7085216 τετελευτηκεναι
δεξιᾷ ἐσπλεόντων εἰς τὸν Πόντον . ἐπεὶ δὲ ἐπυθόμην Κότυν τετελευτηκέναι , τὸν βασιλέα τοῦ Βοσπόρου τοῦ Κιμμερίου καλουμένου ,
τοῦ ἀποδημοῦντος παιδὸς , ὅτι φήμη γέγονεν ἐπ ' αὐτὸν τετελευτηκέναι : ἐπιπλέκονται δὲ στοχασμοὶ καὶ ἑτέραις στάσεσιν , ὡς
7064255 Πιτθεως
συγγένειαν : Σκείρωνα γὰρ υἱὸν εἶναι Κανήθου καὶ Ἡνιόχης τῆς Πιτθέως . Οἱ δὲ Σίνιν , οὐ Σκείρωνα : καὶ
προστατεῖς χθονός . Πιτθεὺς μέν ἐστι Πέλοπος , ἐκ δὲ Πιτθέως Αἴθρα , πατὴρ δ ' ἐκ τῆσδε γεννᾶται σέθεν
7030128 ὠδυρετο
πρὸς αὐτόν : ἐπὶ δὲ τούτοις ἅπασι τῆς κατειληφυίας αὐτὸν ὠδύρετο τύχας , ὡς ἐκ μεγάλης ἐκπεσὼν εὐδαιμονίας ἐν ἡμέρᾳ
; καὶ πῶς ἂν ἔτι ἦν Σωκράτης , εἰ ταῦτα ὠδύρετο ; πῶς ἂν ἔτι ἐν τῇ φυλακῇ παιᾶνας ἔγραφεν
7008181 Ἰφικλος
Αἰόλου τοῦ Ἕλληνος τοῦ Διός . σταθμοῖσιν ἐν Ἰφίκλοιο : Ἴφικλος Φυλάκου παῖς τοῦ Δηιονέως . μήτηρ δὲ Μελάμποδος Δωρίππη
: ἐν δὲ τοῖς κατὰ βραχὺ ὑπομνήμασιν ὁ Ἀριστόξενος : Ἴφικλος , φησίν , Ἁρπαλύκην ἐρασθεῖσαν ὑπερεῖδεν . ἡ δὲ
6967859 προδωσειν
ὑμεῖς τε , παῖδες , τῷδε : καὶ καταίνεσον μήποτε προδώσειν τάσδ ' ἑκών , τελεῖν δ ' ὅς '
ἠθέλομεν βασιλέα καθιστάναι , καὶ ἐδώκαμεν καὶ ἐλάβομεν πιστὰ μὴ προδώσειν ἀλλήλους , καὶ οὗτος οὔτε τοὺς θεοὺς δείσας οὔτε
6939428 Μυλλιας
, Ῥόδιππος , Βρύας , Ἔνανδρος [ ? ] , Μυλλίας , Ἀντιμέδων , Ἀγέας , Λεόφρων , Ἀγύλος ,
Ἔρατος , Ἰταναῖος , Ῥόδιππος , Βρύας , Εὔανδρος , Μυλλίας , Ἀντιμέδων , Ἀγέας , Λεόφρων , Ἀγύλος ,
6933990 ἐξορμησαι
δώρων ὑποδοχὴν καὶ πολλὰ τὴν Ἐριφύλην αἰτιασάμενον , αὐτὸν μὲν ἐξορμῆσαι πρὸς τὴν στρατείαν , Ἀλκμαίωνι δὲ προστάξαι μὴ πρότερον
μέλαιναν : τὴν δὲ Μήδειαν τὴν ποδοψοφίαν ἀκούσασαν , ἀναστᾶσαν ἐξορμῆσαι . Λέγει δὲ καὶ Ἡρόδωρος ταῦτα . , :
6914205 Ζητην
δὲ γεννᾷ θυγατέρας μὲν Κλεοπάτραν καὶ Χιόνην , υἱοὺς δὲ Ζήτην καὶ Κάλαϊν πτερωτούς , οἳ πλέοντες σὺν Ἰάσονι καὶ
ἁρπάσας ὁ Βορέας ἤγαγεν εἰς Θρᾴκην , κἀκεῖσε συνελθὼν ἔτεκε Ζήτην καὶ Κάλαϊν , ὡς Σιμωνίδης ἐν τῇ Ναυμαχίᾳ .
6859614 ἠσχαλλε
τε ἀποκτενεῖν ἠπείλει . ἅπερ οὐ φέρων ὁ Μακρῖνος πάνυ ἤσχαλλε . συνέβη δέ τι καὶ τοιοῦτον : ἔδει γὰρ
θεῷ δῆθεν ὀργιάζων . ἡ δὲ Μαῖσα ταῦτα ὁρῶσα πάνυ ἤσχαλλε , πείθειν τε λιπαροῦσα ἐπειρᾶτο μεταμφιέσασθαι τὴν Ῥωμαίων στολὴν
6856994 κακιστε
δ ' ἔρρ ' ἀπόπτυστός τε κἀπάτωρ ἐμοῦ , κακῶν κάκιστε , τάσδε συλλαβὼν Ἀράς , ἅς σοι καλοῦμαι ,
τοῖσι Πέρσῃσι , λέγων τοιάδε : Ἐμὲ μέν , ὦ κάκιστε ἀνδρῶν , ἐόντα σεωυτοῦ ἀδελφεὸν καὶ ἀδικήσαντα οὐδὲν ἄξιον
6855377 Ἱπποκοωντα
τύπτοντες κατεργάζονται τὸν Οἰωνόν . τοῦτο Ἡρακλέα μάλιστα ἐξηγρίωσεν ἐς Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς παῖδας : αὐτίκα δὲ ὡς ὀργῆς εἶχε
πλὰν Νέστορος : Σπάρταν / τε λαβὼν δορυάλωτον / , Ἱπποκόωντα καὶ τοὺς / παῖδας φονεύσας , Τυνδάρεων [ σὺν
6833772 Δημοστρατος
ἦν δὲ τῶν αἱρεθέντων Καλλίας Ἰππονίκου , Αὐτοκλῆς Στρομβιχίδου , Δημόστρατος Ἀριστοφῶντος , Ἀριστοκλῆς , Κηφισόδοτος , Μελάνωπος , Λύκαιθος
ὄντος ψόφου τῶν γυναικῶν ἐν τοῖς δώμασιν . Χολοζύγης : Δημόστρατος Βουζύγης ἐλέγετο , ὃν Χολοζύγην εἶπε διὰ τὸ μελαγχολᾶν
6833350 αὐτοχειριᾳ
καὶ πρὸς τοὺς γνωρίμους προσιοῦς ' ἐνεκάλει , λαβὼν αὐτὸς αὐτοχειρίᾳ πρὸς τὸ πωλητηρίον τοῦ μετοικίου ἀπήγαγεν : καὶ εἰ
. τοιοῦτος δ ' ὢν καὶ αὐτὸς αὖ ἀποθνῄσκει , αὐτοχειρίᾳ μὲν ὑπὸ τῶν τῆς γυναικὸς ἀδελφῶν , βουλῇ δὲ
6806803 Τημενος
ἐπὶ δὲ τοῦ Τισαμενοῦ τούτου κατίασιν ἐς Πελοπόννησον Ἡρακλεῖδαι , Τήμενος μὲν καὶ Κρεσφόντης Ἀριστομάχου , τοῦ τρίτου δὲ Ἀριστοδήμου
τοῦ θεοῦ δὲ εἰπόντος ὅ τι καὶ τὸ πρότερον , Τήμενος ᾐτιᾶτο λέγων τούτῳ πεισθέντας ἀτυχῆσαι . ὁ δὲ θεὸς
6799008 πεδαις
σοι τοὺς Τυρίους , τοὺς νῦν καταγελῶντας , γυμνοὺς ἐν πέδαις παραστήσω . εἰ δὲ ἀπιστεῖς , ἐμὲ προθυσάμενος ἀπέρχου
κεκτημένων ὅλα σωματοτροφεῖα συνηγόραζον : . . . τοὺς μὲν πέδαις δεσμεύειν , τοὺς δὲ ταῖς βαρύτησι τῶν ἔργων καταπονεῖν
6793373 Ἐχεμος
Πελοπόννησον . Προεκρίθη τε δὴ ἐκ πάντων τῶν συμμάχων ἐθελοντὴς Ἔχεμος ὁ Ἠερόπου τοῦ Κηφέος , στρατηγός τε ἐὼν καὶ
ἀφίκετο ἐπιδὼν τοὺς παῖδας ἀμφοτέρους τελευτήσαντας : Λυκούργου δὲ ἀποθανόντος Ἔχεμος ὁ Ἀερόπου τοῦ Κηφέως τοῦ Ἀλέου τὴν Ἀρκάδων ἔσχεν
6789766 Μιλων
' ἐπῄτεον . οὕνεκεν οὕτω χάλκεος ἑστήκω χεῖρα προισχόμενος . Μίλων δ ' ὁ Κροτωνιάτης , ὥς φησιν ὁ Ἱεραπολίτης
ἢ τὸ ι , ὡς τὸ Δρίλων : Φίλων : Μίλων : τιλών : βριλὼν , ὁ βαλανεύς : Χίλων
6772864 χαλεπηνας
Ἀγησίλαον , ὡς δὲ φιλοσόφως ζῶντα καὶ κενοδοξίας περιφρονοῦντα , χαλεπήνας ὁ βασιλεὺς ἐξώρισεν εἰς Μελίτην νῆσον τοῦ Ἀδρίου ,
φρενῶν ἄλλον αἴνησε γάμον : Ἴσχυϊ γὰρ ἐμίχθη : διὸ χαλεπήνας ὁ θεὸς Ἀρτέμιδι συνέταξεν ἀνελεῖν αὐτήν . ἀποφλαυρίξασά μιν
6769491 συσχεθεισα
ἐγένοντο , οἱ δὲ σφόδρα ἐμπιστευθέντες προδόται . ἔλαφος δίψει συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγὴν τοῦ πιεῖν . πιοῦσα δὲ
οἳ τὴν ἀλήθειαν οὐκ εἰδότες ἀπατᾶν νομίζουσιν . ἔλαφος δίψῃ συσχεθεῖσα παρεγένετο ἐπί τινα πηγήν . πιοῦσα δὲ ὡς ἐθεάσατο
6763841 Καλαϊν
αἰεί μιν ἄγρυπνοι ὑπὸ ψυχῇ μελεδῶναι ἔτρυχον , θαλερὸν δερκομένου Κάλαϊν . Τὸν μὲν Βιστονίδες κακομήχανοι ἀμφιχυθεῖσαι ἔκτανον , εὐήκη
ἀλλὰ καὶ τότε ἴσως ἀθλητάς τινας ἐθαύμαζον , Ζήτην καὶ Κάλαϊν καὶ Πηλέα καὶ ἄλλους τοιούτους δρομέας τινὰς καὶ παλαιστάς
6763509 θελησας
ἐκεῖθεν ἀναχωρήσει , ἐσχάτῃ τιμωρίᾳ ὑποβληθείῃ . Εἴ τις ἐλεγχθῇ θελήσας ἐχθροῖς ἑαυτὸν παραδοῦναι , τῇ ἐσχάτῃ τιμωρίᾳ ὑποβληθείῃ ,
ἔπεμπον . . . Ὁ δὲ Φρὺξ ὁ Μίδας ἑλεῖν θελήσας τὸν Σάτυρον , οἴνῳ φαρμάττει τὰ νάματα , καὶ
6761579 Συβαριν
εἰς τρυφὴν καὶ πολυτέλειαν , ὑπερβαλλομένους τὴν περὶ Κρότωνα καὶ Σύβαριν παραδεδομένην φήμην . οὐ δυνάμενοι οὖν , φησίν ,
. εἰς Κρᾶθιν ἁλοίμαν : Κρᾶθις καὶ Σύβαρις ποταμοὶ περὶ Σύβαριν . ὡς Νυμφόδωρος καὶ Θεόφραστός φασι , τοῦ Κράθιδος
6760272 Αἰτωλον
φησὶν οἰκῆσαι τοὺς κατέχοντας βαρβάρους ἐκβαλόντας , τοτὲ δ ' Αἰτωλὸν μετὰ τῶν ἐξ Ἤλιδος Ἐπειῶν . . . τῶν
. ] : εἶμι τέρας Καλυδῶνος , ἄγω δ ' Αἰτωλὸν Ἄρηα . τινὲς δὲ Ἄρην τὴν τῶν ὅπλων σκευήν
6758369 φυγηι
[ . Στοιχεῖα ] κεχρῆσθαι καὶ τῆι περὶ τοὺς φόνους φυγῆι καὶ τῶν φονευόντων , ὡς μὴ μόνον τῶν ἐμψύχων
λελειμμένοι φίλων κοῦφον ] πόδ ' ἄλλος ἀλλός ' εἴχομεν φυγῆι . εἶδον δὲ τὸν ] μὲν ὄρεος ὑλίμωι φόβηι
6747803 Δηϊανειραν
καὶ διὰ τοῦ Λίχα πέμψαντος αὐτὴν ὡς αἰχμάλωτον πρὸς τὴν Δηϊάνειραν , εἰς ἔννοιαν καὶ εἰς ζηλοτυπίαν ἐκινήθη ἡ Δηϊάνειρα
Δηϊάνειραν . Αὐτὸς μὲν οὖν Ἡρακλῆς τὸν ποταμὸν διῄει : Δηϊάνειραν δὲ μισθὸν αἰτηθεὶς , ἐκέλευε Νέσσῳ διακομίζειν . Ὁ
6746310 Ἀλκαθου
Δήμητρος ἱερὸν Θεσμοφόρου . κατιοῦσι δὲ ἐντεῦθεν Καλλιπόλιδος μνῆμά ἐστιν Ἀλκάθου παιδός . ἐγένετο δὲ καὶ ἄλλος Ἀλκάθῳ πρεσβύτερος υἱὸς
ὅμοιον ᾄδουσιν . ἔστι δὲ καὶ ἄλλη Μεγαρεῦσιν ἀκρόπολις ἀπὸ Ἀλκάθου τὸ ὄνομα ἔχουσα : ἐς ταύτην τὴν ἀκρόπολιν ἀνιοῦσίν
6745050 ἐξηγαγε
δὲ τῶν Περσῶν τὴν ἔφοδον Δερκυλίδας ὁ τῶν Λακεδαιμονίων ἀφηγούμενος ἐξήγαγε τὴν δύναμιν , ἔχων τοὺς πάντας οὐ πλείους τῶν
: Ἀλέξανδρος δὲ τὴν ἡμετέραν πηγὴν οὐ πρὸς ὑδάτων ἅμιλλαν ἐξήγαγε , τῷ δὲ τῆς Ὀλυμπιάδος ἐξίσωσε γάλακτι . τοσαύτην
6736839 ἐταραξεν
ταραχή , πνεῦμα . . διεκορκορύγησεν ] ποιὰ λέξις , ἐτάραξεν , διετάραξεν . , ἠχῆσαι ἐποίησεν . διεκορκορύγησεν ]
καὶ πρὸς τὸ μέλλον οἰωνίσματι καὶ φαύλῳ συμβόλῳ χρωμένους πάντας ἐτάραξεν : οὔτε γὰρ ὄμβρου προϋπάρξαντος οὔτε νεφῶν ἀθροισθέντων ,
6732369 συντυχων
αὐτὸς ἔκρινε μηνῦσαι . παρελθὼν οὖν ἐπὶ τὴν αὐτὴν καὶ συντυχὼν Φιλώτᾳ καὶ διαλεχθεὶς παρεκελεύετο τὴν ταχίστην ἀπαγγεῖλαι τῷ βασιλεῖ
πάντας αὐτῷ δοῦναι συνεργούς . Οἰκέτης μοί τις ἐν ἀγορᾷ συντυχὼν δοὺς ἐπιστολὴν καὶ τοσοῦτον εἰπών , ὅτι Θεόδωρος ἔπεμψεν
6721237 Σπαρτηι
ἡμετέροισι ? δαμέντας [ ? , ] ὄφρα τις ἐν Σπάρτηι βεβαρημένος [ ] ἕλκεϊ λυγρῶι μνήσεται ἡμείων , μηδ
Λυκούργου διασώιζεται καταγεγραμμένον : οἱ δὲ ταῖς διαδοχαῖς τῶν ἐν Σπάρτηι βεβασιλευκότων ἀναλεγόμενοι τὸν χρόνον . ὥσπερ Ἐρατοσθένης καὶ Ἀπολλόδωρος
6715964 Πυλαδῃ
ἄχρι θανάτου συνεξέπνευσεν . Φωκὶς ἐκ νηπίων ἔτι χρόνων Ὀρέστην Πυλάδῃ συνῆψεν : θεὸν δὲ τῶν πρὸς ἀλλήλους παθῶν μεσίτην
μετὰ Πυλάδου καὶ κρατηθεὶς παρὰ βουκόλων ἤχθη δέσμιος σὺν τῷ Πυλάδῃ πρὸς Θόαντα τὸν βασιλέα , ὁ δὲ αὐτοὺς πρὸς
6715798 θαψας
ἐπανελθὼν δὲ εἰς Φολόην Ἡρακλῆς καὶ Φόλον τελευτήσαντα θεασάμενος , θάψας αὐτὸν ἐπὶ τὴν τοῦ κάπρου θήραν παραγίνεται , καὶ
τὸν μὴ θάψαντα τὸν ἑαυτοῦ πατέρα μὴ θάπτεσθαι : μὴ θάψας τις τὸν ἑαυτοῦ πατέρα ἐτελεύτησε παῖδα ἔχων , ὁ
6713505 διεσωθη
διέφθειρεν : ὁ δὲ λοιπὸς στόλος μεγάλοις περιπεσὼν χειμῶσι μόλις διεσώθη πρὸς τὴν Σικελίαν . ἀπώλοντο δὲ καὶ τῶν ἐπιφανῶν
καὶ τὴν ἔξοδον τὴν τοῦ λαβυρίνθου παρ ' αὐτῆς μαθὼν διεσώθη . ἀνακομιζόμενος δ ' εἰς τὴν πατρίδα καὶ κλέψας
6713343 κτερεα
, τοί κέ μιν ὦκα ἐν πυρὶ κήαιεν καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσαιεν . ἀλλ ' ὀλοῷ Ἀχιλῆϊ θεοὶ βούλεσθ '
ἐπειγόμενός περ ὁδοῖο , ὄφρ ' ἕταρον θάπτοι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερίσειεν . ἀλλ ' ὅτε δὴ καὶ κεῖνος ἰὼν
6707991 θυσειε
χρήσαντος δ ' αὐτῷ τοῦ θεοῦ , τὴν θυγατέρα εἰ θύσειε πρὸ τοῦ συμβαλεῖν τὼ στρατοπέδω , κρατήσειν τῶν πολεμίων
. . ἔχρησεν ὁ Ἀπόλλων . . . τοὺς ἰδίους θύσειε παῖδας # ὁ Ἀθάμας # τοὺς ἰδίους παῖδας #
6703278 Πιτθεα
. τὸ δὲ ἱερὸν τοῦ Ἀπόλλωνος τοῦ Θεαρίου κατασκευάσαι μὲν Πιτθέα ἔφασαν , ἔστι δὲ ὧν οἶδα παλαιότατον . ἀρχαῖος
οὕτως : Ἀτρέα : Θυέστην : Ἵππαλκμον : Πλεισθένην : Πιτθέα : Πέλοπα τὸν νεώτερον . ἡγεμόνας . ἀρεταῖσι μεμαότας
6691840 Κηυκα
Ἡρακλέους ἐφύλαττεν . ὁ δὲ διαβὰς τὸν ποταμὸν κατήντησε πρὸς Κήυκα τὸν τῆς Τραχῖνος βασιλέα , καὶ μετὰ τούτου κατῴκησεν
τὸν νόμον τὴν φυγὴν ὑπομένειν ἤθελε , καὶ διέγνω πρὸς Κήυκα εἰς Τραχῖνα ἀπιέναι . ἄγων δὲ Δηιάνειραν ἐπὶ ποταμὸν
6685468 τριτωι
γαίης ] ? ? [ ] ? ἐν ? κευθμῶνι τρίτωι ἔτεϊ τρία τέκνα . ἦρος ] ? μὲν κατ
' ἓν ἕκαστον αὐτῶν ἐξετάζοντες . ὁ δῆμος προσέταξεν Εὐξενίππωι τρίτωι αὐτῶι ἐγκατακλιθῆναι εἰς τὸ ἱερόν , οὗτος δὲ κοιμηθεὶς
6682699 συμποσιωι
ἐχθαίρουσι δὲ πάντες : ἀναγκαίη δ ' ἐπίμειξις ἀνδρὸς τοιούτου συμποσίωι τελέθει . Οὐδεὶς λῆι φίλος εἶναι , ἐπὴν κακὸν
ἀέκοντα παθεῖν διζήμενον ἔμμεναι ἐσθλόν . χρὴ δ ' ἐν συμποσίωι κυλίκων περινισομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν . χρὴ παῖδ
6680871 τοξευσας
κατισχυθεὶς ὑπὸ τῆς πληγῆς . εὐθὺ δ ' ὁ μὲν τοξεύσας Ἰνδὸς καταφρονήσας προσέδραμε καὶ καταφέροντος αὐτοῦ πληγὴν ὁ Ἀλέξανδρος
βοηθοὺς ἐπεκαλεῖτο : καὶ Διὸς κεραυνώσαν - τος αὐτὸν Ἡρακλῆς τοξεύσας ἀπέκτεινε . τῶν δὲ λοιπῶν Ἀπόλλων μὲν Ἐφιάλτου τὸν
6680289 Ἀστακου
: ἡ νῦν λεγομένη Κασανδρία . Εὔαρχος : ὁ τύραννος Ἀστάκου τῆς στρατιᾶς : τῶν Κορινθίων δηλονότι . κατήγαγον :
τοῦ κενὸς εἶναι δόνου . κεδνὸν ] συνετόν . θΞ Ἀστάκου τόκον ] ἤγουν τὸν Μελάνιππον . τόκον ] τὸν
6676994 Πολυχαρμος
αἰσθήσεται τῆς βλάβης . ” “ ὀρθῶς ἂν ” ἔφη Πολύχαρμος “ ταῦτα ἔλεγες , εἰ μὴ πόλεμος ἦν :
δὲ καὶ ἀναστρέφειν πειρώμενοι πλαγίους ἔχοντες τοὺς ἵππους ἡλίσκοντο . Πολύχαρμος μέντοι ὁ Φαρσάλιος ἱππαρχῶν ἀνέστρεψέ τε καὶ μαχόμενος σὺν
6675764 χαμαιπετει
μετὰ μικρόν φησιν ὅτι διωκομένη ἐξ αὐτῶν ἀφανὴς ἐγένετο : χαμαιπετεῖ οὖν ἢ τῷ μέλλοντι πεσεῖν ἢ τεθορυβημένος οὐκ ἀκριβολογεῖται
ἔμολε δ ' ἁ τάλαιν ' Ἑρμιόνα δόμους ἐπὶ φόνωι χαμαιπετεῖ ματρὸς ἅ νιν ἔτεκεν τλάμων . ἄθυρσοι δ '
6671770 Μεταποντινοι
. Καὶ τὸν μὲν εἰπόντα ταῦτα ἀφανισθῆναι , σφέας δὲ Μεταποντῖνοι λέγουσι ἐς Δελφοὺς πέμψαντας τὸν θεὸν ἐπειρωτᾶν ὅ τι
, Κλεόφρων , Ἀλκμαίων , Δαμοκλῆς , Μίλων , Μένων Μεταποντῖνοι Βροντῖνος , Παρμίσκος , Ὀρεστάδας , Λέων , Δαμάρμενος
6667492 Ἀρσακην
γύναιον καὶ τὸν εὐνοῦχον Ἀρβάκην ἕλκοντα τὸ ξίφος ἐπὶ τὸν Ἀρσάκην , Σπατῖνος δὲ ὁ Μῆδος ἐκ τοῦ συμποσίου πρὸς
τὸν υἱὸν ἐγχέοντα τὸ φάρμακον , ἑτέρωθι δ ' αὖ Ἀρσάκην φονεύοντα τὸ γύναιον καὶ τὸν εὐνοῦχον Ἀρβάκην ἕλκοντα τὸ
6665356 ἐτειχισε
ἐξ αὐτοῦ Νίνυαν παῖδα . μετὰ δὲ τὸν Νίνου θάνατον ἐτείχισε τὴν Βαβυλῶνα ὀπτῇ πλίνθῳ καὶ ἀσφάλτῳ καὶ τὸ τοῦ
Φοίνικες ἔσχον οἱ μετὰ Κάδμου . ὃς τήν τε Καδμείαν ἐτείχισε καὶ τὴν ἀρχὴν τοῖς ἐκγόνοις ἀπέλιπεν . ἐκεῖνοι δὲ
6662058 Γλαυκιαν
δὲ ἐπέστη κόπτουσα τὴν θύραν ἐκείνη καὶ εἰσελθοῦσα περιβάλλει τὸν Γλαυκίαν ὡς ἂν ἐκμανέστατα ἐρῶσα καὶ συνῆν ἄχρι δὴ ἀλεκτρυόνων
τὴν πόλιν τὸ πρῶτον καταφυγὼν ἐμπρήσας τὴν πόλιν ἀπηλλάγη παρὰ Γλαυκίαν ἐς Ταυλαντίους . Ἐν τούτῳ δὲ τῶν φυγάδων τινὲς
6660159 Σισυφῳ
τοῦτον ἔφυγεν οἱ δὲ κομίσαντες ἐν Κορίνθῳ τούτου τὸ σῶμα Σισύφῳ ἀπὸ Σχοινουντίαςἐκεῖ γὰρ ἐξερρίφη ἐκ τῆς θαλάσσης δελφῖνος αὐτὸν
γνωρίζοις , φιλότιμος εἶναι δόξεις . εἴρηται τοίνυν ἐν Αἰσχύλου Σισύφῳ σὺ δ ' ὁ σταθμοῦχος εὖ κατιλλώψας ἄθρει .
6658730 ἐθελοντην
βύζην : ἄντην : ἔμπλην : ἄκμην : ἄκην : ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον
βύζην : ἄντην : ἔμπλην : ἄκμην : ἄκην : ἐθελόντην : ἑκόντην ἡμῖν τὸ ὅρκιον : τὸ ἐχρῆν περισπώμενον
6654937 πορθμειῳ
ἐς Ἴλιον οὔτε ναῦν οὔτε ἄνδρα , ἀλλ ' ἐν πορθμείῳ ξὺν Οἴακι τῷ ἀδελφῷ ἔπλευσε πολλῶν , φασί ,
τὸν βίον κατέστρεψε , περαιούμενος ὀλίγον καὶ στενὸν πορθμὸν ἑξήρει πορθμείῳ καὶ βραχεῖ . καὶ ἔλεγόν γε , ὡς ἐκεῖνος
6651407 Κυανιππος
ἡ μὲν διὰ πόθον ἀνδρὸς κουριδίου ταύτῃ τέλος ἔσχεν . Κυάνιππος δέ , ὡς ἐπελθὼν κατελάβετο λελωβημένην τὴν Λευκώνην ,
ἀλόγου ζώιου δίκην διεσπάραξαν . τῆς δὲ πράξεως αὐτόπτης γενόμενος Κυάνιππος ἑαυτὸν ἐπικατέσφαξεν . [ . ] . , :
6651060 Αἰθραν
Ἀττικὴν ὡς ἐσφραγισμένην παρείασαν μηδὲν λαβόντες εἰ μὴ μόνην τὴν Αἴθραν καὶ ταύτην δι ' ἀτιμίαν Θησέως , ἥτις σὺν
: . . . ὁ δὲ νοῦς : μόνην τὴν Αἴθραν δουλώσαντες * καὶ αἰχμαλωτίσαντες * ἀντίποινον τῆς Ἑλένης τὴν
6648909 Μαγας
νεωτερίσειαν , ἀνεῳγυῖαν ἔχοι τὴν διὰ τῶν πυλῶν εἴσοδον . Μάγας Παραιτώνιον κατασχὼν συνέταξε τοῖς φρυκτωροῖς πυρσὸν φίλιον αἴρειν ἑσπέρας
. Παρὰ τοῦ βασιλέως γράμμαθ ' ἥκει σοι Μάγα . Μάγας , κακόδαιμον , γράμματ ' οὐκ ἐπίσταται . Οὐ
6647718 Κυκνος
δ ' ἄμυδις προγένοντ ' ἴκελοι πυρὶ ἠὲ θυέλλῃ , Κύκνος θ ' ἱππόδαμος καὶ Ἄρης ἀκόρητος ἀυτῆς . τῶν
μὲν ἐν τῇ μάχῃ τοῦ Κύκνου ὁ Ἡρακλῆς . ὁ Κύκνος υἱὸς ὢν τοῦ Ἄρεος ἐν τῇ παρόδῳ τῆς Θεσσαλίας
6647509 ἐφονευθη
οὗτος συνεμάχησεν ἐλευσινίοις στασιάζουσι κατὰ τοῦ βασιλέως ἐρεχθέως καὶ ἡττηθεὶς ἐφονεύθη : ὕστερον δὲ κατὰ πυθόχρηστον ἐτιμήθη καὶ ὁ τάφος
δὲ κατασκευάζεις τὸν φόνον , ὅτι ἡνίκα ἀπελύθη ὁ παῖς ἐφονεύθη καὶ οὐ πρὸς τούτου : ἔχει δὲ ἐνταῦθα παραγραφικὸν
6641918 Θηβῃ
οὐδ ' ὅτε περ Σεμέλης , οὐδ ' Ἀλκμήνης ἐνὶ Θήβῃ , οὐδ ' ὅτε Δήμητρος καλλιπλοκάμοιο ἀνάσσης , οὐδ
ἡ Θήβη . ἄλλος δὲ πάλιν ἱστορικὸς γράφει : Ζεὺς Θήβῃ μιγεὶς Αἴγυπτον γεννᾷ , οὗ θυγάτηρ Κάρχος , ἀφ
6639896 ἐξιοντος
. . Ἐ . δ ' ἔοικε νομίζοντι ὁτὲ μὲν ἐξιόντος τοῦ φωτός , ὥσπερ εἴρηται πρότερον , βλέπειν .
γὰρ ὁμοιωθεὶς Ἄρης αὐτὸν ἀπέκτεινεν . Ἢ ὅτι τοῦ Μόψου ἐξιόντος ἐπὶ θήραν ηὔξατο τὸ πρωτάγριον αὐτῇ θῦσαι , χοῖρον
6639342 Φαλαικος
τοὺς Ἀμφικτύονας , ὥστε ἀπολογίας τυχεῖν . Ὁ μὲν γὰρ Φάλαικος ὑπόσπονδος ἀφεῖτο , οἱ δὲ ἀναίτιοι ἀποθνῄσκειν ἔμελλον ,
περιεχώρησεν ἡ ἐν Φωκεῦσι δυναστεία : καὶ ἐπεὶ ἔσχεν ὁ Φάλαικος αἰτίαν ἰδίᾳ περιποιεῖσθαι τῶν ἱερῶν χρημάτων , ἐπαύθη τῆς
6632851 Θρασυδαιος
φησὶν , αὐτοῦ ἔσχον Ὀλυμπικὰς νίκας , αὐτὸς δὲ ὁ Θρασυδαῖος ἐν τῇ Πυθοῖ στάδιον ἐνίκησε . τὸ δὲ τῷ
τῶν δὲ ἄλλων ὑπὲρ τοὺς τετρακισχιλίους . μετὰ δὲ ταῦτα Θρασυδαῖος μὲν ταπεινωθεὶς ἐξέπεσεν ἐκ τῆς ἀρχῆς , καὶ φυγὼν
6629816 Ἀκταιου
ἐθνικὸν ὁμόφωνον . Ἀκτή . οὕτως ἡ Ἀττικὴ ἐκαλεῖτο ἀπὸ Ἀκταίου τινός . ἀνὴρ δὲ ἦν αὐτόχθων , ὡς Φαβωρῖνος
Τελαμῶνα φίλον , οὐκ ἀδελφὸν Πηλέως εἶναι , ἀλλ ' Ἀκταίου παῖδα καὶ Γλαύκης τῆς Κυχρέως . μίγνυται δὲ αὖθις
6625233 Ὑστερον
ἄλλα πάντα διδάξαντα τοὺς Φοίνικας εὐαρεστῆσαι τῷ βασιλεῖ αὐτῶν . Ὕστερον δὲ Ἀρμενίους ἐπιστρατεῦσαι τοῖς Φοίνιξι : νικησάντων δὲ καὶ
αὕτη ἦν ἡ ξενοκτονία ἣν λέγει ὁ θεῖος Γρηγόριος . Ὕστερον δὲ ὁ Ὀρέστης δειματούμενος ὑπὸ τῶν Ἐρινύων , καὶ
6621433 Ἀλεος
πλάγια , ὥσπερ οἱ καρκίνοι . μετὰ δὲ Αἴπυτον ἔσχεν Ἄλεος τὴν ἀρχήν : Ἀγαμήδης μὲν γὰρ καὶ Γόρτυς οἱ
βασιλέων δυνατώτατος καὶ Κλείτορα ᾤκισεν ἀφ ' αὑτοῦ πόλιν , Ἄλεος δὲ εἶχε τὴν πατρῴαν λῆξιν : ἀπὸ δὲ Ἐλάτου
6620728 ἀφειλομην
σε καὶ ἱκέτευσα τὸν ζωῆς δοτῆρα , ᾗ ζωὴν οὐκ ἀφειλόμην . καὶ οὕτω κατῄδεσε τὸν θεὸν τῇ εὐχῇ ὥστε
καὶ σωθῆναι εἰς τὴν Ἑλλάδα . τοῦτον οὖν τοιοῦτον ὄντα ἀφειλόμην . εἰ δὲ σὺ ἦγες ἢ ἄλλος τις τῶν
6619483 Κεκροπα
λίθων λαοὺς τοὺς ὄχλους ὠνομάσθαι φησίν . Φιλόχορος δέ φησι Κέκροπα βουλόμενον τὸ τῶν Ἀθηναίων γένος ἐπιγνῶναι κελεῦσαι αὐτοὺς λίθους
λεόντων τ ' ἀγρίων θηράματα . κατ ' εἰσόδους δὲ Κέκροπα θυγατέρων πέλας σπείραισιν εἱλίσσοντ ' , Ἀθηναίων τινὸς ἀνάθημα
6619303 ἐστενεν
ναῦς ἕλον ἐν πελάγει ἀνδρῶν πληθούσας , μέγα δ ' ἔστενεν Ἀσὶς ὑπ ' αὐτῶν πληγεῖς ' ἀμφοτέραις χερσὶ κράτει
, ὡς κατέπεσεν , ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν . οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ
6618469 Ἀκαστος
. α . * . Ἀκαρός : . * ? Ἄκαστος : ὁ υἱὸς Πελίου , ὁ πατὴρ Ἀλκήστιδος :
δὲ αὐτῷ τὴν τελευτὴν λέγουσιν ὑπὸ τῶν ἵππων , ὅτε Ἄκαστος τὰ ἆθλα ἔθηκεν ἐπὶ τῷ πατρί . ἐν Νεμέᾳ
6616182 Ἀλεκτορος
οὖρα , πότιζε θρίδακος σπέρματος ⋖ αʹ . Ἄλλο : Ἀλέκτορος λάρυγγα καύσας καὶ λεάνας δίδου πίνειν σὺν ὕδατος #
τοὺς λοιποὺς ἀπέτρεπε . Πολυνείκης δὲ ἀφικόμενος πρὸς Ἶφιν τὸν Ἀλέκτορος ἠξίου μαθεῖν πῶς ἂν Ἀμφιάραος ἀναγκασθείη στρατεύεσθαι : ὁ
6614023 ἐξεβαλλεν
ὅρκων ὁ βεβαιότατος . Ἔπηλυς τὸν ἔνοικον : λείπει τὸ ἐξέβαλλεν . Ἐπὶ ὅλμου ἐκοιμήσω : ἐπὶ τῶν μαντείας ποριζομένων
τὰς Ἀθήνας ἠλευθέρου , οὐκ ἐν ἀμήτῳ Καλλίμαχος τοὺς Μήδους ἐξέβαλλεν , οὐκ ἐν γεωργοῖς ἐστρατήγει Μιλτιάδης . Ὁπλιτῶν τὰ
6613791 Χιονην
Φηρέα Εὔδωρον Λύσιππον Ξάνθον Ἀργεῖον : θυγατέρας δὲ ἕξ , Χιόνην Κλυτίαν Μελίαν Ὥρην Δαμίππην Πελοπίαν . Ἑλλάνικος δὲ ἐν
Φηρέα Εὔδωρον Λύσιππον Ξάνθον Ἀργεῖον , θυγατέρας δὲ ἓξ , Χιόνην Κλυτίαν Μελίαν Νέαιραν Δαμασίππην Πελοπίαν . Ἑλλάνικος δὲ ἐν
6608170 Πολυκρατεϊ
μιν διανοεύμενον ὁ Ὀροίτης πέμψας ἀγγελίην ἔλεγε τάδε : Ὀροίτης Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει . Πυνθάνομαι ἐπιβουλεύειν σε πρήγμασι μεγάλοισι καὶ
γινομένης γράψας ἐς βυβλίον τάδε ἐπέστειλε ἐς Σάμον : Ἄμασις Πολυκράτεϊ ὧδε λέγει . Ἡδὺ μὲν πυνθάνεσθαι ἄνδρα φίλον καὶ
6605850 Κυνῳ
Ἀπολλόδωρος φησὶν , οὐκ ἐν Ὀποῦντι , ἀλλ ' ἐν Κύνῳ τὸν Δευκαλίωνα καὶ τὴν Πύῤῥαν οἰκῆσαι . . .
. Ἀπολλόδωρος δέ φησιν οὐκ ἐν Ὀποῦντι ἀλλ ' ἐν Κύνῳ τὸν Δευκαλίωνα καὶ τὴν Πύρραν οἰκῆσαι . ἄλλως :
6598416 τιμαορος
ἀρετῆς , ἤτοι ἀνδρείας καὶ τῶν ἀνδραγαθημάτων αὐτοῦ , ἦλθον τιμάορος , ἤγουν τιμητής , ὑμνητὴς γενησόμενος τῶν μιτρῶν ,
' ἐκ θεῶν τεθνήξομεν . ἥξει γὰρ ἡμῶν ἄλλος αὖ τιμάορος , μητροκτόνον φίτυμα , ποινάτωρ πατρός : φυγὰς δ
6596071 Πολυδωρος
. λέγοιμ ' ἄν . ἦν τις Πριαμιδῶν νεώτατος , Πολύδωρος , Ἑκάβης παῖς , ὃν ἐκ Τροίας ἐμοὶ πατὴρ
οὐκ ἔστιν τόδε . ὅ τ ' ἐν φιλίπποις Θρηιξὶ Πολύδωρος κάσις . εἰ ζῆι γ ' : ἀπιστῶ δ
6595074 Αἰπυτος
νοῦς : ἐπειδὴ οὖν ἦλθεν ἐκ τοῦ μαντείου ὁ βασιλεὺς Αἴπυτος , ἀνήρετο πάντας τοὺς ἐν τῇ οἰκίᾳ περὶ τοῦ
μέμνηται : Αἰπύτιον παρὰ τύμβον . παρὼν δὲ καὶ ὁ Αἴπυτος ἐν Λακεδαίμονι ἔλαβεν αὐτὸ ἐκτεθέν : ὁ δὲ Πίνδαρος
6594995 Ἰολης
, τούτου ? [ ] ? δὲ ? [ καὶ Ἰόλης ] ⌊ Κλεοˈδαῖον ⌋ [ ] ? , Κλεοδαίου
. γ . Ἴφιτος αὖθ ' ἵππους διζήμενος . τὸν Ἰόλης ἔρωτα οὐκ οἶδεν ὁ ποιητής , οὐδὲ ὡς ἀποτυχὼν
6594002 Γοργην
Διοκορυστὴς Ἱπποδάμειαν , Ἄλκης Γλαύκην , Ἀλκμήνωρ Ἱππομέδουσαν , Ἱππόθοος Γόργην , Εὐχήνωρ Ἰφιμέδουσαν , Ἱππόλυτος Ῥόδην . οὗτοι μὲν
[ τε ἄνακτ ] ' ἀτάλαντον ? [ ] Ἄρηϊ Γόργην τ ' ἠύκομον καὶ ? [ ἐπίφρονα ] [
6592603 εἰσπραττομενος
τὰ πάντα , Τύχης . ὁ μὲν οὖν αὑτὸν τιμωρίαν εἰσπραττόμενος , ἐννοῶν , οἷος εἰς οἷον γεγένηται , ᾤχετο
τις κακὸς ἀλλεπάλληλα συνάπτει δίκην τοῦ αἵματος τῆς μητρὸς αὐτοῦ εἰσπραττόμενος : † εἰς δόμους ἀλαστόρων : ἀντὶ τοῦ εἰς
6591000 Ἀτταλῳ
τῷ Περγάμου βασιλεῖ . ὃ δέ ἠρνήσατο καὶ τοῖς ἀδελφοῖς Ἀττάλῳ τε καὶ Φιλεταίρῳ θαυμάζουσιν , ὅτι κῆδος βασιλέως τοσοῦδε
καὶ διὰ πάσης γέγονε τῆς οἰκουμένης , ἀθάνατον ἀπονέμοντα δόξαν Ἀττάλῳ τῆς πραγματείας ἐπιγραφὴν εἰληφότι . Ἐγὼ δ ' ἀκούων
6590453 ἐξεκλεψεν
γε μὲν δὴ ναῦν τ ' ἀκήρατον σκάφος ἤτοι τις ἐξέκλεψεν ἢ ' ξῃτήσατο θεός τις , οὐκ ἄνθρωπος ,
ἀλλὰ χαλκοῦς ὢν ἀπέδρα . πότερον Δαιδάλειος ἦν ἤ τις ἐξέκλεψεν αὐτόν . καὶ Πλάτων [ . ] : οὗτος
6588078 Κεφαλῳ
οὐ τοὺς καλλίστους ; οἷς καὶ σύνεισιν : Ἠὼς μὲν Κεφάλῳ καὶ Κλείτῳ καὶ Τιθωνῷ , Δημήτηρ Ἰασίωνι , Ἀφροδίτη
ἔχων εἰς Θήβας ἔπλει , καὶ τὰς νήσους Ἑλείῳ καὶ Κεφάλῳ δίδωσι . κἀκεῖνοι πόλεις αὐτῶν ἐπωνύμους κτίσαντες κατῴκησαν .
6584287 Τισαμενον
ἀνελὼν Νεοπτόλεμον τὸν Ἀχιλέως ἔγημεν Ἑρμιόνην , ἐξ ἧς γεννᾷ Τισαμενόν . ἢ κατά τινας Ἠριγόνην γήμας τὴν Αἰγίσθου Πένθιλον
Φάλκην δὲ τὸν Σικυῶνα , τὴν δ ' Ἀχαίαν | Τισαμενόν , Ἤλιδος δ ' ὑπάρχειν Ὀξύλον | ἡγεμόνα ,
6583239 κυνηγεσιῳ
Νομήτορα ὁ Ἀμούλιος ἐξήλασε καὶ Αἰγέστην τὸν Νομήτορος υἱὸν ἐν κυνηγεσίῳ ἀναιρεῖ , τὴν δὲ ἀδελφὴν Αἰγέστου , θυγατέρα δὲ
, : Μνασέας δέ φησιν ὑπὸ Ταντάλου ἡρπάσθαι καὶ ἐν κυνηγεσίῳ ἀναιρεθῆναι : Δωσιάδης δὲ ὑπὸ Μίνω : καὶ ὁ
6574206 Ἀνθειας
, Ἀστυβίης Κλααμήτιδος , Φυληίδος Τίγασις , Αἰσχρηίδος Λευκώνης , Ἀνθείας . . . , Εὐρυπύλης Ἀρχέδικος , Δυνάστης Ἐρατοῦς
? ? ? ? ? . “ ” τὰ δὲ Ἀνθείας , [ οὐδ ] ? ' ἔχει [ ]
6574141 Πελιας
τὸ ἕτερον ἀπολέσας ἐν τῷ ῥείθρῳ πέδιλον . θεασάμενος δὲ Πελίας αὐτὸν καὶ τὸν χρησμὸν συμβαλὼν ἠρώτα προσελθών , τί
νοῦς : ἡ δὲ τῆς Τυροῦς γέννα , τουτέστιν ὁ Πελίας , τούτων ἀκούσας καὶ αἰσθόμενος τὴν εἴσοδον , ἀπήντησεν
6570779 Ἀριαιος
αὐτὸς εἰς ἐκεῖνον , ἀμφότεροι σιωπῆι . φθάνει δὲ βαλὼν Ἀριαῖος ὁ Κύρου φίλος βασιλέα , καὶ οὐκ ἔτρωσε .
ἄλλοις ἐπισιτιζομένοις . ἐπειδὴ δὲ ἔστησαν εἰς ἐπήκοον , εἶπεν Ἀριαῖος τάδε . Κλέαρχος μέν , ὦ ἄνδρες Ἕλληνες ,
6569188 ἀλγουσαν
βοῆσαι θέλων αὐτὴν ὡς πρὸς πολέμιον , μήτε δακρῦσαι ὡς ἀλγοῦσαν , μήτε αἱμαχθῆναι καθάπερ πεφονευμένην : ἀρτιμαθὴς γὰρ ὢν
, καὶ τῇ πάσῃ τοῦ οἴκου τοῦ πατρῴου τύχῃ περισσότερον ἀλγοῦσαν ἐνταῦθα ἐκ Θηβῶν μετοικῆσαι : καὶ Αὐτονόης μνῆμά ἐστιν
6567659 Ἡρῳδης
τοῖς ὀνόμασι , πλουσιώτερος καὶ εἰς γῆρας ἀναφανήσῃ φρονήσεως . Ἡρῴδης δὲ ὁ Ἀττικὸς ῥήτωρ τροχοπέδην εἶπε τὸ διαβαλλόμενον ξύλον
πρὸς μητρός σου πάππος , ἐν Ἰουδαίᾳ γενόμενος , ἡνίκα Ἡρῴδης ὁ ἐμὸς πάππος ἐβασίλευε τῆς χώρας , ἀναβῆναι μὲν
6564814 Χαιρεᾳ
, τοῦτο καὶ οἴεται . τάχ ' οὖν ἔδοξεν ἀποδίδοσθαι Χαιρέᾳ καὶ ἔσπευδε τοῦτο ἀκοῦσαι , καὶ τῶν εὐαγγελίων ἀμείψασθαι
εἰς τὴν τῶν Κυζικηνῶν χώραν , καὶ τῷ στρατηγοῦντι τούτων Χαιρέᾳ προσέταξαν ἄγειν τὸ στρατόπεδον ἐπὶ τὴν πόλιν , αὐτοὶ
6558549 Ἀμεινιας
. διασημότερον δὲ ἠγωνίσαντο [ ] τῆι ναυμαχίαι καὶ ἠρίστευσεν Ἀμεινίας , τῶν δὲ βαρβάρων γυνὴ Ἁλικαρνασὶς τὸ γένος ,
ὃν αἱ σπονδαὶ ἐγένοντο . Ἴσαρχος γάρ , εἶτ ' Ἀμεινίας , μεθ ' ὃν Ἀλκαῖος , εἶτ ' Ἀριστίων
6558133 αὐτοχειρι
: ὃν οὖν καθ ' ἑτέρων ἤμελλον τίθεσθαι νόμον . αὐτοχειρὶ σφαγεὶς τὸν βίον ἐξέλιπεν . αἱ θυγατέρες Ἐρεχθέως τῷ
καὶ δεῖξαι τοῖς ἔργοις , ὡς ὑπὲρ ἐλευθερίας οὐδὲ σφάττειν αὐτοχειρὶ παρ ' ἡμῖν ἀποκνοῦσι τέκνα πατέρες . οὐ γὰρ
6558040 σιλεα
τὰς ἀποκρίσεις . νῦν μὲν γὰρ ὡς τὸν βα - σιλέα θήρᾳ τερπόμενον ἔδραμε καλούμενος . ὑπὲρ δὲ τοῦ σίτου
, ἀφ ' ἧς ἱκανὸς ἦν πεῖσαι τὸν βα - σιλέα , ὡς δυνάμενος τοῦ πλοῦ καθηγήσασθαι ; τίς δ
6557711 Διογνητος
ὀμόσειεν ὑπηρετήσειν αὐτῇ ὅ τι ἂν βουληθῇ . Ὁ δὲ Διόγνητος , οὐδὲν ὑποτοπήσας τοιόνδε , μάλα προθύμως ὤμοσεν Ἄρτεμιν
τῶν λιθοτομιῶν λύσας ὑπὸ τούτων φυλασσόμενος ἦρχε τῶν Συρακουσίων . Διόγνητος Ἀθηναῖος βουλόμενος κρατῆσαι πόλεώς τινος , ἀποβιβάσας κρύφα στρατιώτας
6556077 καθηρασθαι
ἀειφυγίᾳ τις φεύγῃ τῶν ἀνδρῶν ἄπαις , τοῦτον πρῶτον μὲν καθήρασθαι καὶ ἀποδιοπομπήσασθαι τὸν οἶκον χρεὼν ἔστω κατὰ νόμον ,
ἐν αὐτοῖς . ἐμοὶ μὲν οὖν , ὦ φίλε , καθήρασθαι ἀνάγκη : ἔστιν δὲ τοῖς ἁμαρτάνουσι περὶ μυθολογίαν καθαρμὸς
6555602 συνεληφθη
ὡς οὐ μάτην τοῦτο πράττει , ἡμέρας γάρ ποτε ᾄδουσα συνελήφθη , διὸ ἀπ ' ἐκείνου ἐσωφρονίσθη , [ καὶ
ἔργῳ πλησιάζων καὶ ταρασσόμενος καὶ ἐκ τοῦδε ὕποπτος γενόμενος , συνελήφθη τε καὶ ὡμολόγησε . καὶ ὁ στρατὸς ὁ τοῦ
6555278 Φιλεταιρος
κουρίδας τε φοινικέας καὶ κωρίδας καμπίλας . Ὅτι τὸν ἐπίπλουν Φιλέταιρος ἐπίπλοιον εἴρηκεν . ἀπέχεις ἤδη τὸν ἐπίπλουν , ἵν
, κρόμμυ ' , ἅλας , ἔλαιον , τρυβλίον . Φιλέταιρος Οἰνοπίωνι : ὁ μάγειρος οὗτος Πατανίων προσελθέτω . καὶ
6551924 Μικρον
τὸ τέλος , ἔτη διαμείνας ἑπτὰ πρὸς τοῖς εἴκοσι . Μικρὸν δὲ τῆς εἰρήνης ὕστερον ἐτελεύτησε Δαρεῖος ὁ τῆς Ἀσίας
, ἔτεσιν αὐτοῦ νεώτερος τετταράκοντα . συντετάχθαι δέ φησι τὸν Μικρὸν διάκοσμον ἔτεσιν ὕστερον τῆς Ἰλίου ἁλώσεως τριάκοντα καὶ ἑπτακοσίοις
6551655 ψηφωι
: ἐπεὶ γὰρ Ἄργους οὐ μέτεσθ ' ἡμῖν ἔτι , ψήφωι δοκῆσαν , ἀλλὰ φεύγομεν πάτραν , πῶς ἂν δικαίως
, παῖ , δυσφήμους φήμας , ἀγγέλλους ' Ἀργείων δόξαι ψήφωι τᾶς σᾶς περὶ μοίρας . ὦ δεινὰ παθοῦς '
6550435 παρετασσετο
. ἰδόντες οἱ στρατιῶται φυλακὰς ἀσφαλεστέρας ἀπέσχοντο . Σέλευκος Ἀντιγόνῳ παρετάσσετο . ἦν ἴση τῆς μάχης ἡ κρίσις . ἐπεὶ
ἡγούμενος πολεμίων ῥώμην φυλάξασθαι . Ἀγησίλαος περὶ Κορώνειαν ὅσον οὔπω παρετάσσετο : ἧκέν τις ἀγγέλλων τέθνηκε Πείσανδρος ὁ ναύαρχος Λακεδαιμονίων

Back